ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Για να ανοίξετε το σύνολο της νομολογίας του Γ' τεύχους του έτους 2003 πατήστε εδώ

 

ΑΚ 1269, 1289

Προϋποθέσεις για την κάλυψη από την υποθήκη και των τόκων πέραν και επιπλέον του ορισμένου ποσού για το οποίο γράφτηκε η υποθήκη.

Αν η υποθήκη γράφτηκε για ποσό μεγαλύτερο του κεφαλαίου της ασφαλιζόμενης απαντήσεως, οι δε τόκοι του χρονικού διαστήματος του άρθρου ΑΚ 1289 προστιθέμενοι στο κεφάλαιο υπερβαίνουν μαζί με αυτό τη χρηματική ποσότητα για την οποία γράφτηκε η υποθήκη, αυτοί (οι τόκοι) τότε μόνο ασφαλίζονται με την υποθήκη κατά το ποσό τους που υπερβαίνει το υποθηκικό όριο, όταν έχει γίνει μνεία στο βιβλίο υποθηκών του όρου της υποθηκικής συμβάσεως, κατά τον οποίον οι τόκοι ασφαλίζονται πλέον και πέραν του ως άνω ορίου, μη αρκούσης απλώς της εγγραφής του κεφαλαίου ως τοκοφόρου.

Άρειος Πάγος 303/2003

(Σύνθεση: Ε. Δαμάσκος, Κ. Βαρδαβάκης, Σ. Πατεράκης - εισηγητής, Γ. Σιμόπουλος, Ν. Οικονομίδης)

