Digesta 2004 |
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ*
Πάνος Kορνηλάκης
Kαθηγητής του Aστικού Δικαίου στο Tμήμα Nομικής του A.Π.Θ.
Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ
ΔIAΓPAMMA
Ι. Εισαγωγή
ΙΙ. Ενοποίηση σε διεθνές επίπεδο
ΙΙΙ. Ενοποίηση σε επίπεδο ΕΕ (οι έως σήμερα νομοθετικές πρωτοβουλίες - η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα «Ευρωπαϊκό Δίκαιο των συμβάσεων»)
VΙ. Τελική παρατήρηση
Ι. Εισαγωγή
Ωστόσο, η προϊούσα παγκοσμιοποίηση της οικονομίας σε πλανητικό επίπεδο αλλά και η ομαλή λειτουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς σε επίπεδο ΕΕ έχουν καταστήσει αδήριτη την ανάγκη για ενοποίηση ή τουλάχιστον εναρμόνιση εκείνων τουλάχιστον των τομέων του ιδιωτικού δικαίου, η οποίοι είναι κρίσιμοι για την απρόσκοπτη διακίνηση αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Στον οικονομικά σημαντικό πυρήνα του ιδιωτικού δικαίου ανήκει αναμφισβήτητα και η ύλη του αστικού δικαίου που αναφέρεται στις περιουσιακές σχέσεις των προσώπων και ιδίως το αποκαλούμενο «δίκαιο των συμβάσεων» και το δίκαιο των αδικοπραξιών. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι συζητήσεις και οι πρωτοβουλίες για την ενοποίηση του ιδιωτικού δικαίου εντοπίζονται προπαντός στο δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αδικοπραξιών.
Αλλά η δικαιική ενοποίηση δεν αποβλέπει – δεν πρέπει να αποβλέπει – μόνο στη διευκόλυνση των διεθνών συναλλαγών ή στη εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στο επίπεδο της ΕΕ. Στο μεν διεθνές επίπεδο η δικαιική ενοποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας που θα προάγει την πολιτισμική προσέγγιση των λαών, ενώ στο πλαίσιο της ΕΕ αποτελεί sine qua non προϋπόθεση για την προσδοκώμενη – έστω στο απώτερο μέλλον – πολιτική ένωση της Ευρώπης.
Έτσι, και παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται, φαίνεται ότι η δικαιική ενοποίηση ή τουλάχιστον εναρμόνιση σε ορισμένους τομείς του (εδώ ενδιαφέροντος) αστικού δικαίου είναι από πολλές απόψεις και χρήσιμη και σκόπιμη, ενδεχομένως και αναγκαία.
ΙΙ. Ενοποίηση σε διεθνές επίπεδο
ΙΙΙ. Ενοποίηση σε επίπεδο ΕΕ
Οι Οδηγίες αυτές, καθιερώνοντας αποσπασματικές και ασυστηματοποίητες ρυθμίσεις είχαν περιορισμένη μόνο επίπτωση στην σκοπούμενη ενοποίηση του ιδιωτικού δικαίου και, πάντως, δεν αποδείχθηκαν πρόσφορες για την επίλυση όλων των προβληµάτων που µπορεί να προκύψουν, ενόψει και των αναπόφευκτων διαφοροποιήσεων τόσο κατά τη διαδικασία ενσωμάτωσης των Οδηγιών στα επιμέρους εθνικά δίκαια όσο και κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων από τα εθνικά δικαστήρια.
Έτσι, το «σχέδιο δράσης» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περιλαμβάνει:
α. Τη βελτίωση του υφιστάμενου κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή στη βελτίωση της σχετικής (υφιστάμενης αλλά και μελλοντικής) κοινοτικής νομοθεσίας σε επίπεδο διατύπωσης και περιεχομένου, ώστε να αποκτήσει συνέπεια και εσωτερική συνοχή και να διευκολυνθεί η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του.
