Digesta 2010 |
Η ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΓΩΓΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚ
Εμμανουέλα Ν. Τρούλη*
Για να ανοίξετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ
Στις 2 Απριλίου 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τη Λευκή Βίβλο σχετικά με τις αγωγές αποζημίωσης για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΚ[1], σε συνέχεια της δημόσιας διαβούλευσης[2] η οποία ακολούθησε τη δημοσίευση της Πράσινης Βίβλου της 19 Δεκεμβρίου, 2005[3] με τον ίδιο τίτλο. Στη Λευκή Βίβλο, η Επιτροπή εκφράζει την ικανοποίησή της «για την επιτυχία της Πράσινης Βίβλου να αφυπνίσει τους ευρωπαίους πολίτες για το δικαίωμα αποζημίωσης των θυμάτων των παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και τις δυσκολίες που αυτά αντιμετωπίζουν όταν επιχειρούν να προασπίσουν τα δικαιώματά τους»[4] και επαναλαμβάνει τη δέσμευσή της για τη δημιουργία «ενός αποτελεσματικού συστήματος αγωγών αποζημίωσης για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στην Ευρώπη»[5].
Για το σκοπό αυτό, και αφού η Πράσινη Βίβλος «προσδιόρισε τα σημαντικότερα εμπόδια» για την επιτυχία των σχετικών αξιώσεων[6] και «παρέθεσε μια σειρά από εναλλακτικές προτάσεις» προς συζήτηση[7], η Λευκή Βίβλος[8] προχωρά στο επόμενο βήμα προτείνοντας στα κράτη - μέλη την υιοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων σχετικά με κάποιες από τις βασικές δυσκολίες ικανοποίησης των αξιώσεων αυτών, όπως την πρόσβαση στις αποδείξεις, την απόδειξη της παράβασης, τον προσδιορισμό της έκτασης της ζημίας κτλ[9].
Προς επίρρωση των προτάσεων που περιέχονται στη Λευκή Βίβλο η Επιτροπή παραπέμπει στο συνοδευτικό Έγγραφο Εκτίμησης Επιπτώσεων[10], για την πρόβλεψη και αξιολόγηση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων των προτεινόμενων μέτρων και της αύξησης των αξιώσεων αποζημίωσης για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας[11]. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, η Επιτροπή διευκρινίζει μεν ότι πρωταρχικός στόχος της Λευκής Βίβλου είναι η βελτίωση της νομικής θέσης των θυμάτων των παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, υπογραμμίζει δε ότι ένα αποτελεσματικό σύστημα αποζημίωσης των ζημιωθέντων λειτουργεί και ως εργαλείο επιβολής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας με αποτρεπτικό χαρακτήρα[12].
Με στόχο, πάντως, να προλάβει σχετική κριτική[13], η Επιτροπή τονίζει ότι η κύρια ευθύνη για την επιβολή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας παραμένει στους δημόσιους φορείς και ότι το σύστημα επιβολής των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ
Όπως η Πράσινη[14], έτσι και η Λευκή Βίβλος έγινε γρήγορα αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης και πολυάριθμων αναλύσεων[15]. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην κριτική παρουσίαση των προτάσεων της Λευκής Βίβλου καθώς και στη συνέχιση του διαλόγου που διεξάγεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις των εθνικών δικαίων[16] που είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη των εν λόγω αξιώσεων.
2.1. Έννομο συμφέρον: έμμεσοι αγοραστές και συλλογική προσφυγή
Ένα από τα πρώτα ζητήματα που αντιμετωπίζει το δικαστήριο στις αγωγές αποζημίωσης για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας αφορά στο ποιος έχει δικαίωμα να εγείρει τέτοια αξίωση[17]. Βεβαίως, ως προς τους άμεσους αγοραστές[18] και τους ανταγωνιστές του παραβάτη της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας δεν υπάρχουν αμφισβητήσεις. Οι δυσκολίες επικεντρώνονται στην αναγνώριση δικαιώματος άσκησης των σχετικών αξιώσεων για τους έμμεσους[19] αγοραστές, δηλαδή τους αγοραστές που δεν είχαν άμεση δοσοληψία με το δράστη της παράβασης, αλλά οι οποίοι υπέστησαν ζημία λόγω της μετακύλισης σε αυτούς της επιπλέον –παράνομης– επιβάρυνσης μέσω της αλυσίδας διανομής. Την αναγνώριση του δικαιώματος αυτού προτείνει η Λευκή Βίβλος[20], με βάση την αρχή της πλήρους αποζημίωσης και το κοινοτικό κεκτημένο για το δικαίωμα σε αποζημίωση κάθε υποκειμένου δικαίου που υπέστη ζημία από παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ[21]
Η ορθή[22] αυτή επιλογή καθιστά με τη σειρά της αναγκαία την εισαγωγή ενός μηχανισμού συλλογικών προσφυγών[23], το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα στους έμμεσους αγοραστές να εγείρουν ομαδικά[24] αξιώσεις αποζημίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας τους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή προτείνει την εισαγωγή δύο συμπληρωματικών μηχανισμών συλλογικής προσφυγής: τις αγωγές μέσω εκπροσώπων και τις «κατ’ επιλογήν» («opt-in») συλλογικές αγωγές[25].
Συγκεκριμένα, οι αγωγές μέσω εκπροσώπων προτείνεται να ασκούνται από «νομιμοποιούμενους φορείς όπως ενώσεις καταναλωτών, κρατικούς φορείς ή εμπορικούς συλλόγους για λογαριασμό θυμάτων που είναι ήδη γνωστά ή που, σε μάλλον περιορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να καταστούν γνωστά στο μέλλον»[26].
Σχετικά με το ζήτημα του προσδιορισμού των «νομιμοποιούμενων φορέων», η Λευκή Βίβλος προτείνει αυτό να γίνεται είτε «επίσημα εκ των προτέρων», είτε αυτοί να «καθορίζονται από ένα κράτος - μέλος για μια συγκεκριμένη παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας με σκοπό να ασκήσουν αγωγή για λογαριασμό ορισμένων ή όλων των μελών τους»[27]. Επειδή, μάλιστα, οι παραβάσεις των αντιμονοπωλιακών κανόνων μπορούν να ζημιώσουν πρόσωπα που κατοικούν σε περισσότερες από μία χώρες και το δικαστήριο του κράτους - μέλους που έχει αρμοδιότητα να δικάσει μια τέτοια αξίωση μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό του φορέα που προτίθεται να ασκήσει την αξίωση, η Επιτροπή προτείνει ο φορέας ο οποίος έχει νομιμοποιηθεί (είτε γενικά και εκ των προτέρων είτε ad hoc) για την έγερση της αξίωσης σε ένα κράτος - μέλος, να νομιμοποιείται αυτόματα σε όλα τα κράτη - μέλη για την αντίστοιχη αξίωση[28].
Όσον αφορά, πάντως, τη λειτουργία των «αγωγών μέσω αντιπροσώπων»[29], παρά το γεγονός της απουσίας σχετικής διευκρίνισης, μια προσεκτική ανάγνωση του Εγγράφου Εργασίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προτείνεται στα κράτη - μέλη η θέσπιση δυνατότητας έγερσης αγωγής εκ μέρους δύο ή περισσοτέρων προσώπων όχι από τα πρόσωπα αυτά αλλά από κάποιον εκπρόσωπό τους[30] και όχι η υιοθέτηση ενός συστήματος όπου το δικαστήριο θα εκδικάζει μια αντιπροσωπευτική αγωγή το αποτέλεσμα της οποίας θα δεσμεύει όλες τις αντίστοιχες αξιώσεις[31] (όπως προβλέπεται σε κάποιες έννομες τάξεις).
Σχετικά δε με το δύσκολο ζήτημα της διανομής του ποσού της αποζημίωσης[32], το οποίο θα καταβληθεί αρχικά στους εκπρόσωπους - φορείς, η Επιτροπή αρκείται στο να εκφράσει την επιθυμία της για διανομή στους αντιπροσωπευόμενους - ζημιωθέντες, ενώ παράλληλα αναφέρεται σαν πιθανότητα η αποζημίωση «να καταβάλεται σε σχετικούς φορείς ή να χρησιμοποιείται για σχετικούς σκοπούς»[33].
Καθώς, ωστόσο, «οι νομιμοποιούμενοι φορείς δε θα είναι σε θέση ούτε θα επιθυμούν να αναλάβουν την υπεράσπιση κάθε αξίωσης προς αποζημίωση», η πρόβλεψη για «κατ’ επιλογήν συλλογικές αγωγές» θα δίνει τη δυνατότητα στα θύματα «να συνδυάσουν τις ατομικές τους αξιώσεις […] σε μία μόνο αγωγή», εφόσον το «αποφασίσουν ρητά»[34]. Με τη θέση αυτή
Η Επιτροπή διευκρινίζει, πάντως, ότι και οι δύο μηχανισμοί συλλογικών προσφυγών θα πρέπει να προβλέπονται όχι μόνο για τους καταναλωτές αλλά και για μικρές επιχειρήσεις, για τις οποίες οι παράγοντες κόστους, χρόνου και δυσκολιών επιδίωξης αποζημίωσης συγκριτικά με το ύψος της ατομικής ζημίας, λειτουργούν επίσης αποθαρρυντικά προς την έγερση σχετικών αξιώσεων, με αποτέλεσμα το παράνομο κέρδος να παραμένει στα χέρια παραβατών[35]. Σημειώνει, μάλιστα, ορθά, ότι εναλλακτικά συστήματα διευθέτησης διαφορών και άλλοι μη υποχρεωτικοί μηχανισμοί διακανονισμών είναι μεν πιο αποτελεσματικοί από άποψη οικονομίας της διαδικασίας, οδηγούν ωστόσο σε δίκαιες διευθετήσεις των διαφορών (συμβιβασμούς) μόνον εφόσον το θύμα έχει τη δυνατότητα να στραφεί και με άλλο τρόπο κατά του ζημιώσαντα[36].
Η Επιτροπή παραδέχεται, ωστόσο, τη δυσκολία που παρουσιάζει το ζήτημα της σχέσης των ατομικών ή «κατ’ επιλογήν» («opt-in») αγωγών με τις αγωγές μέσω εκπροσώπων[37]. Το πρόβλημα προκύπτει, επειδή οι αγωγές μέσω εκπροσώπων ασκούνται εκ μέρους προσώπων που είναι γνωστά ή δύνανται να καταστούν γνωστά και τα οποία πρόσωπα δεν είναι τα ίδια μέρη της διαδικασίας[38]. Έτσι, δεν εμποδίζονται από εκκρεμοδικία και θα μπορούσαν να εγείρουν παράλληλα ατομική αγωγή ή να πάρουν μέρος στην έγερση «κατ’ επιλογήν» αγωγής[39]. Η Επιτροπή ξεκινά από τη βασική αρχή ότι ο κάθε ζημιωθείς θα πρέπει να έχει δικαίωμα άσκησης αγωγής αλλά και το δικαίωμα να απόσχει από μια τέτοια διαδικασία[40]. Περιορίζεται
Χωρίς να αμφισβητείται η ορθότητα των ανωτέρω σκέψεων, παρατηρείται, πάντως, ότι η Λευκή Βίβλος περιλαμβάνει μια πολύ γενική περιγραφή των εν λόγω πολιτικών και δεν προχωρά στη δημιουργία συγκεκριμένων και ολοκληρωμένων προτάσεων για την υιοθέτηση από τα κράτη - μέλη ενός εφαρμοστέου μηχανισμού. Έτσι, η Επιτροπή αναφέρεται στην αναγκαιότητα μιας λύσης σχετικά με τη χρηματοδότηση των συλλογικών αγωγών[41]. Επίσης, υπογραμμίζει τη σημασία του τρόπου με τον οποίο θα καθορίζονται και εκπροσωπούνται τα πρόσωπα των οποίων οι αξιώσεις θα εγείρονται συλλογικά καθώς και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί που θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ[42]. Και επισημαίνει τη σπουδαιότητα του τρόπου υπολογισμού και διανομής της αποζημίωσης[43]. Ωστόσο, περιορίζεται στην αναφορά της σημασίας των τριών αυτών σημείων που θεωρεί σημαντικά για το σχεδιασμό ενός συστήματος συλλογικής επιδίωξης αγωγών χωρίς να παρουσιάζει συγκεκριμένες λύσεις στα σχετικά ζητήματα. Μάλιστα, στο Έγγραφο Εργασίας περιλαμβάνεται η παραδοχή ότι «σε αυτό το στάδιο [..] σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να τονίσει τη σημασία των σχετικών ζητημάτων και όχι να προβλέψει συγκεκριμένες λύσεις»[44].
Υπό την έννοια αυτή, ο σκοπός της Λευκής Βίβλου σε σχέση με την Πράσινη Βίβλο στο ζήτημα των συλλογικών αγωγών φαίνεται να επικεντρώνεται στον περιορισμό του εύρους των υπό συζήτηση προτάσεων, και κατά κάποιο τρόπο στην προσπάθεια επίτευξης μεγαλύτερης συναίνεσης με τον αποκλεισμό προτάσεων για τις οποίες αναμένονταν μεγαλύτερες αντιδράσεις, όπως π.χ. την εναλλακτική λύση για ένα σύστημα «opt-out» στο οποίο αναφερθήκαμε και ανωτέρω. Έτσι, όμως, η Επιτροπή έχασε την ευκαιρία να θέσει υπό συζήτηση ένα κάπως πιο ολοκληρωμένο σύστημα κανόνων για την έγερση συλλογικών αγωγών για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας παίρνοντας θέση σε πολλά από τα ανοιχτά ζητήματα (όπως π.χ. τη λύση που προτείνει στο πρόβλημα ότι η opt-in συλλογική αγωγή δεν προσφέρει δυνατότητα συλλογικής διευθέτησης της διαφοράς και ο εναγόμενος θα μπορεί να εναχθεί και πάλι[45]), και τα οποία χρήζουν καταρχήν ανάλυσης και κατόπιν αντιμετώπισης.
Τη λύση στα ζητήματα των συλλογικών αγωγών δεν δίνει πάντως ούτε η Πράσινη Βίβλος που εξέδωσε πρόσφατα η Επιτροπή σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών[46], από το πεδίο εφαρμογής της οποίας εξαιρείται «το ζήτημα των μέσων συλλογικής έννομης προστασίας για τα θύματα παραβιάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΚ λόγω του ειδικού χαρακτήρα της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και του μεγαλύτερου εύρους των θυμάτων, που περιλαμβάνει επίσης και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις»[47]. Η εξαίρεση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί μεν ως προπομπός των ειδικών ρυθμίσεων που ενδέχεται να ακολουθήσουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τις συλλογικές αγωγές για τα θύματα παραβιάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Σηματοδοτεί, ωστόσο, μια περαιτέρω διαφοροποίηση των κανόνων που αφορούν στην ικανοποίηση των εν λόγω αξιώσεων από τις γενικές διατάξεις, η οποία μπορεί να κατηγορηθεί για τον κατακερματισμό των εθνικών δικαίων[48].
2.2. Πρόσβαση σε αποδείξεις: γνωστοποίηση μεταξύ των μερών
Τα ζητήματα που αφορούν την πρόσβαση στις αποδείξεις έχουν ιδιαίτερη σημασία στις αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και ο νομοθέτης που στοχεύει στη διευκόλυνση των εν λόγω αγωγών, ιδιαίτερα των «αυτοτελών αγωγών» («stand-alone claims»), υποχρεούται να τα αντιμετωπίσει.
Ως λύση στο πρόβλημα της πρόσβασης του ενάγοντα σε αποδείξεις οι οποίες «συχνά αποκρύπτονται» και βρίσκονται στην κατοχή του εναγόμενου ή τρίτων μερών, η Λευκή Βίβλος προτείνει την εισαγωγή ενός συστήματος γνωστοποίησης στοιχείων μεταξύ των μερών[49]. Προς αντιμετώπιση αυτής της «διαρθρωτικής ασυμμετρίας πληροφόρησης» των μερών, αλλά και με σκοπό την αποφυγή των αρνητικών επιπτώσεων «υπερβολικά εκτεταμένων και επαχθών υποχρεώσεων γνωστοποίησης, περιλαμβανομένου του κινδύνου καταχρήσεων», προτείνεται η προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην Οδηγία 2004/48/ΕΚ της 29.4.2004 για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας[50].
Συγκεκριμένα, η Λευκή Βίβλος προτείνει την καθιέρωση ενός συστήματος όπου τα εθνικά δικαστήρια θα έχουν την εξουσία να διατάσσουν τους διαδίκους ή τρίτα μέρη[51] να γνωστοποιούν συγκεκριμένες κατηγορίες κρίσιμων εγγράφων, εφόσον (μεταξύ άλλων): ο ενάγων[52] έχει εκθέσει τα πραγματικά περιστατικά και έχει υποβάλει τα αποδεικτικά στοιχεία που μπόρεσε εύλογα να αποκτήσει, τα στοιχεία αυτά υποδεικνύουν ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι ότι υπέστη βλάβη λόγω παράβασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, ισχυριστεί πειστικά ότι δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσει με άλλο τρόπο τις απαιτούμενες αποδείξεις, προσδιορίσει επαρκώς τις συγκεκριμένες κατηγορίες αποδείξεων που πρέπει να γνωστοποιηθούν και πείσει το δικαστήριο για τη συνάφεια, αναγκαιότητα και αναλογικότητα του μέτρου γνωστοποίησης[53].
Προς αποφυγή δε της καταστροφής κρίσιμων αποδείξεων ή άρνησης συμμόρφωσης με διαταγή γνωστοποίησης αποδείξεων, η Λευκή Βίβλος προτείνει να δοθεί στα δικαστήρια «εξουσία επιβολής επαρκών αποτρεπτικών κυρώσεων[54], συμπεριλαμβανομένης της ευχέρειας συναγωγής επιβαρυντικών συμπερασμάτων σε αστικές διαδικασίες αποζημίωσης»[55]. Από την υποχρέωση γνωστοποίησης εξαιρούνται, ωστόσο, «δηλώσεις που πραγματοποιούνται από επιχειρήσεις στο πλαίσιο αιτήσεων επιεικούς μεταχείρισης καθώς και σε έρευνες αρχών ανταγωνισμού»[56].
Όσον αφορά δε, ζητήματα εμπιστευτικότητας, η Επιτροπή προτείνει γενικώς την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας για τον περιορισμό της έκτασης των γνωστοποιούμενων στοιχείων, όπου η σχετική στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων το καθιστά απαραίτητο[57].
Οι γνωστοποιήσεις, πάντως, θα αφορούν όλων των ειδών τα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και των δυσμενών για το μέρος που καλείται να τα προσκομίσει[58]. Με πρότυπο, εξάλλου, την Οδηγία 2004/48/ΕΚ η Λευκή Βίβλος προτρέπει τα κράτη - μέλη να διασφαλίσουν τη διαφύλαξη των αποδεικτικών στοιχείων ενόψει της κατάθεσης της αγωγής είτε με τη συντηρητική κατάσχεση των στοιχείων αυτών εκ μέρους του δικαστηρίου είτε με τη δυνατότητα του άλλου μέρους να εισέλθει στους χώρους που βρίσκονται προς διασφάλισή τους[59].
Με τις παραπάνω επιλογές
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ορθά επισημάνθηκε η ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας των πληροφοριών που αφορούν τρία πρόσωπα και εισαγωγής περιορισμών στη χρήση πληροφοριών που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της σχετικής διαδικασίας[60].
