ΚΠολΔ 294-297, 299
Παραίτηση από το δικόγραφο ή και το δικαίωμα της αγωγής στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας
Στην αναιρετική διαδικασία είναι απαράδεκτη η παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής, γιατί προϋποθέτει εκκρεμή δίκη που δεν έχει καταργηθεί με την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Η άσκηση αναιρέσεως και η επ’ αυτής δίκη δεν καθιστά την αγωγή επίδικη ούτε ανοίγεται νέος βαθμός δικαιοδοσίας για την ουσία της υποθέσεως.
Άρειος Πάγος 675/2002
(Σύνθεση: Α. Παπαθεοδώρου, Π. Μεϊδάνης, Κ. Βαλμαντώνης, Α. Κρητικός - εισηγητής, Α. Πλατής)
Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 παρ. 1, 296, 297 και 299 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στην αναιρετική δίκη είναι απαράδεκτη η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα, που ασκήθηκε με αυτή, γιατί προϋποθέτουν, ότι η δίκη, της οποίας την κατάργηση επιφέρουν, είναι εκκρεμής και δεν έχει περατωθεί με έκδοση οριστικής αποφάσεως. Η άσκηση αναιρέσεως και η επ’ αυτής δίκη δεν καθιστά την αγωγή επίδικη, δεν ανοίγεται με το ένδικο αυτό μέσο νέος βαθμός δικαιοδοσίας, ούτε κρίνεται πλέον η ουσία της υποθέσεως, αλλ’ ερευνάται το παραδεκτό και η βασιμότητα των προβαλλόμενων με τους λόγους αναιρέσεως νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η επί της αγωγής δίκη, με την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, έχει καταργηθεί ήδη και επομένως ούτε η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ούτε η παραίτηση από το δικαίωμα ως διαδικαστικές πράξεις επιφέρουν την κατάργησή της, γιατί έχουν στερηθεί από το αντικείμενό τους. Η μετά την κατάργηση της δίκης παραίτηση από το αγωγικό δικαίωμα παρέχει ένσταση από το ουσιαστικό δίκαιο, καταλυτική της ασκήσεώς του, είτε με την αγωγή, εφόσον έχει αναιρεθεί η επ’ αυτής τελεσίδικη απόφαση, είτε με την επίσπευση, για την ικανοποίησή του, αναγκαστικής εκτελέσεως. Η έρευνα όμως της ενστάσεως αυτής στην αναιρετική δίκη δεν είναι παραδεκτή, όπως δεν είναι παραδεκτή, μετά την τελεσίδικη απόφαση στην αναιρετική δίκη η έρευνα άλλων καταλυτικών του αγωγικού δικαιώματος ενστάσεων (ΟλομΑΠ 38/1996). Επομένως η δηλωθείσα ενώπιον του Αρείου Πάγου πριν από την έναρξη της συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως παραίτηση των αναιρεσιβλήτων από το δικόγραφο και το δικαίωμα της ασκηθείσας απ’ αυτούς αγωγής κατά των αναιρεσειόντων, καθόσον αφορά την αναδρομική καταβολή των μισθωμάτων της επίδικης μισθώσεως από 1.1.1998 μέχρι την επίδοση της αγωγής, είναι απαράδεκτη.
Σημείωση
Αν ο όρος «οικονομία» γενικά, ανάμεσα σε άλλα βέβαια, σημαίνει και «τη μετρημένη χρήση, την επιδίωξη και πρακτική του να επιτυγχάνει κανείς όσο το δυνατόν περισσότερα, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν λιγότερα»[1], τότε προκύπτει, ότι η αρχή της οικονομίας της πολιτικής δίκης επιτάσσει την εξεύρεση μιας αποτελεσματικής μεθόδου εξοικονόμησης της διαδικασίας στην πολιτική δίκη, ως μέσου για τη διάρθρωση και εφαρμογή μιας ορθολογικής διαδικασίας, η οποία προσπαθεί να φθάσει στο μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα με τα λιγότερο δυνατά δικονομικά μέσα. Με αυτή λοιπόν τη βασική αφετηρία, οι λύσεις που έδωσαν οι ως άνω δημοσιευόμενες αποφάσεις δεν ικανοποιούν με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν τα προβλήματα που τις απασχόλησαν. Ειδικότερα:
1. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, που βρίσκεται μέσα στο γενικό κύκλο των διαδικαστικών διευκολύνσεων των διαδίκων, στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν με κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Αυτή η δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Με τη ρύθμιση αυτή λοιπόν η συζήτηση περατώνεται με μόνη την εκφώνηση της υπόθεσης, χωρίς να είναι απαραίτητο να παρίστανται κατ’ αυτήν οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Έτσι, εξοικονομείται ενέργεια και χρόνος για τους διαδίκους, δίχως να παραβλάπτεται η ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης.