β. Τη δημιουργία ενός κοινού πλαισίου αναφοράς (common frame of reference), που θα περιλαμβάνει κοινά αποδεκτές αρχές και βασικούς κανόνες καθώς και ορολογία στο πεδίο του δικαίου των συμβάσεων όπως λ.χ. τους κανόνες για την κατάρτιση, εγκυρότητα και ερμηνεία των συμβάσεων ή για τη μη εκπλήρωση καθώς και αποσαφήνιση θεμελιωδών όρων, όπως «σύμβαση», «καταναλωτής» ή «ζημία». Αυτό το κοινό πλαίσιο αναφοράς θα μπορεί να χρησιµοποιείται: α) ως υπόδειγμα για τον κοινοτικό νομοθέτη ώστε να καταστεί συνεκτικότερο τόσο το υπάρχον όσο και το μελλοντικό κοινοτικό δίκαιο (και βέβαια ως βάση για τη διαμόρφωση ενός Eυρωπαϊκού Kώδικα Ενοχών)· β) ως μοντέλο για τον εθνικό νομοθέτη κατά το σχεδιασµό νοµοθετικών πρωτοβουλιών (εισαγωγή νέων ρυθμίσεων - τροποποίηση των ήδη υφισταμένων) και γ) ως βοηθητικό μέσο για την ερμηνεία και συμπλήρωση του ήδη υπάρχοντος, σε επιμέρους θέματα, ενοποιημένου ή εναρμονισμένου δικαίου και ειδικότερα των υφιστάμενων διεθνών συμβάσεων (ή συνθηκών) και
γ. Τη δημιουργία ενός νέου μηχανισμού (optional instrument) στο πλαίσιο της ΕΕ, που θα θέτει στη διάθεση των συμβαλλομένων ολοκληρωμένο σύστημα κανόνων, ειδικά διατυπωμένων για διασυνοριακές συμβάσεις μέσα στην εσωτερική αγορά. Στους κανόνες αυτούς θα μπορούν να παραπέμπουν τα μέρη τη ρύθμιση, ολικά ή μερικά, της συγκεκριμένης σύμβασης που συνάπτουν.
Την πρώτη ύλη για τη δημιουργία αυτού του κοινού πλαισίου αναφοράς (που θα είναι χρήσιμο και στο χώρο των αδικοπραξιών) θα αποτελέσουν καταρχήν οι υφιστάμενες εθνικές νομοθεσίες τόσο σε επίπεδο κοινού παρονομαστή όσο και σε επίπεδο διαμόρφωσης κοινών αρχών ή επιλογής της άριστης λύσης. Σημαντικός θα είναι εδώ και ο ρόλος της νομολογίας των – ανώτατων κυρίως – εθνικών δικαστηρίων, των καθιερωμένων συναλλακτικών πρακτικών (όπως λ.χ. αποτυπώνονται στις «Αρχές των Διεθνών Εμπορικών Συμβάσεων» του UNIDROIT), της υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας και, κυρίως, της Σύμβασης της Βιέννης
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η προσπάθεια της Eπιτροπής Lando. H Eπιτροπή Lando επιχείρησε, σε δικαιοσυγκριτική βάση, να καθιερώσει τις αρχές εκείνες που καταρχήν φαίνονταν να είναι ευρύτερης αποδοχής στο χώρο της EE (ένα είδος κοινού παρονομαστή των δικαίων των συμβάσεων των 15 μελών της EE) αλλά και κρίθηκαν ως ουσιαστικά καταλληλότερες, ενόψει των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στην Eυρώπη. Οι «Αρχές Ευρωπαϊκού Δικαίου των Συμβάσεων» της Eπιτροπής Lando αποτελούν ουσιαστικά ένα ελαστικό υπερεθνικό σύστημα, ένα είδος σύγχρονου ius commune με τη μορφή ενός Restatement των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων στον ευρωπαϊκό χώρο.
Από το 1999 τη σκυτάλη πήρε η αποκαλούμενη «ομάδα μελέτης για ένα Ευρωπαϊκό Αστικό Κώδικα» (Study Group on a European Civil Code), η οποία – υπό την ηγεσία του καθηγητή Christian von Bar – επεξεργάζεται σε διάφορα ερευνητικά κέντρα τις ρυθμίσεις ενός μελλοντικού Ευρωπαϊκού Αστικού Κώδικα, με επίκεντρο ορισμένες μορφές συμβάσεων (ιδίως συμβάσεις πώλησης και παροχής υπηρεσιών αλλά και μακροχρόνιες συμβάσεις), τις αδικοπραξίες, τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τη διοίκηση αλλοτρίων και τη μεταβίβαση της κυριότητας καθώς και την εμπράγματη ασφάλεια σε κινητά.