2.3. Δεσμευτικό αποτέλεσμα αποφάσεων Εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού[61]
Ζήτημα που αφορά και πάλι την απόδειξη της παράβασης των κανόνων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας ενώπιον των αστικών δικαστηρίων, και μάλιστα ειδικά στην περίπτωση των «παρεπόμενων αγωγών»[62], έχει να κάνει με το κατά πόσον οι αποφάσεις των αρχών ανταγωνισμού είναι δεσμευτικές για τα αστικά δικαστήρια τα οποία επιλαμβάνονται της ίδιας διαφοράς στο πλαίσιο αγωγών αποζημίωσης για τις παραβάσεις αυτές. Ενώ η Πράσινη Βίβλος είχε θέσει το θέμα αυτό κάπως περιφερειακά[63], η Λευκή Βίβλος φαίνεται να αναγνωρίζει τη μεγάλη σημασία του ζητήματος και προτείνει την εισαγωγή κανόνα δεσμευτικότητας των αποφάσεων αυτών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον κανόνα που προκρίνει η Επιτροπή «τα εθνικά δικαστήρια που καλούνται να δικάσουν αγωγές αποζημίωσης για πρακτικές που υπάγονται στο άρθρο 81 ή 2 για τις οποίες μια Εθνική Αρχή Ανταγωνισμού του ΕΔΑ έχει ήδη εκδώσει τελεσίδικη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παραβίαση των άρθρων αυτών, ή για την οποία έχει εκδώσει τελεσίδικη απόφαση αναθεωρητικό δικαστήριο επιβεβαιώνοντας την απόφαση της ΕΑΑ ή διαπιστώνοντας το ίδιο παραβίαση, δεν δύνανται να εκδίδουν αποφάσεις που αντιστρατεύονται τις προαναφερθείσες αποφάσεις»[64]. Σχετικά με την έννοια της τελεσιδικίας, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι αποφάσεις των ΕΑΑ θεωρούνται τελεσίδικες όταν δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν, δηλαδή αποφάσεις για τις οποίες η προθεσμία προσβολής πέρασε άπρακτη και εκείνες που επιβεβαιώνονται από τα αρμόδια «αναθεωρητικά» δικαστήρια[65].
Με την επιλογή αυτή, η Επιτροπή απέρριψε την εναλλακτική πρόταση της Πράσινης Βίβλου σχετικά με απλή αντιστροφή του βάρους της απόδειξης με την έκδοση της απόφασης της ΕΑΑ που διαπιστώνει την παράβαση[66], επειδή, όπως αναφέρει, ο κανόνας περί δεσμευτικής εφαρμογής εξασφαλίζει συνεπή εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ
Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η δεσμευτική ισχύς αφορά μόνο αποφάσεις που διαπιστώνουν παραβίαση των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ
Η Επιτροπή ξεκαθαρίζει, πάντως, ότι η αποδεικτική αξία των αποφάσεων περιορίζεται στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης, δηλαδή στις συγκεκριμένες συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές που κρίθηκαν παραβατικές και στα συγκεκριμένα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, τα οποία διέπραξαν τις εν λόγω παραβάσεις και είχαν την ευκαιρία να ασκήσουν το δικαιώματα ακρόασης και άμυνας ενώπιον της αρχής[67].
Για το χρονικό διάστημα που εκκρεμεί στο δικαστήριο η εκδίκαση μιας προσβληθείσας απόφασης ΕΑΑ, ή οι προθεσμίες για την προσβολή της δεν έχουν ακόμα συμπληρωθεί, η Επιτροπή φαίνεται να προτείνει, μάλλον άστοχα[68], την αναβολή της εκδίκασης της αστικής αξίωσης στις περιπτώσεις που αυτό είναι χρήσιμο για την αποφυγή του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων[69]. Διευκρινίζει, πάντως, ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει όταν το τμήμα της απόφασης της ΕΑΑ το οποίο εφεσιβάλει ο διοικούμενος αφορά π.χ. μόνο το ποσό του προστίμου και όχι αυτήν καθεαυτήν την παράβαση[70], οπότε το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Τέλος, ως περιορισμένη εξαίρεση της αρχής της δεσμευτικής ισχύος των αποφάσεων των ΕΑΑ αναφέρεται μόνο η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 34 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001[71] που επιτρέπει στο δικαστήριο κράτους - μέλους να αρνηθεί την αναγνώριση απόφασης άλλου κράτους - μέλους για λόγους δημόσιας τάξης, κυρίως όταν δεν έχουν τηρηθεί οι αρχές για μια δίκαιη δίκη[72].
Η πρόταση της Επιτροπής για δεσμευτική ισχύ του πορίσματος για διαπιστούμενες παραβάσεις των τελεσίδικων αποφάσεων ΕΑΑ (ή των αποφάσεων των δικαστηρίων που τις προσέβαλαν, όπως διευκρινίστηκε ανωτέρω), παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα όσον αφορά παραμέτρους κόστους της αποδεικτικής διαδικασίας και εξοικονόμισης κόπου και χρόνου[73]. Λειτουργεί, επίσης, υπέρ του ενάγοντος - ζημιωθέντος, τον οποίο διευκολύνει ως προς την επιδίωξη της ικανοποίησης των αξιώσεών του[74]. Συμβάλλει δε και στην ασφάλεια δικαίου και την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ευρωπαϊκού δικαίου, μειώνοντας τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ διοικητικών και αστικών δικαστηρίων[75]. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση των αποφάσεων ΕΑΑ που θα προσβάλλονται στα διοικητικά δικαστήρια, καθώς και της πίεσης προς τις ΕΑΑ για την έκδοση αποφάσεων επί καταγγελιών, οι οποίες, π.χ. στην Ελλάδα σύμφωνα με το νόμο 703/77 περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, πρέπει να διερευνώνται και να εκδικάζονται εντός χρονικού διαστήματος έξι μηνών (εντός δηλαδή προθεσμίας που στην πράξη είναι σχεδόν αδύνατον να τηρηθεί)[76]. Επίσης, δημιουργεί κατακερματισμό των εθνικών δικονομικών διατάξεων[77] και σε ένα βαθμό ρίγμα σε καθιερωμένους θεσμούς του κεντροευρωπαϊκού δικαίου, καθώς καθιερώνει την υποχρέωση ενός αστικού δικαστηρίου να ακολουθήσει την τελεσίδικη κρίση (έστω και μόνο ως προς την παρανομία) μιας ΕΑΑ ή ενός διοικητικού δικαστηρίου, ενώ δεν υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση υιοθέτησης της κρίσης τυχόν προηγούμενης απόφασης άλλου αστικού ή και ποινικού δικαστηρίου.
Σε κάθε περίπτωση, και αυτή η πρόταση της Επιτροπής φαίνεται να χρήζει μιας σειράς διευκρινήσεων που αφορούν, ενδεικτικά[78], στις δυσκολίες εφαρμογής της δεσμευτικότητας μιας απόφασης ΕΑΑ που προσβάλλεται από κάποιον ή κάποιους (αλλά όχι όλους) τους διαπιστωμένους παραβάτες[79] ή στη σχέση μεταξύ του κανόνα περί δεσμευτικής ισχύος και των κάθε είδους αποφάσεων των ΕΑΑ οι οποίες ενδεχομένως τερματίζουν τις έρευνες και καταλήγουν σε συμβιβασμό της ΕΑΑ με τους πιθανούς παραβαίνοντες χωρίς κρίση ως προς την παράβαση[80].
2.4. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας
Σχετικά με την υπαιτιότητα[81] ως προϋπόθεση αστικής ευθύνης[82] η Λευκή Βίβλος επισημαίνει ότι για παραβάσεις άμεσα εφαρμοστέων κανόνων της Συνθήκης όπως του άρθρου 81 και 82
Η Πράσινη Βίβλος είχε θέσει υπό συζήτηση μια σειρά από εναλλακτικές προτάσεις για το θέμα αυτό, οι οποίες περιλάμβαναν επίσης την πρόταση για την καθιέρωση συστήματος αντικειμενικής ευθύνης και την πρόταση για διαφοροποίηση της προϋπόθεσης αυτής ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης[83]. Προκειμένου να ληφθούν υπ’ όψη περιπτώσεις όπου υπήρχε εύλογη αμφιβολία στους παραβαίνοντες για τη νομιμότητα μιας πρακτικής, αλλά και να αποφευχθεί η ανασφάλεια που θα προκαλούσε η διάκριση μεταξύ «σοβαρών» και «λιγότερο σοβαρών» παραβάσεων, οι προτάσεις αυτές δεν προτιμήθηκαν[84].
Παρά τη σχετική πρόταση στη Λευκή Βίβλο για καθιέρωση ενός είδους αμάχητου τεκμηρίου ως προς την υπαιτιότητα (με τη στενή εξαίρεση του συγγνωστού λάθους)
Διευκρινίζει, βεβαίως, ότι στα κράτη - μέλη στα οποία η επιδίκαση αποζημίωσης για παραβάσεις της εθνικής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, είτε δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα, είτε η απόδειξη της παράβασης αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την ύπαρξη υπαιτιότητας, η αρχή της ισοδυναμίας[85] καθιστά απαραίτητη την επιδίκαση αποζημίωσης για παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ
Από τις παραπάνω θέσεις γίνεται σαφές ότι η Επιτροπή προκρίνει τη λύση της κατάργησης της προϋπόθεσης της υπαιτιότητας[86] ή της αναγνώρισης αμάχητου τεκμηρίου ως προς αυτήν, εφόσον έχει αποδειχθεί η παράβαση[87]. Παράλληλα, ωστόσο, διαφαίνεται η διαλλακτικότητά της ως προς το σημείο αυτό, πιθανότατα προκειμένου να αποφύγει αντιδράσεις κρατών - μελών που θα αντιστέκονταν στην ιδέα εισαγωγής κανόνα που θα καθιστούσε την ευθύνη του παραβάτη της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας κατά το γράμμα ή και στην πράξη ευθύνη από διακινδύνευση (strict liability)[88].
Εξάλλου, όπως παρατηρήθηκε σωστά, η συζήτηση για την υπαιτιότητα διεξάγεται συνήθως στο παράδειγμα των καρτέλ, ενώ θα πρέπει να γίνεται διαφοροποίηση για άλλες περιπτώσεις στις οποίες η παραβίαση των κανόνων ανταγωνισμού δεν είναι πάντα ευδιάκριτη για τα μέρη[89]. Για το λόγο αυτό
Στο πλαίσιο αυτό
2.5. Είδος και υπολογισμός της προς αποκατάσταση ζημίας
Σχετικά με το θέμα της ζημίας
Συγκεκριμένα, σχετικά με το είδος της αποκαταστατέας βλάβης η Λευκή Βίβλος επιβεβαιώνει ότι βάσει του δικαιώματος για πλήρη αποζημίωση που αναγνώρισε το ΔΕΚ[90], αποκαταστατέα είναι όχι μόνο η ζημία που οφείλεται στην αντιανταγωνιστική αύξηση της τιμής, αλλά και το διαφυγόν κέρδος εξαιτίας της μείωσης των πωλήσεων ως συνέπεια της αύξησης αυτής, ενώ υπάρχει και δικαίωμα για τόκους[91]. Λαμβάνοντας όμως υπ’ όψη τα σχόλια[92] που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης για την Πράσινη Βίβλο, και τα οποία τόνιζαν τον αποζημιωτικό (και μόνο) χαρακτήρα των αξιώσεων αποζημιώσεων, απορρίπτονται στη Λευκή Βίβλο οι προτάσεις για διπλασιασμό του ύψους της αποζημίωσης σε περιπτώσεις καρτέλ και καταβολή στους ζημιωθέντες αποζημιώσεων υψηλότερων της πραγματικής τους ζημίας[93] ή όπως λέγονται συχνά, «τιμωρητικών» αποζημιώσεων[94]. Διευκρινίζει πάντως, ότι με βάση την αρχή της ισοδυναμίας, όταν η επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ενός κράτους - μέλους για παραβάσεις τις εθνικής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, πρέπει να επιτρέπεται αντίστοιχα και για παραβάσεις των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού[95].
Η Επιτροπή προτείνει
Ζημιωθέντες στις σχετικές αγωγές θα είναι κυρίως, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, οι ανταγωνιστές και οι αγοραστές των προϊόντων (ή των υπηρεσιών). Οι ανταγωνιστές θα ζητούν, κατά κανόνα, αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη τους. Οι αγοραστές θα ζητούν καταρχάς να αποζημιωθούν για την επιπλέον επιβάρυνση – δηλαδή για τη διαφορά μεταξύ της υποθετικής τιμής αγοράς που θα είχε το προϊόν εάν δεν υπήρχε η παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και της τιμής που πλήρωσαν στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, π.χ. στο παράδειγμα αγοραστών προϊόντων προς μεταπώληση, η ζημία τους μπορεί να επεκτείνεται και στα διαφυγόντα κέρδη για τις μονάδες που δεν πώλησαν λόγω του επιπλέον κόστους τους (το λεγόμενο “dead weight loss”)[96].
Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, η δυσκολία στον υπολογισμό του ύψους των ζημιών, αφορά στη σύγκριση της τωρινής οικονομικής κατάστασης του θύματος και οικονομικής του κατάστασης με βάσει το υποθετικό σενάριο μιας ανταγωνιστικής αγοράς[97]. Η Λευκή Βίβλος αναγνωρίζει τη δυσκολία αυτή, περιορίζεται, ωστόσο, στο να εκφράσει την πρόθεση της Επιτροπής «να καταρτίσει ένα πλαίσιο με πραγματιστικές, μη δεσμευτικές κατευθύνσεις για την ποσοτικοποίηση των ζημιών σε υποθέσεις παραβίασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, π.χ. μέσω μεθόδων κατά προσέγγιση υπολογισμού ή απλουστευμένων κανόνων για την εκτίμηση της ζημίας»[98].
Με τη θέση αυτή, η Λευκή Βίβλος ξεκαθαρίζει πλέον ότι η αποζημίωση για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας θα πρέπει να θεωρείται ως θεσμός που στοχεύει στην αποζημίωση του ενάγοντα[99]. Έτσι, καθορίζει ως βάση της υπολογισμού της αποζημίωσης τη ζημία που υπέστη ο εκάστοτε ενάγων, αποφεύγοντας πλέον αναφορά στη δυνατότητα αποζημίωσής του με βάση το παράνομο κέρδος που πραγματοποίησε ο δράστης της παράβασης, εναλλακτική που είχε θέσει προς συζήτηση η Πράσινη Βίβλος[100]. Η πρόκριση της πρότασης αυτής είναι καταρχάς ορθή, στο βαθμό που στην αδικοπρακτική ευθύνη το δικαστήριο παραδοσιακά ασχολείται με το κατά πόσον ζημιώθηκε ο ενάγων και όχι με το δύσκολο ερώτημα αν και σε τι βαθμό επωφελήθηκε ο εναγόμενος από την παράβαση[101]. Είναι επίσης ορθή επειδή κατά κανόνα σημαντικό μέρος της ζημίας θα αφορά εκτός από το ποσό της επιπλέον επιβάρυνσης (overcharge), το οποίο επωφελήθηκε ο παραβάτης, και τα διαφυγόντα κέρδη του ενάγοντα, δηλαδή τα κέρδη που δεν πραγματοποιήθηκαν εξαιτίας της αυξημένης τιμής που κατά τεκμήριο αποθάρρυνε από την αγορά των υπερτιμημένων προϊόντων κάποιους από τους πιθανούς αγοραστές[102]. Η Επιτροπή, βεβαίως, θα μπορούσε να αφήσει κάποιο περιθώριο για κατ’ εξαίρεση υπολογισμό της ζημίας με βάση τα παράνομα κέρδη του εναγομένου, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν π.χ. ο ενάγων για κάποιον ιδιαίτερο λόγο δεν είναι σε θέση να αποδείξει την έκταση της ζημίας του ή/και στο πλαίσιο επιτυχούς αυτοτελούς αγωγής αποζημίωσης του πρώτου ενάγοντα κατά του παραβάτη[103], δυνατότητα η οποία πάντως δε φαίνεται να αποκλείεται σε εθνικό επίπεδο από το ισχύον κοινοτικό κεκτημένο[104].
Όσον αφορά τον υπολογισμό της έκτασης της ζημίας, η Πράσινη Βίβλος είχε θέσει υπό συζήτηση μια σειρά από οικονομικά μοντέλα, με διάφορα επίπεδα πολυπλοκότητας[105], τα οποία αντιστοιχούν και σε ανάλογα επίπεδα ακρίβειας προσδιορισμού της ζημίας[106]. Το ζήτημα που είχε τεθεί ήταν κατά πόσον η υποτιθέμενη ακρίβεια στον υπολογισμό της ζημίας των περισσότερο περίπλοκων μεθόδων υπολογισμού της δικαιολογούσε την επιβάρυνση σε κόστος και χρόνο προκειμένου να γίνει η απαιτούμενη οικονομική ανάλυση[107]. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή προκρίνει πλέον, εύλογα[108], τη λύση ενός κατά προσέγγιση υπολογισμού της ζημίας και αντίστοιχα της αποζημίωσης που φαίνεται «δίκαιη και εύλογη», με βάση τα πιο απλά οικονομικά μοντέλα[109]. Σημειώνει, μάλιστα, ότι με βάση την αρχή της αποτελεσματικότητας, σύμφωνα με την οποία οι προϋποθέσεις που θέτει το κράτος - μέλος για την άσκηση δικαιωμάτων της κοινοτικής έννομης τάξης δεν μπορεί να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο διαπίστωσε ότι ο ενάγων ζημιώθηκε από την αντιανταγωνιστική συμπεριφορά του εναγομένου, δεν μπορεί να αρνηθεί την επιδίκαση αποζημίωσης απλά και μόνο επειδή ο πρώτος αδυνατεί να αποδείξει επαρκώς το ακριβές ποσό της ζημίας του[110]. Για το λόγο αυτό, επαναλαμβάνει την πρόθεσή της να δημοσιεύσει μη δεσμευτικές για τα κράτη - μέλη κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες θα παρέχουν πρακτική καθοδήγηση για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης με βάση απλοποιημένους κανόνες υπολογισμού της[111].
Δεδομένης της πολυπλοκότητας των σχετικών ζητημάτων κάποια πρακτική καθοδήγηση για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης θα βοηθούσε, πιθανόν, τον εθνικό δικαστή κατά το δύσκολο έργο προσδιορισμού της, ειδικά στις χώρες όπου οι εν λόγω αξιώσεις δεν παρουσιάζουν ακόμα μεγάλη ανάπτυξη και έτσι η δικαστηριακή εμπειρία στον τομέα αυτό είναι περιορισμένη[112]. Η δημιουργία και υποβολή προς συζήτηση κάποιων τέτοιων κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό της ζημίας σε περιπτώσεις αγωγών για παραβιάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας αναμένονται ως εκ τούτου με ιδιαίτερο ενδιαφέρον[113]. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές θα περιλαμβάνουν πιθανότατα τις θέσεις της Επιτροπής για μια σειρά από ζητήματα με επιρροή και στον αριθμό των αγωγών αποζημίωσης, όπως τη διαφοροποίηση του τρόπου υπολογισμού της αποζημίωσης ανάλογα με το αν η αγωγή αποτελεί παρεπόμενη («follow-on») μιας απόφασης ΕΑΑ ή αυτοτελής («stand-alone»)[114].
2.6. Ένσταση μετακύλισης της επιπλέον επιβάρυνσης
Η Λευκή Βίβλος δεν μπορούσε βεβαίως παρά να πάρει θέση και όσον αφορά το επιτρεπτό ή όχι της ένστασης μετακύλισης[115]. Το ζήτημα αυτό, που επηρεάζει την έκταση της αποζημίωσης αλλά και το κίνητρο των άμεσων και έμμεσων αγοραστών να εγείρουν αξιώσεις αποζημίωσης κατά του προμηθευτή με αντιανταγωνιστική συμπεριφορά, προκύπτει στις περιπτώσεις που μια επιχείρηση που αγοράζει από έναν τέτοιον προμηθευτή μπορεί να είναι σε θέση να περιορίσει τις οικονομικές απώλειες μετακυλίοντας στους δικούς της πελάτες ή στον τελικό καταναλωτή το σύνολο ή μέρος της επιπλέον επιβάρυνσης[116]. Σε αγωγή αποζημίωσης του άμεσου αγοραστή ο δράστης της παράβασης μπορεί τότε να επικαλεστεί ως αμυντικό επιχείρημα ότι ο ενάγων δεν υπέστη ζημία διότι μετακύλισε την αύξηση της τιμής στους πελάτες του, επιχείρημα το οποίο αν αποδειχθεί από τον εναγόμενο αποκλείει το δικαίωμα αποζημίωσης του ενάγοντα όσον αφορά την επιπλέον επιβάρυνση, προκειμένου να αποφευχθεί ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του[117].
