Digesta OnLine 2014

Γ. Διάλογος με την Νομολογία

Για να ανοίξετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

2936/2011
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χαρίκλεια Λυρίτση, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αμαλία Τσαπικούνη, Πρωτόδικη, και Νικόλαο Παπουτσιδάκη, Έμμισθο Πάρεδρο - Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Ευαγγελία Κάραλη.
Συνεδρίασε' δημόσια στο ακροατήριό του την 20.1.2011, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας - ενάγουσας: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία « » που εδρεύει στη Γαστούνη Ηλείας, νομίμως που εδρεύ ι στην Αθήνα, 10.4.2009 και με αριθμό κατάθεσης 61731/970/13.4.2009 κλήση της, που προσδιορίστηκε ως άνω δικάσιμο και γράφτηκε στο με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση 29.12.2006 και με αριθμό κατάθεσης 225945/12083/29.12.2006 αγωγή της ενώπιον του  ματαιώθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι δικηγόροι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 10.4.2009 και με αριθμό κατάθεσης 61731/970/13.4.2009 κλήση της καλούσας ενάγουσας, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 29.12.2006 και με αριθμό κατάθεσης 225945/12083/29.12.2006 αγωγή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 13.12.2007 και μετ' αναβολή της 2.4.2009, οπότε και ματαιώθηκε, λόγω απεργίας των δικαστικών υπαλλήλων.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου '.39 ιίαρ. 1 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 («Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών»), εάν αντικείμενο της ενεχυριάσεως είναι απαίτηση ονομαστική του οφειλέτη κατά τρίτου, η ενεχυρίαση συνεπάγεται εκχώρηση της απαιτήσεως από τον οφειλέτη προς την συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδίδεται στον τρίτο, ενώ κατά την παρ. 3 από την επίδοση θεωρείται η πιστώτρια ως νεμόμενη την απα ί τηση Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 44 του ίδιου ν.δ., εάν αντικείμενο της ενεχυριάσεως είναι απαίτηση, η πιστώτρια δικαιούται να εισπράξει την απαίτηση ως εκδοχέας, το δε μετά την εξόφληση υπόλοιπο αποδίδει στον οφειλέτη. Σύμφωνα με τις αναφερόμενες διατάξεις και τις διατάξεις των άρθρων 1,    35,    36 του ν.δ. 17.7/13.8.1923, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ, και το άρθρο 1254 εδ. α' ΑΚ, σε περίπτωση συστάσεως υπέρ Τράπεζας ή άλλης ανώνυμης εταιρίας ενεχύρου σε απαίτηση ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου άλλης φύσεως, χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαιτήσεως της Τράπεζας από δάνειο ή από χορήγηση πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, είτε απαιτήσεως οποιουδήποτε είδους του ιδίου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης όμως, βάσει του χρόνου απαιτείται σύμβαση ενεχυριάσεως καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο.
Ειδικότερα, στην περίπτωση αυτή η ενεχυρίαση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση αυτής της απαιτήσεως από τον ενεχυραστή προς την Τράπεζα, από την επίδοση δε αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυριάσεως στον τρίτο, η Τράπεζα θεωρείται νομέας αυτής της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον (ΟλΑΠ 38/1988 ΝοΒ 37.1203), η Τράπεζα δε δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, το δε μετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο αυτή οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή (ΑΠ 480/2006 ΧρΙΔ 2006.612, ΑΠ 857/2004 ΧρΙΔ 2005.52, ΑΠ 1362/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) . Από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 44 εδ. α' προκύπτει ότι η Τράπεζα έχοντας ληξιπρόθεσμη απαίτηση δικαιούται να εισπράξει την ενεχυρασμένη απαί.τηση, κατά το μέτρο που απαιτείται για την ικανοποίησή της (ΕφΘρ 317/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.1077), ενώ η εκχώρηση αυτή είναι ένα είδος εξασφαλιστικής (καταπιστευτικής) Απ. Γεωργιάδη Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, σ. 572-573, ΟλΑΠ 38/1998 ό.