Digesta 2004

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Α. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Επιμέλεια: Διονύσιος Φιλίππου

Επίκουρος Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ

Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Σ 26.3, 87.1, 93.1, 96 και ν. 2521/1997 άρθρο 7.1

Ιδιότητα και μισθολόγιο των στρατιωτικών δικαστών

Οι στρατιωτικοί δικαστικοί λειτουργοί έχουν διττή ιδιότητα: του δικαστή και του στελέχους των ενόπλων δυνάμεων. Συνεπώς έχει ο νομοθέτης την ευχέρεια είτε να εξομοιώσει αυτούς μισθολογικά προς τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών δικαστηρίων είτε να καθορίσει μισθολογική αντιστοιχία με τα λοιπά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων (πλειοψ.). Αντιθ. μειοψηφία: Η διάταξη του άρθρου 7.1 του ν. 2521/97 κατά την σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία της περιλαμβάνει και τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, τα οποία έχουν την ιδιότητα του τακτικού δικαστικού λειτουργού.

ΟλομΣτΕ 2857/2003

(Σύνθεση: Χ. Γεραρής, Α. Τσαμπάση, Π. Παραράς, Ι. Μαρή, Γ. Παναγιωτόπουλος, Σ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμένος, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Π. Κοτσώνης, Μ. Καραμανώφ - εισηγήτρια, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι και Δ. Εμμανουηλίδης, Π. Τσούκας, Πάρεδροι)