Σχετική απόδειξη θα πρέπει να επιτύχει, εξάλλου, και ο έμμεσος αγοραστής, όταν στραφεί εναντίον του δράστη της παράβασης, επικαλούμενος τη μετακύλιση της επιπλέον επιβάρυνσης και προκειμένου να αποδείξει τη ζημία του[118]. Η Λευκή Βίβλος αναγνωρίζει μάλιστα ότι «οι αγοραστές που βρίσκονται στο τέλος ή κοντά στο τέλος της αλυσίδας διανομής είναι συχνά εκείνοι που βλάπτονται περισσότερο από τις παραβιάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, αλλά λόγω της απόστασής του από την παραβίαση είναι ιδιαίτερα δύσκολο για αυτούς να συγκεντρώσουν επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξη και την έκταση μετακύλισης της παράνομης επιπλέον επιβάρυνσης» οπότε συχνά «δεν αποζημιώνονται και ο δράστης της παράβασης, ο οποίος μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει με επιτυχία την ένσταση μετακύλισης για να αντικρούσει έναν άλλο ενάγοντα σε προηγούμενο στάδιο της αλυσίδας διανομής, διατηρεί τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του»[119].
Προς αποφυγή τέτοιων φαινομένων η Λευκή Βίβλος προτείνει τη μείωση του βάρους απόδειξης του θύματος με την εισαγωγή υπέρ των έμμεσων αγοραστών μαχητού τεκμηρίου, ότι η παράνομη επιπλέον επιβάρυνση έχει μετακυλισθεί εξ ολοκλήρου σε αυτούς[120]. Βεβαίως, το τεκμήριο αυτό λειτουργεί μόνο υπέρ των έμμεσων αγοραστών και όχι υπέρ του εναγόμενου στη δίκη με τον άμεσο αγοραστή: ο εναγόμενος - παραβάτης στην περίπτωση αυτή, συνεχίζει να διατηρεί το βάρος απόδειξης του αμυντικού ισχυρισμού του περί μετακύλισης της επιπλέον επιβάρυνσης σε ένα επόμενο στάδιο της αλυσίδας διανομής[121]. Η Επιτροπή, παράλληλα, ενθαρρύνει τα εθνικά δικαστήρια να κάνουν χρήση όλων των μηχανισμών που έχουν στη διάθεσή τους «για να αποφύγουν την ελλιπή ή υπερβάλλουσα αποζημίωση της βλάβης», «σε περίπτωση κοινών, παράλληλων ή διαδοχικών αγωγών που υποβάλλονται από αγοραστές σε διαφορετικά σημεία της αλυσίδας διανομής»[122].
Η Επιτροπή διευκρινίζει στο πλαίσιο αυτό, ότι σε κοινή αγωγή των άμεσων και έμμεσων αγοραστών, το δικαστήριο θα μπορεί να πάρει ενιαία θέση για τη μετακύλιση ή όχι της επιπρόσθετης επιβάρυνσης (ή ενός ποσοστού αυτής) και να επιδικάσει την αντίστοιχη αποζημίωση σε αυτόν από τους ενάγοντες που την υπέστη[123]. Επίσης, σε παράλληλες αγωγές με αντικείμενο το ζήτημα της μετακύλισης ή όχι της επιπρόσθετης επιβάρυνσης, θα ήταν ίσως σκόπιμο κάποια δικαστήρια να αναβάλουν την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρις ότου ένα από αυτά αποφανθεί σχετικά ή να παραπέμψουν την υπόθεση προς εκδίκαση σε ένα δικαστήριο, εφόσον αυτό έχει αρμοδιότητα[124]. Τέλος, σε περιπτώσεις διαδοχικών αγωγών αγοραστών που βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα της αλυσίδας διανομής (αλλά και στις περιπτώσεις παράλληλων αγωγών όπου το δικαστήριο ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι να εκδικαστεί μια αντίστοιχη), η κατά πρωθύστερο χρόνο εκδοθείσα απόφαση δε θα δεσμεύει μεν το δικαστήριο[125] που θα κρίνει το ίδιο ζήτημα, αλλά θα αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο προς εκτίμηση για το δικαστήριο[126].
Συγκριτικά με την Πράσινη Βίβλο, παρατηρείται ότι η Επιτροπή απέφυγε την επιλογή να αποκλείσει τόσο την ένσταση μετακύλισης[127] όσο και το δικαίωμα των έμμεσων αγοραστών να εγείρουν αγωγή ευνοώντας τους άμεσους αγοραστές[128], επιλογή η οποία καθιστά τις εν λόγω αγωγές πιο απλές και αποτελεσματικές[129], αλλά δίνει έμφαση στον αποτρεπτικό αντί στον αποζημιωτικό χαρακτήρα των ιδιωτικών αγωγών[130] και έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της πλήρους αποζημίωσης και την απόφαση ΔΕΚ Courage κατά Crehan[131]. Η Επιτροπή απέφυγε, επίσης, την επιλογή να αποκλείεται μεν η ένσταση μετακύλισης, αλλά να μπορεί ο παραβάτης να εναχθεί τόσο από τους άμεσους όσο και από τους έμμεσους αγοραστές με την πιθανότητα να του επιβληθεί η καταβολή αποζημιώσεων πολλαπλάσιων σε ύψος της πραγματικής ζημίας[132], επιλογή με αρκετά πλεονεκτήματα αλλά και το μειονέκτημα ότι μπορεί να καταλήγει σε πλουτισμό κάποιων εκ των εναγόντων[133] και παραβίαση της αρχής του αποζημιωτικού (και όχι τιμωρητικού) χαρακτήρα της αποζημίωσης, όπως αυτή εκλαμβάνεται στις κεντροευρωπαϊκές έννομες τάξεις.
Το πρόβλημα της ένστασης μετακύλισης αποτελεί πραγματικά ένα ιδιαίτερα περίπλοκο ζήτημα[134] για το οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει λύση χωρίς μειονεκτήματα, εκτός εάν οι αξιώσεις όλων των αγοραστών μπορούν να συγκεντρωθούν σε μία διαδικασία - προϋπόθεση που στην πράξη δε συμβαίνει συχνά και παρουσιάζει επίσης δυνατότητες κατάχρησης[135]. Για το λόγο αυτό
Μάλιστα, ακόμα και οι υποστηρικτές του επιτρεπτού της ένστασης μετακύλισης αναγνωρίζουν ότι στην πράξη τα προβλήματα σε κάποιες περιπτώσεις όπως π.χ. όταν πρέπει να γίνει πολλαπλή εφαρμογή του τεκμηρίου μετακύλισης επειδή στην αλυσίδα διανομής έχουν εμπλακεί περισσότερα επίπεδα αγοραστών, είναι υπαρκτά[136]. Όπως όμως, επισημαίνεται σωστά, ακόμα και στις συνήθεις περιπτώσεις η δικαστική διαμάχη θα μπορούσε να καταλήξει μακροπρόθεσμα εις βάρος της εμπορικής πολιτικής των εναγόντων απέναντι στους προμηθευτές τους, εφόσον στο πλαίσιο της προσπάθειας των εναγομένων να αποδείξουν τη μετακύλιση του επιπλέον κόστους οι τελευταίοι αιτηθούν και λάβουν πρόσβαση στα κοστολογικά στοιχεία των πρώτων[137].
2.7. Προθεσμίες παραγραφής
Παρά την ανάγκη για ασφάλεια δικαίου, και προκειμένου να μην αποτελούν οι προθεσμίες παραγραφής εμπόδιο για την αποκατάσταση των ζημιών από παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας[138], η Λευκή Βίβλος προτείνει να μην αρχίζει η προθεσμία αυτή «στην περίπτωση συνεχιζόμενης ή επαναλαμβανόμενης παραβίασης, πριν την ημέρα κατά την οποία παύει η παραβίαση», αλλά και «πριν το θύμα της παραβίασης μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι έχει αντιληφθεί την παραβίαση και τη βλάβη που του έχει προκαλέσει»[139].
Πρόβλεψη γίνεται, ωστόσο, για έναρξη νέας προθεσμίας παραγραφής, διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών, από το χρονικό σημείο που θα καταστεί τελεσίδικη απόφαση αναγνωριστική της παράβασης από εθνική αρχή ανταγωνισμού (ή δικαστηρίου επ’ αυτής) στην οποία στηρίζεται ο ενάγων για την άσκηση αγωγής[140]. Η λύση αυτή προκρίθηκε για τη διατήρηση της δυνατότητας άσκησης παρεπόμενων αγωγών, χωρίς τις δυσχέρειες που προκύπτουν σχετικά με τον ακριβή υπολογισμό της προθεσμίας που υπολείπεται, καθώς οι αρχές ανταγωνισμού δεν γνωστοποιούν πάντα την έναρξη και την περάτωση των ερευνών τους[141].
Οι παραπάνω προτάσεις έτυχαν γενικά θετικής υποδοχής[142]. Σχόλια προκάλεσε ωστόσο το γεγονός ότι δεν προτείνεται συγκεκριμένη χρονική διάρκεια για την προθεσμία παραγραφής των «αυτόνομων» αξιώσεων, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή διαπιστώνει μεγάλες διαφορές στη διάρκεια των αντίστοιχων προθεσμιών των κρατών - μελών[143]. Στο πλαίσιο αυτό σημειώθηκε ορθά ότι η πρόβλεψη ενιαίας προθεσμίας παραγραφής σε όλα τα κράτη - μέλη θα δημιουργούσε μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και θα μείωνε τον κίνδυνο forum shopping[144]. Ως προς την έκταση της προθεσμίας αυτής προτάθηκε δε, το χρονικό περιθώριο των πέντε ετών[145], διάστημα το οποίο συμπτωματικά προβλέπεται ούτως ή άλλως για τις αδικοπρακτικές αξιώσεις στην Ελλάδα[146].
Εύλογα επισημάνθηκε επίσης, σχετικά με τις παρεπόμενες αγωγές αυτή τη φορά, ότι η έναρξη νέας προθεσμίας παραγραφής μετά την τελεσιδικία της απόφασης της ΕΑΑ οδηγεί στην πράξη σε μεγάλη καθυστέρηση ως προς την εκδίκαση των σχετικών αξιώσεων με αρνητικές συνέπειες τόσο για τους εναγόμενους, οι οποίοι βρίσκονται για πολλά χρόνια έκθετοι σε εκκρεμείς (και τοκοφόρες) αξιώσεις αποζημίωσης, όσο και τους ενάγοντες, των οποίων τα αποδεικτικά στοιχεία γίνονται όλο και πιο δυσεύρετα με το πέρασμα του χρόνου[147]. Παρά ταύτα, αναφέρθηκε ότι και η εναλλακτική πρόταση έναρξης της προθεσμίας παραγραφής για την έγερση παρεπόμενων αγωγών ήδη από τη στιγμή της έκδοσης της απόφασης της ΕΑΑ παρουσιάζεται προβληματική όταν το πολιτικό δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της αγωγής μέχρι να τελεσιδικήσει η απόφαση της ΕΑΑ στο διοικητικό εφετείο[148].
Κατά τη γνώμη της γράφουσας, ωστόσο, η ειδική αυτή διετής προθεσμία παραγραφής θα πρέπει να ξεκινά μεν ήδη από τη στιγμή έκδοσης της απόφασης της ΕΑΑ, αλλά να αναστέλλεται όταν το επιληφθέν δικαστήριο αναβάλει όντως την εκδίκαση της αγωγής μέχρι την ως άνω αναφερόμενη τελεσιδικία. Η λύση αυτή παρουσιάζει το πλεονέκτημα της συντομότερης έναρξης της νέας προθεσμίας παραγραφής προς όφελος και του εναγόμενου αλλά και του ενάγοντα, ο οποίος, αν έχει χάσει την άλλη προθεσμία παραγραφής που ξεκινά από την στιγμή που αντιλήφθηκε την παραβίαση, θα μπορεί άμεσα μετά την έκδοση απόφασης της αρχής ανταγωνισμού να διεκδικήσει την αποζημίωσή του χωρίς να πρέπει να αναμένει την τελεσιδικία της[149]. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει το πρόβλημα της έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής σε διαφορετικά χρονικά σημεία για τους εναγόμενους, όταν κάποιοι από αυτούς δεν προσβάλλουν την απόφαση της ΕΑΑ. Εφόσον, δηλαδή, η έναρξη της παραγραφής συνδέεται με την έκδοση της απόφασης της ΕΑΑ, και αποσυνδέεται από την τελεσιδικία της, η αποδοχή της απόφασης εκ μέρους κάποιων από τους εναγόμενους και συνεπώς η συντομότερη τελεσιδικία αυτής δεν αποτελεί λόγο διαφοροποίησης του χρονικού σημείου έγερσης της αγωγής μεταξύ των συνυπεύθυνων εναγομένων.
Επίσης, εύλογα προτάθηκε η πρόβλεψη αναστολής της προθεσμίας παραγραφής κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο μια εθνική αρχή ξεκίνησε μεν έρευνα για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας αλλά δεν εξέδωσε απόφαση διαπιστωτική παράβασης[150]. Η πρόταση αυτή αφορά περιπτώσεις που η εθνική αρχή αποφάνθηκε κατά της ύπαρξης παράβασης[151] αλλά και περιπτώσεις που η εθνική αρχή για οποιονδήποτε λόγο σταμάτησε την έρευνα π.χ. αποδεχόμενη δεσμεύσεις εκ μέρους της καταγγελλόμενης εταιρίας.
Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει και η πρόταση εισαγωγής ενός υπέρτατου χρονικού σημείου παραγραφής. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η παραγραφή της αξίωσης π.χ. σε τριάντα χρόνια από την διενέργεια της παράνομης ζημιογόνου πράξης ή σε δέκα χρόνια από την επέλευση της ζημίας[152]. Στο βαθμό που προκρινόταν η εισαγωγή τέτοιου χρονικού σημείου θεωρούμε πάντως ότι η πρόβλεψη του Αστικού Κώδικα περί εικοσαετίας από την πράξη του ζημιώσαντα[153] είναι, μάλλον, πιο εύλογη.
2.8. Κόστος αγωγών αποζημίωσης
Η δυνατότητα έγερσης αγωγών για παραβάσεις της αντιμοπωλιακής νομοθεσίας, δεδομένης της πολυπλοκότητάς τους, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τους κανόνες για τον καταμερισμό του κόστους διεξαγωγής τους[154]. Προκειμένου, μάλιστα, να διευκολύνεται η έγερση βάσιμων αγωγών, ιδιαίτερα από ενάγοντες των οποίων η οικονομική κατάσταση είναι ασθενέστερη από εκείνη των εναγομένων, η Λευκή Βίβλος προτείνει στα κράτη - μέλη την υιοθέτηση τριών πολιτικών: την πρόβλεψη ρυθμίσεων σε διαδικαστικό επίπεδο που να προωθούν συμβιβασμούς για να μειώνονται τα έξοδα[155], την εισαγωγή κανόνα κατανομής δικαστικών εξόδων που να μην αποτελεί αντικίνητρο για την άσκηση των εν λόγω αγωγών[156] και την παροχή δυνατότητας στα εθνικά δικαστήρια να αποκλίνουν αιτιολογημένα από τους συνήθεις κανόνες για τα έξοδα[157] (π.χ. την αρχή ότι ο «ηττημένος πληρώνει»)[158] και μάλιστα «κατά προτίμηση στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας[159]»[160].
Οι σχετικές προτάσεις παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα ότι απλώς αναφέρονται προς «ενθάρρυνση» των κρατών - μελών, τα οποία καλούνται να εξετάσουν τους κανόνες τους στον τομέα καταμερισμού του κόστους των εν λόγω αγωγών. Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή φαίνεται να ξεκαθαρίζει ότι σε ενδεχόμενη πρότασή της για σχετική Οδηγία δεν προτίθεται να συμπεριλάβει αντίστοιχους κανόνες για την κατανομή των δικαστικών και δικηγορικών εξόδων, η οποία επαφίεται στα κράτη - μέλη. Η προσεκτική αυτή προσέγγιση του ζητήματος βρήκε σύμφωνους αρκετούς σχολιαστές[161].
Προς επίρρωση του αμφιλεγόμενου του ζητήματος δεν έλειψαν, ωστόσο, και απόψεις εκατέρωθεν της ισορροπίας που προτίμησε να κρατήσει η Επιτροπή. Έτσι, αναφέρθηκε από τη μία πλευρά ότι το κόστος έγερσης της αγωγής (δικηγορικές αμοιβές, αμοιβές οικονομικών εμπειρογνωμόνων, δικαστικά έξοδα) μπορεί να λειτουργήσει απαγορευτικά στις εν λόγω υποθέσεις ακόμα και όταν την αγωγή εγείρει όχι ατομικά ένας καταναλωτής αλλά π.χ. ένωση καταναλωτών[162]. Μάλιστα, ο κανόνας «ο ηττημένος πληρώνει» ουσιαστικά αποκλείει και την εφαρμογή του συστήματος της πληρωμής των δικηγόρων με ποσοστά, καθώς ακόμα και αν αυτοί είναι διατεθειμένοι να επιβαρυνθούν το κόστος διεξαγωγής της δίκης εκ μέρους του ενάγοντα, δεν θα είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν και το κόστος της και εκ μέρους του εναγόμενου στην περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή[163].
Η άλλη πλευρά υπογράμμισε, όμως, ότι η αρχή «ο ηττημένος πληρώνει» αποθαρρύνει την έγερση επιπόλαιων, κακοηθών ή εκβιαστικών αγωγών και για αυτό το λόγο είναι απαραίτητη[164], θέση την οποία φαίνεται να συμμερίζεται και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[165]. Τη θέση αυτή
Σχετικά με τους κανόνες στα κράτη - μέλη που δεν επιτρέπουν συμφωνίες πληρωμής δικηγορικών αμοιβών και εξόδων μόνο σε περίπτωση επιτυχίας και σε ποσοστό της αποζημίωσης μεταξύ δικηγόρων και ζημιωθέντων διευκρινίζεται ότι ούτε η Πράσινη, ούτε η Λευκή Βίβλος είχαν προτείνει την αλλαγή τους[166]. Παρά ταύτα, η Επιτροπή αναφέρει ότι τα σχόλια φορέων κατά το στάδιο της διαβούλευσης της Πράσινης Βίβλου για μια τέτοια δυνατότητα ήταν θετικά[167].
Πάντως
2.9. Αλληλεπίδραση μεταξύ των προγραμμάτων επιείκειας των Εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού και των αγωγών αποζημίωσης
Η Λευκή Βίβλος, όπως και η Πράσινη Βίβλος[168], επικεντρώνει το ζήτημα του συντονισμού της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού από τις δημόσιες αρχές και της άσκησης αγωγών από ιδιώτες, στις περιπτώσεις εφαρμογής προγραμμάτων επιείκειας.