π., ΑΠ Τ'08/1997 ΕλλΔνη 1998.107, ΑΠ 1669/1995 ΔΕΕ 2.375). Στην τελευταία, δυνάμει της εξασφαλιστικής συμφωνίας, ο δανειστής - εκδοχέας δεσμεύεται να ασκήσει τις εξουσίες του ως εκδοχέας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται και τα συμφέροντα του εκχωρητή, στον οποίο θα επιστραφεί είτε ολόκληρη (ως ασφαλιζόμενο χρέος) είτε το ποσό κατά το οποίο η απαίτηση υπερβαίνει το ασφαλιζόμενο χρέος (αν το χρέος αυτό δεν εξοφληθεί και ο εκδοχέας εισπράξει την απαίτηση). Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκδοχέα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της καταπιστευτικής έννομης σχέσης καθορίζονται στην εξασφαλιστική συμφωνία. Αν η δικαιοπρακτική αυτή ρύθμιση παρουσιάζει κενά, η πλήρωσή τους πρέπει να γίνει με προσφυγή στις ΑΚ 173, 200 και 288 καθώς και με τη συμπληρωτική ερμηνεία της σύμβασης, δηλαδή με τη ρύθμιση που υποθετικά θα αποδέχονταν οι συμβαλλόμενοι, αν οι ίδιοι είχαν διαπραγματευτεί και αποφασίσει σχετικά με το σημείο αυτό. Η παράβαση των υποχρεώσεων του εκδοχέα συνιστά παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων και τον καθιστά υπόχρεο να αποκαταστήσει τη ζημία που τυχόν υπέστη ο εκχωρητής από    την παράβαση αυτή (βλ. Απ. Γεωργιάδη ό.π., σ. 599). Από τα παραπάνω, τα οποία γίνονται δεκτά επί εξασφαλιστικής εκχώρησης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 459 ΑΚ, που εφαρμόζεται και σε αυτό το είδος εκχώρησης, σύμφωνα με το οποίο με την εκχώρηση, αν δεν συμφωνήθηκε αλλιώς, μεταβιβάζονται και οι καθυστερούμενοι τόκοι και 288 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, προκύπτει ότι ο εκδοχέας της εξασφαλιστικής εκχώρησης, ο οποίος τυγχάνει και νομέας της ενεχυρασθείσας απαίτησης, είναι ο μόνος που μπορεί να απαιτήσει να του καταβληθεί ηπλέον αποξενωθεί από αυτή (ΑΠ 74/2000 ΕλλΔνη 2000.778). Γ.ια τον ίδιο λόγο, και επειδή μαζί με καθυστερούμενοι τόκοι, ο εκδοχέας οφείλει, σύμφωνα με τα όσα επιτάσσει η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να απαιτήσει από τον τρίτο οφειλέτη να του καταβληθούν και αυτοί, προς το συμφέρον του εκχωρητή, αφού κατ' αυτό τον τρόπο το ύψος του ποσού (επί χρηματικών απαιτήσεων) που θα επιστραφεί στον τελευταίο, μετά την ικανοποίηση της απαίτησης του εκδοχέα, θα είναι μεγαλύτερο καθώς στο σύνολο της ενεχυρασθείσας απαίτησης θα έχει προστεθεί και το ποσό των τόκων. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής του εκδοχέα, για απαίτηση και των τόκων, αποτελεί παράβαση προϋφιστάμενης ενοχής, η οποία συν ιστό νόμιμο λόγο ευθύνης, που, σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας στον ενεχυραστή - εκχωρητή, μαζί με την υπαιτιότητα του εκδοχέα και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πράξης του τελευταίου και της ζημίας, γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην προκειμένη εταιρία με την επωνυμία «…» της κατασκευής επίπλων στη Γαστούνη
πυρκαΐά και άλλους συναφείς κινδύνους, ότι την 1.10.1998 συνέβη ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, δηλαδή η από πυρκαΐά πλήρης καταστροφή του εργοστασίου της και ότι, επειδή οι ασφαλιστικές εταιρίες δεν
την αποζημίωσαν, άσκησε εναντίον τους αγωγή με αίτημα την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Ότ ι η εναγόμενη ε ίχε κατά της ενάγουσας χρηματικές απαιτήσεις από συμβάσεις παροχής πίστωσης με αλληλόχρεους λογαριασμούς, οι οποίοι είχαν κλείσει την 11.3.1999 και ότι για την εξασφάλιση των απαιτήσεων αυτών η ενάγουσα ενεχύρασε την 25.5.1999 στην εναγόμενη μερικώς την απαίτησή της κατά της ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρίας για την καταβολή του του ποσού των 100.000.000 ευρώ) και ότι γνωστοποίησε την ενεχύραση αυτή στην ασφαλιστική εταιρία την 7.6.1999. Ότι η εναγόμενη παρενέβη κυρίως στη δίκη που ανοίχθη με την παραπάνω αγωγή, διεκδικώντας το ποσό των δυνάμει της ως άνω ενεχύρασης.
