Digesta 2003
Η ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝΚΑΤΑ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

Γεώργιος Ν. Παπαϊωάννου,

Δικηγόρος, Lic. Sp. ULB, Υποψ. διδάκτωρ Νομικής ΔΠΘ

 Για να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Ι. Εισαγωγή

Α. Το ζήτημα της προσυμβατικής ενημέρωσης των υποψήφιων δανειοληπτών είναι καθοριστικής σημασίας, τόσο για τη συμβατική συμπεριφορά τους σε όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης της σύμβασης, όσο και για τη δυνατότητα σύγκρισης των προσφερόμενων υπηρεσιών από τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς. Έχει δε ιδιαίτερη σημασία για τον ανταγωνισμό των τελευταίων, τόσο μεταξύ τους, όσο και σε σχέση με το συναλλασσόμενο κοινό. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αδύναμη θέση του απλού καταναλωτή που δεν διαθέτει ούτε επαρκή συναλλακτική εμπειρία, ούτε την τεχνική και οικονομική υποδομή που θα του επέτρεπε να αποφασίζει με την επιμέλεια και την ωριμότητα ενός επαγγελματία.

Β. Το πεδίο των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε έναν από τους σημαντικότερους τομείς άσκησης προστατευτικής για τον καταναλωτή πολιτικής από μέρους των εθνικών και κοινοτικών αρχών. Αποτέλεσμα των σχετικών νομοθετικών παρεμβάσεων είναι ένα νέο οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο η επιχειρηματική δραστηριότητα καλείται επιτακτικά να εντάξει στις προτεραιότητές της και αυτήν που έχει να κάνει με την διαχείριση των πελατειακών σχέσεων με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες, τις ανάγκες, και τις απαιτήσεις του σύγχρονου καταναλωτή. Προς την ίδια κατεύθυνση, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έχει στραφεί η προσοχή του έλληνα επιχειρηματία εξαιτίας του διαρκώς εντεινόμενου εγχώριου και διεθνούς ανταγωνισμού. Ανταγωνισμού που εκδηλώνεται σε έναν κύκλο συναλλαγών που, ναι μεν, συνεχώς διευρύνεται, αλλά με ανεξέλεγκτο τρόπο, δεδομένου και του ταυτόχρονου πολλαπλασιασμού των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ καταναλωτή και προμηθευτή με τη χρήση των νέων τεχνολογιών και του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.

Γ. Η έναρξη μιας συναλλακτικής σχέσης, βραχύχρονης ή μακρόχρονης διάρκειας, είναι το κρίσιμο σημείο για να τεθούν οι βάσεις μιας ειλικρινούς, καλόπιστης και αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας. Η μειονεκτική θέση του καταναλωτή, οφειλόμενη ιδιαίτερα στη λεγόμενη ασυμμετρία πληροφόρησης, είναι προφανής όταν βρίσκεται ενώπιον της απόφασης προμήθειας ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας τέτοιου μεγέθους που δεν δικαιολογεί τη συχνή επανάληψή της. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις ο άπειρος καταναλωτής παρουσιάζει ένα γνωσιολογικό έλλειμμα έναντι του αντισυμβαλλομένου του που επιτείνεται από την πολυπλοκότητα και τον τεχνικό χαρακτήρα που διακρίνει τα αγαθά και τις υπηρεσίες της εποχής μας.

Δ. Οι σύγχρονες πρακτικές προώθησης των τελευταίων σε συνδυασμό με τη χρήση τεχνικών ή νομικών όρων που δεν του είναι οικείοι λειτουργούν συχνά αποπροσανατολιστικά, ενώ ο επιτακτικός χαρακτήρας της κάλυψης καταναλωτικών αναγκών δεν επιτρέπει την ψύχραιμη και ουσιαστική αποτίμηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μιας συναλλαγής. Δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς και τη σύγχρονη πραγματικότητα μιας πιο απαιτητικής και κριτικής στάσης του καταναλωτή απέναντι σε μια δελεαστική, πολλά υποσχόμενη, αγορά.

 

ΙΙ. Η αυτορρύθμιση και ο ρόλος της δεοντολογίας

Α. Η αυτορρύθμιση συδηλώνεται με τη μορφή ρυθμίσεων που δεν έχουν χαρακτήρα ή προέλευση κρατική. Μπορεί να πάρουν τη μορφή, μεταξύ άλλων, κανόνων δεοντολογίας, κανόνων αυτοπειθαρχίας, κωδίκων ορθής πρακτικής, χαρτών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και διακηρύξεων επαγγελματικής ηθικής. Ένας επαγγελματίας που αγνοεί τους επαγγελματικούς κανόνες που τον αφορούν δεν είναι καν επαγγελματίας. Ένας τραπεζίτης δεν έχει μόνον δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά έχει και καθήκοντα. Τούτο επιβάλλεται από ένα πλαίσιο αρχών που διέπουν την δραστηριότητά του. Το ανοιχτό πνεύμα και η διαφάνεια στην ενημέρωση, ο διάλογος, η διακριτικότητα και η εχεμύθεια, η αρμοδιότητα και η τεχνογνωσία, η ασφάλεια και η φερεγγυότητα, η ακεραιότητα του τραπεζικού συστήματος και η επίλυση των προβλημάτων των πελατών[1] δεν συνιστούν ένα απλό ευχολόγιο, αλλά δοκιμάζονται καθημερινά στην αδυσώπητη χρηματοοικονομική πραγματικότητα.

Β. Το φαινόμενο της δεοντολογίας[2] στο χρηματοπιστωτικό τομέα διακρίνεται από μεγάλη ποικιλομορφία, αναφορικά με την φύση του, τις πηγές, τους τρόπους έκφρασης, τους προστατευτικούς ή αμυντικούς προσανατολισμούς, τις κυρώσεις και τις σχέσεις με την ηθική και το θετό δίκαιο. Για το νομικό, η δεοντολογία συνιστά καταρχήν μια έννοια αμφιλεγόμενη και νεφελώδη μέσα σε ένα αυστηρά δομημένο και απόλυτα συγκροτημένο σύστημα νομικών αξιών. Πέρα όμως από ένα σύμπτωμα των καιρών η προσφυγή σε κανόνες ορθής επαγγελματικής συμπεριφοράς είναι μια αναγκαιότητα, μια ένδειξη ωριμότητας, αλλά και μια ελπίδα. Δεδομένης της οικονομικής διάστασης, αλλά και του υπερεθνικού χαρακτήρα, των κανόνων αυτών, η επιστημονική τους προσέγγιση προϋποθέτει μια πλουραλιστική διεπιστημονική ανάλυση των χαρακτηριστικών τους[3].