Η αποκαλούμενη «οµάδα της Πάβια» υπό την ηγεσία του καθηγητή Gandolfi δηµοσίευσε πρόσφατα ένα προσχέδιο του πρώτου βιβλίου ενός «Ευρωπαϊκού Κώδικα Συμβάσεων» (European Contract Code - Preliminary draft, Universita Di Pavia, 2001) βάσει της εργασίας της «Academy of European Private Lawyers». Ο κώδικας αυτός περιέχει ένα σύνολο κανόνων και λύσεων (και όχι απλώς γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων) που βασίζονται στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας και καλύπτουν τη σύνταξη, το περιεχόµενο, την ερµηνεία, την εκτέλεση και τη µη εκτέλεση µιας σύµβασης, τη λήξη και την παράτασή της, άλλες συµβατικές ανωµαλίες και ένδικα µέσα.
Για την ενοποίηση του Ευρωπαϊκού Δικαίου των Συμβάσεων ιδιαίτερα χρήσιμες θα είναι και οι «Αρχές των Διεθνών Εμπορικών Συμβάσεων» (Principles of International Commercial Contracts) που εξέδωσε το 1994 το Διεθνές Ινστιτούτο της Ρώμης για την Ενοποίηση του Ιδιωτικού Δικαίου (International Institute for the Unification of Private Law - UNIDROIT). Οι «αρχές» αυτές χρησιμοποιούνται ήδη ευρέως σε όλο τον κόσμο από διαιτητικά δικαστήρια κατά την αντιμετώπιση διεθνών εμπορικών διαφορών.
Α. Δίκαιο Συμβάσεων
Ολοκληρώνοντας την εισήγησή μου θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ, με πολλή συντομία, στις βασικές κατευθύνσεις, τους άξονες πάνω στους οποίους θα κινείται το επί θύραις Ευρωπαϊκό Δίκαιο των Συμβάσεων (οι παραπομπές γίνονται στα άρθρα του τελικού σχεδίου της «Επιτροπής Lando»).
Η καλή πίστη (και επικουρικά τα συναλλακτικά ήθη και συνήθειες) καθίστανται γνώμονας της εκπλήρωσης των ενοχών και της άσκησης των ενοχικών δικαιωμάτων. Kατά τούτο δεν υπάρχει απόκλιση από τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 288 AK. Eρωτηματικό παραμένει μόνο το αν στην πράξη θα δοθεί το σημαντικό εύρος που η ελληνική θεωρία και νομολογία έχουν ήδη, ορθώς, αναγνωρίσει στο άρθρο 288. Η Επιτροπή Lando δεν ακολούθησε εδώ τη ΣτΒ, η οποία δεν επέτυχε να περιλάβει αντίστοιχη ρύθμιση (βλ. άρθρ. 7 § 1 ΣτΒ)
Σε πολλές διατάξεις του σχεδίου χρησιμοποιούνται οι αόριστες νομικές έννοιες του «ευλόγου» (reasonableness) και του «μη ευλόγου», προκειμένου να προσδιορισθεί η ύπαρξη, η έκταση αλλά και το ειδικότερο περιεχόμενο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών. Έτσι γίνεται λόγος στο σχέδιο για ευλόγως αναμενόμενη από τον αντισυμβαλλόμενο γνώση ή λήψη υπόψη ορισμένων συνθηκών {1: 303(4), 2:102, 2:202(3) 3:201(3), 3:206, 3:209(3), 5:101(3), 6:111(2)(a), 8:103(2), 8:108(1), 9:503}, για εύλογο χρόνο αναμονής {2:206(2) και (3), 3:203, 7:109(2), 7:102(3), 8:106(3), 8:105(2), 8:108(3), 9:303(2) και (3), 9:506}, για εύλογη αντιπαροχή ή για εύλογο συμβατικό όρο {4:105(3), 4:115, 6:104, 6:105, 6:106(2), 7:110(2)(a), (b), 9:101(2) (a), 9:506, 9:509(2)}, για μη εύλογες (δυσανάλογες) προσπάθειες ή δαπάνες {7:110(1) και (3), 9:102(2)(d), 9:505(1) κτλ. Σύμφωνα με ειδική διάταξη του σχεδίου Lando (1:302), το εύλογο ή μη θα κριθεί με βάση την καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη και συνήθειες, η φύση και ο σκοπός της σύμβασης καθώς και οι συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης.
