Digesta 2000

Ο Ν. ΣΑΡΙΠΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

X. Αργυριάδου-Κερβεγκάν
Επίκουρη Καθηγήτρια Νομικής Πανεπιστημίου Rouen

Για να ανοίξετε το αρχείο σε μορφή pdf πατήστε εδώ 

 

Στον ευρωπαϊκό χώρο το ζήτημα της διάκρισης της εκτελεστικής από την νομο­θετική εξουσία καθώς και της εξάσκησης νομοθετικού έργου από το εκτελεστικό σώμα αποτελεί ένα πολύ ζωντανό πρόβλημα προς το τέλος του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα στην Ιταλία η βουλή καλείται το 1894 να παραχωρήσει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα μερικών μηνών όλες τις εξουσίες και το νομοθετικό δικαίωμα στον βασιλιά με τον σκοπό να αναδιοργανώσει τον δημόσιο τομέα. Το γεγονός αυτό προκαλεί το έντονο ενδιαφέρον των δημοσιολόγων των υπολοίπων κρατών, οι οποίοι το σχολιάζουν επί μακρόν[1]. Παράλληλα στον γερμανικό χώρο το ζήτημα της νομοθετικής αρμοδιότητας του βασιλιά μετά την εισαγωγή του συνταγματικού συστήματος στην Πρωσσία το 1850 αποτέλεσε ένα φλέγον πρόβλημα της γερμανικής νομικής επιστήμης στις αρχές του 20ου αι. όπως μαρτυρούν οι δημοσιεύσεις πάνω στο θέμα αυτό[2].

Στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι ο θρόνος και συγκεκριμένα ο Γεώργιος Α' σε όλη την διάρκεια της βασιλείας του αναμείχθηκε στην πολιτική, εσωτερική και εξωτερική, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του λαού, και αλλεπάλληλες συγκρούσεις με τον πολιτικό κόσμο, όλως ιδιαιτέρως κατά την περίοδο των κυβερνήσεων Τρικούπη-Δηλιγιάννη[3]. Ιδιαίτερα μετά το 1897 οι ρυθμιστικές δυνατότητες του βασιληά Γεωργίου Α' στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική είναι πολύ

 

εκτεταμμένες. Είναι φυσικό ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί πρόκληση για τους νομικούς που καλούνται να διαπραγματευθούν το ζήτημα από δογματική και συ­νταγματική άποψη.

Το πρόβλημα της ανάμειξης του βασιληά ως αρχηγού του εκτελεστικού σώματος στην ενεργό πολιτική -και συνεπώς και στην νομοθετική δραστηριότητα- με­ταφρασμένο στην νομική γλώσσα θέτει τους νομικούς μπροστά στο πρόβλημα της διάκρισης των εξουσιών στην Ελλάδα, από συνταγματική άποψη, και του επιτρεπτού ή όχι της ανάμειξης της μιας στο έργο της άλλης.

Στον Ν.Ν. Σαρίπολο ανήκει το προνόμιο ότι έθεσε για πρώτη φορά ανοιχτά το πρόβλημα της νομοθετικής εξουσίας του βασιληά, καθώς οι συνταγματολόγοι και δημοσιολόγοιτου 19ου αι. δεν είχαν μέχρι στιγμής διαπραγματευθεί διεξοδικά το ζήτημα. Στο κείμενό του “Περί του κανονιστικού δικαιώματος του βασιλέως και περί των αναγκαστικών διαταγμάτων” δημοσιευμένο το 1903, διαπραγματεύεται στις αρχές του 20ου αι. τις θεωρίες περί διακρίσεως των εξουσιών, καθώς και την προβληματική περί νόμου και διατάγματος, όπως αυτή εκτέθηκε στην γαλλική και γερμανική επιστήμη, ενώ συγχρόνως επιχειρεί την οριοθέτηση από νομική άποψη των αρμοδιοτήτων του βασιληά, σύμφωνα με το ελληνικό σύνταγμα, μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.

  1. Η ξένη νομική σκέψη

α. Γαλλία

Πράγματι το πρόβλημα που θίγει ο Σαρίπολος αφορά την έκταση και τον φορέα της νομοθετικής εξουσίας και ευρύτερα την διάκριση νόμου-διατάγματος. Το ζήτημα της νομοθετικής εξουσίας και του χαρακτήρα του νόμου έχει αποτελέσει αντικείμενο της φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης των Lock, Montesquieu και Rousseau. Αν η σκέψη των Λοκ και Μοντεσκιέ επιμένει περισσότερο στην διάκριση των εξουσιών και δεν αναλύει το θέμα της διαφοροποίησης νόμου-διατάγματος, ή δεν αναγνωρίζει την δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων στην εκτελεστική εξουσία[4], ο Ρουσσώ αναφέρεται στο εν λόγω ζήτημα και αναγνωρίζει στην εκτελεστική εξουσία την δυνατότητα να εκδίδει ειδικές πράξεις για την εκτέλεση των νόμων και όχι βασισμένη σε δική της πρωτοβουλία. Στην περίπτωση αυτή η εκτελεστική εξουσία μεταφράζει σε απτές (νομικές) πράξεις την αφηρημένη θέληση του νομοθέτη. Πέρα από τα όρια αυτά, μόνον ο δικτάτωρ έχει την δυνατότητα να κάνει χρήση κάποιας νομοθετικής δραστηριότητας, χωρίς όμως να αντικαθιστά την νομοθετική εξουσία του λαού[5].

