Digesta 2005 |
ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΩΣ ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ
Γεώργιος Κουμάντος
Ομότιμος Καθηγητής Νομική
Για να ανοίξετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ
Η σειρά των διαλέξεων, όπου εντάσσεται και η σημερινή, θα μπορούσε να δώσει ερεθίσματα για πολλές γενικότερες σκέψεις. Θα μπορούσε να επισημανθεί ότι τώρα μιλάμε για παράδοση ή εξέλιξη ενώ παλαιότερα το δίλημμα θα ήταν μεταξύ εξέλιξης ή επανάστασης – σαν τώρα το κέντρο του βάρους να έχει μετακινηθεί προς τα συντηρητικότερα. Θα μπορούσε αυτή ακριβώς η μετακίνηση να εξηγηθεί από τον αριθμό των επαναστάσεων που φάνηκαν να κερδίζονται ενώ τελικά αποδείχθηκαν χαμένες αφού το τελικό αποτέλεσμά τους ήταν μάλλον η στασιμότητα ή και η οπισθοδρόμηση σε κάποια υποθετική πορεία προς τη βελτίωση των όρων της διαβίωσης. Κι ακόμα θα μπορούσαν να διατυπωθούν κάποιες σκέψεις για την ασάφεια των σχετικών ορίων αφού συχνά η επανάσταση δεν είναι παρά η επιταχυνόμενη εξέλιξη και η εξέλιξη δεν είναι παρά μια σειρά μικρών επαναστάσεων.
Αλλά δεν θα μιλήσω για όλα αυτά κι άλλωστε δεν ξέρω αν σ’ αυτά τα γενικά θέματα θα είχα κάτι πραγματικά καινούργιο να πω. Θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου σ’ ένα ειδικό θέμα, στο θέμα της νομικής ρύθμισης των οικογενειακών σχέσεων. Κι εδώ θα προσπαθήσω να δείξω την αναμέτρηση ανάμεσα στην παράδοση και την εξέλιξη και την έκβαση αυτής της αναμέτρησης. Αλλά δεν θα περιορισθώ στην παρουσίαση ενός παρελθόντος, όπου η έκβαση αυτή είναι πια γνωστή. Θα προσπαθήσω να αναφερθώ και στην αναμέτρηση που γίνεται τώρα, μπροστά στα μάτια μας, με έκβαση άγνωστη.
Το οικογενειακό δίκαιο, δεμένο καθώς είναι με τον ιδιωτικό βίο του κάθε ανθρώπου, με τα ήθη και τα έθιμα του κάθε τόπου, ακόμα και με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, είναι από τη φύση του συντηρητικό, πολύ λιγότερο ευκίνητο και πολύ πιό δεμένο με την παράδοση από ότι ας πούμε το εμπορικό δίκαιο. Στην Ελλάδα μάλιστα αυτή η σύνδεση προπάντων με τις εθνικές παραδόσεις και την ορθοδοξία υπογραμμιζόταν έντονα και χρησίμευε ως πρόχειρο πρόσχημα για την απόρριψη κάθε προτεινόμενης μεταρρύθμισης.
Βέβαια, ο τονισμός αυτός των εθνικών και θρησκευτικών παραδόσεων ως ιδιομορφίας του ελληνικού οικογενειακού δικαίου δεν άντεχε σε βαθύτερη κριτική εξέταση. Οι κανόνες που ίσχυαν στην Ελλάδα μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους δεν είχαν και δεν μπορούσαν να έχουν σχέση με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο. Το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο ήταν ουσιαστικά λίγο - πολύ όμοιο με το οικογενειακό δίκαιο όλων των χωρών του Δυτικού μας κόσμου. Σε μας δεν ήταν παρά οι κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου όπως είχαν συστηματοποιηθεί από τη γερμανική νομική επιστήμη κατά τον δέκατο έννατο αιώνα. Το παράδειγμα ιδιομορφίας που συχνά αναφερόταν ήταν η υποχρέωση διατροφής του αδελφού – δείγμα απλώς μιάς οικογενειακής αλληλεγγύης, συμπαθούς αλλά ανεπαρκούς για να χαρακτηρίσει ολόκληρο το οικογενειακό δίκαιο. Κατά τα λοιπά, η παράδοση στο οικογενειακό δίκαιο δεν ήταν παρά η έκφραση της νομικής παντοδυναμίας του ανδρός ως συζύγου και ως πατέρα, μιας παντοδυναμίας που δεν αποτελούσε καθόλου εθνικό γνώρισμα αλλά φαινόμενο λίγο - πολύ παγκόσμιο.
Ζωηρότερες ήταν οι θρησκευτικές επιδράσεις. Κατά τη βυζαντινή εποχή, η Εκκλησία εκφραζόμενη από τον Πατριάρχη έπαιρνε θέση σε θέματα οικογενειακού δικαίου, όπως στα κωλύματα του γάμου και, προπάντων, στην καθιέρωση της ιερολογίας ως αποκλειστικού τύπου τέλεσης του γάμου (που ήταν και ένα έσοδο για τον κλήρο). Μετά την Άλωση, πρώτη πράξη του Σουλτάνου – και δείγμα της πολιτικής του σοφίας – ήταν η παραχώρηση προνομίων στον Πατριάρχη για την απονομή της δικαιοσύνης σε θέματα οικογενειακού δικαίου, (σε θέματα δηλαδή που δεν τον ενδιέφεραν). Αλλά η μεν αρμοδιότητα της Εκκλησίας στην επίλυση διαφορών του οικογενειακού δικαίου δεν επέζησε βέβαια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους παρά σε κάποιες ασήμαντες λεπτομέρειες (προσπάθεια συμφιλίωσης πριν από το διαζύγιο ή μια σφραγίδα στη δικαστική απόφαση που έλυνε το γάμο με την πομπώδη ονομασία «πνευματική λύση του γάμου») και το σημαντικό που έμεινε ήταν η υποχρεωτική θρησκευτική τέλεση των γάμων.