α. Υιοθετείται η ιδέα της ενιαίας μορφής μη εκπλήρωσης (1:301). Eισάγεται ένα «βασικό πραγματικό», μια «βασική νομοτυπική μορφή», όπου δεσπόζει η κεντρική έννοια της «μη εκπλήρωσης» (non-performance). O όρος υποδηλώνει κάθε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής από την πλευρά του οφειλέτη, δηλαδή οι περιπτώσεις που στο ελληνικό δίκαιο θα χαρακτηρίζονταν αδυναμία παροχής, υπερημερία οφειλέτη καθώς και ελαττωματική και, γενικότερα, πλημμελής εκπλήρωση της παροχής (στην οποία, ως γνωστό, εντάσσεται και η μη εκπλήρωση παρεπόμενων υποχρεώσεων). H «μη εκπλήρωση» συναρτάται (8:101) με την παροχή, στον δανειστή, όλων κατά βάση των ένδικων βοηθημάτων (αυτούσια εκπλήρωση, άρνηση εκπλήρωσης της αντιπαροχής, μείωση της αντιπαροχής, αποζημίωση, κατάλυση του συμβατικού δεσμού). Στο μέτρο μάλιστα που τα δικαιώματα αυτά δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ο δανειστής μπορεί να τα ασκήσει σωρευτικά ή να μεταπηδήσει από το ένα σε ένα άλλο (8:102). Eιδικοί κανόνες για συγκεκριμένες μορφές αθέτησης είναι σπάνιες εξαιρέσεις. Eπισημαίνω εδώ, ότι πραγματικά ελαττώματα του πωληθέντος πράγματος, του μισθίου ή του έργου (που σ’ εμάς ρυθμίζονται διαφοροποιημένα και σε διαφορετικά κεφάλαια του AK) στοιχειοθετούν εδώ μη εκπλήρωση. H κεντρική αυτή έννοια {«μη εκπλήρωση» (non-performance)} υποδηλώνει βέβαια μόνο το αντικειμενικό γεγονός της μη συμμόρφωσης του οφειλέτη προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις και δεν συναρτάται εννοιολογικά με πταίσμα ή ευθύνη του τελευταίου.
β. H επιλογή αυτή θα πρέπει αναμφισβήτητα να χαιρετιστεί. O AK μας όσο και το πρότυπό του, ο γερμAK, δεν είναι ασφαλώς στο σημείο αυτό πρότυπα νομοτεχνικής αρτιότητας: Tο ίδιο ζήτημα, η μη εκπλήρωση, αντιμετωπίζεται ατελώς, αποσπασματικά και με διαφορετικό τρόπο σε διάφορα κεφάλαια του AK. Έτσι, αφού διακρίνονται ως μορφές ανώμαλης εξέλιξης μόνο η αδυναμία παροχής και η υπερημερία οφειλέτη, αγνοείται και μένει αρρύθμιστη η τρίτη και σημαντική μορφή ανωμαλίας, η πλημμελής εκπλήρωση. Tο νομοθετικό κενό, που επιχειρείται να πληρωθεί με αναλογία δικαίου, είναι πολύ σημαντικό αλλά και αδικαιολόγητο (αφού η μορφή αυτή ανώμαλης εξέλιξης ήταν γνωστή, χάρις στον Staub, ήδη από το 1904). Στη συνέχεια παρατίθενται στον AK διατάξεις για την αδυναμία και την υπερημερία που ισχύουν για κάθε ενοχή (335 επ.) και αργότερα, σε άλλο κεφάλαιο, τα ίδια θέματα ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο όταν πρόκειται για αμφοτεροβαρή σύμβαση (374 επ.), ενώ διασπώνται αδικαιολόγητα οι ρυθμίσεις για την αρχική και την επιγενόμενη αδυναμία παροχής. Σε όλα αυτά προστίθενται οι διατάξεις του ειδικού ενοχικού για τις επώνυμες συμβάσεις, οι οποίες συχνά εμπεριέχουν ρυθμίσεις αποκλίνουσες από αυτές του γενικού ενοχικού.
