Digesta 2003 |
Η ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ «ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ» ΣΕ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ[1]
Μιχαήλ Φίλιππας
Μεταπτυχιακός Φοιτητής Νομικής ΔΠΘ
Για να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Α. Εισαγωγή
(α) Οι επιφυλάξεις εσωτερικής αρμοδιότητας
(β) Η αυτόματη επιφύλαξη
Β. Η συμβατότητα της αυτόματης επιφύλαξης με το ΚατΔΔ
(α) Αρμοδιότητα επί της αρμοδιότητας
(β) Το ερμηνευτικό πλαίσιο
(γ) Η στάση του Διεθνούς Δικαστηρίου
(δ) Ο Δικανικός Συλλογισμός
Γ. Αποτελέσματα της Αυτόματης Επιφύλαξης
(α) Ερμηνεία της Επιφύλαξης
(β) Ανάγνωση σε συμφωνία με το άρθρο 36 παρ. 2 ΚατΔΔ
(γ) Τα Αποτελέσματα της ακυρότητας της αυτόματης επιφύλαξης
Δ. Συμπεράσματα.
Α. Εισαγωγή
(α) Οι επιφυλάξεις εσωτερικής αρμοδιότητας
Το άρθρο 36 ΚατΔΔ αποτελεί το θεμέλιο της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου. Η δεύτερη παράγραφος, η οποία θα εξεταστεί παρακάτω, καθιερώνει το σύστημα των μονομερών δηλώσεων αποδοχής της υποχρεωτικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Το δικαίωμα διατύπωσης επιφυλάξεων συνάγεται από την τρίτη παράγραφο με αφετηρία το χαρακτήρα της δήλωσης αποδοχής της αρμοδιότητας του διεθνούς Δικαστηρίου. Η παράγραφος αυτή προβλέπει ότι «οι ανωτέρω αναφερόμενες δηλώσεις δύνανται να γίνονται ανεπιφύλακτα ή υπό τον όρο της αμοιβαιότητας έναντι περισσότερων ή ορισμένων κρατών ή για ορισμένο χρόνο».
Κατά το Δικαστήριο, πρόκειται για «προαιρετικές, μονομερείς δεσμεύσεις, τις οποίες τα κράτη είναι εντελώς ελεύθερα να αναλάβουν ή όχι». Και συνεχίζοντας το συλλογισμό του το Δικαστήριο καταλήγει ότι τα κράτη έχουν δικαίωμα κάνοντας αυτή τη δήλωση να διατυπώσουν επιφυλάξεις[2]. Μάλιστα η διατύπωση της διάταξης του άρθρου 36 γενικά ερμηνεύεται έτσι ώστε να επιτρέπει κάθε επιφύλαξη συμβατή με το ΚατΔΔ[3], χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι αυτή είναι η μόνη προϋπόθεση νομιμότητας τους.
Στην πράξη είναι συνηθισμένος ένας ιδιαίτερος τύπος επιφυλάξεων ratione materiae, η επιφύλαξη για θέματα που εμπίπτουν στην εσωτερική αρμοδιότητα του κράτους (compétence nationale, domaine réservé, reserved domain of domestic jurisdiction). Νομιμοποιητική και δικαιολογητική βάση των επιφυλάξεων αυτών είναι το άρθρο 2 παρ. 7 του ΧαρτΗΕ, το οποίο αναφέρεται σε ζητήματα ανήκοντα ουσιαστικώς στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους[4]. Η λεγόμενη αυτόματη επιφύλαξη είναι μία εκ των δύο μορφών που μπορεί να πάρει η επιφύλαξη της εσωτερικής αρμοδιότητας. Συγκεκριμένα πρόκειται για την περίπτωση που το επιφυλασσόμενο κράτος εξαρτά το εύρος της εσωτερικής του αρμοδιότητας από τη δική του βούληση και όχι από το διεθνές δίκαιο[5].
(β) Η αυτόματη επιφύλαξη
Ιστορικά η αυτόματη επιφύλαξη εμφανίστηκε το 1946, όταν οι ΗΠΑ τη διατύπωσαν στην δήλωση αποδοχής της αρμοδιότητας του Διεθνούς Δικαστηρίου[6]. Σύμφωνα με αυτή θα αποκλείονταν από την αρμοδιότητα του ΔΔ όλες οι διαφορές που ανήκαν στην εσωτερική αρμοδιότητα των ΗΠΑ, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις ίδιες τις ΗΠΑ[7]. Ακολούθησε η Γαλλία το 1947. Η επιφυλάξεις αυτές και οι λίγες παρόμοιες που τις ακολούθησαν συγκέντρωσαν τα πυρά της θεωρίας, συμπεριλαμβανομένων και δικαστών του Διεθνούς Δικαστηρίου, για τα επόμενα χρόνια, κυρίως όσον αφορά τη συμβατότητα με το άρθρο 36 ΚατΔΔ[8]. Ενδεικτικά πρέπει να αναφερθεί ότι το 1959 το Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου ζήτησε από τις κυβερνήσεις που είχαν τέτοιες «αυτόματες» επιφυλάξεις να τις ανακαλέσουν, συμμορφώθηκαν όμως μόνο τρεις[9]. Οι δύο θιασώτριες, οι ΗΠΑ και η Γαλλία τερμάτισαν τις δηλώσεις αποδοχής του άρθρου 36 (2) σε ανύποπτο χρόνο, αλλά καθαρά για λόγους σκοπιμότητας που είχαν να κάνουν με την αποδοτικότητα των επιφυλάξεων τους.
Το Δικαστήριο ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με δηλώσεις αποδοχής της αρμοδιότητας του που περιείχαν αυτόματη επιφύλαξη. Ουδέποτε όμως ασχολήθηκε στην ίδια την απόφαση με το θέμα της εγκυρότητας της, καίτοι όπως θα δούμε της αναγνώρισε σε ορισμένες περιπτώσεις μια κάποια ισχύ. Το θέμα της εγκυρότητας ανακίνησαν μεμονωμένοι δικαστές με διιστάμενες και ατομικές γνώμες τους (οι απόψεις τους όμως δεν θα εξεταστούν ενιαία για λόγους συνοχής του συλλογισμού). Κύρια θέση στη θεωρητική διαμάχη κατέχουν οι απόψεις του Δικαστή Lauterpacht που διατυπώθηκαν αρχικά στην ατομική γνώμη του στην υπόθεση των Νορβηγικών Δανείων[10] και κατόπιν αναπτύχθηκαν και διασαφηνίστηκαν στην ατομική γνώμη του στην υπόθεση Interhandel[11]. Από την άλλη πλευρά θα επικεντρωθούμε αφ’ ενός στα επιχειρήματα του καθηγητή Crawford[12] ο οποίος υποστήριξε την εγκυρότητα μιας τέτοιας επιφύλαξης, και αφ’ ετέρου στις απόψεις εκείνες που καίτοι τη θεωρούν ασύμβατη με το ΚατΔΔ της αναγνωρίζουν έννομες συνέπειες.