Γ. Η δεοντολογία[4], όρος ελληνικής προελεύσεως, βρήκε για πρώτη φορά έρεισμα στην αγγλική και την αμερικάνικη πρακτική τον 19ο αιώνα[5]. Συμπεριελήφθησαν στην έννοια της δεοντολογίας με τον χρόνο, κανόνες ηθικής, συμβατικοί κανόνες όπως όροι διαιτησίας, τεχνικοί κανόνες ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών, κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς και εν γένει κανόνες που δίνουν μια νέα διάσταση στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα γένεσης δεοντολογικού κανόνα και μετεξέλιξής του σε γραπτό συνιστά το επαγγελματικό απόρρητο του τραπεζίτη. Ο ολοένα αυξανόμενος διαμεσολαβητικός, αλλά και συμβουλευτικός, ρόλος των τραπεζών, το διαρκώς μεταβαλλόμενο χρηματοοικονομικό περιβάλλον, η απορύθμιση του τραπεζικού συστήματος αλλά και η ανάγκη αποτελεσματικής εποπτείας του, η διεθνοποίηση των συναλλαγών και η παγκοσμιοποίηση των αγορών, η χρήση της πληροφορικής, η έξαρση του εσωτερικού και εξωτερικού ανταγωνισμού, και η εναρμόνιση των ευρωπαϊκών νομοθεσιών συνθέτουν ένα περιβάλλον που επιτρέπει την ανάπτυξη γόνιμου διαλόγου χωρίς προσχήματα και υπεκφυγές για το μέλλον των συναλλαγών.

Δ. Το πεδίο της λιανικής τραπεζικής, που χαρακτηρίζεται από το πλήθος και την τυποποίηση των συναλλαγών, κάτω από την πίεση των καταναλωτών, διανθίστηκε από μια πλειάδα κωδίκων και μεσολαβητών χάριν της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων στην τραπεζική αγορά. Η εξέλιξη του δικαίου της αστικής ευθύνης των πιστωτικών ιδρυμάτων τελεί σε συνάρτηση με τον παραδοσιακό και το σύγχρονο χαρακτήρα της τραπεζικής λειτουργίας, συνιστάμενο τον μεν πρώτο στην διάσταση της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος[6], τον δε δεύτερο στην ανάληψη νέων κινδύνων από την πολυπλοκότητα, την καινοτομία και την αβεβαιότητα των σημερινών συναλλαγών[7], καθώς και το καθήκον ενημέρωσης και παροχής συμβούλων μέσα από τα δίκτυα διανομής των χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Ε. Η αυτορρύθμιση συνιστά μια από τις μορφές του λεγόμενου «soft law»[8]. Μαρτυρά δε την προσπάθεια των επιχειρήσεων, όπως και των επαγγελματιών, ιδιαίτερα προς αποτροπή των αντιδικιών, να καθιερώσουν στην πράξη κανόνες προκειμένου να αντιμετωπισθούν in concreto καταστάσεις αποτρέψιμες και συμπεριφορές αποδοκιμαστέες σε σχέση συμπληρωματική, αλλά και διαλεκτική, με το δίκαιο. Το περιεχόμενο και η έκταση του εγχειρήματος τελούν σε σχέση αντίστρο­φα ανάλογη με το εύρος της παρέμβασης του νομοθέτη, χωρίς όμως να χάνεται το πλεονέκτημα της πιο ρεαλιστικής, ευέλικτης και προσαρμόσιμης αντιμετώπισης των αδυναμιών της εύπλαστης και εξαιρετικά ευαίσθητης στα εξωτερικά ερεθίσματα αγοράς. Ο κανόνας συμπεριφοράς αναδεικνύεται ως απόρροια διαπραγμάτευσης, παρά ως μέσο κρατικής επιβολής. To «soft law» έχει αναχθεί σε μέσο προστασίας του καταναλωτή μέσα στο περιβάλλον της απορύθμισης της αγοράς[9]. Δεν πρέπει όμως να εξαντλείται στα όρια της κωδικοποίησης, αλλά αντίθετα πρέπει να χρησιμεύει στην αλλαγή της συμπεριφοράς της αγοράς, έστω και κάτω από το κράτος του φόβου ενδεχόμενης μελλοντικής παρέμβασης δεσμευτικού χαρακτήρα. Αντιπαρέρχεται το μειονέκτημα της αργής υιοθέτησης και τροποποίησης της νομοθεσίας. Παράγεται με τη σύμπραξη ειδικών τεχνοκρατών με καλή γνώση της λειτουργίας της αγοράς, απευθύνεται σε παράγοντες της αγοράς, κερδίζει ευκολότερα την εμπιστοσύνη δημιουργώντας αίσθημα αυτοδέσμευσης και μεταφέρει το κόστος της παραγωγής και της εφαρμογής των κανόνων στην αγορά.

ΣΤ. Η αυτορρύθμιση ευδοκιμεί σε αγορές όπου η ζήτηση είναι στενά συνδεδεμένη με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, όπως συμβαίνει στον χρηματοοικονομικό τομέα. Κύριο μέλημα των επιχειρήσεων είναι να κερδίζουν και να διατηρούν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών με στόχο την αύξηση των πωλήσεών τους. Ένας κώδικας δεοντολογίας μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο προώθησης προϊόντων και εξαιρετικό συγκριτικό πλεονέκτημα των προσχωρούντων έναντι του ανταγωνισμού. Η ανάγκη εμπέδωσης της εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού γίνεται ακόμη πιο αισθητή σε εποχές εισαγωγής νέων καινοτόμων τεχνολογιών στην αγορά, όπου και εκδηλώνονται κατά κανόνα επιφυλάξεις και αμφιβολίες. Η ανάπτυξη της αυτορρύθμισης έρχεται ως εναλλακτική λύση στην επιβολή κρατικών ρυθμίσεων όπου εμφανίζεται μια δυσλειτουργία της αγοράς ή προκρίνεται μια σκοπιμότητα κοινωνικής πολιτικής. Η Πολιτεία έχει την δυνατότητα να διαπιστώνει τις αδυναμίες στα συστήματα λειτουργίας των αγορών και να διευκολύνει το σχεδιασμό δράσεων αυτορρύθμισης για την αντιμετώπισής τους. Περαιτέρω, με τη διάχυση της πληροφόρησης σχετικά με τις υφισταμένες επιτυχημένες εφαρμογές αυτορρύθμισης μπορεί να υποστηρίζει ακόμη και την ενσωμάτωση των δράσεων αυτών σε κανονιστικά πλαίσια και την αρμονική εξέλιξή τους. Η διεθνής συνεργασία και η εναρμόνιση των πρωτοβουλιών της αυτορρύθμισης έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Ο βαθμός εμπλοκής της Πολιτείας εξαρτάται από την κοινωνική σκοπιμότητα που καλούνται να εξυπηρετήσουν και την αποτελεσματικότητα των πρωτοβουλιών αυτών. Οι καταναλωτές συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την υλοποίηση αυτών των πρωτοβουλιών περιβάλλοντάς τα με εμπιστοσύνη. Η παρακολούθηση της εφαρμογής και της τήρησης κωδίκων συμπεριφοράς από τις αρχές καθιστά στην πράξη πιο συνεπή και υπεύθυνη τη στάση των επιχειρήσεων.

