ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Επιμέλεια: Μ. Τσαπόγας

ΔρΝ - Ειδικός Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη

Για να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ 

ν. 2318/95 άρθρο 1.1 & 25.1, ν. 2690/99 άρθρο 4.1, π.δ. 61/99

Κατάθεση αιτήματος πολιτικού ασύλου με δικαστικό επιμελητή

Υποχρέωση της Αστυνομίας να παραλαμβάνει αιτήσεις ασύλου επιδιδόμενες με δικαστικό επιμελητή, εν όψει του δημόσιου χαρακτήρα των πράξεων του δικαστικού επιμελητή. Αιτήσεις επιδιδόμενες με δικαστικό επιμελητή δεν λογίζονται ως αυτοπροσώπως υποβληθείσες. Η αυτοπρόσωπη υποβολή του αιτήματος ασύλου προβλέπεται, όχι ως ανελαστική διαδικαστική προϋπόθεση, αλλ’ απλά ως μέσο για την εξασφάλιση βεβαιότητας περί της πραγματικής βούλησης του αιτούντος.

Υποχρέωση της Αστυνομίας να καλέσει αμελλητί τον αιτούντα άσυλο προκειμένου να υπογράψει ενώπιόν της το αίτημα.

 

Πόρισμα 14216.01.2.2/25.11.2002

(Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Γιώργος Καμίνης, Χειριστές: Χρύσα Χατζή & Καλλιόπη Στεφανάκη)

 

Ο Συνήγορος του Πολίτη παρέλαβε αναφορά του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες με την οποία ζητήθηκε η διαμεσολάβησή του προκειμένου να επιτραπεί η πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου εξήντα υπηκόων Αφγανιστάν καταγωγής Χαζάρα, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στα γραφεία του ΕΣΠ ζητώντας να τους χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, καθώς ισχυρίζονταν ότι οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν δεχθεί να παραλάβουν αιτήματα ασύλου. Αντιθέτως, αφού συνελήφθησαν ως παράνομα εισερχόμενοι στην Κω, αφέθηκαν ελεύθεροι με αποφάσεις που τους έθεταν προθεσμία δεκαπέντε ημερών για να αναχωρήσουν από τη χώρα. Σε μεταγενέστερη επικοινωνία με μέλος της Νομικής Υπηρεσίας του ΕΣΠ, ο Συνήγορος του Πολίτη πληροφορήθηκε ότι, δεδομένης της άρνησης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης να παραλάβει τα αιτήματα ασύλου, τελικώς αυτά επιδόθηκαν με δικαστικό επιμελητή. Δεδομένου ότι τα αιτήματα παρελήφθησαν τελικώς από το Υπουργείο, ο Συνήγορος του Πολίτη έθεσε την υπόθεση στο αρχείο με την αιτιολογία ότι έπαψε να υφίσταται το πρόβλημα της μη παραλαβής των αιτημάτων ασύλου. Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν εξέτασε το ζήτημα της υποχρέωσης ή μη της διοίκησης να εξετάσει, ως νομίμως κατατεθειμένα, τα αιτήματα ασύλου που έχουν κατατεθεί με δικαστικό επιμελητή, καθώς δεν του είχε τεθεί αντίστοιχο ζήτημα προς εξέταση στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αναφοράς.

Ωστόσο, επειδή από έγγραφο του ΕΣΠ προς το Τμήμα Ασύλου του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, το οποίο κοινοποιήθηκε και στο Συνήγορο του Πολίτη, προκύπτει ότι έχει αμφισβητηθεί από τη διοίκηση ως προς τους παραπάνω αλλοδαπούς, αλλά και γενικότερα, η νομιμότητα της υποβολής των αιτημάτων ασύλου με δικαστικό επιμελητή ενόψει των διατάξεων του π.δ. 61/1999, ο Συνήγορος του Πολίτη επιθυμεί να επανέλθει στο ζήτημα και παρατηρεί τα εξής:

Σύμφωνα με τις διατάξεις που καθορίζουν το νομικό καθεστώς των δικαστικών επιμελητών, ο δικαστικός επιμελητής είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2318/1995 «Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών»). Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ενεργεί ως όργανο της πολιτείας και, στην περίπτωση αυτή, λογίζεται ως υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 25 παρ. 1 ν. 2318/1995). Αν και ο δικαστικός επιμελητής, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί για ορισμένες πράξεις δημόσια εξουσία, δεν μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να θεωρηθεί ότι αποτελεί «αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 2, του π.δ. 61/1999 «Περί διαδικασίας αναγνώρισης αλλοδαπού ως πρόσφυγα κ.λπ.». Και τούτο διότι, στο πλαίσιο της ως άνω διάταξης, ο όρος «αρχή» αναφέρεται σε μη αστυνομική δημόσια αρχή εκλαμβανόμενη με την έννοια της οργανικής μονάδας διοικήσεως, ως προς την οποία, άλλωστε, ισχύει και η γενική υποχρέωση που θεσπίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, άρθρο 4 παρ. 1) για διαβίβαση στην αρμόδια υπηρεσία ενός αιτήματος που κατατίθεται αναρμοδίως. Βάσει των προαναφερομένων, ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι δεν έχει εφαρμογή η παρ. 2 του άρθρου 1 π.δ. 61/1999 στην περίπτωση που το αίτημα ασύλου υποβάλλεται σε δικαστικό επιμελητή, αντί να υποβληθεί στην αστυνομική αρχή η οποία θα ήταν αρμόδια, κατ’ άρθρον 2 παρ. 1 του ίδιου π.δ, να το εξετάσει.

