Digesta 1998

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Για να αποθηκεύσετε το κείμενο σε μορφή pdf πατήστε εδώ 

ΑΚ 604, 1218, 1237, 1246 - ΚΠολΔ 1021 - ΕμπΝ 534, 665.

Άδεια εκπλειστηριάσεως εισκομισθέντων κινητών πτωχεύσαντος μισθωτή με βάση το νόμιμο ενέχυρο.

Κατά το άρθρο ΑΚ 604 σε συνδυασμό με ΑΚ 1237.1 (νόμιμο ενέχυρο), στον ενεχυρούχο δανειστή που δεν έχει εκτελεστό τίτλο χορηγείται δικαστική άδεια για «πώληση» με πλειστηριασμό των κινητών πραγμάτων που βρίσκονται στο μίσθιο. Η δυνατότητα αυτή δεν επηρεάζεται από την κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, αλλά απλώς τα σχετικά δικόγραφα απευθύνονται πλέον στον σύνδικο. Το ενέχυρο ασφαλίζει και τα δικαστικά έξοδα για την έξωση.

Ειρηνοδικείο Αθηνών 893/1997 (Δικαστής: Ευδοκία Τσάφου)

Από τις διατάξεις των άρθρων 534, 582, 637, 601, 644 επ., 648 επ., 665 επ. του ΕμπΝ συνάγεται ότι από την αναστολή των ατομικών διώξεων εξαιρούνται οι πιστωτές εκείνοι, που είναι ασφαλισμένοι με ενέχυρο ή υποθήκη ή ειδικά προνόμια, οι οποίοι μπορούν να επιδιώξουν την ικανοποίησή τους από το υπέγγυο πράγμα, με αναγκαστική εκτέλεση σ’ αυτό. Στην περίπτωση αυτή γίνεται πλειστηριασμός, μετά από άδεια του δικαστηρίου, στον οποίο όμως δεν μπορούν να αναγγελθούν οι πτωχευτικοί πιστωτές. Οι ενυπόθηκοι ή ενεχυρούχοι δανειστές πρέπει να έχουν αρχίσει την εκτέλεση πριν από την ένωση των πιστωτών (ΑΠ 1241/91 ΕΕΝ 1993, 49. ΑΠ 1307/94 ΔΕΕ 1995, 407. ΕφΘεσ 2946/91 Αρμ 46, 510. ΕιρΕλευσ 9/91 ΕΕμπΔ 43, 135). Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα ισχυρίζεται ότι έχει νόμιμο ενέχυρο (604 ΑΚ) επί των εις την αίτηση αναφερομένων κινητών πραγμάτων της καθής η αίτηση πτωχευσάσης και ληξιπρόθεσμη κατ’ αυτής απαίτηση εκ δραχμών 1.120.978. Ζητεί δε να της δοθεί άδεια να εκθέσει σε δημόσιο εκούσιο πλειστηριασμό τα εις αυτήν περιγραφόμενα κινητά πράγματα (άρθρο 1237 ΑΚ) και να επιβληθεί σε βάρος της καθής η δικαστική της δαπάνη. Η αίτηση αυτή αρμόδια ασκείται ενώπιον αυτού του δικαστηρίου (άρθρ. 25 παρ. 2 και 792 ΚΠολΔ), είναι νόμιμη στηριζόμενη στις πιο πάνω αναφερόμενες διατάξεις κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ και δικάζεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 739 επ. ΚΠολΔ). Αφού δε καταβλήθηκαν και τα νόμιμα τέλη συζητήσεως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.

Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και όσα συνομολογούνται από αυτούς αποδεικνύονται τα πιο κάτω πραγματικά περιστατικά: Η καθής η αίτηση δυνάμει του από 1-12-1993 έγγραφου συμφωνητικού μισθώσεως, εκμίσθωσε στην καθής ανώνυμη εταιρία, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το στην Αθήνα ευρισκόμενο κατάστημα, για να το χρησιμοποιεί αποκλειστικά για εμπορικές επιχειρήσεις πάσης φύσεως. Η διάρκεια της μισθώσεως ορίστηκε εξαετής με έναρξη την 1-12-1993 και συμβατική λήξη την 30-11-1999. Το μηνιαίο μίσθωμα ορίσθηκε στο ποσό των 70.000 δραχμών, προσαυξανόμενο κάθε χρόνο κατά 15% συμφωνήθηκε δε να καταβάλλεται μέσα στο πρώτο τριήμερο κάθε μήνα στην κατοικία της. Επιπλέον την μισθώτρια εβάρυνε και το τέλος χαρτοσήμου (3,6%). Ήδη υποχρεούται ο υποθηκοφύλακας, να προβεί σε σημείωση στα βιβλία υποθηκών χωρίς έρευνα, για την εξυπηρέτηση πρακτικών σκοπών, αφού έτσι παραλείπεται η έκδοση απόφασης, με την οποία να διατάσσεται διαγραφή της εξάλειψης. Η τυχόν άρνηση του υποθηκοφύλακα επιφέρει εφαρμογή του άρθρου 791 του ΚΠολΔ. Με την ως άνω σημείωση αναβιώνουν τα δικαιώματα των δανειστών και η με το άρθρο 1005 παρ.3 εδ. α' και β' διαγραφή θεωρείται ότι ουδέποτε έλαβε χώρα.