Η γαλλική επανάσταση βρέθηκε στην δύσκολη θέση να πρέπει να εφαρμόσει στην πραγματικότητα τις θεωρίες αυτές και να βρει το σωστό μέτρο ανάμεσα στις πολιτικές εντάσεις και την νομική-πολιτική θεωρία. Έτσι η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου του 1789 υιοθετεί την άποψη του Ρουσσώ σύμφωνα με την οποία ο νόμος είναι η έκφραση της γενικής θέλησης[6]. Το σύνταγμα του 1791 ρυθμίζει την διαίρεση των εξουσιών, ανάμεσα στον βασιληά και το νομοθετικό σώμα. Ο νόμος σύμφωνα με αυτήν την άποψη καλύπτει τις σχέσεις κράτους-πολίτη ή τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Φορολογικά θέματα, ή ακόμα και η νομοθετική ρύθμιση της οργάνωσης του στρατού δεν αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εργασίας[7]. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον βασιληά, ο οποίος δεν έχει καμία δυνατότητα ανάμιξης στην νομοθετική. Μόνες βασιλικές πράξεις που άπτονται της νομοθετικής εξουσίας είναι το δικαίωμα της αρνησικυρίας σε προτάσεις νόμου του κοινοβουλίου καθώς και η πρόσκληση του νομοθετικού σώματος να επιληφθή και να νομοθετήσει επί ορισμένου θέματος. Αυτή η τελευταία εξουσία αποτελεί μάλλον επίδραση του αμερικανικού πολιτειακού συστήματος. Πράγματι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών μπορεί αποκλειστικά και μόνον να επιστήσει την προσοχή της Γερουσίας σε ορισμένα ζητήματα. Όσον αφορά το δικαίωμα της αρνησικυρίας, κατά το γαλλικό σύνταγμα του 1791, η πρόταση νόμου που δεν γινόταν αποδεκτή από τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, τον βασιληά, αποκτούσε κύρος νόμου μετά από πρότασή της από το βουλευτικό σώμα κατά τις δύο επόμενες βουλευτικές περιόδους[8]. Έτσι η συντακτική βουλή, επανδρωμένη με αξιόλογους επαναστάτες και φιλοσόφους, έμεινε πιστή στην άποψη της άδολης ανθρώπινης φύσης όταν αυτή ζει κάτω από συνθήκες ελευθερίας. Περιόρισε όσο το δυνατόν περισσότερο την εκτελεστική εξουσία και φυσικά δεν προείδε κανένα είδος νομοθετικής δραστηριότητας για τον βασιληά. Η συνταγματική πράξη των Γιακοβίνων (1793), πιο ριζοσπαστική, διακρίνει ανάμεσα σε νόμο και διάταγμα, βάσει εξωτερικών κριτηρίων. Ενώ τα διατάγματα μπορούν να αφορούν ζητήματα που είναι δυνατόν να ρυθμιστούν και με νόμο, η διάρκεια ισχύος και η έκταση του διατάγματος είναι πιο περιορισμένη από αυτήν του νόμου. Στην ουσία μόνον το σύνταγμα του 1795 προέβλεψε διάκριση νόμου και διατάγματος βάσει της εκδιδούσας αρχής. Το Διευθυντήριο (1795) είχε την δυνατότητα να εκδίδει νομοθετικές πράξεις, ανεξάρ­τητα από την νομοθετική εξουσία, σύμφωνες με τους νόμους, προβλέποντας την εκτέλεσή τους. Συνεπώς στο τέλος της Γαλλικής Επανάστασης η εκτελεστική εξου­σία απελευθερώνεται από την επιτροπεία της νομοθετικής και αποκτά αυτοδύναμο νομοθετικό δικαίωμα, έστω και αν τυπικά είναι περιορισμένο. Την τάση αυτή θα επικυρώσει η ναπολεόντεια περίοδος που στην πλειονότητα των κρατικών υποθέσεων θα ανατρέψει την επαναστατική πρακτική και θα δώσει το προβάδισμα μεταξύ των δύο εξουσιών στον πρώτο ύπατο και αργότερα στον αυτοκράτορα. Έτσι τα ναπολεόντεια διατάγματα απέκτησαν ισχύ νόμου, αφού ποτέ δεν προσβλήθηκαν ως αντισυνταγματικά σύμφωνα με τους τύπους που προέβλεπε το σύνταγμα, παρ’ όλο ότι κατ’ ουσίαν ήσαν αντίθετα στο σύνταγμα[9].

Στην μετέπειτα περίοδο η νομοθετική εξουσία ανατέθηκε δύο φορές στην εκτελεστική: μία φορά αναδρομικά με το σύνταγμα του 1852 κατά το οποίο τα δια­τάγματα που είχε εκδόσει ο πρόεδρος της δημοκρατίας Louis-Napoleon Bonaparte στο διάστημα μετά το κίνημα της 2ας Δεκεμβρίου 1851 μέχρι το σύνταγμα της 14 Δεκεμβρίου 1852 αποκτούσαν αναδρομικά ισχύ νόμου.

Η δεύτερη φορά κατά την οποία το εκτελεστικό σώμα εξασκούσε νόμιμα την νομοθετική εξουσία ήταν το 1870-71 όταν κατά τα επαναστατικά γεγονότα της κομμούνας του Παρισιού η προσωρινή κυβέρνηση «εθνικής άμυνας» είχε την δυ­νατότητα να εξασκείτο νομοθετικό έργο.

Ως προς τα λοιπά η εκτελεστική εξουσία είχε στη Γαλλία αναγνωρισμένη από το σύνταγμα την δυνατότητα να εκδίδει κανονιστικά διατάγματα για την εκτέλεση των νόμων.

β. Γερμανία

Η γερμανική πολιτική και νομική πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η νομική σκέψη διακρίνεται σε δύο σχολές: Κατά μία άποψη το γερμανικό πολιτικό σύστημα του Ancien Regime προσδίδει στις σχέσεις ηγεμόνα-λαού ένα κυριαρχικό χαρακτήρα στον οποίο ο λαός βρίσκεται σε θέση υποταγής. Ο ηγεμόνας εξασκεί διάφορες εξουσίες για την διακυβέρνηση της επικράτειας (αστυνομική εξουσία, εκτελεστική εξουσία κ.λπ.), στο πλαίσιο των οποίων εντάσσεται και η νομοθετική εξουσία. Η δεύτερη θεωρία έχει μια ορθολογιστική κατεύθυνση. Κατ’ αυτήν βάση της κοινωνικής συμβίωσης είναι η φυσική κατάσταση, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ενός κράτους. Οι διανθρώπινες σχέσεις βασίζονται στο κοινωνικό συμβόλαιο. Οι εξουσίες του κράτους αποτελούν ένα αφηρημένο ενιαίο σύνολο, δηλ. δεν αποτελούν αποκλειστικό δικαίωμα του μονάρχη. Κάποτε οι δύο αυτές θεωρίες συναντιόνται σε μια νέα μορφή στην οποία τα δικαιώματα του μονάρχη ανήκουν πλέον στο απρόσωπο κράτος[10]. Με αυτήν την έννοια, όπως παρατηρεί ο Bockenforde, η παλαιά γερμανική θεωρία περί κράτους δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη συνοχή[11]. Η νομοθετική εξουσία εμφανίζεται σαν κυριαρχικό δικαίωμα και όχι σαν λειτουργία του κράτους. Μέσα από την επιρροή της ορθολογικής θεωρίας γίνεται τελικά, χάρη στον Ν. Th. Gonner[12], στην αρχή του 19ου αι., η μεταβίβαση από την αντίληψη της νομοθεσίας ως κυριαρχικού δικαιώματος στην αποδοχή της ως κρατικής λειτουργίας.

Κατά βάση η γερμανική επιστήμη του 19ου αι. εναποθέτει στην θέληση του κρά­τους κάθε νομοθετική ρύθμιση. Όντως στην γερμανική σκέψη η πρόσβαση του πολίτη προς το κράτος στηρίζεται κατά βάθος σε μία ηθικό-χριστιανική σχέση[13]. Έτσι όλη η θεωρία περί νόμου και περαιτέρω η θεωρία του κράτους δικαίου που αναπτύχθηκε στην γερμανική επιστήμη, όλως ιδιαιτέρως ο θετικισμός όπως τον εξέφρασε ο Georg Jellinek[14], έρχεται σε αντίθεση με την γαλλική σκέψη και αποδίδει στην θέληση του κράτους εξαιρετική σημασία, γενεσιουργό των κανόνων δικαίου[15]. Η άποψη αυτή αντιλέγει στην θεωρία του Ρουσσώ, καθώς και στην Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου του 1789, σύμφωνα με την οποία ο νόμος είναι η έκφραση της γενικής θελήσεως του λαού[16]. Από γαλλική πλευρά, συγκεκριμένα ο L. Duguit αντιμάχεται τις γερμανικές θεωρίες στο σύγγραμά του L’ Etat[17] το 1901. Κατά τον Jellinek και την γερμανική θεωρία, νόμος καθ’ ύλην υπάρχει όταν η πράξη της αρχής, νομοθετικής ή εκτελεστικής, περιέχει κανόνα δικαίου. Κανόνας δικαίου μπορεί να ενυπάρχει τόσο σε μια γενικού χαρακτήρα πράξη όσο και σε μια ειδικού χαρακτήρα, πράξη δηλ. που αφορά περιορισμένο αριθμό ατόμων. Αντίθετα η γαλλική θεωρία δέχεται πως μόνον οι πράξεις γενικού χαρακτήρα μπορούν να περιέχουν κανόνα δικαίου.