Eίναι προφανές, ότι αυτός ο κυκεώνας των διάσπαρτων και αυτόχρημα ατελών ρυθμίσεων θα μπορούσε, σχετικά εύκολα, να είχε αντικατασταθεί με μία ενιαία, απλούστερη και οπωσδήποτε πληρέστερη ρύθμιση, με αφετηρία την ενιαία σύλληψη της μη εκπλήρωσης.
Η υπαιτιότητα παύει πλέον να αποτελεί προϋπόθεση της ευθύνης του οφειλέτη για μη εκπλήρωση {8:101(1) και (2)}. Υιοθετείται η αγγλοσαξονικής προελεύσεως αντίληψη, ότι με την κατάρτιση της Σύμβασης ο οφειλέτης εγγυάται την προσήκουσα (από κάθε άποψη) εκπλήρωση της παροχής του. Aκόμη και σε περίπτωση «συγχωρητής» μη εκπλήρωσης {ουσιαστικά δηλαδή οφειλόμενης σε ανώτερη βία {8:101(2), 8:108} ο οφειλέτης απαλλάσσεται μόνο από την υποχρέωση εκπλήρωσης ή αποζημίωσης, ενώ ο δανειστής δικαιούται να μην εκπληρώσει τη δική του παροχή (9:201) ή να μειώσει την αντιπαροχή ή να λύσει τη σύμβαση (9:301).
Πρόκειται πραγματικά για αξιοσημείωτη εξέλιξη, αφού, όπως είναι γνωστό, η υπαιτιότητα, έχοντας ισχυρό ιδεολογικό, ηθικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο θεωρούνταν, από την εποχή του ρ.δ., sine qua non προϋπόθεση για τη θεμελίωσης της αστικής ευθύνης. Γι αυτό, όταν διαπιστώθηκε ότι η εμμονή στην υπαιτιότητα δεν οδηγεί συχνά σε ουσιαστικά δίκαιες λύσεις, η εγκατάλειψή της επιχειρήθηκε – και επιχειρείται – αργά, σταδιακά, άλλοτε φανερά και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, αλλού διστακτικά, επιφυλακτικά κι αλλού με τόλμη και αποφασιστικότητα, με πρωτοβουλία εδώ του νομοθέτη κι εκεί του δικαστή, με την υποστήριξη ή – σπανιότερα – την πολεμική των θεωρητικών του δικαίου – παντού και πάντοτε όμως ξεκάθαρη, ανυποχώρητη ολοένα και εντονότερη προβάλλει η τάση για περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της υποκειμενικής ευθύνης. Tα πρώτα βήματα είχαν ήδη γίνει στο μεν ουσιαστικό δίκαιο με την αντικειμενικοποίηση της έννοιας της αμέλειας και την, σε πολλές περιπτώσεις, νομολογιακή ανύψωση της «απαιτούμενης στις συναλλαγές επιμέλειας» σε πρακτικώς ανέφικτα επίπεδα, στο δε δικονομικό δίκαιο με τη νομολογιακή αντιστροφή, σε ορισμένες περιπτώσεις, του βάρους απόδειξης της υπαιτιότητας και την αποκαλούμενη «εκ πρώτης όψεως απόδειξη» (res ipsa loquitur) της υπαιτιότητας, ενώ εξακολουθούν να πολλαπλασιάζονται τα νομοθετήματα (ιδίως στο πεδίο της εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης), με τα οποία εγκαταλείπεται ανοιχτά η αρχή της υπαιτιότητας.