Για τη ρύθμιση αυτή πρέπει να επισημανθούν δύο σημεία:
Πρώτον, υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς[2] δεν έχει έδαφος εφαρμογής στις υποθέσεις του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αφού εκεί πλέον είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση για όλες τις υποθέσεις. Έτσι, η διευκόλυνση αυτή ισχύει μόνο για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 524 και 548) και για τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΚΠολΔ 573 § 1)[3].
Δεύτερον, η ρύθμιση αυτή πρέπει να αντιμετωπίζεται με ευρύτητα, αφού υπηρετεί την οικονομία της δίκης και ως έχουσα τέτοια αποστολή πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με τις άλλες δυνατότητες που έχουν οι διάδικοι, εφόσον, φυσικά, δεν παραβιάζονται άλλες επιταγές της έννομης τάξης.
Έτσι, δεν αντιμετώπισε με ευρύτητα ο Άρειος Πάγος την ευκολία που παρέχει τούτη η ρύθμιση στην περίπτωση της απόφασης 1098/1999. Στην υπόθεση αυτή ο αναιρεσείων κατέθεσε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, στην οποία ανέφερε, ότι παραιτείται από το δικόγραφο της αναιρετικής αίτησης που είχε ασκήσει. Ο Άρειος Πάγος λοιπόν έκρινε πως από το συνδυασμό των άρθρων 299, 294 και 297 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι ο αναιρεσείων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης – και έτσι να επιφέρει κατάργηση της αναιρετικής δίκης – είτε με δήλωση του παραιτουμένου στο ακροατήριο του δικαστηρίου, η οποία δήλωση καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο. Επομένως, «η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, που καταχωρίζεται στην από το άρθρο 242 ΚΠολΔ έγγραφη δήλωση (για μη παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση προς συζήτηση της αίτησης αναίρεσης), δεν είναι έγκυρη εξαιτίας μη τήρησης του νόμιμου τύπου».
Η αιτιολογία αυτή της απόφασης δεν είναι ικανή να στηρίξει τη λύση που έδωσε. Πρώτον, γιατί το υποτιθέμενο εμπόδιο από τη γραμματική διατύπωση της κρίσιμης εδώ διάταξης του άρθρου 297 ΚΠολΔ δεν υπάρχει, αφού η διάταξη αυτή δεν κάνει λόγο για «δήλωση του παραιτουμένου στο ακροατήριο», όπως υπολαμβάνει η απόφαση, αλλά για «δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά». Ήδη δηλαδή από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει, ότι η δήλωση παραίτησης πρέπει να καταχωρηθεί στα πρακτικά, όχι αναγκαία με την φυσική παρουσία του παραιτουμένου, αφού η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ επιτρέπει την «παράσταση» του διαδίκου στο ακροατήριο του δικαστηρίου με προηγούμενη έγγραφη δήλωσή του, χωρίς τη φυσική του εκεί παρουσία.
Αλλά πέρα από τη γραμματική αφετηρία και τελολογικά επιβεβαιώνεται αυτή η λύση. Ο δικονομικός νομοθέτης έχει εκτιμήσει, ότι για να αποφευχθεί περιττή ενέργεια και για να αποτραπεί η απώλεια χρόνου για τους διαδίκους, όταν η συζήτηση στο δικαστήριο δεν είναι προφορική, μπορούν αυτοί να μην παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Αν λοιπόν ο νομοθέτης έχει προβλέψει για το ένα ενδεχόμενο της βούλησης του διαδίκου, δηλαδή την επιθυμία του να συζητηθεί το ένδικο μέσο που άσκησε, είναι λογικά και νομικά αναγκαίο να δεχθούμε, ότι η ίδια ρύθμιση πρέπει να ακολουθηθεί και για το άλλο ενδεχόμενο της βούλησής του, να παραιτηθεί δηλαδή από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει. Καμία σκοπιμότητα δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική αντιμετώπιση αυτών των δύο όμοιων περιπτώσεων. Αφού ο νομοθέτης επιτρέπει στο διάδικο να παραστεί με δήλωση κατά τη συζήτηση, ώστε να θεωρείται ότι εκείνη τη στιγμή που εκφωνείται η υπόθεση «παρίσταται» και δηλώνει την επιθυμία του να συζητηθεί αυτή, την ίδια δυνατότητα θα πρέπει να του δώσουμε ακόμα κι αν δεν επιθυμεί τη συζήτηση του ένδικου μέσου που άσκησε, αλλά την παραίτηση από αυτό, αν βέβαια συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, όπως λ.χ. είναι η ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δηλούντος πληρεξούσιου δικηγόρου.