Ωστόσο, διάφορο είναι το ζήτημα των υποχρεώσεων που γεννά για τη διοίκηση η κατάθεση ενός αιτήματος ασύλου με δικαστικό επιμελητή. Κατ’ αρχήν, δεν τίθεται ζήτημα ως προς την υποχρέωσή της να παραλάβει το αίτημα που της επιδίδεται, υποχρέωση η οποία προκύπτει από τις διατάξεις του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών που προβλέπουν το δημόσιο χαρακτήρα των πράξεων που εκτελεί ο δικαστικός επιμελητής και την υποχρέωση συνεργασίας των δημόσιων υπηρεσιών με αυτόν. Το αίτημα ασύλου που υποβάλλεται μέσω δικαστικού επιμελητή δεν πληροί μεν την προϋπόθεση της αυτοπρόσωπης υποβολής σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 π.δ. 61/1999, αποτελεί όμως δήλωση βούλησης συγκεκριμένου προσώπου να ζητήσει πολιτικό άσυλο, η οποία έχει περιβληθεί τον τύπο του δημοσίου εγγράφου με την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που ο νόμος προβλέπει για τα έγγραφα αυτά. Από τη στιγμή που η αρμόδια υπηρεσία λάβει γνώση, με τον ως άνω τρόπο, της εν λόγω δήλωσης, υποχρεούται να καλέσει αμελλητί τον αιτούντα άσυλο για να υπογράψει ενώπιόν της το αίτημα ασύλου. Ενδεχόμενη άρνηση της διοίκησης να λάβει υπόψη της τη σχετική δήλωση, ή τυχόν απόρριψη του σχετικού αιτήματος με την αιτιολογία ότι δεν υποβλήθηκε νομότυπα αφού δεν υποβλήθηκε αυτοπροσώπως, θα ήταν καταχρηστική, αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης και θα αποτελούσε καταστρατήγηση, στην ουσία τους, των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης. Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές, ανεξαρτήτως των διαδικασιών αναγνώρισης της ιδιότητας του πρόσφυγα που υιοθετεί κάθε συμβαλλόμενο κράτος, θεσπίζουν ως θεμελιώδη υποχρέωση των κρατών την παροχή προστασίας στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης. Ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα αυτό, η υποχρέωση της αυτοπρόσωπης υποβολής του αιτήματος ασύλου που προβλέπει το π.δ. 61/1999, γίνεται αντιληπτή μόνο ως μέσο για την απόδειξη της πραγματικής βούλησης του αιτούντος άσυλο και όχι ως διαδικαστική προϋπόθεση, η έλλειψη της οποίας θα αρκούσε ως αιτιολογία για τον αποκλεισμό από την παρεχόμενη από τη Σύμβαση προστασία κάποιου ο οποίος έχει έγκυρα δηλώσει, με άλλο τρόπο, την επιθυμία του να τύχει αυτής της προστασίας.

Τα προαναφερόμενα ισχύουν για όλες τις περιπτώσεις κατάθεσης του αιτήματος ασύλου σε δικαστικό επιμελητή με την εντολή να επιδοθεί στην αρμόδια υπηρεσία, κυρίως όμως για την περίπτωση που υπάρχει άρνηση της διοίκησης να παραλάβει το αίτημα ασύλου, όπως στην υπό εξέταση περίπτωση των εξήντα Αφγανών. Στην περίπτωση αυτή, η κατάθεση μέσω δικαστικού επιμελητή παρουσιάζεται ως ο μόνος δυνατός τρόπος άσκησης του δικαιώματος να αιτηθεί κάποιος πολιτικού ασύλου, για τον λόγο δε αυτόν θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρότατα υπόψη και να διερευνάται κάθε τέτοιο αίτημα.

Ενόψει των προαναφερομένων, ο Συνήγορος του Πολίτη παρακαλεί να ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις του σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα της νομιμότητας υποβολής αιτήματος ασύλου με δικαστικό επιμελητή.

Δεύτερον, η μεταρρύθμιση του παρόντος καθεστώτος είναι επείγουσα ανάγκη και για έναν λόγο μείζονος κοινωνικής σκοπιμότητας. Η μη έκπτωση των δαπανών που καταβάλλει ο διαζευγμένος γονέας στα τέκνα που δεν κατοικούν με αυτόν λειτουργεί σαν αντικίνητρο στην οικονομική συνεισφορά του γονέα αυτού για την ανατροφή του παιδιού του, θίγοντας έτσι το αυτοτελές συμφέρον του παιδιού, το οποίο, για την ελληνική νομοθεσία, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο δομούνται οι επί μέρους κανόνες της γονικής μέριμνας.

Για τους λόγους αυτούς, ο Συνήγορος του Πολίτη επιθυμεί, θέτοντας δια του παρόντος πορίσματος τους προκείμενους συλλογισμούς, να προτείνει στο αρμόδιο Υπουργείο δύο λογιστικά ανώδυνες λύσεις άρσης του αντισυνταγματικού και κοινωνικά επαχθούς αυτού καθεστώτος.

Η πρώτη λύση, η εφαρμογή της οποίας δεν προϋποθέτει νομοθετική ρύθμιση, θα ήταν η ενσωμάτωση των δαπανών που προβλέπονται πως αφαιρούνται από το φορολογητέο εισόδημα των γονέων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΦΕ, στο ποσό της διατροφής του διαζευγμένου γονέα, το οποίο, με τη σειρά του, αφαιρείται από το εισόδημά του.

Η δεύτερη λύση, που μακροσκοπικά φαίνεται αναγκαία, είναι όντως η επί των αναγκαίων διατάξεων του ΚΦΕ νομοθετική ρύθμιση, έτσι ώστε το πραγματικό περιστατικό της συνοίκησης με το παιδί να πάψει να είναι αποκλειστική προϋπόθεση έκπτωσης των σχετικών δαπανών για τον διαζευγμένο γονέα.