Digesta 2000

"...ΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΝΟΜΟΝ ΑΙΦΝΗΣ ΠΡΟΚΥΠΤΟΝΤΑ ΕΙΣ ΦΩΣΕΞ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙΣΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΙΣ"

ΜΝΗΜΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ (1912-1998)

Κωνσταντίνος Γ. Πιτσάκης

Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ

Για να ανοίξετε το αρχείο σε μορφή pdf πατήστε εδώ 

  1. Δεν προτίθεμαι να αναφερθώ, μία ακόμη φορά, στο περιώνυμο για τη νεότερη ελληνική νομική ιστορία, αλλά και πολυσυζητημένο, πρόβλημα: ποιό δίκαιο εισήχθη με το περίφημο διάταγμα της Αντιβασιλείας “περί πολίτικου νόμου” της 23 Φεβρουάριου / 7 Μαρτίου 1835. Και γιατί μιλώ σε διακεκριμένους ομοτέχνους, μερικοί από τούς οποίους έχουν κατ’ εξοχήν ασχοληθεί με αυτή την προβληματική, και γιατί το θέμα αυτό έχει απασχολήσει και πάλι τα τελευταία χρόνια ευρέως την Ιστορική έρευνα[1] και με ειδικά δημοσιεύματα συναδέλφων, και σε επιστημονικά συνέδρια, και επ’ ευκαιρία προσφάτων επετείων, όπως τα 50 χρόνια του Αστικού Κώδικα (1946) και τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Καλλιγά (1815- 1896). Το πρόβλημα δεν έμεινε εντελώς έξω από τη θεματολογία της περυσινής μας πρώτης συνάντησης, πού είχε θυμίζω, τον γενικό τίτλο “Από την επιγραφή της Γόρτυνας στον Αστικό Κώδικα: διαδρομές του δικαίου στην Ελλάδα”[2].

Θυμίζω λοιπόν απλώς, εντελώς σχηματικά, ότι, μέσα από το πλήθος των εκδοχών πού είχαν προταθεί για την ερμηνεία του διατάγματος, με τις διάφορες παραλλαγές, αποχρώσεις και επί μέρους διαφοροποιήσεις τους, διακρίνονται τρεις κύριοι κλάδοι:

(α) Κατά την πρώτη ερμηνεία, σύμφωνη με το γράμμα και - σήμερα μπορούμε πια να είμαστε βέβαιοι- με το πνεύμα του διατάγματος, ή Εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου, ως προς τις περιεχόμενες σ’ αυτήν διατάξεις αστικού δικαίου (πολιτικοί νόμοι) με νομοθετική προέλευση (νόμοι των βυζαντινών αυτοκρατόρων), είναι ο πολιτικός κώδιξ της Ελλάδος.

Οι σύγχρονοι του διατάγματος -ή θεωρία, ή πρακτική και ή κοινή συνείδηση της εποχής- δεν είχαν καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ήδη, άλλωστε, ήταν η αντίληψη που είχε επικρατήσει υπό το κράτος της πολύ επιφυλακτικότερης διατυπώσεως των καποδιστριακών ψηφισμάτων[3]: “Ή Εξάβιβλος του Αρμενοπούλου κατά το ψήφισμα περί διοργανώσεων των δικαστηρίων, επικυρωθέν και από το Β' ψήφισμα της Δ' Εθνικής Συνελεύσεως, είναι ο πολιτικός της Ελλάδος κώδιξ”, γράφει το 1833 ό μεταφραστής της Κ. Κλονάρης[4]. Ή ίδια ή επιγραφή του διατάγματος “περί πολιτικού νόμου”, κυρίως αν συνδυασθή με την ίσης νομικής ισχύος επιγραφή του γερμανικού κειμένου του: “Das Gesetzbuch des Armenopulos Betr.”, οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα ακόμη και αν δεχθούμε ότι rubrica legis non est lex. ’Από την επομένη της δημοσιεύσεως τού διατάγματος, ή τυχόν τροποποίηση διατάξεων της Εξαβίβλου γίνεται με τυπικό νόμο, ο όποιος ρητά παραπέμπει σ’ αυτές, ως καταργούμενες διατάξεις του “ισχύοντος πολιτικού νόμου”· έτσι στον νόμο περί ενηλικότητας της 15.10.1836: “ή κατά τον ήδη ισχύοντα παρ’ ημιν πολιτικόν νόμον... ταττομένη ένηλικιότης (Έξάβιβλ. Άρμενοπούλου βιβλ. α', τίτλ. ιβ', άρθρ. 1) προσδιορίζεται...”. Ή αναφορά του γραμματέα της Δικαιοσύνης Γεωργίου Πραΐδη γιά την ανάγκη εκτύπωσης του πρωτοτύπου κειμένου της Εξαβίβλου για δικαστική χρήση (“έκδοση των ’Αθηνών” τού 1835) ονομάζει την Έξάβιβλο: «ce livre qui est devenu notre loi civile[5]». Αυτή θα είναι γενικά και ή αντίληψη της αλλοδαπής βιβλιογραφίας της εποχής[6]. Ή πρώιμη νομολογία ακολούθησε αυτή τη θέση· μνημονεύεται συνήθως ή απόφαση 250/1837 του Εφετείου Πελοποννήσου, ή οποία ομιλεί περί “των πολιτικών νόμων των βυζαντινών αυτοκρατόρων, των περιεχομένων εις την Eξάβιβλον του Αρμενοπούλου, των μόνων ισχυόντων[7]...”.

Ισχύουν επομένως οι βυζαντινές διατάξεις πού πληρούν σωρευτικά τρεις όρους: έχουν αντικείμενο πού ανάγεται στην ύλη τού ουσιαστικού αστικού δικαίου (Οι πολιτικοί νόμοι), έχουν χαρακτήρα τυπικού νόμου αυτοκρατορικής προέλευσης, κατά το βυζαντινό δίκαιο (νόμοι των βυζαντινών αυτοκρατόρων), και είναι εντεταγμένοι στη συλλογή τού Αρμενοπούλου (οι περιλαμβανόμενοι εις την Eξάβιβλον τού Αρμενοπούλου).

Παράλληλα όμως αναπτύσσονται δύο άλλα ερμηνευτικά ρεύματα, εντελώς διαφορετικής μεταξύ τους -στην πραγματικότητα αντίθετης- αφετηρίας, αλλά τα όποια, όπως συχνά συμβαίνει, συγκλίνουν κατ’ αποτέλεσμα: θα αμφισβητήσουν την “μονοκρατορία” της Εξαβίβλου- ή οποία τελικά θα καταλυθεί στην πράξη, παρά το γράμμα τού νόμου, υπό τις συνθήκες πού είναι αρκετά γνωστές.

(β) Το πρώτο ρεύμα εκκινεί από την, εκ πρώτης όψεως, νομικά και λογικά άψογη αντίληψη ότι για την ερμηνεία των διατάξεων , την άρση των ασαφειών ή αντιφάσεων και την διόρθωση των σφαλμάτων ή των ατελειών στη διατύπωση της Εξαβίβλου, όχι μόνον επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται, ή σύμφωνα με τούς νομικούς ερμηνευτικούς κανόνες προσφυγή στο όλο νομικό σύστημα, εντός τού οποίου παρήχθη το περιλαμβανόμενο στην Εξάβιβλο δίκαιο: εν πρώτοις βέβαια στις γνωστές άμεσες ή έμμεσες πηγές της, τις πρωτότυπες νομοθετικές πηγές τού βυζαντινού δικαίου, κατ’ εξοχήν βέβαια στα Βασιλικά άλλα και στις πηγές τού ρωμαϊκού δικαίου, αφού ή Εξάβιβλος και οι πηγές της παρήχθησαν ασφαλώς μέσα σε “κλίμα” ρωμαϊκού δικαίου κυρίως βέβαια στο ιουστινιάνειο δίκαιο: ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε τυχόν διαφορετικές επιστημονικές διακρίσεις, στη συνείδηση των συντακτών των νομοθετικών κειμένων τού νέου κράτους, άλλα και στην κοινή συνείδηση, το Corpus Juris Civilis δεν ήταν κατά κανένα τρόπο ξένο προς το βυζαντινό δίκαιο[8]. Περαιτέρω, τό ρεύμα αυτό, προβάλλοντας ολοένα εντονότερα την ανεπάρκεια της Εξαβίβλου να ρυθμίσει μόνη τις σχέσεις τού ιδιωτικού δικαίου σε ένα σύγχρονο κράτος (ανεπάρκεια την οποία ανεδείκνυε ιδιαίτερα ή διάψευση των προσδοκιών για προσεχή εισαγωγή νέου αστικού κώδικα, σύμφωνα με τούς οραματισμούς τού διατάγματος: “τού οποίου την σύνταξιν διετάξαμεν ήδη”), θα τείνει να δεχθή ότι ή “ερμηνευτική” αυτή προσφυγή είναι δυνατή, ή επιβεβλημένη, και για την εξ αρχής κάλυψη των κενών της Εξαβίβλου. ’Ήδη το 1835 ό Γ. Πραίδης είχε δεθχή, ή μάλλον υποδείξει, την δυνατότητα ερμηνευτικής προσφυγής στις διατάξεις τού ρωμαϊκού δικαίου, στις περιπτώσεις “ou des endroits douteux ne peuvent etre expliques qu’a 1’aide des dispositions analogues du droit romain[9]” τό 1837 ό Χέρτσογ στήν Πραγματεία του θα δεχθή και την συμπληρωματική εφαρμογή διατάξεων εκτός Εξαβίβλου, άλλα τού βυζαντινού πάντως δικαίου, υπό το πνεύμα τού διατάγματος: “Αί δε άλλαι τού δικαίου πηγαί, κατ’ εξοχήν τα Βασιλικά και αι νεαραί των μεταγενεστέρων βασιλέων διατάξεις, δεν φαίνεται να ήναι πραγματικώς εις χρήσιν μ’ όλον ότι είναι αναμφίβολο ότι δύναται τις να προστρέχη εις αυτάς όταν δεν ευρίσκονται εις το Πρόχειρον τού Αρμενοπούλου αρμόδιοι περί υποθέσεως τίνος θεσμοί[10]

Άρα, το σύνολο των πηγών του βυζαντινού κατ’ αρχήν, και τού ρωμαϊκού εν συνεχεία δικαίου, είναι χρησιμοποιήσιμο για την ερμηνεία ή την συμπλήρωση τού ισχύοντος δικαίου- και επομένως αποτελεί, τελικά, πηγή του.

(γ) Το άλλο ρεύμα εκκινεί από μία “ρωμαντική” θέση: ή εισαγωγή τού βυζαντινού δικαίου στην Ελλάδα απέβλεπε στη σύνδεση της νεώτερης Ελλάδος με τη στιγμή της "Άλωσης, τη στιγμή πού διακόπτεται βίαια o κυρίαρχος βίος τού γένους· τον βίο αυτόν συνεχίζει τώρα το ελληνικό έθνος, τού οποίου διακηρύσσεται ή “παλιγγενεσία”: το ελληνικό κράτος είναι, όχι βέβαια ή τυπική συνέχεια, αλλά πάντως ό διάδοχος, σε πνευματικό, εθνικό και συναισθηματικό επίπεδο, της βυζαντινής αυτοκρατορίας- και αυτό επιδιώκεται να ισχύσει και στο χώρο τού εθνικού δικαίου. Επομένως το δίκαιο πού έχει εισαχθεί είναι το δίκαιο που ίσχυε “κατά τον χρόνον καθ’ όν κατεκτήθη ή πρωτεύουσα”- δίκαιο όμως και πρακτικά ανεξιχνίαστο, και μάλιστα με τα μέσα πού διέθετε τότε ή ελληνική επιστήμη, και ‘όχι μόνον αυτή. Άλλωστε ή σύνδεση της νεώτερης Ελλάδος με τη βυζαντινή παράδοση υπήρξε, ως κρατούσα ιδεολογία, εξαιρετικά βραχύβια. Ήδη από τα πρώτα βήματα τού νέου κράτους, αυτό το συνεχώς παρόν στα νομικά κείμενα της Επαναστάσεως Βυζάντιο έχει περιπέσει σε πλήρη ανυποληψία, καθώς συνοδεύεται από τη γενική περιφρόνηση της διαφωτισμένης Δύσης και της νέας πνευματικής ηγεσίας της χώρας. Το νέο έθνος θα είχε να επιτελέσει το διπλό καθήκον, να συμβαδίσει με τα “πεφωτισμένα” έθνη της Δύσης και να επανεύρει τις αληθινές του ρίζες στη θαυμασμένη από όλο τον πολιτισμένο κόσμο κλασική του αρχαιότητα, προσπαθώντας να ξεχάσει τούς σκοτεινούς αιώνες τού μεσαιωνικού δεσποτισμού και της θεοκρατίας και να απαλλαγή από τα θλιβερά κατάλοιπά τους.

Ανεξάρτητα όμως από την ιδεολογική τύχης της, ή αντίληψη αυτή σήμαινε, σε νομικό ερμηνευτικό επίπεδο, ότι το σύνολο των διατάξεων (αστικού περιεχομένου) τού βυζαντινού δικαίου πού μάς είναι γνωστές, εφ’ όσον δεν υπάρχει καταργητική τους διάταξη (και γνωρίζουμε πλέον σήμερα ότι, με το πνεύμα υπό το όποιο αντιμετωπίζεται ό “νόμος” από τη βυζαντινή νομική σκέψη και τη δικαστηριακή πρακτική[11], οι καταργητικές διατάξεις νόμων είναι ουσιαστικές περιττές ή άχρηστες, και πάντως σπάνιες έως ανύπαρκτες)[12] θεωρείται ότι εισήχθη στην Ελλάδα και ισχύει, ανεξάρτητα από την παρουσία ή μη των διατάξεων στην Έξάβιβλο. Θα ήταν το ίδιο εκείνο δίκαιο που, στα συνταγματικά ή τα νομοθετικά κείμενα της Επανάστασης, περιγράφεται με την περίφημη φράση “οι νόμοι των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων”, σε όλες τις δυνατές παραλλαγές και με όλους τούς πιθανούς ή απίθανους συνδυασμούς των λέξεων αυτών ή των συνωνύμων τους [13]. Ή Εξάβιβλος, κατά την αντίληψη αυτή, απλώς μνημονεύεται στο διάταγμα ενδεικτικά, ως πρόχειρο και εύχρηστο εγχειρίδιο (το πλέον εύχρηστο, ή μοναδικό τότε, εγχειρίδιο) για τη διάγνωση τού δικαίου αυτού.

Έτσι οι δύο αφετηριακά διαφορετικές αυτές θεωρίες συνέκλιναν τελικά για να οδηγήσουν στην ευρύτατη ερμηνεία τού διατάγματος του 1835, την “κρατήσασα” στη θεωρία και τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία, αφού ό Αρμενόπουλος παρέλαβε, υποτίθεται, το δίκαιο των Βασιλικών σε επιτομή, και αφού το δίκαιο των Βασιλικών αποτελεί κυρίως μεταγενέστερη μορφή, εξελιγμένη και εξελληνισμένη, της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης του ρωμαϊκού δικαίου, ολόκληρο το οικοδόμημα του ρωμαϊκού και του βυζαντινού αστικού δικαίου, αυτό πού απεκλήθη “βυζαντινορρωμαϊκό”[14] δίκαιο έχει εισαχθή με το διάταγμα του 1835 ως αστικό δίκαιο της Ελλάδος· του δικαίου αυτού ή Εξάβιβλος δεν αποτελεί, υποτίθεται, παρά “πρόχειρη συλλογή”. Είναι ή αναδρομική διαδικασία, της οποίας την πρώτη φάση έχει ονομάσει ό Σπύρος Τρωιάνος “’Από την Εξάβιβλο στα Βασιλικά” (“Von der Hexabiblos zu den Basiliken”)[15] αλλά, όπως είδαμε, ή αναδρομική παραπομπή προχωρεί μέχρι και του Corpus luris Civilis.

Ό Παύλος Καλλιγάς αποτελεί μία ειδική περίπτωση απέναντι στα ερμηνευτικά αυτά συστήματα, των οποίων προηγήθη και τα όποια εκ των προτέρων απέτρεψε ή απέκλεισε αλλά, όπως συχνά συμβαίνει ανάμεσα στη νομική θεωρία και τις πρακτικές της απολήξεις, απλώς για να οδηγήσει τελικά πληρέστερα σ’ αυτά- για να φέρει με τρόπο απόλυτο το “κακό” ακριβώς πού θέλησε να εξορκίσει. Ό Καλλιγάς, ό οποίος δεν παύει ούτε στιγμή να διακηρύσσει την αθλιότητα της Εξαβίβλου ως νομικού κατασκευάσματος, είναι συγχρόνως, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, στην εποχή του ή ύστερα από αυτήν, ό διαπρύσιος κήρυκας και υπέρμαχος της αποκλειστικής ισχύος της ως αστικού κωδικός τού ελληνικού κράτους. Δεν είναι οι “νόμοι των αυτοκρατόρων” εν γένει, δεν είναι το οποιουδήποτε περιεχομένου βυζαντινό ή βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο, πού εισήχθη στην νεώτερη Ελλάδα, αλλά μόνον και αποκλειστικά ή Εξάβιβλος (ως προς τις συγκεκριμένες, αυτοκρατορικής προελεύσεως και αστικού περιεχομένου διατάξεις που περιλαμβάνει): ένας συγκεκριμένος κώδικας-καλός, κακός ή άθλιος. Και αν συμβαίνει να είναι άθλιος, τόσο το χειρότερο. Αυτός είναι πάντως, και μόνον αυτός, ή lex lata: “περιωρίσθη πάλιν ή Ισχύς των αυτοκρατορικών νόμων διά της μνείας ταύτης εις το Πρόχειρον τού Αρμενοπούλου”· “ό Αρμενόπουλος είναι ή σημερινή πολιτική μας νομοθεσία”[16]. “Ποία είναι ή έννοια τού διατάγματος της 23 Φεβρουάριου 1835...; Ό νομοθέτης ημών, όστις θεμέλιον έθεσε την δημοσίευση των νόμων και γνώσιν αυτών παρά των πολιτών, προ πάσης ισχύος, εκ τού απέραντου χάους της βυζα­ντινής νομοθεσίας εξήγαγε μίαν βίβλο, ήδη εν χερσί πάντων και μάλλον γνωστήν, και εις αυτήν έδωκε πολιτικού νόμου ισχύν προς αποφυγήν άβεβαιότητος” “[άλλην] διάνοιαν δεν δύναται τις ν’ αποδώση εις τον συντάξαντα το διάταγμα, ρητώς διαγράψαντα ως όρον ισχύος την παρ’ Αρμενοπούλω μνείαν”[17]. Έτσι, κατ’ αρχήν, και οι συνεχιστές, του Καλλιγά: “κατά τον τελευταίον τούτον ορισμό ή Εξάβιβλος του Αρμενοπούλου είναι ό αστικός ημών νόμος” (Π. Παπαρρηγόπουλος)· “Ή Εξάβιβλος... εστίν ό αστικός ελληνικός νόμος” (Α. Μομφερράτος)[18]. Στους διαδόχους του Καλλιγά θα συναντήσουμε άλλωστε το ίδιο σύνδρομο: άφ’ ενός την αποδοχή του δεδομένου ότι στην πραγματικότητα ή Εξάβιβλος, με τούς περιορισμούς του διατάγματος της Αντιβασιλείας, αποτελεί τη μόνη εισαχθείσα στο ελληνικό κράτος αστική νομοθεσία, και αφ’ ετέρου τη διακήρυξη της ανεπάρκειας της θα το δούμε εναργέστατα σε ένα ειρωνικό, προφανώς, ξέσπασμα του Αλκιβιάδη Κρασά- νεώτερου φίλου του Καλλιγά, διαδόχου του στην έδρα του Ρωμαϊκού Δικαίου και συντάκτη της βιογραφίας του πού προτάσσεται στο μεταθανάτια έκδοση των Μελετών του-, με αφορμή μία προς την ορθή κατεύθυνση διάταξη μεταβυζαντινού δικαίου, πού όμως αδυνατεί να την ενσωματώσει στο εισηγμένο επισήμως δίκαιο: “'...ενώ άφ’ ετέρου δεν περιέχεται και εν Αρμενοπούλω, τη μόνη ταύτη και γνησία πηγή πάσης νομικής σοφίας[19]’’!