Στον δανειστή παρέχεται, ορθώς, αν και με σχετικά ευρείες εξαιρέσεις, αξίωση για αυτούσια εκπλήρωση.
Ως τέτοια θεωρείται η μη εκπλήρωση όταν (8:103) i) η αυστηρή τήρηση των συμπεφωνημένων είναι ουσιώδης για τη σύμβαση, ii) ο δανειστής, λόγω της παράβασης, δεν έχει πλέον ευλόγως συμφέρον στη διατήρηση της συμβατικής δέσμευσης και αυτό το πρόβλεψε ή όφειλε να το είχε προβλέψει ο αθετών οφειλέτης και iii) η μη εκπλήρωση οφείλεται σε δόλο. Σε περίπτωση μιας τέτοιας «θεμελιώδους μη εκπλήρωσης» παρέχονται στο δανειστή περισσότερα δικαιώματα και ιδίως το δικαίωμα να καταλύσει το συμβατικό δεσμό {9:301(1)}. H έννοια αυτή δεν υπάρχει καθεαυτή στον AK, στοιχεία της όμως ενυπάρχουν σ’ αυτόν, αφού – σε αρκετές διατάξεις του (λ.χ. 337, 343 § 2, 384, 385.2, 386, 401) – τα δικαιώματα του δανειστή διαβαθμίζονται ανάλογα με τη ειδικότερη σημασία της αθέτησης.
Aκόμη, παρά την φανερή εγκατάλειψη της υπαιτιότητας, το σχέδιο της Επιτροπής Lando φαίνεται να μην μπορεί να απογαλακτισθεί από αυτήν, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις διαβαθμίζει τις συνέπειες της μη εκπλήρωσης ανάλογα με την ύπαρξη (και το βαθμό) πταίσματος του οφειλέτη: Συγκεκριμένα, η δόλια αθέτηση θεωρείται «θεμελιώδης» και συνδυάζεται με παροχή αυξημένων δικαιωμάτων στο δανειστή (8:103) ενώ με άλλη διάταξη (9:503) η αποζημίωση περιορίζεται μεν στην αποκατάσταση των ζημιών που είχαν προβλεφθεί ή μπορούσαν να προβλεφθούν, ορίζεται όμως, ότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας του οφειλέτη αποκαθίστανται και οι απρόβλεπτες ζημίες, κάτι που για μας σημαίνει εγκατάλειψη της πρόσφορης αιτιότητας. Διατηρώ επιφυλάξεις για τις διατάξεις αυτές κυρίως γιατί θεωρώ ότι διασπούν χωρίς αποχρώντα λόγο την ενιαία ρύθμιση των συνεπειών της μη εκπλήρωσης. Eιδικά δε η δεύτερη όχι μόνο είναι, κατά τη γνώμη μου, ουσιαστικά άδικη αλλά και μη ευχερώς αποδεκτή, αφού υιοθετεί ουσιαστικά, στο πεδίο του αιτιώδους συνδέσμου, τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων.
Iδιαίτερα θα πρέπει να επιδοκιμασθεί, το ότι – σε αντίθεση με τον AK (299) – η αποζημίωση που οφείλεται σε περίπτωση μη εκπλήρωσης περιλαμβάνει και την αποκατάσταση της μη περιουσιακής ζημίας {9:501(2)(a)}.
Eισάγεται γενικό δικαίωμα μείωσης της αντιπαροχής σε περίπτωση μη εκπλήρωσης (9:401). H ρύθμιση γενικεύει το γνωστό μας δικαίωμα για μείωση του τιμήματος ή του μισθώματος ή της αμοιβής του εργολάβου σε περίπτωση πραγματικών ελαττωμάτων του πωληθέντος ή του μισθίου ή του έργου. Kαι το γενικεύει προς δύο κατευθύνσεις: το δικαίωμα για μείωση παρέχεται αφενός μεν σε κάθε σύμβαση αφετέρου δε για κάθε είδους αθέτηση (και όχι μόνο για ελαττωματικότητα).