Οι αιτήσεις επιείκειας έχουν αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια, αν όχι στην Ελλάδα πάντως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ως το πλέον αποτελεσματικό εργαλείο για την εξάρθρωση των καρτέλ. Με τον τρόπο αυτό, συντελούν τόσο στη διακοπή της παράβασης όσο και στη δημοσιοποίηση αυτής, γεγονός το οποίο καταλήγει να ευνοεί και τους ζημιωθέντες που, μαθαίνοντας για την ύπαρξη καρτέλ, μπορούν πλέον να στραφούν κατά των μελών του με (παρεπόμενες) αγωγές αποζημίωσης. Βεβαίως, ο αιτών την επιείκεια, ο οποίος αφενός θα παραδεχθεί τη συμμετοχή του σε αυτό και αφετέρου πιθανότατα θα απαλαγεί από το πρόστιμο οπότε και δε θα προσβάλει την απόφαση της ΕΑΑ, θα βρεθεί πρώτος αντιμέτωπος με την τελεσιδικία της απόφασης και έτσι θα είναι και ο πρώτος που θα μπορεί να εναχθεί από τους ζημιωμένους του καρτέλ[169]. Στο βαθμό δε, που ο αιτών την επιείκεια θα ευθύνεται εις ολόκληρον για τη ζημία που προκάλεσαν όλα τα μέλη του καρτέλ, η υποβολή αίτησης επιείκειας μπορεί να καταλήγει σε τέτοιο κίνδυνο έκθεσης σε αστική ευθύνη που να αποκλείεται πλέον ως επιλογή των μερών του καρτέλ.
Προκειμένου να αντιμετωπισθεί αυτός ο κίνδυνος και να διαφυλαχθεί η ελκυστικότητα του προγράμματος επιείκειας η Επιτροπή υποστηρίζει την προστασία του απορρήτου των εταιρικών δηλώσεων που υποβάλλονται από αιτούντες επιεική μεταχείριση, ώστε να μην τίθενται αυτοί σε δυσμενέστερη θέση από τους άλλους δράστες της παράβασης με κίνδυνο να αποτρέπεται η υποβολή αιτήσεων επιείκειας[170]. Η προστασία πρέπει, σύμφωνα με την Επιτροπή, να ισχύει «για όλες τις εταιρικές δηλώσεις που υποβάλλονται από όλους του αιτούντες επιεική μεταχείριση σε σχέση με παραβίαση του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ» και «ανεξαρτήτως του αν η αίτηση επιεικούς μεταχείρισης γίνει δεκτή, απορριφθεί ή δεν οδηγήσει στην έκδοση απόφασης για την αρχή ανταγωνισμού»[171]. Ως αποτέλεσμα αυτής της προστασίας, η εταιρία απαλλάσσεται από την υποχρέωση να γνωστοποιήσει τα εν λόγω στοιχεία στο πλαίσιο σχετικής διαταγής από το δικαστήριο είτε πριν είτε μετά την έκδοση απόφαση της αρχής ανταγωνισμού[172].
Η απαλλαγή από την υποχρέωση αυτή φαίνεται δε να περιλαμβάνει και στοιχεία που έχει στην κατοχή του ο αποδέκτης της επιείκειας και τα οποία ζητεί ο ενάγων για χρήση σε δικαστική διαμάχη εναντίον τρίτων –άλλων μελών του καρτέλ– ένα όχι πάντα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, καθώς καταλήγει στην προστασία των υπολοίπων μελών του καρτέλ, σε βάρος του ενάγοντα, και ενώ η προστασία του αποδέκτη την επιείκεια θα μπορούσε να επιτευχθεί και με την υποχρέωση παροχής των στοιχείων για χρήση μόνο εναντίον τρίτων και όχι εναντίων του ίδιου. Η προστασία των στοιχείων αυτών ακόμα και μετά την έκδοση της απόφασης της ΕΑΑ[173] και η αδυναμία χρήσης τους τόσο κατά του αποδέκτη της επιείκειας όσο και κατά των λοιπών μελών του καρτέλ καταλήγει κατά τη γνώμη της γράφουσας αδικαιολόγητα ανεπιεικής για τους ενάγοντες.
Μάλιστα, η Επιτροπή προτείνει τα στοιχεία που υπεβλήθησαν στο πλαίσιο της αίτησης επιείκειας να προστατεύονται ακόμα και αν η αρχή ανταγωνισμού απορρίψει την αίτηση επιείκειας ή για οποιονδήποτε λόγο απόσχει από την έκδοση απόφασης[174], πρόταση που δέχθηκε κριτική επειδή μπορεί να καταστήσει την αίτηση επιείκειας ως «ασπίδα» στην υποχρέωση επίδειξης εγγράφων[175]. Πάντως, η Λευκή Βίβλος προβλέπει την απαγόρευση στον αιτούντα την επιείκεια να προβεί έστω και οικιοθελώς σε γνωστοποιήσεις ενώπιον του δικαστηρίου των στοιχείων που υπέβαλε στο πλαίσιο του προγράμματος στην αρχή ανταγωνισμού, τουλάχιστον μέχρι η τελευταία να ολοκληρώσει την εισήγησή της κατά της εταιρίας[176].
Σχετικά με την πρόταση αυτή σημειώθηκε ότι συμβιβάζεται δύσκολα με τον Κανονισμό 1049/2001[177] ειδικά όσον αφορά την εξαίρεση από τη γνωστοποίηση ακόμα και μετά την έκδοση της απόφασης[178]. Στο πλαίσιο αυτό
Προκειμένου δε να μη θιγεί στο ελάχιστο η ελκυστικότητα των προγραμμάτων επιείκειας η Λευκή Βίβλος προτείνει ακόμα και την εξέταση της δυνατότητας «περιορισμού της αστικής ευθύνης του προσώπου στο οποίο παρέχεται ασυλία έναντι των αξιώσεων από άμεσους και έμμεσους συμβατικούς εταίρους του»[179]. Η Επιτροπή διευκρινίζει εδώ
Ωστόσο, και η ίδια η Επιτροπή τονίζει την ανάγκη εξέτασης των συνεπειών θέσπισης ενός τέτοιου μέτρου όσον αφορά την πλήρη αποζημίωση των θυμάτων καρτέλ και τη θέση άλλων δραστών της παράβασης, ιδίως άλλων αιτούντων επιεική μεταχείριση[180].
Για τον περιορισμό της αστικής ευθύνης του αιτούντα την επιείκεια, η Πράσινη Βίβλος είχε παρουσιάσει δύο εναλλακτικές προτάσεις. Η πρώτη προέβλεπε μείωση του ύψους της αποζημίωσης που θα κληθεί ενδεχομένως να καταβάλει ο αιτών την επιεική μεταχείριση, με αμετάβλητες τις αξιώσεις των άλλων παραβατών που είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνοι για το σύνολο της ζημίας[181]. Η δεύτερη προέβλεπε κατάργηση της εις ολόκληρον ευθύνης του αιτούντος την επιεική μεταχείριση, δηλαδή τον περιορισμό της ευθύνης του στο μέρος της ευθύνης που αντιστοιχεί στο μερίδιό του στη σχετική με την παράβαση αγορά[182].
Σύμφωνα, όμως, με την Επιτροπή, στο στάδιο αυτό δεν διαφαίνεται κίνδυνος να επηρεάσουν αρνητικά οι αγωγές αποζημίωσης τα προγράμματα επιείκειας, οπότε δεν είναι απαραίτητη η πρόβλεψη, τουλάχιστον άμεσα, μιας σχετικής ρύθμισης[183] στο πρότυπο μιας εκ των παραπάνω λύσεων, οι οποίες εξάλλου δεν στερούνται μειονεκτημάτων και δυσκολιών στην εφαρμογή[184]. Για την υποθετική περίπτωση που η πρακτική καταστήσει μια τέτοια ρύθμιση απαραίτητη στο μέλλον, η Επιτροπή προτείνει τον περιορισμό της αστικής ευθύνης του αποδέκτη της επιείκειας στους άμεσους ή έμμεσους πελάτες του και τα προϊόντα που αυτοί προμηθεύτηκαν από αυτόν[185].
Η καινούρια[186] αυτή πρόταση αποτελείται από έναν συνδυασμό του περιορισμού της εις ολόκληρον ευθύνης[187], με έναν επιπρόσθετο περιορισμό της αστικής ευθύνης του ως προς του ανταγωνιστές. Εφόσον, δηλαδή, ο δέκτης της επιείκειας θα ευθύνεται μόνο για τη ζημία που προκλήθηκε στους άμεσους ή έμμεσους πελάτες του και τα προϊόντα που αυτοί προμηθεύτηκαν από αυτόν, δε θα ευθύνεται αντίστοιχα για την ευθύνη που προκλήθηκε από τους άλλους μετέχοντες του καρτέλ, οπότε και θα εξαιρείται από την εις ολόκληρον ευθύνη για το σύνολο της ζημίας[188]. Ο δε επιπρόσθετος περιορισμός της ευθύνης αφορά τη ζημία των ανταγωνιστών του αποδέκτη της επιείκειας, για την οποία σύμφωνα με την καινούρια πρόταση που τίθεται προς συζήτηση θα μπορούσε ο τελευταίος επίσης να απαλλάσσεται[189].
Ζήτημα μπορεί να προκύψει με τον περιορισμό αυτό[190], ως προς το κατά πόσον είναι συμβατός με την αρχή ότι ο καθένας έχει δικαίωμα σε αποζημίωση όπως διακήρυξαν οι αποφάσεις Courage και Manfredi. Όπως, σωστά, σημειώθηκε, δεν περιορίζει, πάντως, τη δυνατότητα των ανταγωνιστών του αποδέκτη της επιείκειας να στραφούν κατά των υπόλοιπων μελών του καρτέλ[191]. Στο βαθμό, βεβαίως, που υιοθετηθεί κάποτε μια τέτοια λύση, και δεδομένης της εις ολόκληρων ευθύνης των αδικοπρακτούντων - μελών του καρτέλ, λογικά θα συμπληρωθεί από τον αποκλεισμό του δικαιώματος αναγωγής των υπολοίπων μελών του καρτέλ (μη αποδεκτών της επιείκειας) εναντίον του αποδέκτη της επιείκειας για τη ζημία που προκάλεσε αυτός στους ανταγωνιστές. Έτσι, όμως, θα υποχρεώνονται τελικά τα υπόλοιπα μέλη του καρτέλ να αποζημιώνουν μέρος της ζημίας την οποία δεν προκάλεσαν αυτοί αλλά ο αποδέκτης της επιείκειας, ένα επίσης όχι απολύτως ικανοποιητικό αποτέλεσμα[192]. Εξαιτίας ίσως των προβλημάτων αυτών, και με κάποιες αμφιβολίες ως προς την αποτελεσματικότητά της, η πρόταση περιορισμού των πιθανών εναγόντων έτυχε αρνητικής υποδοχής[193].
Ως εναλλακτική πρόταση αναφέρεται, ωστόσο, ο περιορισμός της εφαρμογής των μέτρων που στοχεύουν στη διευκόλυνση των σχετικών αγωγών. Παράδειγμα αποτελεί η μη εφαρμογή του μαχητού τεκμηρίου της μετακύλισης σε αγωγές εναντίον του αποδέκτη της επιείκειας[194].
Μια άλλη πρόταση, με κάποιο, αν και περιορισμένο κάπως, αντίκτυπο στο ύψος της αποζημίωσης αναφέρεται στο ενδεχόμενο η τοκοφορία των αξιώσεων αποζημίωσης εναντίον του αποδέκτη της επιείκειας να ξεκινά όχι από το χρονικό σημείο που επήλθε η ζημία, αλλά από το χρονικό σημείο έγερσης της αγωγής[195].
Σε κάθε περίπτωση
Στο πλαίσιο, πάντως, του ζητήματος του γενικότερου συντονισμού της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού από τις δημόσιες αρχές και της άσκησης αγωγών από ιδιώτες (αν και όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω δεν γίνεται σχετική αναφορά ούτε στην Πράσινη ούτε στη Λευκή Βίβλο) καλό θα ήταν να προβλεφθεί υποχρέωση του ενάγοντος να κοινοποιεί την αγωγή στην εθνική αρχή ανταγωνισμού, η οποία, αφού θα έχει ενημερωθεί, θα μπορεί να επιλέξει είτε να συμμετάσχει ως amicus curiae εκφράζοντας τη γνώμη της για την ύπαρξη ή όχι παράβασης εκ μέρους του εναγομένου, είτε να απόσχει από οποιαδήποτε συμμετοχή[196].
Επίσης σημαντικότατη παράμετρος σχετικά με τον συντονισμό της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού από τις δημόσιες αρχές και της άσκησης αγωγών από ιδιώτες είναι η δυνατότητα των εναγόντων να αποκτήσουν πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου της έρευνας της εθνικής αρχής ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δεν προχώρησε σε πρόταση σχετικά με το ζήτημα αυτό, προτιμώντας ίσως να αφήσει τη ρύθμισή του στις εθνικές διατάξεις για την πρόσβαση στο φάκελο των εκάστοτε αρχών ανταγωνισμού[197]. Χρήσιμες θα ήταν, ωστόσο, οι παρακάτω παρατηρήσεις. Όσον αφορά τη δυνατότητα αυτή για το χρονικό διάστημα που διαρκούν οι έρευνες της αρχής, ορθότερο φαίνεται να μην είναι δυνατή η πρόσβαση[198]. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας και με την κοινοποίηση της εισήγησης (είτε θετικής, είτε αρνητικής) ο καταγγέλλων θα έχει πιθανότατα ούτως ή άλλως πρόσβαση στα μη απόρρητα στοιχεία του φακέλου της αρχής[199]. Ακόμα, ωστόσο, και ένας τρίτος, θα μπορεί μετά το τέλος της έρευνας κατά κανόνα να αποκτήσει πρόσβαση στα στοιχεία αυτά εφόσον αποδεικνύει έννομο συμφέρον[200]. Εφόσον, πάντως, στην πράξη υπάρξει κατάχρηση της δυνατότητας αυτής και προς αποφυγή της σημαντικής επιβάρυνσης της εθνικής αρχής ανταγωνισμού (η οποία, ενδεικτικά, θα επιβαρυνθεί και με το έργο διαχωρισμού των απορρήτων και της διαφύλαξης αυτών κατά τη διαδικασία πρόσβασης του ενάγοντα στα έγγραφα του φακέλου) χρήσιμη θα ήταν η πρόβλεψη πρόσβασης έναντι σημαντικού παραβόλου, ώστε να διασφαλίζεται η προσπάθεια του ενάγοντα να αποκτήσει τα εν λόγω έγγραφα κατά πρώτον απευθείας από το μέρος που τα κατέχει.
Σχετικά με τις αυτόνομες αγωγές καλό είναι, τέλος, να διευκρινιστεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή η επιτυχία (ή και η αποτυχία) μιας αγωγής αποζημίωσης δεν αποκλείει τη μεταγενέστερη δίωξη της παραβίασης από τις αρχές[201]. Σύμφωνα, ωστόσο, με πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις να αποζημιώνουν τα θύματα των παράνομων ενεργειών τους όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά, οι αρχές ανταγωνισμού θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την καταβληθείσα ή καταβλητέα αποζημίωση κατά τον καθορισμό των προστίμων που επιβάλλονται στην επιχείρηση» χωρίς βεβαίως να αλλοιώνεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων[202]. Στην πράξη, και εφόσον η απόφαση της αρχής είναι μεταγενέστερη της απόφασης του δικαστηρίου ή του συμβιβασμού προς αποζημίωση του ζημιωθέντα, η αποκατάσταση της ζημίας στην οποία προέβη ο παραβάτης μπορεί να λειτουργήσει ως ελαφρυντική περίσταση ενώπιον της αρχής, κατά τον υπολογισμό του προστίμου του.
Η Λευκή Βίβλος επιβεβαιώνει με κάθε τρόπο την πρόθεση της Επιτροπής να προβεί σε νομοθετική πρωτοβουλία σχετικά με την υιοθέτηση μέτρων για τη διευκόλυνση των αξιώσεων αποζημίωσης για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Παίρνοντας ως δεδομένο ότι τα κράτη - μέλη δεν είναι σε θέση να πετύχουν μόνα τους την υιοθέτηση των παραπάνω μέτρων[203], θεωρεί ότι η ανάληψη σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι μάλλον απαραίτητη[204]. Όσον αφορά δε, το είδος της δράσης, η Επιτροπή προκρίνει ένα νομοθετικό κείμενο το, οποίο, σύμφωνα με τις διακηρύξεις της, θα ξεκαθαρίσει τα δικαιώματα των θυμάτων των παραβάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, θα εξασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας στα θύματα αυτά, θα αποτελέσει εργαλείο ευαισθητοποίησης του κοινού, θα έχει αποτρεπτική λειτουργία και θα βοηθήσει στην επίτευξη ενός European level playing field[205]. Επιπλέον, το νομοθέτημα αυτό θα καταστήσει δυνατή, σύμφωνα πάντα με την άποψη της Επιτροπής, τη συμπλήρωση ή αντικατάσταση σχετικών ρυθμίσεων στα εθνικά δίκαια, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί από ένα μη δεσμευτικό κείμενο και θα συντείνει στην ασφάλεια δικαίου[206].
Με τις δηλώσεις αυτές η Επιτροπή εκφράζει εν ολίγης την πρόθεσή της για την κατάρτιση πρότασης σχεδίου Οδηγίας[207] το οποίο θα περιλαμβάνει ρυθμίσεις ελάχιστης εναρμόνισης[208] για τα παραπάνω ζητήματα με την εξαίρεση ίσως των «καθαρά» διαδικαστικών ζητημάτων όπως του θέματος των δικηγορικών και δικαστικών εξόδων και της χρηματοδότησης των αγωγών[209], καθώς και του τρόπου υπολογισμού της ζημίας, ζήτημα για το οποίο υπάρχει πρόθεση έκδοσης μη δεσμευτικών κατευθυντήριων γραμμών.
Στο σχέδιο Οδηγίας η Επιτροπή θα πρέπει, πάντως, να λάβει υπόψη της τις θέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο προσέφερε μάλλον μερική μόνο κάλυψη στις επιλογές της Λευκής Βίβλου. Πραγματικά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, παρά τη γενική δήλωση ότι επικροτεί τη Λευκή Βίβλο, διατήρησε, ως φαίνεται, κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με την προοπτική της ανάληψης δεσμευτικής - νομοθετικής πρωτοβουλίας της Επιτροπής: πρώτον, της υπενθύμισε ότι πρέπει να καθορίσει νομική βάση για σχετική προτιθέμενη ενέργεια[210], δεύτερον ότι πρέπει να λάβει υπ’ όψην της τις αρχές της επικουρικότητας και αναλογικότητας[211], τρίτον υποστήριξε ότι η λήψη μέτρων σχετικά με μηχανισμούς συλλογικής προσφυγής σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει ενδεχομένως να γίνει σε ένα γενικότερο πλαίσιο (δηλαδή όχι μόνο στο πλαίσιο νομοθεσίας του ανταγωνισμού), ώστε να μην κατακερματίζονται τα εθνικά δικονομικά δίκαια[212].
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τις προτάσεις της Λευκής Βίβλου για τις συλλογικές αγωγές για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, το Κοινοβούλιο τις συνέδεσε με τις προσπάθειες της Γενικής Διεύθυνσης Υγείας και Καταναλωτών της Επιτροπής για τους μηχανισμούς προστασίας των καταναλωτών, προκειμένου να υπάρξει μια «ολοκληρωμένη προσέγγιση» και να αποφευχθεί ο «περιττός κατακερματισμός των εθνικών δικονομικών δικαίων»[213]. Ταυτόχρονα, το Κοινοβούλιο εξέφρασε την ανάγκη για λύσεις που να επιτυγχάνουν έναν «άπαξ δια παντός» διακανονισμό για τους εναγόμενους «προκειμένου να περιοριστεί η αβεβαιότητα και οι ενδεχόμενες υπερβολικές οικονομικές επιπτώσεις για τους εργαζόμενους, τους προμηθευτές […] και άλλα αθώα μέρη»[214]. Ζήτησε, μάλιστα, να εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης διαδικασίας εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών για συλλογικές αξιώσεις «η οποία μπορεί είτε να ενεργοποιείται από τους αντιδίκους πριν από την άσκηση νόμιμης προσφυγής είτε να διατάσσεται από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκείται η προσφυγή»[215] και κάλεσε «την Επιτροπή να αναζητήσει τρόπους για την επίτευξη μεγαλύτερης βεβαιότητας, μεταξύ άλλων αξιολογώντας κατά πόσον θα πρέπει κανονικά να αναμένεται από οιοσδήποτε μεταγενέστερους ενάγοντες να επωφελούνται από το αποτέλεσμα της συλλογικής διευθέτησης και μόνον από αυτό»[216].