  1. Επειδή δια της υπό κρίσιν αιτήσεως, ασκουμένης κατά νόμον ατελώς και άνευ παραβόλου, ζητείται η αναίρεσις της υπ’ αριθμ. 2.229/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δια της οποίας απερρίφθη έφεσις του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 11721/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Δια της τελευταίας αυτής αποφάσεως είχε γίνει δεκτή αγωγή του αναιρεσιβλήτου, δικαστικού λειτουργού του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, και ανεγνωρίσθη η υποχρέωσις του Δημοσίου να καταβάλει εις αυτόν το ποσό των 6.242.519 δρχ. κατ’ εφαρμογήν του ν. 2521/1997 περί ειδικού μισθολογίου δικαστικών λειτουργών.
  2. Επειδή η υπόθεση παρεπέμφθη εις την Ολομέλεια λόγω σπουδαιότητος δια της υπ’ αριθμ. 368/2002 αποφάσεως του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρ. 14 παρ. 2 π.δ. 18/89/Α8).
  3. Επειδή, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων με βαθμόν Αναθεωρητού Β, εξομοιούμενον βαθμολογικώς προς τον βαθμόν του Αρεοπαγίτου (άρθρον 52 παρ. 1 στοιχ. β΄ του ν. 2304/1995) εμισθοδοτήθη κατά το χρονικόν διάστημα από 1.1.1997 μέχρι 31.12.1997 επί τη βάσει του βαθμού του Υποστρατήγου κατά την αντιστοιχίαν του άρθρου 142 του ν. 2305/1995. Δια της από 17.2.1998 αγωγής του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών εζήτησε να αναγνωρισθεί ότι παρανόμως το Δημόσιον δεν του κατέβαλε δια την ως άνω χρονικήν περίοδον επί πλέον το ποσό των δρχ. 6.243.000, το οποίον εδικαιούτο ως εκ της μισθολογικής εξομοιώσεώς του προς Αρεοπαγίτην κατά τας διατάξεις του ν. 2521/1997 περί ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών. Η αγωγή αυτή εγένετο δεκτή δια της υπ’ αριθμ. 11721/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών επί τη αιτιολογία ότι η εξαίρεσις των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι είναι δικαστικοί λειτουργοί κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος, εκ της εφαρμογής του ειδικού μισθολογίου του ν. 2521/97, συνιστά αδικαιολόγητον δυσμενή μεταχείρισιν τούτων κατά παράβασιν της συνταγματικής αρχής της ισότητος. Έφεσις του Δημοσίου κατά της ανωτέρω αποφάσεως απερρίφθη δια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την αιτιολογία ότι η παράλειψις του νομοθέτη να συμπεριλάβει και τους εν λόγω δικαστικούς λειτουργούς εις το ειδικόν μισθολογικόν καθεστώς του ν. 2521/1997 αντίκειται στα άρθρα 4, 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος.
  4. Επειδή στο άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπεται ότι: «Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Περαιτέρω στο μεν άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία», στο δε άρθρο 88 παρ. 2 ότι: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους». Τέλος, το Σύνταγμα στο μεν άρθρο 93 παρ. 1 προβλέπει ότι: «Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους», στο δε άρθρο 96 ότι: «4. Ειδικοί νόμοι ορίζουν: α) Τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες. β) Τα σχετικά με το δικαστήριο λειών. 5. Τα δικαστήρια του στοιχείου α΄ της προηγούμενης παραγράφου συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος. Για τις συνεδριάσεις και αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93. Τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, καθώς και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους, ορίζονται με νόμο».
  5. Επειδή, σε εκτέλεση της επιταγής του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος περί εναρμονίσεως του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των στρατιωτικών δικαστηρίων προς το συνταγματικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης εκδόθηκε ο ν. 2304/1995 (Α΄ 83), ο οποίος ορίζει στο άρθρο 2 αυτού ότι: «Οι δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων απολαύουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας», περιλαμβάνει δε, μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις εν σχέσει προς τον διορισμό αυτών δια διαγωνισμού, τα θεμελιώδη καθήκοντα, τα ασυμβίβαστα, κωλύματα και δικαιώματα, την υπηρεσιακή τους κατάσταση, την αρχαιότητα και το πειθαρχικό δίκαιο. Επακολούθησε ο 2521/1997 (Α΄ 174) περί ειδικού μισθολογίου δικαστών, ο οποίος όρισε στο άρθρο 7 παρ. 1 ότι: «οι διατάξεις των άρθρων 1 μέχρι και 6 του παρόντος εφαρμόζονται αποκλειστικά και μόνο στους δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας, των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας αυτών, όχι δε και σε άλλους λειτουργούς ή υπαλλήλους του δημοσίου εν γένει τομέα που τυχόν εξομοιώνονται βαθμολογικά ή μισθολογικά με δικαστικούς λειτουργούς».
  6. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, προκύπτει ότι τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία αποτελούν ειδικά ποινικά δικαστήρια συγκροτούμενα κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς που ανήκουν οργανικά στο δικαστικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων. Οι στρατιωτικοί δικαστικοί λειτουργοί έχουν τη διττή ιδιότητα του δικαστή και του στελέχους των ενόπλων δυνάμεων και δεν υπόκεινται ευθέως στις ρυθμίσεις του πρώτου κεφαλαίου του τμήματoς Ε΄τoυ Σuvτάγματoς. Ο εκδιδόμενος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 96 παρ. 5 Συντάγματος, εκτελεστικός νόμος μπορεί να ρυθμίσει το καθεστώς υπηρεσιακής καταστάσεως, κατ’ εκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων που επιβάλλονται από τη διπλή ιδιότητα του δικαστή και του αξιωματικού, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα εξασφαλίζεται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων. Ειδικότερα, καθόσον αφορά το μισθολογικό καθεστώς, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια είτε να εξομοιώσει τους στρατιωτικούς δικαστές προς τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών, πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, είτε να καθορίσει μισθολογική αντιστοιχία προς τα λοιπά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Το ειδικό μισθολόγιο των τακτικών δικαστικών λειτουργών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται ευθέως στους ποινικούς δικαστές της στρατιωτικής δικαιοσύνης διότι το άρθρο 96 παρ. 5 δεν παραπέμπει στο άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος. Συνεπώς, δεν είναι ορθή η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παράλειψη του νομοθέτη να συμπεριλάβει τους δικαστικούς λειτουργούς των ενόπλων δυνάμεων στο ειδικό μισθολόγιο του ν. 2521/1997 αντίκειται στα άρθρα 4, 26 παρ. 3, 76 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος και ότι προς αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης το μισθολογικό καθεστώς του νόμου αυτού επεκτείνεται αυτοδικαίως στους εν λόγω δικαστικούς λειτουργούς. Αν και, κατά τη γνώμη των Συμβούλων Αθ. Τσαμπάση, Ι. Μαρή, Γ. Παναγιωτόπουλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Ν. Ρόζου, Αθ. Ράντου, Ειρ. Σαρπ, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρή και του Παρέδρου Δ. Εμμανουηλίδη, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων απολαύουν όλων των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και, ως εκ τούτου, έχουν σαφώς την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, όπως την εγγυάται το άρθρο 26 του Συντάγματος και προσήκει σε κράτος δικαίου, το οποίο δεν επιτρέπει την υπαγωγή κατηγορίας πολιτών στη δικαιοδοσία δικαστηρίων με μειωμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Κατά ταύτα, η παραπομπή του άρθρου 96 παρ. 5 μόνο στο άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος αρκεί για να τους διασφαλίσει την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού και δεν απαιτείται παραπομπή και στα άρθρα 88 επ., τα οποία αποτελούν οργανωτικές εξειδικεύσεις της θεμελιώδους γενικής ρήτρας του άρθρου 87 παρ. 1. Η δομή αυτή των συνταγματικών διατάξεων αποσκοπεί προδήλως στο να καταστήσει δυνατή στον κοινό νομοθέτη την κατάλληλη προσαρμογή των ως άνω εξειδικεύσεων προς τις οργανωτικές ιδιαιτερότητες του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων. Περαιτέρω, συμπλήρωμα και αυτονόητη προϋπόθεση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών είναι το ειδικό μισθολόγιο αυτών, το οποίο, προβλέπει ανάλογες προς το λειτούργημά τους αποδοχές (ΟλομΣτΕ 130/1992) και στο οποίο υπάγονται όλοι οι έχοντες την ιδιότητα του τακτικού δικαστή. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2521/1997, αναφερόμενη, μεταξύ άλλων στους δικαστικούς λειτουργούς των ποινικών δικαστηρίων, προδήλως περιλαμβάνει, κατά τη σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία αυτής, και τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, τα οποία, κατά τα εκτεθέντα, έχουν την ιδιότητα του τακτικού δικαστικού λειτουργού. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει, κατά την κρατήσασα γνώμη, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Σημείωση

