Digesta 2003
 

EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΕΑΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ (ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΕΔΙΟΥ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ)

Χριστίνα Λιβαδά

DEA - Ειδ. Νομ. Σύμβουλος, Ένωση Ελληνικών Τραπεζών

Για να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Τον Σεπτέμβριο του 2002 υποβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόταση Οδηγίας[1], με την οποία σκοπείται η αναθεώρηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ, όπως τροποποιημένη[2] ισχύει, για την καταναλωτική πίστη. Οι στόχοι της πρότασης, όπως αυτοί περιγράφονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι ο επαναπροσδιορισμός του πεδίου εφαρμογή της Οδηγίας, ώστε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα της αγοράς και να διευκρινιστούν τα όρια μεταξύ καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης, η ενσωμάτωση νέων διατάξεων προκειμένου να υπαχθούν σε αυτήν και οι μεσίτες πιστώσεων, η εφαρμογή ενός δομημένου πλαισίου ενημέρωσης για τους πι­στωτικούς φορείς, προκειμένου να είναι σε θέση να εκτιμούν καλύτερα τους κινδύνους που αναλαμβάνουν και η επίτευξη εν γένει πληρέστερης ενημέρωσης των καταναλωτών και των εγγυητών, η εξισορρόπηση των ευθυνών μεταξύ καταναλωτών και επαγγελματιών και η βελτίωση των μεθόδων και των πρακτικών αντιμετώπισης περιπτώσεων αθέτησης υποχρεώσεων καταβολής πληρωμών από τους επαγγελματίες, τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους πιστωτικούς φορείς[3].

Πρόκειται για μια πολύ φιλόδοξη Οδηγία, με την οποία αναμένεται να μεταβληθεί σημαντικά το ισχύον καθεστώς για την καταναλωτική πίστη σε κοινοτικό[4] και εθνικό επίπεδο[5]. Με τις ρυθμίσεις της εισάγονται νέες έννοιες στον τομέα της κα­ταναλωτικής πίστης[6], όπως το συνολικό χρεωστικό επιτόκιο ή ο μεσίτης πιστώσεων, νέες ρυθμίσεις, όπως η αρχή του υπεύθυνου δανεισμού, η υποχρέωση παροχής συμβουλών, διατάξεις για κεντρικές βάσεις δεδομένων και διατάξεις για ειδικές μορφές καταναλωτικής πίστης, ενώ οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το υφιστάμενο καθεστώς μεταβάλλονται και διευρύνονται σημαντικά.

Η πρόταση Οδηγίας είναι ακόμη υπό επεξεργασία και με την έννοια αυτή, εφόσον δεν έχει λάβει οριστική μορφή, είναι νωρίς για να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα. Παρά ταύτα, από την μορφή που έχει μέχρι αυτή τη στιγμή – και η οποία δεν αναμένεται να μεταβληθεί εκ θεμελίων, παρά μόνο στην περίπτωση που απορριφθεί η πρόταση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχει σαφής τάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κάλυψη κατά το δυνατόν του συνόλου των πτυχών της καταναλωτικής πίστης με την επιβολή λεπτομερών και αυστηρότερων ρυθμίσεων.