Όσον αφορά δε την παρατήρηση του Κοινοβουλίου ότι η Επιτροπή δεν έχει ουσιαστικά καθορίσει τη νομική βάση των προτεινόμενων μέτρων και παρεμβάσεων στις εθνικές νομοθεσίες για την εξωσυμβατική αποζημίωση και στο εθνικό δικονομικό δίκαιο[217], σημειώνεται ότι σχετική κριτική, και μάλιστα έντονη, είχε ασκηθεί για το ζήτημα αυτό ήδη στο πλαίσιο της Πράσινης Βίβλου. Παρά την κριτική αυτή, η Επιτροπή παρέλειψε και πάλι να δεσμευθεί εκ των προτέρων ως προς τη νομική βάση της Οδηγίας που προτίθεται να προτείνει[218]. Ωστόσο, κατέβαλε στη Λευκή Βίβλο σημαντική προσπάθεια καταγραφής του κοινοτικού κεκτημένου, με συνέπεια να μπορεί πλέον να επιχειρηματολογεί πειστικότερα για την ανάγκη παρέμβασής της με βάση το κεκτημένο αυτό[219]. Βεβαίως, ο χρόνος που τρέχει μέχρι την υποβολή του σχεδίου Οδηγίας, και κατά τον οποίο ο αριθμός των αξιώσεων αποζημίωσης με βάση τις υπάρχουσες εθνικές διατάξεις σε κάποια τουλάχιστον από τα κράτη - μέλη, αυξάνει δραματικά, ενδεχομένως να λειτουργήσει αρνητικά ως προς το επιχείρημα της ανάγκης παρέμβασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τουλάχιστον όσον αφορά τα κράτη - μέλη αυτά. Από μια άλλη σκοπιά, ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός των σχετικών αξιώσεων σε κάποια μόνο από τα κράτη - μέλη που έχουν ήδη εισάγει ρυθμίσεις προς διευκόλυνση των σχετικών αξιώσεων επιβεβαιώνει την ανάγκη ύπαρξης ενιαίας νομοθετικής παρέμβασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αποφυγή «άγρας δικαιοδοσίας»[220], ασυμμετρίας εφαρμογής των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού[221], και τελικά επικράτησης διαφορετικών συνθηκών ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών - μελών.
Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχής θεσμοθέτηση ενός λειτουργικού αστικού συστήματος μπορεί να αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού[222]. Επίσης, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, στο βαθμό που θα υιοθετηθούν, αν και θα επηρεάσουν καταρχάς μόνο τον ειδικότερο τομέα των αξιώσεων αποζημίωσης για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, αναμένεται να επιδράσουν εμμέσως και στις γενικές διατάξεις των εθνικών δικαίων για τις αξιώσεις από αδικοπραξία[223].
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι εξελίξεις στα ζητήματα αυτά, τόσο από αυτούς που τίθενται υπέρ μιας νομοθετικής παρέμβασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και από αυτούς που είναι σκεπτικοί ως προς την εξέλιξη αυτή, αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον[224].
[1]* Dr. Juris (LMU, Μόναχο), LL.M. (Columbia, Νέα Υόρκη), Δικηγόρος Αθηνών και Νέας Υόρκης, Προϊσταμένη Τμήματος Νομικών Υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν είναι αυστηρά προσωπικές.
[1]. COM(2008) 165 τελικό (εφεξής, η «Λευκή Βίβλος»).
[2]. Η οποία ολοκληρώθηκε στις 21 Απριλίου, 2006, βλ. Έγγραφο Εργασίας των Υπηρεσιών της Επιτροπής (το κείμενο μόνο στα αγγλικά: Commission Staff Working Paper accompanying the White Paper on Damages Actions for breach of the EC antitrust rules, 2.4.2008, SEC(2008) 404) (εφεξής «Έγγραφο Εργασίας»), παρ. 2.
[3]. COM(2005) 672 τελικό, εφεξής «Πράσινη Βίβλος». Η Πράσινη Βίβλος συνοδευόταν επίσης από το Έγγραφο Εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (το κείμενο μόνο στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά: Commission Staff Working Paper - Annex to the Green Paper Damages actions for breach of the EC antitrust rules, SEC(2005) 1732), (εφεξής «Παράρτημα Πράσινης Βίβλου»).
[4]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 2.
[5]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 4.
[6]. Για τις αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας (των διατάξεων του νόμου 703/77 αλλά και των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ
[7]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 1. Βλ. επίσης Πράσινη Bίβλο, ό.π. αρ. υπ. 3, παρ. 1.3 επ., σελ. 4 επ.
[8]. Ότι ο όρος «Λευκή Βίβλος» χαρακτηρίζει στην κοινοτική πρακτική κείμενο με συγκεκριμένες προτάσεις για κοινοτική δράση ως «προοίμιο» στην κοινοτική νομοθεσία που θα ακολουθήσει, βλ. Assimakis P. Komninos, The EU White Paper for damages actions: A first appraisal, Concurrences, No. 2, 2008 84 (εφεξής «Komninos, A first appraisal»).
[9]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 22.
[10]. Βλ. Έγγραφο Εκτίμησης Επιπτώσεων (το κείμενο μόνο στα αγγλικά: Accompanying document to the White Paper on damages actions for breach of the EC antitrust rules - Impact Assessment SEC (2008) 405) (εφεξής «Έγγραφο Εκτίμησης Επιπτώσεων»).
[11]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 23.
[12]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 1.2 σελ. 3, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. 2, παρ. 14 επ. Έτσι και η Πράσινη Βίβλος, βλ. ό.π. υπ. αρ. 3, σελ. 3, Παράρτημα της Πράσινης Βίβλου ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 4-6. Βλ. επίσης Christian Diemer, The Green Paper on damages actions for breach of the EC antitrust rules, European Competition Law Review (ECLR) 2006, 309, 311 επ. (εφεξής «Diemer, The Green Paper»), Donncadh Woods/Ailsa Sinclair/David Ashton, Private enforcement of Community competition law: modernization and the road ahead, Competition Policy Newsletter, 2004, 31, 32. Γενικά για τους σκοπούς της εφαρμογής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας βλ. και Wouter P.J. Wils, Should Private Antitrust Enforcement Be Encouraged in Europe? World Competition 2003, 473, 478 επ. (εφεξής «Wils, Private Antitrust Enforcement»)
[13]. Βλ. ενδεικτικά Wils, Private Antitrust Enforcement, ό.π. υπ. αρ. 12, σελ. 473 επ.
[14]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 1.2, σελ. 4, Έγγραφο εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 18 επ. Βλ. και Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2009 σχετικά με τη Λευκή Βίβλο για τις αγωγές αποζημίωσης για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΚ (2008/2154 (ΙΝΙ)), διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, <http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+TA+P6-TA-2009-0187+0+DOC+XML+V0//EL >, εισαγωγική παρατήρηση Η. Ότι πάντως η καλύτερη εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού επιτυγχάνεται με την παράλληλη λειτουργία ενός συστήματος αποζημίωσης των ζημιωθέντων, βλ. και Massimo Motta, On Cartel Deterrence and Fines in the European Union, ECLR 2008, 209, 216.
[15]. Βλ. σχετικά και John S. Martin, Private antitrust litigation in Europe: what fence is high enough to keep out the US litigation cowboy? ECLR 2007, 2 επ. Πρβλ. και Αθανασίου, Ο ρόλος των αγωγών αποζημίωσης, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 394 επ.
[16]. Βλ. και Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 86, ο οποίος σημειώνει ότι η δήλωση αυτή της Επιτροπής είναι ακριβής με την έννοια ότι η Λευκή Βίβλος δεν προέκρινε προτάσεις για την εισαγωγή «τιμωρητικής» αποζημίωσης, «opt-out» συλλογικές αγωγές, δικηγορικές αμοιβές ως ποσοστό της αποζημίωσης κτλ.
[17]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 1.2, σελ. 4. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 16.
[18]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 2, Rainer Becker/Nicolas Bessot/Eddy de Smijter, The White Paper on damages actions for breach of the EC antitrust rules, Competition Policy Newsletter, 2008, 4. Σχετικά με την Πράσινη Βίβλο βλ. από την ελληνική αρθρογραφία βλ. Δεληκωστοπούλου, Αξιώσεις αποζημίωσης, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 431 επ., Τζάκα, Αξιώσεις αποζημίωσης, ό.π. υπ. αρ. 6, Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6. Από την εκτεταμένη αλλοδαπή βιβλιογραφία βλ. ενδεικτικά: Jürgen Basedof (Εκδ.), Private Enforcement of EC Competition Law (2007), Friedrich Wenzel Bulst, Private Antitrust Enforcement at a Roundabout, European Business Organization Law Review 2006, 725 επ. (εφεξής «Bulst, Private Antitrust Enforcement»), Diemer, The Green Paper, ό.π. υπ. αρ. 12, σελ. 309 επ., Donncadh Woods/Ailsa Sinclair/David Ashton, ό.π. υπ. αρ. 12, σελ. 31 επ., Norman Hölzel, Kartellrechtlicher Individualrechtsschutz im Umbruch - Neue Impulse durch Grünbuch und Zementkartell, Beiträge zum Transnationalen Wirtschaftsrecht 2007, Τόμος 65, 1 ff., διαθέσιμο στην ιστοσελίδα <www.wirtschaftsrecht.uni-halle.de>, Thomas Lübbig/Miriam le Bell, Die Reform des Zivilprozesses in Kartellsachen, Wettbewerb in Recht und Praxis (WRP) 2006, 1209 επ. Βλ. επίσης τον μεγάλο αριθμό σχόλια που υπεβλήθησαν κατά το στάδιο της διαβούλευσης που ακολούθησε την έκδοση της Πράσινης Βίβλου, διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: < http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/green_paper_comments.html >.
[19]. Βλ. ενδεικτικά από την αλλοδαπή βιβλιογραφία Friedrich Wenzel Bulst, Of Arms and Armour - The European Commission’s White Paper on Damages Actions for Breach of EC Antitrust Law (εφεξής «Bulst, Of Arms and Armour»), Bucerius Law Journal, No. 2, 2008, 81 επ., Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 84 επ., Jeroen S. Kortmann/Christof R.A. Swaak, The EC White Paper on Antitrust Damage Actions: Why the Member States are Right to be Less than Enthousiastic, ECLR 2009, 340 επ., Mario Hilgenfeld, Private Antitrust Enforcement: Towards a Harmonized European Model or a «Patchwork” of Various Member State’s Rules, International Trade Law & Regulation, 2008, 39 επ. (εφεξής «Hilgenfeld, Private Antitrust Enforcement»). Τις απόψεις τους για τη Λευκή Βίβλο εξέφρασαν επίσης μια σειρά από φορείς στο πλαίσιο διαδικασίας διαβούλευσης η οποία διήρκεσε έως τις 15 Ιουλίου 2008. Τα πολυάριθμα αυτά σχόλια είναι διαθέσιμα στην παρακάτω διεύθυνση της ιστοσελίδας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: < http://ec.europa.eu/competition/antitrust/ actionsdamages/white_paper_comments.html>.
[20]. Για τις δυσκολίες που προκύπτουν στην Ελλάδα σχετικά με τις εν λόγω αγωγές βλ. Aida Economou/Efthimios Bourtzalas, National Report Greece, Έκθεση της Ελλάδας στο πλαίσιο της συγκριτικής μελέτης που ανέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο δικηγορικό γραφείο Ashurst για τις συνθήκες έγερσης αγωγών αποζημίωσης σε περιπτώσεις παραβάσεων των ευρωπαϊκών κανόνων προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού (βλ. σχετικά κατωτέρω υπ. αρ. 39), διαθέσιμη στην ιστοσελίδα
<http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/national_reports/greece_en.pdf>, Lia Athanasiou, Report Greece, σελ. 407, 409 επ. στο συλλ. τόμο υπό την επιμέλεια Thomas MȌller/ Andreas Heinemann, The Enforcement of Competition Law in Europe, Cambridge University Press, Cambridge 2007. Βλ. επίσης Μαστρομανώλη, Μέσα αποκατάστασης στρεβλώσεων του ανταγωνισμού από παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 στα πλαίσια παράλληλων διαδικασιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σελ. 29, 112 επ. στο συλλ. τόμο υπό την επιμέλεια των Κόκκορη/Λιανού, Η Μεταρρύθμιση του Ευρωπαϊκού και Ελληνικού Δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2008. Βλ. σχετικά και βιβλιογραφία ανωτέρω υπ. αρ. 6. Βλ. επίσης τα λιγοστά παραδείγματα από την ελληνική νομολογία όπου έστω τέθηκε το θέμα της δυνατότητας αξίωσης αποζημίωσης από παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας: ΑΠ 1554/2008 (Ά δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), ΑΠ 2/1989, ΕΕΔ 1989, 657 = ΝοΒ 1990, 437 = Δ/νη 1989, 747 = ΑρχΝ 1989, 148 (βλ. γνώμη της μειοψηφίας), ΕφΑθ 6664/2007, Δ/νη 2008, 1463, ΕφΑθ 2093/2006, ΔΕΕ 2006, 757, ΕφΑθ 8843/2004, Δ/νη 2006, 543 (και η ΠΠρΑθ 609/2003, ΕΕμπΔ 2003, 419 που αφορούσε την ίδια υπόθεση των ιδιοκτητών φαρμακαποθηκών κατά της εταιρίας Glaxo, πρωτόδικα), ΕφΠατρ. 18/2002, ΔΕΕ 2003, 524 = ΕπιθΕΔ 2004, 432 με παρατηρήσεις Κουτσούκη. Αν και στις περισσότερες από τις παραπάνω αποφάσεις αναγνωρίστηκε η δυνατότητα αυτή, δεν διαπιστώθηκε πουθενά παράβαση των διατάξεων του ν. 703/77 και έτσι δεν επιδικάστηκε αποζημίωση. Βλ. και ΕφΑθ 6042/2002, ΔΕΕ 2003 282 όπου αναγνωρίζεται καταρχήν το δικαίωμα αποζημίωσης αλλά το αίτημα αφορά στην υποχρεωτική κατάρτιση σύμβασης (και πάλι για την προμήθεια φαρμάκων σε φαρμακαποθήκη). Βλ. σχετικά και ΕφΑθ 1565/2006, ΔΕΕ 2006, 762 (μη οριστική λόγω αποστολής ερωτήματος στο ΔΕΚ).
[21]. Βλ. Bulst, Of Arms and Armour, ό.α. υπ. αρ. 19, σελ. 82.
[22]. Ή πωλητές σε καρτέλ αγοραστών ή σε εταιρία με δεσπόζουσα θέση που αγοράζει υπερβολικά φτηνά λόγω κατάχρησης της θέσης της, βλ. Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 82.
[23]. Στο Έγγραφο Εργασίας επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το κοινοτικό κεκτημένο οι εθνικές νομοθεσίες δεν επιτρέπεται να αρνούνται την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου σε τέτοιες αξιώσεις για το λόγο ότι η ζημία επήλθε εμμέσως, βλ. ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 37.
[24]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.1, σελ. 4. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 27. Το ζήτημα της αναγνώρισης ή όχι δικαιώματος έγερσης αγωγής στον έμμεσο αγοραστή είχε τεθεί προς συζήτηση στην Πράσινη Βίβλο σε συνδυασμό με το παραδεκτό ή όχι της ένστασης μετακύλισης, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 2.4. Βλ. και Παράρτημα Πράσινης Βίβλου, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 159 επ. όπου παρουσιάζονται οι δυσκολίες υπολογισμού του μετακυλιόμενου κόστους π.χ. από το καρτέλ προμηθευτών μιας πρώτης ύλης, η οποία κατόπιν πωλείται σε μεταποιητές, και μετά σε συσκευαστές, οι οποίοι και προμηθεύουν με τη σειρά τους τα καταστήματα στα οποία θα πωληθεί το τελικό προϊόν. Βλ. Σχετικά και παρακάτω υπό παρ. 2.6 (για την ένσταση μετακύλισης). Βλ. και Emily Clark/Mat Hughes/ David Wirth, Study on the conditions of claims for damages in case of infringement of EC competition rules, Analysis of economic models for the calculation of damages, Βρυξέλλες (31 Αυγούστου 2004) (εφεξής: η «Οικονομική Μελέτη»), του δικηγορικού γραφείου Ashurst, Μέρος Ι, σελ. 30, υποσημείωση 78, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα
http://ec.europa.eu/comm/competition/cartels/studies/economic_clean_en.pdf.
[25]. Βλ. Υποθέσεις C-453/99 Courage and Crehan [2001] ECR I-6297 και τις συνεκδικασθείσες C-295/04 έως C-298/04 Manfredi [2006] ECR I-6619. Βλ. και Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 1.1, σελ. 2, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 33 επ. Πρβλ. πάντως Allen & Overy, Response to the European Commission’s White Paper to Damages Actions for Breach of the EC antitrust rules (εφεξής “Allen & Overy Response”), σελ. 2, παρ. 12 (με την άποψη ότι οι αποφάσεις αυτές αφορούν μόνο σχέση μεταξύ μερών σύμβασης και δεν επεκτείνονται σε έμμεσους αγοραστές) διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: <http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/alov_en.pdf>.
[26]. Βλ. ενδεικτικά και Allen & Overy Response, ό.π. υπ. αρ. 26, σελ. 2, παρ. 12, Association of European Competition Law Judges, Comments on the Commission’s White Paper on damages actions for breach of the EC antitrust rules (εφεξής “AECLJ Comments”), σελ. 2, παρ. 5, διαθέσιμη στην ιστοσελιδα: http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/judges_en.pdf, Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 87. Βλ. και Bulst, Of Arms and Armour, ό.α. υπ. αρ. 19, σελ. 83, ο οποίος παρατηρεί ότι η απόπειρα του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου των ΗΠΑ με την απόφαση Illinois Brick να λύσει το πρόβλημα της ένστασης μετακύλισης αποκλείοντας τους έμμεσους αγοραστές από το δικαίωμα άσκησης αγωγής απέτυχε,. Για την απόφαση αυτή στα ελληνικά βλ. και Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 950, υποσημείωση 109.
[27]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.1, σελ. 4, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 24 επ.
[28]. Γενικά για τις δυσκολίες που παρουσιάζουν οι αγωγές με μεγάλο αριθμό ζημιωθέντων βλ. Μανιώτη, Αστικό αδίκημα με μεγάλο αριθμό ζημιωθέντων - Μερικά δικονομικά ζητήματα, ΕΠολΔ 2008, 312 επ.
[29]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.1, σελ. 5, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 48 επ.
[30]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.1, σελ. 5, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 49 επ. Σχετικά με τη δυνατότητα εκπροσώπησης θυμάτων που δεν είναι ήδη γνωστά αλλά «μπορούν να καταστούν γνωστά στο μέλλον», βλ. Rainer Becker/Nicolas Bessot/Eddy de Smijter, The White Paper on damages actions for breach of the EC antitrust rules, Competition Policy Newsletter, 2, 2008, 4, 7, σύμφωνα με τους οποίους η δυνατότητα αυτή αφορά ιδιαίτερα περιπτώσεις, στις οποίες ενόψει της ελάχιστης ατομικής ζημίας των θυμάτων και της δυσκολίας διανομής του ποσού της αποζημίωσης, αυτή θα μπορεί να επιδικάζεται όχι στους άμεσα ζημιωθέντες, αλλά σύμφωνα με την αρχή «cy près» υπέρ σχετικού σκοπού. Για την αρχή αυτή βλ. ενδεικτικά: Stewart R. Shepherd, Damage Distribution in Class Actions: The Cy Pres Remedy, University of Chicago Law Review (39) 1972, 448 επ.