Κατά βάθος η διαφορά μεταξύ γαλλικής και γερμανικής θεωρία έγκειται στο γεγονός ότι όπως τονίζει ο Duguit κατά την γαλλική θεωρία το κράτος απλώς δια­πιστώνει ή επιβεβαιώνει με τον νόμο την ύπαρξη ενός κανόνα δικαίου, ενώ κατά την γερμανική θεωρία, το κράτος με τον νόμο δημιουργεί ένα κανόνα δικαίου[18].

Στην ουσία η αντιπαράθεση των δύο θεωριών οδηγεί σε μια ευρύτερη αντίθεση ανάμεσα σε δύο οπτικές: στην θεωρία περί νόμου αντικατοπτρίζεται η σχέση ατό- μου/πολίτη και κράτους. Κατά τους Laband και Jellinek, από γερμανική πλευρά, όσο πιο περιορισμένο είναι το νομικό πεδίο δράσης του πολίτη, τόσο ευρύτερο είναι το πεδίο δράσης του κράτους[19]. Και αντίθετα, αν το πεδίο δράσης του κράτους είναι περιορισμένο, τότε το πεδίο δράσης του πολίτη είναι ευρύτερο. Με την έννοια αυτή η νομική σφαίρα του ατόμου, του πολίτη, δεν πηγάζει από το φυσικό δίκαιο, όπως παραδέχεται η γαλλική θεωρία, η οποία θέτει σαν ύψιστη αρχή της νομικής τάξης στην κοινωνία τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη. Αντίθετα, σύμφωνα με την γερμανική θεωρία την νομική σφαίρα δράσης του πολίτη ορίζουν ο νόμος, και κατ’ ουσίαν το κράτος.

Στα γερμανικά συντάγματα μέχρι το 1848 δεν τίθεται ζήτημα διάκρισης των εξουσιών. Ο εκάστοτε επικεφαλής του κράτους, άρχων ή βασιληάς, θεωρείται και μόνος μη ελεγχόμενος νομοθέτης. Σε σπάνια ζητήματα απαιτείται η συμμετοχή των σωμάτων που αντιπροσωπεύουν τους υπηκόους. Πρώτο το σύνταγμα της Πρωσσίας της 31 Ιανουάριου 1850 αναγνωρίζει στα σώματα που απαρτίζουν την νομοθετική εξουσία την δυνατότητα συμμετοχής στο νομοθετικό έργο[20]. Από την εποχή αυτή και έπειτα η συνταγματική έννοια του νόμου κάνει την εμφάνισή της στο σύνταγμα του βορειογερμανικού συνδέσμου (Norddeutscher Bund) και κατόπιν της γερμανικής αυτοκρατορίας. Η μοντέρνα έννοια του διατάγματος εισέρχεται στην γερμανική επιστήμη και νομοθετική πρακτική μετά το 1848 και αποτελεί επιρροή της γαλλικής νομικής σκέψης και περισσότερο των πολιτικών εξελίξεων. Το ερώτημα που τίθεται στους γερμανούς νομικούς μετά το πέρασμα από ένα σύστημα απολύτου μοναρχίας, ancien regime, σε ένα ιδιότυπο κοινοβουλευτικό σύστημα, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1848, είναι ποιά ακριβώς νομοθετικά δικαιώματα διατηρεί ο βασιληάς της Πρωσσίας μετά την θέση σε ισχύ του πρωσσικού συντάγματος του 1850 και την εισαγωγή του νομοθετικού σώματος αποτελούμενου από δύο βουλές[21]. Σε αντίθεση με το γαλλικό σύστημα όπου το δικαίωμα έκδοσης διαταγμάτων συμφώνων με το σύνταγμα πηγάζει από αυτό το σύνταγμα, στα γερμανικά κράτη το δικαίωμα αυτό θεωρείται ότι ανήκει καθ’ εαυτό στον βασιληά. Συνεπώς ο αρχηγός του κράτους μπορεί να νομοθετεί διά διατάγματος κατ’ αρχήν σε όλα τα θέματα στα οποία δεν είναι απαραίτητη η συμμετοχή των σωμάτων που εκπροσωπούν συνταγματικά τον λαό. Η κατάσταση παρουσιάζεται διαφορετική στο επίπεδο της γερμανικής αυτοκρατορίας όπου προϋπάρχοντα δικαιώματα του αυτοκράτορα δεν υπήρχαν, εφ’ όσον η σύσταση της αυτοκρατορίας αποτελεί προϊόν πολιτικών και ιστορικών εξελίξεων και όχι ήδη από αιώνες υπάρχουσα κατάσταση[22]. Έτσι σύμφωνα με το σύνταγμα της αυτοκρατορίας το δικαίωμα του εκδίδειν διατάγματα ανήκει όχι στον ανώτατο άρχοντα αλλά σε δύο όργανα: το σώμα που εκπροσωπείτο κράτη-μέλη (Bundesrat) και στον αυτοκράτορα ως εκπρόσωπο του Ράιχ.

Εν πάση περιπτώσει όπως παρατηρεί ο Jellinek υπάρχει στην πρακτική και την επιστήμη μια σχετική σύγχυση γύρω από τον όρο διάταγμα. Περισσοτέρων ειδών κανονιστικές πράξεις της διοικήσεως, ειδικές ή γενικές, χαρακτηρίζονται ως δια­τάγματα.

  1. Η ελληνική νομικο-πολιτική πραγματικότητα

Στην ελληνική πραγματικότητα το θέμα δεν ετίθετο με τους ίδιους όρους. Εδώ το πρόβλημα που αντιμετωπίστηκε αναφερόταν κυρίως στην πρακτική δυσκολία του περάσματος από μια νομοθεσία που είχε θεσπισθεί υπό απολυταρχικό καθεστώς σε μια εξάσκηση του νομοθετικού έργου σε κοινοβουλευτικό πολίτευμα.

Η ελληνική νομολογία περισσότερες φορές στην διάρκεια του 19ου αι. ήρθε αντιμέτωπη με το πρόβλημα της διάκρισης των εξουσιών και της νομοθετικής αρμο­διότητας του βασιλέως. Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η αποσαφήνιση της έννοιας του νόμου καθώς και η διάκριση μεταξύ διατάγματος και νόμου, η οποία την εποχή αυτή δεν ήταν ακόμα πλήρως διασαφισμένη. Όντως, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, η εναλλαγή περισσοτέρων συνταγμάτων και πολιτικών συστημάτων έφερε τα δικαστήρια μπροστά σε καταστάσεις αρκετά περίπλοκες από νομικής και πολιτικής απόψεως. Όλες οι πράξεις της νομοθετικής εξουσίας μπορούν να χαρακτηριστούν ως νόμοι ή μόνον ορισμένες; Πρόβλημα παρουσιάζει όλως ιδιαιτέρως η κρατούσα πριν το σύνταγμα του 1844 κα­τάσταση[23]. Κατά την περίοδο της απολύτου μοναρχίας ο βασιληάς μόνος εξασκούσε την νομοθετική εξουσία, δυνατότητα την οποία υλοποιούσε με νομοθετικά διατάγματα και νόμους[24]. Τα προβλήματα που προκύπτουν είναι ποικίλα: ανάγκη δημοσιεύσεως του διατάγματος βάσει της οποίας αυτό αποκτά ισχύ νόμου[25], τροποποίηση διατάγματος εκδοθέντος προ του 1844, κατάργησή του[26].