Θεματολογικά και συστηματικά, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις θα μπορούσαν να χωριστούν σε έξι κύριες ενότητες[7]. Στην πρώτη ενότητα περιέχονται οι διατάξεις για το σκοπό, τους ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, στο οποίο και θα γίνει διεξοδικότερη αναφορά στη συνέχεια. Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει κυρίως νέες – σε σχέση με το ισχύον καθεστώς – διατάξεις για τη διαφήμιση, την απαγόρευση διαπραγμάτευσης συμβάσεων πίστωσης και εγγύησης εκτός εμπορικών καταστημάτων, την ενημέρωση που πρέπει να παρέχεται σε προσυμβατικό στάδιο στον καταναλωτή και την υποχρέωση παροχής συμβουλών για το είδος και το ποσό της πίστωσης που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες του καταναλωτή. Στην τρίτη ενότητα περιλαμβάνονται οι διατάξεις που αφορούν στο στάδιο κατάρτισης της σύμβασης πίστωσης και εγγύησης και περιέχουν ρυθμίσεις για τον υπεύθυνο δανεισμό, το περιεχόμενο της σύμβασης, και τους όρους που διέπουν το δικαίωμα υπαναχώρησης του καταναλωτή. Στην τέταρτη ενότητα θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε τις διατάξεις της πρότασης Οδηγίας που αφορούν εν γένει τη σύμβαση πίστωσης, όπως οι διατάξεις σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής, και ειδικότερα για τη συγκέντρωση και επεξεργασία δεδομένων και την λειτουργία κεντρικής βάσης δεδομένων[8], οι διατάξεις για το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, το συνολικό χρεωστικό επιτόκιο και το ίδιο το χρεωστικό επιτόκιο, οι διατάξεις για τις καταχρηστικές ρήτρες της σύμβασης και οι διατάξεις για τους μεσίτες πιστώ­σεων. Στην πέμπτη ενότητα περιλαμβάνονται ρυθμίσεις που αφορούν στο στάδιο της εκτέλεσης της σύμβασης πίστωσης και ειδικότερα διατάξεις για την πρόωρη εξόφληση, την εκχώρηση δικαιωμάτων και την αλληλέγγυα ευθύνη, καθώς επίσης και διατάξεις για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Στην έκτη ενότητα τέλος, θα μπορούσαν να ενταχθούν οι διατάξεις που αφορούν ειδικές κατηγορίες συμβάσεων πιστώσεων και οι τελικές διατάξεις της πρότασης αναφορικά ιδίως με την καθιέρωση μέγιστης εναρμόνισης, τις επιβαλλόμενες κυρώσεις και το βάρος της απόδειξης.

Δύο στοιχεία που κατά την άποψή μας χαρακτηρίζουν την πρόταση Οδηγίας και προβληματίζουν ιδιαίτερα ως προς την επίτευξη των επιδιωκόμενων με τις ρυ­θμίσεις της στόχων, είναι η καθιέρωση γραφειοκρατικών και πολύπλοκων διαδικασιών για την χορήγηση της πίστωσης και η μετάθεση του μεγαλύτερου μέρους της ευθύνης στον πιστωτικό φορέα. Σύμφωνα με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, ο κατανα­λωτής θα έχει έναν πολύ μεγάλο όγκο πληροφόρησης προσυμβατικά και κατά τη διάρκεια της σύμβασης, γεγονός το οποίο δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί θετικά καταρχήν, με την έννοια ότι ο καλά πληροφορημένος καταναλωτής είναι και πιο συ­νειδητοποιημένος στις επιλογές του. Από την άλλη πλευρά, η μελέτη των επιμέρους ρυθμίσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο καταναλωτής θα καλείται να συγκρί­νει πολλά διαφορετικά μεγέθη και πλήθος εξειδικευμένων πληροφοριών με κίνδυνο τελικά αποπροσανατολισμού και σύγχυσής του. Η ορθή και πλήρης πληροφόρηση δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τον όγκο των παρεχόμενων στοιχείων, αλλά με την παροχή των κατά περίπτωση και ανάλογα με το στάδιο της συναλλαγής πράγματι χρή­σιμων γι’ αυτόν πληροφοριών.

Περαιτέρω, αρκετές από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, όπως η υποχρέωση παρο­χής συμβουλών, η αρχή του υπεύθυνου δανεισμού, οι όροι που διέπουν το δικαίωμα υπαναχώρησης, διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε έχουν ως αποτέλεσμα την μετάθεση του συνόλου σχεδόν της ευθύνης στον πιστωτικό φορέα. Με τον τρόπο αυτόν, ο καταναλωτής, αν και συμβαλλόμενο μέρος, καταλήγει να μην φέρει ευθύνη για τις επιλογές του. Το γεγονός αυτό πέραν του ότι δεν ανταποκρίνεται στον κεντρικό στόχο της Οδηγίας, ο οποίος περιγράφεται στην πρόταση ως προσπάθεια «δημιουργίας μιας αγοράς με μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα, η οποία θα προσφέρει τέτοιο βαθμό προστασίας στους καταναλωτές ώστε η ελεύθερη κυ­κλοφορία των προσφορών πιστώσεων να μπορεί να πραγματοποιείται με τις καλύ­τερες δυνατές συνθήκες τόσο γι’ αυτούς που προσφέρουν όσο και γι’ αυτούς που ζητούν»[9], θα έχει ως αποτέλεσμα η σύμβαση να είναι υπέρμετρα ετεροβαρής σε βά­ρος των πιστωτικών φορέων, οπότε ο στόχος της ισοσκέλισης των δυνάμεων των συμβαλλομένων στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, κατά σχετικές διατάξεις του δικαίου, δεν θα επιτυγχάνεται.

