ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Για να ανοίξετε το σύνολο της νομολογίας του Γ' τεύχους του έτους 2003 πατήστε εδώ
ΑΚ 939, 941.1, 942, 943.1β΄ - ΚΠολΔ 936.3, 992.1
Αγωγή για διάρρηξη καταδολιευτικών συμβάσεων (γονικών παροχών) κατ’ άρθρο 939 ΑΚ.
Η αφερεγγυότητα του οφειλέτη πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής διαρρήξεως. Απαραίτητη η γνώση του τρίτου (τέκνου) της βλάβης του δανειστού από την εκποίηση όταν, όπως εν προκειμένω, δεν ισχύει το τεκμήριο του άρθρου 940 παρ. 2 ΑΚ, επειδή παρήλθε έτος από τις επίδικες μεταβιβάσεις έως την άσκηση της αγωγής. Γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δικαστική του ενέργεια, κατ’ άρθρο 336 ΚΠολΔ.
ΠολΠρωτΡοδόπης 93/2003
(Σύνθεση: Μυρσίνη Παπαχίου, Μιλτιάδης Γιοβανόπουλος, Απόστολος Φωτόπουλος - εισηγητής)
Στην υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι έχει αξίωση κατά του πρώτου και της δεύτερης από τους εναγομένους από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού ποσού 92.119.682 δραχμών, η οποία είναι ήδη ληξιπρόθεσμη. Ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι σε χρόνο που η απαίτησή της δεν είχε γίνει ακόμη απαιτητή και συγκεκριμένα στις 25.10.1996 μεταβίβασαν νομότυπα λόγω γονικής παροχής το δικαίωμα ψιλής κυριότητάς τους στα ακίνητα που αναφέρονται στην αγωγή, συνολικής αξίας 26.943.050 δραχμών, στην τρίτη εναγομένη, οι οποίες αποτελούν στο σύνολό τους δωρεές, είχαν σκοπό να ματαιώσουν την ικανοποίηση της αξίωσής της εναντίον τους, επειδή γνώριζαν ότι δεν είχαν άλλα εμφανή περιουσιακά στοιχεία και ότι τέλος η τρίτη εναγομένη γνώριζε ότι οι άλλοι εναγόμενοι - γονείς της απαλλοτρίωναν την περιουσία τους προς βλάβη της ενάγουσας, που είναι δανείστριά τους.
Με το ιστορικό αυτό ζητούν να διαρρηχθούν ως καταδολιευτικές οι απαλλοτριώσεις που προαναφέρονται και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, επειδή έχει χαρακτήρα που δεν αποτιμάται σε χρήμα (άρθρα 1, 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1 και 22 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 939, 941 παρ. 1, 943 παρ. 1 εδ. β΄ ΑΚ, 936 παρ. 3, 992 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 και 19 ν. 2298/1995 (ΑΠ 881/2000 ΕλΔ 2001, 417, ΕφΑθ 9029/2000 ΕλΔ 2001, 479).
Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί και περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, επειδή η απόπειρα για εξώδικη επίλυση της διαφοράς κατά το άρθρο 214Α ΚΠολ απέτυχε (βλ. την από 27.11.2001 δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της ενάγουσας).
Από τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν του όρους του νόμου και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα είτε για άμεση και έμμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα εξής: Η ενάγουσα κατάρτισε με το υπ’ αριθμό 2023/9.7.1996 ιδιωτικό έγγραφο με τον πρώτο εναγόμενο σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού των 50.000.000 δραχμών. Η πίστωση αυτή αυξήθηκε με τις υπ’ αριθμό 2023/1/6.3. 1997 και 2023/2/19.12.1997 μεταγενέστερες αυξητικές συμβάσεις μέχρι του συνολικού ποσού των 180.000.000 δραχμών. Η δεύτερη εναγομένη εγγυήθηκε νομότυπα έναντι της ενάγουσας ως πρωτοφειλέτρια ότι ο πιστούχος θα τηρούσε όλους τους όρους της σύμβασης και θα απέδιδε σε αυτή το κατάλοιπο, το οποίο θα προέκυπτε ενδεχομένως σε βάρος του κατά το κλείσιμο του λογαριασμού. Ο λογαριασμός κινήθηκε κανονικά από το χρόνο που είχε καταρτισθεί η αρχική σύμβαση (9.7.1996) έως και την 29.1.1999, οπότε η πιστοδότρια ενάγουσα κατήγγειλε νόμιμα (άρθρο 47 παρ. 1 και 2 ν.δ. από 17.7-13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων περί ανωνύμων εταιριών») τη σύμβαση και έκλεισε οριστικά το λογαριασμό. Το χρεωστικό κατάλοιπο που προέκυψε σε βάρος του πρώτου εναγομένου ανήλθε στο συνολικό ποσό των 85.731.702 δραχμών. Οι δύο πρώτοι εναγόμενοι μάλιστα αναγνώρισαν το κατάλοιπο αυτό (ΕφΘεσ 1778/200 Αρμ 2001, 1169). Η ενάγουσα περαιτέρω πέτυχε να εκδοθεί σε βάρος των εναγομένων - οφειλετών της η υπ’ αριθμό 35/18.2. 