Ζ. Ουσιαστικό συμπλήρωμα των κωδίκων δεοντολογίας είναι η δημιουργία μηχανισμών διαχείρισης και επίλυσης παραπόνων, η διασφάλιση της αποτελεσματικής και κατάλληλης για κάθε είδος αγοράς κύρωσης για την εσκεμμένη και επαναλαμβανόμενη παραβίασή τους, το απόρρητο δεδομένων της συναλλαγής όπου απαιτείται, η ρύθμιση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και οι διαδικασίες αναθεώρησης και τροποποίησης του περιεχομένου τους. Η αποτελεσματικότητα, ο αντίκτυπος στον όγκο των πωλήσεων και το οικονομικό κόστος είναι καθοριστικοί παράγοντες για την επιτυχή έκβαση της αυτορρύθμισης. Η γρήγορη και ανέξοδη ανταπόκριση στις ανάγκες και τα αιτήματα των καταναλωτών είναι η πρώτη προτεραιότητα. Η εξυπηρέτηση συναφών κλάδων της αγοράς από κοινές υποδομές περιορίζει σημαντικά τα έξοδα λειτουργίας. Αντίθετα, η έλλειψη δεσμευτικής ισχύος μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού σε βάρος όσων επιδεικνύουν συνέπεια και υπευθυνότητα κατά την τήρηση των κανόνων. Η αυτορρύθμιση δεν πρέπει να προκαλεί περιορισμούς στον ελεύθερο ανταγωνισμό, όπως μπορεί να συμβεί στην περίπτωση ανάληψης αμοιβαίων δεσμεύσεων σχετικά με τα τραπεζικά επιτόκια και τις προμήθειες, τον ανταγωνισμό και την διαφήμιση τραπεζικών προϊόντων. Δεν πρέπει ακόμη να υποτιμάται και ο κίνδυνος της εξυπηρέτησης βραχυπρόθεσμων συμφερόντων των επιχειρηματιών απομακρύνοντας το ενδεχόμενο πιο ισορροπημένης δικαστικής ή διοικητικής διευθέτησης των διαφορών.

Η. Η στάση των επιχειρηματιών απέναντι στην αυτορρύθμιση θυμίζει αυτό που αποκαλείται από τους οικονομολόγους ως «το δίλημμα του φυλακισμένου»[10], όταν δηλαδή στην απαίτηση του καταναλωτή για καλύτερη ποιότητα, ο προμηθευτής αντιμετωπίζει μια ιδιότυπη κατάσταση όπου καλείται ενεργώντας επιπόλαια και ευκαιριακά να ακολουθήσει ένα ένστικτο υποτίμησης της ποιότητας με στόχο το πρόσκαιρο κέρδος, γνωρίζοντας ότι αν αυτό γενικευτεί στην σχετική αγορά θα προκαλέσει σοβαρούς κραδασμούς στο οικονομικό οικοδόμημα και θα θέσει σε κίνδυνο ολόκληρη την επιχείρηση. Από αυτό συμπεραίνει κανείς ότι αυτό που είναι εύλογο και αποτελεσματικό σε ατομικό, μπορεί να είναι απευκταίο και καταστροφικό σε συλλογικό επίπεδο. Εν προκειμένω, ο συντονισμός μεταξύ των προμηθευτών εξυγιαίνει τον ανταγωνισμό σε ατελείς αγορές, ενώ ο αναχρονιστικός ρυθμιστικός ρόλος του κράτους οφείλει να δώσει την θέση του στον εποπτικό του ρόλο[11].

 

ΙΙΙ. Η ευρωπαϊκή συμφωνία

Α. Η σύναψη σύμβασης στεγαστικού δανείου συνιστά για τον καταναλωτή κατά κανόνα μια ιδιαίτερα σημαντική οικονομική δέσμευση και μια από τις πιο σημαντικές επενδυτικές αποφάσεις που θα κληθεί να πάρει στην διάρκεια της ζωής του λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη προσφυγής σε δανεισμό, τη φύση των συμβατικών δεσμεύσεων και την συνήθη μακρά διάρκεια αποπληρωμής. Στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί προτεραιότητα η ολοκλήρωση μιας ενιαίας αγοράς χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που θα προσφέρει στους καταναλωτές υψηλό επίπεδο προστασίας. Κατά την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι καταναλωτές είναι πιθανό να αντλήσουν σημαντικό όφελος από την αυξημένη διασυνοριακή δραστηριότητα που θα προκαλέσει η λήψη προστατευτικών μέτρων στον κλάδο των στεγαστικών δανείων. Η μεγάλη πολυμορφία, η έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης και οι δυσχέρειες στη σύγκριση των προϊόντων που χαρακτηρίζουν την ενιαία αγορά στεγαστικής πίστης κατέστησαν αναγκαία τη συνέχιση της πρωτοβουλίας διαλόγου που είχε ήδη αναλάβει η Επιτροπή, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ανακοίνωσης για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών[12]. Πιο πρόσφατα, επιβεβαιώθηκε το έντονο ενδιαφέρον των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων για την ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με το τίμημα και τις λοιπές επιβαρύνσεις που συνεπάγεται η παροχή χρηματοοικονομικών προϊόντων[13].

Β. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεννόηση με εκπροσώπους του τομέα της στεγαστικής πίστης και των ενώσεων καταναλωτών έθεσε μια σειρά από κατευθυντήριες γραμμές που πήραν τη μορφή ενός εθελοντικού κώδικα, ο οποίος υπεγράφη στις 5 Μαρτίου 2001[14]. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές αποβλέπουν στην διευκόλυνση των καταναλωτών κατά την επιλογή μεταξύ των προσφερόμενων χορηγήσεων από τους διαφόρους οργανισμούς στην αγορά συμπεριλαμβανομένων όσων είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος. Η Επιτροπή επιφορτίστηκε με το καθήκον του ελέγχου της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του Κώδικα, ενώ από την 6η Δεκεμβρίου 2001 δημιουργήθηκε σχετικό κεντρικό μητρώο[15] των πιστωτικών ιδρυμάτων που γνωστοποίησαν στην Επιτροπή την πρόθεση να προσχωρήσουν στον Κώδικα[16]. Κατά την Επιτροπή, η ολοκληρωμένη και δέουσα εφαρμογή του Kώδικα είναι σημαντική για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της ενιαίας αγοράς[17].

