Digesta 1999 |
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Για να κατεβάσετε το αρχείο σε μορφή pdf πατήστε εδώ
Άρειος Πάγος 1679/1997
(Σύνθεση: Θ. Τόλιας, Μ. Καρατζάς, Γ Μούτσικος, Λ. Κρομμύδας, Κ Τσαμαδός)
Νομίμως φέρεται για περαιτέρω εκδίκαση, η υπόθεση, μετά την 580/1993 απόφαση του Α Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία ανήρεσε την 150/1985 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή του άρ¬θρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή είχε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 31 παρ. 2 ν. 2172/1993.
Από το άρθρο 38 παρ. 1 ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974) προκύπτει, ότι από την ημέρα που θα κοινοποιηθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 36 και 37, στον οφειλέτη αντίγραφο της εκθέσεως κα-τασχέσεως, στερείται αυτός του δικαιώματος να διαθέτει, ελεύθερα το πράγμα που κατα-σχέθηκε, κάθε δε απαλλοτρίωση που επιχειρείται ή μεταγραφή ή εγγραφή για οποιαδήπο¬τε επιβάρυνση που ενεργείται από την ημέρα αυτή είναι άκυρη απέναντι στο Δημόσιο και είναι οσάν να μην υπάρχει, χωρίς να απαιτείται η απαγγελία της ακυρότητας αυτής από το δικαστήριο. Η ακυρότητα όμως αυτή, όπως από τη διάταξη αυτή ρητά ορίζεται, είναι σχε¬τικός υπέρ του Δημοσίου που επέβαλε την κατάσχεση, γιατί αποβλέπει στην προστασία της απαιτήσεως του Δημοσίου, για την οποία έγινε η κατάσχεση, στην οποία περιλαμβάνο¬νται και οι τυχόν συμπληρωματικές απαιτήσεις του που αναγγέλθηκαν όμως πριν γίνει η μεταγραφή της σχετικής απαλλοτριωτικής πράξης. Συνεπώς για τυχόν συμπληρωματικές απαιτήσεις που βεβαιώθηκαν ή γεννήθηκαν μετά τη μεταγραφή της απαλλοτριωτικής πρά¬ξης δεν υπάρχει προστασία από την πιο πάνω διάταξη. Πράγματι αφού η μετά την κατά¬σχεση του ακινήτου απαλλοτρίωση και μεταγραφή της οικείας πράξης, είναι έγκυρη μετα¬ξύ των συμβαλλομένων και άκυρη μόνον απέναντι στο Δημόσιο, θα ήταν αντίθετη στη αρχή της δημοσιότητας για τα βάρη που υπήρχαν στο ακίνητο που μεταβιβάζεται στον τρίτο, ο τελευταίος εκτός από τα εμφανή βάρη της κατάσχεσης που είναι σ’ αυτήν γνωστά και τις απαιτήσεις εκείνες που αναγγέλθηκαν μέχρι την μεταγραφή να επιβαρυνθεί και με αφανή βάρη από τις απαιτήσεις που τυχόν δεν αναγγέλθηκαν μέχρι την μεταγραφή. Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι η παραπάνω σχετική ακυρότητα καλύπτει μόνο τα προς το Δημόσιο χρέη του οφειλέτη (πωλητή) που περιλήφθηκαν στην κατασχετήρια έκθεση, όχι όμως και εκείνα που βεβαιώθηκαν εις βάρος του μετά την πώληση και πριν από τον πλειστηριασμό. Αντίθετη άποψη καθιστά τον αγοραστή, οφειλέτη για άγνωστο χρόνο και μάλιστα χωρίς ευθεία και ρητή διάταξη νόμου (Ολομ.ΑΠ 3/1988 που έλυσε τη διαφωνία για το νομικό αυ¬τό ζήτημα ανάμεσα στην 62/1985 απόφαση του Δ' Τμήματος και 455/1982 του ΑΖ Τμήμα¬τος, υπέρ της γνώμης του Δζ Τμήματος). Τέτοια όμως γνώμη έχοντας το Τμήμα τούτο της Παραπομπής, έρχεται σε διαφωνία με τη γνώμη της αναιρετικής απόφασης 580/1993 του Α' Τμήματος, η οποία έκρινε ότι στην περίπτωση κατασχέσεως από το Δημόσιο ακινήτου και πωλήσεως αυτού από τον οφειλέτη, ενώ η κατάσχεση παραμένει εκκρεμής, είναι άκυρη η εν λόγω διάθεση έναντι του Δημοσίου όχι μόνο για το χρέος για το οποίο επιβλήθηκε η πρώτη κατάσχεση αλλά και για μεταγενέστερα χρέη για τα οποία επιβλήθηκαν κατασχέ¬σεις μετά τη γενόμενη πώληση και μεταγραφή της σχετικής συμβάσεως. Πρέπει, συνεπώς, κατά το άρθρο 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή είχε πριν κατάργησή της με το άρθρο 31 παρ. 2 ν. 2172/1993, να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την άρση της διαφωνίας. Ο Αρεοπαγίτης Αριστείδης Κρομμύδας τάσσεται υπέρ της γνώμης της αναιρετικής απόφασης και επομένως κατά τη γνώμη αυτή δεν συντρέχει λόγος παραπομπής στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.