ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Για να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Σ 12 § 5, ν.δ. 11.7.1923, ν.δ. 19.1.1934, ν. 2169/1993 άρθρο 47, ν. 3147/2003 άρθρο 18, ν. 2810/2000 άρθρα 8, 10 και 39

Δικαίωμα ψήφου στη ΓΣ των αναγκαστικών συνεταιρισμών

 

Δεν παρέχεται σε κάθε συνιδιοκτήτη - μέλος αναγκαστικού συνεταιρισμού το δικαίωμα μιας ψήφου στη ΓΣ εκ της ιδιότητάς του και μόνον ως μέλους (όπως συμβαίνει στους ελεύθερους συνεταιρισμούς), αλλά προϋπόθεση απονομής δικαιώματος ψήφου σε πλείονες συγκυρίους - μέλη (δια του αντιπροσώπου που θα ορίσουν) είναι να ισούται τουλάχιστον με το 1/3 μιας συνεταιριστικής μερίδας το άθροισμα των ποσοστών της συγκυριότητάς τους.

 

ΟλομΑΠ 19/2009

(Σύνθεση: Βασίλειος Νικόπουλος, Γεώργιος Καλαμίδας, Κωνσταντίνος Κούκλης, Γρηγόριος Μάμαλης, Εμμανουήλ Καλούδης, Αιμιλία Λίτινα, Χρήστος Αλεξόπουλος - Εισηγητής, Χαράλαμπος Ζώης, Αναστάσιος Λιανός, Ανδρέας Τσόλιας, Ιωάννης Παπουτσής, Αθανάσιος Πολυζωγόπουλος, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαος Λεοντής, Γεωργία Λαλούση, Γρηγόριος Κουτσόπουλος, Παναγιώτης Κομνηνάκης, Παναγιώτης Ρουμπής, Ανδρέας Δουλγεράκης, Κωνσταντίνος Φράγκος, Νικόλαος Πάσσος, Δημήτριος Τίγγας)

 

Με την από 11.7.20078 κλήση των αναιρεσειόντων παραδεκτά εισάγεται στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος της από 6.4.2006 αιτήσεώς τους για αναίρεση της 68/2006 αποφάσεως του Εφετείου Ιωαννίνων, ο οποίος παραπέμφθηκε σ’ αυτή με την 821/2008 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 περ. β ΚΠολΔ, διότι κρίθηκε ότι με το λόγο αυτό δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον. Ειδικότερα, με τον κρίσιμο λόγο προβάλλεται ότι το εφετείο, δεχθέν ότι καθένας των περισσοτέρων συνιδιοκτητών ενός ιδανικού συνεταιριστικού μεριδίου έχει μία ψήφο στη γενική συνέλευση του αναιρεσιβλήτου Αναγκαστικού Συνεταιρισμού ανεξαρτήτως του αριθμού τους και του μεγέθους του κλασματικού ποσοστού εκάστου στο ιδανικό συνεταιριστικό μερίδιο, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 4 του ν. 2169/1993, που διατηρήθηκε σε ισχύ με τα άρθρα 39 του ν. 2810/2000 και 18 του ν. 3147/2003, σε συνδυασμό με το ν.δ. της 19/30.1.1934 και το άρθρο 12 παρ. 5 του Συντάγματος.