Ή θέση του Καλλιγά δίνει απαντήσεις και σε “κλασικά” ερμηνευτικά ερωτήματα: α) Διατάξεις πού δεν περιέχονται στην Εξάβιβλο αποκλείεται να εφαρμοστούν-ακόμη και αν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι με αυτές είχαν καταργηθεί ή τροποποιηθεί διατάξεις πού περιέχονται στην Εξάβιβλο. Ή καταργημένη διάταξη ισχύει, όχι επειδή την επανέφερε σε ισχύ ό Αρμενόπουλος (“Ουδείς γνωρίζων ότι ό Αρμενόπουλος δεν υπήρξε νομοθέτης, άλλ’ απλούς συντάκτης ιδιωτικής συλλογής νόμων προς ιδίαν χρήσιν ή προς μελέτη άλλων, πιστεύει ότι ηδύνατο ούτος να μετατρέψη την νομοθεσίαν... ανακαλών εις φώς διάταξη”), αλλά επειδή το θέλησε ό νομοθέτης της Ελλάδος, με την εισαγωγή των διατάξεων της Εξαβίβλου, ως έχουν, υπό μορφή “κωδικός” (“Ό,τι όμως δεν έπραξεν ό Αρμενόπουλος, διότι δεν είχε προς τούτο εξουσίαν, έπραξε δ ημέτερος νομοθέτης, αυτός νεωστί κυρώσας την διάταξιν...”) ...”)[20]. β) ’Αντίθετα- και εδώ ό Καλλιγάς προφανώς υπερβάλλει, για να καλύψει ίσως ώρισμένες νομικές σκοπιμότητες, ιδίως σε σχέση με το περίφημο ζήτημα των τόκων, στο όποιο είχε ό ίδιος έντονη ανάμιξη, και εξ αφορμής του οποίου προέκυψε, κατά μέγα μέρος, ό σχετικός προβληματισμός[21] ισχύουν ακόμη και αυτοκρατορικές διατάξεις πού απλώς μνημονεύονται στην Έξάβιβλο, έστω και μόνον αφηγηματικώς, ως τμήμα της Ιστορικής παρουσίασης ενός θεσμού- ακριβώς διότι δεν είναι ή “νομοθετική” βούληση του Αρμενοπούλου πού ενδιαφέρει (γιατί τέτοια “νομοθετική” βούληση είναι στον Αρμενόπουλο νομικά και ιστορικά ανύπαρκτη, ενώ ή οποιαδήποτε εν προκειμένω βούλησή του, ως βούληση μη νομοθετική, είναι αδιάφορη)), αλλά ή βούληση του 'Έλληνα νομοθέτη, και αυτός δεν κάνει τέτοια διάκριση (“Ενώ αυτός δίδει κύρος νόμου εις πάσαν διάταξιν βυζαντινού αυτοκράτορος κειμένην εν Εξαβίβλω, εν τίνι δικαιώματι ημείς δυνάμεθα να κηρύξωμεν ταύτη ή εκείνην ως άπλούν curiosum, ως ιστορικόν διήγημα και ούτως ειπείν αρχαϊκό ανέκδοτον χάριν διασκεδάσεως;”· “και διότι το διάταγμα... δεν επιτρέπει τοιαύτην διαστολήν”)[22]. Τί θα εσήμαινε άλλωστε ή διάκριση, αφού ούτως ή άλλως και όλη ή Εξάβιβλος δεν έχει συνταχθή ως νομοθέτημα αλλά ως φιλολογικό έργο: “Μήπως άπασα ή ύλη της Εξαβίβλου δέν ήθροίσθη και κατετάχθη προς απλήν μελέτην;”· “και διότι το όλον έργον αποτείνεται εις την φιλομάθειαν τού αναγνώστου”)[23]. γ) Ή ίδια ή προσφυγή στις πηγές της Εξαβίβλου αντιμετωπίζεται με αρκετή επιφύλαξη και έχει πάντοτε επικουρικό και μόνον χαρακτήρα και πάντως ισχύει κυρίως και κατεξοχήν στον χώρο της ερμηνείας των διατάξεων πού έχουν περιληφθή στην Έξάβιβλο, και όχι για την εξ υπαρχής αναπλήρωση των κενών της: “’Αλλά τάχα ό Αρμενόπουλος αρκεί προς πάσαν λύσιν και ή επιτομή αυτού είναι πλήρης πολιτικός νόμος; Βεβαίως όχι! Προς αναπλήρωση προστρέχομεν πάντοτε εις τας πηγάς, όθεν ήντλησεν, αλλά καθ' όσον πρόκειται περί θεσμών τούς όποιους περιέλαβε... Όλαι [...] αι άρχαιολογικαί έρευναι είναι σπουδαιότατοι και χρησιμώταται, ώς λαμπάδες ερμηνείας, όπου υπάρχει τι σκοτεινό καί άδηλον καί όπου άλλως ηθέλομεν άποφανθή κατ’ οικείαν κρίσιν...”[24].

Εν τούτοις, στην πραγματικότητα, ή απόλυτη και ανεπιφύλακτη αυτή “αφοσίωση” στην Έξάβιβλο επιτελεί, στη λογική της κατασκευής του Καλλιγά, μία πολλαπλώς “υπονομευτική” λειτουργία:

α) ’Αποκλείει την αποκρουστική ιδέα της σύνδεσης με το Βυζάντιο και της συνέχισης τού νομικού του βίου. Δεν είναι το βυζαντινό δίκαιο καθ’ εαυτό το όποιο έχει εισαχθεί, είναι συγκεκριμένες διατάξεις συγκεκριμένης συλλογής, πού ισχύουν επειδή αυτές θέλησε ό σύγχρονος Έλλην νομοθέτης να Ισχύσουν. “Όσοι λυπούνται ότι δεν δύνανται ν’ αποκαταστήσουν το βυζαντινό βασίλειον ακέραιον, όποιον ήτο καθ’ ήν ώραν κατέπεσεν υπό τού ίδιου αυτού πάθους, βεβαίως δεν θέλουν ευχαριστηθεί βλέποντες αποκοπτομένους τοσούτους νόμους των βυζαντινών αυτοκρατόρων, παραλειφθέντας υπό τού Νομοφύλακος της Θεσσαλονίκης. Άλλ’ ό νομοθέτης έκρινε προτιμότερον να θλίψη το αίσθημα αυτών ή να καταστήσει προβληματικόν τόν διέποντα πολιτικόν νόμον, αίφνης προκύπτοντα εις φώς εξ αρχαιολογικής ανασκαφής εν τοις βυζαντινοίς χειρογράφοις”· “Και δεν έδειξεν εις τούτο την διάνοιαν αυτού ό ημέτερος νομοθέτης, αλλά προτάξας τα έθιμα εδήλωσε σαφώς ότι δεν εργάζεται εις την ανακαίνιση τού πεπτωκότος βυζαντινού βασιλείου, ώστε κατά πάντα όμοιον μέχρι κεραίας ν’ αναστυλωθή πάλιν τεχνικώς υπορθούμενον, προς θαυμασμόν των αρχαιολογούντων.[25]

β) ’Αλλά ή επιδιωκόμενη ανατροπή είναι ριζικότερη. Αν ή Εξάβιβλος είναι, μόνη αυτή, ό αστικός κώδικας της Ελλάδος, και αν αποδεικνύεται σχεδόν ή εντελώς άχρηστη, τότε ό δρόμος μένει ανοικτός για να χρησιμοποιήσουμε, για κάλυψη τού κενού δικαίου, οποιοδήποτε συγκεκριμένο σύστημα αστικού δικαίου - και αν αυτό είναι ξένο, ξένο υπήρξε πάντως και το βυζαντινό. Ό Καλλιγάς πράγματι θα δει, όπως οι παλαιοί βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί συγγράφεις, το ρωμαϊκό και το βυζαντινό δίκαιο στην ενότητά του, από τού Δωδεκαδέλτου μέχρι της Εξαβίβλου αλλά, αυτή τη φορά, για να το κηρύξει, στην ολότητά του, "‘δίκαιον ξένον”, “προϊόν και κληρονομιάν άλλου λαού”, “ξένον, και μάλλον ως μνημείον ιστάμενον ενώπιον μας” - ένα δίκαιο πού επεβλήθη στο ελληνικό έθνος από τούς κατακτητές του, Ρωμαίους ή Βυζαντινούς. Τέτοιο λοιπόν “ξένο” δίκαιο, προς de facto εφαρμογή στην Ελλάδα- και όχι βάσει οποιασδήποτε “παραπομπής” ή “αναγωγής” από και διά της Εξαβίβλου - δεν θα μπορούσε να είναι παρά το κυρίως ρωμαϊκό δίκαιο, όπως συστηματοποιήθηκε και διδάχθηκε και μάς παρίσταται ήδη έτοιμον, επεξεργασμένο και ώργανωμένο με τις εργασίες των Πανδεκτιστών- ενώ ως βυζαντινό δίκαιο δεν είχε τότε τύχει καμιάς ουσιαστικά επιστημονικής επεξεργασίας. "Άλλωστε και το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν δίκαιο κατά βάση οικείο, αφού ούτως ή άλλως ό ελληνικός λαός είχε βιώσει νομικά επί αιώνες σε “κλίμα” ρωμαϊκού δικαίου: “’Αλλά, καθώς είπομεν, υπάρχει και ή άμεσος και πρακτική σχέσις μας προς το ρωμαϊκόν δίκαιον, ότι το ρωμαϊκόν δίκαιον ως το προϊόν τού αμέσως προηγηθέντος πολιτισμού μας, ως το πλησιέστερον εις ημάς από όλα τα άλλα και κυριεύσαν τό έδαφος, εις το όποιον ευρισκόμεθα, μάς παρίσταται ήδη έτοιμον, καθ’ ήν εποχήν σχηματίζεται ή κοινωνία μας, και προσωρινώς θεραπεύει την ανά­γκην της, πληρούν το κενόν, το όποιον υπάρχει, καί ούτω είναι αναπόφευκτος ή ισχύς του”. Αυτή είναι και ή έννοια τού νεοπαγούς τότε τίτλου: Σύστημα τον ρω­μαϊκού δίκαιον κατά την εν Ελλάδί ισχύν του, πού εγκαινιάζει και την διδασκαλία στην Ελλάδα τού ρωμαϊκού ως ισχύοντος δικαίου: “Ή πραγματεία μας θέλει έχει ως βάσιν τάς συλλογάς τού ’Ιουστινιανού, ως τας τελειοτέρας”[26].

Ούτως ή άλλως, στην θεωρητική τουλάχιστον σκέψη τού Καλλιγά, έστω και αν ίσως δεν το πιστεύει και πολύ αυτός ό ταυτόχρονα εξαιρετικά πρακτικός πάντοτε άνθρωπος, όλα αυτά δεν είχαν ιδιαίτερη ιδεολογική αξία, γιατί αποτελούσαν “προσωρινές” λύσεις. Το έθνος, αργά ή γρήγορα, θα παρήγε, υποτίθεται, για τον μαθητή τού Savigny και εισηγητή της ιστορικής σχολής στην Ελλάδα, το εθνικό του αστικό δίκαιο, βασιζόμενο στην εθνική παράδοση και νομική συνείδηση, όπως αυτή κατεξοχήν εκδηλώνεται στην φυσική λειτουργία της, με την παραγωγή των εθίμων, τα όποια υποτίθεται άλλωστε ότι και ήδη υπερισχύουν, κατά το διάταγμα τού 1835: “Τα έθιμα όμως, όσα πολυχρόνιος και αδιάκοπος συνήθεια ή αποφάσεις δι­καστικά! καθιέρωσαν, υπερισχύουν όπου επεκράτησαν”. Ό Καλλιγάς, πιστός κατ’ αρχήν στα βασικά διδάγματα της ιστορικής σχολής, δημοσιεύει, ένα χρόνο πριν αρχίσει να εκδίδει το Σύστημα τού ρωμαϊκού δίκαιον, πού είναι, υποτίθεται, ή λύση της πρακτικής ανάγκης, το θεωρητικό της αντίρροπο (ή άλλοθι): τη θεμελιώδη για την νομική του σκέψη μελέτη Περί εθίμων (1847)[27]· όπως ό φορέας της διδασκα­λίας της ιστορικής σχολής στους κόλπους της Αντιβασιλείας G.L. von Maurer, ό όποιος, παρά το έντονο και εξαιρετικό έργο του στην παραγωγή των βασικών νο­μικών κωδίκων για το νέο κράτος, απέστη, με συνέπεια προς τα διδάγματα της σχολής, από την σύνταξη αστικού κώδικα, και άρχισε το έργο του με την απόπειρα καταγραφής των εθίμων, με τις εγκυκλίους τού υπουργείου Δικαιοσύνης του 1833[28]. Και όπως επακολούθησε ή εισαγωγή της Εξαβίβλου κατ’ ανάγκην, επειδή ήταν έτοιμο ήδη και εύχρηστο εγχειρίδιο, ενώ δηλωνόταν συγχρόνως ρητά και ό προσωρινός χαρακτήρας της εισαγωγής της (“μεχρισού δημοσιευθή ό πολιτικός κώδηξ, του οποίου την σύνταξιν διετάξαμεν ήδη”) και ή υποτιθεμένη επικράτηση των εθίμων, έτσι, προ της ακαταλληλότητας της Έξαβίβλου, γίνεται κατ’ ανάγκην προσφυγή σε Σύστημα τού ρωμαϊκού δίκαιου, το όποιο “μάς παρίσταται ήδη έτοιμον” και “προσωρινώς θεραπεύει την ανάγκην” της κοινωνίας. Και στις δύο περιπτώσεις, ή καθαρότητα τού θεωρητικού-ιδεολογικού οράματος παραμένει ανέπαφη: “’Αφού τα έθιμα, ως αποτελούντα τον αναγκαίον τρόπον της κοινωνικής μας ζωής, σύμφωνον με αυτήν, ανεγνωρίσθησαν υπερισχύοντα της νομοθεσίας” - μιας νομοθεσίας πάντως, “ήτις ως ξένη εισήχθη".[29]

Ό Καλλιγάς δεν είναι λοιπόν, κατά κανένα τρόπο, ό εισηγητής της θεωρίας περί ερμηνευτικής αναγωγής από την Έξάβιβλο στα Βασιλικά -υποτιθεμένη πηγή τού Αρμενοπούλου- και από εκεί στην απώτερη πηγή, το Corpus luris Civilis-,πολύ περισσότερο της θεωρίας περί της εισαγωγής συλλήβδην του λεγομένου “βυζαντινορρωμαϊκοϋ” δικαίου και του ενδεικτικού σχεδόν χαρακτήρα της μνείας της Έξαβίβλου. Είναι, αντίθετα, ό σφοδρός αρνητής τους. ’Όχι μόνον το βυζαντινό ή το ρωμαϊκό δίκαιο ή το “βυζαντινορρωμαϊκό” δεν έχουν ποτέ εισαχθή στην Ελλάδα, αλλά και το διάταγμα του 1835 αποκλείει την δυνατότητα αναγωγής σε αυτά από την Έξάβιβλο ή διά της Εξαβίβλου. Αν λοιπόν προσφεύγουμε στο ρωμαϊκό δίκαιο είναι γιατί ή Εξάβιβλος- μόνη πάντως πηγή του θετικού δικαίου-είναι ανεπαρκής έως άχρηστη, και γιατί το κενό πρέπει να καλυφθή από ένα σύστημα δικαίου, κατ’ ανάγκην ξένο: το ρωμαϊκό δίκαιο είναι πρόσφορο, και γιατί είναι επιστημονικά οικείο και επαρκώς επεξεργασμένο, και γιατί ό ελληνικός λαός έχει βιώσει νομικά επί αιώνες σε “κλίμα” ρωμαϊκού δικαίου. Ή άλλη λύση θα ήταν ή προσφυγή στο γαλλικό δίκαιο του Code Civil. Ήδη λίγους μήνες μετά την έκδοση του διατάγματος του 1835 ό Γ. Πραΐδης θα τονίσει τις δυσχέρειες και θα εισηγηθεί την εισαγωγή του δικαίου των συμβάσεων - μεγάλου κενού της Εξαβίβλου, υπό το δεδομένο μάλιστα των βασικών αρχών της ελευθερίας και του άτυπου των συμβάσεων στα σύγχρονα δίκαια - από τον γαλλικό κώδικα[30], χωρίς να εισακουσθεί. Γενικότερα ή νομοπαρασκευαστική προσπάθεια στο αστικό δίκαιο στρέφεται κατά την εποχή αυτή στον γαλλικό κώδικα, του οποίου μετάφραση είχε διατάξει ήδη στις αρχές του 1835 ή Αντιβασιλεία, “διά να έπιταχυνθή ή τόσον κατεπείγουσα εμφάνισις του πολιτικού νόμου και διά να εύκολυνθή ή νομοθετική επιτροπή εις τούτο”[31]. Ή μετάφραση εκδόθηκε το 1836 ή 1837, και σε δεύτερη έκδοση το 1838. Από το 1838 το γαλλικό δίκαιο διδάσκεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου: καθηγητής είναι ό Μάρκος Ρενιέρης, ό όποιος επρόκειτο να είναι ό άμεσος προκάτοχος του Παύλου Καλλιγά στη διοίκηση της ’Εθνικής Τραπέζης[32]. Ό Καλλιγάς αποκλείει αυτή τη λύση- όχι για λόγους ιδεολογικούς, αφού ούτως ή άλλως πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για λύση “ξένου” δικαίου, λύση ανάγκης, και λύση “προσωρινή”. ’Αλλά γιατί ή πρόσδεση της Ελλάδος στο άρμα του γαλλικού δικαίου θα στερούσε την αυτοτέλεια από την ελληνική νομική ζωή, την οποία αναπόφευκτα θα υπέτασσε στις εξελίξεις της γαλλικής νομοθεσίας, διδασκαλίας και νομολογίας- κατ’ ανάγκην θα την “βελγοποιούσε”, χωρίς καν ή Ελλάδα να έχει με την Γαλλία, και το δίκαιό της, τους ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς πού συνδέουν με εκείνην το Βέλγιο. Το ίδιο θα ίσχυε και για οποιοδήποτε άλλο δίκαιο συγχρόνου κράτους. Ενώ οι αρχαίοι Ρωμαίοι βρίσκονται πια πολύ μακριά, και το δίκαιό τους είναι πλέον εκ των πραγμάτων αρκετά πλέον παγκόσμιο και ουδέτερο για να ασκήσει τέτοιου είδους επιρροή: «Είναι ενδεχόμενο εις αυτά να με παρατηρήσουν ότι ενώ πρόκειται να υποκύψωμεν εις ξένην νομοθεσίαν κάλλιον εις την γαλλικήν παρά εις την ρωμαϊκήν. Αυτήν την παρατήρησιν την θεωρώ της εσχάτης ακρισίας. Το ρωμαϊκόν δίκαιον θέλει μάς χρησιμεύσει ως σχολείον, ως προμάθησις- διά του γαλλικού δικαίου άπαλλοτριούμεθα διά παντός της ικανότητος ν’ άποκτήσωμεν εθνικήν νομοθεσίαν ή μ’ άλλας λέξεις γινόμεθα νομικοί ευνούχοι. Ή αιτία είναι πολύ φανερά. Το ρωμαϊκόν δίκαιον ως παρελθόν δυνάμεθα κατ’ αρέσκειαν να μεταχειρισθώμεν και να μεταπλάσωμεν. Έξ εναντίας το γαλλικόν δίκαιον είναι ζών και άκμάζον, άποκτών καθ’ ημέραν νέους περιφανείς διδασκάλους και αύξάνον διά της στερεάς του νομολογίας. Πώς θέλει μάς είναι δυνατόν να έχωμεν γαλλικούς νόμους χωρίς τυφλήν υποταγήν εις τήν γινομένην έκει μόρφωσιν;... Παράδειγμα ή βελγική φιλολογία και νομική επιστήμη, όπου όμως προϋπάρχει ήδη σφιγκτή συγγένεια μεταξύ των δύο εθνών, ώστε να μη υποφέρη ή εθνική τιμή”[33].

Έτσι θεωρίες με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες συνέκλιναν για να οδηγήσουν τελικά στην, εκ των πραγμάτων, εφαρμογή στην Ελλάδα ως “ρωμαϊκού” δικαίου, εν ονόματι άλλ’ ερήμην της Εξαβίβλου, κατ’ ουσίαν του Pandektenrecht, όπως είχε συστηματοποιηθή με τις εργασίες των Γερμανών νομοδιδασκάλων, με βάση μία ηθελημένη “κατά πλάνην” ερμηνεία τού διατάγματος τού 1835, πού την καθιστούσαν όμως αναπότρεπτη οι συνθήκες της εποχής.

  1. Οι θεωρίες αυτές, είτε στη στενότερη, είτε στην ευρύτερη ή την ευρύτατη εκδοχή τους, καθώς αναπτύσσονται μέσα από την διδασκαλία, χωρίς πάντοτε επαρκώς διευκρινισμένα τα όριά τους, και κυρίως καθώς βρίσκονται αντιμέτωπες με τα συγκεκριμένα ζητήματα της πρακτικής, επέτυχαν πάντως, στις πρώτες δεκαετίες τού ανεξάρτητου βίου τού νεοελληνικού κράτους να γονιμοποιήσουν την ελληνική νομική επιστήμη. Αλλά και ανεξάρτητα από αυτές: θέματα όπως ή σχέση τού δικαίου της Εξαβίβλου με το δίκαιο των άμεσων ή έμμεσων πηγών της, κατ’ εξοχήν με το δίκαιο των Βασιλικών και τού Corpus luris Civilis, ή με τις πηγές τού βυζαντινού δικαίου πού δεν έχουν περιληφθή στο κείμενο της, ή ακόμη και με το μεταγενέστερο της δίκαιο (βυζαντινό η μεταβυζαντινό) ή με το εθιμικό δίκαιο, το όποιο άλλωστε θεωρητικά “υπερισχύει” κατά το διάταγμα του 1835 αλλά και συγκεκριμένα προβλήματα ερμηνεία ασαφών ή ελλιπών ή αντιφατικών διατάξεων “της”, ακόμη και φιλολογικά προβλήματα με τις εκδόσεις των πηγών και την ποιότητα των τότε προσιτών κειμένων.