Σε ό,τι αφορά στο πεδίο εφαρμογής της πρότασης Οδηγίας, διαπιστώνουμε καταρχήν ότι είναι σημαντικά διευρυμένο σε σχέση με εκείνο της ισχύουσας Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ. Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο τίτλος της πρότασης Οδηγίας πα­ραπέμπει στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της, καθώς αναφέρεται στην παροχή πίστης προς καταναλωτές, ενώ στην Οδηγία 87/102/ΕΟΚ γίνεται λόγος για καταναλωτική πίστη και μόνο. Είναι όμως σαφές ότι η καταναλωτική πίστη διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα είδη πίστωσης προς καταναλωτές. Περαιτέρω, τόσο στο άρθρο 1 της πρότασης Οδηγίας, στο οποίο ορίζεται ο σκοπός της, όσο και στο άρθρο 3 που αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, γίνεται ρητή αναφορά εκτός από τις συμ­βάσεις πιστώσεων και στις συμβάσεις εγγύησης που συνάπτονται με καταναλω­τές. Στην Αιτιολογική Έκθεση δε της πρότασης διευκρινίζεται ότι η «σύμβαση εγγύησης μπορεί να αφορά όλες τις δικαιοπραξίες που συνδέονται με την πίστωση και να συνάπτεται για ιδιωτικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς, υπό την προϋπόθεση ότι ο εγγυητής ενεργεί για σκοπούς μη επαγγελματικούς». Με τον τρόπο όμως αυτόν, παραγνωρίζεται ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας της σύμβασης εγγύησης σε σχέση με τη σύμβαση πίστωσης που χορηγείται σε καταναλωτές και επεκτείνεται αδικαιολόγητα το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας πέραν των συμβάσεων καταναλωτικής πίστης, τη στιγμή μάλιστα που ο ορισμός της σύμβασης πίστωσης δεν μεταβάλλεται[10] σε σχέση με εκείνον της υφιστάμενης Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ.

Στο άρθρο 3 της πρότασης ορίζεται περαιτέρω σε ποιες συμβάσεις πίστωσης δεν εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες σε αυτήν ρυθμίσεις. Οι αλλαγές σε σχέση με το ισχύον καθεστώς είναι επίσης σημαντικές. Η ρητή εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της πρότασης των στεγαστικών δανείων[11] αξιολογείται ιδιαίτερα θετικά, στο μέτρο, που όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση, τα δάνεια αυτά, αποτέλεσαν αντικείμενο ξεχωριστής ρύθμισης, και ειδικότερα της Σύστασης 2001/193/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία επικυρώθηκε ο Ευρωπαϊκός Εθελοντικός Κώδικας Συμπεριφοράς κατά την προσυμβατική ενημέρωση για στεγαστικά δάνεια.

Ο Κώδικας αυτός αποτέλεσε, όπως είναι γνωστό, αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών ενώσεων πιστωτικού τομέα και των ευρωπαϊκών ενώσεων καταναλωτών υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και καθορίζει αναλυτικά και ενιαία για τα πιστωτικά ιδρύματα που προσχωρούν σε αυτόν, τα στοιχεία που θα πρέπει να περιλαμβάνει η προσυμβατική ενημέρωση των καταναλωτών αναφορικά με στεγαστικά δάνεια[12]. Είναι σαφές ότι η συμπερίληψη της κατηγορίας των στεγαστικών δανείων στην παρούσα Οδηγία, πέραν του ότι λόγω των ιδιαιτεροτήτων των στεγαστικών δανείων, δεν συνάδει με τις προβλεπόμενες σε αυτήν ρυ­θμίσεις, θα λειτουργούσε σε βάρος του Κώδικα, η αποτελεσματικότητα του οποίου δεν έχει ακόμη διαφανεί, αφού τέθηκε σε ισχύ μόλις το 2001.