[31]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.1, σελ. 5, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 51 επ.
[32]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 55. Η Επιτροπή φαίνεται να προσβλέπει σε μια αυτόματη αναγνώριση των σχετικών φορέων. Αντίθετος μάλλον Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 87 επ. σύμφωνα με τον οποίο η αμοιβαία αναγνώριση των αναγνωρισμένων ή νομιμοποιημένων φορέων των κρατών - μελών μπορεί να δημιουργήσει δυσκολίες οι οποίες θα πρέπει να λυθούν με την υιοθέτηση οδηγίας που να προβλέπει τις προϋποθέσεις αυτής της αναγνώρισης.
[33]. Για τις εξαιρετικές περιπτώσεις που το ελληνικό δίκαιο προβλέπει δικαίωμα έγερσης αγωγής σε πρόσωπο άλλο από τον ζημιωθέντα ή εμπλεκόμενο στην υπό την κρίση του δικαστηρίου έννομη σχέση βλ. Dimitris N. Maniotis, Mass Torts: Some Procedural Aspects, Revue Hellénique de Droit International, 1994, 99 επ.
[34]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 49.
[35]. Βλ. και Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2009 σχετικά με τη Λευκή Βίβλο για τις αγωγές αποζημίωσης για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας ό.π. υπ. αρ. 14, εισαγωγική παρατήρηση Ε: «Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι κάθε πρόταση σχετικά με την καθιέρωση μηχανισμών συλλογικής προσφυγής για παραβίαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού θα έπρεπε να συνοδεύει και όχι να υποκαθιστά εναλλακτικές μορφές προστασίας που ήδη υφίστανται σε ορισμένα κράτη - μέλη (βλ. π.χ τις αγωγές μέσω αντιπροσώπου και τις αποκαλούμενες test cases - υποθέσεις που δημιουργούν προηγούμενο)».
[36]. Βλ. σχετικά και Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 950 επ.
[37]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 56. Πρόκειται για την αποζημίωση «cy près», βλ. ενδεικτικά Steward R. Shepherd, Damage Distribution in Class Actions - The Cy Pres Remedy, 39 University of Chicago Law Review 1971-1972, 448.
[38]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.1, σελ. 5, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 60.
[39]. Τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων ειδών «συλλογικών» αγωγών επιχειρούν (με κάποια επιτυχία) να διευκρινίσουν οι Denis Waelbroeck/Donald Slater/Gil Even-Shoshan, “Study on the conditions of claims for damages in case of infringement of EC competition rules - Comparative Report”, για το δικηγορικό γραφείο Ashurst στο οποίο ανέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη σύνταξη της σχετικής μελέτης, Βρυξέλλες (31 Αυγούστου 2004) (εφεξής: «Συγκριτική Μελέτη»), σελ. 43, διαθέσιμη στην παρακάτω ιστοσελίδα: http://ec.europa.eu/comm/competition/antitrust/others/actions_for_damages/comparative_report_clean_en.pdf, διαχωρίζοντας μεταξύ α) της αγωγής δημοσίου συμφέροντος (public interest litigation), β) της ομαδικής αγωγής (class action) που ασκείται αντιπροσωπευτικά για μια ομάδα ατομικά μη προσδιορισμένων ζημιωθέντων και από την οποία μπορούν να εξαιρεθούν (opt-out) όσοι ζημιωθέντες το επιθυμούν, γ) της συλλογικής αγωγής με τη στενή έννοια (collective claim) που ασκείται εκ μέρους μιας ομάδας ατομικά προσδιορισμένων ή προσδιοριζόμενων προσώπων, δ) της αντιπροσωπευτικής αγωγής (representative actions) που ασκείται π.χ. από μια οργάνωση εκ μέρους μιας ομάδας ατομικά προσδιορισμένων ατόμων (συνήθως των μελών της), ε) της ομοδικίας (joint action) και στ) της εκχώρησης αξιώσεων (assignment of claims).
[40]. Υπέρ του συστήματος opt-out με παραδείγματα από την πράξη βλ. Robert Gaudet, Turning A Blind Eye: The Commission’s Rejection of Opt-Out Class Actions Overlooks Swedish, Norwegian, Danish and Dutch Experience, ECLR 2009, 107 επ.
[41]. Εννοούνται ουσιαστικά, αν και δεν αναφέρονται ονομαστικά, οι ΗΠΑ. Έτσι και Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 86. Για μια περιγραφή του συστήματος ομαδικής αγωγής (class action) των ΗΠΑ (το οποίο, ωστόσο, ακριβώς για την αποφυγή καταχρήσεων, προβλέπει ως προϋπόθεση τη «νομιμοποίηση» των εναγόντων - αντιπροσώπων της ομάδας με προηγούμενη έγκριση του δικαστηρίου), βλ. Joint Comments of the American Bar Association Section of Antitrust Law, Section of International Law and Section of Business law on the Commission of the European Communities’ White Paper on Damages Actions for the Breach of the EC Antitrust Rules of June 30, 2008, (εφεξής “Joint Comments of the ABA”), σελ. 42 επ. διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: <http:// ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/aba_en.pdf >. Πρβλ. και Πράσινη Βίβλο σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών, COM(2008) 794 τελικό της 27.11.2008, παρ. 56: «Οι λύσεις οpt-out θα μπορούσαν να μετριάσουν μερικά από τα μειονεκτήματα των συστημάτων οpt-in. Ωστόσο, συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά στην Ευρώπη λόγω της αντίληψης ότι μπορεί να ενθαρρύνουν την υπερβολική δικομανία που παρατηρείται σε ορισμένες μη ευρωπαϊκές χώρες».
[42]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 58, όπου αναφέρεται επίσης ως λόγος για τον οποίο η Επιτροπή προκρίνει την έγερση συλλογικών αξιώσεων με το σύστημα «opt-in» το γεγονός ότι το σύστημα αυτό προσομοιάζει στις παραδοσιακές μεθόδους σώρευσης αξιώσεων και ως εκ τούτου θα εφαρμοστεί ευκολότερα σε εθνικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα δεν παρουσιάζει δυσκολία όσον αφορά στη διανομή της αποζημίωσης, καθώς οι ενάγοντες είναι ατομικά προσδιορισμένοι (ό.π. παρ. 59). Σημειώνεται ότι η Επιτροπή (Γενική Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή) ανέθεσε μελέτη αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των συστημάτων συλλογικών αξιώσεων στην Ευρώπη, βλ. Evaluation of the Effectiveness and Efficiency of Collective Redress Mechanisms in the European Union, Final Report, Part I (Main Report) της 26.8.2008, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα <http://ec.europa.eu/consumers/redress_cons/finalreportevaluationstudypart1-final2008-11-26.pdf>. Ειδικά για την Ελλάδα βλ. και Part II (Country Reports), Country Report Greece, (συντάκτες Ελίζα Αλεξανδρίδου/Μαγδαλινή Καρυπίδου) της 18.7.2008, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα <http://ec.europa.eu/consumers/redress_cons/gr-country-report-final.pdf>.
[43]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 39. Ότι οι «κατ’ επιλογήν συλλογικές αγωγές» θα ασκούνται από επιχειρήσεις ή πρόσωπα που έχουν υποστεί μια «όχι ασήμαντη» ζημία, ενώ ο μηχανισμός των αγωγών με εκπροσώπους θα αφορά περιπτώσεις στις οποίες τα θύματα θα έχουν υποστεί ατομικά πολύ μικρή ζημία, βλ. Rainer Becker/Nicolas Bessot/Eddy De Smijter, The White Paper on damages actions for breach of the EC antitrust rules, Competition Policy Newsletter, 2, 2008, 4, 8.
[44]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 41. Με αυτό το συμπέρασμα βλ. και έρευνα σε Barry Rodger, Private Enforcement of Competition Law, the Hidden Story: Competition Litigation Settlements in the United Kingdom, 2000-2005, ECLR 2008, 96, 115 επ.
[45]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 61.
[46]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 61. Βλ. και Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 88.
[47]. Βλ. Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 88, ιδιαίτερα υποσημείωση αρ. 32.
[48]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 61.
[49]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 61. Ότι το «ευχολόγιο» αυτό δεν επαρκεί για τη λύση του προβλήματος και στην πράξη θα χρειαστεί να εφαρμοστεί κάποιος κανόνας δικαίου, βλ. Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 88.
[50]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 45.
[51]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 46.
[52]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 47, 56.
[53]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 44.
[54]. Βλ. αυτόν και άλλους σχετικούς προβληματισμούς σε Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 26 επ., Τον ίδιο προβληματισμό φαίνεται να εκφράζει μάλιστα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, βλ. Ψήφισμα της 26ης Μαρτίου 2009, ό.π. υπ. αρ. 14 παρ. 7.
[55]. COM(2008) 794 τελικό της 27.11.2008.
[56]. Βλ. Πράσινη Βίβλο σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών, ό.π., παρ. 5.
[57]. Βλ. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2009, ό.π. υπ. αρ. 14, παρ. 3 επ. Πρβλ. και Josef Drexl/Beatriz Conde Gallego/Stefan Enchelmairer/Mark-Oliver Mackenrodt/Rupprecht Podszun, Comments of the Max Planck Institute for Intellectual Property Competition and Tax Law on the White Paper by the Directorate - General for Competition of April 208 on Damages Actions for Breach of the EC Antitrust Rules (εφεξής “Drexl et al.: Comments of the Max Planck Institute”), σελ. 5, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην παρακάτω διεύθυνση: <http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/ maxpl_en.pdf> (= ECLR 2008, 799 = IIC - International Review of Intellectual Property and Competition Law, Vol. 39, No. 7, 2008, 799 = Max Planck Institute for Intellectual Property, Competition & Tax Law Research Paper No. 09-07, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα SSRN: <http://ssrn.com/abstract= 1432330>) με αναφορά στην ανάγκη σχεδιασμού ενός συστήματος συλλογικών αγωγών για το δίκαιο του ανταγωνισμού το οποίο θα σέβεται τις εθνικές έννομες τάξεις και θα προβλέπει ελάχιστες μόνο διαφοροποιήσεις από τους γενικούς κανόνες της πολιτικής δικονομίας.
[58]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.2, σελ. 5, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 66.
[59]. Λευκή Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.2, σελ. 5, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. 2, παρ. 66, 72, 84 επ.
[60]. Ως παράδειγμα στοιχείων που κατέχουν τρίτοι αναφέρεται η περίπτωση που στο πλαίσιο ένστασης μετακύλισης ο εναγόμενος θα ζητήσει στοιχεία από τους άμεσους αγοραστές - πελάτες του για να αποδείξει ότι η επιπλέον επιβάρυνση απορροφήθηκε από αυτούς και δεν μετακυλίσθηκε στον έμμεσο αγοραστή, βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 122. Ότι τα τρίτα μέρη θα προστατεύονται διπλά από την αρχή της αναλογικότητας εάν δεν εμπλέκονται οι ίδιοι στις παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, ότι θα πρέπει να τυγχάνουν προηγούμενης ακρόασης αλλά και να αποζημιώνονται για το κόστος γνωστοποίησης των στοιχείων που τους ζητούνται, βλ. ό.π. παρ. 123 επ.
[61]. Την επίδειξη εγγράφων θα χρειάζεται κυρίως και θα ζητά συνήθως ο ενάγων, για λόγους «ισότητας των όπλων» θα είναι ωστόσο διαθέσιμη και στον εναγόμενο, ο οποίος επίσης θα μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτή για την απόδειξη των ισχυρισμών του, π.χ. για να αποδείξει τη μετακύλιση ή όχι της επιπλέον επιβάρυνσης. Βλ. σχετικά και Rainer Becker/Nicolas Bessot/Eddy De Smijter, The White Paper on damages actions for breach of the EC antitrust rules, Competition Policy Newsletter, 2, 2008, 4, 9 ιδιαίτερα υποσημείωση αρ. 16.
[62]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.2, σελ. 6, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 98 επ.
[63]. Γενικά οι κυρώσεις αυτές μπορεί να είναι προσωπικές ή χρηματικές, και να επιβάλλονται τόσο στα μέρη της δίκης όσο και σε τρίτους που υποχρεούνται σε γνωστοποίηση, ενώ χρήση ειδικά της ευχέρειας συναγωγής επιβαρυντικών συμπερασμάτων μπορεί να γίνει μόνο κατά μέρους, βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 129 επ.
[64]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.2, σελ. 6, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. 2, παρ. 128 επ.
[65]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.2, σελ. 6, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 118 επ.
[66]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 112 επ., 117. Θετικά για τις προσπάθειες τις Επιτροπής να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα βλ. Bruno Augustin/Philip Haberman, Calculating damages - is a prescriptive approach helpful? Competition Law Insight 2009, 14 (εφεξής «Augustin/Haberman, Calculating damages»).
[67]. Οπότε και δεν τυγχάνει εφαρμογής η (εκ του ποινικού δικαίου εφορμόμενη) αρχή της μη υποχρέωσης παροχής στοιχείων αυτοενοχοποίησης (nemo tenetur edere instrumenta contra se), βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 120.
[68]. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 133.
[69]. Βλ. Drexl et al.: Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 6, Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 34 επ. με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προτάσεις για την υιοθέτηση συγκεκριμένων κριτηρίων και κατευθυντηρίων γραμμών. Έτσι για τις προτάσεις σχετικά με την καταστροφή των εγγράφων πριν την έναρξη της δίκης, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως πολύ ευρείες, βλ. Bulst, Of Arms and Armour,
[70]. Βλ. Norton Rose LLP, Response to Commission White Paper on damages actions for breach of the EC antitrust rules, 2 April 2008, σελ. 4, παρ. 3.1, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: http://ec.europa.eu/ competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/nrose_en.pdf.
[71]. Βλ. Πράσινη Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 2. 1, εναλλακτικές 1-3 και πιο συγκεκριμένα Παράρτημα Πράσινης Βίβλου, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 92.
[72]. Βλ. ενδεικτικά Diemer, The Green Paper, ό.π. υπ. αρ. 12, σελ. 314. Βλ. και Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 938 με περαιτέρω παραπομπές.
[73]. Βλ. Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 89. Πρβλ. ωστόσο Bulst, Of Arms and Armour ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 91, σύμφωνα με τον οποίο παρόλο που οι προτάσεις τις Επιτροπής δεν θα είναι πάντα εύκολο να ενσωματωθούν στους δικονομικούς κανόνες κάποιων κρατών - μελών, δεν φαίνονται να διαφοροποιούνται επί της αρχής ως προς την κεντροευρωπαϊκή παράδοση της επίκλησης των πραγματικών περιστατικών.
[74]. Βλ. Drexl et al.: Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 6.
[75]. Αναλυτικά για το ζήτημα αυτό βλ. Emmanuela Truli, White Paper on Damages Actions for Breach of the EC Antitrust Rules: The Binding Effect of Decisions Adopted by Competition Authorities (25 Αυγούστου 2009), σελ. 1 επ., (εφεξής: «Emmanuela Truli, The Binding Effect») διαθέσιμο στο SSRN: < http://ssrn.com/abstract=1467808 >.
[76]. Ή όπως λέγονται στα αγγλικά «follow-on actions», δηλαδή αγωγές αποζημίωσης οι οποίες ακολουθούν μετά την απόφαση της Επιτροπής ή κάποιας εθνικής αρχής ανταγωνισμού η οποία διαπιστώνει την παράβαση, σε αντιδιαστολή με τις «αυτοτελής αγωγές» ή «stand alone claims», οι οποίες εγείρονται από τον ενάγοντα πρωτογενώς, βλ. Παράρτημα της Πράσινης Βίβλου, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 54, 85, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 134. Βεβαίως, όσον αφορά τις αποφάσεις της Επιτροπής, το άρθρο 16 παρ. 1 του Κανονισμού 1/2003 προβλέπει ρητά ότι τα εθνικά δικαστήρια που εξετάζουν υποθέσεις του άρθρου 81 ή 82 ΣυνθΕΚ δεν μπορούν να καταλήξουν σε αντίθετα με αυτήν συμπεράσματα (βλ. και απόφαση ΔΕΚ 14.12.2000, C-344/98, Masterfoods κατά ΗΒ Ice Cream, Συλλ. Νομολ. 2000, Ι-11369), βλ. σχετικά και Assimakis Komninos, Effect of Commission Decisions on Private Antitrust Litigation: Setting the Story Straight, Common Market Law Review (44) 2007, 1387 επ. Κατά συνέπεια, σε αγωγή που ακολουθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων για την ίδια συμπεριφορά, ο ενάγων μπορεί να βασιστεί στη διαπίστωση της παράβασης από την Επιτροπή ως απόδειξη για την παράβαση, τα δε δικαστήρια δεσμεύονται από την απόφαση αυτή. Για αποφάσεις εθνικών αρχών ανταγωνισμού με τις οποίες διαπιστώνεται παραβίαση του άρθρου 81 ή 82 παρόμοιοι κανόνες υπάρχουν μόνο σε ορισμένα κράτη - μέλη, βλ. και Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.3 σελ. 6, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 135, 139 επ.
[77]. Βλ. Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 940.
[78]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.3, σελ. 7, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 151.
[79]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.3, σελ. 6 επ., υπ. αρ. 9.
[80]. Βλ. Πράσινη Βίβλο, ό,π. υπ. αρ. 3, παρ. 2.1, επιλογή 8. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 136 επ., 147. Για το βάρος απόδειξης της παράβασης εκ μέρους των αρχών ανταγωνισμού βλ. Μιχαήλ - Θεόδωρου Δ. Μαρίνου, Το βάρος αποδείξεως στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού (άρθρο 2 Καν. 1/2003) - Μερικές επιδράσεις στο ελληνικό δίκαιο, ΧρΙΔ 2006, 481 επ.
[81]. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 160 επ.
[82]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.3, σελ. 7.
[83]. Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή διευκρινίζει ότι ο κανόνας αυτός αφορά μόνο τις ίδιες πρακτικές και την ίδια ή τις ίδιες επιχειρήσεις για τις οποίες η ΕΑΑ η το αναθεωρητικό δικαστήριο διαπίστωσαν παράβαση, βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ αρ. 1, παρ. 2.3, σελ. 7.
[84]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 138, ιδιαίτερα 149 επ.
[85]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 142, 158 με αναφορές στα άρθρα 18 και 20 της UK Enterprise Act 2002 τα οποία εισήχθησαν στην UK Competition Act 1998 ως άρθρα 47A και 58A και στo άρθρο 33(4) του γερμανικού νόμου προστασίας του ανταγωνισμού (GWB) το οποίο εισήχθη με την τελευταία τροποποίησή του (βλ. Siebtes Gesetz zur Änderung des Gesetzes gegen Wettbewerbsbeschränkungen, Bundesgesetzblatt 2005, Band I 1954-1969). Πάντως οι δύο διατάξεις παρουσιάζουν την παρακάτω σημαντική διαφορά: η ρύθμιση της Competition Act αφορά μόνο τις αποφάσεις του Office of Fair Trading (της αγγλικής αρχής ανταγωνισμού) ή του δικαστηρίου της εφέσεως επί των αποφάσεων αυτών, ενώ η πρωτοποριακή ρύθμιση του γερμανικού νόμου προβλέπει δεσμευτική ισχύ για τις αποφάσεις όλων των αρχών ανταγωνισμού των κρατών - μελών, καθώς και τις σχετικές αποφάσεις των δικαστηρίων των κρατών - μελών, στο βαθμό που το δικαστήριο έχει αρμοδιότητα για τη διαπίστωση της παράβασης ή επιλαμβάνεται κατόπιν εφέσεως κατά της απόφασης της διοικητικής αρχής. Βλ. σχετικά και Δεληκωστοπούλου, Αξιώσεις αποζημίωσης, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 447 επ., Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 941 επ.