Αν γίνει δεκτό ότι όχι μόνον οι διατάξεις της Εξαβίβλου, αλλά ολόκληρο το οικοδόμημα του βυζαντινού δικαίου (και δι’ αυτού και τού ρωμαϊκού δικαίου του Corpus luris), συνισχύει, πώς λειτουργεί ή διαχρονική αυτή εισαγωγή τού δικαίου μιας τουλάχιστον χιλιετίας ; Είναι ορθή ή θεωρία ότι σκοπός είναι ή επανασύνδεση τού “έθνους” με το δίκαιο της στιγμής της Αλώσεως; Αν ναι, τί γίνεται θεωρητικά, με διατάξεις πού ίσχυσαν μετά την Έξάβιβλο, και προ της Αλώσεως, και επομένως δεν ήταν πηγές πού είχαν απλώς “παραλειφθή” ή “άγνοηθή” από τον Αρμενόπουλο, δεν ανήκαν δηλαδή στις άμεσες ή έμμεσες πηγές του Αρμενοπούλου, στις όποιες μπορούμε “νομίμως”, υποτίθεται, να ανατρέχουμε με βάση την αναδρομική διαδικασία “από την Έξάβιβλο στα Βασιλικά”; Τί γίνεται με διατάξεις πού υπάρχουν στην Έξάβιβλο, αλλά ξέρουμε ότι καταργήθηκαν ή τροποποιήθηκαν μετά τον Αρμενόπουλο; και αν ή κατάργηση ή τροποποίηση έγινε κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, από τη νέα “νομοθετική” εξουσία τού “γένους” κατά την περίοδο αυτή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο (προκειμένου για θέματα πού είχαν υπαχθή στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία, κυρίως οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου)- οπότε βέβαια δεν μπορούμε να μιλούμε για επιστροφή στο δίκαιο της στιγμής της Αλώσεως, άλλ’ ούτε και για διατάξεις “πολιτικών νόμων των βυζαντινών αυτοκρατόρων” κατά το γράμμα του διατάγματος; Διασπάται λοιπόν ή ενότητα του βυζαντινού και του μεταβυζαντινού δικαίου, και επανέρχονται, στις περιπτώσεις αυτές, αιφνιδίως σε ισχύ διατάξεις εγκαταλειμμένες επί αιώνες, ενώ εγκαταλείπονται αντίστοιχα ζωντανές νομικές μορφές πού είχαν εν τω μεταξύ διαμορφωθεί και βιωθεί; Θα βοηθούσε εδώ μία προσφυγή στην έννοια του “έπικρατήσαντος” εθίμου;

Αν γίνεται δεκτό ένα είδος διαχρονικής Ισχύος τού βυζαντινού δικαίου, θα πρέπει να δεχθούμε ότι ισχύει ή αρχή lex posterior derogat priori; και, κυρίως: θα πρέπει να δεχθούμε ότι ή αρχή αυτή ισχύει και εντός της Εξαβίβλου, μεταξύ των διαφόρων διατάξεών της; "Η αντίθετα, ότι, αφού ή Εξάβιβλος εισήχθη έφ’ άπαξ ως αστικός νόμος της Ελλάδος υπό μορφή “κώδικος”, όλες της οι διατάξεις είναι “νομικά” σύγχρονες, αναγόμενες στη στιγμή εκείνη της εισαγωγής της Εξαβίβλου ως νόμου στο ελληνικό κράτος- οπότε οι τυχόν αντιφατικές διατάξεις συνισχύουν και απόκειται στον ερμηνευτή και τον εφαρμοστή τού δικαίου, και τελικά στα δικαστήρια, να άρουν τις αντιφάσεις και να κρίνουν για τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων; Είναι προφανές ότι ή πρώτη λύση προσιδιάζει στον υποτιθέμενο χαρακτήρα της Εξαβίβλου ως εύχρηστης συλλογής του Ισχύοντος “βυζαντινορρωμαϊκού” δικαίου· ή δεύτερη στην αντίληψη ότι ή Εξάβιβλος (με τούς περιορισμούς του διατάγματος) είναι ό αστικός κώδικας της Ελλάδος[34].Υπό το δεδομένο, εξ άλλου, ότι μόνον οι διατάξεις αστικού δικαίου της Εξαβίβλου (πολιτικοί νόμοι) έχουν εισαχθή με το διάταγμα του 1835, ό περιορισμός αυτός είναι ουσιαστικός ή “τυπικός”; Τί γίνεται με διατάξεις ουσιαστικού αστικού δικαίου, πού περιέχονται όμως σε ποινικούς ή δικονομικούς ή εκκλησιαστικούς νόμους[35]; με πολεοδομικές διατάξεις πού εισάγουν περιορισμούς ή υποχρεώσεις πού μπορούν να θεωρηθούν είτε αστικής είτε διοικητικής φύσεως; - στην πρώτη περίπτωση θα έχουν εισαχθή και θα ισχύουν στο ελληνικό κράτος, στη δεύτερη όχι[36]·με διατάξεις πού αποτελούν εφαρμογή, αυτονόητη βέβαια ατό Βυζάντιο, επιταγών του ορθοδόξου κανονικού δικαίου, πού όμως επιβάλλονται ήδη, διά της Εξαβίβλου, ως διατάξεις του ελληνικού αστικού δικαίου, γενικής ισχύος, στους πιστούς άλλων θρησκευμάτων, στους οποίους είναι ξένες και επί των οποίων δεν είχαν ποτέ ενδεχομένως ισχύσει; Ει μήπως δεν επιβάλλονται σ’ αυτούς; Επρόκειτο κυρίως, προκειμένου για τούς ρωμαιοκαθολικούς της Ελλάδος, αλλά αυτονόητα και για τούς διαμαρτυρόμενους, για κωλύματα γάμου άγνωστα στο κανονικό δίκαιο της δυτικής εκκλησίας. Εδώ το έθιμο, πού “υπερισχύει”, καλείται σε βοήθεια: “έθιμικώς”, υποτίθεται, έχει “επικρατήσει” να μη ισχύουν ως προς αυτούς διατάξεις αυτής της κατηγορίας!

Και ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση της ισχύος διατάξεων της Εξαβίβλου, που είναι ή βασιλική τους νομοθετική προέλευση (νόμοι των βυζαντικών αυτοκρατόρων): Τι γίνεται με διατάξεις τις όποιες ο Αρμενόπουλος θεωρεί ως βασιλικής προελεύσεως, ενώ σήμερα γνωρίζουμε ότι δεν είναι; Τι γίνεται, αντίθετα, με διατάξεις που έχουν αυτοκρατορική προέλευση, αλλά ο Αρμενόπουλος δεν το γνωρίζει, και τις περιλαμβάνει στην Έξάβιβλο ως μη βασιλικές διατάξεις (τυπικό παράδειγμα: η λεγομένη “νεαρά” του πατριάρχη Αθανασίου = νεαρά 26 του Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου); Τί γίνεται, όπως είδαμε, με αυτοκρατορικές διατάξεις πού μνημονεύονται ή και παρατίθενται από τον Αρμενόπουλο, άλλα στα πλαίσια ιστορικής, υποτίθεται, αφηγήσεως ή αναδρομής στην εξέλιξη ενός θεσμού; υπάρχει όμως ή είναι νοητή στην πραγματικότητα τέτοια διάκριση στις διατάξεις της Εξαβίβλου; Τί γίνεται, τέλος, με κείμενα πού περιέχονται στον Αρμενόπουλο χωρίς να είναι αυτοκρατορικής προελεύσεως ή νομοθετικού ακριβώς χαρακτήρα (π.χ. νομολογιακά κείμενα ή νομικές γνωμοδοτήσεις), για τα όποια μπορούμε όμως να γνωρίζουμε σήμερα ή συμπεραίνουμε με ασφάλεια ότι είχαν γίνει δεκτά από την αυτοκρατορική εξουσία, και επομένως απέκτησαν “αυτοκρατορική κύρωση”, και ενδεχομένως νομοθετική αξία στα πλαίσια της τότε μορφής των κρατικών λειτουργιών, πού δεν ταυτίζεται αναγκαία με την αντίστοιχη δική μας και δεν υπόκειται στις οικείες σ’ εμάς διακρίσεις.

Και στο “φιλολογικό” επίπεδο: προβλήματα με τις παλαιότερες ή τις τότε εμφα­νιζόμενες νεώτερες εκδόσεις των πηγών ή με τις τότε εμφανιζόμενες για πρώτη φορά νέες πηγές ή με τις ανέκδοτες ακόμη πηγές του βυζαντινού δικαίου· προβλήματα ακόμη και διαφορών μεταξύ των διαφόρων εκδόσεων της ίδιας της Εξαβίβλου: αυτών πού “εγνώριζε”, υποτίθεται, ό νομοθέτης τού διατάγματος του 1835, όταν της προσέδιδε Ισχύ νόμου (Reitz) και αυτών πού ακολούθησαν (Heimbach)· τέλος και κυρίως, το κρίσιμο πρόβλημα: επικρατεί το κείμενο της Εξαβίβλου, όπου τυχόν διαφέρει, έναντι του γνωστού αυθεντικού κειμένου των ίδιων των πηγών της;

'Όλα αυτά, είτε ως δυνάμει ζητήματα είτε στην πραγματικότητα της καθημερινής πρακτικής, αποτέλεσαν αντικείμενο και της θεωρίας και της νομολογίας (μιας νομολογίας εκ των πραγμάτων αρκετά αντιφατικής) - ό εφιάλτης κανονικά των νομικών της εποχής, πού θεωρητικά εκαλούντο να κάνουν σε κάθε τους βήμα έργο φιλολόγου ή ιστορικού τού δικαίου. Αντιλαμβάνεται κανείς τη «σπατάλη» πνευματικής ουσίας για ζητήματα όπως αυτά πού ενδεικτικά μνημονεύσαμε, και άλλα ανάλογα αλλά και τη γονιμοποίηση πού, όπως είπα, μπόρεσαν οι ζητήσεις και οι συζητήσεις αυτές να προσφέρουν στη νομική αλλά και στη φιλολογική και ιστορική σκέψη, και σε μία σύνθεσή τους.

  1. Και εδώ εντάσσεται το ειδικότερο θέμα για το όποιο θέλησα σήμερα να σάς απασχολήσω. Στο πλαίσιο των θεωρητικών, αλλά και πρακτικού ενδιαφέροντος, συζητήσεων αυτών εντάσσεται, αρκετά νωρίς φαίνεται, τό ερώτημα: Αν γίνεται δεκτή η εν γένει ισχύς του «βυζαντινορρωμαϊκού» δικαίου, των «νόμων των αυτοκρατόρων», τί συμβαίνει με διατάξεις βυζαντινών νόμων πού, άγνωστες τοις πάσι, καθίστανται το πρώτον σήμερα γνωστές, ως αποτέλεσμα της φιλολογικής και Ιστορικής έρευνας στις βυζαντινές πηγές: Το δίκαιο της Ελλάδος μεταβάλλεται κάθε φορά που ο κ. Zacharia von Lingenthal δημοσιεύει κάπου ένα καινούργιο του εύρημα;

Είναι προφανές ότι στο σύστημα του Παύλου Καλλιγά - και, είναι αλήθεια, στο πνεύμα και στο γράμμα τού διατάγματος της Αντιβασιλείας - το ερώτημα δεν τίθεται. Εφ’ όσον μόνον διατάξεις που περιέχονται στην Εξάβιβλο έχουν εισαχθή με το διάταγμα, ακόμη και πασίγνωστες διατάξεις τού ρωμαϊκού ή τού βυζαντινού δικαίου πού δεν έχουν περιληφθεί στην συλλογή τού Αρμενόπουλου δεν ισχύουν. Εν τούτοις ό Καλλιγάς είχε προβλέψει το πρόβλημα - αλλά μόνον για να το χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα ab absurdo, κατά πάσης Ιδέας για ερμηνευτική διεύρυνση της έκτασης ισχύος τού διατάγματος, ώστε να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει και εκτός της Εξαβίβλου βυζαντινές νομοθετικές διατάξεις: «Και βεβαίως άνευ τού περιορισμού τούτου, ή άλλου τινός, πάσα νέα ανακάλυψις απολεσθείσης νεαράς βυζαντινού αυτοκράτορος, αποδεικνυομένης ιστορικώς εξ οιασδήποτε βυζαντινής πηγής, έμελλε ν’ άνατρέψη τα πάντα ως από μηχανής», αφού θα είχε εισαχθεί «νομοθεσία συμβαδίζουσα μετά τής αρχαιολογικής πολυπραγμοσύνης και εξ άγνωστων στοιχείων συγκειμένη, εκθαπτομένων εκ των μυχών της γής». Ή ασφάλεια δικαίου επιβάλλει τό δίκαιο της Εξαβίβλου - εφ’ όσον καλώς ή κακώς αυτό ισχύει και όσο ισχύει - να ισχύει όπως ακριβώς έχει: «Ό νομοθέτης ημών... εκ του απεράντου χάους τής βυζαντινής νομοθεσίας εξήγαγε μίαν βίβλον, ήδη εν χερσί πάντων και μάλλον γνωστήν, και εις αυτήν έδωκε πολιτικού νόμου Ισχύν... προς αποφυγήν αβεβαιότητος». «Όλαι [...] αί αρχαιολογικοί έρευναι είναι σπουδαιότατοι και χρησιμώταται, ως λαμπάδες ερμηνείας, όπου υπάρχει τι σκοτεινόν και άδηλον και όπου άλλως ηθέλομεν άποφανθή κατ’ οικείαν κρίσιν. Άλλ’ ως εκ τούτου δεν εκθάπτομεν εκ της προ αιώνων αρχαιότητος αλλοκότους [νόμους] ενσπείροντας δυσπιστίαν....»[37]. Είδαμε ότι στη σκέψη του Καλλιγά τούτο εξυπηρετεί, εκτός από την ασφάλεια δικαίου, και μία άλλη αναγκαιότητα να αποκλεισθη ή αποκρουστική γι’ αυτόν ιδέα της σύνδεσης με το Βυζάντιο και της συνέχισης τού νομικού του βίου: «Όσοι λυπούνται ότι δεν δύνανται ν’ αποκαταστήσουν το βυζαντινόν βασίλειον ακέραιον, όποιον ήτο καθ’ ήν ώραν κατέπεσεν υπό τού ιδίου αυτού πάθους, βεβαίως δεν θέλουν ευχαριστηθή βλέποντες αποκοπτο μένους τοσούτους νόμους των βυζαντινών αυτοκρατόρων, παραλειφθέντας υπό τού Νομοφύλακος τής Θεσσαλονίκης. Άλλ’ ό νομοθέτης έκρινε προτιμότερον να θλίψη το αίσθημα αυτών ή να καταστήση προβληματικόν τον διέποντα πολιτικόν νόμον, αίφνης προκύπτοντα εις φως εξ αρχαιολογικής ανασκαφής εν τοις βυζαντινοις χειρογράφοις»[38]. Το 1889, όταν πλέον οι θέσεις τού Καλλιγά για την αποκλειστική εφαρμογή τής Εξαβίβλου έχουν πλήρως εγκαταλειφθή, στη θεωρία και την πράξη, υπέρ ενός ακαθορίστου «βυζαντινορρωμαϊκού» δικαίου, ό Π. Παπαρρηγόπουλος θα ανακράξει: «Είναι τω όντι μοναδικόν τό παράδειγμα κράτους ένθα τα δικαστήρια καλούνται να εφαρμόσωσι νόμους γνωστούς καταστάντας εκ συγγραφής αλλοδαπού νομοδιδασκάλου»[39], εννοώντας τον Κ.Ε. Zacharia von Lingenthal - αλλά το θέμα δεν είναι, βέβαια, αν ό νομοδιδάσκαλος είναι αλλοδαπός ή Έλλην. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για την επίκληση, και την εφαρμογή από τα ελληνικά δικαστήρια, νεαρών των μετά τον Ιουστινιανό αυτοκρατόρων, από την (πρώτη και μόνη τότε και τώρα) συγκεντρωτική έκδοσή τους από τον Zacharia - δηλαδή για την εφαρμογή απ’ ευθείας, εκτός Εξαβίβλου, κατ’ εξοχήν νόμων «των αειμνήστων ημών» βυζαντινών «αυτοκρατόρων».

Ό Σπ. Τρωιάνος έχει γράψει ότι ό προβληματισμός, αν «κάθε φορά πού ή επι­στημονική έρευνα θα φέρνει στο φως ένα νέο, μέχρι τη στιγμή εκείνη άγνωστο, αυτοκρατορικό νόμο, θα μεταβάλλεται και το αστικό δίκαιο της Ελλάδος», ωραίος ως ρητορικό σχήμα και εκ πρώτης όψεως λογικός, ήταν στην πραγματικότητα μάλλον θεωρητικός, και πάντως υπερβολικός στην αισιοδοξία του «για τις μελλοντικές επιδόσεις των ιστορικών τού βυζαντινού δικαίου»[40].

Εν τούτοις το πράγμα δεν υπήρξε πάντοτε τόσο απλό. Και, εν πρώτοις, δεν πρόκειται πάντοτε για νέο νόμο. Το ίδιο πρόβλημα ανακύπτει, προφανώς, και με νέο κείμενο γνωστού νόμου: δηλαδή με την επιστημονική έρευνα ή οποία καταλήγει σε φιλολογική βελτίωση τού γνωστού κειμένου ή στην ανεύρεση πληρέστερων ή αυθεντικότερων μορφών τού κειμένου γνωστών ήδη νόμων, των όποιων έτσι μεταβάλλεται το γνωστό ως τότε περιεχόμενο. Ό Καλλιγάς είχε προβλέψει και αυτό το ενδεχόμενο. Απέκρουε ακόμη, στη νομική χρήση, και τη βελτίωση τού κειμένου της Εξαβίβλου από άλλες πηγές, ακόμη και από τις ήδη γνωστές πηγές της, αν ή βελτίωση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό από το ήδη γνωστό περιεχόμενο μιας διάταξης: «Παρόμοια αιτία ανάγκης ορίου αποκλείοντας το άγνωστον, ώστε μόνον το γνωστόν να διέπη ως νόμος, επήνεγκε, κατά την εποχήν των γλωσσογράφων και μετέπειτα, το αξίωμα quidquid non agnoscit glossa, non agnoscit forum, ώστε μόνο τα σχολιασθέντα [υπό των γλωσσογράφων, δηλαδή τα ήδη γνωστά] μέρη των διατάξεων των ρωμαίων αυτοκρατόρων εγένοντο απανταχού δεκτά, και αυτά τα αποκατασταθέντα κείμενα παρηγκωνίσθησαν...»[41]. Υποτίθεται ότι και ο Έλληνας νομοθέτης, όταν εισήγαγε την Εξάβιβλο ως αστικό νόμο, έτσι, είχε γνωρίσει τη διάταξη, και έτσι είχε θελήσει να ισχύσει·αν είχε ύ\υπ’ όψη άλλο περιεχόμενό της, ίσως είχε πράξει, στην παντοδυναμία του, διαφορετικά... Δεν γνωρίζω να προέκυψε ζήτημα σχετικά με τις ίδιες τις εκδόσεις της Εξαβίβλου. ’Αλλά διερωτώμαι πώς, υπό τα δεδομένα αυτής της προβληματικής, έγινε αυτομάτως σχεδόν δεκτό στον ελληνικό νομικό βίο, από το 1851, το κείμενο της Εξαβίβλου κατά τη νέα κριτική έκδοση τού Heimbach [42] - ενώ ό νομοθέτης τού 1835, πού είχε εισαγάγει την Εξάβιβλο, την είχε, υποτίθεται, γνωρίσει στην τότε εν χρήσει έκδοσή της τού Reitz[43]. Πιθανώς δεν ανέκυψε στην πράξη άξιο λόγου πρόβλημα με συγκεκριμένη διάταξη της Εξαβίβλου - ή δεν είχαν συνειδητοποιήσει οι χρήστες τις διαφορές μεταξύ των κειμένων. Και για τί είδους κείμενο μιλούμε, σέ τέτοιες περιπτώσεις; Ποιά είναι π.χ. ή σχέση έκδοσης και χειρόγραφης παράδοσης, γραφών του κυρίως κειμένου και του κριτικού υπομνήματος, επιλογών και διορθώσεων του εκδότη, σέ μία κριτική έκδοση φιλολογικού κειμένου, πού είναι όμως ταυτόχρονα κείμενο ισχύοντος νόμου; Καί πάντως ή φιλολογική αυτή έκδοση της Εξαβίβλου είχε ρητά προορισθή, κατ’ έμπνευση του πρωτοπόρου της ιστορικής νομικής έρευνας στην Ελλάδα Λεωνίδα Σγούτα, για νομική χρήση στην Ελλάδα: “Quum Harmenopuli Prochiron, quod per terram Graeciam legis vicem hodieque habet, in huius regni usum denuo typis exscribendum esset, Leonida Sguta, strenuo iuris Romani per Graeciam vindice, qui nunc Athenis aetatem degit, item Oswaldo Weigel librario honestissimo hortantibus, totam hanc editoris provinciam in me suscepi” (Praefatio, v)[44]