Ως αντεπιχείρημα στην επιλογή αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα μπορούσε να προβληθεί το γεγονός της περιορισμένης σε σχέση με τις ρυθμίσεις της πρότασης, εμβέλειας του Κώδικα, ο οποίος αφορά αποκλειστικά και μόνο στην προσυμβατική ενημέρωση του καταναλωτή και όχι τα υπόλοιπα στάδια της σύμβασης, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ως Σύσταση, δεν έχει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Πράγματι, ο Κώδικας έχει εθελοντικό και μόνο χαρακτήρα και με την έννοια αυτή η ισχύς του διαφοροποιείται ουσιωδώς από εκείνη της Οδηγίας, η οποία είναι νομικά δεσμευτική για τα κράτη - μέλη . Από την άλλη πλευρά, ο Κώδικας αυτός αποτε­λεί μια από τις πιο σημαντικές προσπάθειες που έχουν μέχρι στιγμής καταβληθεί σε κοινοτικό επίπεδο στον τομέα της αυτορρύθμισης, η οποία ως εναλλακτική μέθοδος ρύθμισης φαίνεται να αποτελεί σε ορισμένες ειδικά περιπτώσεις πιο πρόσφορη μέθοδο ρύθμισης από την νομοθετική οδό, όπως για παράδειγμα εν προκειμένω, όπου πρόκειται για έναν τομέα με εξειδικευμένα χαρακτηριστικά, τα οποία μεταβάλλονται διαρκώς. Επιπλέον, ο συγκεκριμένος Κώδικας χαρακτηρίζεται από το γε­γονός ότι συνυπογράφηκε και από τις ενώσεις καταναλωτών, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι τόσο κατά τις διαπραγματεύσεις όσο και στο στάδιο της οριστικοποίησής του, είχε εξασφαλιστεί η επί ίσοις όροις εκπροσώπησή τους και, βεβαίως, η τελική συναίνεσή τους για το περιεχόμενο του Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι στη Σύσταση με την οποία επικυρώθηκε ο Κώδικας, προβλέπεται ειδικά ότι εφόσον ο Κώδικας δεν εφαρμοστεί ικανοποιητικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορεί να υποβάλει δεσμευτική πρόταση Οδηγίας. Η δυνατότητα αυτή δεν θα πρέπει όμως να χρησιμοποιηθεί πριν ακόμη ο Κώδικας «αποδείξει» το κατά πόσο μπορεί ή όχι να εφαρμοστεί αποτελεσματικά.

Ο πραγματικός ωστόσο λόγος για τον οποίο δεν συμπεριελήφθησαν – ή σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν – τα στεγαστικά δάνεια στο πεδίο εφαρμογής της πρότασης Οδηγίας για την καταναλωτική πίστη είναι οι ιδιαιτερότητες της κατηγορίας αυτής πιστώσεων, ως ειδικότερης κατηγορίας της ενυπόθηκης πίστης, οι οποίες τη διαφοροποιούν σημαντικά από την καταναλωτική πίστη. Για τον λόγο αυτόν, θα ήταν πιο ορθή η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της πρότασης της ενυπόθηκης πίστης εν γένει και όχι μόνο των στεγαστικών δανείων[13].

Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών πιστώσεων είναι ουσιώ­δεις και επηρεάζουν καθοριστικά τον χαρακτήρα των αντίστοιχα χορηγούμενων δανείων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή ή τουλάχιστον δόκιμη η από κοινού ρύθμισή τους[14]. Όπως είναι γνωστό, στα ενυπόθηκα δάνεια η ασφάλεια που δίνεται για την χορήγησή τους συνίσταται στην εγγραφή υποθήκης επί ακινήτου του δανειολήπτη. Λόγω ακριβώς της ύπαρξης της ασφάλειας αυτής, τα δάνεια της εν λόγω κατηγορίας είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων μεγάλου ποσού και μακράς διάρκειας. Ο κίνδυνος τέτοιων δανείων είναι λόγω των συνθηκών αυτών χαμηλότερος από εκείνον των δανείων καταναλωτικής πίστης, γεγονός το οποίο έχει συνήθως ως αποτέλεσμα την χορήγησή τους με ευνοϊκά επιτόκια. Περαιτέρω, τα δάνεια αυτά χαρακτηρίζονται από αυξημένη πολυπλοκότητα, ενώ οι τεχνικές και οι μέθοδοι χορήγησής τους διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των κρατών - μελών. Από την άλλη πλευρά, στα περισσότερα κράτη - μέλη η εγγραφή υποθήκης ή παρεμφερούς ασφάλειας προϋποθέτει την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας δικαστικής και συμβολαιογραφικής, γεγονός το οποίο λειτουργεί προστατευτικά για τον καταναλωτή, με την έννοια ότι τον αποτρέπει από το να λειτουργήσει παρορμητικά και βιαστικά, όπως μπορεί ενδεχομένως να ισχυριστεί ότι συμβαίνει στην καταναλωτική πίστη. Ως εκ τούτου, πολλές από τις διατάξεις που ισχύουν για την καταναλωτική πίστη δεν έχουν λόγο ύπαρξης στην ενυπόθηκη πίστη ή πρέπει να προσαρμοστούν ειδικά, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κατηγορίας αυτής[15].

Οι διαφοροποιήσεις αυτές σε συνδυασμό με την κοινή διαπίστωση ότι οι διασυ­νοριακές συναλλαγές στον τομέα της ενυπόθηκης πίστης είναι εξαιρετικά περιορισμέ­νες απασχολούν έντονα και την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Για τον σκοπό αυ­τό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβη τον Ιανουάριο του 2003 στη συγκρότηση ενός forum για την ενυπόθηκη πίστη, το οποίο αποτελείται από ειδικούς στον τομέα προερχόμενους τόσο από πιστωτικούς φορείς όσο και από καταναλωτές, και καλείται να μελετήσει τα κύρια προβλήματα, στα οποία προσκρούει η δημιουργία ενιαίας αγοράς στον τομέα της ενυπόθηκης πίστης, καθώς επίσης και να υποβάλει προτάσεις για την αντιμετώπισή τους[16]. Ειδικά σε ό,τι αφορά στα εμπόδια που υφίστανται για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς στον εν λόγω τομέα, θα μπορούσε ενδεικτικά κανείς να αναφερθεί στις διαφοροποιήσεις που υφίστανται μεταξύ των κρα­τών - μελών στην φορολογία, το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο της προστα­σίας του καταναλωτή, το δίκαιο που διέπει τις ασφάλειες, ζητήματα Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου (εκτελεστότητα δικαστικών αποφάσεων) κ.λπ, τα οποία πρέπει να μελετηθούν σε βάθος, προκειμένου να καταστεί δυνατή ή όποια απόπειρα ρύθμι­σής τους σε κοινοτικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η συμπερίληψη στο παρόν στάδιο της ενυπόθηκης πίστης στις ρυθμίσεις της πρότασης Οδηγίας για την καταναλωτική πίστη με μόνη εξαίρεση τα στεγαστικά δάνεια, θα αποτελού­σε μάλλον ανορθόδοξη επιλογή, λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω αλλά και των προαναφερόμενων πρόσφατων πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σκεπτικισμό δημιουργεί περαιτέρω η κατάργηση στην πρόταση Οδηγίας των ελάχιστων και μέγιστων ορίων πίστωσης, εντός των οποίων τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της υφιστάμενης Οδηγίας[17]. Βάσει του ισχύοντος καθεστώτος, οι διατάξεις της Οδηγίας δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ποσά κα­τώτερα των 200 ευρώ ή ανώτερα των 20.000 ευρώ. Ο λόγος ύπαρξης των ορίων αυτών έγκειται στο ότι η παροχή πίστωσης για ένα πολύ μικρό ποσό δανείου, δεν χρειάζεται να συνοδεύεται από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην Οδηγία, στο μέτρο που ο κίνδυνος που συνεπάγεται για τον καταναλωτή είναι πολύ μικρός. Πέραν αυτού, η επιβολή τήρησης των προβλεπόμενων στην Οδηγία προϋποθέσεων ενέχει σημαντικό κόστος, το οποίο λειτουργεί ανασταλτικά στην περίπτωση ιδιαίτερα μικρού ύψους δανείων. Αντίστοιχα, στα πολύ μεγάλου ύψους δάνεια, δεν τίθε­ται – με την ίδια τουλάχιστον έμφαση – θέμα ειδικής προστασίας του αντισυμβαλλομένου/καταναλωτή, ο οποίος προϋποτίθεται ότι διαθέτει γνώσεις, ενημέρωση και διαπραγματευτική ισχύ σαφώς μεγαλύτερη του μέσου όρου, στον οποίο απευθύνεται η πρόταση Οδηγίας. Με την έννοια αυτή δεν γίνεται κατανοητή η κατάργηση των ως άνω ορίων στην πρόταση Οδηγίας, ιδίως από τη στιγμή που θα μπορούσαν να αναπροσαρμοστούν, εφόσον κριθεί ότι δεν ανταποκρίνονται πλέον στα σημερινά δεδομένα.