Από τον σαφή ορισμό του νόμου εξαρτάται πλήθος επί μέρους ζητημάτων όπως η ανάγκη δημοσιεύσεως του νόμου για να αποκτήσει ισχύ καθώς και οι λόγοι αναιρέσεως[27]. Ο Άρειος Πάγος φθάνει μάλιστα να ακυρώσει απόφαση του Εφετείου λόγω κακής ερμηνείας διεθνούς συνθήκης. Η εν λόγω συνθήκη κατά την απόφαση του Εφετείου απέκτησε ισχύ νόμου εφ’ όσον επικυρώθηκε από την Βου­λή, άρα μπορούσε να ερμηνευθεί από τα δικαστήρια[28].

Μια υπόθεση που προκάλεσε την δραστηριότητα των δικαστηρίων πάνω στο θέμα αυτό υπήρξε κυρίως η παραχώρηση ελωδών γαιών στους δημότες Πειραιώς βάσει του Βασιλικού διατάγματος της 4/16 Δεκεμβρίου 1836. Όρος της παραχώρησης ήταν οι εκτάσεις αυτές να καλλιεργηθούν ώστε να απολέσει η περιοχή τον ελώδη χαρακτήρα. Μικρό διάστημα προ της τριακονταετούς παραγραφής το κράτος ζητά την επιστροφή των κτημάτων με το δικαιολογητικό ότι δεν τηρήθηκε ο όρος της παραχωρήσεως. Το διάταγμα του 1836 εκδόθηκε από το υπουργικό συμβούλιο κατά την απουσία του βασιληά από την Ελλάδα και επικυρώθηκε μετά την επάνοδο του βασιλέως με βασ. διάταγμα της 23 Απριλίου 1837[29]. Την διεκδίκηση αυτή του δημοσίου αντέκρουσε ένας σημαντικός αριθμός δικαιούχων. Εν τελεί σε περισσότερες αποφάσεις ο Άρειος Πάγος αποφαίνεται ότι το διάταγμα που παραχωρούσε τις εκτάσεις είχε χαρακτήρα συμβάσεως μεταξύ δημοσίου και ιδιώτου και όχι νομοθετικής πράξεως και συνεπώς δεν έχρηζε δημοσιεύσεως στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως[30].

Σε μια ανάλογη υπόθεση, σύμφωνα με την οποία το κράτος ανέλαβε υποχρέωση με βασ. διάταγμα της 16 Μαΐου 1833 να παραχωρήσει σε κάθε πρόσφυγα οικογένεια Σαμίων έκταση εθνικών γαιών τα δικαστήρια κυμαίνονται. Κατά μια απόφαση του 1873 το διάταγμα αποτελεί πράξη παρεμφερή της συμβάσεως, άρα δεν χρήζει δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατά μια απόφαση όμως του Αρείου Πάγου του 1893 το εν λόγω διάταγμα αποτελεί νομοθετική πράξη και συνεπώς η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είναι απαραίτητη για να αποκτήσει ισχύ[31].

Το 1892 το πρόβλημα της διάκρισης μεταξύ νομοθετικού και εκτελεστικού δια­τάγματος, εκδοθέντος κατά την περίοδο της απολύτου μοναρχίας, απασχόλησε εμμέσως και την Βουλή. Συγκεκριμένα σε μια συζήτηση για την τροποποίηση της διοικητικής οργάνωσης του Οφθαλμιατρείου τίθεται το πρόβλημα του αν το διάταγμα του 1843 περί ιδρύσεως του εν λόγω ιδρύματος είναι νομοθετική πράξη ή πράξη της εκτελεστικής εξουσίας. Ο αμφίβολος χαρακτήρας της πράξης οφείλεται και πάλι στο γεγονός ότι το διάταγμα εξεδόθη στην περίοδο της απολύτου μοναρχίας, όταν ο βασιληάς εξασκούσε τόσο την νομοθετική όσο και την εκτελεστική εξουσία με την έκδοση διαταγμάτων. Στην συζήτηση στην βουλή ο πρωθυπουργός Δηλιγιάννης υποστηρίζει την άποψη ότι πρόκειται περί νομοθετικής πράξεως. Το διάταγμα της 14ης Αυγούστου 1843 περί ιδρύσεως του Οφθαλμιατρείου τροποποιεί τον νόμο της 1ης Δεκεμβρίου 1836 περί αγαθοεργών ιδρυμάτων. Εφ’ όσον ο νόμος μόνον με πράξη ομοίου χαρακτήρας μπορεί να τροποποιηθεί, ο πρωθυπουργός συνάγει εκ τούτου τον νομοθετικό χαρακτήρα της πράξης[32]. Συνεπώς για την τροποποίηση της διοίκησης του Οφθαλμιατρείου απαιτείται νόμος και όχι πράξη εκτελεστικού χαρακτήρα. Στην διατριβή του «Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο» ο Αραβαντινός διαφωνεί με την ερμηνεία αυτή υποστηρίζοντας ότι νόμοι της αντιβασιλείας ή της απολύτου μοναρχίας τροποποιήθηκαν με διατάγματα, συνεπώς το κριτήριο αυτό δεν είναι ασφαλές[33].

Ένα επιπλέον κριτήριο που προβλήθηκε από την νομολογία είναι η σύμπραξη του Συμβουλίου της Επικράτειας για την σύνταξη του διατάγματος. Βάσει του διατάγματος της 18ης Σεπτεμβρίου 1835 περί συστάσεως του Συμβουλίου της Επικράτειας, άρθρο 29, για την έκδοση νόμου απαιτείται προηγούμενη γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικράτειας. Τα διατάγματα, στην σύνταξη των οποίων δεν συνέπραξε το Συμβούλιο της Επικράτειας, εθεωρούντο συνεπώς από την νομολογία ως κανονιστικά, και εστερούντο νομοθετικού χαρακτήρος. Την ίδια άποψη συναντά κανείς και στις συζητήσεις των συνεδριάσεων της Βουλής[34].

  1. Η ελληνική επιστήμη

Η στάση των συνταγματολόγων στο θέμα της σχέσης των δύο εξουσιών στο τέλος του 19ου αιώνα δεν ακολουθεί μια ενιαία γραμμή. Ο Θεοδ. Φλογαΐτης στο εγχειρίδιο συνταγματικού Δικαίου του 1895 δεν εμβαθύνει ιδιαιτέρως στο θέμα. Αναλύει κυρίως τα κανονιστικά διατάγματα τα οποία εκδίδονται για την εκτέλεση νόμου. Αντίθετα προς το ελληνικό σύνταγμα ο συγγραφέας αναφέρει τα συντάγματα της Αυστρίας, Πρωσσίας, Σαξωνίας και Βάδης τα οποία επιτρέπουν στην εκτελεστική εξουσία την έκδοση νομοθετικών διαταγμάτων. Μόνη αναφορά του συγγραφέα στην ελληνική πραγματικότητα αποτελεί η αναγνώριση του γεγονότος ότι στην Ελλάδα παρ’ όλο που η εκτελεστική εξουσία στερείται αυτού του δικαιώματος η χώρα έχει περισσότερες της μιας φορές κυβερνηθεί βάσει νομοθετικών διαταγμάτων[35].