Και σε ό,τι αφορά, όπως ήδη σημειώσαμε, τη σχέση του κειμένου της Εξαβίβλου με το ίδιο το κείμενο των πηγών της: κατά την εισαγωγή της Εξαβίβλου, με τό διάταγμα του 1835, καμία από τις κύριες άμεσες πηγές της Εξαβίβλου (Πρόχειρος Νόμος, «Μεγάλη Σύνοψις των Βασιλικών», «Μικρά Σύνοψις», «Πείρα») δεν είχε ακόμη δημοσιευθή - επομένως καμιάς τό κείμενο δεν μπορούσε να είναι, θεωρητικά, γνωστό, εκτός Εξαβίβλου, στον νομοθέτη[45]. Πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των νεαρών των μετά τον Ιουστινιανό αυτοκρατόρων, των κατ’ εξοχήν «νόμων των βυζαντινών αυτοκρατόρων», θα εμφανιζόταν μόλις τό 1857, ύστερα και από την έκδοση Heimbach τής Εξαβίβλου[46]. Είδαμε ήδη ότι ή, υπό την εκδοχή τής ισχύος συλλήβδην τού «βυζαντινορρωμαϊκοΰ» δικαίου, δικαστική επίκληση τέτοιων νεαρών είχε «εξοργίσει ιδιαιτέρως τούς ημετέρους νομιμοδιδασκάλους», με πρώτον τον Π. Παπαρρηγόπουλο[47]. Αλλά αν μείνουμε στο δίκαιο της Εξαβίβλου: ή τεκμαιρομένη άγνοια από τον νομοθέτη τού 1835 του περιεχομένου των αμέσων τουλάχιστον πηγών της Εξαβίβλου, πού ήταν όλες ακόμη ανέκδοτες, εκτός από τον προβληματισμό περί την δυνατότητα και τη «νομιμότητα» βελτιώσεων στο ήδη γνωστό κείμενο της Εξαβίβλου, με βάση τις ερχόμενες εκ των υστέρων στο φως πηγές της, αποκλείει θεωρητικά και τη γνώση του νομοθέτη του 1835 ως πρός το ποιές από τις διατάξεις της Εξαβίβλου έχουν την περίφημη «αυτοκρατορική κύρωση» - εκτός βέβαια από όσες ταυτίζονται με αντίστοιχες του Corpus Juris Civilis ή/και του γνωστού τότε κειμένου των Βασιλικών. Από τις λοιπές διατάξεις θα ίσχυαν μόνον όσες ρητά μνημονεύονται ως αυτοκρατορικές από τον Αρμενόπουλο; ή θα γινόταν μάλλον δεκτό ένα τεκμήριο νομοθετικής («αυτοκρατορικής») προέλευσης για κάθε περιεχομένη αυτοτελώς στην Εξάβιβλο διάταξη άγνωστης άλλως προέλευσης, έφ’ όσον δεν θα υπήρχε αντίθετη μνεία στην Εξάβιβλο, ή, έστω, στοιχείο πού θα μπορούσε να είναι άλλως γνωστό στον νομοθέτη, και τό όποιο θα απέκλειε ή θα εκλόνιζε την «αύτοκρατορική» προέλευση τής διάταξης; Και τί συνέπειες θα είχε ή εκ των υστέρων διάψευση, βάσει ιστορικών δεδομένων, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση;

Γιατί οι επιστημονικές πρόοδοι τής ιστορίας του δικαίου μπορεί να μη αναφέρονται κατ’ ανάγκην στην ανεύρεση νέων νομοθετικών κειμένων ή στη βελτίωση των ήδη γνωστών, αλλά στη χρονολόγηση, την αλληλεξάρτηση, τη γνησιότητα ή τον νομικό χαρακτήρα των παραδεδομένων κειμένων. Για να χρησιμοποιήσουμε τη ρητορική ερώτηση της εποχής, συνδυασμένη, αναχρονιστικά, με τούς ιστορικονομικούς προβληματισμούς της δικής μας: το δίκαιο της Ελλάδος θα εξηρτάτο λοιπόν π.χ. από το αν γίνεται εκάστοτε δεκτό από την επιστήμη

 

ότι ή Εισαγωγή/Έπαναγωγή είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη από τον Πρόχειρο Νόμο, αν είχε νομοθετικό χαρακτήρα ή έμεινε απλό νομοσχέδιο[49]; Και ποιος λέγει ότι ή εκάστοτε «κρατούσα» γνώμη είναι και ή νομικά δεσμευτική; Ποια είναι ή «κρατούσα» γνώμη για τα κωδικοποιητικά έργα της μακεδονικής δυναστείας; ή, άλλως, ποιος έχει δίκιο, ό κ. Andreas Schminck[50] - όπως θα έλεγε ό κ. Τρωιάνος, και θα έλεγα και εγώ - ή ό κ. van Bochove[51] - όπως θα έλεγαν πιθανότατα οι φίλοι μας του Groningen ή ό Νίκος Οικονομίδης ή η κυρία Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου[52]; Και ποιος κρίνει τί είναι «κρατούσα» θεωρία για τέτοια πράγματα; προφανώς τα δικαστήρια; Αυτά λοιπόν θα έκριναν αν τελικά οι νεαρές του Λέοντος του Σοφού είχαν νομοθετικό χαρακτήρα - ώστε να αποτελούν μέρος του εισηγμένου στην Ελλάδα δικαίου - ή ήταν απλώς ασκήσεις ρητορικής, εκθέσεις ιδεών, του φιλοσόφου αυτοκράτορα[53]; Το «Έπαρχικόν Βιβλίον» ήταν πραγματικά νομοθετικό κείμενο, τυπικός νόμος, και ανήκει πράγματι στον Λέοντα, όπως θέλουν οι εκδότες του, από τον J. Nicole ως τον J. Koder[54], και ή κρατούσα διδασκαλία; ή ήταν σχέδιο νόμου, όπως υποστήριξε ό A. Schminck, ή Ιδιωτική απλώς συλλογή συντεχνιακών κανονισμών, ή διδακτικό εγχειρίδιο, όπως θα ήθελε ό Ρ. Speck[55]; Ή λεγομένη «νεαρά» του πατριάρχη Αθανασίου μνημονεύεται στην Εξάβιβλο ως πατριαρχική πράξη - και επομένως δεν ίσχυε, κατ’ άρχήν, στο ελληνικό κράτος- αλλά διδαχθήκαμε πάντοτε ότι, στην πραγματικότητα, το κείμενο αυτό κατέστη τυπικός νόμος στο βυζαντινό κράτος: νεαρά 26 του αυτοκράτορα ’Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου - άρα, εφ’ όσον μάλιστα περιέχεται, και καθ’ ό τουλάχιστον μέτρον περιέχεται, και στην Εξάβιβλο, έπρεπε να ισχύσει στην Ελλάδα- έτσι γνωρίζει τη νεαρά και ο καθηγητής Γεώργιος Νάκος[56]. ’Αλλά αν οι πληροφορίες αυτές είναι εσφαλμένες; - ούτως ή άλλως, από κάποιο χειρόγραφο τις έχουμε αν έχει τελικά δίκιο ο Αρμενόπουλος, και ή «νεαρά» τού ’Αθανασίου δεν έλαβε ποτέ «βασιλική κύρωση», όπως υποστηρίζει πρόφατα ο καθηγητής Μενέλαος Τουρτόγλου[57]; Αν έχει κάποιο γούστο να υπηρετεί κανείς τον εξαιρετικά περιθωριακό κλάδο μας, είναι ότι τίποτε, ή σχεδόν τίποτε, δεν είναι σε μάς δεδομένο... Αλλά αυτά μπορεί να αποτελούν πρόκριμα για το αστικό δίκαιο πού ισχύει σε ένα ευρωπαϊκό κράτος τού 19ου ή τού 20οϋ αιώνα;

Και κυρίως, για να επανέλθουμε στο θέμα μας: αν γίνει δεκτός ό περιορισμός του αστικού δικαίου πού εισήχθη στην Ελλάδα στο «αυτοκρατορικό» δίκαιο πού περιέχεται στην Εξάβιβλο, ή οπωσδήποτε κτηθείσα επιστημονική, φιλολογική ή ιστορική, γνώση (ή η υποτιθεμένη τοιαύτη), υπερισχύει τής γνώσεως πού είχε και παραδίδει ό Αρμενόπουλος - επομένως της γνώσεως πού είχε, υποτίθεται, εν προκειμένω, ή πού μπορούσε να έχει, ό νομοθέτης τού διατάγματος τού 1835; Ό Καλλιγάς δεν θα είχε δυσκολία, και εδώ, να απαντήσει αρνητικά: ή ιστορική αλήθεια είναι νομικώς αδιάφορη, όταν έχουμε ενώπιον μας κείμενο κώδικος, το όποιο αποτελεί τυπικό νόμο, έχει επομένως καθ’ εαυτό νομοθετική αυθυπαρξία, και είναι νομικώς αυτάρκες. «Ιστορικώς είναι βεβαίως αναμφισβήτητο... άλλ’ άλλο το Ιστορικόν παρά Βυζαντινοίς ζήτημα, άλλο δε περί της προς αλλήλας σχέσεως... νεαρών, εν συλλογή, ήτις αυτή και μόνη επέχει τόπον πολιτικού κώδικος, εξαιρέσει των άλλων πηγών»[58]. Αν πάλι γίνεται δεκτό ότι τό «βυζαντινόρρωμαϊκό» δίκαιο έχει εισαχθεί στην Ελλάδα ως όλον - επιστρέφουμε στο ερώτημα: κάθε νέος βυζαντινός αστικός νόμος (ή διάταξη νόμου) πού ανακαλύπτεται από την επιστημονική έρευνα μεταβάλλει αυτομάτως τό δίκαιο τής Ελλάδος;

Υπεραισιόδοξο πράγματι το ερώτημα -αλλά το 1893, ένα χρόνο πριν από τον θάνατο τού Καλλιγά, πού το είχε πρώτος θέσει, υπό τύπο ρητορικής ερώτησης και επιχειρήματος ab absurdo, ήλθε πράγματι στο φως, όχι απλώς μία νέα διάταξη νό­μου ή μία νεαρά, αλλά ένα μείζον, άγνωστο ως τότε, βυζαντινό νομοθέτημα: το «Έπαρχικόν Βιβλίον» του Δέοντος. ΟΙ λίγες αστικού περιεχομένου διατάξεις του περιέχονται στην Εξάβιβλο (δύο ενότητες: Έπαρχ. Βιβλ. 21.5-6 = Έξάβ. 3.3.62 καί 59, Έπαρχ. Βιβλ. 22. 1-4 = Έξάβ. 3.8.40-43): αναφέρονται α) στα αφανή ελαττώματα κατά την αγοραπωλησία ζώων και στην ευθύνη του πωλητή, β) στις υποχρεώσεις χειροτεχνών, λεπτουργών, μαρμαρογλυπτών, γυψοπλαστών και τεχνιτών άλλων συναφών ειδικοτήτων πού αναλαμβάνουν εργολαβικώς την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου. ’Ακριβώς επειδή δεν ήταν ως τότε γνωστή ή προέλευσή τους από «αυτοκρατορικό» νόμο, είχαν θεωρηθεί ως μη ισχύουσες στην Ελλάδα (έτσι και οι Καλλιγάς και Παπαρρηγόπουλος)[59]. Καθίσταντο τώρα, από και διά του ευρήματος και της δημοσιεύσεώς του, τμήμα του (αστικού) δικαίου της Ελλάδος; Και μήπως μάλιστα τούτο δεν ίσχυε «από» του ευρήματος και τής δημοσιεύσεώς, αλλά ανέτρεχε στο απώτατο παρελθόν - ανατρέποντας νομικές καταστάσεις και κτηθέντα δικαιώματα - αφού τό «Έπαρχικόν Βιβλίον» ήταν εξ αρχής αυτοκρατορικός νόμος, και επομένως ίσχυε, θεωρητικώς, ανέκαθεν από τής θεσπίσεώς του, και δεν είχε, υποτίθεται, ποτέ παύσει να Ισχύει; ή μήπως ανέτρεχε τουλάχιστον στην εισαγωγή κατά την ’Επανάσταση των «νόμων των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων»; ή μήπως, τέλος, για όσους εδέχοντο την αποκλειστική εισαγωγή του αστικού δικαίου τής Εξαβίβλου, οι διατάξεις του «Έπαρχικού Βιβλίου» πού περιέχονται στην Εξάβιβλο θα έπρεπε να θεωρηθούν ως ισχύουσες τουλάχιστον από και διά της δημοσιεύσεως τού διατάγματος τού 1835; - αφού αντικειμενικώς αποτελούσαν εξ αρχής «πολιτικόν νόμον» των «βυζαντινών αυτοκρατόρων» περιεχόμενον στην Εξάβιβλο. Ευτυχώς τό αντικείμενο των συγκεκριμένων διατάξεων δεν δημιουργούσε, στην πράξη, μείζονα προβλήματα τέτοιας αναδρομικής ισχύος.

Το θέμα πάντως ετέθη πράγματι, αν και όχι σε όλες του τις διαστάσεις, και στη διδασκαλία και στη νομολογία. Και ετέθη σε σχέση τόσο με το κυρίως «Έπαρχικόν Βιβλίον», όσο και σε σχέση με την περίεργη εκείνη συλλογή οικοδομικών και πολεοδομικών διατάξεων τού Ιουλιανού τού Ασκαλωνίτη, ή οποία περιέχεται στην ίδια χειρόγραφη παράδοση με το Έπαρχικόν Βιβλίον και έχει περιληφθεί εξ ολοκλήρου στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, και μόνον σ’ αυτήν[60] - συλλογή πού θεωρήθηκε, εσφαλμένα, ως τμήμα ή παράρτημα του Επαρχικού Βιβλίου[61]. Κατά παράξενη ειρωνεία της (νομικής) Ιστορίας, ειδικά αυτών των διατάξεων, οι όποιες σήμερα θεωρείται γενικά ότι δεν έχουν καμία οργανική σχέση με τό Επαρχικόν Βιβλίον, και δεν είχαν ποτέ νομοθετική κύρωση, ουδέποτε είχε αμφισβητηθεί ουσιαστικά ό νομοθετικός χαρακτήρας στην Ελλάδα: ή παρουσία τους στην Εξάβιβλο ήταν αναμφισβήτητη και επομένως ανήκαν, κατ’ αρχήν, «εξωτερικά» στο εισηγμένο στην Ελλάδα δίκαιο σύμφωνα με όλες τίς δυνατές ερμηνείες τού διατάγματος του 1835· όσο για την «αυτοκρατορική» τους κύρωση, φαίνεται ότι ό όρος «έπαρχικά», τον όποιο χρησιμοποιεί αυθαίρετα ό Αρμενόπουλος για να τίς χαρακτηρίσει[62], όπως τότε ό όρος αυτός ερμηνευόταν, καθώς και ή μαγική λέξη «νόμος» πού περιέχεται στον παραδιδόμενο τίτλο τής συλλογής: εκ των νόμων ήτοι, εθών των εν Παλαιστίνη, αρκούσαν για τη διαμόρφωση πεποίθησης[63]. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ή όποια τυχόν αμφισβήτηση είχε επικεντρωθεί, στην περίπτωση αυτή, στον χαρακτήρα, αστικό ή διοικητικό-αστυνομικό, των διατάξεων αυτών[64].

  1. Τελευταίος, φαίνεται, πού ασχολήθηκε με το θέμα αυτό υπό τό κράτος του

 

προϊσχύσαντος δικαίου, σε σχέση ακριβώς με το Επαρχικόν Βιβλίον, υπήρξε ο Αναστάσιος Π. Χριστοφιλόπουλος. Ο δάσκαλός μας, καί διδάσκαλος, άμεσα ή έμμεσα, όλων όσοι ασχολούνται σήμερα στην Ελλάδα με την ιστορία του δικαίου καί με το εκκλησιαστικό δίκαιο, χάθηκε αυτή τη χρονιά (1998), και η απώλειά του ήταν ή μεγάλη απώλεια πού είχε ό κλάδος μας στό διάστημα πού μεσολάβησε από τήν προηγούμενη συνάντησή μας.

Το 1935 ο Αναστάσιος Χριστοφιλόπουλος, «επιστήμων παρά την ηλικία του ώριμος», όπως έγραφε προλογίζοντας ό Γεώργιος Πετρόπουλος, δημοσιεύει το πρωτοποριακό τότε, και πάντοτε χρήσιμο, έργο του για το Έπαρχικόν Βιβλίον Το Έπαρχικόν Βιβλίον Δέοντος του Σοφού και αι συντεχνίαι, εν Βυζαντίω, πού απετέλεσε τη διδακτορική διατριβή του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου ’Αθηνών. Το θέμα της ισχύος ή μη των αστικού περιεχομένου διατάξεων του Επαρχικού Βιβλίου στην σύγχρονη Ελλάδα τον επαναφέρει στο παλαιό ερώτημα: κάθε νέο επιστημονικό εύρημα στον χώρο του βυζαντινού δικαίου μεταβάλλει το δίκαιο της Ελλάδος; Και εδώ, ό ’Αναστάσιος Χριστοφιλόπουλος, με εξαιρετική τόλμη, θα υποστηρίξει τη θετική απάντηση κατά τον πλέον απόλυτο τρόπο πού γνωρίζω - τόσο ως προς την ισχύ του «Επαρχικού Βιβλίου» (ως προς τις αστικές βέβαια διατάξεις του), όσο και γενικότερα: «... Ό νομοθέτης του 1835... ανεκήρυξεν ως ισχύον αστικό δίκαιον το βυζαντινορρωμαϊκόν, μη αποβλέψας εις ορισμένην τινά συλλογή, άλλ’ εις το όλον σύστημα αυτού, ως είχε τούτο διαμορφωθεί έν τω βυζαντινώ κράτει... Δεν απέβλεψε τουτέστιν εις το συγκεκριμένο περιεχόμενον των καθ’ έκαστον κανόνων του, ώστε να γεννηθεί ζήτημα αν εισήγαγε και εκείνους, οίτινες ήσαν άντικειμενικώς άγνωστοι, άτε ανέκδοτοι, κατά τον χρόνον της δημοσιεύσεως του διατάγματος, άλλ’ ως μόνην προϋπόθεσιν της εισαγωγής των έταξε την αυτοκρατορική κύρωσιν. Διά τούτο και δεν προέβη εις την επίσημον δημοσίευσιν των πηγών, ως έπραξε διά πάντας τούς άλλους νόμους, ούδ’ αυτού του Εμπορικού Κωδικός εξαιρουμένου, όστις, ως γνωστόν, αποτελεί απλήν του γαλλικού μετάφρασιν, αλλά κατέλιπε σιωπηρώς εις τήν επιστήμην τό έργον τής αποκατάστασεως αυτών, προσδώσας, όντως ειπείν, εκ των προτέρων νομοθετικόν κύρος εις τα μέλλοντα αυτής επιτεύγματα»[65].

Είναι ή πλήρης αντιστροφή τής επιχειρηματολογίας του Παύλου Καλλιγά, μετά από ένα σχεδόν αιώνα, μία εκατονταετία ακριβώς μετά την έκδοση του διατάγματος του 1835 - στην πραγματικότητα ό ίδιος ακριβώς συλλογισμός, ή ίδια αυστηρή λογι­κή, με αντίθετη αφετηρία και αντίθετο συμπέρασμα. Ό Καλλιγάς διδάσκει ότι ό νομοθέτης «εκ του απέραντου χάους τής βυζαντινής νομοθεσίας εξήγαγε μίαν βίβλον, ήδη εν χερσί πάντων και μάλλον γνωστήν και εις αυτήν έδωκε πολιτικού νόμου ισχύν, πρός αποφυγήν αβεβαιότητας»· υπό οιανδήποτε άλλη εκδοχή, «πάσα νέα ανακάλυψις απολεσθείσης νεαράς βυζαντινού αύτοκράτορος, αποδεικνυομένης ίστορικώς έξ οίασδήποτε βυζαντινής πηγής, έμελλε ν’ άνατρέψη τα πάντα ως από μηχανής»[66]. Ό Χριστοφιλόπουλος θεωρεί ως δεδομένο ότι ό νομοθέτης εισήγαγε τό βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο ως σύνολο «μη αποβλέψας εις ορισμένη τινά συλλογήν, άλλ’ εις τό όλον σύστημα αυτού» - άρα, αναποφεύκτως, εκύρωσε «έκ τών προτέρων» και «τα μέλλοντα επιτεύγματα» τής επιστήμης - «πάσαν απολεσθείσα νεαρά βυζαντινού αυτοκράτορος, αποδεικνυόμενη ιστορικώς», όπως θα έγραφε ό Καλλιγάς.

Ό Χριστοφιλόπουλος είχε δει σωστά ότι το συνήθως θιγόμενο πρόβλημα της ισχύος ή μη νέας βυζαντινής διατάξεως, πού ανακαλύπτεται από την επιστημονική έρευνα, δεν είναι καθόλου διαφορετικό από το συνήθως αποσιωπώμενο πρόβλημα της φιλολογικής βελτίωσης ήδη γνωστών νομοθετικών πηγών - στην ουσία τα δύο προβλήματα ταυτίζονται: «Ή αντίθετος εκδοχή, καθ’ ην το βυζαντινορρωμαϊκόν δίκαιον εισήχθη ως ήτο αντικειμενικώς γνωστόν τω 1835, φερόμενη εις την τελευταίαν της συνέπειαν, αποκλείει και όλας τας γενομένας έκτοτε παρά της επιστήμης διορθώσεις και συμπληρώσεις εις τας γνωστάς πηγάς, δι’ ών αύται προσέλαβον εν πολλοίς διάφορον μορφήν από εκείνην υπό την οποίαν τας εγνώριζεν ό νομοθέτης το 1835' αλλά το τελευταίον τούτο ουδείς, καθ’ όσον γνωρίζω, υπεστήριξε»[67].