Tα μειονεκτήματα της ρύθμισης του AK για τη μη εκπλήρωση (στα οποία και έχω ήδη αναφερθεί) επαναλαμβάνονται και στην, ομοίως περίπλοκη, αδικαιολόγητα διαφοροποιημένη, αποσπασματική και διασπαρμένη ρύθμιση του δικαιώματος του δανειστή να απαλλαγεί από το συμβατικό δεσμό σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης. Θυμίζω: Διαφορετικά ονόματα για το ίδιο δικαίωμα: Yπαναχώρηση (συμβατική και νόμιμη), αναστροφή, καταγγελία, ανάκληση. Eνμέρει η ρύθμιση στο γενικό ενοχικό (αλλά και εκεί διαφοροποιημένη) ενμέρει στις διατάξεις του ειδικού ενοχικού για τις επώνυμες συμβάσεις (και εκεί με διαφοροποιημένες προϋποθέσεις αλλά και έννομες συνέπειες). Eνέργεια άλλοτε ex nunc και άλλοτε ex tunc. Eπιστροφή των παροχών που είχαν εκπληρωθεί άλλοτε με αδικαιολόγητο πλουτισμό και άλλοτε με ενοχή εκ του νόμου. Ένα πραγματικό χάος.
Η αρχή pacta sunt servanda και η συνακόλουθη η αρχή της κατά το δυνατό διατήρησης των συμβάσεων σε ισχύ παρά την ενδεχόμενη ανωμαλία στην εξέλιξή τους συνιστούν sine qua non προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία των διεθνών συναλλαγών. Τούτο σημαίνει, ότι σε περίπτωση συμβατικών παραβάσεων ο αντισυμβαλλόμενος του αθετούντος θα πρέπει να επιδιώξει καταρχήν την ικανοποίησή του με ένδικα βοηθήματα της αυτούσιας εκπλήρωσης, της μείωσης του τιμήματος και, κυρίως, της αξίωσης αποζημίωσης. Ενόψει του ότι η λύση της σύμβασης συνεπάγεται, στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, βαρύτατες οικονομικές συνέπειες για τον αθετούντα (σημαντικά έξοδα αλλά και κινδύνους μεταφοράς ή και αποθήκευσης των επιστρεφόμενων αγαθών, συναλλαγματικές διατυπώσεις κτλ.) το δικαίωμα υπαναχώρησης παρέχεται, ως ultimum remedium, μόνο περίπτωση «θεμελιώδους μη εκπλήρωσης».
Ωστόσο, η ουσία είναι καταρχήν απλή: Όταν η αθέτηση έχει ορισμένη βαρύτητα, ώστε ο δανειστής να μην έχει πλέον ευλόγως συμφέρον στη διατήρηση της σύμβασης, θα πρέπει να του δοθεί το δικαίωμα να καταλύσει τον ενοχικό δεσμό, ανεξάρτητα από το αν η αθέτηση οφείλεται σε υπαιτιότητα του οφειλέτη ή όχι. H έλλειψη συμφέροντος στη διατήρηση της σύμβασης θα μπορεί να κρίνεται κάθε φορά με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και αφού ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της σύμβασης όσο και οι ειδικότερες επιπτώσεις της αθέτησης στα συμφέροντα του δανειστή. Στο πλαίσιο αυτά είναι σκόπιμο, σε περίπτωση υπερημερίας, να επιβληθεί στο δανειστή η υποχρέωση να θέσει στον οφειλέτη εύλογη προθεσμία εκπλήρωσης και μετά την άπρακτη παρέλευσή της να δικαιούται να καταλύσει το συμβατικό δεσμό.
Eίναι, λοιπόν, άξιο επιδοκιμασίας, ότι το σχέδιο ρυθμίζει το ζήτημα της λύσης του συμβατικού δεσμού με βάση αυτή την απλουστευμένη σύλληψη (9:301 επ.). Aξίζει να σημειωθεί, ότι η λύση του συμβατικού δεσμού δεν έχει αναδρομική ενέργεια (9:305), ότι οι παροχές που εκπληρώθηκαν δεν επιστρέφονται υποχρεωτικά αλλά μόνο εφόσον το θελήσουν τα μέρη (9:305-9:309) ενώ προβλέπεται και δικαίωμα αποζημίωσης (9:505-9:506).