Ο I. Αραβαντινός αναγνωρίζει την δυσκολία διακρίσεως μεταξύ διατάγματος και νόμου. Για την επίλυση του προβλήματος παραπέμπει στο σύνταγμα. Όσον αφορά την διάκριση μεταξύ ουσιαστικού και τυπικού νόμου ο Αραβαντινός αναγνωρίζει ότι μόνον η νομοθετική εξουσία, η εθνική αντιπροσωπεία σε σύμπραξη με τον βασιληά μπορούν να εκδόσουν ουσιαστικό νόμο[36]. Άλλως, μπορούν να ανευρεθούν διατάξεις που φέρουν τον χαρακτήρα ουσιαστικού νόμου τόσο σε πράξεις που έχουν την μορφή διαταγμάτων όσο και την μορφή διαταγών άλλων οργάνων της διοικήσεως ή ακόμα και αυτήν της δικαστικής αποφάσεως εφ’ όσον οι πράξεις αυτές έχουν εκδοθεί με εξουσιοδότηση της νομοθετικής εξουσίας[37]. Εν πάση περιπτώσει δεν εμβαθύνει το ζήτημα της ανάμειξης του βασιληά στο νομοθετικό έργο σύμφωνα με το ελληνικό συνταγματικό σύστημα παρ’ όλο ότι παραπέμπει στην γερμανική βιβλιογραφία την σχετική με το ζήτημα[38].

Στο σύντομο άρθρο του «Περί νόμου τινά», ο Β. Οικονομίδης τοποθετεί το πρόβλημα του περιεχομένου του νόμου κατά την ελληνική έννομη τάξη. Έτσι ο νόμος χαρακτηρίζεται ανάλογα με το περιεχόμενο της νομοθετικής πράξης και όχι ανάλογα με τυπικά χαρακτηριστικά όπως π.χ. η αρχή, η οποία επελήφθη του συγκεκριμένου νομοθετήματος. Νόμος σε αυτή την περίπτωση είναι οι πράξεις του νομοθέτη που περιέχουν διατάξεις του κατ’ αντικείμενον δικαίου και όχι αυτές που αφορούν δικαιώματα συγκεκριμένων προσώπων, δηλ. η γενικότητα είναι χαρακτηριστικό του νόμου[39]. Σε κάθε περίπτωση ο Οικονομίδης τοποθετείται κυρίως στα θέματα που απασχολούν την ελληνική νομολογία στα οποία αναφερθήκαμε κυρίως πάρα πάνω και δεν υπεισέρχονται στην εξέταση των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής ως προς την νομοθετική εξουσία.

Ο Ν.Ν. Σαρίπολος[40] συνεχίζει κατά κάποιον τρόπο την έρευνα στο σημείο όπου την άφησε ο Οικονομίδης. Ερευνά δηλαδή σε ποιές περιπτώσεις ο βασιληάς εν ονόματι της εκτελεστικής εξουσίας μπορεί να εκδώσει διατάγματα, χωρίς την σύμπραξη της Βουλής, τα οποία βεβαίως κινούνται μέσα στα πλαίσια του νόμου και δεν περιέχουν καθ’ εαυτού κανόνα δικαίου.

Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1864, αρ. 22, η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον βασιληά και την Βουλή. Καθ’ ότι ο βασιληάς κατέχει την εκτελεστική εξουσία, σύμφωνα με το άρ. 27 του συντάγματος, έχει την δυνατότητα να εκδίδη, χωρίς σύμπραξη του νομοθετικού σώματος, κανονιστικά διατάγματα που δεν περιέχουν κανόνα δικαίου, και διευθετούν ζητήματα intra legem.

Στο σημείο αυτό ο Σαρίπολος συντάσσεται με την γερμανική θεωρία αντίθετα προς την γαλλική. Κατά τον G. Jellinek τα διατάγματα (Verordnungen), που εκδίδονται από τον βασιληά για διοικητικούς σκοπούς δεν έχουν νομοθετικό χαρακτήρα[41]. Αντίθετα ο Leon Duguit δέχεται, όπως είδαμε πιο πάνω, ότι κάθε πράξη, η οποία έχει γενικό χαρακτήρα και δεν αφορά περιορισμένο αριθμό πολιτών αποτελεί νόμο ακόμα και αν δεν έχει εκδοθεί από τα νομοθετικά σώματα, ενώ κάθε πράξη που αφορά περιορισμένο αριθμό ατόμων, ακόμα και αν έχει εκδοθεί από την νομοθετική εξουσία, δεν αποτελεί νόμο[42].

Κατά τον Σαρίπολο ο βασιληάς έχει την δυνατότητα να εκδώσει περισσότερα είδη διαταγμάτων: αυτοτελή διοικητικά κανονιστικά διατάγματα κινούμενα εντός των ορίων του νόμου, intra legem, τα οποία δεν περιέχουν κανόνες δικαίου και ανήκουν στις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας την οποία εξασκεί ο βασιληάς. Τα διατάγματα αυτά είναι Normen αλλά όχι Rechtsnormen, δηλ. δεν θέτουν ούτε καταργούν κανόνες δικαίου[43]. Για την έκδοση αυτών των διαταγμάτων ο βασιληάς έχει γενική εξουσιοδότηση από το σύνταγμα ως εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας, (αρ. 27 του συντάγματος). Τα προς εκτέλεσιν των νόμων κανονιστικά διατάγματα είναι δύο ειδών: είτε απευθύνονται προς τους υπαλλήλους και αφορούν μόνον την εκτέλεση του νόμου, είτε απευθύνονται και προς τους πολίτες, αφορούν την εκτέλεση του νόμου, αλλά μπορούν να συμπληρώνουν τον νόμο. Στην περίπτωση αυτή τα διατάγματα περιέχουν κανόνες δικαίου. Για την έκδοση αυτών των διαταγμάτων είναι απαραίτητη η γενική εξουσιοδότηση από το σύνταγμα ή ενδεχομένως συμπληρωματικά και ειδική εξουσιοδότηση από τον νόμο. Η εν λόγω γενική εξουσιοδότηση όντως περιέχεται στο σύνταγμα του 1864 στο άρθρο 35. Με τα κανονιστικά διατάγματα αυτού του τύπου ο βασιληάς μπορεί να εκδώσει καθαρά νομοθετικού περιεχομένου πράξη πέρα από τα ουσιαστικά όρια της διοικήσεως. Βάσει όμως του ίδιου άρθρου το εν λόγω διάταγμα, δεν μπορεί ούτε να αναστείλει την ενέργεια του νόμου ούτε να εξαιρέσει κάποιον πολίτη από την εκτέλεση του νόμου[44].