Κατά το άρθρο 92 ΧαρτΗΕ το Δικαστήριο λειτουργεί σύμφωνα με το Καταστατικό του. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 1 ΚατΔΔ. Προχωρώντας λίγο παραπέρα στην ατομική του γνώμη στην υπόθεση των Νορβηγικών Δανείων ο δικαστής Lauterpacht παρατήρησε ότι «ενώ το Καταστατικό... επιτρέπει επιφυλάξεις στην αρμοδιότητά του [του Δικαστηρίου], δεν επιτρέπει επιφυλάξεις όσον αφορά τη λειτουργία και την οργάνωσή του». Και ολοκληρώνοντας το συλλογισμό του διαπίστωσε ότι «η δήλωση αποδοχής [της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου] δεν υπάρχει παρά λόγω του Καταστατικού. Δεν υπάρχει παρά μόνο αν είναι σε συμφωνία με αυτό»[13].
Ο παραπάνω συλλογισμός αποτελεί το γενικό ερμηνευτικό πλαίσιο. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η αυτόματη επιφύλαξη φαίνεται να αντιτίθεται στην αυθύπαρκτη γενική αρχή που θέλει ένα Δικαστήριο να έχει το ίδιο την αρμοδιότητα επί της αρμοδιότητας. Η αρχή αυτή όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω ενσωματώνεται στο ΚατΔΔ με το άρθρο 36 παρ. 6. Κατά κύριο λόγο λοιπόν θα ασχοληθούμε με την συμβατότητα της επιφύλαξης με το ΚατΔΔ.
Β. Η συμβατότητα της αυτόματης επιφύλαξης με το ΚατΔΔ
(α) Αρμοδιότητα επί της αρμοδιότητας
Όπως ειπώθηκε μια βασική αντίρρηση στην εγκυρότητα της αυτόματης επιφύλαξης είναι η αντίθεσή της στον κανόνα της αρμοδιότητας επί της αρμοδιότητας (Kompetenz - Kompetenz). Πρόκειται για μια γενική αρχή που θεμελιώνεται στην πρακτική της διεθνούς δικαιοσύνης ήδη από την διαιτησία Alabama[14]. Ειδικά στην περίπτωση του Διεθνούς Δικαστηρίου έχει ενσωματωθεί στο Καταστατικό του, στην 6η παράγραφο του άρθ. 36 όπου ορίζεται ότι «σε περίπτωση αμφισβήτησης ως προς το ζήτημα αν το δικαστήριο έχει αρμοδιότητα, το ζήτημα θα λύεται με απόφαση του Δικαστηρίου». Σε συνδυασμό με το άρθρο 92 ΧαρτΗΕ και το άρθρο 1 ΚατΔΔ που υποχρεώνουν το δικαστήριο να λειτουργεί σύμφωνα με το Καταστατικό δημιουργεί το πλαίσιο λειτουργίας του συστήματος δηλώσεων αποδοχής της αρμοδιότητας του άρθρου 36 παρ. 2 ΚατΔΔ. Και πράγματι το Δικαστήριο στην υπόθεση Nottebohm επιβεβαίωσε την «ιδιαίτερη ισχύ» της παρ. 6 όσον αφορά την αρμοδιότητά του[15].
Εφόσον, όπως παρατηρεί και ο Lauterpacht, η διάταξη του άρθρου 36 παρ. 6 ΚατΔΔ είναι ξεκάθαρη και συγκεκριμένη, είναι εμφανής η ασυμβατότητα με αυτό μιας επιφύλαξης που αποδίδει στο Κράτος - Διάδικο εξουσία που ανήκει στο Δικαστήριο. Μερίδα της θεωρίας ωστόσο πιστεύει ότι η διάταξη δεν καθορίζει το αντικείμενο της απόφασης, που βέβαια απαιτεί να είναι δυνατή[16]. Οπότε και θα αρκεί να καταλείπεται ένα οποιοδήποτε θέμα, όπως η ύπαρξη ή όχι έγκυρης επίκλησης της επιφύλαξης, στην κρίση του Δικαστηρίου.
Η άποψη αυτή αρνείται ότι η διάταξη δίνει στο δικαστήριο εξουσία να αποφασίζει για κάθε αμφισβήτηση σχετική με την αρμοδιότητά του. Βεβαίως δεν προσδιορίζει τη θεματική αυτής της αμφισβήτησης αλλά αυτό σημαίνει επίσης και ότι δεν την περιορίζει. Και βεβαίως αρκεί να είναι δυνατό το συμπέρασμα αλλά από την απλή γραμματική ερμηνεία της διάταξης και μόνο, αυτό φαίνεται να αφορά κάθε επιμέρους ζήτημα του δικανικού συλλογισμού, που δεν μπορεί να διασπαστεί[17]. Η αμφισβήτηση δεν είναι απλά στοιχείο του πραγματικού του κανόνα της 6ης παραγράφου του άρθρου 36 αλλά εννοιολογικό στοιχείο της.
Η ίδια μερίδα άλλωστε της θεωρίας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να απευθύνει στο εναγόμενο κράτος ερώτημα σχετικά με τη στάση του όσον αφορά την επιφύλαξή του[18]. Αυτό δεν εννοείται ως παροχή πληροφοριών ή έστω διασαφηνίσεων, οπότε και θα ήταν συμβατό με το ΚατΔΔ. Αποτελεί πρόσκληση στο κράτος να αποφασίσει το ίδιο για ένα τουλάχιστον από τα αμφισβητούμενα ζητήματα που τίθενται στο δικανικό συλλογισμό σχετικά με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Σύμφωνα και με την αρχή nemo iudex in sua causa δεν είναι δυνατό να αποφασίζει ο διάδικος ως δικαστής για αμφισβητούμενο ζήτημα[19].
(β) Το ερμηνευτικό πλαίσιο
Πρέπει προκαταρκτικά να σημειωθεί ότι ο κύριος όρος ακυρότητας θα είναι πάντα η παραβίαση των χρονικών ορίων της υπόθεσης Nottebohm. Η αυτόματη επιφύλαξη δηλαδή λειτουργεί ως προσπάθεια να υπερκεραστεί η κατά το ΚατΔΔ υποχρεωτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου μετά την άσκηση της προσφυγής[20]. Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Nottebohm η αρμοδιότητα παγιώνεται με την προσφυγή. Η δε μεταγενέστερη εκπνοή ή απόσυρση της δήλωσης αποδοχής δεν επιφέρει κανένα αναδρομικό αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει κατά την έναρξη της διαδικασίας όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αποφασίσει. Υπό αυτή την έννοια η αποδοχή της αρμοδιότητας του δικαστηρίου με αυτόματη επιφύλαξη είναι απλά εικονική. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το άρθρο 36 έχει απόλυτη χρονική ισχύ. Το Δικαστήριο θα πρέπει δηλαδή να μπορεί να αποφασίσει σε κάθε στάση της δίκης και όχι μόνο στο πέρας της διαδικασίας. Άρα, στο μέτρο που πλήττει αυτή τη δυνατότητα, η επιφύλαξη είναι άκυρη.
