Digesta 2003 |
ΑΚ 281, 513, 1033
Καταχρηστική προβολή της ακυρότητας της αιτίας συναλλαγματικών που εκδόθηκαν για το μη αναγραφέν τίμημα στην πώληση ακινήτου.
Για να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ
ΑΚ 1168, ΚΠολΔ 958, 997.1, 1005.1 εδ. β΄, ν. 1521/1950, ν. 2238/1994 άρθρο 68.2Συνέπειες της συνενώσεως της ψιλής κυριότητας με την επικαρπία πριν από τον πλειστηριασμό.
Η συνένωση της επικαρπίας, πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, με την κατασχεθείσα ψιλή κυριότητα, έχει ως αποτέλεσμα να αποκτά ο υπερθεματιστής την πλήρη κυριότητα του ακινήτου και ο φόρος μεταβιβάσεως θα υπολογιστεί επ’ αυτής, καταλογιζόμενος επιτρεπτά και με έκδοση συμπληρωματικής πράξεως.
ΓνωμΟλομΝΣΚ 588/2002
(Σύνθεση: Ε. Βολάνης, Κ. Βολτής, Γ. Πουλάκος, Γ. Κρόμπας, Κ. Μπακάλης, Σ. Σκουτέρης, Δ. Λάκκας, Η. Παπαδόπουλος, Α. Τζεφεράκος, Θ. Ρεντζεπέρης, Χ. Θωμόπουλος, Χ. Παλαιολόγου, Β. Ασημακόπουλος, Δ. Παπαγεωργόπουλος, Ε. Τριτάς, Ι. Μάσβουλας, Κ. Μανωλής, Β. Βούκαλης, Φ. Τάτσης, Π. Κιούσης, Β. Σουλιώτης, Ι. Σακελλαρίου, Χ. Παπαδόπουλος, Β. Χασαπογιάννης, Χ. Μπότσιος, Σ. Βασαλάκης, Ι. Τρίαντος, Μ. Απέσσος, Π. Τριανταφυλλίδης, Γ. Λάζος, Η. Ψώνης, Η. Δροσογιάννης, Ι. Διονυσόπουλος, Θ. Ψυχογυιός, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ. - εισηγητής)
Περίληψη ερωτήματος: Ερωτάται, εάν η συνένωση της επικαρπίας με την κατασχεθείσα ψιλή κυριότητα, πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, έχει ως αποτέλεσμα ότι ο υπερθεματιστής αποκτά την πλήρη κυριότητα, επί της οποίας θα υπολογισθεί ο αναλογών Φόρος Μεταβίβασης Ακινήτων, και εάν ο φόρος αυτός δύναται να καταλογισθεί με την έκδοση συμπληρωματικής καταλογιστικής πράξης.
Α. Με το προαναφερόμενο έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών εκτίθενται τα ακόλουθα:
«Στις 27.9.1995 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ.Μ. εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό με επίσπευση της Τραπεζικής Εταιρίας «ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» το ακίνητο του οφειλέτη Ν.Κ. Το εκπλειστηριασθέν ακίνητο κατά το χρόνο της κατάσχεσης ανήκε στον οφειλέτη κατά ψιλή κυριότητα. Το δικαίωμα της επικαρπίας αυτού είχε παρακρατηθεί και ανήκε στην μητέρα του οφειλέτη. Η επικαρπώτρια απεβίωσε στις 20.7.1995 (ήτοι μετά την κατάσχεση και προ του πλειστηριασμού) χωρίς αυτό να περιέλθει σε γνώση της επισπεύδουσας, προκειμένου να διορθωθεί αναλόγως το πρόγραμμα του πλειστηριασμού.
Το ακίνητο κατακυρώθηκε στην επισπεύδουσα Τράπεζα, η οποία, προκειμένου να ζητήσει την έκδοση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης του ακινήτου, υπέβαλε σχετική δήλωση και κατέβαλε το φόρο μεταβίβασης για το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας μόνο. Το αποκτηθέν, κατά τ’ ανωτέρω, ακίνητο η Τράπεζα προτίθεται να το μεταβιβάσει περαιτέρω κατά πλήρη κυριότητα.
Εν όψει του παραπάνω ιστορικού τέθηκε το εν αρχή ερώτημα.
Β.Ι. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1167 και επ. του Αστικού Κώδικα, με το θάνατο του επικαρπωτή η επικαρπία επιστρέφει (υποστρέφει) αυτοδίκαια στην (ψιλή) κυριότητα και ενώνεται με αυτήν σε πλήρη κυριότητα.
