Digesta 2004

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Α. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Επιμέλεια: Διονύσιος Φιλίππου

Επίκουρος Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ

Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

 

Σ 20.1 και 25.1, ΚΕΔΕ 85.1, Κωδικοποιημένο ν.δ. 26.6/10.7.1944 άρθρο 5

Πολλαπλή επίδοση δικογράφου στο Δημόσιο με ποινή απαραδέκτου

 

Η υποχρέωση πολλαπλής επιδόσεως του ίδιου δικογράφου σε διαφορετικά όργανα που εκπροσωπούν το Δημόσιο συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση του διαδίκου που παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της προάσπισης των συμφερόντων του Δημοσίου και ως εκ τούτου είναι αντισυνταγματική. (Παραπέμπει στο ΑΕΔ ενόψει της αντιθέσεως με τις ΑΠ 34/1998 και 1636/2002).

 

ΟλομΣτΕ 991/2004

(Σύνθεση: Χ. Γεραρής, Π. Φλώρος, Γ. Παναγιωτόπουλος, Ν. Ντούβας, Σ. Καραλής, Δ. Κωστόπουλος, Φ. Αρναούτογλου - εισηγητής, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμένος, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Συγγούνα, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Π. Κοτσώνης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Δ. Σκαλτσούνης, Κ. Βιολάρης, Σύμβουλοι· Σ. Χρυσικοπούλου, Θ. Αραβάνης, Πάρεδροι)

 

  1. Επειδή με την απόφαση 137/1991 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδος απορρίφθηκε ανακοπή του Α.Α. κατά της αποφάσεως 7673/27.9. 1988 του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΣΧΟΠ) νομού Ευβοίας, με την οποία είχε απορριφθεί ένστασή του κατά της αποφάσεως 3685/27.2. 1988 του Προϊσταμένου του Τμήματος Πολεοδομίας και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Ευβοίας περί επιβολής, σε βάρος του, προστίμου 10.347.251 δρχ. για ανέγερση αυθαιρέτου και 193.371 δρχ. για διατήρησή του. Έφεση τούτου κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με την απόφαση 879/1994 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, η οποία, όμως, κατόπιν αιτήσεώς του, αναιρέθηκε με την απόφαση 474/1997 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την κρινόμενη αίτηση, όπως περιορίσθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των παραστάντων αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του ΣΤ΄ Τμήματος, ζητείται η αναίρεση της μετ’ αναίρεση εκδοθείσης αποφάσεως 2323/1997 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε πλέον κατ’ ουσίαν η έφεση του ως άνω κατά της πρωτόδικης αποφάσεως.
  2. Επειδή η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας κατόπιν της αποφάσεως 1599/2003 του ΣΤ΄ Τμήματος, το οποίο, αφού έκρινε ότι παραδεκτώς ασκούν την κρινόμενη αίτηση οι αναιρεσείοντες ως κληρονόμοι του Α.Α. πλην της μη παράστασης Μ.Κ.Μ., το γένος Α.Α., ως προς την οποία απέρριψε, με οριστική διάταξη, την αίτηση, παρέπεμψε, κατά τα λοιπά, προς επίλυση το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974 - Α΄ 90) που ανέκυψε.
  3. Επειδή το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από το δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτό τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του όπως νόμος ορίζει». Εξ άλλου, το μεν άρθρο 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ ορίζει ότι «επί δικών του παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ’ ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν Οικονομικών», το δε άρθρο 5 του Δ/τος της 26 Ιουνίου - 10 Ιουλίου 1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (Α΄ 139), κωδικοποιώντας το άρθρο 11 του α.ν. 1919/1939 (Α΄ 345), ορίζει στην παρ. 1 ότι «μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών... γενόμεναι κοινοποιήσεις οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας», και στην παρ. 2 ότι «η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης».
  4. Επειδή το απαράδεκτο που θεσπίζουν οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ και 5 παρ. 1 και 2 του Κ.Δ. της 26.6./10.7.1944 επί μη κοινοποιήσεως δικογράφων σε υποθέσεις της ΚΕΔΕ και στον Υπουργό Οικονομικών είναι αντίθετο στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο γιατί, εφόσον ο διάδικος υποχρεούται να κοινοποιήσει κάθε δικόγραφο επί ποινή απαραδέκτου στον εκπροσωπούντα το Δημόσιο διευθυντή της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, η υποχρέωση επί πλέον κοινοποιήσεως, πάλι επί ποινή απαραδέκτου, και στην προϊσταμένη του διευθυντή αρχή, τον Υπουργό των Οικονομικών, συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση που παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της προάσπισης των συμφερόντων του Δημοσίου.