Βεβαίως υποστηρίζεται στη θεωρία και η αντίθετη θέση με αφετηρία τον Κανονισμό του Δικαστηρίου που προβλέπει ότι τα κράτη πρέπει να προσδιορίσουν κατά το δυνατό και όχι ολοκληρωτικά και τελειωτικά τη βάση της αρμοδιότητα[21]. Η πρόβλεψη αυτή θεωρείται ότι επιτρέπει εκτός των άλλων την θεμελίωση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου στην αρχή forum prorogatum, περιπτώσεις δηλαδή όπου η βάση αρμοδιότητας καθορίζεται μετά την προσφυγή. Ωστόσο πρόκειται ακριβώς για τις περιπτώσεις ακριβώς που δεν λειτουργεί δήλωση αποδοχής του άρθ. 36 ΚατΔΔ.
(γ) Η στάση του Διεθνούς Δικαστηρίου
Υπόθεση των Νορβηγικών Δανείων
Την κύρια θέση στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου κατέχει η υπόθεση των Νορβηγικών Δανείων, στην οποία ενεπλάκησαν η Νορβηγία και η Γαλλία. Η τελευταία είχε συμπεριλάβει στην δήλωση αποδοχής της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου μεταξύ άλλων και επιφύλαξη σχετικά με θέματα που ενέπιπταν ουσιαστικά στην εσωτερική αρμοδιότητά της όπως τα αντιλαμβανόταν η κυβέρνησή της. Η Νορβηγία επικαλέστηκε με επιτυχία ακριβώς αυτή την επιφύλαξη με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας. Έτσι το δικαστήριο, χωρίς να αναφερθεί στη φύση και το κύρος της Γαλλικής επιφύλαξης την ενεργοποίησε και δήλωσε ότι δεν έχει αρμοδιότητα. (Παρόμοια ήταν και η κατάσταση στην υπόθεση του Αεροπορικού Επεισοδίου του Ιουλίου του 1955, όπου ωστόσο αποσύρθηκε η αίτηση). Το θέμα που προκύπτει είναι ότι φαινομενικά το Δικαστήριο εξήρτησε την ισχύ της αυτόματης επιφύλαξης από τη στάση του αντιδίκου που την αποδέχθηκε ως έγκυρη.
Η στάση του Δικαστηρίου κατακρίθηκε ιδιαιτέρως από το δικαστές Guerrero και Lauterpacht στις ατομικές γνώμες τους με το σκεπτικό ότι η ακυρότητα έπρεπε να κριθεί proprio motu[22]. Πράγματι το Διαρκές Δικαστήριο είχε δηλώσει επ’ αυτού στην υπόθεση του Εργοστασίου Χορζώφ ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι πεπεισμένο ότι οι διάδικοι έχουν συναινέσει στη δικαιοδοσία του[23]. Η αρχή της ενότητας της νομολογίας των δύο Δικαστηρίων επιβάλλει κατ’ αρχήν τουλάχιστον αποδοχή του ισχυρισμού των δύο δικαστών. Και πράγματι το Δικαστήριο φαίνεται ότι τελικά κινείται προς αυτή την κατεύθυνση[24]. Τούτου δοθέντος θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση θεώρησε έμμεσα έγκυρη την επιφύλαξη, εκτός αν η αμοιβαιότητα λειτουργεί και σε παράνομες πράξεις, κάτι που δεν μπορεί να γίνει δεκτό από μια έννομη τάξη. Οπότε από την απόφαση εξάγεται έμμεσα είτε η εγκυρότητα της επιφύλαξης είτε η μη αυτεπάγγελτη έρευνα της ακυρότητας, ως παρέκκλιση της νομολογίας. Η σκέψη ότι η επιφύλαξη είναι έγκυρη ως προς την αμοιβαιότητα μόνο, καίτοι ελκυστική δεν στέκει τελικά αφού θα προκαλούσε διάσπαση στο δικανικό συλλογισμό.
Σαφώς η αμοιβαιότητα εδώ μπορεί να εξηγηθεί με τη σκέψη ότι υποκρύπτει την έλλειψη σύμπτωσης βουλήσεως. Αυτονόητα η επίκληση από τον αντίδικο ενυπήρχε στη Γαλλική δήλωση αφού αυτή υπέκειτο στην αμοιβαιότητα, και ενεργοποιήθηκε με την αντίκρουση του εναγομένου, σε συμφωνία με την εξάρτηση της αρμοδιότητας από τη σύμπτωση βουλήσεως των μερών[25]. Με άλλα λόγια στην ουσία το δικαστήριο διαπιστώνει, ή έστω κατασκευάζει, συναίνεση των μερών για απόσυρση της διαφοράς από τη δικαιοδοσία του, αφού η Γαλλία δεν μπορεί να τροποποιήσει τη δήλωσή της μεταγενέστερα της προσφυγής της. Από τη στιγμή που η δήλωση της δεν είναι διεθνής αδικοπραξία αναπτύσσει αποτελέσματα στις διεθνείς σχέσεις ασχέτως του νομικού της πλαισίου. Έτσι φαίνεται να ξεπερνιέται το εμπόδιο των χρονικών ορίων. Πάντως το ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε τις υπόλοιπες ενστάσεις δείχνει ότι ενδεχομένως όντως κινήθηκε, αν όχι με αυτή τη λογική, σίγουρα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ενδεχομένως να μπορεί η δικαιολόγηση αυτή να βρει έρεισμα στην προγενέστερη υπόθεση των Υπηκόων των ΗΠΑ στο Μαρόκο[26]. Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του όχι μία αλλά δύο αυτόματες επιφυλάξεις, των ΗΠΑ και της Γαλλίας. Οι ΗΠΑ αρχικά αποπειράθηκαν να θέσουν θέμα αρμοδιότητας αλλά εν συνεχεία απέσυραν την ένσταση και το Δικαστήριο προχώρησε στην ουσία της υπόθεσης. Η στάση του Δικαστηρίου ερμηνεύεται από τον Lauterpacht ως εφαρμογή του κανόνα Forum Prorogatum[27]. Αυτό σημαίνει ότι με την απόσυρση της ένστασης οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Ομοίως η Γαλλία που δεν έφερε αντίρρηση. Συνεπώς η συναίνεση δεν εδράζεται στη δήλωσή αποδοχής της αρμοδιότητας του άρθρου 36 ΚατΔΔ.