Με το ν.δ. της 11/19 Ιουλίου 1923 «περί αναγκαστικών συνεταιρισμών διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας και κοινής χαρτονομής» επιτράπηκε η σύσταση αναγκαστικών συνεταιρισμών διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας και κοινής χαρτονομής για την από κοινού καλύτερη αξιοποίηση και εκμετάλλευση ευρύτερων συνιδιοκτητών δασικών εκτάσεων και κοινής χαρτονομής και καθορίστηκαν οι όροι και ο τρόπος εγγραφής των μελών τους. Σε εκτέλεση της από το άρθρο 6 παρ. 1 του ως άνω ν.δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. της 13.9.1925 και το άρθρο 3 του ν.δ. της 21.4.1926, παρεχόμενης ειδικής εξουσιοδοτήσεως εκδόθηκε το ν.δ. της 19/30.1.1934 «περί καθορισμού αναλογίας των συνεταίρων κ.λπ.» και ορίστηκαν, σε σχέση με τη διαχείριση των εν λόγω συνεταιρισμών, τα αναγκαία στοιχεία που έπρεπε να διαλαμβάνουν τα καταστατικά τους. Ειδικότερα, τα καταστατικά των αναγκαστικών συνεταιρισμών έπρεπε ως απαραίτητα στοιχεία να καθορίζουν τον αριθμό των συνιστώντων μία μερίδα στρεμμάτων, που δεν έπρεπε να υπερβαίνουν τα τριάντα, με βάση τα οποία ο (συν) ιδιοκτήτης τους είχε μία ψήφο, ενώ είχε δύο ψήφους αν είχε διπλάσιο αριθμό στρεμμάτων και μέχρι πέντε ψήφους αν είχε μεγάλο αριθμό στρεμμάτων. Τέλος, ότι πλείονες συγκάτοχοι του ανωτέρω ελάχιστου αριθμού στρεμμάτων (τριάντα), αποτελούν μια μερίδα και δικαιούνται όλοι μαζί μία ψήφο, το δικαίωμα δε της ψήφου τους αυτής ασκούν με αντιπρόσωπό τους, που εκλέγεται από τους ίδιους. Ορίστηκε δηλαδή, ως θεμελιώδης αρχή του δικαίου διοικήσεως και διαχειρίσεως των αναγκαστικών συνεταιρισμών, η ισότητα των μερίδων, ανεξαρτήτως του αριθμού κατόχων καθεμιάς απ’ αυτές (1 μερίδα = 1 ψήφος). Εξάλλου, με το άρθρο 47 του ν. 2169/1993 «Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις και άλλες διατάξεις», που διατηρήθηκε σε ισχύ με τα άρθρα 39 του ν. 2810/2000 και 18 παρ. 18 του ν. 3147/2003, ορίστηκε, στις παράγραφος 1 και 2 εδ. στ΄ αυτού, ότι «οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου Αναγκαστικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας και κοινής χορτονομής του ν.δ. της 11/19 Ιουλίου 1923, διατηρούνται και διέπονται από τους ειδικούς νόμους που προβλέπουν τη λειτουργία τους. Όπου στους ειδικούς αυτούς νόμους γίνεται παραπομπή στην ισχύουσα νομοθεσία εφαρμόζεται ο παρών νόμος», ενώ με την παράγραφο 4 αυτού ορίστηκε ότι «μέλη των Αναγκαστικών Συνεταιρισμών διαχειρίσεως ακινήτου συνιδιοκτησίας και κοινής χαρτονομής, καθώς και των Συνεταιρισμών Δασοκτημόνων καθίστανται υποχρεωτικά όλοι οι ιδιοκτήτες ολοκλήρου ιδανικού μεριδίου ή κλάσματος αυτού. Οι κάτοχοι ολοκλήρου ιδανικού μεριδίου διαθέτουν τρεις ψήφους στη γενική Συνέλευση», χωρίς όμως στο άρθρο αυτό (47), ή με άλλη διάταξη του ίδιου ν. 2169/1993, να ρυθμίζεται το ζήτημα της εκπροσωπήσεως των κατόχων κλασματικών ποσοστών ιδανικής μερίδας στη Γενική Συνέλευση του αναγκαστικού συνεταιρισμού. Τέλος, με το ν. 2810/2000 «Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις» ορίζεται στο άρθρο 8 ότι «η συνεταιρική μερίδα είναι το ελάχιστο χρηματικό ποσό συμμετοχής κάθε μέλους στο κεφάλαιο του συνεταιρισμού. Κάθε μέλος συμμετέχει στο συνεταιρισμό με μία (1) υποχρεωτική μερίδα και έχει μια ψήφο. Η συνεταιρική μερίδα είναι αδιαίρετη και ίση για όλα τα μέλη» και στο άρθρο 10 παρ. 1 ότι «στη γενική συνέλευση κάθε μέλος έχει μία (1) ψήφο», πλην όμως με το άρθρο 39 παρ. 2 του ίδιου ν. 2810/2000 ορίζεται ειδικώς ότι από τις διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και στις Αναγκαστικές Οργανώσεις του άρθρου 47 του ν. 2169/1993 μόνον τα άρθρα 14, 16 και 17, τα οποία όμως δεν αφορούν στο ζήτημα δικαιώματος ψήφου των συνεταίρων, αλλά ρυθμίζουν διαφορετικά θέματα και κυρίως εκείνα της συνθέσεως και λειτουργίας των διοικητικών συμβουλίων καθώς και της κρατικής εποπτείας και ελέγχου των συνεταιρισμών. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, και λαμβανομένης υπόψη της ιδιομορφίας της φύσεως των αναγκαστικών συνεταιρισμών και των ουσιωδών διαφόρων τους σε σύγκριση με τους ελεύθερους συνεταιρισμούς, συνάγεται ότι οι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί, όπως ο αναιρεσίβλητος και μετά την ισχύ του ν. 2810/2000, διέπονται, σε ότι αφορά το δικαίωμα ψήφου των μελών τους στη γενική συνέλευση, από τους ανωτέρω ειδικούς νόμους που προβλέπουν τη λειτουργία τους και συγκεκριμένα από το ν.δ. της 19/30.1.1934 «περί αναλογίας ψήφων των συνεταίρων κ.λπ.» και το άρθρο 47 παρ. 4 του ν. 2169/1993 «Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις και άλλες διατάξεις» και επομένως καθένας από τους περισσότερους συνιδιοκτήτες ενός ιδανικού συνεταιριστικού μεριδίου δεν έχει μία ψήφο στη γενική συνέλευση του συνεταιρισμού, δηλαδή δεν του παρέχεται δικαίωμα μιας ψήφου εκ της ιδιότητάς του και μόνον ως μέλους, αλλά προϋπόθεση απονομής δικαιώματος ψήφου στους πλείονες κατόχους κλασματικών ποσοστών είναι το άθροισμα αυτών (ποσοστών) να ισούται τουλάχιστον με το 1/3 μίας συνεταιριστικής μερίδας. Αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή ο κάτοχος κλάσματος επί ιδανικής μερίδας, ανεξαρτήτως ποσοστού, έχει δικαίωμα μιας ψήφου, κατά τα οριζόμενα με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 2810/2000, άγει σε αφόρητη ανισότητα μεταχειρίσεως συνεταίρων με ανόμοια ποσοστά κλασματικού μεριδίου, αφού, για παράδειγμα, θα είχαν από μία ψήφο τόσο ο κάτοχος του 1/30 μιας μερίδας όσο και ο κάτοχος 1/3 αυτής, δηλαδή ο κάτοχος δεκαπλάσιου ποσοστού. Επιπρόσθετα θα επέτρεπε, κατά περίπτωση, το σχηματισμό αριθμητικής πλειοψηφίας μελών που αντιπροσωπεύουν τη μειοψηφία στο ποσοστό συνιδιοκτησίας της εκτάσεως που διαχειρίζεται ο συνεταιρισμός, καθόσον, για παράδειγμα, θα μπορούσε να σχηματίζεται έτσι πλειοψηφία από 8 μέλη με συνολικό ποσοστό συγκυριότητας 2/10 έναντι 4 μελών με ποσοστό συγκυριότητας συνολικά 8/10. Στην προκείμενη περίπτωση, το εφετείο, κρίνοντας επί της από 1.9.2005 εφέσεως του αναιρεσιβλήτου συνεταιρισμού κατά της πρω­τόδικης 104/2005 αποφάσεως του Μονομελούς πρωτοδικείου Άρτας, με την οποία, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, επί της από 18.3.2005 αιτήσεως των αναιρεσειόντων, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της υπ’ αριθ. 2/13.3.2005 αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως του αναιρεσιβλήτου συνεταιρισμού για την ανάδειξη τακτικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του, για το λόγο ότι επιτράπηκε στους εξ αδιαιρέτου κατόχους ιδανικών μεριδίων, ανεξαρτήτως κλασματικού ποσοστού, η συμμετοχή στην ψηφοφορία με μία ψήφο για καθένα τους, δέχθηκε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι καθένας των περισσοτέρων συνιδιοκτητών ενός ιδανικού συνεταιριστικού μεριδίου έχει μία ψήφο στη γενική συνέλευση του αναιρεσιβλήτου αναγκαστικού συνεταιρισμού ανεξαρτήτως του αριθμού τους και του κλασματικού ποσοστού εκάστου στο ιδανικό συνεταιριστικό μερίδιο και ότι η ανωτέρω 2/2005 απόφαση της Γενικής Συνελεύσεώς του δεν είναι άκυρη, έστω και αν συμμετείχαν στην ψηφοφορία, με μία ψήφο ο καθένας, και συνέταιροι κάτοχοι οποιουδήποτε κλασματικού ποσοστού επί ιδανικής μερίδας. Ακολούθως, το εφετείο, δεχθέν την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που έκρινε αντίθετα, και απέρριψε την αίτηση των αναιρεσειόντων. Με τις κρίσεις του αυτές το εφετείο παρεβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και συνεπώς ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ μοναδικός, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ως άνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

 

Σχόλιο

Η υπόθεση έφτασε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατόπιν παραπομπής από το Δ΄ Τμήμα, με την απόφαση 821/2008 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό (Digesta 2008 σελ. 28 επ.) μαζί με τη γνωμοδότηση που είχε τεθεί υπόψη του ανώτατου δικαστηρίου (Κ. Παναγόπουλος, Διαφορές μεταξύ αναγκαστικών και «ελεύθερων» συνεταιρισμών, ιδίως αγροτικών Digesta 2008 σελ. 33 επ.) όπου παραπέμπεται ο αναγνώστης, αντί άλλου σχολιασμού.

Κ.Π.