Επειδή κατά το άρθρο 1289 ΑΚ, αν το κεφάλαιο της απαίτησης που ασφαλίζεται με υποθήκη γράφηκε ως τοκοφόρο, η υποθήκη, σε οποιουδήποτε την κυριότητα και αν βρίσκεται το ακίνητο, ασφαλίζει κατά την ίδια τάξη εγγραφής και τους καθυστερούμενους τόκους ενός έτους πριν από την κατάσχεση από οποιονδήποτε και αν ενεργήθηκε αυτή, καθώς και τους τόκους μετά την κατάσχεση ως την πληρωμή του χρέους ή ωσότου γίνει αμετάκλητος ο πίνακας της κατάταξης. Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 1269 του ίδιου κώδικα η εγγραφή της υποθήκης γίνεται πάντοτε για ορισμένη χρηματική ποσότητα και αν στον τίτλο δεν περιέχεται ορισμένη ποσότητα, αυτός που ζητεί την εγγραφή πρέπει να την ορίσει κατά προσέγγιση, κατά δε το άρθρο 1262 παρ. 7 ο ενυπόθηκος δανειστής έχει από το νόμο τίτλο για απόκτηση υποθήκης στο ενυπόθηκο ακίνητο για τους καθυστερούμενους τόκους της απαίτησης. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει: α) ότι για την κάλυψη κατά την τάξη και την σειρά της υποθήκης των τόκων του περιορισμένου χρονικού διαστήματος του άρθρου 1289 AK, πρέπει η απαίτηση να έχει εγγραφεί στο βιβλίο υποθηκών, ως τοκοφόρος, χωρίς να απαιτείται για την τήρηση της αρχής της δημοσιότητας να καθορίζεται και το ποσό των τόκων, αφού το ποσοστό αυτών καθορίζεται από το νόμο και β) ότι αν η υποθήκη γράφτηκε για ποσό μεγαλύτερο του κεφαλαίου της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως, ώστε να καλύπτονται και τόκοι αυτής, οι τόκοι δε του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, του άρθρου 1289 ΑΚ, προστιθέμενοι στο κεφάλαιο, υπερβαίνουν μαζί με αυτό, τη χρηματική ποσότητα, για την οποία έχει εγγραφεί υποθήκη, δεν ασφαλίζονται με την υποθήκη, κατά το ποσό αυτών που υπερβαίνει το υποθηκικό όριο και συνεπώς δεν απολαμβάνουν κατά τούτο του ειδικού προνομίου κατατάξεως κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος, που προβλέπεται από το άρθρο 1007 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 976 αρ. 2 του ΚΠολΔ. Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, σε αρμονία με τη σύμβαση, η υποθήκη εγγράφεται για ορισμένο χρηματικό ποσό που καλύπτει το κεφάλαιο κ.λπ. συναφή κονδύλια, ταυτοχρόνως όμως και πέραν του ποσού αυτού εγγράφεται τούτο και ως τοκοφόρο για εξασφάλιση των τόκων στα χρονικά πλαίσια του άρθρου 1289 ΑΚ, η υποθήκη ασφαλίζει όλους τους τόκους του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτή χρονικού διαστήματος. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή η ασφάλιση των τόκων έχει ρητά συμφωνηθεί και εγγραφεί πέραν και επιπλέον της ορισμένης χρηματικής ποσότητας για την οποία εγγράφεται η υποθήκη. Το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα εξής: Με επίσπευση της καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητης και με βάση την έκθεση δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας της συμβολαιογράφου M.A., εκπλειστηριάσθηκε το 1/2 εξ αδιαιρέτου, του προσδιοριζόμενου διαμερίσματος της καθής η εκτέλεση οφειλέτριας Α.Χ. Το ακίνητο αυτό κατακυρώθηκε στον Π.Ε. αντί του ποσού των 5.587.000 δραχμών. Το εκπλειστηρίασμα αυτό δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, μεταξύ των οποίων ήταν και οι διάδικοι. Για το λόγο αυτό, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτελέσεως συντάχθηκε ο υπ’ αριθμ. 6047/98 πίνακας κατατάξεως της παραπάνω συμβολαιογράφου, με τον οποίο κατατάχθηκαν ως ενυπόθηκοι δανειστές επί του υπολοίπου του πλειστηριάσματος, δηλαδή επί του ποσού των 4.824.965 δρχ. α) η καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητη οριστικά για το ποσό του 1.500.000 δρχ., τυχαία δε για το υπόλοιπο ποσό των 2.225.561 δρχ. μέχρις οριστικής και τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της, β) επί του υπολοίπου του 1.099.404 δρχ. συμμέτρως η αναιρεσίβλητη για το ποσό των 53.870 δρχ. και η αναιρεσείουσα για το ποσό του 1.045.534 δρχ. Η τελευταία είχε χορηγήσει στον σύζυγο της προαναφερθείσας και συγκύριο κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του άνω διαμερίσματος, δυνάμει του 19042/90 δανειστικού συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ψ.Χ., σε συνδυασμό και με την 19054/ 90 πράξη λήψεως δανείου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, ενυπόθηκο τοκοχρεωλυτικό δάνειο 3.000.000 δρχ., εξοφλητέο κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας με τόκο προς 24% ετησίως σε τριάντα εξαμηνιαίες δόσεις των 372.431 δρχ. η καθεμία. Στη συνέχεια με την 19163/91 τροποποιητική πράξη της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου το παραπάνω δάνειο χωρίστηκε σε δύο τμήματα εκ δρχ. 2.000.000 και 1.000.000 δρχ. αντίστοιχα. Το πρώτο τμήμα θα εξοφλούνταν κατά το σύστημα της σύνθετης χρεωλυσίας μετά τόκου 24% ετησίως σε 30 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις και δη των 248.287 δρχ. η κάθε μία, ενώ το δεύτερο τμήμα κατά το ίδιο σύστημα, τόκο και δόσεις των 129.144 δρχ. όμως η κάθε μία. Προς ασφάλεια των απαιτήσεών της από το δάνειο αυτό, δηλαδή από το κεφάλαιο, τους τόκους υπερημερίας και ανατοκισμού, έξοδα, ασφάλιστρα και κάθε είδους άλλες επιβαρύνσεις, τόσο ο