"Έτσι είναι, ή σχεδόν έτσι. Πρόσφατα και ό Σπύρος Τρωιάνος, αναφερόμενος στην επιχειρηματολογία του Καλλιγά, σημειώνει ακριβώς ότι ό Καλλιγάς δεν είχε εντοπίσει «έναν ακόμη κίνδυνο, ό όποιος θα μπορούσε να απειλήσει την οπωσδήποτε ευαίσθητη σταθερότητα δικαίου στο νέο κράτος. Ό κίνδυνος δηλαδή δεν περιοριζόταν στην (ασφαλώς, αναμφισβήτητη) δυνατότητα ανακάλυψης νέων αυτοκρατορικών νόμων, αλλά επεκτεινόταν και στο ενδεχόμενο της αναθεωρημένης αξιολόγησης (ως πρός τη γνησιότητα, τη χρονολόγηση, το περιεχόμενο κ.λπ.) των ήδη τότε γνωστών πηγών - παράγοντα πού θα επηρέαζε άμεσα την ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων»[68]. Εν τούτοις είδαμε ότι ό Καλλιγάς είχε εντοπίσει και τα προβλήματα αυτά: με συνέπεια στην επιχειρηματολογία του είχε διδάξει ότι ή ανάγκη «ορίου αποκλείοντος το άγνωστον, ώστε μόνον το γνωστόν να διέπει ως νόμος, επήνεγκε, κατά την εποχή των γλωσσογράφων και μετέπειτα, το αξίωμα quidquid non agnoscit glossa, non agnoscit forum», ώστε μόνον τα ήδη γνωστά και σχολιασμένα από τούς γλωσσογράφους μέρη του Corpus luris να γίνονται δικαστικώς δεκτά: «και αυτά τα άποκατασταθέντα κείμενα παρηγκωνίσθησαν»[69] - αρνούμενος έτσι εκ προοιμίου, εμμέσως πλην σαφώς, την εκδοχή ότι ο νόμος «κατέλιπε σιωπηρώς εις την επιστήμην το έργον της αποκαταστάσεως» των πηγών και ως πρός την ιστορική αξιολόγησή τους είχε γράφει, αναφερόμενος στο θέμα των τόκων, δτι τό «ιστορικώς αναμφισβήτητο» δεν επηρεάζει την αξιολόγηση των γνωστών νομικών κειμένων: «άλλο τό ιστορικόν... ζήτημα, άλλο δε περί τής πρός άλλήλας σχέσεως... νεαρών εν συλλογή, ήτις αυτή και μόνη επέχει τόπον πολιτικού κωδικός»[70]·

Με απόλυτο επίσης τρόπο ό Χριστοφιλόπουλος αποκλείει την δυνατότητα εφαρμογής εδώ τής «τεχνικής» πού συνήθως, όπως είδαμε, χρησιμοποιείται για την αποφυγή ανεπιεικών λύσεων πού θα μπορούσαν να προκύπτουν υπό τό κράτος ισχύος τού «βυζαντινορρωμαϊκού» δικαίου ή τού δικαίου τής Εξαβίβλου: τής επίκλησης διαμορφωμένου αντιθέτου «εθίμου» (τό όποιο «υπερισχύει» κατά τό διάταγμα του 1835) ή τής δυνατότητας να διαμορφωθεί ή να έχει διαμορφωθεί μετά τό 1835 τέτοιο αντίθετο έθιμο, ακριβώς λόγω τής «άγνοιας τής υπάρξεως ή του αυτοκρατορικού χαρακτήρας των μετά τό 1835 ανακαλυφθεισών διατάξεων»: α) Μετά τό 1835 δεν θα ήταν δυνατόν να γεννηθεί αντίθετο έθιμο, γιατί τό διάταγμα απέκλειε, «κατά την ορθότερα ερμηνείαν», την εφεξής παραγωγή νέων εθίμων «καταργητικών ή τροποποιητικών του δι’ αυτού εισαγομένου βυζαντινορωμαϊκοϋ δικαίου»[71] β) «"Άλλη βεβαίως προσήκει λύσις εάν τό αντίθετον έθιμον είχε διαμορφωθή πρό του 1835». ’Αλλά, αφήνεται να νοηθεί, ύπαρξη τέτοιου εθίμου δεν προκύπτει και πάντως θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο «ή άγνοια τής υπάρξεως ή του αυτοκρατορικού χαρακτήρος των μετά τό 1835 ανακαλυφθεισών διατάξεων» να είχε δημιουργήσει προ του 1835 έθιμο «αποκλείον την εφαρμογή των»! γ) Ή αντίληψη δτι διά τής εισαγωγής του βυζαντινορρωμαϊκοϋ δικαίου εισήχθη και ή δυνατότης περαιτέρω διαμορφώσεως εθίμου καταργητικού νόμου ("Ωσπερ ή θέσις του νόμου η έγγραφός έστιν η άγραφος, ούτω και ή αναίρεσις αυτού η δι ’ εγγράφου γίνεται νόμου η δι’ άγραφου τουτέστι της αχρησίας Βασιλικά 2.1.41 = Έξάβιβλος 1.1.34* πρβλ. Dig. 1.3.32 lulianus)[72] δεν ευσταθεί: οι διατάξεις περί των πηγών του ισχύοντος αστικού δικαίου δεν είναι διατάξεις αστικού δικαίου, αλλά δημοσίου δικαίου, και επομένως οι σχετικοί κανόνες του «βυζαντινορρωμαϊκοϋ» δικαίου δεν είναι μεταξύ αυτών πού εισήχθησαν με τό διάταγμα.

Συμπέρασμα: «Αποδειχθείσης σήμερον της αύτοκρατορικής προελεύσεως των διατάξεων τούτων της Εξαβίβλου [= των εν τη Εξαβίβλω κατεστρωμένων χωρίων του Έπαρχικού Βιβλίου][73] δέον να θεωρηθώσι και αύται ως ισχύουσαι παρ’ ήμίν». Συμπέρασμα κατ’ άποτέλεσμα πιθανότατα ορθό - και αν ακόμη γίνεται δεκτό, αντίθετα προς τη διδασκαλία του Χριστοφιλοπούλου, ότι ή επιγενόμενη επιστημονική γνώση δεν επηρεάζει το νομοθετικό κεκτημένο του 1835, το οποίο θα έπρεπε να βασίζεται αποκλειστικά στην ιστορική γνώση των πηγών πού είχε (ή πού θεωρητικά θα μπορούσε να έχει) τότε ό νομοθέτης του διατάγματος -, αλλά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ίσχυε (ή ότι έπρεπε να είχε ισχύσει) εξ αρχής τεκμήριο νομοθετικού χαρακτήρα των διατάξεων πού περιέχονται «απολύτως» στην Εξάβιβλο χωρίς οποιαδήποτε αντένδειξη ως προς την «αυτοκρατορική» τους προέλευση. Αλλά βέβαια εδώ, αντίθετα, ο Χριστοφιλόπουλος, συνεπής προς τη δική του θέση, θεωρεί «συνεπή», μέχρις ότου έγινε γνωστό το Έπαρχικόν Βιβλίον και ή «αυτοκρατορική» - νομοθετική του προέλευση, «την παρ ήμίν ερμηνείαν», η οποία, «απέκρουε τήν νομοθετικήν ισχύν των εν τή Εξαβίβλω κατεστρωμένων χωρίων του Έπαρχικού».

  1. Ο Χριστοφιλόπουλος γράφει με νεανικό ενθουσιασμό - και με τον απόλυτο τρόπο που του επιβάλλουν τα 23 χρόνια της ηλικίας του. Γράφει βέβαια υπό το πνεύμα της εποχής του, και με βάση τη σταθερά διαμορφωμένη πλέον αντίληψη, πού κυριαρχούσε τότε για την έκταση του δικαίου πού είχε εισαχθεί με το διάταγμα του 1835: θα ήταν σχεδόν αδιανόητο για τούς νομικούς της πράξης ενός 20υ αιώνα πού προχωρούσε προς τα μέσα του να δεχθούν ότι το ισχύον στην Ελλάδα αστικό δίκαιο περιορίζεται στο περιεχόμενο στην Εξάβιβλο. Ήταν ίσως και ή αυθόρμητη σύνδεση του ερευνητή με το κείμενο με το όποιο ασχολείται, και ή ενδόμυχη, όχι κατ’ ανάγκην συνειδητή, επιθυμία του να το δει σε «ισχύ» ή «εφαρμογή». Ήταν συγχρόνως και ή προσπάθεια μιας μερίδας λογίων νομικών, με ιστορική παιδεία και φιλολογικά ενδιαφέροντα, να επικεντρώσουν το ενδιαφέρον του νομικού κόσμου στις βυζαντινές πηγές, αναδεικνύοντας την ισχύ του «βυζαντινορρωμαϊκοϋ» δικαίου και αποσπώντας την ελληνική νομική ζωή από την αποκλειστική κυριαρχία του δικαίου των Πανδεκτών. Πριν από τέσσερα χρόνια (1931) οι Ιωάννης και Παναγιώτης Ζέπος είχαν επανεκδώσει, στην ίδια κατεύθυνση, τα κείμενα του lus Graecoromanum, στην οκτάτομη συλλογή τους: «απαραίτητον συμπλήρωμα των Βασιλικών και των Πανδεκτών»[74] - μία προσπάθεια πού έμεινε τελικά στο ίστορικο-φιλολογικό επίπεδο: μάς άφησε τα κείμενα των πηγών στις πιο προσιτές εκδόσεις τους, αλλά δεν είχε τον χρόνο, στην τελευταία πλέον δεκαετία πριν από την εισαγωγή τού Αστικού Κώδικα, να ανανεώσει τον ελληνικό νομικό βίο και να τον στρέφει προς άλλα πρότυπα.

Σήμερα, όταν όλα αυτά μπορούμε να τα βλέπουμε με τις αποστάσεις τού ιστορικού, μέσα από την ασφάλεια τού Αστικού Κώδικα, δεν θα ήταν ίσως εύκολο να τα προσυπογράφουμε. Και γιατί σήμερα, οπότε οι ανάγκες και σκοπιμότητες της πρα­κτικής πού επέβαλαν την «κατά πλάνην εν Ελλάδι εφαρμογήν αστικού δικαίου μη- ποτέ εισαχθέντος»[75] έχουν από μακρού εκλείψει, γίνεται όλο και περισσότερο αποδεκτό ότι, στην πραγματικότητα, κανένα ρωμαϊκό ή «βυζαντινορρωμαϊκό» δίκαιο δεν εισήχθη, καθ’ εαυτό, στην Ελλάδα με το διάταγμα τού 1835 - ότι το γράμμα και το πνεύμα τού διατάγματος ήταν ή («προσωρινή») εισαγωγή μόνον των αστικών νόμων πού περιέχονται στην Εξάβιβλο. Και γιατί θα ήταν δύσκολο, με το ψυχρό μάτι τού νομικού ιστορικού, να δεχθούμε σήμερα ότι ό νομοθέτης είχε πράγματι, ή μπορούσε να έχει, αυτή την ευχέρεια, να προσδώσει «εκ των προτέρων νομοθετικόν κύρος εις τα μέλλοντα επιτεύγματα» της επιστημονικής έρευνας, διαμορφώνοντας έτσι και επιβάλλοντας ένα δίκαιο υπό αίρεσιν και αποδεχόμενος, δυνάμει, την εφαρμογή δικαίου τού οποίου το περιεχόμενο δεν θα γνώριζε και δεν θα ήλεγχε

 

αλλά ακόμη και αν είχε ό νομοθέτης την ευχέρεια αυτή, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι δεν είχε ποτέ την πρόθεση να τό πράξει, και δεν τό έπραξε.

Και πώς, άλλωστε στην πράξη, θα ήταν υλοποιήσιμα αυτά; ’Από πότε θα ίσχυε ως νόμος το νέο εύρημα: αναδρομικώς και εξ αρχής, αφού ως βυζαντινός νόμος υποτίθεται ότι θα ήταν εξ αρχής υπαρκτός; και αν αυτό φαίνεται αδιανόητο, από τη δημοσίευση της σχετικής επιστημονικής ανακοίνωσης, όπου γης, ή οποία θα επείχε θέση δημοσίευσης στην ’Εφημερίδα της Κυβερνήσεως; Είναι ή θέση την οποία με τόλμη υποστηρίζει, σχεδόν ρητά, ό Χριστοφιλόπουλος: «Και διά τούτο δεν προέβη εις την επίσημιν δημοσίευσιν των πηγών, ως έπραξε διά πάντας τούς άλλους νόμους... αλλά κατέλιπε σιωπηρώς εις την επιστήμη το έργον της αποκαταστάσεως αυτών»[76]. Όμως τα συμπεράσματα τού εκδότη για τη χρονολόγηση, για τον νομικό χαρακτήρα και την «αυτοκρατορική» ή μη προέλευση του «νέου» κειμένου, κυρίως για το ίδιο το νομικώς ή υλικώς υποστατό, για την αυθεντικότητα του «ανακαλυφθέντος» νόμου (ή του νέου κειμένου γνωστής παλαιότερα, υπό άλλη μορφή, διάταξης) θα έπρεπε - και γιατί άραγε; - να γίνονται αμέσως αποδεκτά αφ’ εαυτών ως δεδομένα; Ή αποδοχή του «νέου» νόμου θα εξαρτάτο προφανώς από το είδος της υποδοχής πού θα επεφύλασσε στην ανακοίνωση του ευρήματος ή επιστημονική κοινότης: οι βιβλιοκρισίες θα ήταν και αυτές μέρος της άτυπης δημοσιότητας πού θα προϋποτίθετο για τη θέση σε εφαρμογή του «νέου» νόμου. Θεωρητικές ακρότητες, βέβαια. Οι απαντήσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν. Υπάρχουν ήδη εν σπέρματι στο κείμενο του Χριστοφιλοπούλου. Και βέβαια ποτέ κανείς δεν υποστήριξε ότι οι διατάξεις του βυζαντινού δικαίου, «παλιές» ή νεοανακαλυπτόμενες, έχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αυξημένη τυπική ισχύ: υπήρχε πάντοτε ή δυνατότης του κοινού νομοθέτη να καταργεί ή να μεταβάλλει, κατά το δοκούν, οποιαδήποτε «ανεπιθύμητη» βυζαντινή διάταξη· το έπραξε για διατάξεις της Εξαβίβλου την επαύριον της εισαγωγής της[77]. Θα μπορούσε να το πράττει και για οποιαδήποτε νεοεμφανιζόμενη διάταξη, πού θα απειλούσε το νομικό κεκτημένο της χώρας ή την ασφάλεια δικαίου. Θε­ωρητικές κατασκευές - απαντήσεις σε θεωρητικά ενδεχόμενα και θεωρητικά ερωτή­ματα. Ας φαντασθούμε, στην πράξη, τον Έλληνα νομοθέτη, κάθε φορά πού γίνεται δημοσίευση ενός ευρήματος, να ψηφίζει, διά της νομοθετικής διαδικασίας, και να δημοσιεύει, τυπικό νόμο, με τον όποιο, χάριν ίσως της ασφαλείας δικαίου, να καταργείται, άφ’ ής έγινε γνωστή (ή άφ’ ής ίσχυσε!) - ή, άλλως, να «διαπιστώνεται», ή να ερμηνεύεται «αύθεντικώς», ότι ουδέποτε εισήχθη στην Ελλάδα - ή τάδε νεαρά πού δημοσιεύθηκε σε πολωνικό ή φινλανδικό επιστημονικό περιοδικό... Και τι θα γινόταν με εν τω μεταξύ τυχόν «κτηθέντα» δικαιώματα;

Θεωρητικές, ευτυχώς, όπως είδαμε, κατασκευές. Ας είναι. Είπαμε ότι σήμερα μπορούμε να μιλούμε από την ασφάλεια ενός ’Αστικού Κώδικα. Μένει ότι ο Αναστάσιος Χριστοφιλόπουλος, μία μόλις πενταετία πριν εισαχθή ό Αστικός Κώδικας, και μία δεκαετία περίπου πριν τεθεί τελικά σε εφαρμογή, πρόφθασε να διατυπώσει, για τον κλάδο της ιστορίας τού δικαίου — για τον κλάδο του, και, τολμούμε σήμερα να πούμε, για τον δικό μας - την τιμητικότερη δυνατή γνώμη, κατά τον απολυτότερο δυνατό τρόπο: «ό νομοθέτης... κατέλιπε σιωπηρώς είς τήν επιστήμην» της ιστορίας τού δικαίου «το έργον της αποκαταστάσεως των πηγών, προσδώσας, ούτως ειπείν, εκ των προτέρων νομοθετικόν κύρος εις τα μέλλοντα αυτής επιτεύγματα». Στο γνωστό έμβλημα των παρισινών συμβολαιογράφων, της Chambre des Notaires: «Lex est quod notamus»[78], έρχεται να προσθέσει, μιλώντας για τούς ομοτέχνους του και για τα συμπεράσματα των ερευνών τους, εδώ όχι πλέον ως ρητορικό ή ποιητικό φραστικό σχήμα, αλλά κατά νομική κυριολεξία: «Lex est quod invenimus». ’Ίσως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Εμείς όμως τον ευχαριστούμε και γι’ αυτό.


[1] Από την ευρεία βιβλιογραφία για τη διαμόρφωση του ελληνικού δικαίου από τον 19° αι., βλ. κυρίως τις συνολικές παρουσιάσεις του Σπ. Τρωιάνου, Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου, ’Αθήνα-Κομοτηνή 1999, 317-348 «Von der Hexabiblos zu den Basiliken», Subseciva Groningana 3(1989) [Proceedings of the Symposium on the Occasion of the Completion of a New Edition of the Basilica, Groningen 1988], 127-141 = «Από την Εξάβιβλο στα Βασιλικά», Ελληνική Δικαιοσύνη, 31 (1990), 697-706 [Νεώτερη επεξεργασμένη δημοσίευση εις: Αφιέ­ρωμα στον Ανδρέα Α. Γαζή, Αθήνα-Κομοτηνή 1994, 781-800]* “A la recherche d’un Code Civil: La revolution grecque (1821) et le droit romain”, Antiquita e Rivoluzioni da Roma a Costantinopoli a Mosca [XIII Seminario internazionale di studi storici “Da Roma alia Terza Roma” 1993] - καί τίς εκεί βιβλιογραφικές του επιλογές. Για την πρώτη περίοδο κυρίως (μνημονεύονται εδώ μόνον νεώτερα δημοσιεύματα): Ν. Παπαντωνίου, «Το ιδιωτικό δικαίο των Ελλήνων κατά την Επανάσταση του 1821». Αρμενόπουλος, 30 (1976), 249-260. Ch. Argyriadis, «“... bitten wir, uns mit den entsprechenden Gesetzen zu versehen”. Armenopulos und der Zeitgeist des 19. Jahrhunderts», Rechtshistorisches Journal, 3 (1984), 243-251* “Liber den BildungsprozeB eines peripheren Staates: Griechenland 1821-1827”, αύτ., 6 (1987), 158-172* «Περιφερειακές έννομες τάξεις καί ιστορία της κωδικοποίησης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», Νομικόν Βήμα, 34 (1986), 1373-1379 Staatsbilder und Rechtspratiken: Das juristisch- politische Profil der Entstehung des neugriechischen Staates (1821-1827) [= Studien zur Geschichte Sudosteuropas 12], Φραγκφούρτη κλπ. 1994 “Die Tradierung byzantininscher Rechtstexte wahrend der Turkokratia in Griechenland”, εις: R. Lauer-P. Schreiner (Hrsg.), Die Kultur Griechenlands in Mittelalter undNeuzeit, Γοττίγγηκλπ. 1996, 374-386* “Byzantine Law as Practice and as History in the Nineteenth Century”, είς: D. Ricks-P. Magdalino (eds.), Byzantium and the Modem Greek Identity [= King’s College London, Centre for Hellenic Studies. Publications, 4], Aldershot-Brookfield κλπ. 1998, 35-47. Ν. Πανταζόπουλος, “Georg Ludwig von Maurer. Ή προς ευρωπαϊκά πρότυπα ολοκληρωτική στροφή της νεοελληνικής νομοθεσίας”, Επιστημονική Επετηρίς της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Α.Π.Θ., 13/2 (1966-1969), 1346-1506 = αυτόθι, 19/4 (1986) [Αντιχάρισμα στόν Νικόλαο Πανταζόπουλο, Δ' ], 281-433. Γ. Δημακόπουλος, «Ή νομοθετική επιτροπή του 1835. Σύστασις, αποστολή, έργον”, Μνημοσύνη, 12 (1991-1993), 125-144. Μ. Σταθόπουλος, «Τα έθιμα, ό Maurer και ή νομοθετική πολιτική στον τομέα του αστικού δικαίου τον 19ο αιώνα» Αρμενόπουλος, 46 (1992), 465-476 και Αφιέρωμα στον Ανδρέα Α. Γαζή [ενθ. Ανωτ.] 671-695

[2] Ή συμβολή του γράφοντος, αναφερομένη στην «ρωμαϊκή» ιδεολογία στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά νομικά κείμενα είχε τον παιγνιωδώς «αναιρετικό» υπότιτλο: «’Από τον Δωδεκάδελτο στον Αστικό Κώδικα». Δεν δημοσιεύεται στον παρόντα τόμο, γιατί είχε προβλεφθή - πριν από την αναγγελία της έκδοσης των Digesta - ή, υπό επεξεργασμένη μορφή, δημοσίευσή της σε άλλο χώρο.