κατά την άσκηση του σχετικού παραλείψεις: α) Ενώ γνώριζε την ως άνω αγωγή, — - αδράνησε αδικαιολόγητα επί δύο έτη να ασκήσει την  κύρια παρέμβασή της, αν και ήταν δυνατή η άσκηση  αυτής ή να οχλήσει εξωδίκως την ασφαλιστική εταιρία, ώστε η τελευταία να οφείλει τόκους υπερημερίας και β) με την ως άνω κύρια παρέμβασή της ζήτησε την άτοκο επιδίκαση του οφειλομένου από την ενάγουσα ποσού και έτσι η οφειλέτρια ασφαλιστική εταιρία απέφυγε την καταβολή τόκων υπερημερίας στο τμήμα του ασφαλίσματος που αντιστοιχούσε στις ασφαλιζόμενες εναντίον της ενάγουσας απαιτήσεις της εναγόμενης. Ότι το Εφετείο Αθηνών δέχθηκε την παραπάνω αγωγή της  προσδιόρισε το ποσό της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης στο ποσό των 652.459 ευρώ, υποχρέωσε την ως άνω ασφαλιστική εταιρία να κατάβάλει στην εναγόμενη το ποσό των 385.175 ευρώ, εντόκως κατά τις διακρίσεις της απόφασης, και στην ενάγουσα το υπόλοιπο της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Ότι σε εκτέλεση της πρώτης από τις διατάξεις αυτές της απόφασης η ασφαλιστική κατέβαλε στην εναγόμενη την 20.12.2004 το ποσό των 524.917,89 ευρώ. Ότι αποτέλεσμα των ανωτέρω παραλείψεων της εναγόμενης ήταν η ασφαλιστική να διαφύγει την πληρωμή δικονομικών τόκων στο μεγαλύτερο μέρος του ασφαλίσματος, οι οποίοι τόκοι θα αύξαναν το ποσό που θα απέμενε ως υπόλοιπο για να καταβληθεί στην ενάγουσα, το οποίο θα ήταν μεγαλύτερο κατά το ποσό των τόκων αυτών. Ότι η ασφαλιστική εταιρία πλήρωσε τόκους υπερημερίας μόνο στο, υπόλοιπο, ποσό των 127.544,11 ευρώ και ότι απέφυγε την πληρωμή τόκων στο ποσό του ασφαλίσματος που κατέβαλε στην εναγόμενη. Ότι οι τόκοι επί του ποσού των 293.470,29 ευρώ από της καταβολής, είχαν ανέλθει στο ποσό των 153.813,81 ευρώ, ζημιώθηκε η ενάγουσα. Με βάση τα κατά το οποίο περιστατικά αυτά ζητεί μετά από νόμιμο, με δήλωση περιλαμβανόμενη στις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της, περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη της οφείλει το ποσό των 153.813,81 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλη (άρ. 14 και 18 στ. 1 ΚΠολΔ) και κατά τόπο (άρ. 22 ΚΠολΔ) αρμόδιο για την εκδίκασή της κατά την παρούσα τακτική διαδικασία, είναι ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα στοιχεία τα οποία είναι κατά νόμο απαραίτητα για τη δικαστική της εκτίμηση, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης, καθώς αυτό αντιστοιχεί σε μη αναζητηθέντες τόκους, δεν είναι απαραίτητη η αναγραφή στην αγωγή, για το ορισμένο αυτής, των ποσοστών των επιτοκίων με βάση τα οποία αναφέρονται η χρονική περίοδος και το κεφάλαιο επί της οποίας αυτοί υπολογίζονται, απορρ ιπταμένου του σχετικού ισχυρισμού της εναγόμενης. Εξάλλου, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 35 - 47 ν.δ. 17.7./13.8.1923, 455 επ., 288, 330, 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, δεδομένης της τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό. Πρέπει συνεπώς η αγωγή, ως προς το μέρος που κριθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έγινε απόπειρα εξώδικης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς (βλ. την από 1.2.2007 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της  ενάγουσας και την υπ αριθμ. 15006/29.12.2006 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτρια διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δήμητρας Ελευθεριάδου).
Από όλα τα έγγραφα που και επικαλούνται ακόλουθα πραγμοτοι διάδικοι αποδε'ικνύοντα ι τα
ι κά περιστατ
Η ενάγουσα, η οποία είναι ομόρρυθμη κατασκευή επίπλων και ασφάλισε την 7.4.1998
Εταιρία με έδρα το εκεί με αντικείμενο σ τη Γαστούνη εργοστάσιό από πυρκαϊά και από άλλους συναφείς κινδύνους άλλων ασφαλιστικών εταιριών, εταιρία με την επωνυμία « οποία είναι θυγατρική της Ηλείας, της από μεταξύ και στην ασφαλιστική εναγόμενης, με το υπ αριθμ. 2234943 ασφαλιστήριο συμβόλαιο.