Γενικότερα, τα θέματα που ανακύπτουν από το πεδίο εφαρμογής της πρότασης Οδηγίας είναι αρκετά, ενώ όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω ειδικότερα για την ενυπόθηκη πίστη, τυχόν συμπερίληψή της στην παρούσα Οδηγία θα δημιουργήσει προβλήματα κατά την εφαρμογή της. Τέλος, ως γενική παρατήρηση αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής της πρότασης Οδηγίας, επισημαίνεται ότι θα διευκόλυνε σημαντικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεών της ο επιμερισμός των διατάξεων που τυγχάνουν γενικής εφαρμογής σε όλα τα είδη καταναλωτικής πίστης σε σχέση με εκείνες που εφαρμόζονται σε μερικά μόνο από αυτά, όπως για παράδειγμα συμβαίνει για τις πιστωτικές κάρτες.

Είναι σαφές ότι από τη συνολική μελέτη της πρότασης Οδηγίας ανακύπτουν και άλλα ενδιαφέροντα ζητήματα, όπου δικαιολογούνται κάποιες επιφυλάξεις ως προς την αποτελεσματικότητα και ορθότητα των προτεινόμενων ρυθμίσεων. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί η ανάγκη αναθεώρησης του υφιστάμενου πλαισίου λόγω των θεαματικών εξελίξεων που έχουν επέλθει στον τομέα της καταναλωτικής πίστης με γνώμονα πάντοτε την ολοκλήρωση και ενίσχυση της ενιαίας αγοράς.

 



[1]. Βλ. Πρόταση Οδηγίας για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών δια­τάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, COM (2002) 443 τελικό.

[2]. Βλ. Οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1986 για την προσέγγιση των νο­μοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών - μελών που διέπουν την καταναλωτι­κή πίστη (Ε.Ε. L 42, 12.12.1987, σελ. 48 επ.). Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε μέχρι στιγμής δύο φο­ρές, με την Οδηγία 90/88/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Φεβρουαρίου 1990 (Ε.Ε. L 161, 10.03. 1990, σελ. 14 επ.) και την Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 (Ε.Ε. L 101, 01.04.1998, σελ. 17 επ.).

[3]. Βλ. Πρόταση Οδηγίας για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών δια­τάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, COM (2002) 443 τελικό, Αιτιολογική Έκθεση, σελ. 5.

[4]. Ενδεικτικά και μόνο, αναφέρεται ότι η Οδηγία 87/102/ΕΟΚ αποτελείται από 18 άρθρα, ενώ η πρόταση Οδηγίας με τη σημερινή της μορφή, περιέχει 38 άρθρα.

[5]. Οι ως άνω κοινοτικές Οδηγίες έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την Υ.Α. Φ1-983/1991 (ΦΕΚ Β΄ 172), η οποία τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την Υ.Α. Ζ1-178/2001 (ΦΕΚ Β΄ 255).

[6]. Γίνεται λόγος για νέες έννοιες στον τομέα της καταναλωτικής πίστης σε κοινοτικό επίπεδο. Είναι πολύ πιθανό κάποιες από τις έννοιες αυτές να υφίστανται ήδη στις αντίστοιχες νομοθεσίες κρατών - μελών.

[7]. Οι ενότητες στις οποίες χωρίζεται η πρόταση Οδηγίας βάσει της αρίθμησης των κεφαλαίων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι δώδεκα.

[8]. Όπως είναι γνωστό, για την προστασία των προσωπικών δεδομένων έχει εκδοθεί ειδικά κοινοτική Οδηγία. Το ίδιο συμβαίνει και για ορισμένα άλλα θέματα που ρυθμίζονται περαιτέρω στην πρόταση Οδηγίας για την καταναλωτική πίστη, όπως για παράδειγμα για τις καταχρηστικές ρήτρες σε συμβά­σεις και για τους μεσίτες πιστώσεων. Η ρύθμιση των θεμάτων αυτών στην Οδηγία για την καταναλωτική πίστη δικαιολογείται ενδεχομένως από κάποιες ιδιαιτερότητες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη απο­κλειστικά σε ό,τι αφορά στην καταναλωτική πίστη. Από την άλλη πλευρά, η πρακτική αυτή έχει ως απο­τέλεσμα την διάσπαση της ενότητας της νομοθεσίας, αλλά και τον κίνδυνο αλληλοεπικαλύψεων και αντιφάσεων μεταξύ των διατάξεων των ισχυουσών Οδηγιών.