Υπόθεση Interhandel
Στην υπόθεση Interhandel, οι ΗΠΑ αμυνόμενες επικαλέστηκαν την αυτόματη επιφύλαξή τους ήδη από το στάδιο των προσωρινών μέτρων. Το Δικαστήριο ωστόσο εμμέσως δέχθηκε ότι η δήλωση που περιείχε αυτόματη επιφύλαξη αρκούσε για να δεχθεί ότι έχει prima facie αρμοδιότητα, καίτοι τελικά απέρριψε την αίτηση για άλλο λόγο[28]. Στην επόμενη φάση το Δικαστήριο διαπίστωσε την μη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Εν συνεχεία, αφού ξεκαθάρισε πλέον ότι δεν έχει αρμοδιότητα, αρνήθηκε να εξετάσει τις υπόλοιπες ενστάσεις.
Εκ πρώτης όψεως η απόφαση για τα προσωρινά μέτρα φαίνεται να υποκρύπτει την ιδέα ότι η ακυρότητα δεν συμπαρασύρει όλη τη δήλωση, με αποτέλεσμα την ύπαρξη αρμοδιότητας. Αυτό ωστόσο δεν ισχύει. Στα προσωρινά μέτρα, που δικάζονται με βάση το άρθρο 41 ΚατΔΔ, και όχι το 36, δεν κρίνεται παρά μόνο η prima facie ύπαρξη της αποδοχής, δηλ. η ύπαρξη της δήλωσης[29]. Αυτό προκύπτει αντιπαραθέτοντας το άρθρο 62 του Κανονισμού του Δικαστηρίου (προδικαστικές ενστάσεις) με το άρθρο 61 (προσωρινά μέτρα). Οποιαδήποτε άποψη συνεπώς σχετικά με την εγκυρότητα της επιφύλαξης θα είχε το χαρακτήρα ενός απλού obiter dictum. Ο δικαστής Lauterpacht συμφώνησε με το Δικαστήριο μόνο ως προς το διατακτικό. Η εγκυρότητα της επιφύλαξης δεν μπορούσε να κριθεί στο στάδιο των προσωρινών μέτρων, άρα η επιφύλαξη έπρεπε να θεωρηθεί προς στιγμήν από το δικαστήριο έγκυρη και συνεπώς να γίνει δεκτή η ένσταση[30].
(δ) Ο Δικανικός Συλλογισμός
Το αντικείμενο της απόφασης
Το άρθρο 36 παρ. 6 ΚατΔΔ αναφέρει ότι «σε περίπτωση αμφισβητήσεως ως προς το ζήτημα εάν το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, το ζήτημα θα λύεται δι’ αποφάσεως του Δικαστηρίου». Από εδώ πρέπει πρώτα απ’ όλα να κρατήσουμε ότι γίνεται αναφορά σε «απόφαση» του Δικαστηρίου. Το θέμα που ανακύπτει είναι ποιο είναι το αντικείμενο της δίκης που εκκινά, κατά πόσο η έννοια «απόφαση» έχει ουσιαστικό περιεχόμενο ή πρόκειται για τυπική διαδικασία. Δηλαδή εάν, όπως προτείνεται, μπορεί να πρόκειται απλά για μια καταγραφή της βούλησης του κράτους στην απόφαση[31] (στα περισσότερα δικαιϊκά συστήματα είναι αποδεκτό αλλά απαιτεί τη σύμπτωση βουλήσεων των διαδίκων). Με άλλα λόγια προτείνεται ο περιορισμός της έννοιας στο ελάχιστο περιεχόμενό της, αυτό της διαδικαστικής πράξεως που περατώνει τη διαδικασία. Στην πραγματικότητα όμως δεν διασώζεται κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο αφού σαφέστατα την απόφαση λαμβάνει το κράτος και απλά το δικαστήριο την καταγράφει[32]. Δεν μπορεί να εννοηθεί ως κενή διαδικαστική πράξη, διότι πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την έννοια της αμφισβήτησης που συνυπάρχει στο κείμενο της ίδιας διάταξης του άρθρου 36 παρ. 6 ΚατΔΔ. Οπότε όπως αναφέρθηκε ανωτέρω προκύπτει ότι η διάταξη περιέχει εντολή προς το Δικαστήριο να διαμορφώσει και δικανικό συλλογισμό επί του ζητήματος.
Η βάση του δικανικού συλλογισμού
Βεβαίως αληθεύει ότι το 36 (6) ΚατΔΔ δεν προσδιορίζει την βάση της απόφασης[33]. Αναπόφευκτα άλλωστε σε μια απόφαση κάποια θέματα πρέπει να εξεταστούν με βάση τις προτάσεις των διαδίκων. Άλλες φορές πάλι η βάση της απόφασης είναι η ολοκληρωτική απουσία δήλωσης αποδοχής της αρμοδιότητας. Είναι σαφές ότι στις τελευταίες περιπτώσεις έχουμε την ελάχιστη δυνατή βάση της απόφασης, έναν απλό συλλογισμό. Ωστόσο η βάση αυτή υπάρχει, και ασχέτως αν η ανίχνευσή της είναι εφαρμογή του άρθρου 36 (6) εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου το συμπέρασμα είναι ανεπίτρεπτο[34]. Το καίριο σημείο είναι ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να ερμηνεύσουν οι ίδιοι δεσμευτικά το δίκαιο που διέπει τη διαφορά (εκλαμβάνοντας ότι η διαφορά διέπεται εκτός των άλλων και από τη δήλωση αυτή).
Αν η επιφύλαξη είναι ισχυρή θα είναι δυνατές μόνο μη δεσμευτικές για το δικαστήριο προτάσεις[35]. Στο μέτρο που εννοεί το αντίθετο θα πρέπει να είναι άκυρη. Ενδεχομένως εδώ να εντοπίζεται η διαφορά μεταξύ επιφυλάξεων στις οποίες το κράτος «προσδιορίζει» την αποκλειστική εσωτερική του αρμοδιότητα (όπως αυτή των ΗΠΑ) και αυτές στις οποίες απλά «αντιλαμβάνεται» ότι ένα θέμα εμπίπτει σε αυτήν (όπως η Γαλλική). Σε τελική όμως ανάλυση η διάκριση φαίνεται περισσότερο λεκτική αφού η θεμελίωση των αντιλήψεων ενός κράτους δεν μπορεί παρά να εξειδικεύσει την επιφύλαξη που θα χάσει έτσι τον αυτόματο χαρακτήρα της.