Για να μπορέσει να νομοθετήσει ο βασιληάς είτε praeter legem είτε contra legem είναι απαραίτητη ρητή εξαίρεση του συντάγματος η οποία να αποδίδει στον βασιληά το δικαίωμα να εκδώσει νομοθετικό διάταγμα προς αυτή την κατεύθυνση. Το σύνταγμα του 1864 περιέχει παρόμοια διάταξη όπως τονίζει ο Σαρίπολος στο άρθρο 39. Βάσει αυτού του άρθρου ο βασιληάς μπορεί να χορηγεί αμνηστία, άρα να αναστείλει μερικώς την ισχύ του νόμου[45]. Η διάταξη αυτή αποτελεί πραγματική νομοθετική εξουσιοδότηση κατά τον Σαρίπολο, ο οποίος εδώ έρχεται σε αντίθεση με τον πατέρα του, Ν.Ι. Σαρίπολο, ο οποίος τασσόμενος υπέρ της γαλλικής νομοθετικής θεωρίας υποστηρίζει ότι η αμνηστία ως πράξη αφορούσα συγκεκριμένο άτομο δεν έχει γενικό χαρακτήρα και άρα δεν είναι νομοθετική[46]. Στην περίπτωση αυτή το ελληνικό σύνταγμα είναι πιο πιστό στην αρχή του κοινοβουλευτικού συστήματος από ό,τι το σύνταγμα της Πρωσσίας της 31 Ιανουάριου 1850, το οποίο βάσει του άρθρου 63 παρέχει στον βασιληά δυνατότητα εκδόσεως νομοθετικού διατάγματος σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης υπό δύο όρους: πρώτον πρέπει να είναι απούσες οι δύο βουλές και δεύτερον το διάταγμα δεν πρέπει να αντίκειται στο σύνταγμα. Στο θέμα της γενικής νομοθετικής εξουσιοδότησης του βασιληά ο Σαρίπολος αντιτίθεται σε άλλους έλληνες νομικούς και ειδικά στον Γ. Αγγελόπουλο. Πράγματι ο Γ. Αγγελόπουλος υποστηρίζει την χρησιμότητα και την νομιμότητα της γενικής εξουσιοδότησης του βασιληά να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για λόγους έκτακτης ανάγκης. Κατά τον Σαρίπολο τα όποια νομοθετικά μέτρα προς χάριν της δημοσίας τάξεως ή σε περίπτωση ανάγκης, εφ’ όσον εξουσιοδότηση δεν παρέχεται από το σύνταγμα, είναι παράνομα. Εδώ παρατηρούμε ότι ο Σαρίπολος παραμένει πιστός στην αναγκαιότητα της νομιμότητας των νομοθετικών πράξεων του βασιληά αλλά και της Βουλής. Όντως δεν αναγνωρίζει ούτε στον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας ούτε στην ίδια τη Βουλή την δυνατότητα να παραβιάσει τα όρια που της ορίζει το σύνταγμα για λόγους «ανάγκης» ή πολιτικής σκοπιμότητας[47].

Στο σημείο αυτό ο Σαρίπολος δεν παραδέχεται την επίκληση επιχειρημάτων πολιτικού χαρακτήρα μένοντας πιστός στην καθαρά νομική-θετικιστική αντιμετώπιση του θέματος. Υποστηρίζει την αντισυνταγματικότητα κάθε νομοθετικής πράξης έξω από τα όρια του συντάγματος και πρεσβεύει ότι οι υπάλληλοι του κράτους και τα δικαστήρια έχουν δικαίωμα αντιστάσεως κατά των πράξεων αυτών[48].

Ασφαλώς σε περίπτωση απουσίας της Βουλής η εκτελεστική εξουσία οφείλει να φροντίσει για την δημόσια τάξη ή για τα κρατικά συμφέροντα και να λάβει έκτακτα μέτρα. Τα μέτρα αυτά παραμένουν όμως κατά τον έλληνα συνταγματολόγο παράνομα μέχρι την ενδεχόμενη νομιμοποίησή τους από την βουλή με παραχώρηση «άφεσης».

Στην περίπτωση αυτή το νομοθετικό σώμα συνερχόμενο εκ των υστέρων επιβε­βαιώνει την χρησιμότητα των εν λόγω νομοθετικών πράξεων και τις νομιμοποιεί με την έκδοση νόμου[49]. Έτσι η άποψη του Σαρίπολου συμβαδίζει τόσο με την γαλλική συνταγματική πραγματικότητα[50] όσο και με το σύνταγμα της γερμανικής αυ­τοκρατορίας[51].

Ο Σαρίπολος εκφράζεται στην περίπτωση αυτή ως ένθερμος οπαδός του κράτους δικαίου (Rechtsstaat) σε αντίθεση με το αστυνομικό κράτος (Polizeistaat)[52]. Το δικαίωμα του αρχηγού του εκτελεστικού σώματος να συντάσσει νομοθετικές πράξεις ανεξάρτητα από την βουλή και πέρα από τα όρια του συντάγματος σε περίπτωση ανάγκης αντιτίθεται στο κράτος δικαίου. Στην Γαλλία οι A. Esmein[53], και Η. Berthelemy[54], ήσαν ενάντια σε μια τέτοια εξουσιοδότηση της εκτελεστικής εξουσίας υποστηρίζοντας ότι η νομοθετική εξουσία είναι παραχωρημένη από το σύνταγμα σε συγκεκριμένο σώμα και ο νόμος δεν μπορεί να την μεταβιβάσει εξ ολοκλήρου σε άλλα όργανα. Αντίθετα ο F. Moreau[55] υποστηρίζει ότι η νομοθετική εξουσία ασχολήθηκε με τα συγκεκριμένα ερωτήματα θέτοντας τα όρια και το περιεχόμενο του νόμου που πρέπει να εκδοθεί. Συνεπώς δεν ετίθετο ζήτημα σύγχυσης των εξουσιών ή παραμερισμού της νομοθετικής εξουσίας.

Από το σημείο αυτό και πέρα ο Σαρίπολος επιχειρεί μια ανάλυση της λειτουργίας και της θεωρίας των διαταγμάτων, η οποία έρχεται να συμπληρώσει την γενική συζήτηση πάνω στο ζήτημα που παρακολουθήσαμε πιο πάνω. Η αρχή η οποία διέπει την κατάργηση ή τροποποίηση του διατάγματος πρεσβεύει ότι τυπική πράξη της πολιτείας μόνο με πράξη όμοιου χαρακτήρα μπορεί να επιτευχθεί. Ο Σαρίπολος δίνει σε μια φράση και την απάντηση στο ερώτημα που αντιμετώπισε η πρακτική, και που είχαμε την ευκαιρία να επεξεργαστούμε. Έτσι οι πράξεις που ελήφθησαν από τον μονάρχη πριν από την εισαγωγή του συνταγματικού πολιτεύματος μπορούν να τροποποιηθούν μόνον σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές, δηλ. με νόμο ή με διάταγμα βάσει εξουσιοδοτούντος νόμου[56]. Εδώ και πάλι ο Σαρίπολος είναι αντίθετος με την άποψη του Γ. Αγγελόπουλου, ο οποίος τονίζει ότι τα κατ’ εντολήν της νομοθετικής εξουσίας εκδοθέντα διατάγματα μόνον διά νόμου καταργούνται ή τροποποιούνται και όχι με νομοθετικό διάταγμα.