Γ. Ο Κώδικας είναι προϊόν μιας ιδιότυπης, αλλά ιδιαίτερα εποικοδομητικής συνεργασίας ανάμεσα σε φορείς ευθέως αντιτιθέμενων συμφερόντων, σε εκπροσώπους με αντικειμενικά αντιπροσωπευτικό σε πανευρωπαϊκή διάσταση έρεισμα και σε εκπροσώπους επίσημων αντιπροσωπευτικών οργάνων εκπροσώπησης των επαγγελματιών. Αποτελεί όμως και χαρακτηριστικό παράδειγμα υπέρβασης διαφορών χάριν της απρόσκοπτης και λειτουργικής μετάβασης σε πιο σύγχρονες μορφές αγορών. Στόχος του Κώδικα είναι η παροχή στον καταναλωτή διαφανούς και συγκρίσιμης ενημέρωσης σχετικά με τα στεγαστικά δάνεια. Με την εφαρμογή του Κώδικα διασφαλίζεται η παροχή, σε χρόνο προγενέστερο της υπογραφής της σύμβασης, επαρκούς ενημέρωσης, αφενός για τα προσφερόμενα εν γένει προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων τύπων επιτοκίου (σταθερό, κυμαινόμενο ή συνδυασμός και των δύο), και για τις πρόσθετες επιβαρύνσεις που σχετίζονται με το στεγαστικό δάνειο, αφετέρου για την εξειδικευμένη κατά περίπτωση ενημέρωση εγγράφως με τη χρήση του τυποποιημένου ευρωπαϊκού δελτίου πληροφοριών. Το δελτίο περιγράφει το ίδιο το προϊόν και περιέχει, μεταξύ άλλων, το ονομαστικό επιτόκιο, τη συνολική ετήσια ποσοστιαία επιβάρυνση (ΣΕΠΕ), το ποσό του χορηγούμενου δανείου και τα ακριβή ποσά που πρόκειται να πληρωθούν κατά τη συνολική διάρκεια του δανείου, τις δυνατότητες πρόωρης αποπληρωμής και τα όργανα εσωτερικού ελέγχου.

Δ. Οι ευρωπαϊκές ενώσεις καταναλωτών και οι ευρωπαϊκές ενώσεις του πιστωτικού τομέα που χορηγούν στεγαστικά δάνεια και συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις για τη διαφάνεια και την βελτίωση της ενημέρωσης των καταναλωτών προσυπέγραψαν σχετική συμφωνία με την οποία οι πιστωτικοί οργανισμοί καλούνται εντός ρητής προθεσμίας να εφαρμόσουν έναν εθελοντικό κώδικα συμπεριφοράς με περιεχόμενο, αφενός τις λεπτομέρειες εφαρμογής και ελέγχου, αφετέρου την εξειδίκευση των πληροφοριών κατά το πρότυπο της σχετικής σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως εκ τούτου, οι ενώσεις του πιστωτικού τομέα που προσυπογράφουν τον Κώδικα θα προβούν σε επίσημη δήλωση σχετικά με τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν και θα λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ενόψει της πρακτικής εφαρμογής[18] που καθορίστηκε εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της προσχώρησης από κάθε πιστωτικό οργανισμό. Ο Κώδικας θα δημοσιευθεί και θα διατίθενται αντίτυπά του σε κάθε υποκατάστημα των πιστωτικών οργανισμών που θα προσχωρήσουν[19]. Αναθεώρηση του Κώδικα από το σύνολο των μερών θα γίνει μετά από την πάροδο δύο ετών από την ημερομηνία έκδοσης της σύστασης της Επιτροπής με βάση τα συμπεράσματα της αξιολόγησης στην οποία θα προβεί η τελευταία.

 

ΙV. Η κοινοτική σύσταση για την προσυμβατική ενημέρωση

Α. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή[20] με τη Σύσταση της 1ης Μαρτίου 2001 σχετικά με τις προσυμβατικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους καταναλωτές από πιστωτές που χορηγούν στεγαστικά δάνεια[21] καλεί τους τελευταίους, όπως και τα κράτη μέλη, να συμμορφωθούν με το περιεχόμενό της το αργότερο μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2002. Με την σύσταση αυτή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδιορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές που οδηγούν στην εναρμόνιση της ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με τα στεγαστικά δάνεια, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διασυνοριακό επίπεδο χωρίς να θίγεται το ειδικό καθεστώς που διέπει τις καλυπτόμενες από την οδηγία για την καταναλωτική πίστη συμφωνίες[22]. Στην έννοια του στεγαστικού δανείου εμπίπτει κάθε πίστωση που χορηγείται σε καταναλωτές για την απόκτηση ή την διαμόρφωση ιδιωτικού ακινήτου του οποίου είναι ιδιοκτήτης ή το οποίο σκοπεύει να αγοράσει, και που εξασφαλίζεται είτε με υποθήκη σε ακίνητο, είτε με ασφάλεια που χρησιμοποιείται συνήθως για το σκοπό αυτό σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Β. Κατά το προσυμβατικό στάδιο ο πιστωτής παρέχει στον καταναλωτή σειρά γενικών πληροφοριών που παρατίθενται σε παράρτημα της σύστασης. Ειδικότερα,
ενημερώνεται για την επωνυμία και την διεύθυνση του πιστωτή, καθώς και την επωνυμία και διεύθυνση ενδεχόμενου μεσάζοντα. Επίσης, αναφορικά με το στεγαστικό δάνειο στην ενημέρωση περιλαμβάνονται οι σκοποί της χρησιμοποίησής του, το είδος της ασφάλειας, η περιγραφή των προσφερόμενων τύπων με σύντομη ιδιαίτερη περιγραφή των διαφορών μεταξύ προϊόντων με σταθερό και κυμαινόμενο επιτόκιο και των επιπτώσεών τους για τον καταναλωτή, τα είδη των προαναφερόμενων επιτοκίων και του συνδυασμού τους, η αναφορά του κόστους ενός αντιπροσωπευτικού στεγαστικού δανείου για τον καταναλωτή, ο κατάλογος σχετικών εξόδων[23], οι προσφερόμενες εναλλακτικές λύσεις για την αποπληρωμή του δανείου[24], οι όροι ενδεχόμενης δυνατότητας πρόωρης αποπληρωμής, η ενδεχόμενη απαραίτητη προϋπόθεση εκτίμησης του ακινήτου και ο φορέας διεκπεραίωσής της, γενικές πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες φορολογικών ελαφρύνσεων που συνδέονται με τους τόκους του στεγαστικού δανείου ή άλλες υπάρχουσες δημόσιες επιδοτήσεις[25], η ενδεχόμενη χρονική διάρκεια ισχύος της προσφοράς και τέλος η επιβεβαίωση της προσχώρησης του πιστωτή στον Κώδικα και της διάθεσης αντιτύπων του τελευταίου από τον πιστωτή.