Το επίμαχο θέμα γενικά της επέκτασης ειδικού μισθολογίου υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας απασχόλησε εκ νέου την Ολομέλεια του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου.

Αυτή τη φορά η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε το ζήτημα της εξαίρεσης ή μη των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων από την εφαρμογή του ειδικού μισθολογίου (ν. 2521/1997).

Μετά την παράθεση των συναφών συνταγματικών κανόνων που διέπουν την επίδικη περίπτωση (άρθρα 26 παρ. 3, 87 παρ. 1, 88 παρ. 2, 93 παρ. 1 και 96) καθώς και των κανόνων της κοινής νομοθεσίας, η πλειοψηφία της Ολομέλειας αποφάνθηκε ότι η διττή ιδιότητα των στρατιωτικών δικαστικών λειτουργών (ως δικαστών αφενός και ως στελεχών των ενόπλων δυνάμεων αφετέρου) συνιστά τον απαραίτητο δικαιολογητικό λόγο της μη υπαγωγής της κατηγορίας αυτής στο ρυθμιστικό πεδίο του πρώτου κεφαλαίου του Ε΄ Τμήματος του Συντάγματος.

Κατά συνέπεια, ο κοινός νομοθέτης διαθέτοντας αντίστοιχη διακριτική ευχέρεια μπορεί είτε να εξομοιώσει μισθολογικά τους στρατιωτικούς δικαστές προς τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών, πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων είτε να καθορίσει μισθολογική αντιστοιχία προς τα λοιπά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων.

Επί του θέματος αυτού ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη της μειοψηφίας. Συγκεκριμένα, η άποψη αυτή δέχεται ότι από το συνδυασμό και την ερμηνευτική προσέγγιση των συναφών διατάξεων συνάγεται ότι, τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων εφόσον απολαύουν όλων των εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που προβλέπονται από τις κείμενες συνταγματικές διατάξεις, διαθέτουν την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Ως εκ τούτου η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2521/1997 καταλαμβάνει και τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, στο ερμηνευτικό αυτό συμπέρασμα καταλήγει η άποψη αυτή με επίκληση της σύμφωνης προς το Σύνταγμα ερμηνείας της ως άνω νομοθετικής διάταξης.

Πάντως, πρέπει να τονισθεί ότι, η υπόθεση αυτή δικαιολογημένα κατατάσσεται στην κατηγορία εκείνη των δικαστικών υποθέσεων που χαρακτηρίζονται από μεγάλο βαθμό «ερμηνευτικής αμφισημίας».

Δ.Φ.