άνω δανειολήπτης, όσο και η σύζυγός του, που συνεβλήθη εκ τρίτου στα άνω συμβόλαια, συγκύριοι κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας του προπεριγραφέντος διαμερίσματος, χορήγησαν στην αναιρεσείουσα, δυνάμει του άνω δανειστικού συμβολαίου (άρθρ. 7) δικαίωμα να εγγράψει στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης Α΄ υποθήκη για το ποσό των 3.000.000 δραχμών στο παραπάνω ακίνητο με τη ρητή συμφωνία ότι η υποθήκη που θα εγγραφεί θα ασφαλίζει με την ίδια τάξη εγγραφής εκτός του ανωτέρω ποσού και τους προβλεπόμενους από το άρθρο 1289 AK τόκους του δανείου. Σε εκτέλεση των άνω συμφωνηθέντων η αναιρεσείουσα υπέβαλε την 19.10.90 περίληψη για εγγραφή Α΄ υποθήκης στο άνω ακίνητο για ποσό 3.000.000 δραχμών σε ασφάλεια των απαιτήσεών της «... από το κεφάλαιο του δανείου, τα χρεώλυτρα, τους συμβατικούς τόκους, τους τόκους υπερημερίας και ανατοκισμού πέραν του άρθρου 1289 AK κατά ρητή συμφωνία των συμβαλλομένων, τα έξοδα του δανείου...», βάσει δε αυτής ενεγράφη την 1.11.90 υποθήκη επί του άνω ακινήτου γενικά για ποσό 3.000.000 δρχ. υπέρ της ανακόπτουσας και κατά των K. και Α.Χ., χωρίς άλλη μνεία. Το ακίνητο πλειστηριάσθηκε, κατόπιν επισπεύσεως διαφόρων τρίτων, σε δύο φάσεις και δη: Α) την 16.7.1997 εκπλειστηριάσθηκε ενώπιον της ίδιας παραπάνω συμβολαιογράφου το ανήκον στον δανειολήπτη K.Χ. 1/2 εξ αδιαιρέτου, κατόπιν επισπεύσεως του X.Τ., κατακυρώθηκε δε στον τελευταίο που υπερθεμάτισε με ποσό 5.020.000 δρχ. Η αναιρεσείουσα αναγγέλθηκε στον πλειστηριασμό αυτό για συνολικό ποσό 13.638.307 δρχ., από τις οποίες οι 8.962.905 αφορούσαν το πρώτο τμήμα του δανείου (υπόλοιπο κεφαλαίου 1.736.132 δρχ., πλέον χρεωλύτρων, εξόδων, τόκων, κεφαλαίου, τόκων υπερημερίας) και οι 4.675.402 αφορούσαν το δεύτερο τμήμα του δανείου (υπόλοιπο κεφαλαίου 883.850 δρχ., πλέον των χρεωλύτρων, εξόδων, τόκων κ.λπ.). Με τον 5429/30.9.1997 πίνακα κατατάξεως της ίδιας συμβολαιογράφου, που δεν προσεβλήθη, στο εναπομείναν, μετά την αφαίρεση των εκ δραχμών 1.595.124 δρχ. εξόδων, πλειστηριασμό των 3.424.876 δρχ. κατατάχθηκαν: α) η Δ.Ο.Υ. Τούμπας Προνομιακά για το ποσό των 150.437 δρχ. β) η αναιρεσείουσα προνομιακά ως πρώτη ενυπόθηκη δανείστρια για το ποσό των 3.000.000 δρχ. και γ) η καθής η ανακοπή επί του υπολοίπου των 274.439 δρχ. προνομιακά και τυχαία μέχρις οριστικής και τελεσίδικης επιδίκασης της απαιτήσεώς της ως έχουσα δεύτερη προσημείωση για ικανοποίηση μέρους της απαιτήσεώς της: Η αναιρεσίβλητη είχε αναγγελθεί με την από 16.12.96 αναγγελία της για συνολική απαίτηση 3.306.238 δρχ. κατά του άνω οφειλέτη, προερχόμενη κατά το ποσό του 1.891.916 δρχ. από την 4314/94 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης (κεφάλαιο απαιτήσεως 757.224 δρχ. πλέον τόκοι και έξοδα και κατά το ποσό των 1.414.322 δρχ. από την 807/96 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης (κεφάλαιο απαιτήσεως 526.716 δρχ., πλέον τόκοι και έξοδα). Επί του ιδίου ακινήτου έχουν εγγραφεί υπέρ της αναιρεσίβλητης και κατά των ιδίων συγκυρίων του εν λόγω διαμερίσματος: α) προσημείωση υποθήκης εγγραφείσα την 10.1.1995 για ποσό 1.000.000 δρχ., β) προσημείωση εγγραφείσα την 4.3.96 για ποσό 1.500.000 δρχ. που ετράπη σε υποθήκη την 14.5. 1996 και γ) προσημείωση εγγραφείσα την 29.7.1996 για ποσό 1.500.000 δρχ. Ο παραπάνω πίνακας έγινε οριστικός και τελεσίδικος αφού δεν προσεβλήθη και η αναιρεσείουσα εισέπραξε την 30.12.1997 το ποσό των 3.000.000 δραχμών για το οποίο είχε καταταχθεί προνομιακά και έτσι επήλθε απόσβεση της απαίτησής της με καταβολή και η απόσβεση αυτή επέφερε σύμφωνα με το άρθρο 1317 AK την απόσβεση και των ως άνω υποθηκών που είχαν δοθεί για εξασφάλιση της απαίτησης αυτής. Στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, εκπλειστηριάσθηκε την 17.12.1997 το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του ιδίου ακινήτου που ανήκε στην σύζυγό του. Το ακίνητο αυτό είχε κατασχεθεί αναγκαστικά στις 16.4.1996 με την 1683/96 κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Χ.Ρ. κατόπιν επισπεύσεως του E.Θ., μετά δε διαδοχικές ματαιώσεις του ορισθέντος πλειστηριασμού, η αναιρεσίβλητη έχουσα απαιτήσεις από τις ίδιες ως άνω διαταγές πληρωμής και κατά της Α.Χ., προέβη σε δήλωση συνεχίσεως του αναγκαστικού πλειστηριασμού και έτσι με την 1630/20.10.1997 Α΄ επαναληπτική περίληψη συνέχισης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης K.Β., ορίσθηκε ο πλειστηριασμός του άνω ακινήτου για την 17.12.1997, όπως και έγινε. Στον πλειστηριασμό αυτό αναγγέλθηκε νόμιμα την 30.12.1997 ζητώντας να καταταχθεί προνομιακά στον πίνακα κατατάξεως για συνολικό ποσό 15.088.306 δρχ., από τα οποία τα 9.931.411 δρχ. αφορούσαν το πρώτο τμήμα του άνω δανείου (υπόλοιπο κεφαλαίου 1.700.619 δρχ., εντόκως από 18.12. 1997, πλέον χρεωλύτρων, εξόδων, τόκων κεφαλαίου, τόκων υπερημερίας κ.λπ.) και τα 5.156.895 δρχ. αφορούσαν το δεύτερο τμήμα του ίδιου δανείου (υπόλοιπο κεφαλαίου 865.768 δρχ., εντόκως από 18.12.1997 πλέον χρεωλύτρων, εξόδων, τόκων κ.