Digesta 2004

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Β. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

AK 914 - ν. 5960/1933 άρθρα 1, 2, 28, 29, 56 και 79 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρ. 1 του ν.δ. 1325/1972 - ν. 635/1937 άρθρο 2 παρ. 1

Επιταγή μεταχρονολογημένη και πτώχευση του εκδότη

Αν εκδοθεί μία μεταχρονολογημένη επιταγή και μετά ταύτα κηρυχθεί σε πτώχευση ο εκδότης αυτής, δεσμεύονται τα διαθέσιμα κεφάλαιά του υπέρ της ομάδος των πιστωτών και δεν είναι δυνατή η πληρωμή της επιταγής κατά την μεταγενέστερη ημερομηνία που αναγράφεται ως χρόνος εκδόσεώς της. Η μη πληρωμή αυτής μετά την πτώχευση του εκδότη λογίζεται ανυπαίτια και δεν ιδρύει υποχρέωση αποζημιώσεως.

Άρειος Πάγος 213/2003

(Σύνθεση: Π. Κακκαλής, Σ. Γκιάφης, Ε. Τσακόπουλος - εισηγητής, Ν. Γεωργίλης και Ρ. Κεδίκογλου)

Επειδή, κατά το άρθρο 79 του ν. 5960/1933 «περί επιταγής» όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, «ο εκδίδων επιταγήν μη πληρωθείσαν επί πληρωτού, παρ’ ω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνον της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται...». Περαιτέρω, κατά μεν τα άρθρα 1 και 2 του ανωτέρω νόμου 5960/1933 απαραίτητο στοιχείο της εγκυρότητας της επιταγής είναι η επ’ αυτής σημείωση της χρονολογίας εκδόσεώς της, κατά δε το άρθρο 28 του ίδιου νόμου «η επιταγή είναι πληρωτέα εν όψει. Πάσα αντίθετος μνεία θεωρείται μη γεγραμμένη. Η επιταγή, εμφανιζομένη προς πληρωμήν προ της ημέρας της σημειουμένης ως χρονολογίας της εκδόσεως αυτής είναι πληρωτέα κατά την ημέρα της εμφανίσεως». Τέλος, κατά το άρθρο 29 εδάφια α΄ και δ΄ του ίδιου νόμου «η επιταγή, η εκδοθείσα και πληρωτέα εν τη αυτή χώρα, εμφανίζεται προς πληρωμήν εντός προθεσμίας οκτώ ημερών... αφετηρία των ανωτέρω σημειουμένων προθεσμιών είναι η επί της επιταγής, ως χρονολογία εκδόσεως αναγραφομένη ημέρα». Κατά την αληθή έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η επιταγή που φέρει μεταχρονολογημένη ημερομηνία εκδόσεως μπορεί να εμφανισθεί για πληρωμή οποτεδήποτε, μέσα στο χρονικό διάστημα που αρχίζει από την επομένη της ημέρας, κατά την οποία πράγματι εξεδόθη (άρθρο 56 ν. 5960/1933), και λήγει την τελευταία ημέρα του οκταημέρου, το οποίο αρχίζει από την επομένη της ημέρας που σημειώνεται επ’ αυτής ως χρονολογία εκδόσεώς της. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του α.ν. 635/1937 «περί διατάξεων τινων πτωχευτικού δικαίου», από το πρωί της ημέρας κατά την οποία δημοσιεύεται η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση στο ακροατήριο του δικαστηρίου, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως (διαθέσεως και διαχειρίσεως) της πτωχευτικής περιουσίας. Η στέρηση αυτή, γνωστή και ως «πτωχευτική απαλλοτρίωση», αποκλείει την αυτόβουλο διάθεση των κεφαλαίων του πτωχεύσαντος, καθόσον αυτά συγκροτούν έκτοτε την πτωχευτική περιουσία, η οποία είναι υπέγγυος στην ομάδα των πιστωτών. Ως εκ τούτου, αν εκδοθεί μία μεταχρονολογημένη επιταγή και μετά ταύτα κηρυχθεί σε πτώχευση ο εκδότης αυτής, δεσμεύονται τα διαθέσιμα κεφάλαιά του υπέρ της ομάδος των πιστωτών και δεν είναι δυνατή η πληρωμή της επιταγής κατά την μεταγενέστερη ημερομηνία που αναγράφεται ως χρόνος εκδόσεώς της. Εκ τούτων έπεται ότι η μη πληρωμή αυτής μετά την πτώχευση του εκδότη λογίζεται ανυπαίτια και δεν ιδρύει υποχρέωση αποζημιώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ. Ουδεμία δε επιρροή ασκεί το γεγονός ότι στο σώμα του τίτλου σημειώνεται ότι η μη πληρωμή οφείλεται στην έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, καθόσον και η έλλειψη αυτή έχει ως άμεση αιτία την πτωχευτική απαλλοτρίωση. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε ότι την 31.1.1996 ο αναιρεσείων, λήπτης της υπ’ αριθμ. 26170525 μεταχρονολογημένης επιταγής, ποσού 4.449.000 δραχμών, εμφάνισε αυτή προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα Εργασίας, όπου όμως σφραγίσθηκε, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια. Η ανωτέρω επιταγή είχε εκδοθεί την 5.10.1995 από τον δεύτερο αναιρεσίβλητο ως διαχειριστή της πρώτης, οι οποίοι, μετά την έκδοσή της, κηρύχθηκαν σε πτώχευση με την υπ’ αριθμ. 4837/1995 απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου Αθηνών. Κατόπιν τούτων, το εφετείο έκρινε ότι η αξίωση του αναιρεσείοντος προς αποζημίωση γεννήθηκε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η επιταγή, δηλαδή πριν από την κήρυξη των αναιρεσιβλήτων σε κατάσταση πτωχεύσεως, εντεύθεν δε απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, η οποία, ως συνέπεια της αναστολής των ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών, στους οποίους κατέλεξε και τον αναιρεσείοντα, είχε απορρίψει ως ανομιμοποίητη την αγωγή. Η παραδοχή αυτή, ότι δηλαδή τέτοια αξίωση γεννήθηκε πράγματι και μάλιστα πριν από την πτώχευση του εκδότη καθιστά μεν εσφαλμένο το αιτιολογικό της αποφάσεως, χωρίς όμως να επηρεάζει την ορθότητα του διατακτικού της. Εν όψει τούτου, οι ταυτόσημοι από το άρθρο 559 αριθμ. 1 πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, που μέμφονται την προσβαλλομένη για παραβίαση των πιο πάνω διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν, σύμφωνα με το άρθρο 578 ΚΠολΔ. Τέλος, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, που αποδίδει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, χωρίς όμως να προσδιορίζει ούτε ποία είναι αυτή, ούτε την παραβιασθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη, είναι αόριστος.