[86]. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 152 επ.
[87]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 156.
[88]. Ότι η αρχή της δεσμευτικότητας αφορά εξάλλου μόνο τις αξιώσεις αποζημίωσης που ακολουθούν και όχι υποθέσεις όπου το ζήτημα του ανταγωνισμού προκύπτει στο πλαίσιο άμυνας, ή αιτήσεις προσωρινών μέτρων, βλ. Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 91. Το αυτό γίνεται μάλιστα δεκτό για τη αντίστοιχη γερμανική διάταξη - πρότυπο της πρότασης της Επιτροπής, βλ. ενδεικτικά Volker Emmerich in Ulrich Immenga/Ernst-Joachim MestmÄcker (Eds.), Wettbewerbsrecht, Munich, H.C. Beck Verlag, 4η εκδ. 2007, § 33 GWB, παρ. 80. Βλ. και ρητή αναφορά στην αγγλική ρύθμιση της Section 58A UK Act (“This section applies to proceedings before the court in which damages or any other sum of money is claimed […]”).
[89]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 154. Η Επιτροπή διευκρινίζει εξάλλου, ότι όπως είναι φυσικό δεν απαιτείται τα μέρη στην αστική δίκη να είναι τα ίδια με τα μέρη στη διοικητική διαδικασία (δηλαδή δεν απαιτείται ο ενάγων να υπήρξε και καταγγέλλων), και με την έννοια αυτή δεν ισχύει ακριβώς το δεδικασμένο. Γενικά για το δεδικασμένο στη διοικητική δίκη βλ. και Κωσταντίνου Φ. Καλαβρού, Διαπλαστική ενέργεια και δεδικασμένο στη διοικητική δίκη, Δ 36, 86 επ.
[90]. Ότι τα δικαστήρια θα πρέπει κατά κανόνα να εκδικάζουν την αγωγή αποζημίωσης και να μην περιμένουν απαραίτητα την τελεσιδικία μιας απόφασης εθνικής αρχής, εφόσον αυτή έχει προσβληθεί και μπορεί να χρειαστεί χρόνια για να τελεσιδικήσει, συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και το Ομοσπονδιακό Εφετείο του Düsseldorf (VI-W Kart 6/06, 3 Μαίου 2006, αδημοσίευτη), βλ. Emmanuela Truli, Binding Effect, ό.π. υπ. αρ. 75, σελ. 12 επ.
[91]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 157.
[92]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 157.
[93]. Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, της 22.12.2001.
[94]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 162, όπου η Επιτροπή σημειώνει ότι τα κράτη - μέλη θα μπορούσαν να εισάγουν μια επιπρόσθετη δικλείδα ασφαλείας σχετικά με τα δικαιώματα άμυνας του εναγομένου και να αναγνωρίσουν ότι η αρχή της δεσμευτικής ισχύος των αποφάσεων των ΕΑΑ (ή των δικαστηρίων επί αυτών) υπάγεται σε εξαίρεση ανάλογη με αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 34 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 012 της 16.01.2001 σελ. 1 επ.
[95]. Βλ. ενδεικτικά Hilgenfeld, Private Antitrust Enforcement, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 43. Βλ. και Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 941 επ.
[96]. Βλ. και Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 942.
[97]. Έτσι πειστικά η Λευκή Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.3, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 144.
[98]. Βλ. αναλυτικά Emmanuela Truli, Binding Effect, ό.π. υπ. αρ. 75, σελ. 29 επ.
[99]. Για τους δικονομικούς κανόνες που σχετίζονται με την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ και την αρχή της αποτελεσματικότητας στο παράδειγμα της Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας βλ. George Cumming/Brad Spitz/Ruth Janal, Civil Procedure Used for Enforcement of EC Competition Law by the English, French and German Civil Courts, Kluwer Law International, Netherlands 2007.
[100]. Βλ. αναλυτικά Emmanuela Truli, Binding Effect, ό.π. υπ. αρ. 75, σελ. 9 επ., 29 επ.
[101]. Βλ. αναλυτικά Emmanuela Truli, Binding Effect, ό.π. υπ. αρ. 75, σελ. 12 επ. Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι παραβάτες θα ευθύνονται κάποιες φορές, π.χ. ως μέλη του καρτέλ, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Βλ. γενικά Παναγόπουλου, Ενοχή εις ολόκληρον και ομοδικία, Δ 27, 73 επ.
[102]. Βλ. Emmanuela Truli, Binding Effect, ό.π. υπ. αρ. 75, σελ. 30 επ. Πρβλ. και την αντίστοιχη προβληματική σε ευρύτερο πλαίσιο Σουφλερού, Ο Κανονισμός 1/2003 και η βάση αυτού αποκεντρωμένη εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ - Επιπτώσεις στο ελληνικό δίκαιο ανταγωνισμού, σελ. 29, 42, στο συλλ. τόμο με επιμέλεια των Κόκκορης/Λιανός, Η Μεταρρύθμιση του Ευρωπαϊκού και Ελληνικού Δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2008.
[103]. Ότι η έννοια της υπαιτιότητας διαφέρει στα κράτη - μέλη, βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 163 επ.
[104]. Για τη σημασία της υπαιτιότητας και της παρανομίας για τη θεμελίωση της ευθύνης του ζημιώσαντα και την εξαίρεση από την αρχή casus sentit dominus ιστορικά και δικαιοπολιτικά βλ. Δωρή, Ζητήματα αστικής ευθύνης από ιστορικοσυγκριτική και δικαιοσυγκριτική σκοπιά, ΧρΙΔ 2007, 673 επ.
[105]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.4 σελ. 8, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 168 επ., με παραπομπές στις συνεκδικασθείσες C-46/93 και C-48/93 Brasserie du Pȇcheur [1996] ECR I-1029 παρ. 79 και στις συνεκδικασθείσες C-29504 έως C-298/04 Manfredi [2006] ECR I-6619 παρ. 31 και 61 επ. Αντίθετο ως φαίνεται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που προκρίνει την ύπαρξη προϋπόθεσης πταίσματος, βλ. Βλ. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2009, ό.π. υπ. αρ. 14, παρ. 15.
[106]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.4, σελ. 8, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 175 επ. Η λύση του συγγνωστού λάθους με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το βάρος απόδειξης πέφτει στον εναγόμενο είχε υποστηριχθεί στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης για την Πράσινη Βίβλο και από Drexl et al., Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 11 επ.
[107]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.4, σελ. 8, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 175 επ.
[108]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 178 επ., όπου η Επιτροπή διευκρινίζει περαιτέρω ότι όσο σοβαρότερος είναι ο περιορισμός του ανταγωνισμού, τόσο δυσκολότερο θα είναι για τον εναγόμενο να αποδείξει ότι παρά την καταβολή της πρέπουσας επιμέλειας δεν είχε γνώση των αντιανταγωνιστικών αποτελεσμάτων.
[109]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 166, Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 3, επιλογές 11 επ.
[110]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 167.
[111]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 174. Ότι στο σημείο αυτό (και όχι το μόνο) η Λευκή Βίβλος έρχεται σε αντίθεση με το Έγγραφο Εργασίας και δημιουργεί σύγχυση, βλ. Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 84, ιδιαίτερα υποσημείωση αρ. 7.
[112]. Βλ. επίκληση της αρχής αυτής και στην υπόθεση ΔΕΚ C-453/1999, 20.9.2001, Courage κατά Crehan, Συλλ. Νομ. 2001, Ι-6297, σκέψη 29, όπου το δικαστήριο έκανε λόγο για την ελευθερία των εθνικών εννόμων τάξεων στον προσδιορισμό των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων και δικονομικών προϋποθέσεων άσκησης σχετικών ενδίκων βοηθημάτων υπό τον περιορισμό της εφαρμογής αφενός της αρχής της ισοδυναμίας (principle of equivalence) σύμφωνα με την οποία οι προϋποθέσεις αυτές δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές σε σχέση με εκείνες που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα της εσωτερικής έννομης τάξης, και αφετέρου της αρχής της αποτελεσματικότητας (principle of effectiveness) σύμφωνα με την οποία οι σχετικές προϋποθέσεις δεν μπορούν να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων της κοινοτικής έννομης τάξης.
[113]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 173.
[114]. Η προτίμηση αυτή διαφαινόταν και στην Πράσινη Βίβλο, βλ. Παράρτημα Πράσινης Βίβλου, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 108. Βλ. και Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 943.
[115]. Ότι η σχετική συζήτηση για την υπαιτιότητα ως προϋπόθεση ή όχι για την επιδίκαση αποζημίωσης για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας ουσιαστικά ξεκίνησε πολύ παλαιότερα από τη εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα Van Gerven στην υπόθεση C-128/92 Banks v. British Coal 1994 Συλλ. Νομ. I-1209, 1258, βλ. και Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 89.
[116]. Βλ. γενικά για την ευθύνη από διακινδύνευση Πάνου Κορνηλάκη, Η ευθύνη από διακινδύνευση, Θεσσαλονίκη 1982.
[117]. Βλ. Drexl et al.: Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 9.
[118]. Βλ. Drexl et al.: Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 9.
[119]. Ότι αυτό είναι έτσι στην πράξη βλ. και Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 4 επ.
[120]. Βλ. Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 89. Για την αστική ευθύνη για παραβάσεις του άρθρου 82 ΣυνθΕΚ βλ. Mark-Oliver Mackenrodt, Beatriz Conde Gallego & Stefan Enchelmaier (εκδ.), Abuse of Dominant Position: New Interpretation - New Enforcement Mechanisms? Springer Verlag, Βερολίνο 2008
[121]. Βλ. ενδεικτικά Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 89, Drexl et al.: Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 9, Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 92. Αντίθετοι ενδεικτικά βλ. European Justice Forum, Response to DG Comp White paper on Damages for Breaches of Competition Law, παρ. 18, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: <http://ec.europa.eu/ competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/eurjfor_en.pdf>.
[122]. Βλ. Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 92. Έτσι και Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 89, Drexl et al.: Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 9.
[123]. Βλ. ουσιαστικές και συγκεκριμένες προτάσεις σε Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 5 επ.
[124]. Ό.π. υπ. αρ. 3, εναλλακτικές προτάσεις 14 επ., Παράρτημα Πράσινης Βίβλου, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 114 επ. και 147 επ.
[125]. Βλ. συνεκδικασθείσες C-29504 έως C-298/04 Manfredi [2006] ECR I-6619, σκέψεις 95 και 97. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. 2, παρ. 185 επ.
[126]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.5, σελ. 8, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 180, 186 επ. Σύμφωνο με την πρόταση αυτή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, βλ Ψήφισμα της 26ης Μαρτίου 2009, ό.π. υπ. αρ. 14, παρ. 16. Ειδικά για το ζήτημα των τόκων βλ. και C-271/91 Marshall [1993] ECR I-4367 σκέψη 31.
[127]. Ότι η Επιτροπή δεν επέμεινε στο ζήτημα αυτό προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες να υπάρξει πολιτική συναίνεση στα μέτρα που προτείνει, Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 84.
[128]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 181 επ.
[129]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 188 επ. Ότι σε κάθε περίπτωση το ΔΕΚ αναγνώρισε στην υπόθεση Manfredi, τουλάχιστον εμμέσως, ότι η «τιμωρητική» αποζημίωση δεν έρχεται σε αντίθεση με την «ευρωπαϊκή» δημόσια τάξη, βλ. ό.π. παρ. 190. Η Επιτροπή διευκρινίζει βεβαίως ότι τα κράτη - μέλη έχουν δικαίωμα να προβλέψουν την απαγόρευση πλουτισμού του ζημιωθέντα από την καταβληθείσα αποζημίωση, ό.π. παρ. 191 επ. Για τις εν λόγω αποζημιώσεις στην Ελλάδα βλ. και Μπουχάγιαρ, Αστική ευθύνη, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 44 επ., Παναγόπουλου, Punitive Damages (ποινική αποζημίωση) και ελληνική δημόσια τάξη (ή προς μια επανεξέταση των σκοπών της αστικής ευθύνης), Κριτ.Επιθ. 2000, 195 επ.
[130]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 189 με παραπομπή στην απόφαση ΔΕΚ για τις συνεκδικασθείσες C-295/04 έως C-298/04 Manfredi [2006] ECR I-6619, σκέψη 93.
[131]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.5, σελ. 8. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 194.
[132]. Βλ. Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 9 επ.
[133]. Βλ. Και Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 84. Για την κατανόηση της έννοιας αυτής βλ. και τα σχεδιαγράμματα σε Μπουχάγιαρ, Αστική ευθύνη, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 66 επ.
[134]. Βλ. σχετικά και Δεληκωστοπούλου, Αξιώσεις αποζημίωσης, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 437 επ., Μπουχάγιαρ, Αστική ευθύνη, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 51 επ.
[135]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.5, σελ. 9, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 193 επ., 199.
[136]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 182. Ότι η απόφαση Manfredi διασαφήνισε ως προς το κοινοτικό κεκτημένο ότι οι ζημιωθέντες δικαιούνται αποζημίωση τουλάχιστον ίση με την προκληθείσα ζημία, βλ. Μπουχάγιαρ, Αστική ευθύνη, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 43.
[137]. Βλ. Πράσινη Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 2.3, εναλλακτική λύση 15.
[138]. Βλ. Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 945.
[139]. Βλ. Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 945 επ. Βλ. σχετικά με το ζήτημα της ζημίας και Ηλιόπουλου, Απαίτηση αποζημιώσεως, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 243, Τζάκα, Αξίωση αποζημίωσης, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 42, 452 επ.
[140]. Υπέρ μιας λύσης που θα επιδικάζει το ανώτατο ποσό από τα δύο, της προκληθείσας ζημίας ή του κέρδους της παράβασης με δυνατότητα διπλασιασμού του στις περιπτώσεις αυτόνομων αγωγών και κατά την κρίση του δικαστηρίου, βλ. Josef Drexl/Beatriz Conde-Gallego/Stefan Enchelmaier/Mark-Oliver Mackenrodt/Florian Endter, Comments of the Max-Planck Institute for Intellectual Property, Competition and Tax Law on the DG Competition Green Paper of December 2005 on the Damages actions for breach of the EC antitrust rules, σελ. 12 επ., διαθέσιμο στην ιστοσελίδα <http://ec.europa.eu/comm/competition/antitrust/actionsdamages/files_green_paper_comments/max_planck_institut.pdf>. Βλ. εκτεταμένη ανάλυση της σχετικής προβληματικής και σε Μπουχάγιαρ, Αστική ευθύνη, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 47 επ. Βλ. πάντως για την απόρριψη της βάσης αυτής υπολογισμού της αποζημίωσης από βρετανικά δικαστήρια στην υπόθεση Devenish v. Sanofi ([2008] EWCA Civ 1086) Jennifer Skilbeck, Cartel Damages: The Court of Appeal Rejects a Gain-Based Remedy, ECLR 2009, 105 επ.
[141]. Έτσι μάλλον και Μπουχάγιαρ, Αστική ευθύνη, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 43, 46 επ.
[142]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 183. Βλ. και Πράσινη Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 3, εναλλακτικές 18-20, Παράρτημα Πράσινης Βίβλου, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 125-114 και 152-155.
[143]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 198.
[144]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 183, 198 επ. Βλ. και Πράσινη Βίβλο ό.π. υπ. αρ. 3, εναλλακτική 18.
[145]. Έτσι και Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 85. Με αντίθετη γνώμη, βλ. Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 12 επ.
[146]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 183, 200.
[147]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 197.
[148]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 200. Ως παράδειγμα αναφέρεται για περιπτώσεις καθορισμού τιμών ο κανόνας του υπολογισμού της αποζημίωσης με βάση τη μέση επιπλέον (παράνομη) επιβάρυνση (average overcharge), ό.π. Υπέρ της κατάρτισης ενός μη δεσμευτικού πλαισίου για τον υπολογισμό των ζημιών, βλ. Βλ. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2009, ό.π. υπ. αρ. 14, παρ. 17.
[149]. Βλ. σχετικά και Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 11.
[150]. Βλ. ενδεικτικά και Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 15, Augustin/Haberman, Calculating damages, ό.π. υπ. αρ. 66, σελ. 15 επ., οι οποίοι ωστόσο αμφισβητούν την αναγκαιότητα των κατευθυντήριων γραμμών για το λόγο ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τυπολατρικά.
[151]. Για την πρόταση στις περιπτώσεις αυτοτελών αγωγών (όπου δηλαδή δεν έχει προηγηθεί απόφαση ΕΑΑ ο ενάγων να μπορεί να αξιώσει το μεγαλύτερο εκ των ποσών που προκύπτουν αφενός από τη ζημία που υπέστη και αφετέρου από το παράνομο κέρδος του παραβάτη, βλ. Drexl et al.: Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 10.
[152]. Η Πράσινη Βίβλος είχε παρουσιάσει τέσσερις εναλλακτικές προτάσεις σε συνδυασμό με τη δυνατότητα έγερσης αγωγής τόσο από τους άμεσους όσο και από τους έμμεσους αγοραστές, βλ. Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 2.4 εναλλακτικές 21-24. Βλ. σχετικά και Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 948 επ. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 203. Ότι το θέμα της ένστασης μετακύλισης αποτελεί το κεντρικό ζήτημα των ιδιωτικών» αγωγών αποζημίωσης για παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, βλ. Bulst, Private Antitrust Enforcement, ό.π. υπ. αρ. 18, σελ. 732, του ιδιου, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 85.
[153]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 201.
[154]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.6, σελ. 9, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 207, 214.
[155]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.6, σελ. 9, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 207.
[156]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.6, σελ. 9, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 211, 215 επ. Βλ. και εκτεταμένη ανάλυση των σχετικών προβλημάτων σε Μπουχάγιαρ, Αστική ευθύνη, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 73 επ.
[157]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.6, σελ. 10, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 219.
[158]. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι με την αντιστροφή του βάρους της απόδειξης μόνο υπέρ του έμμεσου αγοραστή υπάρχει ένας μικρός κίνδυνος ο εναγόμενος να μην μπορέσει να αποδείξει τη μετακύλιση της επιπλέον επιβάρυνσης στη δίκη με τον άμεσο αγοραστή, να μην μπορέσει να ανταποδείξει ότι δεν έγινε μετακύλιση στη δίκη με τον έμμεσο αγοραστή, και να το δικαστήριο να επιδικάσει αποζημίωση για την ίδια ζημία δύο φορές στους διαφορετικούς ενάγοντες. Σημειώνει, ωστόσο, ότι ο κίνδυνος αυτός είναι μικρός, πολύ μικρότερος από τον κίνδυνο να μην αποζημιωθεί κανείς (εάν δεν αναγνωριστεί το ως άνω μάχημο τεκμήριο) και ο παραβάτης να κρατήσει τον παράνομο πλουτισμό του, και σε κάθε περίπτωση εάν κάποιος κίνδυνος πρέπει να βαρύνει κάποιο από τα μέρη, αυτό πρέπει να είναι ο παραβάτης και όχι το θύμα της παράνομης δράσης αυτού, βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 218, 221.
[159]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.6, σελ. 10, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 221 επ.
[160]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 223.
[161]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 224. Σχετικά με τη δυνατότητα αυτή αναφορά γίνεται στο άρθρο 28 του Κανονισμού 44/2001 (ό.π. υπ. αρ. 94), το οποίο προκρίνει το δικαστήριο το οποίο ανέλαβε πρώτο.
[162]. Για την ασυμμετρία που δημιουργείται από το γεγονός ότι σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής τα πολιτικά δικαστήρια θα δεσμεύονται από τις τελεσίδικες αποφάσεις των ΕΑΑ και των διοικητικών δικαστηρίων επί αυτών, αλλά όχι από τις αποφάσεις άλλων πολιτικών δικαστηρίων βλ. παραπάνω υπό παρ. 2. 4.