1999 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, η οποία τους υποχρέωνε να καταβάλουν σε αυτή το ποσό που προαναφέρεται νομιμότοκα έως την εξόφληση. Ο εκτελεστός αυτός τίτλος απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, το οποίο καλύπτει και την ύπαρξη της απαίτησης της ενάγουσας κατά του πρώτου και της δεύτερης από τους εναγομένους (άρθρα 633 παρ. 2 εδ. γ΄ και 331 ΚΠολΔ, ΑΠ 3/2000 πληροφορία από την Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νοmos» και απόσπασμά της στην ΕλΔ 2000, 377). Η αξίωση της ενάγουσας κατά των δύο πρώτων εναγομένων ανέρχεται σήμερα με το συνυπολογισμό και των νομίμων τόκων από την επίδοση της διαταγής πληρωμής που προαναφέρεται στο συνολικό ποσό των 270.344 ΕΥΡΩ (92.119.682 δραχμών). Οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν το γεγονός αυτό. Συνομολογείται επίσης ότι ο πρώτος και η δεύτερη από τους εναγομένους, οι οποίοι είναι σύζυγοι, μεταβίβασαν νομότυπα λόγω γονικής παροχής στις 25.10.1996 στην τρίτη εναγομένη, κόρη τους, το δικαίωμα ψιλής (συγ)κυριότητάς τους στα εξής ακίνητα: α) σε μια αποθήκη στον ημιώροφο οικοδομής, που είναι κτισμένη σε οικόπεδο εμβαδού 203,58 τ.μ., β) σε ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα - κατοικία στην ίδια οικοδομή εμβαδού μικτής επιφάνειας 103,67 τ.μ. και καθαρής 99,57 τ.μ. και γ) σε ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα οικοδομής, η οποία είναι κτισμένη σε οικόπεδο 378 τ.μ., Η αξία της ψιλής κυριότητας του πρώτου από τα ακίνητα αυτά ανερχόταν στο ποσό των 10.006.350 δραχμών, του δευτέρου στο ποσό των 11.436.700 δραχμών και του τρίτου στο ποσό των 5.500.000 δραχμών και συνολικά στο ποσό των 26.943.050 δραχμών (βλ. ενδεικτικά και τα συμβόλαια γονικής παροχής που προσκομίζονται και τις περιλήψεις κατακυρωτικών εκθέσεων που προσκομίζονται). Ο πρώτος εξάλλου και η δεύτερη από τους εναγομένους κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής δεν είχαν άλλα περιουσιακά στοιχεία. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα αντίγραφα των υπ’ αριθμό 99/64, 347/ 224 και 99/65 μερίδων τους στο Υποθηκοφυλακείο Κομοτηνής, τα οποία η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα. Οι εναγόμενοι επικαλούνται ότι κατά το χρόνο των επιδίκων μεταβιβάσεων είχαν περιουσία, η οποία επαρκούσε για να ικανοποιηθεί η απαίτηση της ενάγουσα εναντίον τους. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει συνεπώς να απορριφθεί, επειδή η αφερεγγυότητα του οφειλέτη κρίνεται κατά το χρόνο που ασκείται η αγωγή (ΑΠ 101/ 1990 ΕλΔ 1990, 815) και όχι κατά το χρόνο των απαλλοτριωτικών πράξεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πρώτος και η δεύτερη από τους εναγομένους δεν αμφισβητούν ότι σήμερα δεν έχουν καθόλου περιουσιακά στοιχεία. Οι δύο πρώτοι εναγόμενοι εξάλλου γνώριζαν ότι με τις επίδικες μεταβιβάσεις θα περιέλθουν σε πλήρη οικονομική αδυναμία να ικανοποιήσουν την απαίτηση της ενάγουσας εναντίον τους. Το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση αυτή και από το γεγονός ότι ο πρώτος εναγόμενος ήδη την περίοδο εκείνη αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και στενότητα στην εμπορική του δραστηριότητα με συνέπεια να αναγκασθεί τελικά να υποβάλει δήλωση παύσης πληρωμών και να κηρυχθεί με απόφαση του παρόντος δικαστηρίου σε κατάσταση πτώχευσης με χρόνο παύσης πληρωμών την 25.2.1999. Οι εργασίες όμως της συγκεκριμένης πτώχευσης έπαυσαν ήδη με απόφαση του παρόντος δικαστηρίου (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), γεγονός γνωστό στο δικαστήριο από άλλη δικαστική του ενέργεια (άρθρο 336 παρ. 2 ΚΠολΔ) και με το δεδομένο αυτό ο