ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΓια να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ
ΚΠολΔ 159.3, ν.δ 26.6-10.7.1944 άρθρο 5, ν.δ. 797/1971 άρθρο 14.2
Επιπρόσθετη επίδοση και σε άλλο όργανο (πέραν του Υπουργού Οικονομικών) για το Δημόσιο
Η ακυρότητα από μη επίδοση (επιπροσθέτως) και σε άλλο όργανο (εδώ, στο νομάρχη) για το Δημόσιο, πέραν της γενομένης επιδόσεως στον Υπουργό των Οικονομικών, απαγγέλλεται μόνο με επίκληση και συνδρομή βλάβης, η οποία δεν υφίσταται, αν το Δημόσιο εκπροσωπηθεί στη σχετική δίκη με οποιοδήποτε αρμόδιο όργανό του.
Άρειος Πάγος 21/2001
(Σύνθεση: Κ. Παπαλάκης, Π. Μεϊδάνης, Δ. Βούρβαχης, Κ. Βαλμαντώνης - εισηγητής, Α. Κρητικός)
Στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. παρ. 1 και 2 του από 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 κωδικοποιημένου δ/τος «Περί του Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», ορίζονται στην πρώτη «μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών γενόμεναι κοινοποιήσεις παράγουν νομίμους συνεπείας» και στη δεύτερη «η διάταξις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού κρατικού οργάνου της προς τον Υπουργόν Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί ποινή ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών και ιδιαίτερα από την διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν.δ. 797/71, η οποία δεν απαγγέλλει, σε περίπτωση μη τηρήσεώς της, ρητώς ακυρότητα, συνάγεται ότι η παράλειψη της συμμορφώσεως του αιτούντος τον οριστικό προσδιορισμό της τιμής μονάδος αποζημιώσεως της εδαφικής εκτάσεως και των επικειμένων σ’ αυτή, που απαλλοτριώθηκε υπέρ του Δημοσίου, με την επιταγή της ανωτέρω διατάξεως, η οποία διαλαμβάνει την υποχρέωση της επιδόσεως της αιτήσεως στον οικείο νομάρχη, δημιουργεί, σύμφωνα με το άρθρο 159.3 ΚΠολΔ, ακυρότητα της επιδόσεως μόνο στην περίπτωση της συνδρομής βλάβης, η οποία δεν δύναται να επανορθωθεί άλλως, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Η παράλειψη της επιδόσεως αυτής προς τον νομάρχη, εφόσον το Δημόσιο παραστεί στο δικαστήριο, υπερασπισθεί την υπόθεση και δεν επικαλείται βλάβη εις βάρος του, η οποία να προήλθε από την παράλειψη αυτή και την οποία πάντως οφείλει ν’ αποδείξει το ίδιο, καθιστά παραδεκτή τη διαδικαστική πράξη της εγέρσεως της αιτήσεως (ΑΠ 807/1994). Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τις προτάσεις του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε κατά την συζήτηση στο εφετείο και εκτιμώνται από τον Άρειο Πάγο (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το καθού η αίτηση, στην αίτηση των αναιρεσειόντων για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος αποζημιώσεως για τις απαλλοτριωθείσες εδαφικές εκτάσεις και τα επικείμενα αυτών, Ελληνικό Δημόσιο, παραστάθηκε προσηκόντως εκπροσωπούμενο νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών, άσκησε με τις προτάσεις του ανταίτηση και κατ’ άλλων διαδίκων αυτοτελή αίτηση, οι οποίες συνεκδικάστηκαν με την αίτηση των αναιρεσειόντων, χωρίς τούτο (Ελληνικό Δημόσιο) να ισχυρισθεί ότι υπέστη βλάβη από την παράλειψη της επίδοσης της αίτησης των αναιρεσειόντων για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος απαλλοτρίωσης προς τον νομάρχη. Το εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση α) απέρριψε ως απαράδεκτη αυτεπαγγέλτως την από 15.9.1997 αίτηση των αναιρεσειόντων, εκτός από τους εξ αυτών 3ο, 17η και 20ο με την οποία ζήτησαν τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος για τις απαλλοτριωθείσες εδαφικές εκτάσεις και τα επικείμενα αυτών, β) κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση για τους πιο πάνω τρεις και γ) εκτίμησε την αίτηση του 19ου αναιρεσείοντος ως ανταίτηση κατά της αίτησης του Δημοσίου, στην οποία αυτός ήταν καθού και σαν τέτοια (ανταίτηση) την έκρινε. Έτσι κρίνοντας το εφετείο ως προς τους αναιρεσείοντες που απέρριψε την αίτηση παρά τον νόμο κήρυξε απαράδεκτο, γι’ αυτό υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559.14 ΚΠολΔ και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή του σχετικού 1ου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ως προς τους τρεις, για τους οποίους κηρύχτηκε απαράδεκτη η συζήτηση, η αίτηση της αναίρεσης πρέπει ν’ απορριφθεί, γιατί η απόφαση ως μη οριστική δεν υπόκειται σε αναίρεση.
