ΚΠολΔ 242, 573

Συζήτηση στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου δίχως την παρουσία του διαδίκου, με δήλωση, στην οποία καταχωρίζεται και παραίτηση από το αναιρετήριο

Δεν είναι έγκυρη η παραίτηση από το δικόγραφο της αναιρέσεως που καταχωρίζεται στην έγγραφη δήλωση για μη παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση προς συζήτηση της αναιρέσεως.

Άρειος Πάγος 1098/99*

(Σύνθεση: Κ. Παπαλάκης, Ε. Χαριτάκης, Θ. Πρασουλίδης, Γ. Βρέττας, Σ. Γκιάφης - εισηγητής).

Επειδή, από το άρθρο 242 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία κατ’ άρθρο 573 παρ. 1, του ίδιου Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2479/1997, συνάγεται ότι η συζήτηση στο ακροατήριο του δικαστηρίου αρχίζει μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και τη δήλωση παραστάσεών τους, οσάκις δε η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική κάθε διάδικος μπορεί να προβεί δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του σε έγγραφη δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση, η δήλωση δε αυτή παραδίδεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και ση­μειώνεται αμέσως στο πινάκιο, στην περίπτωση δε αυτή η συζήτηση, καθόσον αφορά το διάδικο που προέβη σ’ αυτή τη δήλωση, περατώνεται με μόνη την εκφώνηση της υπόθεσης. Εξάλλου, από το άρθρο 299 ΚΠολΔ, συνδυαζόμενο με τα άρθρα 294 και 297 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι ο αναιρεσείων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης και έτσι να επιφέρει κατάργηση της αναιρετικής δίκης εφόσον η παραίτηση γίνεται ή με δήλωση του παραιτουμένου στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, η οποία δήλωση καταχωρίζεται στα πρακτικά συ­νεδρίασης, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο. Από δε το συνδυα­σμό όλων των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, που καταχωρίζεται στην από το άρθρο 242 ΚΠολΔ έγγραφη δήλωση (για μη παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση προς συζήτηση της αίτησης αναίρεσης), δεν είναι έγκυρη εξαιτίας μη τήρησης του νόμιμου τύπου. Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, η παραίτηση από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης εκ μέρους του αναιρεσείοντος, η οποία κα­ταχωρίστηκε στην από 2.3.1999 έγγραφη δήλωση του ίδιου διαδίκου για μη παράστασή του στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου κατά την εκφώνηση προς συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, όπως τούτο προκύπτει από αυτήν την έγγραφη δή­λωση, δεν είναι (η εν λόγω παραίτηση) έγκυρη, σύμφωνα με τις προδιαλαμβανόμενες διατάξεις, και γι’ αυτό πρέπει το Δικαστήριο τούτο να προχωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης.

Επειδή, από την αναιρεσιβαλλομένη, κατ’ εκτίμηση του όλου περιεχομένου της, προκύπτει ότι το εφετείο μ’ εκείνη έκρινε ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η από 10.1. 1990 αγωγή της αναιρεσίβλητης, ατομικά και ως νόμιμης αντιπροσώπου της ανήλικης θυγατέρας της, κατά του αναιρεσείοντος για αναγνώριση πατρότητας, δεχόμενη προς τούτο ότι αποδείχθηκε ότι στις 10.12.1989 η αναιρεσίβλητη, χωρίς να βρίσκε­ται σε γάμο με κανέναν, γέννησε ένα κορίτσι, και ότι η ίδια διάδικος το Μάρτιο του 1987 γνωρίστηκε και συνδέθηκε ερωτικά με τον αναιρεσείοντα, κατά το τέλος του 1988 μετέβη στο εξωτερικό, στις αρχές του 1989 επέστρεψε στην Ελ­λάδα και στο έδαφος της στο διάστημα από την κατά Φεβρουάριο 1989 τριακοστή ημέρα πριν από την ημέρα του αντίστοιχου τοκετού έως την 10 Ιουνίου 1989, ήτοι κατά διάστημα που εμπίπτει στο κατά νόμο κρίσιμο χρονικό διάστημα της αντί­στοιχης σύλληψης, δηλαδή στο διάστημα ανάμεσα στην τριακοστή και στην εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό, αυτή είχε επανειλημμένως σαρκι­κή συνάφεια (κατ’ άλλη έκφραση πλήρεις σεξουαλικές σχέσεις) με τον αναιρεσείοντα, με συνέπεια εκείνος να τεκμαίρεται κατά νόμο ότι είναι πατέρας της. Αυτά έχοντας δεχθεί και έτσι έχοντας κρίνει το εφετείο, δεν παραβίασε τις σχετικές με τη δικαστική αναγνώριση της πατρότητας διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1468, 1479, εδ. α΄ και β΄, 1480, εδ. α΄ και β΄, και 1481, εδ.α΄, ΑΚ ούτε εκ πλαγίου με έλλειψη σχετικής νόμιμης βάσεως, αφού εξέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια το από τις αποδείξεις πόρισμα, στο οποίο εκείνο οδηγήθηκε, και τα αναγκαία για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων πραγματικά γεγονότα, ενώ δεν προσαπαιτείται πε­­ραιτέρω εξειδίκευση της ως ανωτέρω σαρκικής συνάφειας και ιδίως ως προς τον ακριβή χρόνο και τόπο που έλαβε χώρα αυτή και τις σχετικές συνθήκες που προηγήθηκαν, όπως κοινές εμφανίσεις αναιρεσείοντος και αναιρεσίβλητης ως ερωτικού ζευγαριού ή κρυφές συναντήσεις τους για τις σεξουαλικές επαφές τους, ο δε περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και γι αυτό απορριπτέος.