ισχυρισμός του πρώτου εναγομένου ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά ο ίδιος ως πτωχός στην παρούσα δίκη, αλλά ο σύνδικος της πτώχευσης πρέπει να απορριφθεί (άρθρο 68 ΚΠολΔ, Κεραμεύς - Κονδύλης - Νίκας ΚΠολΔ Ι 2000, άρθρο 68, αριθμός 6). Η ενάγουσα εξάλλου κατήγγειλε τις πιστωτικές της συμβάσεις και έκλεισε τους λογαριασμούς της με τον πρώτο εναγόμενο στις 29.1.1999, όταν πλέον η οικονομική του κατάσταση εμπόδιζε την περαιτέρω ομαλή λειτουργία των συμβάσεων αυτών και ήταν προφανές ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν μπορούσε πλέον οριστικά να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του έναντί της. Η τρίτη εξάλλου εναγομένη γνώριζε επίσης ότι οι γονείς της μεταβίβασαν σε αυτή το δικαίωμα ψιλής κυριότητας ακριβώς για να ματαιώσουν την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας εναντίον τους. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από το ότι η μεταβίβαση του δικαιώματος της ψιλής μόνο κυριότητας στα ακίνητα που προαναφέρονται δεν μπορούσε να αποφέρει κανένα ουσιαστικό όφελος στην τρίτη εναγομένη, επειδή αυτή δεν είχε νομικά τη δυνατότητα να αξιοποιήσει ουσιαστικά τα ακίνητα αυτά. Ο πρώτος εξάλλου εναγόμενος κατά το χρόνο των μεταβιβάσεων ήταν σε παραγωγική ηλικία, μπορούσε ακόμη να δραστηριοποιηθεί ενεργά στον επιχειρηματικό χώρο και συνεπώς δεν είχε κανένα λόγο να προβεί σε απαλλοτρίωση των περιουσιακών του στοιχείων προς την τρίτη εναγομένη, επειδή είχε άμεση ανάγκη από τα ακίνητά του για να τα χρησιμοποιήσει και για το σκοπό αυτό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τρίτη εναγομένη δεν διέμενε καν στο ακίνητο των γονέων της, ακόμη και σε χρόνο που είχε ήδη αποκτήσει την ψιλή κυριότητά του. Οι εναγόμενοι επικαλούνται βέβαια ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις αποτελούν γονικές παροχές των γονέων τους προς αυτή και όχι δωρεές, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα. Ο ισχυρισμός τους όμως αυτός δεν ασκεί έννομη επιρροή στη δίκη, επειδή στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει το τεκμήριο που εισάγει η διάταξη του άρθρου 941 παρ. 2 εδ. β΄ ΑΚ, αφού πέρασε έτος από τις επίδικες μεταβιβάσεις έως την επίδοση της υπό κρίση αγωγής προς τους εναγομένους, ενώ η ενάγουσα επικαλέσθηκε και απέδειξε ότι η τρίτη εναγομένη γνώριζε ότι ο πρώτος και η δεύτερη από αυτούς απαλλοτρίωσαν προς βλάβη της (ΕφΑθ 9096/1999 ΕλΔ 2000, 1413). Η ενάγουσα επομένως έχει αξίωση κατά της εναγομένης να διαρρηχθούν υπέρ αυτής οι μεταβιβάσεις που προαναφέρονται.
Σημείωση
Η δημοσιευόμενη απόφαση ασχολείται με την αξίωση δανειστού για διάρρηξη καταδολιευτικών συμβάσεων, αντιμετωπίζοντας, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα: του χρόνου κατά τον οποίο κρίνεται η αφερεγγυότητα του οφειλέτη, της γνώσης του αποκτώντος τρίτου ως προς την επερχόμενη βλάβη στην αξίωση του δανειστή, και της δυνατότητας εκτίμησης εκ μέρους του δικαστηρίου γεγονότων γνωστών σε αυτό από άλλη δικαστική του ενέργεια, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
α. Ως προς την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης του δανειστή προς διάρρηξη (ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, υπ’ άρθρ. 939 αρ. 43) και αποτελεί ένα από τα στοιχεία της βάσης της σχετικής αγωγής, ορθά η απόφαση δέχεται ότι πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής. Το χρονικό σημείο κατά το οποίο ασκείται η αγωγή είναι κρίσιμο για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή και όχι εκείνο της κατάρτισης των καταδολιευτικών μεταβιβάσεων (βλ., μεταξύ άλλων, ΑΠ 101/1990 ΕλΔ 1990, 815, ΑΠ 1045/1986 ΝοΒ 35, 1236, ΠΠρΑθ 7462/2000 ΧρΙΔ Α/2001, 509, ΠΠρΘεσ 7423/1998 Αρμ 1998, 431) και συνεπώς η σχολιαζόμενη απόφαση ορθά προβαίνει στην απόρριψη του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων.