Η δεσμευτικότητα της απόφασης
Ένα θέμα που μπορεί να τεθεί υπό συζήτηση είναι κατά πόσο η αυτόματη επιφύλαξη θέτει υπό αίρεση την δεσμευτικότητα της απόφασης του Δικαστηρίου. Ειδικά τίθεται το θέμα κατά πόσο αποτελεί προσπάθεια να αποκτήσει το κράτος το δικαίωμα απόρριψης της απόφασης ως φανερά αβάσιμης. Ωστόσο είναι σαφές ότι δεν μπορεί να εξαχθεί τέτοια πρόθεση, ενώ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η υποχρέωση αποδοχής της απόφασης κατά το άρθρο 94 ΧαρτΗΕ[36]. Άρα στο μέτρο που η επιφύλαξη αποσκοπεί σε αυτό το αποτέλεσμα, είναι άκυρη.
Γ. Αποτελέσματα της Αυτόματης Επιφύλαξης
(α) Ερμηνεία της Επιφύλαξης
Το ζήτημα της νομιμότητας και συνεπώς των αποτελεσμάτων της αυτόματης επιφύλαξης συνδέεται πολύ στενά με το ζήτημα της ερμηνείας της. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ιδιαίτερη βαρύτητα που αποδίδει το Δικαστήριο στη βούληση του κράτους κατά το χρόνο της δήλωσης. Πρόσφατα το Δικαστήριο αποφάνθηκε στην υπόθεση της Δικαιοδοσίας Αλιείας ότι η δήλωση του άρθρου 36 (2) ΚατΔΔ ως διεθνές κείμενο δεν υπόκειται στους κανόνες ερμηνείας των συνθηκών[37]. Οι κανόνες της σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών μπορούν να εφαρμοστούν μόνο αναλογικά, με ιδιαίτερη προσοχή στον sui generis χαρακτήρα του όλου συστήματος. Το Δικαστήριο κατέληξε στην ερμηνεία της δήλωσης «με τρόπο φυσικό και λογικό», αλλά με ιδιαίτερη έμφαση στην πρόθεση του κράτους κατά το χρόνο κατάθεσης της. Και συνεχίζοντας το συλλογισμό του το Δικαστήριο δήλωσε ότι πρέπει η ερμηνεία αυτή να είναι πάντα συμβατή με αυτή τη βούληση ακόμα και αν τη φέρνει σε αντίθεση με το διεθνές δίκαιο. Συνεπώς δεν υπάρχει καμία υποχρέωση ερμηνείας της αυτόματης επιφύλαξης με τρόπο που τα αποτελέσματά της να κινούνται μέσα στα όρια της νομιμότητας εκτός αν προκύπτει σχετική βούληση. Το κράτος διατυπώνει άλλωστε την επιφύλαξη για να αποφύγει τον έλεγχο της διεθνούς νομιμότητας των πράξεών του.
Μετά την απόφαση Δικαιοδοσίας Αλιείας είναι πλέον αδύνατο να εξαχθούν συμπεράσματα από την κατά κανόνα μη αντίθεση σε αυτές της επιφυλάξεις (μόνο η Σουηδία διατύπωσε αντίρρηση στη δήλωση της Πορτογαλίας)[38]. Επίσης είναι αδύνατο με βάση το δίκαιο των συνθηκών να θεωρηθούν άκυρες ως αντίθετες στο πνεύμα και το σκοπό της συνθήκης (του ΚατΔΔ). Καίτοι ωστόσο είναι δυνατή η ερμηνεία μιας νόμιμης επιφύλαξης ώστε να έχει αντίθετα στο δίκαιο αποτελέσματα, παραμένει ισχυρή η συλλογιστική του Lauterpacht για την ακυρότητα της επιφύλαξης εφόσον οι προθέσεις του κράτους είναι ασυμβίβαστες με το ΚατΔΔ. Και όπως θα δούμε παρακάτω το πνεύμα και ο σκοπός των διατάξεων είναι αποτυπωμένα στο κείμενο και τη δομή τους, επηρεάζει τις περιεχόμενες σε αυτές έννοιες και αναπόφευκτα επανέρχεται στο προσκήνιο.
(β) Ανάγνωση σε συμφωνία με το άρθρο 36 παρ. 2 ΚατΔΔ
Το άρθρο 36 παρ. 2 ΚατΔΔ δίνει στα κράτη το δικαίωμα να αναγνωρίσουν μονομερώς «ως υποχρεωτική» την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου απέναντι σε κάθε κράτος που αποδέχεται την ίδια «υποχρέωση», και δη «αυτοδικαίως και χωρίς ειδική συμφωνία». Παρατηρούμε αμέσως ότι η έννοια της υποχρέωσης εμφανίζεται δύο φορές στο κείμενο της διάταξης. Επιπλέον η έννοια ενισχύεται με την απεξάρτησή της από οποιαδήποτε συμφωνία ή άλλη νομική πράξη, ενώ άλλωστε ισχύει και υπό τον όρο της αμοιβαιότητας. Το κείμενο λοιπόν φαίνεται σαφές. Η δήλωση πρέπει να είναι μια νομικά δεσμευτική πράξη, να αναλαμβάνει δηλαδή το κράτος με τη δήλωσή του μια υποχρέωση. Και το περιεχόμενο αυτής της υποχρέωσης πρέπει είναι η υποβολή σε δικαστικό διακανονισμό.
Ο Lauterpacht, παρατηρεί ότι η αυτόματη επιφύλαξη δεν περιέχει το στοιχείο της δέσμευσης του κράτους και συνεπώς δεν είναι έγκυρη νομική πράξη. Και τούτο διότι αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους το εύρος της υποχρέωσής του. Συνεπώς είναι μια πολιτική δήλωση αρχών και σκοπών και όχι νομικό κείμενο που μπορούν να εφαρμόσουν τα δικαστήρια[39]. Από την άλλη προτείνεται ότι το στοιχείο της υποχρέωσης διασώζεται αλλά αντιστρέφεται το βάρος αποδείξεως σχετικά με την εσωτερική αρμοδιότητα. Πρέπει δηλαδή πλέον το προσφεύγων κράτος να αποδείξει ότι η διαφορά δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους[40]. Είναι μια υποφερτή ερμηνεία αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα εναρμονίζεται πάντα με τη βούληση του δηλούντος κράτους.
Είναι πάντως σαφές ότι η αυτόματη επιφύλαξη δεν περιέχει υποχρέωση του κράτους να συνομολογεί πάντα την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ακόμα και αν δεν έχει άλλη ένσταση. Ωστόσο αρκεί να ανιχνευθεί μια άλλη ανάλογη υποχρέωση, προκειμένου να διασωθεί η συμβατότητα με το ΚατΔΔ.