Η λύση αυτή ικανοποιεί πλήρως την οικονομία της δίκης, χωρίς να προσκρούει σε άλλες απαγορευτικές διατάξεις που να συγκρούονται με τις επιταγές αυτής της αρχής. Η αντίθετη λύση που ακολούθησε εν προκειμένω η δημοσιευόμενη απόφαση επιβαρύνει τους διαδίκους, αλλά και το ίδιο το δικαστήριο, αφού συνεπάγεται ενέργειες και περιττές δίκες, κάτι που συνέβη και στη συγκεκριμένη περίπτωση της απόφασης του Αρείου Πάγου, αφού μετά την κρίση του το δικαστήριο, ότι η παραίτηση που έγινε με δήλωση κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ δεν είναι έγκυρη, προχώρησε στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και έτσι απασχολήθηκε με την ουσία της υπόθεσης εκδίδοντας απόφαση, καταναλώνοντας όμως άσκοπη ενέργεια, χρόνο με ταυτόχρονη πρόκληση δαπάνης για ένα ένδικο μέσο, που ο ενδιαφερόμενος διάδικος δεν επιθυμούσε τη συζήτησή του.
2. Πρόσκρουση στην αρχή της οικονομίας της δίκης μπορεί να υπάρχει και στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ενδεχόμενη αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης εμφανίζεται ως άνευ αντικειμένου, αφού το δικαστήριο της ουσίας μετά την παραπομπή της υπόθεσης σ’ αυτό θα διαπιστώσει απλώς αυτό που μπορεί και πρέπει να διαπιστώσει ήδη ο Άρειος Πάγος κατά το στάδιο που ερευνάται το παραδεκτό, καθώς και η βασιμότητα της αναιρετικής αίτησης, κάτι που συντρέχει στην περίπτωση της δεύτερης από τις δημοσιευόμενες αποφάσεις. Ειδικότερα, στην υπόθεση αυτή, ασκήθηκε, κατ’ αρχάς, αγωγή με αίτημα την αναπροσαρμογή του μισθώματος ενός ακινήτου από 1.1.1998, ημεροχρονολογία κατά την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος είχε συμφωνηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος, και στη συνέχεια άλλη αγωγή με αίτημα, μετά την τελεσιδικία της απόφασης επί της πρώτης αγωγής, την καταβολή των μισθωμάτων και της οφειλόμενης, από 1.1.1998, διαφοράς αυτών. Η συζήτηση της δεύτερης αυτής αγωγής ανεστάλη μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης επί της πρώτης αγωγής. Μετά την πλήρωση αυτής της προϋπόθεσης, επισπεύτηκε η συζήτηση της δεύτερης αγωγής και το εφετείο, κρίνοντας τελεσιδίκως, την έκανε δεκτή, καταδικάζοντας τον εναγόμενο να καταβάλει το μίσθωμα που είχε αναπροσαρμοσθεί, όχι από το χρόνο επίδοσης της δεύτερης αυτής καταψηφιστικής αγωγής, αλλά αναδρομικά, κατά το αίτημα της αγωγής, από 1.1.1998.
Ασκήθηκε λοιπόν αναίρεση με αίτημα την εξαφάνιση της δευτεροβάθμιας απόφασης, ανάμεσα σε άλλους λόγους, και με το παράπονο, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα του χρόνου έναρξης της οφειλής του αναπροσαρμοσθέντος μισθώματος. Μετά την κατάθεση της έκθεσης του εισηγητή αρεοπαγίτη, με την οποία προτεινόταν να γίνει δεκτός ο αναιρετικός αυτός λόγος, ο ενάγων - αναιρεσίβλητος παραιτήθηκε από το αγωγικό δικαίωμα το οποίο αφορούσε την καταβολή του αναπροσαρμοσθέντος μισθώματος από 1.1.1998 μέχρι το χρόνο επίδοσης της δεύτερης αγωγής. Έτσι, κατά τη συζήτηση της αναιρετικής αίτησης ενώπιον του Αρείου Πάγου ζήτησε να μην εξετασθεί, ως άνευ αντικειμένου, ο συγκεκριμένος αναιρετικός λόγος, με βάση τις ακόλουθες σκέψεις: η οικονομία της δίκης εν προκειμένω επιβάλλει να μην αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, δεδομένου ότι η σχετική αξίωση δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει αντικείμενο της δίκης μετά την ενδεχόμενη παραπομπή από τον Άρειο Πάγο της υπόθεσης στο δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, καθίσταται άνευ αντικειμένου η εξέταση του σχετικού αναιρετικού λόγου, μιας και η τυχόν ολοκλήρωση της αναιρετικής διαδικασίας δεν πρόκειται να προσθέσει τίποτε απολύτως στην ένδικη υπόθεση, παρά μόνο επιπλέον δικαστική ενέργεια, χρόνο και δαπάνη. Αφού για το κρίσιμο χρονικό διάστημα έχει γίνει νομότυπη παραίτηση από το αγωγικό δικαίωμα, το εφετείο στο οποίο ενδεχομένως θα καταλήξει η υπόθεση, θα διαπιστώσει απλώς αυτό που και ο Άρειος Πάγος μπορεί τώρα να διαπιστώσει. Η ανάγκη λοιπόν εξοικονόμησης δικαστικής ενέργειας, χρόνου και δαπάνης επιβάλλουν την απόρριψη του κρίσιμου αναιρετικού λόγου ως, εκ των υστέρων βέβαια, αλυσιτελώς προβαλλόμενου.