Σημείωση

Η δημοσιευόμενη απόφαση πραγματεύεται το ζήτημα της πορείας της μεταχρονολογημένης επιταγής, στην περίπτωση που ο εκδότης πτωχεύσει, πριν από την εμφάνιση και σφράγισή της.

Η παρούσα απόφαση του Αρείου Πάγου λοιπόν έκρινε, ότι αν εκδοθεί μεταχρονολογημένη επιταγή και μετά κηρυχθεί σε πτώχευση ο εκδότης της, δεσμεύονται τα διαθέσιμα κεφάλαια του για χάρη της ομάδας των πιστωτών και δεν είναι δυνατή η πληρωμή της επιταγής στη μεταγενέστερη ημερομηνία που αναγράφεται ως χρόνος έκδοσης της.

Πράγματι, ο πτωχεύσας από το πρωί της ημέρας, που δημοσιεύθηκε η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση στερείται αυτοδικαίως την διοίκηση δηλαδή την εξουσία διαχείρισης και διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, η οποία περιέρχεται στον σύνδικο (πτωχευτική απαλλοτρίωση). Απόρροια της ανωτέρω αποξένωσης του πτωχεύσαντα από την περιουσία του, είναι ότι κάθε δικαιοπραξία του, η οποία αναφέρεται στην πτωχευτική περιουσία είναι αυτοδικαίως ανενεργή ως προς την ομάδα των πιστωτών (Βλ. αναλυτικά Ν. Ρόκα, Στοιχεία πτωχευτικού δίκαιου, 2η έκδ. Αθήνα: Αντ. Σάκκουλα 1997, σελ. 23-26). Επομένως, ο πτωχεύσας δεν δύναται να διαθέσει αυτόβουλα τα κεφάλαιά του.

Από τα ανωτέρω συνάγεται, και εκεί έγκειται η πεμπτουσία της δημοσιευόμενης απόφασης, ότι η υπαιτιότητα του μετέπειτα πτωχεύσαντος εκδότη αίρεται και δεν δημιουργείται έτσι υποχρέωση αποζημίωσης εις βάρος του, δυνάμει του άρθρου 914 ΑΚ, για την μη πληρωμή της επιταγής. Έτσι, δεν δημιουργείται και θέμα προσωποκράτησής του.

Ενδιαφέρον θα έχει να δούμε με ποιό τρόπο θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα και τα ποινικά δικαστήρια, που αρκούνται στο να χαρακτηρίζουν το έγκλημα της ακάλυπτης επιταγής ως τυπικό, χωρίς να εξετάζουν το θέμα της πτώχευσης του εκδότη της.

Ιωάννης Αντ. Σιώτος

Δικηγόρος, LLM