[3] Ψήφισμα ΙΘ715.12.1828 «περί διοργανισμού των δικαστηρίων» (άρθρ. 38: «τα δικαστήρια ακολουθούν εις μεν τα πολιτικά τούς νόμους των αυτοκρατόρων περιεχομένους εις την Έξάβιβλον του Αρμενοπούλου...»)· ψήφισμα 152 της 15/27.8.1830 «περί δικαστηριακού οργανισμού» (Παρ., άρθρ. 148: «τα δικαστήρια διά μεν το πολιτικόν άκολουθούν τούς νόμους των αυτοκρατόρων, εωσού δ’ έκδοθή ή παρασκευαζομένη συλλογή αυτών θέλουν συμβουλεύεσθαι τούς περιεχομένους εις την πρόχειρον Έξάβιβλον τού Αρμενοπούλου») [Δ.Σ. Γκίνης, Περίγραμμα Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου (= Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 26), Αθήνα 1966, 308 άρ. 788 καί 320 άρ. 811]. Σχετικά με την υποτιθέμενη διαφοροποίηση μεταξύ των δύο κειμένων, ως προς την νομική φύση της χρήσεως της Εξαβίβλου επί Καποδίστρια, ήδη δ G.L. von Maurer, Das griechische Volk, III, Αιδελβέργη 1835, 114-δ όποιος, άλλωστε, οργάνωσε και διοίκησε τη δικαιοσύνη της Ελλάδος ως μέλος της Αντιβασιλείας υπό το κράτος Ισχύος του ψηφίσματος του 1830 - υποστήριζε ότι ή διαφοροποίηση είναι κενή περιεχομένου και δεν θίγει την νομική Ισχύ της Εξαβίβλου, ως τυπικού νόμου [έλλ. μετάφρ. (Χρ. Πράτσικα) - Ευστ. Καραστάθη, Ό Ελληνικός Λαός, Α', Αθήνα 1943, 425 σημ. 60: «Γίνεται εδώ διάκρισις μεταξύ ακολουθείν καί συμβουλεύεσθαι, δηλαδή ωσάν ό Αρμενόπουλος να μη επρόκειτο να ισχύη πλέον ως νόμος. Προφανώς όμως δεν ηννόει τούτο ό νομοθέτης. Ό κενός ούτος τρόπος εκφράσεως είναι τουναντίον μία νέα πάλιν απόδειξις του αμελούς τρόπου της συντάξεως των νόμων και διαταγμάτων της εποχής ταύτης» = μετάφρ. "Ολγας Ρομπάκη, Ό Ελληνικός Λαός, Αθήνα 1976, 360 σημ. 6]. Τον ακολουθεί στενά ο Αιμίλιος Χέρτσογ (Herzog), Πραγματεία περί του Προχείρου ή της Εξαβίβλου Κωνσταντίνου του Αρμενοπούλου, Μόναχο 1837,80 σημ. 39: «απορεί τις όμως πώς διαφέρει κατά τον Καποδίστρια το suivre και το consulter». Οι όροι φυσικά δεν είναι ταυτόσημοι, άλλά είναι πράγματι εξαιρετικά αμφίβολο αν τούτο είχε οποιαδήποτε πραγματική σημασία: πρβλ. Κ.Γ. Πιτσάκης, Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου Πρόχειρον Νόμων ή Εξάβιβλος, Αθήνα 1971, ρβ'-ργ' καί σημ. 72.

[4] Προλεγόμενα του μεταφραστού, β'

[5] . Βισβίζης, «Ή Εξάβιβλος του Αρμενοπούλου και ή των Αθηνών έκδοσις της του 1835”, Τόμος Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου επί τη εξακοσιετηρίδι της Εξαβίβλου αυτού [=Επιστημονική Επετηρίς της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Α.Π.Θ., 6], (163-172) 169. Πιτσάκης ρε-ρς σημ. 77

[6] Βλ. ήδη για την προ του "Όθωνος περίοδο: Maurer, Das griechische Volk, HI, 114 [ανωτέρω σημ. 28]· βλ. και passim, αυτόθι, για τη διατήρηση της Ισχύος της Εξαβίβλου ώς αστικού νόμου της Ελλάδος και επί της Αντιβασιλείας τού "Οθωνος, και προ του διατάγματος του 1835 [: μετάφρ. Χρ. Πράτσικας (Έύστ. Καραστάθης), Β', 288, 343-344 = "Ολγα Ρομπάκη, 617, 662-663]. Μετά το διάταγμα του 1835: C.E. Zachariae, Historiae iuris graeco-romani delineatio, Άιδελβέργη 1839, 101 § 59. 3.a: «Iuris antiqui fontes, quos Graeci sequuntur sunt... quod ad ius civile attinet, Harmenopuli Hexabiblus”)’ πρβλ. αυτόθι, 100 § 58.4 για τη δικαστηριακή χρήση της Εξαβίβλου κατά την καποδιστριακή περίοδο. J.-A.-B. Mortreuil, Histoire du droit byzantin, III, Παρίσι 1846, 371-372 («Le Promptuarium a, dans ce moment, en Grece force de loi”· πρβλ. καί τα αναγραφόμενα στη συνέχεια: ό Mortreuil έχει εδώ, ακόμη και όταν παραπέμπει, «από δεύτερο χέρι», στον Maurer, ώς μόνη πηγή τον Zacharia, τον όποιο όμως δεν αποδίδει με ακρίβεια). C.W.E. Heimbach, “Griechisch-romisches Recht im Mittelalter und in der Neuzeit”: Ersch-Gruber, Allgemeine Encyklopadie der Wissenschaften und Kunste, I. 87, Λειψία 1869, 94 (πρβλ. αυτόθι, 83 για την καποδιστριακή περίοδο· πηγή: ό Maurer και ό Zacharia). Ή έκδοση G.E. Heimbach της Έξαβίβλου (Λειψία 1851) γίνεται, κατά προτροπή του πρωτοπόρου της ιστορίας του δικαίου στην Ελλάδα Λεωνίδα Σγούτα, με αφορμή ακριβώς την εισαγωγή της Εξαβίβλου ως αστικού νόμου της Ελλάδος: “Quum Harmenopuli Prochiron, quod per terram Graeciam legis vicem hodieque habet...” (βλ. κατωτέ­ρω σημ. 44)· πρβλ. και C.W.E. Heimbach, ένθ’ άνωτ., 94 σημ. 58.

[7] Τελευταία: Τρωιάνος, Οι πηγές..., 331. Το παράδειγμα είναι «χαρακτηριστικό, όχι όμως το μοναδικό»: βλ. την βιβλιογραφία, αυτόθι, σημ. 7.

[8] Ακόμη και το 1828 ή Εξάβιβλος θά περιγραφή από λόγια γραφίδα ώς “la collection des lois de Justinien redigee par Constantin Harmenopoulos”: Jacovaky Rizo Neroulos, Histoire modeme de la Grece depuis la chute de ΓEmpire d’Orient, Γενεύη 1828,72.

[9] Βισβίζης [ανωτέρω σημ. 5], 169 Πιτσάκης, ρς'-ρζ'καί σημ. 79.

[10] Χέρτσογ [άνωτέρω σημ. 3], 81 Πιτσάκης, ρζ' σημ. 79.

[11] Βλ. κυρίως: D. Simon, Rechtsfindung am byzantinischen Reichsgericht, Φραγκφούρτη 1973 (ελληνική μετάφραση Ί. Κονιδάρη, Ή εύρεση του δικαίου στο ανώτατο βυζαντινό δικαστήριο, ’Αθήνα 1982).

[12] Τρωιάνος, Οι πηγές..., 51-54.

[13] «Οι νόμοι των χριστιανών βασιλέων της Κωνσταντινουπόλεως» (Γκίνης, Περίγραμμα άρ. 700)· «οι κοινωνικοί [=αστικοί] νόμοι των αειμνήστων χριστιανών αυτοκρατόρων της Ελλάδος» (αυτόθι άρ. 702)· «τούς νόμους των αειμνήστων χριστιανών ημών αυτοκρατόρων» (707)· «οι νόμοι των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων» (708)· «οι νόμοι των ημετέρων αειμνήστων χριστιανών αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως» (715)· «από τούς νόμους των ημετέρων αειμνήστων βυζαντινών αυτοκρατόρων» (722)· «κατά τούς νόμους των αειμνήστων αυτοκρατόρων» (724)· «κατά τούς νόμους των αειμνήστων βυζαντινών αυτοκρατόρων μας» (757)· «οι νόμοι των ημετέρων αυτοκρατόρων» (788)· «τούς βυζαντινούς νόμους», «τούς αυτοκρατορικούς νόμους» (809)· «τούς πολιτικούς βυζαντινούς νόμους» (810)· «τούς νόμους των αυτοκρατόρων» (811)· «οι βυζαντινοί νόμοι» (812)· «οι βυζαντινοί νόμοι των ρωμαίων και χριστιανών αυτοκρατόρων»! (824).

[14] Ό όρος αποφεύγεται, γενικά, στα νομοθετικά κείμενα. Την «επισημότερη» χρήση του σε νομοθετικό κείμενο θα βρει, τη στιγμή ακριβώς της κατάργησης του δικαίου στο όποιο αναφέρεται, στο άρθρο 93 ΕίσΝΑΚ: «Καταργούνται και ως προς το παρελθόν διά της εισαγωγής του ’Αστικού Κωδικός πέσε αι μέχρι της εισαγωγής τούτου ισχύουσα εκ του βυζαντινορρωμαϊκοϋ δικαίου...» [το άρθρο αναφέρεται σε ιδιωτικές ποινές, περιουσιακές συνέπειες και ανικανότητες από τη σύναψη δευτέρου γάμου ή την παραβίαση του πένθιμου ενιαυτού]. Κατά τα λοιπά τα εισαγωγικά κείμενα του ΑΚ χρησιμοποιούν συνήθως, ορθά, τον όρο «το μέχρι τούδε δίκαιον», ό όποιος, χωρίς να προσδιορίζει ποιό ήταν ακριβώς το δίκαιο πού είχε εισήχθη με το διάταγμα του 1835 (το όποιο ρητά καταργείται: ΕίσΝΑΚ άρθρο 5 § 1), καλύπτει συγχρόνως και τούς επίσης καταργούμενους με την εισαγωγή του ΑΚ τοπι­κούς κώδικες (και ειδικούς νόμους).

[15] ’Ανωτέρω σημ. 1

[16]Σύστημα του Ρωμαϊκού Δικαίου κατά την εν Έλλάδι ισχύν του, Α', ’Αθήνα 1848, 31- 32 καί passim.

[17]  «Περί τόκου κατά τα παρ’ ημίν Ισχύοντα», Νομική Μέλισσα, έτ. 1861, τεύχ. 69 = Μελέται νομικαί, πολιτικοί, οικονομολογικοί, ιστορικοί, φιλολογικοί κλπ. και λόγοι εν τη Εθνοσυνελεύσει και τη Βουλή... έκδιδόμεναι υπό Γεωργίου Π. Καλλιγά, τόμ. Α', Αθήνα 1899, (53-66) 58-59 πρβλ. αυτόθι, 62: «εν συλλογή, ήτις αυτή και μόνη επέχει τόπον πολιτικού κώδικος, εξαιρέσει των άλλων πηγών» (βλ. και κατωτέρω σημ. 57).

[18]  Ά. Μομφερράτος, Εγχειρίδιον του Αστικού Δικαίου, Α', Αθήνα 1914, 33. Π. Παπαρρηγόπουλος, Το εν Έλλάδι Ισχύον αστικό δίκαιον. Γενικαί Άρχαί. Α', Αθήνα 1932.

[19] Α.Χ. Κρασσάς, Οικογενειακόν των Ρωμαίων δίκαιον καθά εν Έλλάδι πολιτεύεται, ’Αθήνα 1895,55. Πρόκειται για τη συνοδική πράξη του έτους 1611 του πατριάρχη Νεοφύτου Β' (Γκίνης, Περίγραμμα, 115-116 άρ. 107) σε σχέση με το θέμα του κωλύματος γάμου μεταξύ συγγενών έβδομου βαθμού έκ πλαγίου: βλ. Κ. Πιτσάκης, Το κώλυμα γάμου λόγω συγγένειας εβδόμου βαθμού έξ αίματος στο βυζαντινό δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, κυρίως 489 σημ. 189,494-495 σημ. 193 καί passim.

[20]  «Περί τόκου...» [άνωτέρω σημ. 17], 61.

[21] Για το θέμα βλ. ειδικά, τελευταία: Σπ. Τρωιάνος, «Ή περιπέτεια του βυζαντινού δικαίου στην Ελλάδα του 19ου αιώνα: ή περίπτωση των τόκων», 16ο Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο (Πρακτικά), Θεσσαλονίκη 1996,219-233 [πρβλ. και τη «συνέχεια»: του ίδιου, «Και πάλι οι περιπέτειες του βυζαντινού δικαίου στην Ελλάδα του 19ου αιώνα: ό χώρος του δημοσίου δικαίου» Βυζαντιακά, 18 (1998), 55-72]· του ίδιου, Οι πηγές..., 335-341, όπου και ή σχετική βιβλιογραφία.

[22]  «Περί τόκου...», 61-62.

[23]  Αυτόθι. ’Ορθότερη, στο ειδικό αυτό σημείο, φαίνεται ή αντιμετώπιση του θέματος από τη, συχνά μνημονευομένη, Πρωτ. Άθ. 6665/1892: “... [κατηργημένη] νεαρά περιληφθείσα εν τη Έξαβίβλω δεν ισχύει, έφ’ όσον περιελήφθη ούχί ως ορισμός δικαίου εν ισχύι, άλλ’ ως συνέχεια ιστορικής αναπτύξεως». Πρβλ. και Πιτσάκης, μα' σημ. 40, ρε' σημ. 76.

[24]«Περί τόκου...», 61.

[25] Αυτόθι, 58-59

[26] Σύστημα του Ρωμαϊκού Δίκαιου... [ανωτέρω σημ. 16], Α', 1-3 (εισαγωγή). Για την «υπονομευτική» αυτή λειτουργία βλ. και Troianos, «Von der Hexabiblos zu den Basiliken», 138 (= «’Από την Έξάβιβλο ατά Βασιλικά», 704) [ανωτέρω σημ. 1]· τού ίδιου, ΟΙ πηγές..., 342

[27]  Ευρετήριον της Ελληνικής Νομολογίας (Παράρτημα της Θέμιδος του Λ. Σγούτα), 3 (1847), 273 κ.έ. = Μελέται νομικοί..., Λ', 187-279.

[28]  Ή συλλογή του Maurer δημοσιεύεται στον πρώτο τόμο του Dasgriechische Volk [ανωτέρω σημ. 3]· επεξεργασμένη νέα καταγραφή με βάση το αρχειακό υλικό: Λ. Χρυσανθόπου- λος, Συλλογή τοπικών της Ελλάδος συνηθειών εξ επισήμων προς την Ελλ. Κυβέρνησιν των τοπικών αρχών απαντήσεων, ’Αθήνα 1853. Με βάση τις δύο δημοσιεύσεις και το «Περί εθίμων» του Καλλιγά ή έκδοση των εθίμων στον τόμο Ζέπων, lus Graecoromanum, Η', 441 κ.έ. [Βλ. καί Γκίνης, Περίγραμμα, άρ. 829-909]. Από την ειδική βιβλιογραφία: Ί. Βισβίζης «Τα ερωτήματα του Υπουργείου της Δικαιοσύνης του έτους 1833... και αί επ’ αυτών απαντήσεις των τοπικών αρχών», Επετηρίς του ’Αρχείου Ιστορίας Ελληνικού Δικαίου της ’Ακαδημίας ’Αθηνών, 3 (1950) - 9 (1962), περιοδικώς· Δ.Γ. Σερεμέτης, «Προσπάθειαι περισυλλογής εθίμων εν Ελλάδι κατά τούς νεωτέρους χρόνους», Αρμενόπουλος, 13 (1959), 653-782· Γ.Δ. Δημακόπουλος, «Η συλλογή των τοπικών νομικών εθίμων και ό Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος», Νεοελληνική Παιδεία και Κοινωνία. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου στη μνήμη του Κ.Θ. Δημαρά, ’Αθήνα 1995,315Τ332. Από πλευράς ουσίας βλ. την ορθή κριτική του Μιχ. Σταθόπουλου, «Τα έθιμα, ό Maurer και ή νομοθετική πολιτική στον τομέα του αστικού δικαίου τον 19ο αιώνα» [ανωτέρω σημ. 1]. Ό ίδιος ό Καλλιγάς («Περί εθίμων», 275) είχε, δικαίως, σε πολύ μικρή εκτίμηση το αποτέλεσμα της συλλογής «των εθίμων διά της διοικητικής οδού, ήτις δεν προσέφερεν εγγυήσεις περί της ακρίβειας της. Εν τούτοις ή συλλογή, ήτις ένηργήθη διοικητικώς παρά του κ. Μάουρερ, θέλει είναι πάντοτε χρήσιμος διά να παρακινήση ακριβεστέραν έρευναν...». Λίγα χρόνια νεώτερος (1839), ήταν πολύ πε­ρισσότερο απόλυτος: «ώστε δύναται τις να ειπεί ότι εις την Ελλάδα αί συνήθειαι, αν ύπάρχουν, είναι παντελώς άγνωστοι. Άλλ’ ούτε έφροντίσαμεν να τας μάθωμεν, διότι δεν όνομάζω συλλογήν εθίμων την σειράν των μυθολογιών, ή οποία επί Μάουρερ απατηλώς πως συνετάχθη» («Περί συντάξεως πολιτικού κώδικος...», Μελέται, Α', 449).

[29] «Περί εθίμων»: Μελέται νομικαί..., Α', 275. Ή βασική εργασία για τον Παύλο Καλλιγά, ως προς τα βιογραφικά και την Ιδεολογία του, είναι τώρα ή διδακτορική διατριβή της Marie-Paule Masson-Vincourt, Paul Calligas (1814-1896): L’action politique et Voeuvre litteraire d’un liberalgrec, Montpellier 1987. "Ήδη σέ έντυπη έκδοση υπό τον τίτλο: Paul Calligas (1814- 1896) etlafondation de I’Etatgrec, Παρίσι-Montreal 1997. Έχει εξαγγελθεί ή δημοσίευσή της σε ελληνική μετάφραση, από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ειδικά για τα θιγόμενα εδώ θέματα: Κ. Πιτσάκης, «Καλλιγάς και Αρμενόπουλος: μία Ιστορία έρωτος και μίσους», Τα Ιστορικά, 14 (1997) [τευχ. 271, 259-296* Τρωιάνος, ΟΙ πηγές..., 335-348. Για τις θέσεις του Καλλιγά σε σχέση με την ιστορική σχολή του δικαίου: (αδημοσίευτη, από ότι γνωρίζω) εισήγηση της Βασιλικής Ρουστοπάνη-Neumann, «Ό Καλλιγάς και ή ιστορική σχολή του δικαίου», στην επιστημονική διημερίδα για τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Καλλιγά της Σχολής Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών με τη συνεργασία της ’Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (16-17 Σεπτεμβρίου 1996). Για τη νομική σκέψη του Καλλιγά πρβλ. στην ίδια επιστημονική συνάντηση: Ί. Κονιδάρης, «Ιστορικό- νομική θεώρηση τοΰ Θάνου Βλέκα του Παύλου Καλλιγά»· προηγουμένως του ίδιου, «Ό Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά: μία ιστορικονομική θεώρηση», ’Αφιέρωμα στον ΑνδρέαΑ. Γαζή [ανωτέρω σημ. 1], 291-312

[30]  Βισβίζης, «Ή Εξάβιβλος του Αρμενοπούλου...» [ανωτέρω σημ. 5], 171-172* Πιτσάκης, ρς' καί σημ. 78.

[31]  Πιτσάκης, αυτόθι, όπου και γενικότερα για τη στροφή της νομοπαρασκευαστικής προσπάθειας στην Ελλάδα, την εποχή εκείνη, προς τον Γαλλικό Κώδικα. Πρβλ. Τρωιάνος, «Από την Έξάβιβλο στα Βασιλικά», 702 και σημ. 37* Οι πηγές..., 330-331, 333-334. Δημακόπουλος, «Ή συλλογή των τοπικών νομικών εθίμων» [ανωτέρω σημ. 28], 329-330 και σημ. 33* «Ή νομοθετική επιτροπή...» [ανωτέρω σημ. 1], passim. Σταθόπουλος [ανωτέρω σημ. 1, 28] (είς: ’Αφιέρωμα στον Άνδρέα Α. Γαζή), 676-677.

[32]  Εν τούτοις ό Ρενιέρης, σε προσωπικό επίπεδο, είναι μεταξύ αυτών πού αντιτίθενται έντονα στην τάση αυτή είχε παλαιότερα κατηγορήσει τον Maurer ότι αποβλέπει να εισαγάγει στην Ελλάδα το δίκαιο του γαλλικού κώδικα στην Ελλάδα, παρά την παράδοση: Πιτσάκης [ανωτέρω σημ. 30-31]. Μεταφραστής το 1838, μαζί με τον Γ.Α. Ράλλη, του τότε περίφημου γερμανικού εγχειριδίου του ρωμαϊκού δικαίου του Ferdinand Mackeldey, θεωρείται ότι με την κίνηση αυτή αποσκοπούσε «να ανακόψει μία νέα προσπάθεια ορισμένων νομικών κύκλων για την αυτούσια εισαγωγή του Γαλλικού Αστικού Κώδικα», καθιστώντας «περισ­σότερο προσιτή τη γερμανική επιστημονική παραγωγή»: Troianos, “Von der Hexabiblos zu den Basiliken”, 135-136 = «Άπό την Έξάβιβλο στα Βασιλικά», 702-703 Οι πηγές..., 333-334, όπου και για τη σημασία πού προσέλαβε ή έκδοση αυτή στην εν συνεχεία εξέλιξη της νομικής πρακτικής στήν Ελλάδα.

[33]  «Περί συντάξεως πολιτικού κώδικος...», 451.