Ο Άρειος Πάγος αντιμετώπισε αυτό τον ισχυρισμό με τη σκέψη, ότι από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 § 1, 296, 297 και 299 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην αναιρετική δίκη είναι απαράδεκτη η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή, γιατί προϋποθέτουν ότι η δίκη, την κατάργηση της οποίας επιφέρουν, είναι εκκρεμής και δεν έχει περατωθεί με την έκδοση οριστικής απόφασης. Η άσκηση αναίρεσης και η επ’ αυτής δίκη δεν καθιστά την αγωγή επίδικη, δεν ανοίγεται με το ένδικο αυτό μέσο νέος βαθμός δικαιοδοσίας, ούτε κρίνεται πλέον η ουσία της υπόθεσης, αλλά ερευνάται το παραδεκτό και η βασιμότητα των προβαλλόμενων με τους λόγους αναίρεσης νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης απόφασης. Η δίκη επί της αγωγής, με την έκδοση της οριστικής απόφασης, έχει ήδη καταργηθεί και επομένως ούτε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ούτε παραίτηση από το δικαίωμα ως διαδικαστικές πράξεις επιφέρουν την κατάργησή της, γιατί έχουν στερηθεί από το αντικείμενό τους. Η μετά την κατάργηση της δίκης παραίτηση από το αγωγικό δικαίωμα παρέχει ένσταση από το ουσιαστικό δίκαιο, καταλυτική της άσκησής του, είτε με την αγωγή, εφόσον έχει αναιρεθεί η επ’ αυτής τελεσίδικη απόφαση, είτε με την επίσπευση, για την ικανοποίησή του, αναγκαστικής εκτέλεσης. Η έρευνα όμως της ένστασης αυτής στην αναιρετική δίκη (συνεχίζει η σχολιαζόμενη απόφαση) δεν είναι παραδεκτή, όπως δεν είναι παραδεκτή, μετά την τελεσίδικη απόφαση, στην αναιρετική δίκη η έρευνα άλλων καταλυτικών του αγωγικού δικαιώματος ενστάσεων[4]. Επομένως, καταλήγει ο Άρειος Πάγος, είναι απαράδεκτη η ενώπιόν του πριν από την έναρξη της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης δηλωθείσα παραίτηση του ενάγοντος - αναιρεσιβλήτου από το δικόγραφο και το δικαίωμα της ασκηθείσας από αυτόν αγωγής κατά του αναιρεσείοντος - εναγομένου, όσον αφορά την αναδρομική καταβολή των μισθωμάτων από 1.1.1998 μέχρι την επίδοση της (δεύτερης, καταψηφιστικής) αγωγής. Αναίρεσε λοιπόν στη συνέχεια ο Άρειος Πάγος την προσβληθείσα απόφαση κατά το μέρος της που αφορούσε το χρονικό σημείο έναρξης της οφειλής του κατ’ αναπροσαρμογή αυξημένου μισθώματος και παρέπεμψε την εκδίκαση της υπόθεσης στο δικαστήριο της ουσίας.
Η συνέχεια αναμενόμενη: αναίρεση της προσβληθείσας απόφασης, κλήση και συζήτηση ενώπιον του εφετείου, όπου θα διαπιστωθεί η εν μέρει παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής με αυτόματη συνέπεια την κατάργηση της δίκης. Η λύση λοιπόν που ακολούθησε η δεύτερη από τις δημοσιευόμενες αποφάσεις έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της οικονομίας της δίκης, αν και έχει βέβαια με το μέρος της το θετικισμό του δικονομικού δικαίου, με την έννοια ότι δεν μπορεί η αρχή αυτή, κατ’ αρχήν, να παρακάμπτει σαφείς επιλογές του δικονομικού νομοθέτη.
Στέλιος Γ. Σταματόπουλος
Αν. Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ
[1]. Έτσι, Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Β΄ έκδ., 2002, στο λήμμα «οικονομία», § 6 σελ. 1240 Ι. Βλ. επίσης και το λήμμα «οικονομικότητα», που αποδίδεται ως «ο βαθμός στον οποίο επιτυγχάνεται το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα με τα ελάχιστα δυνατά μέσα» (σελ. 1240 ΙΙ).