λπ.). Η αναιρεσίβλητη είχε αναγγελθεί την 16.12.1996 για συνολικό ποσό 3.306.238 δρχ. και δη από την άνω 4314/94 διαταγή πληρωμής είχε λαμβάνειν 1.891.916 δρχ. (κεφάλαιο απαιτήσεως 757.224 δρχ., πλέον τόκων και εξόδων), ενώ από την 807/96 διαταγή πληρωμής είχε λαμβάνειν τότε 1.414.322 δρχ. (κεφάλαιο απαιτήσεως 826.384 δρχ., πλέον τόκων και εξόδων). Στον προσβαλλόμενο πίνακα κατατάξεως κατατάχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, η αναιρεσίβλητη οριστικά για το ποσό του 1.500.000 δρχ. που ήταν ασφαλισμένο με υποθήκη, τυχαία δε για το υπόλοιπο των 2.225.561 δρχ. μέχρις οριστικής και τελεσίδικης ικανοποίησης της απαιτήσεώς της (κεφάλαιο 1.283.940 δρχ., τόκοι και έξοδα 2.441.621) και επί του υπολοίπου του 1.099.404 δρχ. κατατάχθηκαν σύμμετρα η καθής για το ποσό των 53.870 δρχ. και η αναιρεσείουσα για το ποσό του 1.045.534 δρχ., αφού ελήφθη υπόψη ότι η τελευταία ικανοποιήθηκε για το ποσό που είχε ασφαλιστεί προνομιακά, δηλ. για το ποσό των 3.000.0000 δρχ. από το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε κατά τον πλειστηριασμό του άλλου 1/2 εξ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου και εντεύθεν επήλθε κατά τα ανωτέρω απόσβεση των ως άνω υποθηκών που είχαν δοθεί για την εξασφάλιση της απαίτησης της ανακόπτουσας μέχρις του ποσού των 3.000.000 δραχμών στο οποίο περιλαμβάνονται κεφάλαια και τόκοι που ασφαλίζονται προνομιακά κατά τα ανωτέρω. Η αναιρεσείουσα προσέβαλε τον πίνακα αυτό ισχυριζόμενη ότι η εκ του δανείου απαίτησή της συμφωνήθηκε να εγγραφεί ως τοκοφόρος, σύμφωνα με το άρθρο 7 του δανειστικού συμβολαίου και εγγράφηκε ως τέτοια και συνεπώς η επιβάρυνση του ακινήτου δεν ήταν μόνο για το κεφάλαιο, αλλά και για τους τόκους, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 1289 AK, δεδομένου δε ότι μετά την είσπραξη του ποσού των 3.000.000 δρχ. και τον καταλογισμό του πρώτα στα έξοδα και τους τόκους απέμεινε υπόλοιπο κεφαλαίου 2.597.998 δρχ., το οποίο ήταν ασφαλισμένο και για τους τόκους του άρθρου 1289 AK έπρεπε να καταταχθεί αυτή προνομιακά και για τους τόκους από 12.9.1996 (δηλαδή ένα έτος πριν την δήλωση συνεχίσεως του πλειστηριασμού που έγινε την 12.9.1997) έως την 17.12.1997, που ανέρχονται, κατά τους ειδικότερους υπολογισμούς της στο ποσό των 3.990.279 δρχ., για το οποίο και έπρεπε να καταταχθεί τελικά αυτή προνομιακά και οριστικά ως πρώτη ενυπόθηκη δανείστρια. Είναι γεγονός ότι μεταξύ της ανακόπτουσας και των Κ. και Α.Χ. συμφωνήθηκε να εγγραφεί η απαίτησή της ως τοκοφόρος και έτσι ενεγράφη, πλην όμως, προϋπόθεση της κάλυψης των τόκων του άρθρου 1289 AK είναι ότι το ποσό αυτών περιλαμβάνεται (καλύπτεται) στη χρηματική ποσότητα για την οποία είχε γίνει η εγγραφή στο βιβλίο υποθηκών, οπότε ασφαλίζονται κατά την τάξη και σειρά της υποθήκης και οι ισόποσοι με τη διαφορά του κεφαλαίου της απαίτησης μέχρι του ορισμένου στην εγγραφή ποσού τόκοι. Στην προκείμενη όμως περίπτωση η εγγραφή της υποθήκης της αναιρεσείουσας έγινε για ένα ορισμένο ποσό, δηλαδή για το ποσό των 3.000.000 δραχμών προς εξασφάλιση μέχρι του ποσού αυτού της απαιτήσεως και των τόκων της και έτσι το ακίνητο που υποθηκεύτηκε ασφαλίζει την απαίτηση της ανακόπτουσας μόνο για το ποσό αυτό με συνέπεια να υφίσταται ποσοτικός περιορισμός ως προς την απαίτησή της και να περιλαμβάνεται στο οριακό ποσό εγγραφής η αναζήτηση από αυτήν μόνο των καθυστερούμενων τόκων μέχρι του συνολικού ποσού της εγγραφής. Οι τόκοι όμως τους οποίους επιδιώκει τώρα η αναιρεσείουσα να αναγνωρισθεί ότι ασφαλίζονται με την άνω υποθήκη είναι επιπλέον του ποσού των 3.000.000 δραχμών για το οποίο είχε εγγραφεί η υποθήκη και για το οποίο ήδη ικανοποιήθηκε αυτή προνομιακά από τον πλειστηριασμό του ανήκοντος στον δανειολήπτη 1/2 εξ αδιαιρέτου του ιδίου ακινήτου και επήλθε έτσι απόσβεση της υποθήκης. Η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να καταλογίσει το παραπάνω ποσό των 3.000.000 δραχμών που έλαβε σε εκτέλεση του πρώτου ως άνω πίνακα κατάταξης πρώτα στα έξοδα μετά σε τόκους και τελευταία στο κεφάλαιο, αφού στον πρώτο πίνακα έγινε καταλογισμός στο κεφάλαιο και σε τόκους που ασφαλίζονταν με υποθήκη, γι’ αυτό και κατατάχθηκε προνομιακά. Η μόνη δυνατότητα που της παρείχε το άρθρο 423 ΑΚ ήταν ν’ αρνηθεί την παροχή ενόψει του γενομένου με τον ως άνω πίνακα καταλογισμού, πράγμα που δεν έπραξε η αναιρεσείουσα, σποδεχθείσα ούτω τον ως άνω καταλογισμό. Στη συνέχεια το Εφετείο έκρινε, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, ότι μετά την απόσβεση των ως άνω υποθηκών που είχαν δοθεί για εξασφάλιση της αναιρεσείουσας κατά τα ανωτέρω, ορθά τελικά κατατάχθηκε η αναιρεσείουσα στον προσβαλλόμενο πίνακα συμμέτρως για το ποσό του 1.045.534 δρχ. ως εγχειρόγραφη πλέον δανείστρια. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1269 και 1289 του ΑΚ, καθόσον δέχθηκε μεν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι στην προκειμένη περίπτωση το ασφαλισμένο με την υποθήκη κεφάλαιο γράφτηκε ως τοκοφόρο, δεν δέχθηκε όμως ότι στο βιβλίο υποθηκών έγινε μνεία (την οποία μάλιστα ρητώς κατά τα ανωτέρω απέκλεισε) του όρου της υποθηκικής συμβάσεως ότι επί του προκειμένου οι κατά το άρθρο 1289 AK τόκοι ασφαλίζονται και πέραν του υποθηκικού ορίου. Επομένως, ο πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Σημείωση