[34] Και τη θεματική αυτή όπως και άλλους συγγενείς προβληματισμούς- εισάγει κατ’ εξοχήν, κατά τρόπο άλλοτε εμφανή και άλλοτε λανθάνοντα, ή συζήτηση για το περιώνυμο ζήτημα των τόκων, το σημαντικότερο πρόβλημα «αντιφατικών» διατάξεων στην Εξάβιβλο το θέμα έχει πρόσφατα απασχολήσει ειδικά την ιστορική έρευνα (βλ. ανωτέρω σημ. 21 καί passim), και δεν θα αναφερθώ περαιτέρω σ’ αυτό.

[35] Έτσι π.χ. για την ακυρότητα γάμου, ως αποτέλεσμα της παραβιάσεως υφισταμένου κωλύματος: ή ακυρότης, ως κύρωση, σπανίως μνημονεύεται στις διατάξεις του βυζαντινού Ιδιωτικού δικαίου, και ειδικώτερα της Εξαβίβλου στούς Βυζαντινούς υπενοείτο σέ κάθε περίπτωση. Και όμως η ακυρότης του γάμου («χωρισμός», στή βυζαντινή ορολογία) μνημονεύεται ρητά σε ποινικές διατάξεις της Εξαβίβλου, οι όποιες μνημονεύουν παρεμπιπτόντως και την αστική κύρωση: προς τω χωρισμω καί τυπτέσθωσαν 6.4.2

[36]  Έτσι, κυρίως, για το σύνολο σχεδόν των «διατάξεων» από τούς «νόμους» του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτου, στον τέταρτο τίτλο του δεύτερου βιβλίου της Εξαβίβλου. Σήμερα γνωρίζουμε ότι, ούτως ή άλλως, οι διατάξεις αυτές εστερούντο αυτοκρατορικής κυρώσεως, και θα έπρεπε επομένως να μην ισχύουν, καί μόνον γιά τον λόγο αυτόν αλλά τότε ή αυτοκρατορική κύρωσή τους, ώς «έπαρχικών», κατά την πεπλανημένη ορολογία του Αρμενοπούλου, εθεωρείτο περίπου δεδομένη (βλ. κατωτέρω σημ. 63). Γιά το κείμενο αυτό (Εξάβιβλος 2.4.12-88: Heimbach, 238-290 = Πιτσάκης, 114-136) βλ. τώρα την πρώτη κριτική έκδοση της Catherine Saliou, Le traite d’urbanisme de Julien d’Ascalon [= Travaux et Memoires. Monographies, 8], Παρίσι 1996. Προηγουμένως:, M.Ja. Sjuzjumov, “O traktate Juliana Askalonita”,y472izcn«;« drevnost i srednie veka, 1 (1960), 3-34 Δ.Σ. Γκίνης, «Το Έπαρχικόν Βι- βλίον καί οί νόμοι Ίουλιανοΰ τοΰ Άσκαλωνίτου», ΕΕΒΣ, 13 (1937), 183-191* Άν. Χριστο- φιλόπουλος, Το Έπαρχικόν Βιβλίον Δέοντος του Σοφού καί αί συντεχνίαι εν Βυζαντίω [κατωτέρω σημ. 64 κ.έ.], 29 κέ Πιτσάκης λη'-λθ' πρόσφατα: J. Koder, Das Eparchenbuch Leons des Weisen [= Corpus Fontium Historiae Byzantinae 33], Βιέννη 1991, 35-36 καί passim πρβλ. στήν πρώτη έκδοση του Έπαρχικού Βιβλίου: J. Nicole, Le Livre du Prefet, Γενεύη 1893, 65-75. Για μία επισκόπηση του έργου βλ. πρόσφατα: Κ. Πιτσάκης, «Πόλεις και περιβάλλον στά βυζαντινά νομικά κείμενα: ή συλλογή του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτου στην Εξάβιβλο του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου» εις: Σπ. Τρωιάνος-Κ. Πιτσάκης, Φυσικό και δομημένο περιβάλλον στις βυζαντινές νομικές πηγές, Αθήνα 1998,63-162 Τρωιάνος, Οι πηγές, 97-98.

[37]  «Περί τόκου...», 58-60 [επίσης Νέοι, Πανδέκται 10 (1861), 441-454].

[38]  Αυτόθι (βλ. ανωτέρω σημ. 25). Βλ. και Σύστημα του Ρωμαϊκού Δικαίου, Α', 3Άθήνα 1878,48: «... αί εν αυτώ περιεχόμεναι των αυτοκρατόρων διατάξεις, και αυταί μόνον, ουχί αι εν άλλαις πηγαίς ανευρισκόμεναι... Ό περιορισμός ούτος... έχει την σπουδαίαν συνέπειαν ότι δεν εδόθη κύρος νόμου εις άγνωστους νεαράς αυτοκρατόρων, εκ τύχης ανακαλυπτομένας υπό των αναδιφούντων τα αρχαία»! Πρβλ. Troianos, «Von der Hexabiblos zu den Basiliken» 137-138 και σημ. 40 = «Από την Έξάβιβλο στα Βασιλικά», 703-704 και σημ. 44· ΟΙ πηγές..., 337-338 και σημ. 21.

[39]  «Περί της ανάγκης της ψηφίσεως τού νομοσχεδίου τού Αστικού Κωδικός», Εφημε- ρίς Ελληνικής και Γαλλικής Νομολογίας, 9 (1889), (31-) 35. Βλ. σχετικά: Δ.Σ. Γκίνης, «Ή ελληνική συμβολή εις την έρευνα της ιστορίας τού βυζαντινού και μεταβυζαντινού δικαίου», ΕΕΒΣ,ΊΑ (1954), (108-153) 111 σημ. 3·Πιτσάκης, ρη'· Τρωιάνος, ΟΙ πηγές..., 338-339.

[40]  «Από την Εξάβιβλο στα Βασιλικά», 704.

[41]  «Περί τόκου...», 59.

[42]  G.E. Heimbach, Const. Harmenopuli Manuale Legum sive Hexabiblos, Λειψία 1851. Γιά την έκδοση βλ. πρόχειρα: Πιτσάκης, ξε' - ξς'.

[43] Χάγη 1780. Για την έκδοση, πρόχειρα: Πιτσάκης, ξγ'- ξε'. Εν τούτοις και το κείμενο της έκδ. Reitz ήταν στην πραγματικότητα απρόσιτο: το 1833 «μόνος έχων εις την Ελλάδα την τελευταίαν έκδοσιν της 'Εξαβίβλου» ήταν ό μεταφραστής της Κ. Κλονάρης (Ναύπλιο* 1833) [ανωτέρω σημ. 4: Γκίνης, Περίγραμμα, άρ. 826· Πιτσάκης, οη'-οθ']. Στήν πράξη ή Έξάβιβλος ως τότε ήταν γνωστή από την εκπονημένη στην Αδριανούπολη, με πρωτοβουλία του μητροπολίτη της θρακικής Ηρακλείας Γερασίμου, παλαιότερη μετάφραση του ’Αλεξίου Σπανού (Βενετία 1744), το έργο πού, με τίς επανειλημμένες εκδόσεις του στα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας (1744-1820) και την ευρύτατη διάδοση και χρήση του, δημιούργησε την εξαιρετική νεοελληνική τύχη της Εξαβίβλου [Γκίνης, Περίγραμμα, άρ. 353, 407, 452, 499,586, 686· Πιτσάκης, οε'-ος']. Για τα πρόσωπα και τη μετάφραση βλ. παλαιότερα: Ν. Βέης, «Αρμενοπουλικά Άνάλεκτα. Η' Μεταφρασταί είς την κοινήν της Εξαβίβλου του Κ. Αρμενόπουλου», Τόμος Αρμενοπούλου, 371-381 Δ.Σ. Γκίνης, «Περί την μετάφρασιν της Έξαβίβλου υπό τού ’Αλεξίου Σπανού», αυτόθι, 173-178. Για το πρόσωπο τού μεταφραστή, παλαιότερα: Γ.Κ. Ύ[περίδης], «’Αλέξιος Σπανός, βιογραφικόν σχεδάριον«, Βίων (Σμύρνης), 1 (1878), 179 κ.έ.· Κ.Ι. Δυοβουνιώτης, «’Αλέξιος Σπανός», Ηπειρωτικά Χρονικά, 1 (1926), 206-218 [και τα δύο όμως δημοσιεύματα, ανεξάρτητα αλλήλων, επικεντρώνονται κυρίως στο μετρικό-ποιητικό έργο του Σπανού, τού οποίου και δημοσιεύουν αποσπάσματα]. Για τίς εκδόσεις: Ν. Βέης, «Αρμενοπουλικά Ανάλεκτα, Θ' Εκδόσεις εν τη κοινή της Έξαβίβλου τού Αρμενόπουλου», Τόμος Αρμενοπούλου, 381-395. 'Επομένως ή μετάφραση τού Σπανού ήταν το βιβλίο πού, με σχετική ευχέρεια, είχε κατορθώσει να βρει ό δικαστής εκείνος της καποδιστριακής εποχής («της ωγυγίου εποχής τού Κυβερνήτου»), πού, κατά το γνωστό ανέκδοτο, «ότε... ό Υπουργός της Δικαιοσύνης εσύστησε δΓ έγκυκλίου είς τούς δικαστάς να συμβουλεύωνται εκάστοτε τον Αρμενόπουλον και την Επιείκειαν,... απήντησεν ότι του Αρμενόπουλου απέκτησε αντίτυπον και το αναγινώσκει επιμελώς, αλλά της Επιείκειας, καίτοι ζητήσας, δεν ηδυνήθη να εύρη...» (Π. Καλλιγάς, Θάνος Βλέκας [1855], κεφ. η': έκδ. «Γαλαξίας», Αθήνα 1962, 63* εκδ. Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, φιλολ. επιμέλεια Ε.Ν. Χωραφάς [= Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 13], Αθήνα 1991,102· βλ. και στή σχολιασμένη μετάφραση της Marie-Paule Masson, Paul Calligas, Thanos Vlecas, Παρίσι-Montreal 1996,109 και 273-274 σημ. 146. Νικόλαος Δραγούμης

, Ιστορικαί Αναμνήσεις [1814,1879], επιμέλεια Άλκ. Αγγέλου, Α', Αθήνα 1973, 158-159). Για το ανέκδοτο βλ. Κονιδάρης, « Ό Θάνος Βλέκας...», (291-312) 305-306 και σημ. 29· Πιτσάκης, «Καλλιγάς και Άρμενόπουλος», 289-291. Στην κάλυψη του κενού σε αντίτυπα τού πρωτοτύπου κειμένου της Εξαβίβλου αποβλέπει ή δημοσίευση, ευθύς μετά την έκδοση τού διατάγματος τού 1835, με κυβερνητική πρωτοβουλία, της λεγομένης «εκδόσεως-των Αθηνών» της Εξαβίβλου, με βάση βέβαια το κείμενο της έκδ. Reitz [Γκίνης, Περίγραμμα άρ. 919· Πιτσάκης, ξε']· βλ. ειδικά: Ί. Βισβίζης, «Ή Εξάβιβλος τού Αρμενοπούλου και ή των Αθηνών έκδοσίς της του 1835», Τόμος Αρμενοπούλου, 163-172 [άνωτέρω σημ. 5]· πρβλ. Ν. Βέης, «Αρμενοπουλικά Ανάλεκτα. Θ' II. Εκδόσεις της Εξαβίβλου υπό Κ. Κλονάρη και Άνδρέου Κορόμηλά», αύτόθι, 395-396β. Για τίς νεοελληνικές τύχες της Έξαβίβλου βλ. γενικώτερα: Κ. Πιτσάκης, «Καλλιγάς και Αρμενόπουλος», ένθ’ άνωτ., καί: «Από του Αρμενοπούλου εις τον Μοντεχρίστον: ό Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος στη νεοελληνική παιδεία», Νεοελληνική Παιδεία και Κοινωνία [άνωτέρω σημ. 28], 333-362* «Ή μεταβυζαντινή Θράκη στις απαρχές της νεοελληνικής νομικής ιστορίας», Ή Μεταβυζαντινή Θράκη, 3° Διεθνές Συμπόσιο Θρακικών Σπουδών (Κομοτηνή 1998) [υπό εκτύπωση].

[44]  Το αντίτυπο του Σγούτα, με αφιέρωση του τυπογράφου-εκδότη, σήμερα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πειραιώς (άρ. 56).

[45]  Για τις άμεσες πηγές της Εξαβίβλου, βλ. πρόχειρα: Πιτσάκης, λα'-μ'· Τρωιάνος, ΟΙ πηγές..., 286-291, κυρίως 287. Ό Πρόχειρος Νόμος, βασικός κορμός της Έξαβίβλου, θα δημοσιευθή το 1837, δύο χρόνια μετά την έκδοση του διατάγματος (έκδ. Zacharia = Ζέπων, lus Graecoromanum, Β', 107-228). Ή «Μεγάλη Σύνοψις», το 1869 (έκδ. Zacharia = Ζέπων, lus Graecoromanum, Ε')’ μία προηγούμενη «έκδοσή» της από τον J. Leunclavius (1575) αποτελούσε, στην πραγματικότητα, μία πλήρη ανατροπή της δομής και εν μέρει του περιεχομένου της: “earn deformasse potius quam edidisse sit dicendus”· βλ. K. Πιτσάκης, «Johannes Leunclavius (1541-1594): μία επέτειος», Βυζανπακά, 15 (1995), (57-106) 75-80. Ή «Μικρά Σύνοψις» θά έκδοθή το 1856 (έκδ. Zacharia = Ζέπων, lus Graecoromanum, ς' 319-547). Ή «Πείρα», επίσης το 1856 (έκδ. Zacharia = Ζέπων, lus Graecoromanum, Δ' 1-260). Έτσι, από τίς βασικές πηγές της Έξαβίβλου, ακόμη και κατά τη δημοσίευση της κριτικής έκδοσης του Heimbach, μόνον ό Πρόχειρος Νόμος είχε έντυπη έκδοση.

[46] Κ.Ε. Zacharia von Lingenthal, lus Graecoromanum, III, Λειψία 1857 [= Ζέπων, lus Graecoromanum, A']. Ό Αρμενόπουλος γνώριζε τις νεαρές πού μνημονεύει μόνον από τα παραρτήματα της «Μεγάλης Συνόψεως». Έμμεση, μέσω των «Συνόψεων», ήταν ή γνώση του των ίδιων των Βασιλικών. Τα Βασιλικά (τυπικώς, μαζί με τίς νεαρές, βάση τού δικαίου πού ίσχυσε κατά την Επανάσταση, ως «νόμοι των αυτοκρατόρων») ανήκουν στις πηγές πού ήταν θεωρητικώς «γνωστές» στον νομοθέτη (στην έκδ. Fabrot του 1647). Υπήρχαν και ορισμένες σκιώδεις αναφορές στα Βασιλικά, στα επαναστατικά κείμενα, συνοδευόμενες από υπεραισιόδοξες, αφοπλιστικά αφελείς, προσδοκίες: «Ό Άρειος Πάγος να φροντίση να μεταφέρη εις την σημερινήν ελληνικήν γλώσσαν τούτο το μέρος [= το αστικό] των Βασιλικών, προσδιορίξωντας άντιφάσεις κατά το κοινώς συμφερώτερον» (Νομική Διάταξις της ’Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος Γ § 3· πρβλ. αυτόθι, ζ' § 1: Γκίνης, Περίγραμμα, άρ. 702). Στον ευρύτερο ελληνικό χώρο ή έκδ. Fabrot είχε φθάσει από το 1700, για τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθο Νοταρά (στην Κωνσταντινούπολη)· δύο επόμενες σειρές προορίζονταν, σύμφωνα με μαρτυρία επίσης τού Χρυσάνθου, για τον βοϊβόδα της Βλαχίας Κωνσταντίνο Basarab Brancoveanu καί τόν Νικόλαο ’Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτο, υιό τού εξ απορρήτων, και μελλοντικό ηγεμόνα της Βλαχίας επίσης: Δ.Γ. Αποστολόπουλος, «Τα Βασιλικά (έκδ. Fabrotus) στην Κωνσταντινούπολη, Ό Έρανιστής, 19 (1993), 330-332. Ευρεία χρήση της εκδόσεως των Βασιλικών γίνεται το 1765 (τελική μορφή: 1777) στή Βλαχία, στο Νομικόν Πρόχειρον τού Μιχαήλ Φωτεινοπούλου (Fotino): έκδ. Π. Ζέπος, Αρχείον Ιδιωτικόν Δικαίου, 17 (1954-1959) [βάσει τού χφ. Ίασίου 1697]· Π. Ζέπος - V. Georgescu - Ά. Σιφωνιού-Καράπα, Έπετηρίς τον Κέντρου Έρεννης της Ιστορίας τον Ελληνικού Δικαίου, 24- 26 (1977-1979) [βάσει τού Parisinus suppl. gr. 1323] (Γιά την παρουσία των Βασιλικών στον νομικό βίο των ηγεμονιών: Π. Ζέπος, στις εκδόσεις τού Φωτεινοπούλου, 17-19 και xlii-xliv, αντίστοιχα, και τίς εκεί παραπομπές· Pravilniceasca Condica 1780 [= Adunarea Izvoarelor Vechiului Drept Rominesc Scris 2], Βουκουρέστι 1957, 15 σημ. 2). Ό ίδιος ό μολδαβικός κώδικας Καλλιμάχη, το περισσότερο επηρεασμένο από τούς νεότερους ευρωπαϊκούς κώδικες νομοθέτημα των ηγεμονιών, θα επιδιώξει να εμφανισθεί ως αποδίδων δίκαιο των Βασιλικών. «βάσιν έχοντες εις τούτο τα Βασιλικά» [Εκδόσεις: Ζέπων, lus Graecoromanum, Η', (1-355) 7 Codul Calimach (= Adunarea Izvoarelor Vechiului Drept Rominesc Scris 3), Βου­κουρέστι 1958, 50· για την Ιδεολογική λειτουργία αυτής της αναφοράς πρβλ. Κ. Τριανταφυλλόπουλος, «Σημείωμα περί των ελληνικών εν Ρουμανία κωδικοποιήσεων», είς: Ζέπων, Η', (ix-xvi) xiii-xiv φαίνεται, μάλιστα, να δημιουργείται σχετικά πεποίθηση και στην Ελλάδα της Επανάστασης: μία γνωμοδότηση τού υπουργείου Θρησκείας προς το ’Εκτελεστικόν (άρ. 4207/1826: Γκίνης, Περίγραμμα άρ. 766) αναφέρεται σε διάταξη «τού εν Μολδαβία πολιτικού κώδικος των Βασιλικών» πλάνη ή ηθελημένη απόπειρα να προβληθεί ό, εξαιρετικά σύγχρονος αυτός κώδιξ, ακριβώς ως εύχρηστο εγχειρίδιο, υποτίθεται, τού Ισχύοντος δικαίου «των αειμνήστων ημών αυτοκρατόρων», και να διευκολυνθή υπό τη μορφή αυτή ή εισαγωγή του σε νομική χρήση στην Ελλάδα; Εν τούτοις στην πραγματικότητα στον κυρίως ελλαδικό χώρο, κατά την περίοδο της ’Επανάστασης, τα Βασιλικά είναι απολύτως ανεύρετα: «αλλά αυτούς τούς νόμους το υπουργείον, με όλας τας ακριβείς εξιχνιάσεις δεν ημπόρεσε να τούς επιτύχει ακόμη» (έγγραφο του υπουργείου Δικαίου προς το Εκτελεστικόν άρ. 626/1825: Γκίνης, Περίγραμμα, άρ. 759), με αποτέλεσμα να συνιστάται γενικώς, κατ’ ανάγκην, ή χρήση της Έξαβίβλου (βλ. και Ν.Κ. [ίσως Ν. Καλλέργης ή Ν. Καρόρης], Εφημερίς 'Αθηνών φ. 10 της 4 Όκτ. 1824: Αικ. Κουμαριανού, Ό Τύπος στόν Αγώνα, Α', ’Αθήνα 1971, 81 κ.έ.· για το κείμενο αυτό βλ. Πιτσάκης, ρα' σημ. 68· C. Argyriadis,“... Armenopulos und der Zeitgeist des 19. Jahrhunderts” [ανωτέρω σημ. Γ Τρωιάνος, ΟΙ πηγές..., 322J. Το ίδιο έτος (1825), το υπουργείο Δικαίου αναζητεί απεγνωσμένα, και βέβαια ανεπιτυχώς, τα άφαντα Βασιλικά σέ μοναστηριακές βιβλιοθήκες (έγγραφο προς τον ηγούμενο του Μεγάλου Σπηλαίου: Γκίνης, Περίγραμμα άρ. 757). «Και εδόθη μεν κατά πρώτον ισχύς νόμου εις τα Βασιλικά... ’Αλλά τούτο έγένετο κατ’ όνομα, διότι ουδέν αντίτυπον των Βασιλικών υπήρχε τότε παρ’ ημίν της δυσεύρετου εκδόσεως τού Φαβρότου, ώστε πάλι εις τον Αρμενόπουλον κατέφευγον οι τούς νόμους αναζητούντες» (Π. Καλλιγάς, Σύστημα..., 3Α', 48). Μόνον κατά την καποδιστριακή εποχή θα βρεθούν δύο σώματα της έκδοσης Fabrot, τα όποια ανήκαν στη λόγια οικογένεια των Αινιάνων και στον γραμματέα της Δικαιοσύνης ’Ιωάννη Γεννατα: Ί. Ζέπος, πρόλογος στα Βασιλικά, Α', ’Αθήνα (11896) 21910,5.