Γ. Η τελική απόφαση για την αποδοχή ή μη μιας προσφοράς πίστωσης ανήκει στον καταναλωτή, αφού κάνει χρήση της δυνατότητας προμήθειας από τον πιστωτή του τυποποιημένου ευρωπαϊκού δελτίου πληροφοριών. Το έγγραφο αυτό περιλαμβάνει σύμφωνα με σχετικό παράρτημα της σύστασης εξατομικευμένες πληροφορίες σχετικά με τον δανειστή, την περιγραφή του προϊόντος[26], το ονομαστικό επιτόκιο με την έννοια της αναφοράς του είδους του επιτοκίου και της διάρκειας της σταθερής περιόδου[27], τη συνολική ετήσια ποσοστιαία επιβάρυνση (ΣΕΠΕ) με βάση ενδεχόμενη υφιστάμενη εθνική νομοθεσία ή το πραγματικό επιτόκιο, το ύψος της παρεχόμενης πίστωσης και το νόμισμα, τη διάρκεια του δανείου, τον αριθμό, την περιοδικότητα και το ύψος στην περίπτωση τοκοχρεολυτικού δανείου των δόσεων με ενδεχόμενη διακύμανση, το ύψος κάθε τακτικής καταβολής τόκων και κάθε τακτικής καταβολής στο φορέα αποπληρωμής του δανείου[28], τα ενδεχόμενα πρόσθετα μη επαναλαμβανόμενα (εφάπαξ) έξοδα[29], άλλα επαναλαμβανόμενα έξοδα επί τοκοχρεολυτικού δανείου[30], την πρόωρη αποπληρωμή[31], τα όργανα εσωτερικού ελέγχου παραπόνων[32], τον ενδεικτικό πίνακα αποπληρωμής[33], καθώς και την υποχρέωση ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού και πίστωσης της μισθοδοσίας του καταναλωτή στον πιστωτή. Σε κάθε περίπτωση, ο πιστωτής θα πρέπει να παρέχει επιπροσθέτως στον καταναλωτή πληροφορίες σχετικά με την επωνυμία, την διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου της αρμόδιας υπηρεσίας στην οποία μπορούν να απευθυνθούν οι καταναλωτές σε περίπτωση προβλημάτων σχετικά με την εφαρμογή του εθελοντικού κώδικα[34].

Δ. Τα κράτη μέλη που έχουν σε ισχύ διατάξεις που επιβάλουν την παροχή πρόσθετων στοιχείων καλούνται από την Επιτροπή να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για τη συγκέντρωση τους στο προαναφερόμενο δελτίο χωρίς να θίγεται η συγκρισιμότητα τους σε διασυνοριακό επίπεδο. Οι πρόσθετες αυτές απαιτήσεις έναντι των πιστωτών των άλλων κρατών μελών που προσφέρουν στεγαστικά δάνεια πρέπει να υφίστανται μόνον αν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και εφόσον είναι σύμφωνες με την κοινοτική νομοθεσία, ενώ το κράτος μέλος καλείται να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή στα πλαίσια ελέγχου που αναφέρεται ακολούθως. Η Επιτροπή αναλαμβάνει επίσης την κατάρτιση του κεντρικού μητρώου και την αξιολόγηση μετά από περίοδο δύο ετών της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής της σύστασης βασιζόμενη σε ελέγχους της, σε ετήσιες εκθέσεις προόδου που θα εκπονήσουν οι ενώσεις του πιστωτικού τομέα και σε κάθε άλλη διαθέσιμη πληροφορία.

Ε. Σημειώνεται ότι από την 1.1.2003 έχει τεθεί σε ισχύ η ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10. 2002 σχετικά με την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Με την πράξη αυτή προσδιο­ρί­ζε­ται η ελάχιστη απαιτούμενη ενημέρωση προς τους συναλλασσομένους κατά τις πα­ρε­χόμενες χορηγήσεις, όταν αυτές δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης δια­πραγμάτευσης. Η ενημέρωση αυτή αφορά το ύψος των βασικών επιτοκίων χο­ρη­γή­σεων[35], την έναρξη και την περίοδο εκτοκισμού των δανείων[36], τη χρονική βάση υπο­λογισμού των τόκων[37], το γενικό επιτόκιο αναφοράς που επηρεάζει το συνολικό κό­στος του δανείου με κυμαινόμενο[38], την ανάλυση καταβολής των δόσεων για την πε­ρίοδο ισχύος σταθερού επιτοκίου[39], το ύψος των αμοιβών για ενδεχόμενες παρε­χό­με­νες ειδικές υπηρεσίες, των εφάπαξ δαπανών και εξόδων που εισπράττονται υπέρ τρί­των[40], το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και τον τρόπο υπολογισμού των τό­κων[41], τις προϋποθέσεις και τους όρους πρόωρης εξόφλησης ή μετατροπής των όρων του δανείου[42], τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτι­μίας[43], τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από μεταβολή συναλλαγματικής ισοτιμίας ή επιτοκίων, και την ενδεχόμενη υπο­χρέω­ση ανοίγματος καταθετικού τραπεζικού λογαριασμού του δανειολήπτη στο πιστωτικό ίδρυ­μα που του χορηγεί το δάνειο. Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να γνωστοποιούν στους συναλλασσόμενους, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, όλους τους όρους που διέπουν τη μεταξύ τους σχέση και να τους παρέχουν πλήρες αντίγραφο μετά τη σύναψή της.

 

V. Αντί επιλόγου

Α. Η αποτελεσματικότητα της προστασίας του καταναλωτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την άσκηση των δικαιωμάτων στην επιλογή, την ενημέρωση, και την αποκατάσταση σε περίπτωση προσβολής τους. Οι διαδικασίες αυτορρύθμισης έχουν πολλά να προσφέρουν στην καλλιέργεια και την εμπέδωση του καταναλωτικού κεκτημένου. Η επιτυχία της πρωτοβουλίας του εθελοντικού αυτού Κώδικα θα συμβάλει αποφασιστικά στην βελτίωση της ενημέρωσης και την προστασία των κα­ταναλωτών στις ευρωπαϊκές αγορές λιανικών χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Συνιστά όμως και μια πρόκληση για έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο, τόσο στην κοινωνική, όσο και στην καθαρά επιχειρηματική διάστασή του τομέα, όπως είναι η στεγαστική πίστη, όπου θα δοκιμαστούν οι αντοχές ενός εξαιρετικά ανταγωνιστικού συστήματος παροχής υπηρεσιών. Η διάθεση που έχει μέχρι σήμερα επιδειχθεί καταδεικνύει την ωριμότητα των οικονομικών παραγόντων και την κρισιμότητα των περιστάσεων. Η αυτορρύθμιση μπορεί να δημιουργήσει νέες προοπτικές ανάπτυξης σε περιβάλλον άμβλυνσης των αντιθέσεων. Διαθέτει πηγαία δυναμική γιατί προέρχεται από την ίδια την αγορά και ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητές της. Η αποτελεσματικότητά της κρίνεται στην πράξη ενώ δεν υπάρχει περιθώριο πειραματισμών. Άλλωστε, τελεί πάντα υπό την επιφύλαξη της κανονιστικής παρέμβασης των αρμοδίων αρχών[44].

Β. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο καθορισμός τιμών συγκρίσιμων και διαφανών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας πραγματικά ολοκληρωμένης ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, ιδιαίτερα υπό το καθεστώς της υιοθέτησης του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Η συγκρισιμότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών θα περιορίσει τις συνέπειες των διαφορετικών παραδόσεων, συναλλακτικών ηθών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών με συνέπεια την περαιτέρω ανάπτυξη του ανταγωνισμού προς όφελος του καταναλωτή, αλλά και της εθνικής οικονομίας. Η σημασία που αποδίδεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εφαρμογή του Κώδικα φαίνεται και από το γεγονός της εξαίρεσης των στεγαστικών δανείων με εγγύηση υποθήκης[45] από άλλες νομοθετικές παρεμβάσεις της στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως αυτή της προτεινόμενης οδηγίας για την καταναλωτική πίστη. 3600 πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν ανακοινώσει την προσχώρηση μέχρι την 30η Σεπτεμβρίου 2002, ημέρα έναρξης ισχύος του. Αν και η εδαφική κάλυψη της Ένωσης παραμένει προς το παρόν ατελής, αναμένεται σύντομα και η προσχώρηση των εναπομεινάντων ιδρυμάτων της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Μεγάλης Βρετανίας, ιδιαίτερα μετά τις επικείμενες στις δύο τελευταίες χώρες σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις.



[1]. Οι επτά αυτές βασικές αρχές ορίζονται στον Κώδικα της Βελγικής Ένωσης Τραπεζών.

[2]. Κανόνες δεοντολογίας εφαρμόστηκαν το πρώτον στα ελεύθερα επαγγέλματα, όπου χάριν του συμ­φέροντος του επαγγέλματος και της απόκτησης της εμπιστοσύνης του κοινού επιβλήθηκαν απαγορεύ­σεις στην άσκησή του, ιδιαίτερα σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο και τη χρήση διαφημιστικών μέσων.

[3]. Η γενική θεωρία της ηθικής, η οικονομική ανάλυση, η νομική θεωρία των επαγγελματικών κανό­νων, η σύγκριση της δεοντολογίας των φυσικών και των νομικών προσώπων όπου αυτά εργάζονται, ο ρόλος του νομικού στην κατασκευή και τη συμμόρφωση προς τους κανόνες, καθώς και η δεοντολογία των ίδιων των πελατών είναι ορισμένοι από τους παράγοντες που συνθέτουν το ετερόκλιτο αυτό πε­ριβάλλον.

[4]. Ορίζεται ως το σύνολο των καθηκόντων που επιβάλλει στον επαγγελματία η άσκηση του επαγγέλ­ματός του. Κατά τον Oppetit, Ethique et vie des affaires, σε: Mélanges offerts à André Collomer, 1993, σ. 319, κανόνες περιεχομένου εξελισσόμενου που αποβλέπουν εν γένει περισσότερο να προκαλέ­σουν, παρά να επιβάλουν, την υιοθέτηση ενός είδους ευκταίας για λόγους ηθικής συμπεριφοράς, και εκ­φράζουν την ανάγκη να ικανοποιούνται κατά την επαγγελματική πρακτική οι απαιτήσεις της νομιμότη­τας, της διαφάνειας και του σεβασμού των συμμετεχόντων στις συναλλαγές.

[5]. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον άγγλο Jeremy Bentham το 1826. Η διάκριση ανάμεσα σε law και equity, όπως προκύπτει κατά την ανάπτυξη του αγγλοσαξωνικού common law από ένα φορ­μαλιστικό σύστημα σε ένα σύστημα εύλογης (rule of reason) λήψης αποφάσεων σε αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στην ασφάλεια και την απόδοση δικαίου, καθώς και η πρακτική ανάγκη αποδοχής κοι­νών συναλλακτικών ηθών από τους επαγγελματίες που εγκαταστάθηκαν στο λεγόμενο City του Λον­δίνου, δημιούργησαν το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της αυτορρύθμισης. (βλ. Blair, The sub­ject matter from a british point of view, σε: La déontologie bancaire et financière/The Ethical standards in banking and finance, 1998, AEDBF).

[6]. Με κύρια έμφαση στη νομισματική πολιτική, την προστασία των αποταμιεύσεων, την καλή λειτουρ­γία των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, την θεσμική και διατραπεζική λειτουργία των συστημάτων πληρωμών.

[7]. Με κύρια χαρακτηριστικά τα νέα επαγγέλματα, τους δείκτες αποδοτικότητας, την ανταγωνιστική πίεση, την διεθνοποίηση των συναλλαγών και τις νέες μορφές συναλλαγών, μέσων, αγορών, συμβά­σεων, πληροφοριακών συστημάτων και ρυθμίσεων κρατικής ή ιδιωτικής προέλευσης.

[8]. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε δύο είδη κανόνων, αφενός στους κανόνες που περιέχονται στις μη δεσμευτικές ευρωπαϊκές νομοθετικές πράξεις, ήτοι στις συστάσεις και τις ανακοι­νώσεις, που χρησιμοποιούνται για να ενθαρρύνουν την ανάληψη δράσης σε εθνικό επίπεδο, αφετέρου την ενίσχυση της ανάπτυξης εθελοντικών κανόνων αυτορρύθμισης. Βλ. σχετικά Howells, Soft Law in EC Consumer Law, σε Craig/Harlow (eds), Law making in the European Union.

[9]. Βλ. το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 1981 για την πολιτική προστασίας και ενημέρωσης του καταναλωτή.

[10]. Βλ. Praet/Wigny, Ethical standards: a question of building trust on imperfect exchanges, σε: La déon­tologie bancaire et financière, ό.π., σ. 99 επ.

[11]. Κατά τον Alan Greenspan, η ρύθμιση που βασίζεται στην επιβολή και το φόβο υποσκάπτει την ηθική βάση των εμπορικών συναλλαγών.

[12]. Πρβλ. την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 1997 με τίτλο «Χρηματοοικονομικές αγο­ρές: η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών».

[13]. Πρβλ. το Σχέδιο Δράσης για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που υιοθετήθηκε το 1998 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

[14]. Πριν από την κατάληξη της τελικής συμφωνίας, η οποία υπεγράφη από πέντε ευρωπαϊκές ενώ­σεις καταναλωτών (European Bureau of ConsumersUnions, Confederation of Family Organisations in the European Community, European Interregional Institute of Consumer Affairs, Association of Euro­pean Consumers) και έξι ευρωπαϊκές ενώσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που χορηγούν στεγαστικά δάνεια (Eu­ropean Mortgage Federation, European Federation of Finance House Associations, European Sa­vings Bank Group, European Association of Cooperative Banks, European Federation of Building So­cie­ties and European Banking Federation) και που εκπροσωπούν τη μεγάλη πλειονότητα των ιδρυμά­των που δραστηριοποιούνται στη στεγαστική πίστη, είχαν προηγηθεί διαβουλεύσεις διάρκειας τριών ετών με την ενεργή παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

[15]. Η αρχική λίστα που ενημερώνεται τακτικά με επιμέλεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δημοσιεύ­θη­κε στην ακόλουθη διεύθυνση του διαδικτύου: http://europa.eu.int/comm/internal_market/en/finances/ lending. Στον εν λόγω κατάλογο μπορούν να προσχωρήσουν ιδρύματα, ακόμη και αν δεν έχουν την ιδιό­τητα μέλους μιας από τις επαγγελματικές ενώσεις που συμμετείχαν στις διαπρα­γμα­τεύ­σεις του Κώδικα, που πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις: παρέχουν στεγαστικά δάνεια, έχουν προσχωρήσει στον Κώδικα και το έχουν γνωστοποιήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Την ευθύνη για το περιεχόμενο της γνωστοποίησης αυτής φέρει αποκλειστικά το ίδρυμα που τη διενεργεί.

[16]. Μέχρι την στιγμή εκείνη 2.658 ιδρύματα από 13 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[17]. Σύμφωνα με δηλώσεις της 6ης Δεκεμβρίου του 2001 του αρμοδίου για την εσωτερική αγορά επι­τρόπου Frits Bolkenstein.

[18]. Ανακοίνωση και δημοσίευση της προσχώρησης, καθώς και κοινοποίηση της σχετικής δέσμευσης και της ημερομηνίας εφαρμογής στο κεντρικό μητρώο.

[19]. Ειδική αναφορά για την ύπαρξη και τη διαθεσιμότητα του Κώδικα θα υπάρχει και στο τυποποιη­μένο δελτίο.

[20]. Στα πλαίσια της κατ’ άρθρον 211 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αρμοδιότητας να διατυπώνει συστάσεις ή γνώμες επί θεμάτων που αποτελούν αντικείμενο της Συνθήκης, εφόσον προβλέπεται ρητά από αυτήν ή θεωρείται αναγκαίο από την Επιτροπή χάριν της διασφάλι­σης της λειτουργίας και της ανάπτυξης της κοινής αγοράς.

[21]. EEΕΚ L 69 της 10/3/2001, σ. 25-29.

[22]. Οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1986 για την προσέγγιση των νομο­θε­τικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πί­στη (ΕΕΕΚ L 42 της 12/2/1987), όπως τροποποιήθηκε με τις Οδηγίες 90/88/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Φεβρουαρίου 1990 (ΕΕΕΚ L 61 της 10/3/1990) και 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 (ΕΕΕΚ L 101 της 1.4.1998). Σημειώνεται ότι έχει ήδη δει το φως της δημοσιότητας Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002 για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατά­ξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές (COM(2002) 443 τελικό) που προ­βλέπει την κατάργηση της υφιστάμενης οδηγίας και την αντικατάστασή της από την προτεινόμενη.

[23]. Στον κατάλογο αυτόν συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, διοικητικά έξοδα, έξοδα ασφάλισης, νομικά έξοδα και έξοδα μεσαζόντων.

[24]. Συμπεριλαμβανομένων του αριθμού, της περιοδικότητας και του ύψους των δόσεων.

[25]. Αρκεί και η μνεία της υπηρεσίας που μπορεί να παράσχει περισσότερες πληροφορίες.

[26]. Στα πλαίσια της περιγραφής αυτής διευκρινίζονται και αν η προβλεπόμενη ασφάλεια είναι υπο­θήκη ή άλλη συνήθης ασφάλεια, αν πρόκειται περί στεγαστικού δανείου εξοφλούμενο εφάπαξ (που συ­νε­πάγεται την εξόφληση κατά τη λήξη με καταβολή ενδιάμεσα των τόκων) ή περί τοκοχρεολυτικού δα­νείου, αν οι όροι του δανείου εξαρτώνται από τη συμμετοχή του καταναλωτή σε ένα μέρος του κεφα­λαίου (ενδεχόμενα με ποσοστό της αξίας του ακινήτου) ή αν εξαρτώνται από την εγγύηση ενός τρίτου μέρους, το οποίο θα πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια.

[27] Η περιγραφή του επιτοκίου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, διευκρινίσεις για τον τρόπο διακύμαν­σης του επιτοκίου, ειδικότερα την περιοδικότητα των αναπροσαρμογών, τις περιόδους σταθερότητας και τις σχετικές επιβαρύνσεις, τα ανώτατα και τα κατώτατα όρια. Επίσης, απαραίτητη κρίνεται η διευ­κρί­νιση αν το κυμαινόμενο επιτόκιο συνδέεται με έναν δείκτη ή όχι, καθώς και ο σχετικός μηχανισμός προ­σαρμογής.