Εν τέλει ο Σαρίπολος υπογραμμίζει πως το ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα σε διάταγμα και νόμο και της τροποποίησης της νομοθεσίας είναι καθαρά πολιτικό. Σε πολιτεύματα όπως το ελληνικό στο οποίο ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας, ο βασιληάς, μετέχει και της νομοθετικής, η διευθέτηση του προβλήματος είναι αρκετά λεπτή. Ο βασιληάς μπορεί στην περίπτωση αυτή να κατευθύνει τελικά την νομοθετική εξουσία. Έτσι η νομοθετική εξουσία δεν είναι ελεύθερη να αφαιρέσει π.χ. νομοθετική εξουσιοδότηση που παραχωρήθηκε στον βασιληά για τροποποίηση ή κατάργηση με νομοθετικό διάταγμα προγενέστερου διατάγματος. Εν τοιαύτη περιπτώσει η εκτελεστική εξουσία ασκεί σε ένα βαθμό το νομοθετικό έργο χωρίς δυνατότητα αμέσου ελέγχου από την εκλεγμένη λαϊκή αντιπροσωπεία. Εδώ τελικά, σε μία υποσημείωση, ο Σαρίπολος εκφεύγει από το αποκλειστικά επιστημονι­κό πνεύμα που χαρακτηρίζει την εποχή αυτή το έργο του[57] και υπογραμμίζει την πολιτική σημασία του κανονιστικού δικαιώματος του βασιληά[58], με έναν τρόπο που πιθανόν δεν θα ήταν απολύτως αρεστός στον θρόνο.

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει εδώ πως το άρθρο του Σαρίπολου σχετικά με το κανονιστικό δικαίωμα του βασιληά ήρθε σε μια στιγμή όπου ο πολιτικός και νομικός κόσμος περίμενε κάποιες απαντήσεις σε έντονα προβλήματα της πολιτικής πραγματικότητας. Ασφαλώς το έργο αυτό αντικατόπτριζε και μετέφερε στην Ελλάδα την διεθνή συζήτηση πάνω στο ερώτημα, όπως τόσο συχνά ο σπουδαίος Έλληνας συνταγματολόγος έπραξε. Συγχρόνως οριοθετούσε τις δυνατότητες κί

 

νησης του βασιληά μέσα μια σχετική απορία του νομικού πλέγματος τονίζοντας την πρακτική σημασία του ερωτήματος.

Μερικά χρόνια αργότερα, στην έκδοση του 1923 του Συστήματος Συνταγματικού Δικαίου η άποψη του Σαρίπολου απέναντι στις σχέσεις των δύο εξουσιών εξελίσσεται. Έτσι αναγνωρίζεται ότι αποτελεί ελάττωμα του συντάγματος του 1864 το γεγονός ότι δεν περιείχε διάταξη που να προβλέπει την διακυβέρνηση του κράτους και όλως ιδιαιτέρως την ανάληψη όλων των εξουσιών από το εκτελεστικό σώμα σε κατάσταση πολιορκίας. Είναι γεγονός ότι η παράλειψη αυτή του συντάγματος παρατηρήθηκε γενικότερα και αποτέλεσε αντικείμενο της αναθεώρησης του 1911[59]. Ωστόσο ακόμα και σε αυτή την περίπτωση της αναγνώρισης του δικαιώματος στον βασιληά να εκδώσει αναγκαστικό διάταγμα απούσης της Βουλής, ο Σαρίπολος αρνείται κάθε σκοπιμότητα πολιτικού τύπου και τονίζει ότι ο αρχηγός του κράτους πρέπει σε κάθε περίπτωση να κινείται μέσα στα όρια του συντάγματος, και δεν επιτρέπεται να εκδώσει οποιουδήποτε είδους αναγκαστικό διάταγμα που να εξέρχεται από αυτά τα όρια. Και σε αυτήν την περίπτωση όπως και στις πάρα πάνω έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πως ο μεγάλος έλληνας συνταγματολόγος ήταν απόλυτα πιστός στις αρχές του θετικού δικαίου και ακόμη περισσότερο στην αρχή του Κράτους Δικαίου ή της Πολιτείας του Δικαίου.

Κατά τον Σαρίπολο «η διοίκησις ουδέποτε εκ της καταστάσεως ανάγκης δύναται να αντλήσει το δικαίωμα υπό νομικήν άποψιν να παραβιάσει το δίκαιον», καθ’ όσον όπως τόνιζε και ο Anschutz «ουδέν έχει δικαίωμα να παραβιάζει το δίκαιον». Ο Σαρίπολος αποδέχεται πλήρως αυτήν την άποψη, πιστός στον θετικισμό αλλά και στις αρχές μιας ευνομούμενης πολιτείας.


[1]   A. Esmein, De la delegation du pouvoir legislatif, στο Revue politique et parlementaire, 1,1894, σελ. 200 επ.

[2]     Gerhard Anschutz, Die gegenwartigen Theorieen uber den Begriff der gesetzgebenden Gewalt und den Umfang des koniglichen Verordnungsrechts, nach preussischem Staatsrecht, Tubingen 1900.

[3]  Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 14, Αθήνα 1977, σελ. 160 επ. Π. Καρολίδης, Ιστο­ρία του Ελληνικού Έθνους, τ. 19ος, 1993, σελ. 125 επ. Η. Korizis, Die politischen Parteien Griechenlands. Ein neuer Staat auf dem Weg zur Demokratie, Hersbruck/Nurnberg, 1966, σελ. 162 επ. K. Loulos, Die deutsche Griechenlandpolitik von der Jahrhundertwende bis zum Ausbruch des ersten Weltkrieges. Studien zur Geschichte Sudosteuropas, I. σελ. 79 επ. Σπ. Τζόκας, Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, Οδοι­πορικό στον 19ο αι., Αθήνα 1999.

[4]   G. Jellinek, Gesetz und Verordnung, Freiburg 1887, σελ. 68. E.-W. Bockenforde, Gesetzund gesetzgebende Gewalt, Berlin 1958, σελ. 36.

[5]    J.J. Rousseau, Du contrat social, Livre IV, chap. VI, Paris, 1964, σελ. 456. Bockenforde, Gesetz, σελ. 44.

[6]  Declaration des droits de 1’ homme, art. 6; Rousseau, Du contrat social, Livre II, chap. VI, σελ. 379.

[7]  Bockenforde, σελ. 48.

[8]  Σύνταγμα 1791, Τιτλ. 3, Κεφ. 3, Μερ. 3, αρ. 2.

[9]  Esmein, De la delegation du pouvoir legislatif, σελ. 211.

[10]  Lorenz von Stein, Verwaltungslehre, Bd. I, σελ. 10.

[11]  Bockenforde, Gesetz und Gesetzgebende Gewalt, σελ. 55.

[12] Nikolaus Thaddeus Gonner, Teutsches Staatsrecht, Landshut 1804.

[13]  Βλ. M. Stolleis, Im Bauch des Leviathan, Staatsrechtslehre im Nationalsozialismus, στο Idem, Recht im Unrecht, Studien zur Geschichte des Nationalsozialismus, Frankfurt 1994, σελ. 126 επ., 136.

[14]    G. Jellinek, Gesetz und Verordnung, Staatsrechtliche Untersuchungen auf rechtsgeschichtlicher und rechtsvergleichender Grundlage, Freiburg 1887, σελ. 226 επ. 232.