β. Σχετικά με τη γνώση του τρίτου ως προς την επερχόμενη βλάβη του δανειστή συνεπεία της μεταβίβασης, η απόφαση παραλείπει να προβεί σε εκτίμηση ως προς το εάν οι γενόμενες μεταβιβάσεις (γονικές παροχές) αποτελούν χαριστικές δικαιοπραξίες ή υποχρέωση των δοτών - γονέων στη λήπτρια - κόρη τους, θεωρώντας ότι, επειδή η αγωγή ασκήθηκε μετά έτος από τις μεταβιβάσεις και άρα δεν ισχύει το τεκμήριο της γνώσης του άρθρου 941 παρ. 2 ΑΚ, παρέλκει η εκτίμηση αυτή, καθόσον δεν ασκεί έννομη επιρροή στη δίκη. Ο χαρακτηρισμός όμως της πράξης ως χαριστικής έχει πάντοτε αξία, για την εφαρμογή του άρθρου 942 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία δεν απαιτείται γνώση του τρίτου (Καργάδου στην ΕρμΑΚ άρθρο 942 περ. Α2β). Προφανώς η δημοσιευόμενη απόφαση εκλαμβάνει ως επαχθείς τις συγκεκριμένες πράξεις μεταβίβασης και τούτο συνάγεται από το ότι αμέσως προβαίνει στην εκτίμηση της γνώσης του αποκτώντος τρίτου, την οποία μάλιστα εν προκειμένω, με έναν ολοκληρωμένο συλλογισμό, δέχεται υφισταμένη και αποδεδειγμένη. Τάσσεται έτσι, εμμέσως, προς την ορθότερη άποψη, η οποία υποστηρίζει ότι οι γονικές παροχές, ακόμη και όταν βρίσκονται μέσα στα επιβαλλόμενα πλαίσια, δεν προηγούνται αλλά έπονται των ενοχικών υποχρεώσεων των γονέων και ως εκ τούτου υπόκεινται πάντοτε σε διάρρηξη, διότι αποτελούν εκδήλωση ηθικής και όχι νομικής υποχρέωσης των γονέων προς τα τέκνα τους, εξ ου και αυτοί δεν μπορούν να υποχρεωθούν δικαστικώς σε γονική παροχή (σχ. Θ. Παπαζήση, Γονική παροχή 1987 σ. 45, Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη Οικογ. Δίκαιο, τόμος β΄ 1998 σ. 179, Μπανάκα στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 940 αρ. 6 επ., ΕφΘεσ 2195/1991 Αρμ ΜΕ΄, 770, ΠΠρΘεσ 7423/1998 Αρμ 1998, 431, με σχ. παρατ. Στυλιανής Τρωϊανού - Γουλιέλμου, ΠΠρΚαρδ 152/ 1990 Αρμ 1991, 25, ΠΠρΚαρδ 77/1990 Αρμ 1991, 345, η οποία θεωρεί προϋπόθεση της νομικής υποχρέωσης των γονέων προς σύσταση γονικής παροχής την ύπαρξη, μετά την ικανοποίηση των δανειστών, καθαρής ενεργητικής περιουσίας των γονέων).
γ. Τέλος η απόφαση ορθά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 336 παρ. 2 ΚΠολΔ, λαμβάνει υπόψη της γεγονός γνωστό στο δικαστήριο από άλλη του δικαστική ενέργεια, όπως είναι η παύση των εργασιών της πτώχευσης του εναγομένου, η οποία επήλθε με προηγούμενη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (δικάζοντος κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας), οδηγούμενη έτσι στην απόρριψη του ισχυρισμού περί ελλείψεως παθητικής του νομιμοποίησης στην προκείμενη δίκη. Εφόσον το γεγονός (της παύσης των εργασιών της πτώχευσης) έχει καταχωρισθεί, όπως εν προκειμένω, σε απόφαση (ακόμη και άλλου δικαστηρίου, άρθρο 336 ΚΠολΔ Κεραμεύς - Κονδύλης - Νίκας ΚΠολΔ Ι 2000, άρθρο 336, αριθμός 6-9) η αλήθεια του ισχύει έναντι πάντων και ορθά λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται ως προς το στοιχείο της παθητικής νομιμοποίησης του διαδίκου στην προκείμενη διαφορά (ΑΠ 207/1975 ΝοΒ 1975, 1037).
Ισμήνη Στεργιαννίδου
Λέκτωρ Νομικής ΔΠΘ - Δικηγόρος