 

[47] Ανωτέρω σημ. 39.

[49]  Τρωιάνος, Οι πηγές..., 171-177.

[50]   A. Schminck, Studien zu mittelbuzantinischen Rechtsbiichem [= Forschungen zur byzantinischenRechtsgeschichte 13], Φραγκφούρτη 1986, κυρίως 1-15,55-107.

[51]  Th. E. van Bochove, To Date and Not To Date: on the Date and Status of Byzantine Law Books, Groningen 1996.

[52]  Βυζαντινή Ιστορία, B72,2Θεσσαλονίκη 1997,38 κ.έ.

[53]  Τρωιάνος, Οι πηγές..., 50, 160-167, όπου και ή προηγούμενη βιβλιογραφία’ πρβλ. τελευταία τις ad hoc συμβολές για τις νεαρές του Λέοντος (J.H.A. Lokin, S. Troianos, Ρ. Magdalino) είς: S. Troianos (Hrsg. von), Analecta Atheniensia ad ius byzantinum spectantia, I [= Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte, Athener Reihe 10], Άθήνα-Κομοτηνή 1997· για τα χαρακτηριστικά του νομοθετικού έργου του Λέοντος, κυρίως: Ρ. Magdalino, «The Non-Juridical Legislation of Leo VI», 169-182.

[54]  Για τίς εκδόσεις βλ. ανωτέρω σημ. 36. [Το κείμενο μόνον της έκδ. Nicole ανατυπώνεται εις: Ζέπων, Ius Graecoromanum, Β', 369-392. ’Ανατύπωση της έκδοσης Nicole, μέ τίς μεταφράσεις του κειμένου, φωτογραφική αναπαραγωγή του χφ και άλλο πλούσιο υλικό: I. Duj£ev, Το Επαρχικόν Βιβλίον, Λονδίνο 1970].

[55]  Τρωιάνος, Οι πηγές...., (219-222) 219-220, όπου και ή σχετική βιβλιογραφία.

[56]«Προβλήματα βυζαντινού κληρονομικού δικαίου επί Παλαιολόγων: ή λειτουργική ισχύς της νεαράς 26 Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου», Επιστημονική Επετηρίδα Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, 8 (1987), 91-127· και σε χωριστό τεύχος: Θεσσαλονίκη 1988.

[57]  «Παρατηρήσεις επί της φερομένης ώς νεαράς 26 τού Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου», Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, 70 (1995), 65-87.

[58]  «Περί τόκου...», 62.

[59]  Π. Καλλιγάς, Σύστημα...3,451-452 (§ 319), 458 (§ 324)· Π. Παπαρρηγόπουλος, Ενοχικόν Δίκαιον, Β', ’Αθήνα 1890, 101 (§ 74). Ό Καλλιγάς επισημαίνει ότι ή διάταξη Εξαβίβλου 3.8.43 περιέχει και ποινική κύρωση: Εί δέ τινες εύρεθώσι παρά τά διατεταγμένα διαπραττόμενοι <τυπτόμενοι> καί κουρευόμενοι εξοριζέσθωσαν (Heimbach, 448 = Πιτσάκης, 211· Έπαρχ. Β: .... είσκομιζέσθωσαν), πού δεν ίσχυσε βέβαια στην Ελλάδα, από την όποια όμως θα ήταν εύλογο να πιθανολογηθή ότι πρόκειται πράγματι για τυπικό νόμο· «άλλ’ έξ αυτής καί μόνης δέν δυνάμεθα να εικάσωμεν ότι ή διάταξις είναι αύτοκρατορική καί ότι έχει ισχύν νόμου, ώς παρ’ Άρμενοπούλω κειμένη», μή αποδεχόμενος οποιοδήποτε τεκμήριο αυτοκρατορικής προέλευσης των χωρίς αντίθετη ένδειξη διατάξεων της Εξαβίβλου (εδώ οι διατάξεις φέρουν στά χφφ απλώς την ένδειξη: έπαρχικόν). Στή διάταξη παραπέμπει, εν τούτοις, ρητά ως ισχύουσαν - και εν μέρει την τροποποιεί - το άρθρο 21 του β.δ. της 11.9.1850 περί εργολάβων δημοσίων και δημοτικών έργων αλλά, υποστηρίζει ορθά, από την άποψή του, ό Καλλιγάς «διά διατάγματος δεν ηδύνατο να δοθή ισχύς νόμου», σε μη αυτοκρατορική διάταξη περιεχομένη στην Εξάβιβλο, «ούτε διά διατάγματος ηδύνατο να τροποποιηθή ό παρ’ Άρμενοπούλω κείμενος νόμος, αν υπήρχε τοιούτος»· άρα οι σχετικές διατάξεις του διατάγματος Ισχύουν μόνον αν τα μέρη θέλησαν ρητώς να υπαχθούν σε αυτές. Ή αντίληψη αυτή, περί μη αυτοκρατορικής προελεύσεως, και επομένως περί μή Ισχύος στην Ελλάδα, αυτών των διατάξεων, διατηρείται και επαναλαμβάνεται και μετά το 1893, όταν πλέον είχε, υποτίθεται, γίνει γνωστή ή («αυτοκρατορική») προέλευσή τους: Έ Ζέπος, Κ. Ρακτιβάν (βλ. τίς παραπομπές στον Χριστοφιλόπουλο, Το Επαρχικόν Βιβλίον, 32 σημ. 2)· contra: Θ. Φλογαίτης, Δικαστικοί Νόμοι, Δ', β’Αθήνα 1888] 2Άθήνα 1904 [όπου ή Έξάβιβλος: βλ. Πιτσάκης, ξη'], 465 σημ. 1,467 σημ. 1, ό όποιος δέχεται την αυτοκρατορική προέλευση, άρα και την ισχύ, των διατάξεων (έτσι, εν μέρει, και ή νομολογία: βλ. την κριτική του Χριστοφιλοπούλου, ένθ’ ανωτέρω).

[60]  Έξάβιβλος 2. 4. 12-88 (Heimbach, 238-290 = Πιτσάκης, 114-136), με ελάχιστες πα­ρεμβολές κειμένων από άλλες πηγές. Βλ. πρόχειρα: Πιτσάκης, λη'-λθ' και του ίδιου «Πόλεις και περιβάλλον...» [ανωτέρω σημ. 36], 68-100.

[61]  Βλ. ειδικά, τελευταία: J. Koder [ανωτέρω σημ. 36], 35-36 (§ 2.2.3: “Das Verhaltnis des Eparchenbuches zu Julian von Askalon”). Τη νομοθετική κύρωση των «διατάξεων» του Ίουλιανού, αλλά ανεξάρτητα από οργανική σχέση τους με το Έπαρχικόν Βιβλίον, είχε πιθανολογήσει και ό Χριστοφιλόπουλος, Το Έπαρχικόν Βιβλίον...., 29-31· βλ. μετέπειτα του ίδιου: «Ζητήματά τινα εκ του Επαρχικού Βιβλίου», Ελληνικά, 11 (1939), (125-136) = Δίκαιον και ιστορία, Αθήνα 1973, (119-129) 119-121· «Περί το Επαρχικόν Βιβλίον», ΕΕΒΣ, 23 (1953) [: Κανίσκιον Φαίδωνι Κουκουλέ], (152-159) = Δίκαιον και Ιστορία, (130-137) 134-135.

[62]Βλ. ανωτέρω σημ. 36.

[63]«Αί έν τώ Άρμενοπούλου βιβλίω Β' τίτλο) Δ' αυτοκρατορικαι διατάξεις των άρθρων 13-24,28, 33,45-49,51-56, 76-78, 87 και 89 ορίζουσαι την από τού γειτονικού κτήματος απόστασίν περί την ανέγερσιν οικοδομών ή άλλων όμοιων έργων, ισχύουσι μόνον καθ’ όσον δεν κατηργήθησαν υπό τού διατ. της 3 ’Απριλίου 1835 περί υγιεινής οίκοδ. πόλεων και κωμών και τού ν. ΣΚΒ' της 20 ’Απριλίου 1867 περί εκτελέσεως των σχεδίων των πόλεων και κωμών. Όθεν έκαστην των διατάξεων τούτων δέον να παραβάλληται εν δεδομένω θέματι προς την διάταξιν των νεωτέρων νόμων, και ει μεν ευρίσκονται αντιφάσκουσαι ισχύει ή νεωτέρα, άλλως συνισχύουσιν άμφότεραι» Φλογαΐτης [ανωτέρω σημ. 58], ^Αθήνα 1888,292-293 σημ. 1. (Από τίς μνημονευόμενες εδώ διατάξεις, αυτές των §§ 45-46 δεν ανήκουν στη συλλογή τού Ιουλιανού: έχουν παρεμβληθεί από τον Αρμενόπουλο και περιέχουν τη μορφή υπό την οποία ή περίφημη διάταξη τού Ζήνωνος και ή νεαρά 63 τού Ιουστινιανού πού την τροποποιεί έχουν περιληφθεί στον Πρόχειρο Νόμο· έτσι ή αυτοκρατορική προέλευση των συγκεκριμένων διατάξεων ήταν, ούτως ή άλλως, δεδομένη, όπως και ό νομοθετικός τους χαρακτήρας). «Οι εν Άρμενοπούλω περιεχόμενοι περί αποστάσεως των οικοδομών απ’ άλλήλων νόμοι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων...» Φλογαΐτης, 293 (στο χωρίο 2.4.13). ’Αλλά και γενικότερα οι διατάξεις τού Ιουλιανού στον Αρμενόπουλο αντιμετωπίζονται από τον Φλογαΐτη ως ισχύον κατ’ αρχήν δίκαιο, το όποιο απλώς μπορεί νά καταργηθεί ή τροποποιηθεί μέ νεότερο νόμο· πρβλ. π.χ. αυτόθι, 331 σημ. 1 (στο 2.4.78): «Αι περί τού τρόπου κατασκευής αποπάτων διατάξεις αντικατέστησαν διά των περί οικοδομών εκδοθέντων αστυνομικών ορισμών (Άστυν. Ν. άρθρ. 54 κ.λπ....)». ’Εντάσσει, άλλωστε, το σύνολο των διατάξεων τού Ιουλιανού (στο κείμενο της Έξαβίβλου) στους Δικαστικούς Νόμους, χωρίς να σημειώνει, όπως πράττει αλλού σέ ανάλογες περιπτώσεις, ότι δεν Ισχύουν. Μόνον στο «μετρολογικό» χωρίο 2.4.12 σημειώνει: «Δεν ισχύει παρ’ ημίν τανύν το σύστημα τούτο των μέτρων», αλλά μόνον «άτε άντικατασταθέν δι’ ετέρου συστήματος μετρικού, καθιερωθέντος διά τού δ. της 28 Σεπτεμβρίου 1836 περί μέτρων και σταθμών»· στην πραγματικότητα, το παρέμβλητο αυτό χωρίο είναι, ούτως ή άλλως, ξένο και προς τη συλλογή τού Ιουλιανού, και προφανώς και προς την παλαιότερη παράδοση τού κειμένου τού Αρμενοπούλου: βλ., πρόχειρα, Πιτσάκης, «Πόλεις καί περιβάλλον...», 92-95 καί σημ. 28-29, και την εκεί βιβλιογραφία.

[64]   Έτσι κυρίως ή νομολογία: «Οι εν Άρμενοπούλω περιεχόμενοι περί άποστάσεως των οικοδομών απ’ άλλήλων νόμοι των Βυζαντινών αύτοκρατόρων δεν δύνανται να θεωρηθούν υπαγόμενοι εις τούς αστικούς νόμους, και επομένως κατά το δ. της 23 Φεβρουάριου 1835 δεν ισχύουσι παρ’ ήμίν, διότι έχουσι χαρακτήρα αστυνομικόν, συμφώνως προς τας τότε γειτονικάς σχέσεις ΑΠ 67/76. Συνωδά προς την άπόφασιν ταύτην άποφαίνονται και αι ΑΠ 291/49 και 48/50. Ψέγει την γνώμην ταύτην εικότως Οικονομίδης!» Φλογαΐτης, 293 (στό χωρίο 2.4.13). «Ή εν Άρμενοπούλω διάταξις της 33 παραγράφου και λοιπών δεν ισχύει, ως άφορώσα εις μέτρον αστυνομικόν AH 291/49,48/50· άλλ’ ίδε ήμετέραν σημείωσιν υπό την § 13» Φλογαΐτης, 306 (στό χωρίο 2.4.33). Πάντως το ίδιο γίνεται δεκτό νομολογιακά και για την ίδια την περίφημη πολεοδομική διάταξη του Ζήνωνος, όπως αυτή περιέχεται στον Ιουλιανό το αναμφισβήτητο εδώ της «αυτοκρατορικής»-νομοθετικής της προέλευσης δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αφού ό ίδιος χαρακτήρας αποδίδεται, όπως είδαμε, κατ’ αρχήν και στις «διατάξεις» του Ιουλιανού: «Ή δε διάταξις του Ζήνωνος, ως άφορώσα εις μέτρα άστυνομικά περί οικοδομών των τότε χρόνων, επομένως αναγομένη εις το δημόσιον δίκαιον, δεν Ισχύει παρ’ ημίν ΑΠ 291/49, 48/50». «Εσφαλμένη καθ’ ημας ή γνώμη περί της μη ισχύος της διατάξεως του Ζήνωνος», προσθέτει, και εδώ, ό Φλογαΐτης, 322 (στο χωρίο 2.4.51). Ό Χριστοφιλόπουλος δεν φαίνεται να αναφέρεται ειδικά στο θέμα της ισχύος των «διατάξεων» του Ιουλιανού αλλά, όπως είδαμε [άνωτέρω σημ. 60], δέχεται, κατ’ αρχήν, ότι και ή συλλογή αυτή είχε λάβει νομοθετική κύρωση στο Βυζάντιο.

[65]  Χριστοφιλόπουλος, Το Έπαρχωόν Βιβλίον..., 32-35 («Σημερινή ισχύς του Επαρχικού»), 32-35, όπου και εκτεταμένη βιβλιογραφία· εδώ: 33.

[66]  ’Ανωτέρω σημ. 37.

[67]  Χριστοφιλόπουλος, 33.

[68]  Τρωιάνος, ΟΙ πηγές..., 339.

[69]  Ανωτέρω σημ.41.

[70]  ’Ανωτέρω σημ. 57.

[71]  Χριστοφιλόπουλος, 34. Την αντικρουόμενη άποψη «προέβαλαν επιβοηθητικώς ό Κ. Ρακτιβάν»: αυτόθι σημ. 1.

[72]  Το επιχείρημα είχαν έπικαλεσθή οί Μαριδάκης-Πράτσικας: Χριστοφιλόπουλος, 35 καί σημ. 1 βλ. τή σχετική βιβλιογραφία αυτόθι σημ. 2-3.

[73]  Βλ. τα χωρία αυτά (δύο ενότητες) ανωτέρω στο κείμενο. Τα λοιπά χωρία του Έπαρχικού Βιβλίου πού περιέχονται στην Εξάβιβλο δεν αμφισβητείται ότι αναφέρονται σε ύλη δημοσίου δικαίου, και επομένως δεν θα είχαν, ούτως ή άλλως, εισαχθή στην Ελλάδα: ΈπαρχΒ 2.5 = Έξάβ. 6.14.16* ΈπαρχΒ 18.2 = Έξάβ. 2.5.8 ΈπαρχΒ 18.5 = Έξάβ. 6.14.12 ΈπαρχΒ 20.3 = Έξάβ. 6.14.13 (Χριστοφιλόπουλος, 32 σημ. 1). Όλες μάλιστα, πλήν μιας, είναι ποινικές διατάξεις (βιβλ. 6.14), των οποίων ή εισαγωγή θα ήταν αδιανόητη.

[74]  Από το διαφημιστικό υλικό της εκδόσεως: γιατί ό ίδιος εκδοτικός οίκος (Φέξη) είχε εκδώσει την ελληνική μετάφραση του Πανδέκτη από τον Ήλ. Λιακόπουλο, καθώς και μεταφράσεις βασικών εγχειριδίων του Pandektenrecht· είχε προηγηθεί ή έκδοση των Βασιλικών από τον Ί. Ζέπο, ’Αθήνα 1896 21910. Είναι εντυπωσιακή ή πλήρης διαφοροποίηση πού έχει επέλθει σε σχέση με την αρχική περίοδο μετά την έκδοση του διατάγματος του 1835, πού ήταν επικεντρωμένη στην Εξάβιβλο ως ισχύουσα αστική νομοθεσία. 'Όταν ό Λ. Σγούτας, Θέμις, 7 (1856), 328 σημ. 1, ανάγγελλε την έναρξη δημοσιεύσεως, κατά το ίδιο εκείνο έτος, του προτύπου της εκδόσεως των Ζέπων, του lus Graecoromanum τοΰ Zacharia, μέ την έκδο­ση της «Πείρας», παρουσίαζε το όλο εκείνο ιστορικό εκδοτικό εγχείρημα ώς ενασχόληση «εις την εκδοσιν των πηγών του Αρμενόπουλου»: οι πηγές του βυζαντινού δικαίου ενδιαφέρουν τότε ακόμη μόνον εκ τοϋ γεγονότος ότι αποτελούν (ή καθ’ ό μέτρον μόνον αποτελούν) πηγές του Αρμενόπουλου. Είδαμε άλλωστε [ανωτέρω σημ. 44] ότι ό Σγούτας υπήρξε και ό εμπνευστής της εκδόσεως Heimbach της Εξαβίβλου, και πάλι με την Ιδιότητά της ως πολιτικού νόμου του ελληνικού κράτους και σέ συσχετισμό με τις ανάγκες της τρέχουσας νομικής πρακτικής στην Ελλάδα. Βεβαίως το κύριο δράμα της ιστορικής σχολής, ή σύνταξη «εθνικού» κώδικα, διατηρείτο: «τα πάτρια μνημεία και... την αναγκαία μελέτην των πηγών τούτων, άνευ των οποίων ό πολιτικός ημών κώδηξ δεν θέλει είναι ειμή απλή απομίμησις του γαλλικού κώδικος, ουδέν πάτριον περιέχων» (Σγούτας, αυτόθι, 328 σημ. 1).

[75]  Γ. Μπαλής, «Ή κατά πλάνην εν Έλλάδι εφαρμογή αστικού δικαίου μήποτε εισαχθέντος», Μελέται επί τού ισχύοντος αστικού δικαίου, Αθήνα [1927] 21938,141-159 [προηγου­μένως: Εφημερίς Ελληνικής και Γαλλικής Νομολογίας, 28 (1908-1909)]· βλ. και τον «αποχαιρετισμό» τού Χρ. Πράτσικα, κατά την εισαγωγή τού ΑΚ: «Αντί επικήδειου εις Άρμενόπουλον», Θέμις, 51 (1940), 270 (ειδικό τεύχος της 15.3.1940). Πρβλ. Κ. Τριανταφυλλόπουλος, «Το νομοθέτημα περί Αρμενόπουλου και εθίμων και ή έκθεσις της Νομοθετικής Επι­τροπής», Επίσημα Πρακτικά Πρώτου Συνεδρίου των Δικηγορικών Συλλόγων τού Κράτους, ’Αθήνα 1928, 286-298· Ί. Βισβίζης, «Το υπουργικόν σχέδιον τού Β. Διατάγματος της 23 Φεβρουάριου 1835», Έπετηρίς τού Αρχείου Ιστορίας Έλληνικού Δικαίου της ’Ακαδημίας Αθηνών, 3 (1950), 1-7 Δημακόπουλος, «Ή νομοθετική επιτροπή τού 1835» [άνωτέρω σημ. 1]. Γιά τίς γνώμες των Ελλήνων νομομαθών σχετικά μέ το δίκαιο πού εισήχθη με το διάταγμα βλ. Χριστοφιλόπουλος, 33-34 σημ. 2, 35 σημ. 3 (συμπεριλαμβανομένων και αυτών πού διατυπώνουν αντίθετη γνώμη προς τον συγγραφέα ή εμμένουν στο δίκαιο της Εξαβίβλου). Ό Χριστοφιλόπουλος πάντως ρητά επαναλαμβάνει ότι «ή εν τω Διατάγματι μνεία της Εξαβίβλου είναι απλώς ενδεικτική προχείρου συλλογής, ως πιστούται σήμερον ανενδοιάστως...» [από την έκθεση της Νομοθετικής Επιτροπής]: αυτόθι, 33 σημ. 1 - Σήμερα βλ. τελευταία: Τρωιάνος, Οι πηγές..., 331 («Πρέπει ωστόσο να θεωρηθή περισσότερο από πιθανό δτι οι συντάκτες [τού διατάγματος] ήθελαν να ισχύσουν κατ’ αρχήν ως αστικό δίκαιο οι αυτοκρατορικοί νόμοι πού περιέχονταν στην Εξάβιβλο»).

[76]  Χριστοφιλόπουλος, 33. ’Εν τούτοις, το επιχείρημα είναι αντιστρέψιμο: ό νομοθέτης δεν προέβη σε δημοσίευση των πηγών, ακριβώς γιατί δεν εισήγαγε γενικώς τις πηγές του «βυζαντινορρωμαϊκοΰ» δικαίου, αλλά, ώς «κώδικα», μία συγκεκριμένη, γνωστή και έκδεδομένη συλλογή.

[77]  Βλ. ανωτέρω, στο κείμενο, για τον νόμο περί ενηλικότητας του 1836· σχετικά βλ. και Τρωιάνος, Οι πηγές..., 331.

[78]  Αποδίδεται στον Jean de Santeul (1630-1697).