[163]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 225. Βλ. ωστόσο Rainer Becker/Nicolas Bessot/Eddy de Smijter, The White Paper on damages actions for breach of the EC antitrust rules, Competition Policy Newsletter, 2, 2008, 4, 6, σύμφωνα με τους οποίους το μάχιμο τεκμήριο υπέρ του έμμεσου αγοραστή θα ανατρέπεται από τον εναγόμενο όταν έχει ήδη αποζημιώσει για την ίδια ζημία κάποιον άλλο αγοραστή που βρίσκεται ψηλότερα στην αλυσίδα διανομής από τον ενάγοντα.
[164]. Ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Πράσινη Βίβλο έτεινε προς το απαράδεκτο της ένστασης μετακύλισης με σκοπό την ενίσχυση του αποτρεπτικού αποτελέσματος των αξιώσεων αποζημίωσης βλ. Μαστρομανώλη, Μέσα αποκατάστασης στρεβλώσεων του ανταγωνισμού ό.π. υπ. αρ. 20, σελ. 115, Μπουχάγιαρ, Αστική ευθύνη, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 89.
[165]. Βλ. Πράσινη Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 2.4 εναλλακτική λύση 22. Έχει ωστόσο το πλεονέκτημα ότι καθιστά τις εν λόγω αγωγές πιο απλές και αποτελεσματικές,
[166]. Βλ. Παράρτημα Πράσινης Βίβλου, ό.α. υπ. αρ. 3, παρ. 182.
[167]. Βλ. Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 85.
[168]. Ό.π. υπ. αρ. 19, σκέψη 24 η οποία ορίζει ότι «κάθε ιδιώτης δικαιούται να επικαλείται ενώπιον των δικαστηρίων την παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, έστω και αν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια της διατάξεως αυτής», βλ. Παράρτημα Πράσινης Βίβλου ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 177. Βλ. και Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 948 επ. Βλ. και Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 1.1, σελ. 2, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 27, 33 επ.
[169]. Βλ. Πράσινη Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 2.4 εναλλακτική λύση 23.
[170]. Βλ. Γενικές Παρατηρήσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ό.π. υπ. αρ. 6, απάντηση στην ερώτηση Γ.
[171]. Βλ. ενδεικτικά και ανάλυση σε Foad Hoseinian, Passing-on Damages and Community Antitrust Policy - An Economic Background, World Competition 2005, 3 επ.
[172]. Βλ. Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 86, με αναφορά στον κίνδυνο έγερσης «αγωγών τορπίλης» ή θα λέγαμε «αντιπερασπισμού», δηλαδή έγερση από τον πιθανό εναγόμενο προληπτικής αναγνωριστικής αγωγής ως προς τη μη υποχρέωσή του να καταβάλει αποζημίωση ενώπιον δικαστηρίων κράτους που φημίζονται για την αργοπορία τους.
[173]. Βλ. ενδεικτικά Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 85, Augustin/Haberman, Calculating damages, ό.π. υπ. αρ. 66, σελ. 14, Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 20 επ., 23.
[174]. Κατά του επιτρεπτού της ένστασης μετακύλισης, τουλάχιστον ως κανόνα για το λόγο ότι μειώνει την αποτελεσματικότητα των αξιώσεων αποζημίωσης βλ. CDC Cartel Damage Claims, Comments on the European Commission’s White Paper on Damages Actions for Breach of EC Antitrust Rules Published on 2 April 2008 (εφεξής “CDC Comments”), σελ. 9, παρ. 37, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: <http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/cdc_en.pdf>. Βλ. και Drexl et al.: Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 62 επ. οι οποίοι προκρίνουν τη λύση του αποκλεισμού της ένστασης μετακύλισης από τον εναγόμενο με παράλληλη εισαγωγή μαχητού τεκμηρίου εναντίον του ότι η μετακύλιση έλαβε όντως χώρα. Έτσι ο εναγόμενος θα υποχρεούτο σε κάθε περίπτωση να αποζημιώσει είτε τον άμεσο είτε τον έμμεσο αγοραστή, δηλαδή όποιον εξ αυτών έγειρε πρώτος σχετική αξίωση. Κατόπιν, ωστόσο, ο άλλος εκ των δύο θα είχε δικαίωμα αναγωγής εναντίον του πρώτου για το ποσό της αποζημίωσης που του αναλογεί. Η πρόταση αυτή παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα. (Βλ. σχετικά και Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 950). Ως αδύναμο σημείο της πρότασης αυτής, ωστόσο μπορεί να αναφερθεί το γεγονός ότι υποβάλει τον αρχικό ενάγοντα σε διπλό δικαστικό αγώνα με κίνδυνο να χάσει ολόκληρο το όφελος από την αποζημίωση που του επιδικάστηκε κατά την πρώτη διαδικασία και έτσι ουσιαστικά καταλήγει να δίνει κίνητρο και στον άμεσο και στον έμμεσο αγοραστή να αναμένει ο ένας τον άλλο να εκκινήσει την πρώτη διαδικασία. Επίσης δεν διευκρινίζεται αν η έγερση αγωγής εξ ενός καθιστά αδύνατη την έγερση αγωγής από τον άλλο, κατάσταση που παρουσιάζει συνταγματικές δυσκολίες και δημιουργεί ευκαιρίες για καταχρήσεις (εικονική έγερση αγωγής από άμεσο αγοραστή συνεργάτη του παραβάτη και αργή ή ελλιπή διεξαγωγή της διαδικασίας).
[175]. Βλ. Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 87.
[176]. Βλ. Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 86.
[177]. Βλ. και C-29504 έως C-298/04 Manfredi [2006] ECR I-6619, σκέψεις 78 επ.
[178]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.7, σελ. 10, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 226 επ. Ότι οι κανόνες αυτοί ισχύουν και στις ΗΠΑ (“doctrine of fraudulent concealment”), βλ. Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 48.
[179]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.7, σελ. 10 επ., Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 228. Τη λύση αυτή προέβλεπε ήδη η Πράσινη Βίβλος, βλ. ό.π. υπ. αρ. 3, παρ. 2.9, εναλλακτική 36, όπως και την δυνατότητα απλής αναστολής της προθεσμίας για το χρονικό διάστημα κατά το οποία οι εθνικές αρχές βρίσκονται στο στάδιο της έρευνας, βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. παρ. 229.
[180]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.7, σελ. 10, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 237 επ. Αντίθετα, οι εθνικές αρχές των περισσότερων κρατών - μελών δημοσιεύουν τις αποφάσεις τους ή ανακοινώνουν την έκδοση αυτών, βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. παρ. 239, στην υποσημείωση 126.
[181]. Βλ. ενδεικτικά BEUC (European Consummers’ Organization) Response to the White Paper - Damages actions for breach of the EC antitrust rules (εφεξής: «BEUC Response»), σελ. 11, παρ. 2.7, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα < http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_ comments/beuc_en.pdf>, Drexl et al, Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 15 επ. Βλ. και Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2009, ό.π. υπ. αρ. 14, παρ. 19, το οποίο διευκρινίζει επίσης ότι η νομοθεσία των κρατών - μελών περί αναστολής ή διακοπής της προθεσμίας παραγραφής δεν πρέπει να επηρεάζεται.
[182]. Συγκεκριμένα η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη προθεσμιών που ξεκινούν από ένα έως τριάντα χρόνια, βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 236.
[183]. Βλ. Drexl et al, Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 16, Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 48.
[184]. Βλ. Drexl et al, Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 16.
[185]. Βλ. σχετικά άρθρο 937 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση». Βλ. σχετικά και Δεληκωστοπούλου, Αξιώσεις αποζημίωσης, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 440 επ. Καλό είναι πάντως να διευκρινιστεί ότι τα εδώ αναφερόμενα ζητήματα προθεσμιών παραγραφής των αξιώσεων δεν πρέπει να συγχέονται με τα ζητήματα προθεσμίας παραγραφής της ίδιας της παράβασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, βλ. άρθρο 25 (1) (β) Κανονισμού 1/2003 για τις παραβάσεις των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ. Σημειώνεται εξάλλου ότι για τις αντίστοιχες παραβάσεις του ν. 703/77 δεν προβλέπεται προθεσμία παραγραφής. Ότι συνεπώς σε παράλληλη εφαρμογή των ελληνικών και ευρωπαϊκών διατάξεων οι σχετικές παραβάσεις της ελληνικής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας δεν παραγράφονται παρά την παραγραφή τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 25 (1) (β) του ως άνω κανονισμού, τουλάχιστον σύμφωνα με τη νομολογία της ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, βλ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΑ 325/V/2007, κεφ. VΙΙ, παρ. 1, σελ. 7 επ., διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην ακόλουθη διεύθυνση: < http://www.epant.gr/img/x2/apofaseis/apofaseis451_1_1194436811.pdf>.
[186]. Βλ. Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 49. Ότι η μακροχρόνια αβεβαιότητα δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες στις εναγόμενες επιχειρήσεις και γι’ αυτό δεν πρέπει η έναρξη της προθεσμίας παραγραφής να εξαρτάται από το χρονικό σημείο ολοκλήρωσης των διαδικασιών ενώπιον των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και των εφετειακών δικαστηρίων, βλ. European Justice Forum, ό.π. υπ. αρ. 121, παρ. 21.
[187]. Βλ. Joint Comments of the ABA, ό.π. υπ. αρ. 41, σελ. 49. Ότι η λύση στο πρόβλημα των καθυστερημένων παρεπόμενων αξιώσεων βρίσκεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της Λευκής Βίβλου και στο πλαίσιο των προσπαθειών των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και δικαστηρίων να επισπεύσουν τις διαδικασίες ενώπιόν τους, βλ. και Joint Working Party of the Bars and Law Societies of the United Kingdom (“JWP”), Response to the Commission White Paper on Damages Actions for Breach of the EC Competition Rules, (εφεξής: «Joint Working Party Response”), σελ. 9, παρ. 41, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/jwpuk_en.pdf.
[188]. Αυτή η περίπτωση θα συντρέχει όταν ο ενάγων είναι καταγγέλλων στη διαδικασία ενώπιον της αρχής ανταγωνισμού (οπότε θα θεωρείται από τη στιγμή της καταγγελίας ότι έλαβε γνώση της παράβασης) και η αρχή ανταγωνισμού εξέδωσε απόφαση μετά από τα χρόνια που προβλέπεται για την παραγραφή.
[189]. Βλ. Drexl et al, Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 15 επ.
[190]. Και τότε ο ζημιωθείς θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα έγερσης της σχετικής αξίωσης (εξάλλου η ύπαρξη απόφασης της ΕΑΑ ως προς τη μη διαπίστωση παράβασης δε δεσμεύει το δικαστήριο), βλ. σχετικά και Drexl et al, Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 16.
[191]. Βλ. Stellungnahme der Studienvereinigung Kartellrecht zum Weissbuch der Kommission zu Schadensersatzklagen wegen Verletzung des EG-Wettbewerbsrechts, (εφεξής: «Stellungnahme Studienvereining Kartellrecht») παρ. 20 με αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του γερμανικού αστικού κώδικα, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα < http://www.studienvereinigung-kartellrecht.de/ downloads/stellungnahmen/2008-07.pdf>.
[192]. Βλ. άρθρο 937 ΑΚ.
[193]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.8, σελ. 11, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 241 επ.
[194]. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 247 επ. Και εδώ υπενθυμίζεται ότι η πιθανότητα των μερών να καταλήξουν σε έναν δίκαιο συμβιβασμό αυξάνεται ευθέως ανάλογα με τη δυνατότητα του ζημιωθέντα να επιδιώξει δικαστικά την αποκατάσταση της ζημίας του, ό.π. παρ. 248.
[195]. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 252 επ.
[196]. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 255 επ.
[197]. Ή όπως λέγεται στα αγγλικά «loser pays principle», βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 241 επ., 252 επ.
[198]. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 260.
[199]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.8, σελ. 11 επ., Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 247 επ.
[200]. Βλ. ενδεικτικά Joint Working Party Response, ό.π. υπ. αρ. 185, παρ. 42, Stellungnahme Studienvereining Kartellrecht, ό.π. υπ. Αρ. 189, παρ. 21, Drexl et al, Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 16, παρ. 2.8.
[201]. Βλ. BEUC Response, ό.π. υπ. αρ. 179, σελ. 11 επ., παρ. 2.8. Βλ. και Stellungnahme des Verbraucherzentrale Bundesverbandes zum Weissbuch “Schadensersatzklagen wegen Verletzung des EG-Wettbewerbsrechts”, 20 Μαḯου 2008, σελ. 10, παρ. 2.8, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα <http://ec. europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/vzvb_de.pdf>, Office of Fair Trading Response to the European Commission’s White Paper, Damages actions for breach of the EC antitrust rules, Ιούλιος 2008 (εφεξής: «Oft Response»), σελ. 11, παρ. 6, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα < http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/oft_en.pdf>.
[202]. Βλ. Joint Comments of the ABA, ό.α. υπ. αρ. 41, σελ. 32.
[203]. Βλ. ενδεικτικά Clifford Chance, White Paper - Damages actions for breach of the EC antitrust rules, σελ. 6, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα < http://ec.europa.eu/competition/antitrust/actionsdamages/white_paper_comments/clifford_en.pdf>.
[204]. Βλ. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαρτίου 2009, ό.π. υπ. αρ. 14, παρ. 20.
[205]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 243.
[206]. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 254 με αναφορά και στο άρθρο 14 της Οδηγίας 2004/48/ΕΕ (σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας) σύμφωνα με το οποίο «Τα κράτη - μέλη μεριμνούν ώστε τα εύλογα και αναλογικά δικαστικά έξοδα και οι λοιπές δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη ο νικήσας διάδικος να βαρύνουν κατά κανόνα τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός εάν λόγοι επιεικίας επιβάλλουν άλλως».
[207]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 256 επ. Βλ. και αναφορά στον κανονισμό διαδικασίας του ΔΕΚ, σύμφωνα με τον οποίο το δικαστήριο μπορεί να αποκλίνει από την αρχή ο «ηττημένος πληρώνει» σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ή μπορεί να επιβάλει στο μέρος που κέρδισε την πληρωμή εξόδων, που το δικαστήριο θεωρεί ότι το μέρος προκάλεσε στον αντίδικο αδικαιολόγητα, ό.π. παρ. 210.
[208]. Στην Ελλάδα ο δικαστής έχει ούτως ή άλλως ευρεία διακριτική ευχέρεια σο θέμα αυτό και μπορεί συμψηφίσει τα έξοδα των μερών εν όλω ή εν μέρει εφόσον υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης, βλ. άρθρο 179 ΚΠολΔ. Βλ. επίσης και άρθρο 178 ΚΠολΔ.
[209]. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 244.
[210]. Βλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 244, με αναφορά και στην πρόταση του Γενικού Εισηγητή Poiares Madurο της 1.2.2006 για τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-94/04 και C-202/04 Cipolla [2006] ECR I-11421, παρ. 94, σύμφωνα με την οποία τέτοιες συμφωνίες δίνουν σε αδύναμα οικονομικά πρόσωπα πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Η Επιτροπή πάντως δεν εξέφρασε γνώμη για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών αξιώσεων αποζημίωσης από τρίτα πρόσωπα π.χ. εταιρίες, ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τραπεζικά ιδρύματα, βλ. Esther Martin, And Then There Were Three, European Lawyer 2008, 30 επ.
[211]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 263.
[212]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 264.
[213]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 265 με αναφορά και στην Οδηγία 2003/8/ΕΚ της 27ης Ιανουαρίου 2003, για τη βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη επί διασυνοριακών διαφορών μέσω της θέσπισης στοιχειωδών κοινών κανόνων σχετικά με το ευεργέτημα πενίας στις διαφορές αυτές.
[214]. Βλ. Τρούλη, Η Πράσινη Βίβλος, ό.π. υπ. αρ. 6, σελ. 954. Πρβλ. και Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 268 επ.
[215]. Βλ. Bulst, Of Arms and Armour, ό.π. υπ. αρ. 19, σελ. 88. Για το ίδιο ζήτημα στη Γερμανία, όπου ήδη η απόφαση της Γερμανικής Αρχής Ανταγωνισμού είναι δεσμευτική ως προς την ύπαρξη παράβασης για τα γερμανικά πολιτικά δικαστήρια, βλ. Wolfgang Wurmnest, A New Era for Private Antitrust Litigation in Germany? A Critical Appraisal of the Modernized Law against Restraints of Competition, Vol. 6, German Law Journal 2005, 1174, 1185.
[216]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.9, σελ. 12, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 272 επ.
[217]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.8, σελ. 12, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 294 επ.
[218]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.9, σελ. 12, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 299 επ. Η αρχή ανταγωνισμού θα πρέπει επομένως να παράσχει κατάλογο των κατατεθειμένων στο πλαίσιο της αίτησης επιείκειας εγγράφων, το οποίο κατόπιν θα προσκομίζεται στο δικαστήριο προκειμένου να δικαιολογήσει ο εναγόμενος τη μη γνωστοποίηση των εγγράφων που συμπεριλαμάνονται στον κατάλογο. Περιθώριο καταχρήσεων υπάρχει στο σημείο αυτό αν η παραβαίνουσα εταιρία πρώτα εναχθεί από τον ζημιωθέντα ενώπιον του δικαστηρίου και μετά, προκειμένου να εξαιρέσει από την υποχρέωση γνωστοποίησης ενώπιον του δικαστηρίου μια σειρά από έγγραφα, τα υποβάλει στο πλαίσιο αίτησης επιείκειας ενώπιον της εθνικής αρχής. Η εταιρία έτσι αφενός θα αποκλείσει την πρόσβαση στον ενάγοντα στα αντίστοιχα στοιχεία, αφετέρου θα εξασφαλίσει τη μείωση ή και την απαλλαγή από το πρόστιμο. Για το λόγο αυτό χρειάζεται προσοχή από τις αρχές ανταγωνισμού στην επιλογή των εγγράφων που θα δεχθούν ως συνοδευτικά της αίτησης επιείκειας, ώστε να μην περιλαμβάνονται έγγραφα που η αρχή μπορεί να αποκτήσει και μόνη της με αντίστοιχο αίτημα προς τον αιτούντα την επιείκεια (π.χ. στοιχεία πελατών και κόστους), τα οποία, εάν της κοινοποιηθούν στο πλαίσιο της αίτησης επιείκειας, δε θα είναι πλέον προσβάσιμα στους ζημιωθέντες. Κατά της «συστηματικής» αυτής προστασίας του αιτούντα την επιείκεια και υπέρ μιας ad hoc κρίσης για την επίδειξη ή όχι των σχετικών εγγράφων βλ. ενδεικτικά Beuc Response, ό.π. υπ. αρ. 179, σελ. 13, παρ. 2.9.
[219]. Βλ. σχετική κριτική και σε Joint Working Party Response, ό.π. υπ. αρ. 185, παρ. 44 σελ. 10, Drexl et al, Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 17, παρ. 2.9, CDC Comments, ό.α. υπ. αρ. 166, σελ. 14, παρ. 53 επ.
[220]. Βλ. Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 297.
[221]. Drexl et al, Comments of the Max Planck Institute, ό.π. υπ. αρ. 57, σελ. 17, παρ. 2.9.
[222]. Βλ. Λευκή Βίβλο, ό.π. υπ. αρ. 1, παρ. 2.9, σελ. 12, Έγγραφο Εργασίας, ό.π. υπ. αρ. 2, παρ. 302.
[223]. Της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ΕΕ L 145 της 31/05/2001, σελ. 43 επ.
[224]. Βλ. Komninos, A first appraisal, ό.π. υπ. αρ. 8, σελ. 91 με περαιτέρω παραπομπή σε Barbier de la Serre, Revue Lamy de la Concurrence 9/2006 83, 84.