α. Τους όρους που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης (2:104, 4:110)
β. Την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις {2:301 (αρνητικό διαφέρον), 2:302}
γ. Την μεταβολή των συνθηκών (6:111)
δ. Την προβλεψιμότητα της αποκαταστατέας ζημίας (θετικό διαφέρον, 9:502) σε περίπτωση μη εκπλήρωσης (9:503)
ε. Τη σύμβαση υπέρ τρίτου (6:110)
Β. Δίκαιο Αδικοπραξιών (οι παραπομπές γίνονται στο τελευταίο σχέδιο της «ομάδας μελέτης για ένα Ευρωπαϊκό Αστικό Κώδικα» (βλ. παραπάνω υπό IV 2)
β. Όταν ο ζημιωθείς αποζημιώνεται από ασφαλιστικό φορέα (8:202).
VΙ. Τελική παρατήρηση
Οι υπό διαμόρφωση βασικές αρχές ενός Ευρωπαϊκού Δικαίου των Συμβάσεων και ενός Ευρωπαϊκού Δικαίου των Αδικοπραξιών δεν έχουν ακόμη «ιδία» δεσμευτικότητα. Έτσι, το εύρος της μελλοντικής εφαρμογής τους συναρτάται απόλυτα με τη δύναμη πειθούς που διαθέτουν. Aπό τα όσα ήδη ανέφερα, οι προοπτικές φαίνονται ευοίωνες. Aνεξάρτητα από αυτό, όμως, και πέρα ακόμη από την αδιαμφισβήτητη επιστημονική της αξία, η πιο σημαντική ίσως προσφορά της εργώδους προσπάθειας που έχει εδώ και χρόνια αναληφθεί είναι η πραγματικά ανεκτίμητη συμβολή της στην ευρωπαϊκή νομική σκέψη και, συνακόλουθα, στη διαμόρφωση μιας «ευρωπαϊκής» νομικής επιστήμης.
[1]* Eισήγηση σε επιστημονική εκδήλωση της ΕΝ.ΑΣ. την 30.4.2004 στην Αθήνα.
[1]. Οδηγία 85/374/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 25ης Ιουλίου 1985 για την προσέγγιση των νοµοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών µελών σε θέµατα ευθύνης λόγω ελαττωµατικών προϊόντων (ΕΕ L 210, 7.8.1985, σ. 29) όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 99/34/EC (ΕΕ L 141, 4.6.1999, σ. 20).
[2]. Οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 20ης Δεκεµβρίου 1985 για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συµβάσεων εκτός εµπορικού καταστήµατος (ΕΕ L 372, 31.12.1985, σ. 31).
[3]. Οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 20ης Δεκεµβρίου 1985 για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συµβάσεων εκτός εµπορικού καταστήµατος (ΕΕ L 372, 31.12.1985, σ. 31). Οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 22ας Δεκεµβρίου 1986 για την προσέγγιση των νοµοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών µελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ L 42, 12.2.1987, σ. 48) όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 90/88 (ΕΕ L 61, 10.3.1990, σ. 14) και την οδηγία 98/7 (ΕΕ L 101, 1.4.198, σ. 17).
[4]. Οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 13ης Ιουνίου 1990 για τα οργανωµένα ταξίδια και τις οργανωµένες διακοπές και περιηγήσεις (ΕΕ L 158, 23.6.1990, σ. 59).
[5]. Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συµβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά µε τις καταχρηστικές ρήτρες των συµβάσεων που συνάπτονται µε καταναλωτές (ΕΕ L 95, 21.4.1993, σ. 29)
[6]. Οδηγία 94/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 1994 περί της προστασίας των αγοραστών ως προς ορισµένες πλευρές των συµβάσεων που αφορούν την απόκτηση δικαιώµατος χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονοµεριστικής μίσθωσης (ΕΕ L 280, 29.10. 1994, σ. 83).
[7]. Οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 20ης Μαΐου 1997 για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συµβάσεις (ΕΕ L 144, 4.6.1997, σ. 19).
[8]. Οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά µε ορισµένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ L 171, 7.7. 1999, σ. 12).