Η εν λόγω υποστροφή που έχει σαν αποτέλεσμα την ένωση της κυριότητος και της επικαρπίας στο ίδιο πρόσωπο συνεπάγεται την απόσβεση της τελευταίας (άρθρο 1168 ΑΚ).
ΙΙ. Περαιτέρω καθ’ ερμηνεία των οριζομένων στα άρθρα 958, 997, ΚΠολΔ, γίνεται κατ’ αρχάς δεκτό, ότι η αναγκαστική κατάσχεση και η εξ αυτής πηγάζουσα νομική και υλική δέσμευση του πράγματος, καταλαμβάνει το κατασχεθέν στη νομική και υλική κατάσταση, που ευρίσκεται τούτο κατά το χρόνο της κατάσχεσης. Τούτο εκτός των άλλων σημαίνει, ότι κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο κρίνεται η ιδιότητα του οφειλέτη ως φορέα του δικαιώματος, που αποτελεί αντικείμενο πλειστηριασμού, είναι ο χρόνος επιβολής της κατάσχεσης, οπότε και θα πρέπει να έχουν πραγματωθεί στο πρόσωπο του οφειλέτη τα παραγωγικά της κτήσεως του δικαιώματος γεγονότα. (βλ. Ι. Μπρίνια, Αναγκαστ. Εκτέλεση, έκδ. β΄ σελ. 691, 694).
ΙΙΙ. Σε αντίθεση όμως προς τα παραπάνω, στην περίπτωση ειδικά της υποστροφής της επικαρπίας και συνενώσεως αυτής με την ψιλή κυριότητα μετά την κατάσχεση της τελευταίας και προ του πλειστηριασμού, χωρίς να διορθωθεί ανάλογα το πρόγραμμα πλειστηριασμού, δεν μπορεί κατά την κρατούσα άποψη να υποστηριχθεί ότι σε πλειστηριασμό εκτίθεται μόνο η ψιλή κυριότητα, της επικαρπίας διατηρουμένης στο πρόσωπο του οφειλέτη, ως αυτοτελούς δικαιώματος.
Ειδικότερα, η δια δικαιοπραξίας παραχώρηση της επικαρπίας εκ μέρους του κυρίου δεν μεταβιβάζει προϋπάρχον δικαίωμα, αλλά δημιουργεί το πρώτον το δικαίωμα της επικαρπίας (ως αυτοτελές δικαίωμα επί αλλοτρίου πράγματος) στο πρόσωπο του επικαρπωτή, εξ ου και η σύσταση της επικαρπίας, θεωρείται ως κλασσική περίπτωση δημιουργικής διαδοχής (βλ. Οικονομίδη, Γεν. Αρχαί παρ. 7, Μπαλή, Γεν. Αρχαί εκδ. 8η σελ. 91, Μπρίνια, ο.π. σελ. 1510).
Συνεπώς, ενώ πριν από τη σύσταση της επικαρπίας υπήρχε ένα και μόνο δικαίωμα ήτοι η πλήρης κυριότητα, μετά τη σύσταση της επικαρπίας εμφανίζονται δύο ίδια και αυτοτελή εμπράγματα δικαιώματα, ήτοι η ψιλή κυριότητα και η επικαρπία. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως προς διατήρηση της αυτοτέλειας των εμπραγμάτων αυτών δικαιωμάτων είναι η ύπαρξη διαφορετικών δικαιούχων για καθένα από αυτά, καθόσον η επικαρπία εξ ορισμού υφίσταται μόνο επί αλλοτρίου πράγματος (βλ. άρθρο 1142 ΑΚ). Τούτο σημαίνει ότι στην περίπτωση που η επικαρπία αποσβεσθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο πρόσωπο του επικαρπωτή (άρθρα 1167-1170 ΑΚ), τότε αυτή παύει να υφίσταται ως αυτοτελές δικαίωμα, οπότε μετά την αυτοδίκαιη υποστροφή της επικαρπίας στο πρόσωπο του ψιλού κυρίου, αποκαθίσταται και πάλι ένα μόνο δικαίωμα, η πλήρης κυριότητα. Επομένως, αυθυπαρξία του δικαιώματος της επικαρπίας στο πρόσωπο του έχοντος την πλήρη κυριότητα, δεν είναι νοητή (βλ. Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, Αστ. Κώδικα, υπό άρθρο 1000 σελ. 312).
IV. Περαιτέρω η εις το δικονομικό πεδίο συνέπεια των ως άνω παραδοχών του ουσιαστικού δικαίου είναι ότι, εφόσον η επικαρπία συνενωθεί με την ψιλή κυριότητα στο πρόσωπο του οφειλέτη, προ της διενέργειας του πλειστηριασμού όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε ο υπερθεματιστής αποκτά τίτλω πλειστηριασμού το δικαίωμα της πλήρους και όχι μόνο της ψιλής κυριότητας, και δη ανεξάρτητα αν είχε χωρήσει σχετική διόρθωση της κατασχετήριας, έκθεσης ή του προγράμματος πλειστηριασμού (βλ. Μπρίνια, ο.π. σελ. 1522, Βαθρακοκοίλη, Κωδ. Πολ. Δικονομίας σελ. 162-163, επίσης πρβλ. Μπαλή, Εμπραγ. Δίκαιο σελ. 338, όπου υποστηρίζεται ότι η υποθήκη επί της ψιλής κυριότητας επεκτείνεται αυτοδικαίως, μετά την απόσβεση της επικαρπίας επί της πλήρους κυριότητας. Σχετική και η υπ’ αριθμ. ΠρΗρ 268/70 Αρμ 25, 64, η οποία δέχεται ότι η κατ’ άρθρο 1168 ΑΚ ένωση, αποτελεί λόγο διαγραφής της κατ’ άρθρο 220 Κώδ. Πολ. Δικονομίας εγγραφής εμπραγμάτων ή περί νομής αγωγών στα βιβλία διεκδικήσεως).
Σημειούται πάντως, ότι επί του εξεταζομένου θέματος έχει διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη, η οποία αρνείται την επέκταση επί της πλήρους κυριότητας της επί της ψιλής κυριότητας επιβληθείσης κατασχέσεως, μετά την υποστροφή της επικαρπίας, με τη σκέψη ότι, λόγω της τυπικότητας της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης δικαίωμα μη κατασχεθέν δεν υπόκειται αυτοδικαίως στη κατάσχεση και συνακόλουθα δεν δύναται αυτό να αχθεί σε πλειστηριασμό (βλ. ΜΠρΑθ 12183/72 Δ 4-327, ΜΠρΑθ 321/73 Δ 4-328).
V. Από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και άρθρο 7 παρ. 6 του α.ν. 1521/1950 (βλ. και τροποποιήσεις άρθρο 14 παρ. 6 ν. 1882/90 και 7 παρ. 5 ν. 1914/90) προκύπτει ότι σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου με εκούσιο ή δικαστικό ή αναγκαστικό πλειστηριασμό οφείλεται ΦΜΑ, ο οποίος βαρύνει του υπερθεματιστή, τόσο για τον βάσει του πλειστηριασμού οφειλόμενο φόρο, όσο και για τον τυχόν οφειλόμενο κατόπιν ελέγχου. Η φορολογική δε υποχρέωση στην περίπτωση αυτή γεννιέται με την κατάρτιση και υπογραφή της κατακυρωτικής έκθεσης.
Εξάλλου, όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη δικαστηριακή νομολογία αλλά και από τη διοικητική πρακτική (ΣτΕ 3383/84, 3119/85, 337-40/86, 4607-15/87, 3429/ 89, 36390/90, 249/91 κ.α.) σε φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων υπόκειται κάθε εξ επαχθούς αιτίας μεταβίβαση της κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου, ανεξαρτήτως αν συντρέχουν και οι λοιποί κατά τη νομοθεσία όροι για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Για τη γένεση δηλαδή της φορολογικής υποχρέωσης και την οφειλή ΦΜΑ ουδεμία ασκεί επιρροή η ακυρωσία, ακόμα και η ακυρότητα της σχετικής μεταβιβαστικής πράξης, είτε εξ υπαρχής, είτε επιγενομένως, αλλά αρκεί απλώς η τήρηση του νόμιμου για τη μεταβίβαση τύπου.
Σε προέκταση συνεπώς των παραπάνω σκέψεων νόμιμα μπορεί να αναζητηθεί εν προκειμένω ο αναλογών στη μεταβίβαση της επικαρπίας και μη καταβληθείς, με την αρχική δήλωση, φόρος, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας του διενεργηθέντος κατά τα εκτεθέντα πλειστηριασμού και της μη προσβολής τούτου παρά του οιουδήποτε έχοντος προς τούτο έννομο συμφέρον, χωρίς τούτο βέβαια να σημαίνει ότι με τον καταλογισμό του φόρου σε βάρος του υπόχρεου υπερθεματιστή τακτοποιούνται και τυχόν υπάρχουσες ακυρότητες και παρατυπίες περί την εν γένει διαδικασία και τα αποτελέσματα του ως άνω πλειστηριασμού.
VΙ. Περαιτέρω και σε ότι αφορά την ακολουθητέα διαδικασία για τον καταλογισμό του φόρου λεκτέα τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του α.ν. 1521/1950, για κάθε θέμα που αφορά τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του ΦΜΑ, γίνεται παραπομπή στις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος, όπου στο άρθρο 68 παρ. 2 του κωδικοποιητικού ν. 2238/1994 ορίζονται οι προϋποθέσεις με τη συνδρομή των οποίων επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου στη φορολογία εισοδήματος και συνακόλουθα κατά παραπομπή και του ΦΜΑ.
«– άρθρο 68 παρ. 2: φύλλο ελέγχου και αν ακόμη έγινε οριστικό, δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, αν: α) από συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο σε γνώση του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογούμενου υπερβαίνει αυτό που έχει περιληφθεί στο προηγούμενο φύλλο ελέγχου ή β) η δήλωση που υποβλήθηκε ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή».
Σε εφαρμογή της παραπάνω διάταξης και εφόσον συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το νέο φύλλο ελέγχου εκδίδεται για το άθροισμα της φορολογητέας αξίας που προκύπτει, από το αρχικό φύλλο ελέγχου (ως τοιούτου νοουμένου και της αρχικής δήλωσης που κρίθηκε ειλικρινής) και το συμπληρωματικό και αφαιρείται ο ΦΜΑ που είχε καταβληθεί με τη δήλωση.
Επομένως, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρ. 2 του ως άνω άρθρου, η εφαρμογή της οποίας, όπως έγινε μάλιστα δεκτό, δεν προϋποθέτει την ύπαρξη των συμπληρωματικών στοιχείων, όπως απαιτεί η περίπτωση α΄ (βλ. αd. hoc ΣτΕ 398-404/89, ΔΦΝ 1990-1274) ο προϊστάμενος της αρμόδιας ΔΟΥ, λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσης δήλωσης ως προς το είδος του μεταβιβασθέντος δικαιώματος, δύναται να προβεί στην έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου ΦΜΑ και να επιβάλει κατά του υπόχρεου το φόρο, που αναλογεί επί της πλήρους κυριότητας του μεταβιβασθέντος ακινήτου (δηλαδή το φόρο που αντιστοιχεί στην επικαρπία), επιφυλασσομένων βέβαια των περί παραγραφής διατάξεων (βλ. άρθρο 12 παρ. 3 ν. 1521/1950).
VΙΙ. Σκόπιμο κρίνεται, καίτοι δεν τίθεται με το ερώτημα, να επισημανθεί εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του ν. 1041/80, όπως τροποποιήθηκε από 3.1.1989 με το άρθρο 23 παρ. 7 του ν. 1828/1989, σύμφωνα με την οποία σε περιπτώσεις μεταβίβασης με αντάλλαγμα της ψιλής κυριότητας ακινήτου, κατά τη συνένωση σ’ αυτή με το θάνατο του επικαρπωτή της επικαρπίας, θεωρείται με πλάσμα δικαίου ότι η περιέλευση αυτής στον ψιλό κύριο γίνεται με κληροδοσία και υπόκειται σε φόρο κληρονομιάς, ο οποίος υπολογίζεται με βάση την ηλικία του θανόντος επικαρπωτή και τη συγγενική σχέση με αυτήν του υπόχρεου μέχρι τότε ψιλού κυρίου. Ενώ σε περίπτωση μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας με χαριστική δικαιοπραξία με αντίστοιχη παρακράτηση της επικαρπίας ισοβίως και εφόσον ζητηθεί η άμεση φορολόγησή της, εξαντλείται ολόκληρη η φορολογική υποχρέωση με αποτέλεσμα να μην οφείλεται φόρος κατά τον χρόνο συνένωσης της επικαρπίας με την ψιλή κυριότητα.
Γ. Εν όψει των παραπάνω εκτεθέντων η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους γνωμοδότησε ομόφωνα, ότι ο προϊστάμενος της οικείας ΔΟΥ δύναται στα πλαίσια των ελεγκτικών του αρμοδιοτήτων να δεχθεί, ότι με τον προεκτεθέντα αναγκαστικό πλειστηριασμό δεν επήλθε μεταβίβαση μόνο της ψιλής κυριότητος του ακινήτου, αλλά της πλήρους και να προβεί περαιτέρω στην έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματικής καταλογιστικής πράξης σε βάρος του υπόχρεου υπερθεματιστή.
Σημείωση
Παρεμφερές ζήτημα απασχόλησε εντελώς πρόσφατα τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1657/ 2001 ΕλΔ 2002, 1046). Στην περίπτωση που η επικαρπία κατά το χρόνο της κατασχέσεως της ψιλής μόνο κυριότητας είχε ήδη συνενωθεί με αυτήν, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι θεωρείται κατασχεθέν το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και ότι αυτήν αποκτά ο υπερθεματιστής. Διέλαβε μάλιστα σκέψη, ότι το ίδιο συμβαίνει και όταν (όπως εδώ) η επικαρπία υποστρέψει στον ψιλό κύριο μετά μεν από την κατάσχεση της ψιλής κυριότητας, αλλά πριν από τον πλειστηριασμό.
Κ.Π.
* Αναιρεί την απόφαση ΕφΘράκης 221/2000, της οποίας σχετικό απόσπασμα δημοσιεύεται αμέσως μετά το κείμενο της Αρεοπαγιτικής.
* Απόσπασμα της δευτεροβάθμιας αποφάσεως που αναιρέθηκε με την δημοσιευόμενη παραπάνω απόφαση ΑΠ 1566/2002.
[1]. Οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις δεν είναι πολλές. Σε αυτό συμβάλλει, μεταξύ άλλων, η μικρή σχετικά διάδοση και εξοικείωση με την έννοια της αυτορρύθμισης και των κωδίκων δεοντολογίας στην ελληνική πραγματικότητα, η διστακτικότητα επίκλησης – και από τους ίδιους τους επαγγελματίες – των κωδίκων στα δικαστήρια, στο μέτρο που η νομική τους φύση δεν είναι συχνά ξεκάθαρη, και τέλος το ότι επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό η επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν μέσω των προβλεπόμενων σε αυτούς εσωτερικών μηχανισμών. Ενδεικτικής μνείας αξίζει η πρόσφατη απόφαση του ΑΠ 1219/2001, στην οποία όμως γίνεται απλώς αναφορά στον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας της ΕΕΤ, χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε κάποιου είδους αξιολόγηση της νομικής του φύσης (Βλ. Ι. Καράκωστα, Γενικοί Όροι των Τραπεζικών Συναλλαγών, σελ. 73 επ.). Σημειωτέον τέλος, ότι σε τούτο το σχόλιο αναφερόμαστε αποκλειστικά στους κώδικες δεοντολογίας με την παραδοσιακή έννοια του όρου, δηλαδή στους κώδικες που προέρχονται από την αυτορρύθμιση των επαγγελματιών και όχι σε όσους έχουν αμιγώς νομοθετικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. ο κώδικας δεοντολογίας των ΕΠΕΥ.
[2]. Το ζήτημα της νομικής φύσης των κωδίκων δεοντολογίας απαιτεί λόγω της ποικιλομορφίας και των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν ειδική και εκτεταμένη μελέτη, σαφώς εξερχομένη των ορίων του παρόντος σχολίου, το οποίο περιορίζεται σε μερικές μόνο σκέψεις με αφορμή τη συγκεκριμένη απόφαση.
[3]. Βλ. ιδίως, Α. Φατούρο, «Προλεγόμενα στη μελέτη του μαλακού δικαίου», ΕΕΕυρΔ 1994, σελ. 986, K. C. Wellens, G. M. Borchardt, «Soft Law in European Community Law», European Law Review, 1989, ιδίως σελ. 272-273.
[6]. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2β του καταστατικού του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος, η αποδεδειγμένη παραβίαση του κώδικα δεοντολογίας από μέλος του σωματείου αποτελεί, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, λόγο διαγραφής του μέλους αυτού από το σωματείο.
[7]. Βλ. Ι. Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές, Τεύχος Α΄, σελ. 265, όπου αναφέρεται και στις δύο απόψεις για τη νομική φύση του καταστατικού και προτείνει το συνδυασμό τους. Α. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 157. Σ. Βλαστό, Αστικά σωματεία, Συνδικαλιστικές και Εργοδοτικές Οργανώσεις, σελ. 87 επ.
[8]. Βλ. Ι. Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές, Τεύχος Α΄, σελ. 287 επ. Σ. Βλαστό, Αστικά σωματεία, Συνδικαλιστικές και Εργοδοτικές Οργανώσεις, σελ. 149 επ.
[10]. Βλ. Cour de Cassation, 1ère chambre civile, 5 novembre 1991, JCP 1992, ed. E II, 255, Revue trimestrielle de droit civil (1992), σελ. 381 επ., σχόλιο Jacques Mestre. Για μια αναλυτική παρουσίαση της γαλλικής νομολογίας σε ό,τι αφορά τους κώδικες δεοντολογίας εν γένει, βλ. F. Osman, «Avis, directives, codes de bonne conduite, recommandations, déontologie, éthique, etc.: réflexion sur la dégradation des sources privées du droit», Rev. trim. de droit civil, 1995, σελ. 509 επ.