Την 1.10.1998 συνέβη ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, καθώς καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαϊά το εργοστάσιο της ενάγουσας και επειδή οι ασφαλιστικές εταιρίες δεν την αποζημίωσαν άσκησε εναντίον
τους την από 10.5.2000 αγωγή με αίτημα την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Εξάλλου, η ενάγουσα είχε συνάψει με την εναγόμενη τις υπ' αριθμ. 3049/1986 και 8109/1994, και τις αυξητικές συμβάσεις προς παροχή πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) . λογαριασμό, η δε εναγόμενη κατήγγειλε τις συμβάσεις αυτές την 11.3.1999 κα I γνωστοποίησε το κλείσιμο και το χρεωστικό υπόλοιπο των λογαριασμών στην ενάγουσα με την από 11.3.1999 επιστολή της. Σημειωτέου ότι για την απαίτηση από την υπ' αριθμ. 3049/1986 σύμβαση εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 176/1999 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Αμαλιάδας. Προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της εναγόμενης από τους λογαριασμούς αυτούς, η ενάγουσα συνέστησε την 25.5.1999, υπέρ της εναγομένης, ενέχυρο επί της απαίτησής της κατά της    για την καταβολή του ασφαλίσματος, δυνάμει του υπ' αριθμ. 2234943 ασφαλιστηρίου συμβολαίου και εξαιτίας της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Το ενέχυρο αυτό εξασφάλιζε τις παραπάνω απαιτήσεις της εναγομένης μέχρι του ποσού των 100.000.000 δρχ. (= 293.470,27 ευρώ), ενώ έγινε και η σχετική αναγγελία στην οφειλέτρια ασφαλιστική εταιρία την 3.6.1999. Στη δίκη που ανοίχθη με την παραπάνω, από 10.5.2000, αγωγή η εναγόμενη παρενέβη κυρίως, ασκώντας την από 30.5.2002 καί με αριθμό ν - καταθέσεως 74950/4467/2002 με την οποία διεκδικούσε, ποσό των 100.000.000 δρχ. και ήδη 293.470,27 ευρώ, δυνάμει της παραπάνω ενεχύρασης και προς ικανοποίηση της απαίτησής της εκ των ως άνω αλληλόχρεων λογαριασμών. Το Εφετείο Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 5250/2004 απόφασή, η οποία επιδίκασε το ποσό ασφαλιστικής αποζημίωσης σε 652.459 ευρώ και υποχρέωσε την ως άνω ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει, αφενός μεν, στην εναγόμενη το συνολικό ποσό των 385.175 ευρώ, από τα οποία α) ποσό 267.607 ευρώ νομιμοτόκως με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων από 12.3.1999, πλέον ΕΦΤΕ 3%, β) ποσό 8.398 ευρώ νομιμοτόκως από 19.6.1999, γ) ποσό 79.823 ευρώ νομιμοτόκως με εξάμηνο ανατοκισμό των στην ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, οποιοδήποτε υπόλοιπο προκόψει μετά την αφαίρεση από το παραπάνω ποσό της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής η «…» κατέβαλε την 20.12.2004 στην εναγόμενη το ποσό των 524.914,89 ευρώ με το οποίο εξοφλήθηκαν όλες οι απαιτήσεις της εναγόμενης εναντίον της ενάγουσας κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα, ενώ κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 127.544,11 ευρώ (652.459 - 524.917,89). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εναγόμενη με την ως άνω παρέμβασή της ζήτησε μεν τους τόκους επί του ποσού που αντιστοιχούσε στην απαίτησή της εκ του αλληλόχρεου λογαριασμού κατά της ενάγουσας, δεν ζήτησε όμως τους τόκους επί του ποσού της ενεχυρασθείσας απαίτησης, η οποία, είχε μερικώς εκχωρηθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει την απαίτησή της εκ του αλληλόχρεου λογαριασμού. Ζητώντας τους τόκους επί απαίτησής της εκ των συμβάσεων πιστώσεως με  ακριβώς τα οφειλόμενα σε αυτή την ασφαλιστική αποζημίωση ενισχύεται