Η καλή τη πίστη επίκληση της επιφύλαξης
Μια πρώτη ιδέα είναι ότι εμπεριέχεται η υποχρέωση του κράτους να καθορίσει την εσωτερική του αρμοδιότητα σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης ή τέλος πάντων εντός κάποιων ορίων. Άλλωστε πρόκειται για μια αρχή που πρέπει να διέπει όλη τη δραστηριότητα των κρατών. Γενικά θα μπορούσε να διασωθεί η επιφύλαξη με το σκεπτικό ότι η mala fide επίκλησή της δεν θα έπρεπε να έχει έννομες συνέπειες. Το Δικαστήριο έχει πάντα τη δυνατότητα να αποφανθεί ότι η ένσταση γίνεται κακή τη πίστει και να απορρίψει το σχετικό επιχείρημα. Και ως προς τούτο πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν έχει καμία σημασία ο αντίθετος ισχυρισμός, όπως αυτός των ΗΠΑ στην υπόθεση Interhandel[41].
Χρήσιμες εδώ, εκτός από αυτές του Lauterpacht, είναι οι παρατηρήσεις του δικαστή Spender στην ατομική γνώμη του στην υπόθεση Interhandel[42]. Ο Lauterpacht θεώρησε πως ο σκοπός μιας τέτοιας επιφύλαξης είναι η αφαίρεση από το Δικαστήριο και της εξουσίας να κρίνει την καλή πίστη του κράτους[43]. Ο Spender από την άλλη εξέτασε την πιθανότητα η επιφύλαξη των ΗΠΑ να επιβάλλει την «λογική» (reasonable) χρήση της διακριτικής ευχέρειας τους. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην υπόθεση των Νορβηγικών Δανείων, σχετικά με τη Γαλλική επιφύλαξη όπου τίθεται θέμα «αντίληψης» περί εσωτερικής αρμοδιότητας, ο δικαστής Read θεώρησε ότι οι αντιλήψεις αυτές υπόκεινται σε λογικό έλεγχο[44]. Ασχέτως αν εδώ μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για την νομική αρχή της καλής πίστης ή για κάποια άλλη αρχή ο συλλογισμός είναι ο ίδιος. Οπωσδήποτε πάντως, με βάση την απόφαση για τη δικαιοδοσία Αλιείας η θέση του Lauterpacht φαίνεται πιο ασφαλής.
Η αποδοχή αρμοδιότητας για προσωρινά μέτρα
Δεύτερον, μπορεί η αυτόματη επιφύλαξη να περιέχει υποχρέωση αποδοχής της prima facie αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στην περίπτωση των προσωρινών μέτρων[45]. Πρόβλημα θα παρουσιαζόταν ίσως αν η επιφύλαξη ενεργοποιούνταν από τον εναγόμενο ήδη από αυτό το στάδιο. Το Δικαστήριο απεμπόλησε την ευκαιρία να αποφανθεί επ’ αυτού στην υπόθεση Interhandel, αναγνώρισε εμμέσως όμως, όπως είδαμε, ότι μπορούσε να δεχθεί prima facie αρμοδιότητα. Αυτό άλλωστε θα ήταν δυνατό αφού σε αυτό το στάδιο το Δικαστήριο δικάζει με βάση το άρθρο 41 ΚατΔΔ και όχι άμεσα με το 36.
Ειδικά όμως όσον αφορά το απαιτούμενο από το άρθρο 36 (2) περιεχόμενο της υποχρέωσης παραμένει το πρόβλημα της ασυμβατότητας. Η διάταξη απαιτεί κάποιο ουσιαστικό ζήτημα, και σαφώς εκφεύγει και συστηματικά του χώρου της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Υπάρχει ή άποψη ότι αρκεί μια διαδικαστική υποχρέωση[46]. Το περιεχόμενο όμως της υποχρέωσης με βάση τη διατύπωση του άρθρου 36 (2) είναι η υποβολή μιας νομικής διαφοράς σε δικαστικό διακανονισμό. Ασχέτως του ορισμού της διαφοράς η υποχρέωση σαφώς δεν είναι διαδικαστική. Οπότε και εμφανίζεται οπωσδήποτε μια ασυνέχεια.
Επ’ αυτού η Αμερικανική αντιπροσωπεία στην υπόθεση Ιnterhandel παρατήρησε ότι το δικαστήριο είχε πράγματι την prima facie αρμοδιότητα αλλά την απώλεσε όταν οι ΗΠΑ προέβαλαν την ένστασή τους[47]. Με άλλα λόγια πήραν τη θέση ότι η αυτόματη επιφύλαξη παράγει αποτελέσματα, και δη αναδρομικά, και σε σχέση με το άρθρο 41 ΚατΔΔ. Από την άλλη η Ελβετία προέβαλε το επιχείρημα ότι η εμφάνιση και μόνο των ΗΠΑ στο δικαστήριο έδειχνε αποδοχή της prima facie αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο όπως είδαμε παρέκαμψε το ζήτημα. Ο δικαστής Klaestad στην ατομική γνώμη του θεώρησε σαφώς ότι, ασχέτως της εγκυρότητας της, η επιφύλαξη αναφερόταν στο σύνολο της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του άρθρου 41 ΚατΔΔ[48]. Ο συστηματικός όμως διαχωρισμός του άρθ. 36 από το άρθ. 41 ωστόσο πρέπει να θεωρείται δεδομένος από τη στιγμή που οι σχετικές διαδικασίες ρυθμίζονται από διαφορετικά άρθρα στον Κανονισμό του Δικαστηρίου.
Forum Prorogatum
Η θεωρία, εκκινώντας από τη στάση του Δικαστηρίου, αντιμετώπισε σοβαρά το θέμα η αυτόματη επιφύλαξη να μπορεί να λειτουργήσει ως βάση για την θεμελίωση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου με εφαρμογή της αρχής forum prorogatum. Ενδεικτικά, κατά την άποψη του Waldock, ενώ δεν πρόκειται για γνήσια αποδοχή της υποχρεωτικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, μπορεί ακριβώς να χρησιμεύσει ως πραγματική βάση για εφαρμογή του κανόνα forum prorogatum[49]. Συναφής είναι η άποψη του Rosenne, σύμφωνα με την οποία οι δηλώσεις του άρθ. 36 ΚατΔΔ που περιέχουν αυτόματες επιφυλάξεις πρέπει να τοποθετηθούν κάπου ανάμεσα στην έννοια της δήλωσης του άρθ. 36 και μιας μονομερούς πρόσκλησης για αποδοχή της αρμοδιότητας με βάση την αρχή αυτή[50]. Ασχέτως αν νομικά εκλαμβάνουν την δήλωση ως έγκυρη ή άκυρη, στο σύνολό της ή όχι, οι απόψεις αυτές διασώζουν ένα κάποιο νομικό περιεχόμενο της δήλωσης. Πρόκειται ωστόσο τελικά για την απλή αναγνώριση ενός γεγονότος που υπάγεται ως τέτοιο σε κανόνα δικαίου.