[9]. Βλ. πρόταση Οδηγίας για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατά­ξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, COM (2002) 443 τελικό, Αιτιο­λογική Έκθεση, σελ. 5.

[10]. Βλ. πρόταση Οδηγίας για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών δια­τάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, COM (2002) 443 τελικό, άρθρο 2 γ) και αντίστοιχα Οδηγία 87/102/ΕΟΚ, άρθρο 1 γ).

[11]. Βλ. πρόταση Οδηγίας για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών δια­τάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, COM (2002) 443 τελικό, άρθρο 2 γ) και αντίστοιχα Οδηγία 87/102/ΕΟΚ, άρθρο 3 παρ. 2 α).

[12]. Στην χώρας μας έχει προσχωρήσει στον Κώδικα η συντριπτική πλειοψηφία των πιστωτικών ιδρυμάτων που χορηγούν στεγαστικά δάνεια. Περισσότερα για την αυτορρύθμιση με τον Κώδικα αυτό βλ. τη μελέτη του Γ. Παπαϊωάννου σε τούτο το τεύχος παρακάτω σελ. 202 επ.

[13]. Αν και στην χώρα μας, λόγω ιδίως των ορίων που ίσχυαν μέχρι πρότινος για την καταναλωτική πίστη (βλ. παρακάτω για την ΠΔ/ΤΕ 2523/2003), η ενυπόθηκη πίστη δεν έχει αναπτυχθεί πέραν των στεγαστικών δανείων, σε άλλες χώρες γνω­ρίζει μεγάλη διάδοση και ανάπτυξη. Βασικές κατηγορίες πιστώ­σεων που υπάγονται στην ενυπόθηκη πί­στη εν γένει, περιλαμβανομένων των στεγαστικών δανείων, είναι τα δάνεια μεικτού σκοπού, π.χ. για αγο­ρά σπιτιού και αυτοκινήτου (mixed purpose loans), δάνεια που βασίζονται σε προηγούμενο δάνειο για το οποίο είχε εγγραφεί υποθήκη και τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν είτε στο πλαίσιο ενός στε­γαστικού δανείου είτε για διαφορετικό σκοπό (top up loans), τα γνωστά στην αγγλική ορολογία ως equi­ty release loans κ.λπ. Σημειωτέον, ότι με την ΠΔ/ΤΕ 2523/ 2003 απελευθερώθηκαν τα όρια καταναλωτικής πίστης που ίσχυαν στη χώρα μας μέχρι πρόσφατα.

[14]. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε σχετική με το ζήτημα αυτό μελέτη που εκπονήθηκε το 1997 για λογα­ριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διαπιστώθηκε ότι θα ήταν μεν δυνατή η επέκταση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ, ώστε να καλύπτει και την ενυπόθηκη πίστη, αλλά η λύση αυτή δεν θα ήταν δόκιμη λόγω της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει την ενυπόθηκη πίστη. Βλ. αναλυτικά «Empirica» Study on Mort­gage Credit in the European Economic Area. Structure of the Sector and Application of the Rules in the Directives 87/102 and 90/88, Νοέμβριος 1997.

[15]. Σημειώνεται ότι βάσει της υφιστάμενης Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ αυτή η κατηγορία δανείων εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της, ενώ στο ίδιο άρθρο δίδεται διακριτική ευχέρεια στα κράτη - μέλη να εξαιρέσουν επίσης τις συμβάσεις πίστωσης που έχουν την μορφή δημοσίου εγγράφου υπογεγραμ­μένου ενώπιον συμβολαιογράφου ή δικαστή. Βλ. Οδηγία 87/102/ΕΟΚ άρθρο 2 παρ. 3 και 4 αντίστοιχα.

[16]. Βλ. European Commission, DG Internal Market, Creation of a «Forum Group» on Mortgage Cre­dit, http://europa.eu.int/comm/internal_market.

[17]. Βλ. Οδηγία 87/102/ΕΟΚ άρθρο 2 παρ. 1 στ).