[15]  Πβλ. D. Wyduckel, lus Publicum, Grundlagen und Entwicklungen des offentlichen Rechts und der deutschen Staatsrechtswissenschaft, Berlin 1984, σελ. 231 επ. 238.

[16]   J.J. Rousseau, Du contrat social, livre II, Chap. VI, Paris, 1964, σελ. 378 επ., Declaration des droits de Γ homme, art. 6.

[17]  L’ Etat, Le droit objectif et la loi positive, Paris 1901, τομ. A, σελ. 112 επ.

[18]  Duguit, L’ Etat, τομ. Α, σελ. 516.

[19]  Πρόκειται εδώ για την αντίθεση κοινωνίας πολιτών-κράτους, θεωρία την οποία πρώτος εισήγαγε στην γερμανική φιλοσοφική σκέψη ο Hegel: E.W.G. Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts, Frankfurt, 1970, παράγραφος 182, σελ. 339.

[20]  Jellinek, Gesetz und Verordnung, σελ. 117.

[21]  Anschutz, Gegenwartigen Theorieen, σελ. 10.

[22]  Jellinek, Gesetz und Verordnung, σελ. 124 επ.

[23]  Οικονομίδης, Στοιχεία Αστικού Δικαίου, έκδ. β', Αθήνα 1893, σελ.

[24] Μπαλάνος/Γκίνης, Νομολογία Αρείου Πάγου, μέρος Β' ΑΠ 1895 (1895-1893), σελ. 186 επ.

[25] Αποφ. ΑΠ 274 (1876), 253 (1866), 66 (1873), 233 (1879), 164 (1868), 182 (1875), 156 (1885), 227 (1886). Μπαλάνου/Γκίνη, Νομολ. ΑΠ 1895, μερ. β (1835-1893), σελ. 188 επ.

[26]  ΑΠ 343 (1879), Μπαλάνου/Γκίνη Νομολογία, 1895, ο.π., σελ. 190 επ. Εφ. Ναυπλ. απ. 131, 1883. Βλ. και κριτική της αποφάσεως σε I. Αραβαντινού, Ελλ. Συντ. Δίκαιον, τ. I, 1897, σελ. 420 υποσ.

[27]  Οικονομίδης, Στοιχεία Αστικού Δικαίου, εκδ. β', Αθήναι 1893, σελ. 10 υποσ. 2.

[28]  Ν. Ιωαννίδης, Πείρα, τομ. 5, Αθήναι 1874, σελ. 3783 επ.

[29] Εφημ. Ελλην. και Γαλλ. Νομολογίας, τ. 7,1887, σελ. 299.

[30]  Εφημ. Ελλην. και Γαλλ. Νομολ., τομ. 10,1890, σελ. 416 επ.

[31]   Αποφ. ΑΠ 66(1873), Μπαλάνου/Γκίνη, Νομολογία ΑΠ 1895, σελ. 188 επ. Εφημ.Ελλην. και Γαλλ. Νομολ., τομ. 13,1893, σελ. 197, Αποφ. ΑΠ 203.

[32]  Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής, Περίοδος IB, Σύνοδος Α, συνεδρίασις 42, 14 Φεβρουάριου 1892.

  • Αραβαντινός, Ελλην. Συνταγματικόν Δίκαιον, τομ. I, Αθήναι 1897, σελ. 420 επ.

[34]  Βουλής Στενογρ. Πρακτικά IX, Α, 290,1. Αραβαντινός, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, τ. 2,1902 σελ. 24 υποσημ. όπου αναφέρονται και ανάλογες περιπτώσεις.

[35]  Θ. Φλογαΐτης, Εγχειρίδιον Συνταγματικού Δικαίου, Αθήναι 1895, σελ. 148 επ. Για την νομοθετική διαδικασία και τα προβλήματα που αυτή συνεπάγεται βλ. επίσης Π. Καλλιγάς, Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου καθ’ α εν Ελλάδι πολιτεύεται..., τ. Α', Αθήναι 1878, σελ. 71 επ.

[36]  Για τις θεωρητικές απόψεις του Αραβαντινού, βλ. Ξ. Παπαρρηγόπουλος, Στοιχεία

κράτους δικαίου στην ελληνική νομική θεωρία του 19ου αι., στο Όψεις του κράτους δικαί­ου, επιμ. Κ. Σταμάτη, Αθήνα, 1990, σελ. 69 επ.

  • Αραβαντινός, ΕλληνικόνΣυνταγματικόν Δίκαιον, τομ. 2, Αθήναι 1902, σελ. 103 επ.

[38]  Αραβαντινός, σελ. 103, υποσ. 19.

[39]  Β. Οικονομίδης, Περί νόμου τινά, Εφημ. Ελλην. και Γαλλ. Νομολογίας, τομ. 6,1886, σελ. 240-244.

[40]  Γενικά για τον Ν.Ν. Σαρίπολο βλ. Γ. Πάσχος, Κράτος Δικαίου και Πολιτική, Πολι­τειολογίες θεωρίες 1900-1940, Αθήνα 1991, σελ. 249 επ.

[41]  G. Jellinek, Gesetz und Verordnung, Freiburg i, Br. 1887, σελ. 375.

[42]  L. Duguit, L’ Etat, le droit objectif et la loi positive, Paris 1901,1.1, σελ. 508,511. Loi du 25 Fevrier 1875 relative a 1’ organisation des pouvoirs publics, art. premier.

[43]  Σαρίπολος, σελ. 9 επ.

[44]  Σαρίπολος, Περί του κανονιστικού δικαιώματος, σελ. 15 επ.

[45]  Σαρίπολος, σελ. 20 επ.

[46]  Ν.Ι. Σαρίπολος, Πραγματεία Συνταγματικού Δικαίου, 1874,2α έκδ., σελ. 341.

[47]  Σαρίπολος, σελ. 22-23.

[48]  Ακόμα μια φορά την άποψή του πάνω στο θέμα του δικαιώματος αντίστασης βλ. του ιδίου, Το Κρητικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, Αθήναι 1902, σελ. 43 επ.

[49]  Σαρίπολος, σελ. 24.

[50]  Νόμος 3 Απριλ. 1878, αρθ. 2, σε περίπτωση απουσίας των Βουλών.

[51]  Laband, Staatsrecht, vol. Π, σελ. 63, F. Moreau, Le reglement administratif, Paris 1902, σελ. 103.

[52]  Σαρίπολος, Σύστημα συνταγματικού δικαίου της Ελλάδος εν συγκρίσει προς τα των ξένων κρατών, δ' έκδ. 1923, σελ. 193.

[53]  A. Esmein, De la delegation du pouvoir legislatif, Revue politique et parlementaire, τομ. 1,1894, σελ. 202 επ.

[54]   H. Berthelemy, Le pouvoir reglementaire du President de la Republique, Revue politique et parlementaire, vol. XV, 1898, σελ. 15.

[55]  F. Moreau, Le reglement administratif, σελ. 195.

[56]  Σαρίπολος, σελ. 32, υποσ. 4.

[57]  Ν. Κ. Αλιβιζάτος, Ν.Ν. Σαρίπολος: Ένας σύγχρονος συνταγματολόγος, Το Βήμα, 5.5.1991.

[58]  Σαρίπολος, σελ. 35, υποσ. 3.

[59]  Σαρίπολος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, τ. Β, έκδ. δ', 1923, σελ. 207 επ