1. Σε ένα ζήτημα με διχασμένη τη θεωρία, η αρχικά και επί σειρά ετών επίσης κυμαινόμενη νομολογία (βλ. αντί πολλών τη μελέτη της Ι. Στεργιαννίδου, με αφορμή την απόφαση ΑΠ 1126/1997 σε Digesta 1 1998-99 σελ. 56 επ.) παγιώνεται προς την ορθή κατεύθυνση, που κινείται και η δημοσιευόμενη απόφαση, αναφορικά με το ζήτημα της σχέσεως των άρθρων ΑΚ 1269 και 1289. Γίνεται δηλαδή πλέον δεκτό ότι «για την κάλυψη κατά την τάξη και την σειρά της υποθήκης των τόκων του περιορισμένου χρονικού διαστήματος του άρθρου 1289 ΑΚ, πρέπει η απαίτηση να έχει εγγραφεί στο βιβλίο υποθηκών, ως τοκοφόρος, χωρίς να απαιτείται για την τήρηση της αρχής της δημοσιότητας να καθορίζεται και το ποσό των τόκων, αφού το ποσοστό αυτών καθορίζεται από το νόμο» (βλ. δημοσιευόμενη απόφαση, σελ. 297).

2. Επιφυλάξεις δικαιολογούνται ωστόσο σε ό,τι αφορά την περαιτέρω παραδοχή της σχολιαζόμενης αποφάσεως, περί της ανάγκης δηλαδή κατά την εγγραφή της περιλήψεως υποθήκης στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου, πέραν της εγγραφής του κεφαλαίου ως τοκοφόρου, να γίνεται και μνεία του όρου της υποθηκικής συμβάσεως ότι οι κατά το άρθρο 1289 ΑΚ τόκοι ασφαλίζονται και πέραν του υποθηκικού ορίου.