και από το ότι η έναρξη τοκοφορίας, την οποία δέχθηκε και το Εφετείο, είναι η επομένη του κλεισίματος των σχετικών λογαριασμών. Αντίθετα, η εναγόμενη δεν ζήτησε με την κύρια παρέμβασή της τόκους επί του ποσού της ασφαλιστικής αποζημίωσης, το οποίο της είχε ενεχυραστεί - εκχωρηθεί (293.470,29 ευρώ) από την ενάγουσα και το οποίο και μόνο ζητούσε πλέον με την κύρια παρέμβασή της, ως εκδοχέας της σχετικής απαίτησης να της καταβληθεί, στην έκταση που προσδιόριζε η απαίτησή της κατά της ενάγουσας. Ως ( εκδοχέας, όφειλε να ζητήσει και τους τόκους αυτούς, τους συνεκχωρηθέντες με την ενεχυρασθείσα
ιί απαίτηση κατ' άρ. 459 ΑΚ, καθώς με τον τρόπο αυτό θα εξασφάλιζε τα συμφέροντα της εκχωρήτριας (ενάγουσας), δεδομένου ότι, αν τους είχε ζητήσει, ποσό που θα υπολειπόταν, υστέρα από την αφαίρεση της δικής της απαίτησης, και το οποίο θα επεστρέφετο στην ενάγουσα θά ήταν μεγαλύτερο από αυτό που της επεστράφη τελικά, κατά το ποσό των τόκων, ενώ η ενάγουσα, εφόσον με την εκχώρηση \ αποξενώθηκε από την απαίτηση αυτή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση, κατά το ποσό της 1 ενεχύρασης, δεν μπορούσε πλέον να το διεκδικήσει, ούτε βέβαια και τους τόκους επί του ποσού αυτού.
Η εναγόμενη παρέλειψε να ζητήσει τους δικονομικούς τόκους, από αμέλεια των εκπροσώπων της, καθώς    δεν κατεβλήθη η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, συγκεκριμένα δε, δεν κατεβλήθη η επιμέλεια για την εξασφάλιση του δικαιώματος της ενάγουσας για την επιστροφή του υπολοίπου ύστερα από την αφαίρεση της απαίτησης της εναγόμενης, απορριπτομένης της ένστασης της τελευταίας περί έλλειψης, υπαιτιότητας της, την οποία δεν απέδειξε, όπως όφειλε. Οι τόκοι αυτοί θα υπολογίζονταν για το χρονικό διάστημα από 4.6.2002, που επιδόθηκε η από 30.5.2002 κύρια παρέμβαση    της    εναγόμενης    έως 20.12.2004 της εξοφλήθηκε στην    εναγόμενη    το ποσό που     επιδίκασε η    ΕφΑΘ    5250/2004 .'Να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε ότι την 30.5.2000,    που η ενάγουσα θέτει την αρχή του διαστήματος επί του οποίου έπρεπε να υπολογιστούν οι τόκοι με την όχληση της ασφαλιστικής εταιρίας εκ μέρους της εναγόμενης, η τελευταία γνώριζε την άσκηση της αγωγής, ώστε να ασκήσει την κύρια παρέμβασή της. Οι τόκοι για το διάστημα αυτό υπολογίζονται ως εξής: Από 5.6.2002 5.12.2002 (ημέρες 184) που το επιτόκιο του τόκου υπερημερίας ανήρχετο σε ποσοστό 11,25% επί του κεφαλαίου 293.470,29 ευρώ ο τόκος ήταν 16.643,38 ευρώ. Από 6.12.2002 έως 6.3.2003 (ημέρες 91) που το επιτόκιο του τόκου υπερημερίας ανήρχετο σε επί του αυτού κεφαλαίου ο τόκος ήταν 7.865,41 ευρώ. Από 7.3.2003 έως 5.6.2003 (ημέρες 91) που το επιτόκιο του τόκου υπερημερίας ανήρχετο σε ποσοστό 10,50% επί του αυτού κεφαλαίου ο τόκος ήταν 7.682,49 ευρώ. Από 6.6.2003 έως 20.12.2004 (ημέρες 564) που το επιτόκιο του τόκου υπερημερίας ανήρχετο ποσοστό 10% επί του αυτού κεφαλαίου ο τόκος ήταν 45.269,20 ευρώ. Το συνολικό ποσό, των τόκων θα ήταν 77.460,48 ευρώ, ποσό κατά το οποίο ζημιώθηκε η ενάγουσα. Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των εβδομήντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα και 0,48 (77.460,48) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει η εναγόμενη, λόγω της εν μέρει ήττας της, να υποχρεωθεί να καταβάλει μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρ. 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία αμφοτέρων των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα