Digesta 2003
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΑΚ 281, 513, 1033

Καταχρηστική προβολή της ακυρότητας της αιτίας συναλλαγματικών που εκδόθηκαν για το μη αναγραφέν τίμημα στην πώληση ακινήτου.

 Για να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Αν ο αγοραστής εξέδωσε συναλλαγματικές για το πραγματικό μη αναγραφέν τίμημα στην πώληση ακινήτου, εμποδίζεται από το άρθρο 281 ΑΚ να αρνηθεί την εξόφλησή τους προβάλλοντας κατ’ ένσταση τον ισχυρισμό ότι, λόγω ακυρότητας της αιτίας για την οποία εκδόθηκαν οι συναλλαγματικές, δεν υφίσταται κύρια οφειλή που να ασφαλίζεται με την έκδοσή τους.

 

Άρειος Πάγος 1566/2001*

(Σύνθεση: Γ. Κάπος, Γ. Παπαδημητρίου, Κ. Βαρδαβάκης, Σ. Πατεράκης - εισηγητής, Γ. Σιμόπουλος)

 

Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 158, 159, 180, 181, 361, 369, 513 και 1033 του ΑΚ και 13 παρ. 3 του ν. 1587/1950 προκύπτει ότι όπου ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, ο τύπος απαιτείται για ολόκληρο το περιεχόμενό της. Στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου υπόκειται όχι μόνο η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, αλλά και η ενοχική της πωλήσεώς του ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία της, δηλαδή το πράγμα και το τίμημα. Η μη τήρηση όμως του τύπου αυτού ως προς μέρος του τιμήματος, όπως στην περίπτωση κατά την οποία το τελευταίο συμφωνήθηκε μεγαλύ­τερο από αυτό που αναγράφεται στο συμβόλαιο, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της όλης συμβάσεως, αλλ’ η σύμβαση είναι άκυρη μόνον κατά τη συμφωνία του τιμήματος που δόθηκε επί πλέον του αναγραφομένου στο συμβόλαιο, για το οποίο δεν τηρήθηκε ο επιβαλλόμενος με ποινή ακυρότητας τύπος. Το μη αναγραφόμενο στο συμβόλαιο επί πλέον μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος, αν δεν έχει καταβληθεί, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον πωλητή ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1616/99, 810/1998), αφού ο αγοραστής εκ νομίμου αιτίας έλαβε ολόκληρο το πωληθέν ακίνητο με βάση το νομίμως συμφωνηθέν, ως καλυπτόμενο από τον τηρηθέντα τύπο, μικρότερο τίμημα, ώστε κατά το επί πλέον τίμημα ο μη καταβαλών αγοραστής δεν ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία. Στην αντίθετη περίπτωση που το επί πλέον μέρος έχει καταβληθεί μπορεί να αναζητηθεί από τον αγοραστή με τις διατάξεις αυτές μόνο κατά το μέρος που υπερβαίνει την αγοραία (αληθινή) αξία του πωληθέντος ακινήτου (ΟλομΑΠ 560/1974). Στην προκείμενη περίπτωση το εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ως αποδεικτικό πόρισμα, κατά τα ουσιώδη σημεία του, τ’ ακόλουθα: Με το υπ’ αριθ. 235/2.11. 95 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καβάλας Π.Λ. που μεταγράφηκε νόμιμα, ο εφεσίβλητος - καθού η ανακοπή και τώρα αναιρεσείων, πούλησε στην πρώτη εκκα­λούσα - ανακόπτουσα και τώρα πρώτη αναιρεσίβλητη, μία διόροφη μονοκατοικία με αριθ. 2, όπως ειδικότερα αυτή περιγράφεται στο εν λόγω συμβόλαιο και την ανακοπή. Το αναγραφέν στο πωλητήριο συμβόλαιο τίμημα της εν λόγω πώλησης, ποσού 19.000.000 δραχμών, θα καλύπτονταν από το προϊόν δανείου που θα λάβαινε η αγοράστρια από την ΕΚΤΕ (13.200.000 δραχμές) και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (5.800.000 δραχμές). Όπως όμως προκύπτει από το καταρτισθέν κατά την ίδια ημερομηνία (2.11.95), μεταξύ του αναιρεσείοντος και της πρώτης αναιρεσίβλη­της ιδιωτικό συμφωνητικό, το τίμημα που πράγματι είχε συμφωνηθεί ανέρχονταν στο ποσό των 38.000.000 δραχμών, το δε πέραν του καλυφθέντος, με τα πιο πάνω δάνεια, υπόλοιπο ποσό των 19.000.000 δραχμών, συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε 4 δόσεις, καταβλητέες στις 30.12.1995, 30.4.1996, 30.6.1996 και 30.8.1996, από δραχμές 5.000.000 η κάθε μία από τις 3 πρώτες και 4.000.000 δρχ. αντίστοιχα. Χάριν καταβολής των δόσεων αυτών η αγοράστρια αποδέχθηκε τέσσερις ισόποσες συ­ναλλαγματικές, εκδόσεως του πωλητή, τις οποίες τριτεγγυήθηκε, ο δεύτερος των αναιρεσιβλήτων, σύζυγος της πρώτης. Στην τελευταία από τις συναλλαγματικές ενσωματώθηκε και το ποσό του 1.000.000 δραχμών που αφορούσε αμοιβή του αναιρεσείοντος, για την εκτέλεση των αναφερόμενων στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφω­νη­τικό οικοδομικών εργασιών στο χώρο του υπογείου, οι οποίες θα το καθιστούσαν κατοικήσιμο. Οι ανωτέρω συναλλαγματικές δεν πληρώθηκαν και ο κομιστής αυ­τών, τώρα αναιρεσείων, επιδίωξε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος των αναιρεσιβλήτων (αποδέκτριας και τριτεγγυητή) τη με αριθ. 303/1996 διαταγή πληρωμής του δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου Καβάλας, ποσού 20.000.000 δραχμών, πλέον τόκων και εξόδων. Κρίνοντας δε το εφετείο, με βάση τις παραδοχές αυτές ότι οι παραπάνω συναλλαγματικές εκδόθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία κατά το συνολικό ποσό και συνεπώς είναι ουσιαστικά βάσιμος ο προβληθείς με πρόσθετο λόγο ανακοπής σχετικός ισχυρισμός των ανακοπτόντων και τώρα αναιρεσιβλήτων, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 158, 159, 179, 369, 904, 905, 906, 907, 1033 ΑΚ και άρθρο 13 παρ. 3 του ν. 1587/1950, διέλαβε δε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτόν τον έλεγχο του Αρείου Πάγου περί της ορθής ή μη υπαγωγής στις εν λόγω διατάξεις των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα ως προς την προβαλλόμενη παραβίαση της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 179 ΑΚ ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι με βάση τις παραπάνω παραδοχές της αποφάσεως η διάταξη αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα και δεν εφαρμόσθηκε από αυτή. Επομένως ο περί του αντιθέτου υπό στοιχεία II A πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή κατά το άρθρο 281 AK η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζόμενων μ’ αυτή αντικειμενικών κριτηρίων να προ­κύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλομΑΠ 17/1995, 19/1998). Η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή και όταν προς από­κρουση του αυτοτελούς δικαιώματος (ενστάσεως) του οφειλέτη εκ συναλλαγματικής να επικαλεσθεί ακυρότητα και εντεύθεν ανυπαρξία της απαιτήσεως που αποτέλεσε την αιτία εκδόσεως και αποδοχής αυτής, εξού λόγου ανατρέπεται η εκ του αναιτιώδους αυτού τίτλου ευθύνη του οφειλέτη, προβάλλονται από το δανειστή περιστατικά τα οποία, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ενόψει και της προηγηθείσας συμπεριφοράς του οφειλέτη εκ συναλλαγματικής, καθιστούν μη ανεκτή την προβολή εκ μέρους αυτού (οφειλέτη), της ανυπαρξίας της αιτίας για την οποία εκδόθηκαν οι συναλλαγματικές, την προβολή, δηλονότι, δικαιώματος ενστάσεως κατά της απαιτήσεως του δανειστή από τον αναιτιώδη αυτό τίτλο. Η εκ του άρθρου δε 281 ΑΚ ένσταση αυτή του δανειστή εκ των συναλλαγματικών κατά του δικαιώματος του οφειλέτη να ανασύρει και προβάλει την ακυρότητα της αιτίας εκδόσεως αυτών, ως αναιτιωδών τίτλων, δεν αποκλείεται εκ του ότι η προβληθείσα από τον οφειλέτη ακυρότητα της υποκειμένης αιτίας συνίσταται στην μη τήρηση του απαιτουμένου για την τελευταία αυτή τύπου και εντεύθεν η προβολή της ελλείψεως αυτής, προς απόκρουση της αξιώσεως από την υποκείμενη αιτία δεν θα αποτελούσε άσκηση δικαιώματος αλλά άρνηση της νομιμότητας της αξιώσεως από την υποκείμενη αυτή αιτία. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων επικαλείται με τον υπό στοιχεία (ΙΙΒ) λόγο αναιρέσεως ότι προς απόκρουση των προσθέτων λόγων των ανακοπών επί των οποίων εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και με τους οποίους ζητήθηκε η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, με βάση την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, ισχυρίσθηκε ότι οι ανακόπτοντες και τώρα αναιρεσίβλητοι κατά κατάχρηση δικαιώματος προβάλλουν ακυρότητα της αιτίας για την οποία εκδόθηκαν οι συναλλαγματικές. Ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι ναι μεν οι συναλλαγματικές με βάση τις οποίες εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ενσωματώνουν συμφωνηθέν τίμημα πέραν του πωλητηρίου συμβολαίου, όμως αυτό έγινε γιατί η αγοράστρια και τώρα πρώτη των αναιρεσιβλήτων ζήτησε, κατά την κατάρτιση του πωλητηρίου συμβολαίου, να μην αναγραφεί ολόκληρο το συμφωνηθέν τίμημα των 38.000.000 δραχμών αφενός μεν για να μην επιβαρυνθεί με τον αναλογούντα στο ποσό αυτό φόρο μεταβιβάσεως, αφετέρου δε (και κυρίως αυτό) γιατί δεν μπορούσε να δικαιολογήσει στην εφορία την ύπαρξη τόσο μεγάλου κεφαλαίου απαιτούμενου για την αγορά ακινήτου. Έτσι, κατά παράκληση της πρώτης αναιρεσίβλητης αγοράστριας, αναγράφτηκε στο πωλητήριο συμβόλαιο μόνο το ποσό των 19.000.000 δραχμών, το οποίο θα λάβαινε ως δάνειο από την Τράπεζα για το υπόλοιπο δε τίμημα η αναιρεσίβλητη αποδέχθηκε τις συναλλαγματικές με βάση τις οποίες εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πλη­ρωμής. Η κατ’ αποδοχή δε της ενστάσεως ακυρότητας της υποκείμενης αιτίας εκδόσεως των συναλλαγματικών, μη πληρωμή του μη αναγραφόμενου στο πωλητήριο συμβόλαιο ποσού των 19.000.000 δραχ. έχει ως συνέπεια να καταστεί η πρώτη αναιρεσίβλητη αδικαιολόγητα πλουσιότερη κατά το ποσό αυτό, ενώ ο ίδιος (αναιρε­σείων πωλητής) καταστρέφεται οικονομικά αφού δεν θα μπορέσει να ικανοποιήσει την απαίτησή του, καίτοι εξέδωσε τις συναλλαγματικές αυτές με αποδέκτη την αγοράστρια ενδίδοντας σε φορτική επιθυμία αυτής και προς εξυπηρέτηση των δηλωθέντων σκοπών της. Το εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε τον περί καταχρηστικής ασκήσεως ανωτέρω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτο μεν με την αιτιολογία ότι η απαγόρευση της ασκήσεως του δικαιώματος υπό τους διαλαμβανόμενους στην ΑΚ 281 όρους δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για δικαιώματα που απορρέουν από διατάξεις δικονομικού δικαίου όπως στην προβληθείσα περίπτωση, σε κάθε δε περίπτωση διότι, η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή όταν αποκρούεται δικαίωμα, ως μη υφιστάμενο κατά νόμο, ήτοι επί προτάσεως της κατά παράβαση του νόμου ακυρότητας της συμβάσεως που καταρτίσθηκε, διότι η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη, ακόμη και αν η πρόταση της ακυρότητας είναι καταχρηστική. Κρίνοντας έτσι το εφετείο, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 AK και παρά το νόμο απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό ως «απαράδεκτο», ενόψει του ότι, σύμφωνα με το προαναφερόμενο περιεχόμενο του προβληθέντος από το δανειστή, ήδη αναιρεσείοντα, ισχυρισμού σε απόκρουση του λόγου ανακοπής, πρόκειται απόκρουση του ουσιαστικού δικαιώματος της πρώτης αναιρεσίβλητης να επικαλεσθεί ανυπαρξία της απαιτήσεως που αποτέλεσε την αιτία αποδοχής των ανωτέρω συναλλαγματικών και όχι απόκρουση δικαιώματος που ασκείται κατ’ εφαρμογή δικονομικών δια­τάξεων. Εξάλλου, με βάση τα προβληθέντα με τις πρωτόδικες προτάσεις του ήδη αναιρεσείοντος ως άνω περιστατικά θεμελιώνεται, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, ο ισχυ­ρισμός του περί καταχρηστικής προβολής της ακυρότητας της υποκειμένης αιτίας εκδόσεως των συναλλαγματικών από τον οφειλέτη, διότι η κατ’ ένσταση άσκηση του δικαιώματος για ανατροπή των αναιτιωδών τίτλων υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και καθιστά μη ανεκτή, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος της αναιρεσίβλητης. Βάσιμος, επομένως, είναι ο ανωτέρω υπό στοιχεία (ΙΙΒ) λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος αυτού με το οποίο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 14 ΚΠολΔ. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος αυτού με το οποίο προβάλλει αιτίαση εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ για εσφαλμένη απόρριψη ως απαραδέκτου και μη νομίμου του ανωτέρω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί ο από το άρθρο 559 λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο, μη νόμιμο ή για άλλον τυπικό λόγο (ΟλομΑΠ 2/1997, 44/1990).

 

Σημείωση

Αντί άλλου σχολιασμού της αποφάσεως αυτής βλ. τη μελέτη του Απ. Χελιδόνη, παραπάνω στη σελ. 16.

Ακολούθως δημοσιεύεται απόσπασμα της αποφάσεως του Εφετείου Θράκης, που αναιρέθηκε από τον Άρειο Πάγο, για το σχηματισμό πληρέστερης εικόνας ιδίως στο ζήτημα του επιτρεπτού ή μη αποκρούσεως ως καταχρηστικώς προβαλλόμενου του ισχυρισμού περί ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας. (Πρβλ. σχετικά και Απ. Χελιδόνη, π. πριν και μετά τον εκθέτη 47).

Κ.Π.

 

ΑΚ 281

Ανεπίτρεπτη η προβολή (αντ)ενστάσεως εκ του άρθρου 281 ΑΚ προς απόκρου­ση (ενστάσεως) ακυρότητας.

 

Το άρθρο 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν αποκρούεται δικαίωμα ως μη υφιστάμενο κατά νόμο, όπως στην περίπτωση ισχυρισμού περί ακυρότητας μιας συμβάσεως, διότι η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη ακόμη και αν η προβολή της ακυρότητας γίνεται καταχρηστικά.

 

ΕφΘράκης 221/2000*

(Σύνθεση: Ε. Σταυρουλάκης, Β. Κωστής, Δ.Σ. Βόσκας - εισηγητής)

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 369 και 1033 AK και άρ. 13 παρ. 3 ν. 1587/50, στον τύπο του συμβ/κού εγγράφου, υπόκειται η εμπράγματη και η ενοχική σύμβαση μεταβιβάσεως της κυριότητας ακινήτου και συνεπώς για το κύρος της τελευταίας, προκειμένου περί πωλήσεως, πρέπει να υποβληθούν αμφότερα τα ουσιώδη της, κατά το άρθ. 513 ΑΚ, στοιχεία, ήτοι η συμφωνία και για το πράγμα και για το τίμημα στον τύπο αυτό. Η μη τήρηση όμως του τύπου αυτού εν μέρει για το τίμημα, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της όλης συμβάσεως αλλ’ η σύμβαση είναι άκυρη μόνον κατά το τίμημα που δόθηκε επί πλέον του εις το συμβόλαιον αναφραφόμενου, για το οποίο δεν τηρήθηκε ο επί ποινή ακυρότητας επιβαλλόμενος τύπος (ΟλομΑΠ 560/74 ΝοΒ 23, 147). Εάν δε προς κάλυψη και είσπραξη του τιμήματος που δεν διαλαμβάνεται στο συμβόλαιο, εκδόθηκαν από τον πωλητή και έγιναν αποδεκτές από τον αγοραστή, ισόποσες συν/κές, μπορεί ο τελευταίος, να επιδιώξει με αγωγή την αναγνώριση της ανυπαρξίας οφειλής, με βάση τη διάταξη του άρθ. 904 ΑΚ, ή εναγόμενος από τον πωλητή, να προβάλλει την ένσταση της έλλειψης νόμιμης αιτίας (ΕφΠατρών 307/74 ΕΕΝ 44, 408, Αναστασιάδου, «Πιστ. Τίτλοι» παρ. 12, σημ, 106, σελ. 55, Δεληγιάννη - Κορνηλάκη, Ειδ. Ενοχ. Δίκαιο, τόμος Ι, σελ. 118-119, όπως και σχετικές παραπομπές σε νομολογία), η οποία εξακολουθεί να υπάρχει, παρά το γεγονός ότι ενδεχομένως ο πωλητής, δεν έγινε πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του αγοραστή είτε επειδή το συνολικό τίμημα, που καταβλήθηκε, αντιστοιχεί στην αγοραία αξία του πράγματος (βλ. ΑΠ 543/96 ΕλΔ 39, 1326), είτε επειδή αυτό δεν έχει καταβληθεί, θα πρέπει επίσης να λεχθεί, ότι ο πωλητής δεν έχει κατά του αγοραστή όμοια αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού για απόδοση όσου μέρους από το ακίνητο (ή την αξία του), αντιστοιχεί στο αποδοτέο από αυτόν επιπλέον τίμημα. Και τούτο, γιατί είναι έγκυρη τόσο η πώληση με το μικρότερο (εικονικό) τίμημα όσο και η σε εκτέλεσή της, μεταβίβαση του ακινήτου κατ’ άρθ. 1033 AK (βλ. Δεληγιάννη - Κορνηλάκη, ο.π.) ... Οι επίδικες 4 συν/κές, δεν έχουν νόμιμη αιτία έκδοσης, για το ποσό των 19.000.000 δρχ., αφού τούτο αφορά τίμημα της αγοραπωλησίας, που συμφωνήθηκε μεν, πλην όμως δεν υποβλήθηκε στον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου, που απαιτεί ο νόμος και συνεπώς, αφού αυτό δεν έχει καταβληθεί δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον πωλητή. Τα γεγονότα αυτά αποδεικνύονται παραχρήμα, ήτοι με έγγραφα και με ομολογία των διαδίκων ... Όσον αφορά τον προβαλλόμενο εκ μέρους του εφεσιβλήτου ισχυρισμό, ότι η επίκληση εκ μέρους των εκκαλούντων της ακυρότητας της συμφωνίας, συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος επειδή αυτοί ζήτησαν να μην περιληφθεί στο συμβόλαιο το επί πλέον τίμημα και να συνταχθεί το ιδιωτικό συμφωνητικό για λόγους φορολογικούς, όπως ειδικότερα αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, θα πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος, διότι η απαγόρευση της ασκήσεως του δικαιώματος που ορίζει το άρθ. 281 AK, με τους όρους που αυτοί προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και όχι από διατάξεις δικονομικές (ΑΠ 224/86 ΕλΔ 27, 1109, ΕφΑθ 6428/94 ΕλΔ 36, 1547), σε κάθε δε περίπτωση, η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή όταν αποκρούεται δικαίωμα, ως μη υφιστάμενο κατά νόμο (ΑΠ 1255/80 ΝοΒ 29, 554, ΑΠ 950/89 ΕλΔ 32, 77), ήτοι επί προτάσεως ισχυρισμού της κατά παράβαση του νόμου επελθούσας ακυρότητας της σύμβασης που καταρτίσθηκε, διότι η άκυρη σύμβαση δεν καθίσταται έγκυρη, ακόμη και αν η πρόταση της ακυρότητας είναι καταχρηστική (ΑΠ 1239/77 ΝοΒ 26, 1032, ΕφΠειρ 13/95 ΕλΔ 37, 424).


[4]. Βλ. Ε. Περάκη, Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 1999, σελ. 138 επ.

[5]. Βλ. καταστατικό σωματείου με την επωνυμία «Σύνδεσμος Franchise της Ελλάδος», άρθρο 2δ.

[6]. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2β του καταστατικού του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος, η αποδεδειγμένη παραβίαση του κώδικα δεοντολογίας από μέλος του σωματείου αποτελεί, σύμ­φωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, λόγο διαγραφής του μέλους αυτού από το σωματείο.

[7]. Βλ. Ι. Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές, Τεύχος Α΄, σελ. 265, όπου αναφέρεται και στις δύο απόψεις για τη νομική φύση του καταστατικού και προτείνει το συνδυασμό τους. Α. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 157. Σ. Βλαστό, Αστικά σωματεία, Συνδικαλιστικές και Εργοδοτικές Οργανώσεις, σελ. 87 επ.

[8]. Βλ. Ι. Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές, Τεύχος Α΄, σελ. 287 επ. Σ. Βλαστό, Αστικά σωματεία, Συνδικαλιστικές και Εργοδοτικές Οργανώσεις, σελ. 149 επ.

[9]. Βλ. Σ. Ψυχομάνη, «Ο Κώδικας Τραπεζικής Δεοντολογίας», Αρμ. 1999, σελ. 915.

[10]. Βλ. Cour de Cassation, 1ère chambre civile, 5 novembre 1991, JCP 1992, ed. E II, 255, Revue tri­mestrielle de droit civil (1992), σελ. 381 επ., σχόλιο Jacques Mestre. Για μια αναλυτική παρουσίαση της γαλλικής νομολογίας σε ό,τι αφορά τους κώδικες δεοντολογίας εν γένει, βλ. F. Osman, «Avis, dire­cti­ves, codes de bonne conduite, recommandations, déontologie, éthique, etc.: réflexion sur la dégra­da­tion des sources privées du droit», Rev. trim. de droit civil, 1995, σελ. 509 επ.

[11]. Revue trimestrielle de droit civil (1992), σχόλιο Jacques Mestre, σελ. 385.