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση του συνόλου, των νόμιμα και προαποδεικτικά προσκομιζομένων και επικαλούμενων από την αιτούσα εγγράφων, τα οποία επισυνάπτονται στη δικογραφία της κρινόμενης αίτησης αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθ. 513/1997 απόφαση του εφετείου Πειραιά ακυρώθηκε ο από 5-7-1988 πλειστηριασμός του βεβαρημένου με υποθήκη, υπέρ της απούσας, ακινήτου της οφειλέτριάς της. Με βάση την ως άνω δικαστική απόφαση η αιτούσα, με την από 31.10.1997 αίτησή του προς τον υποθηκοφύλακα ζήτησε από αυτόν, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του γ’ εδαφ. της παρ. 3 του άρθρου 1005 του ΚΠολΔ να προβεί στην καταχώρηση της σημείωσης για την αυτοδίκαιη αναβίωση των υποθηκών που υπήρχαν υπέρ αυτής (της απούσας) στο ακίνητο της ως άνω οφειλέτριάς της. Περαιτέρω, ο υποθηκοφύλακας στις 5-11-1997, με την προσβαλλόμενη απορριπτική του πράξη, αρνήθηκε να προβεί στην αιτούμενη κατά τα ως άνω σημείωση στα βιβλία υποθηκών, επικαλούμενος την μη ακύρωση, από την προαναφερόμενη απόφαση του εφετείου Πειραιά, και της κατακυρωτικής έκθεσης, καθώς και την ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εκκρεμότητα του ζητήματος της ανάγκης μεταγραφής, ή όχι της ως άνω απόφασης του εφετείου Πειραιά, που ακύρωσε τον προαναφερόμενο πλειστηριασμό. Σύμφωνα όμως με την προεκτεθείσα στην μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης ερμηνεία του γ' εδαφ. της παρ. 3 του άρθρου 1005 του ΚΠολΔ, αλλά και με το γράμμα της εν λόγω διάταξης, δεν απαιτείται για την αυτοδίκαιη αναβίωση των υποθηκών, ούτε η ακύρωση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, ούτε η μεταγραφή της δικαστικής απόφασης ακύρωσης του πλειστηριασμού, παρά μόνο: α) η δια δικαστικής απόφασης ακύρωση του πλειστηριασμού και β) η προσαγωγή αντιγράφου της στον τοπικά αρμόδιο υποθηκοφύλακα, που υποχρεούται «άνευ άλλου τινός», να προβεί στην αντίστοιχη καταχώριση της σχετικής σημείωσης στα ειδικά βιβλία υποθηκών .Συνεπώς, η ως άνω άρνηση του υποθηκοφύλακα είναι μη νόμιμη και επομένως η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί αυτός να προβεί στις αιτούμενες καταχωρίσεις στα τηρούμενα από αυτόν ειδικά βιβλία υποθηκών, με ημερομηνία από 30-10-1997 και να καταδικασθεί ,κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης (άρθρο 746 εδαφ. β' του ΚΠολΔ) αυτός, αν και δεν υπήρξε διάδικος στην παρούσα δίκη, στα δικαστικά έξοδα της αιτούσας, διότι υπήρξε υπαίτιος της διεξαγωγής της παρούσας δίκης.

Σημ. 1. Η παραδοχή γενικά, πως η υποθήκη θεωρείται ως μηδέποτε αποσβεσθείσα, αν ο αποσβεστικός λόγος είναι άκυρος ή ακυρωθεί δικαστικά (βλ. Σπυριδάκη,Το δίκαιο της εμπραγμάτου ασφάλειας 1975 σελ. 96,81. Επίσης, Βοσινάκη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, ΑΚ 1332 σελ. 636 αρ.2), βρίσκει την ειδική νομοθετική έκφρασή της στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 1005 ΚΠολΔ.

  1. Ο υποθηκοφύλακας δεσμεύεται να καταχωρίσει την απόφαση που ακυρώνει τον πλειστηριασμό, δίχως να έχει εξουσία ελέγχου ζητημάτων, όπως η ακύρωση ή μη της περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως, η εγγραφή ή μη στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου της αποφάσεως που ακυρώνει τον πλειστηριασμό κ.λπ. Ορθά λοιπόν το δικαστήριο με τη δημοσιευόμενη απόφαση διέταξε τον υποθηκοφύλακα να προβεί στην καταχώρηση που αυτός παράνομα αρνήθηκε, όπως επίσης ορθά επέβαλε σε βάρος του τη δικαστική δαπάνη (βλ. ΚΠολΔ 746.2).

Κ.Π.