(γ) Τα Αποτελέσματα της ακυρότητας της αυτόματης επιφύλαξης
Από τη στιγμή που θα γίνει δεκτό ότι η αυτόματη επιφύλαξη είναι άκυρη τίθεται αυτονόητα το ερώτημα αν συμπαρασύρει στην ακυρότητα και ολόκληρη τη δήλωση αποδοχής της αρμοδιότητας. Η κρατούσα στη θεωρία άποψη θεωρεί ότι η επιφύλαξη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δήλωσης και δεν μπορεί να χωριστεί από αυτήν. Έτσι η όλη δήλωση θα είναι άκυρη και το δικαστήριο δεν θα έχει αρμοδιότητα[51]. Άλλωστε και το ίδιο το δικαστήριο δέχεται ότι υπάρχει πολύ στενός σύνδεσμος[52]. Πρέπει μόνο να σημειωθεί η άποψη του προέδρου του Δικαστηρίου Klaestad και του δικαστή Armand - Ugon στην υπόθεση Interhandel όπου θεωρούν ότι δήλωση και επιφύλαξη μπορούν να διαχωριστούν[53]. Δεδομένης όμως της έμφασης στη βούληση του κράτους που πρέπει να δίνεται μετά την απόφαση για τη Δικαιοδοσία Αλιείας αυτή η νομική κατασκευή δεν μπορεί να σταθεί.
Δ. Συμπεράσματα
Είδαμε ότι είναι αδύνατο να εξαχθεί κάποια συγκεκριμένη άποψη για την εγκυρότητα της αυτόματης επιφύλαξης από τη νομολογία. Η πρακτική των κρατών είναι πολύ περιορισμένη και δεν μπορεί να μας διαφωτίσει. Ο αριθμός των κρατών που έχει διατυπώσει τέτοιες επιφυλάξεις δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος και δεν δείχνει αυξητική τάση. Έτσι, καίτοι στο μέλλον δεν αποκλείεται ως σιωπηρή τροποποίηση του ΚατΔΔ από τα κράτη - μέρη, αυτό δεν φαίνεται πιθανό. Από την άλλη η θεωρητική διαμάχη επί του θέματος είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, ακόμα και αν τα περισσότερα επιχειρήματα υπέρ της εγκυρότητας της επιφύλαξης αποβαίνουν ατελέσφορα. Παραμένει σε κάθε περίπτωση η κρατούσα άποψη που θεωρεί την αυτόματη επιφύλαξη άκυρη.
Από το παρόν πόνημα θα πρέπει να κρατηθεί ότι η ερμηνεία του Καταστατικού αντέχει στις αντιρρήσεις στο μέτρο που μπορεί να εξαχθεί από το ίδιο το ερμηνευόμενο κείμενο των διατάξεων ο σκοπός και το αντικείμενό τους. Είναι σαφές ότι το άρθρο 19 παρ. 3 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών του 1969 δεν εφαρμόζεται άμεσα. Ωστόσο το αντικείμενο και ο σκοπός των διατάξεων του ΚατΔΔ είναι αποτυπωμένος στη δομή και στη διατύπωσή τους. Φαινομενικά η αυτόματη επιφύλαξη συμβιβάζεται με το γράμμα αλλά όχι με το πνεύμα του νόμου. Στην πραγματικότητα όμως έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το στοιχείο της υποχρεωτικότητας που αποτελεί τον πυρήνα του άρθρου 36 ΚατΔΔ[54]. Συνεπώς η ακυρότητά της θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρησιμοποίηση της δήλωσης με την έννοια της πρακτικής που απαιτεί η εφαρμογή του κανόνα forum prorogatum. Είδαμε ότι κατά τη θεωρία η λειτουργία αυτή θα πρέπει να θεωρείται δυνατή. Ωστόσο αυτό σημαίνει ακριβώς ότι δεν θα πρόκειται για δήλωση του άρθρου 36 ΚατΔΔ. Δηλαδή η δήλωση είναι άκυρη μεν στα πλαίσια του άρθρου 36 αλλά σαφώς υποστατή. Αυτό ενδεχομένως εξηγεί και την διαπίστωση prima facie αρμοδιότητας στην περίπτωση των προσωρινών μέτρων. Προϋπόθεση τους είναι ακριβώς το υποστατό της δήλωσης[55].
[1]. Στο κείμενο θα αναφέρεται ως Διεθνές Δικαστήριο ή απλά Δικαστήριο. Όταν πρόκειται για το δικαστήριο της Κοινωνίας των Εθνών, θα χρησιμοποιείται ο όρος Διαρκές Δικαστήριο.
[3]. Herbert Briggs, Reservations to the Acceptance of the Compulsory Jurisdiction of the International Court of Justice, 1958 RCADI vol. 93, σελ. 229, 232. Ωστόσο και η προπαρασκευαστική του ΚατΔΔ επιτροπή, θεώρησε ότι κάτι τέτοιο ήταν η καθιερωμένη ήδη από το Καταστατικό του Διαρκούς Δικαστηρίου ερμηνεία. Βλ. Waldock, Decline of the Optional Clause, BYIL 1955-6, σελ. 244, 249.
[4]. Για το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης ήταν το άρθρο 15 παρ. 8 του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών.
[5]. Είναι δυνατό να αφεθεί στο Δικαστήριο να κρίνει αν το αντικείμενο της διαφοράς εντάσσεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους. Αυτό ήταν υποχρεωτικό με το καθεστώς του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών που αναφερόταν σε ζητήματα τα οποία σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών. Τα σχετικά κριτήρια είχαν τεθεί από το Διαρκές Δικαστήριο στη Γνωμοδότηση περί των Διαταγμάτων Ιθαγενείας Τύνιδας και Μαρόκου, ήδη από το 1923. Shabtai Rosenne, The Law and procedure of the International Court of Justice, Vol. II, Grotius 1997, σελ. 774-775, και 804.
[6]. Ψηφίστηκε από τη Γερουσία με πρωτοβουλία του γερουσιαστή Conally, γι’ αυτό και στην αλλοδαπή βιβλιογραφία συχνά αναφέρεται και ως «Conally amendment» ή «Conally reservation». Επικρατεί όμως ο όρος αυτόματη επιφύλαξη (automatic reservation), που καθιέρωσε ο Δικαστής Lauterpacht στη διιστάμενη γνώμη του στην Υπόθεση των Νορβηγικών Δανείων. Norwegian Loans case (Γαλλία κ. Νορβηγίας), ICJ Rep. 1955, σελ. 34.
[7]. Μαζί με αυτή η δήλωση των ΗΠΑ περιείχε και μια παρόμοια επιφύλαξη για τις διαφορές από πολυμερείς συνθήκες, σύμφωνα με την οποία αν στην διαφορά δεν ήταν μέρη όλοι οι εμπλεκόμενοι αρμοδιότητα θα υπήρχε μόνο αν αποφάσιζαν κάτι τέτοιο οι ΗΠΑ. Βλ. Renata Szafarz, The Compulsory Jurisdiction of the International Court of Justice, Martinus Nijhoff 1993, σελ. 55 επ. Και Waldock, opus ibid, 273-275.