Αν και κατά την γνώμη των Συμβούλων Π. Ζ. Φλώρου, Γ. Παναγιωτόπουλου, Σ. Καραλή, Δ. Κωστόπουλου, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Συγγούνα, Ελ. Δανδουλάκη, Ν. Μαρκουλάκη και Ι. Μαντζουράνη και της Παρέδρου Σ. Χρυσικοπούλου, η απαίτηση του νόμου για κοινοποίηση των «δικογράφων των υποθέσεων του ΚΕΔΕ και στον κατ’ εξοχήν αρμόδιο διαχειριστή του δημοσίου χρήματος Υπουργό των Οικονομικών, στον οποίο υπάγεται το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους που εκπροσωπεί δικαστικά το Δημόσιο, έστω και αν τάσσεται επί ποινή απαραδέκτου, δεν είναι υπερβολική ώστε να περιορίζει την παροχή έννομης προστασίας των πολιτών από τα δικαστήρια και, συνεπώς, δεν είναι αντίθετη στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως, άλλωστε, έχει παγίως κριθεί με την ακώλυτη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων τόσο από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΕ 424/2003, 2014/2001, 2363, 2444/1999, 3095/ 1994, 508/1992 κ.λπ.), όσο και από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1636/2002, 34/1988).

  1. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το δικόγραφο προσθέτων λόγων της ανακοπής του Α.Α. απορρίφθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο ως απαράδεκτο γιατί δεν είχε κοινοποιηθεί και προς τον Υπουργό Οικονομικών, όπως απαιτεί η ως άνω διάταξη του ΚΕΔΕ, την κρίση του δε αυτή επικύρωσε το Διοικητικό Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτοντας σχετικό λόγο εφέσεως. Σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στην Ολομέλεια, το απαράδεκτο αυτό δεν ισχύει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, εν όψει όσων εκτέθηκαν περί της εννοίας του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Θα έπρεπε, επομένως, για τον λόγο αυτό να αναιρεθεί η προσβαλλομένη. Εν όψει, όμως, του ότι ο Άρειος Πάγος, με τις αποφάσεις του 34/1988 και 1636/2002, έχει εφαρμόσει τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ και του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του Κ.Δ. της 26.6/10.7. 1994 (άρθρου 11 του ΑΝ 1919/1939), κρίνοντάς τες εμμέσως σύμφωνες προς το Σύνταγμα, προκαλείται αντίθεση μεταξύ των δύο ανωτάτων δικαστηρίων ως προς την συνταγματικότητα διατάξεων τυπικών νόμων, κατά το μέρος που επιβάλλουν σωρευτικώς υποχρέωση κοινοποίησης των δικογράφων στο Διευθυντή της οικείας δημόσιας οικονομικής· υπηρεσίας και στον Υπουργό Οικονομικών. Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 345/1976, πρέπει το ζήτημα που ανέκυψε να παραπεμφθεί στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς άρση της αμφισβητήσεως.

 

Σημείωση

Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα και των τριών δημοσιευόμενων αποφάσεων της Ολομελείας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Χώρας συνιστά η εφαρμογή του κανονιστικού πεδίου της αρχής της αναλογικότητας.

Η εν λόγω αρχή, η οποία έχει αναγορευθεί πλέον σε αρχή συνταγματικής περιωπής, συναρθρώνεται σε τρεις επιμέρους αρχές: α) στην αρχή της καταλληλότητας, δηλαδή, εάν το επιλεγέν μέσο είναι ικανό, πρόσφορο, κατάλληλο για να υπηρετήσει τον επιδιωκόμενο σκοπό, β) στην αρχή της αναγκαιότητας εάν, δηλαδή, το συγκεκριμένο μέσο είναι το αναγκαίο ή ολιγότερο επαχθές για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, γ) στην αρχή της αναλογικότητας (stricto sensu), εάν δηλαδή το επιλεγέν μέσο συνάπτεται προς τον επιδιωκόμενο σκοπό ή εάν μεταξύ μέσου και σκοπού υπάρχει εύλογη συνάφεια.

Με την εφαρμογή της αρχής αυτής στις ως άνω περιπτώσεις αναδεικνύεται ο λειτουργικός ρόλος της αρχής αυτής και παράλληλα επισημαίνεται το πολλαπλό πεδίο εφαρμογών αυτής.

Πάντως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι και στις τρεις ως άνω υποθέσεις (α) επιβολή τελωνειακών κυρώσεων, β) κατάθεση παραβόλου για την άσκηση εφέσεως, γ) κοινοποίηση κατά τον ΚΕΔΕ) διατυπώθηκαν μειοψηφήσασες απόψεις, γεγονός που καταδεικνύει το αμφίσημο κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής.

Δ.Φ