[28]. Συμπεριλαμβάνεται πραγματική ή ενδεικτική αναφορά του ύψους κάθε καταβολής της κατηγο­ρίας αυτής ανάλογα με την περιοδικότητα των δόσεων, ενδεχόμενη ειδοποίηση που να διευκρινίζει ότι ο φορέας αποπληρωμής μπορεί να μην καλύπτει το ύψος του δανείου και αντίστοιχη σαφής ένδειξη απο­δοχής από τον καταναλωτή φορέα αποπληρωμής που παρέχεται και περιλαμβάνεται με την ιδιότητα αυτή στην προσφορά του πιστωτή.

[29]. Περιέχονται σε κατάλογο των αρχικών και μη επαναλαμβανόμενων εξόδων που θα πρέπει να κα­ταβάλει ο καταναλωτής, έστω και κατ’ εκτίμηση του κόστους. Ειδική μνεία είναι απαραίτητη, τόσο σχε­τικά με το καταβλητέο κόστος ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της σχετικής αίτησης, συμπεριλαμβα­νο­μένων εξόδων, όπως διοικητικών, νομικών και εκτίμησης του ακινήτου, όσο και με το ενδεχόμενο να εξαρτάται μια προσφορά από τον όρο ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στον καταναλωτή από τον πι­στωτή (εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία).

[30]. Περιλαμβάνονται ενδεικτικά τα έξοδα ασφάλειας αποπληρωμής του δανείου (ανεργίας ή ζωής), ασφάλειας πυρός, ασφάλειας κατοικίας και επίπλων, καθώς και σχετική μνεία ενδεχόμενης εξάρτη­σης μιας προσφοράς από τον όρο ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στον καταναλωτή από τον πιστωτή (εφό­σον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία).

[31]. Οι σχετικές πληροφορίες αφορούν τη δυνατότητα και τις λεπτομέρειες πρόωρης αποπληρωμής και ενδεχόμενα πρόσθετα σχετικά έξοδα ή σχετικής επιφύλαξης κάλυψης του κόστους που συνεπάγεται η λύση για τον πιστωτή σε περίπτωση αδυναμίας προκαθορισμού τους.

[32]. Παρατίθενται η επωνυμία, η διεύθυνση και ο αριθμός τηλεφώνου της αρμόδιας υπηρεσίας.

[33]. Παρέχεται ενδεικτικός και συνοπτικός πίνακας αποπληρωμής που περιέχει τουλάχιστον τις μη­νιαίες ή τριμηνιαίες δόσεις αποπληρωμής για το πρώτο έτος, τα ετήσια ποσά για τη συνολική διάρκεια του δανείου, σχετική μνεία ενδεχόμενου κυμαινόμενου επιτοκίου και στοιχεία για την αποπληρωμή του κε­φαλαίου, την πληρωμή των τόκων, το οφειλόμενο κεφάλαιο, το ύψος κάθε δόσης και το σύνολο του κεφαλαίου και των τόκων.

[34]. Στη χώρα μας έχει τεθεί σε λειτουργία από τον Μάρτιο του 1999 στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊ­κών χωρών εξειδικευμένο όργανο εξώδικης επίλυσης διαφορών καταναλωτών με χρηματοπιστωτικά ιδρύ­ματα που επιλαμβάνεται και παραπόνων που ανακύπτουν κατά την χορήγηση στεγαστικών δανείων. Είναι το Γραφείο του Τραπεζικού Μεσολαβητή που συμμετέχει και στο Ευρωπαϊκό δίκτυο εξωδι­καστικής επίλυσης διασυνοριακών παραπόνων στον χρηματοοικονομικό τομέα.

[35]. Συμπεριλαμβανομένων των τυχόν χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων των πιστωτικών ιδρυμά­των και του ύψους του περιθωρίου επιτοκίου (spread), όπου αυτό εφαρμόζεται, και με χωριστή αναφο­ρά, κατ’ είδος και ποσό ή ποσοστό, των ειδικών εισφορών, καθώς και των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία φόρων και τελών.

[36]. Συμπεριλαμβανομένης και της πληροφόρησης για ενδεχόμενη περίοδο χάριτος.

[37]. Τον αριθμό ημερών έτους και μήνα.

[38]. Προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, κα­θώς και άλλους βασικούς παράγοντες μεταβολής του, χωρίς το αρχικό επίπεδο του συμβατικού επιτο­κίου να συνδέεται κατ’ ανάγκη με το γενικό επιτόκιο αναφοράς. Είναι δυνατή η χρήση περισσοτέρων του ενός επιτοκίων αναφοράς.

[39]. Ανάλυση κατά κεφάλαιο, τόκους και υπόλοιπες επιβαρύνσεις.

[40]. Στην έννοια των επιβαρύνσεων, που καλύπτουν ειδικό λειτουργικό κόστος, καταβάλλονται εφά­παξ και εξειδικεύονται κατά την αιτιολογία και το εύλογο ύψος τους, εμπίπτουν αμοιβές για έρευνα αγοράς ή για παροχή ειδικών συμβουλών στα πλαίσια διαχείρισης χαρτοφυλακίου, δαπάνες εξέτασης αι­τή­ματος δανειοδότησης και προέγκρισης δανείου, και ειδικές δαπάνες για τεχνικό και νομικό έλεγχο από τρίτους που δεν ανήκουν στο μόνιμο προσωπικό της τράπεζας.

[41]. Συμπεριλαμβανομένης της έναρξης εφαρμογής του επιτοκίου υπερημερίας, της βάσης υπολογι­σμού του, καθώς και της περιόδου εκτοκισμού και ανατοκισμού.

[42]. Συμπεριλαμβανομένων των επιβαρύνσεων, όπου αυτές επιτρέπονται, και του τρόπου υπολογισμού τους.

[43]. Για την περίπτωση των δανείων σε συνάλλαγμα, ή με ρήτρα συναλλάγματος.

[44]. Στην περίπτωση του εθελοντικού κώδικα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επιφυλαχθεί να προβεί στη λήψη μέτρων δεσμευτικής ισχύος, εφόσον οι διατάξεις του δεν γίνουν επαρκώς σεβαστές ή δεν κρι­θεί επαρκής ο αριθμός των ιδρυμάτων που προσχωρούν.

[45]. Στις 27 Μαρτίου 2003 συγκλήθηκε για πρώτη φορά η ειδική ομάδα που συστήθηκε από την Επιτροπή (European Commission’s Forum Group on Mortgage Ereolit) με έργο την εξακρίβωση των βα­σικών εμποδίων για τη λειτουργία μιας γνήσιας ευρωπαϊκής αγοράς για τη στεγαστική πίστη και την διατύπωση πολιτικών συστάσεων της Επιτροπής για την επίτευξη της ολοκλήρωσης της αγοράς αυτής με τον καταλληλότερο τρόπο.