Σημείωση
Με το ν. 2386/96 άρθρο 19 § 28, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το ν. 2579/98 άρθρο 28 § 1, ορίζεται ότι τα άρθρα 1 και 5 του ν.δ. 26.6-10.7/1944 (στα οποία αναφέρεται η δημοσιευόμενη απόφαση) έχουν εφαρμογή και στις διαφορές του Δημοσίου που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εξαιρουμένων:
– των φορολογικών διαφορών,
– των υποθέσεων των περιπτώσεων ε΄ και ζ΄ του ν. 1406/83 άρθρο 1 § 2 και
– των ακυρωτικών διαφορών ενώπιον του ΣτΕ και των διοικητικών εφετείων.
Αν προσθέσει κανείς στην εξαίρεση αυτή και τις διαφορές του Δημοσίου που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (εξ αντιδιαστολής από τη διατύπωση της διατάξεως, που αναφέρεται στις υπαγόμενες στα διοικητικά δικαστήρια διαφορές), αντιλαμβάνεται τον κυκεώνα που αντιμετωπίζει ο ιδιώτης αντίδικος του Δημοσίου, ο οποίος σε ότι ιδίως αφορά το κρίσιμο εδώ θέμα (διπλή επίδοση) παγιδεύεται σε ακυρότητες οδηγούμενος σε απώλεια δικονομικών δικαιωμάτων με την πρόβλεψη παράλληλης κοινοποιήσεως σε διαφορετικά όργανα του Δημοσίου, η οποία ορθά επικρίθηκε από πολύ νωρίς (βλ. Β. Παπαχρήστου, Η διοικητική εκτέλεση 1974, σελ. 571-572) ως τυπολατρική και άχρηστη, μην εξυπηρετούσα κανένα ουσιαστικό σκοπό, δημιουργούσα μόνο πρόσθετα έξοδα και παγίδες για τον ιδιώτη αντίδικο.
Η κριτική αυτή, εμπλουτισμένη πλέον και με επιχειρήματα από την αρχή της οικονομίας της δίκης («αφόρητη» η διπλή κοινοποίηση με ποινή μάλιστα ακυρότητας) και από την αρχή της αναλογικότητας («συνιστά περιορισμό του δικαιώματος του άρθρου 20 § 1 Σ κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας»), επαναφέρεται στο προσκήνιο με την περισπούδαστη γνωμοδότηση του καθηγητή Π. Λαζαράτου (ΔΙΚΗ 34 σελ. 185 επ. ιδίως σελ. 190 και σημ. 12), ο οποίος μάλιστα πειστικά υποστηρίζει ότι με την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας πλέον πρέπει να θεωρηθεί ότι καταργήθηκαν οι διατάξεις που αναφέρονται στην αρχή του παρόντος.
Κ.Π.