α. Η παραδοχή αυτή δεν φαίνεται να έχει έρεισμα στο νόμο. Το «πραγματικό» (προϋπόθεση) του άρθρου ΑΚ 1289 εξαντλείται στην πρόβλεψη να «γράφηκε ως τοκοφόρο» το κεφάλαιο της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως. Αν αυτό έχει γίνει, επέρχεται αυτομάτως η απαγγελλόμενη από την κρίσιμη διάταξη έννομη συνέπεια («η υποθήκη ... ασφαλίζει ... και τους καθυστερούμενους τόκους ενός έτους πριν από την κατάσχεση»). Εγγραφομένου λοιπόν του κεφαλαίου ως τοκοφόρου, η κάλυψη των τόκων του χρονικού διαστήματος του άρθρου ΑΚ 1269 γίνεται ex lege, μη απαιτουμένης της μνείας άλλου τινός.

β. Πέραν της παραπάνω συλλογιστικής, στο συμπέρασμα αυτό πρέπει να αχθεί κανείς αναλογιζόμενος και το ότι θα ήταν μάλλον ανεπιεικές να υφίσταται ο (επιμελής μάλιστα) ενδιαφερόμενος δυσμενείς επιπτώσεις για ενέργειες (ή, ορθότερα, παραλείψεις) άλλου, και συγκεκριμένα του Υποθηκοφύλακα, όταν (όπως εδώ) προκύπτει ότι ο μεν δικαιούχος της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως έπραξε όσα όφειλε και ηδύνατο, περιλαμβάνοντας στην περίληψη ακόμη και την μνεία που απαιτεί η δημοσιευόμενη απόφαση*, αλλά προδήλως από παραδρομή του Υποθηκοφύλακα αυτή δεν καταχωρήθηκε τελικά κατά την εγγραφή, που εκείνος επιμελήθηκε, στα από αυτόν τηρούμενα βιβλία.

Κ.Π.