[8]. Ήδη από το 1946. Βλ. Lawrence Preuss, The International Court of Justice, the Senate, and Matters of Domestic Jurisdicton, 40 AJIL 1946, σελ. 720 επ. Η αντικειμενική μορφή από την άλλη δεν παρουσιάζει προβλήματα, και μάλιστα κρίνεται από τη θεωρία περιττή ως sine qua non του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών. Πχ. J. G. Merrills, «The Optional Clause Today», BYIL 1979, σελ. 87, 110 επ.
[9]. Κρ. Ιωάννου - Σ. Περράκη, «Εισαγωγή στη διεθνή δικαιοσύνη», τεύχος Ι, Αντ. Ν. Σάκκουλας 1984, σελ. 176.
[12]. Crawford, The legal effect of automatic reservations to the jurisdiction of the International Court, BYIL 1979, σελ. 63.
[14]. Gerald Fitzmaurice, The Law and Procedure of the International Court of Justice, vol. II, Grotius 1986, σελ. 452.
[19]. Στην πραγματικότητα μπορεί να μην αμφισβητηθεί οπότε και πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να το εξετάσει αυτεπάγγελτα. Είδαμε ότι το Δικαστήριο έχει τηρήσει αρνητική στάση επ’ αυτού.
[20]. Όπως παρατηρεί o Waldock πρόκειται για περίπτωση αναδρομικής ισχύος μονομερούς ενέργειας του εναγομένου κράτους. Βλ. Waldock, opus ibid, 273.
[24]. Βλ. Fisheries Jurisdiction case (Ισπανία κ. Καναδά), ICJ Rep. 1999, σελ. 440, 450, όπου σαφώς αναφέρεται ότι η θεμελίωση ή όχι της αρμοδιότητας αφορά το Δικαστήριο και όχι τους διαδίκους. Άλλωστε και παλαιότερα ο McNair δήλωσε ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν μπορεί να είναι θέμα καθαρά inter partes. Bλ. Anglo - Iranian Oil case (ΗΠΑ κ. Ιράν), ICJ Rep. 1952, σελ. 116.
[27]. Βλ. την ατομική γνώμη του Lauterpacht στην υπόθεση των Νορβηγικών Δανείων, ICJ Rep. 1955, σελ. 60. Επίσης, Μerrills, opus ibid, σελ. 113.
[28]. Δεν υπήρχε το στοιχείο του επείγοντος, καθώς οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι θα επέτρεπαν επανάληψη των εσωτερικών ενδίκων μέσων. ΙCJ Rep. 1957, σελ. 112.
[29]. Βλ. πχ. Υποθέσεις Anglo-Iranian Oil, ICJ Rep. 1951, σελ. 89, 92-93, και Nicaragua, ICJ Rep. 1984, σελ. 169, 179-80.
[30]. Interhandel, ICJ Rep. 1957, σελ. 117-120. Παρατηρούμε ότι φαινομενικά τουλάχιστον εμφανίζεται αντίθεση με την παλαιότερη θέση του. Βλ. Briggs, opus ibid, σελ. 352-353.
[32]. Έτσι ο Lauterpacht στην υπόθεση των Νορβηγικών Δανείων, όπου «βαφτίζοντας» την επιφύλαξη παρατηρεί ότι το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι απλά καταγράφει την απόφαση του εναγομένου κράτους. Βλ. ICJ Rep. 1957, σελ. 47.
[34]. Κακώς ο Crawford εντοπίζει εδώ μια ειδοποιό διαφορά (οπ. π. σελ. 72). Στην ουσία άλλωστε και η άποψη του Lauterpacht ότι είναι εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου δεν μπορεί παρά να εφορμά από το Δικονομικό πλαίσιο του Δικαστηρίου και τελικά και το άρθρο 36 (6).
[35]. Στο πλαίσιο άλλωστε του συστήματος των μονομερών δηλώσεων αποδοχής της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου προβλέπεται ότι η προτεινόμενη από το κράτος ερμηνεία της επιφύλαξης υπόκειται σε δημοσιότητα κατά το άρθρο 36 (4) ΚατΔΔ για να είναι δεσμευτική.
[36]. Crawford, opus ibid, σελ. 73-74. Αυτό το δικαίωμα μπορεί μερικές φορές να προβλέπεται για το κράτος στην περίπτωση ενός ad hoc δικαστηρίου. Και ενώ δεν προκύπτει σαφώς τέτοια πρόθεση είναι ενδιαφέρον ότι ο Brownlie δεν θεωρεί την αυτόματη επιφύλαξη αρμόζουσα σε δικαστήριο ante hoc, χωρίς ωστόσο να εξηγεί τη θέση του. Βλ. I. Brownlie, Principles of Public International Law, Fifth ed., Oxford 1998, σελ. 723.
[37]. Fisheries Jurisdiction case (Ισπανία κ. Καναδά), ICJ Rep. 1999, σελ. 440, 453. Όχι πολύ παλαιότερα είχε αναπτυχθεί θεωρητική διαμάχη γύρω από την αναλογία με τις επιφυλάξεις σε συνθήκες που έτεινε σε κάποιο βαθμό στην τωρινή θέση του Δικαστηρίου. Βλ. αντί άλλων Shabtai Rosenne, opus ibid, σελ. 809 επ. και κυρίως 822 επ.
[38]. Γενικά άλλωστε φαίνεται τώρα πιο δύσκολο να εξαχθούν διμερείς συμφωνίες από το συνδυασμό δηλώσεων. Το θέμα της πρακτικής των κρατών προ της απόφασης αντιμετωπίζει συνοπτικά ο Crawford, opus ibid, σελ. 82-83.
[39]. Norwegian Loans case, ICJ Rep. 1955, σελ. 48. Ήδη ο Preuss από το 1946, opus ibid, σελ.
726 επ.
[41]. Συγκεκριμένα κατά την προφορική διαδικασία αναφέρθηκε ότι η αυτόματη επιφύλαξη δεν υπόκειται σε κανένα δικαστικό έλεγχο. Briggs, opus ibid, σελ. 348.
[45]. Η θεωρία εξετάζει και την περίπτωση της απλής υποχρέωσης για αποδοχή αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να εξετάσει την επιφύλαξη κατά το αντίστοιχο διαδικαστικό στάδιο. Τότε όμως φανερώνεται η ερμηνευτική αλληλεξάρτηση 36 (2) και 36 (6). Η επιφύλαξη δεν θα έχει το στοιχείο της υποχρεωτικότητας με βάση την αντίθεση στο δεύτερο. Crawford, opus ibid, σελ. 75.
[51]. Τη γνώμη αυτή του Lauterpacht ακολουθεί σχεδόν σύσσωμη η θεωρία, συμπεριλαμβανομένων και άλλων δικαστών.