Αυτή ήταν, ως τα τελευταία χρόνια, η εικόνα της παράδοσης στο οικογενειακό δίκαιο, στον τόπο μας αλλά και γενικότερα. Όμως οι ρυθμίσεις του άρχισαν να είναι ολοένα και περισσότερο αντίθετες με τις πιό σύγχρονες αντιλήψεις και τις πιό σύγχρονες ευαισθησίες προπάντων σ’ ό,τι αφορά την ισότητα των φύλων και τον αποχωρισμό του κοινωνικού βίου από τις θρησκευτικές αντιλήψεις. Στις αντιλήψεις και τις ευαισθησίες ήρθε, το 1975, να προστεθεί και η συνταγματική καθιέρωσή τους προπάντων η ισότητα των φύλων έγινε, κατά τρόπο σαφέστερο από πριν, επιτακτικός κανόνας του Συντάγματος, έτσι που υποχρέωναν τον κοινό νομοθέτη να προσαρμόσει τις ρυθμίσεις του – αλλιώτικα θα ήσαν ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές. Έτσι έγινε αναπόφευκτη η αναμέτρηση της παράδοσης με την εξέλιξη, μια αναμέτρηση με έκβαση κατά κάποιον τρόπο ήδη προδικασμένη αφού η εξέλιξη είχε το Σύνταγμα με το μέρος της.
Κατά τα πρώτα 1000 περίπου χρόνια του Χριστιανισμού, η Εκκλησία δεν είχε καμία αναγκαία συμμετοχή στην τέλεση του γάμου μεταξύ Χριστιανών. Κατόπιν, η Εκκλησία θέλησε να είναι παρούσα και, κατά κάποιον τρόπο, να συμπράττει όχι μόνο στη γέννηση (με τη βάπτιση και την ονοματοδοσία) και στο θάνατο (με την κηδεία) αλλά και στην τρίτη κρίσιμη στιγμή της ζωής τους ανθρώπου, το γάμο. Έτσι καθιερώθηκε από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες η υποχρεωτική ιερολογία του γάμου. Και μάλιστα αυτός το τύπος καθιερώθηκε με τους αυστηρότερους δυνατούς τρόπους γιατί – κατά παράδοξους συλλογισμούς – δεν θεωρήθηκε τύπος αλλά η ουσία του γάμου. Πράγμα που εσήμαινε, πρώτον, ότι, αν δεν είχε τηρηθεί, ο γάμος δεν ήταν απλώς άκυρος αλλά ανυπόστατος – δηλαδή δεν χρειαζόταν ούτε δικαστική απόφαση για να ακυρωθεί. Και δεύτερον ακόμα και στο εξωτερικό αν γινόταν ο γάμος έπρεπε να ιερολογηθεί από ορθόδοξο παπά – δηλαδή δεν εφαρμοζόταν ο γενικός κανόνας του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ότι ο τόπος καθορίζει τον τύπο κάθε δικαιοπραξίας.
Οι αντιλήψεις είχαν ωστόσο ωριμάσει για την καθιέρωση του λεγόμενου πολιτικού γάμου: όπως κάθε σοβαρή δικαιοπραξία, ο γάμος θα έπρεπε να τελεσθεί πάντως με δηλώσεις ενώπιον αρμόδιου οργάνου της Πολιτείας – θα μπορούσε να είναι ο ληξίαρχος ή ο δήμαρχος ή και ο συμβολαιογράφος (προτιμήθηκε ο δήμαρχος). Φυσικά, μετά την πολιτειακή τέλεση του γάμου, οι νεόνυμφοι που θα το ήθελαν θα μπορούσαν να πάρουν και την ευλογία της Εκκλησίας τους ή θρησκευτικού λειτουργού της όποιας θρησκείας τους.
Αναμενόμενη ήταν η αντίδραση της ορθόδοξης Εκκλησίας που θα έχανε έτσι την υποχρεωτικότητα της παρουσίας της (και κάποια πηγή εσόδων). Η αντίδραση πήρε μια μορφή πλάγια που αποδείχθηκε και αποτελεσματικότερη: η Εκκλησία δεν πολέμησε κατά της εισαγωγής του πολιτικού γάμου αλλά κατά της υποχρεωτικής προήγησής του. Δέχθηκε τη δυνατότητα του πολιτικού γάμου αλλά ζήτησε οι δύο τρόποι τέλεσης του γάμου (με σύγχρονη νομική ορολογία θα λέγαμε οι δύο τύποι) να είναι «ισόκυροι» (ίσου κύρους). Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι αντί να προηγείται η πολιτειακή πράξη του γάμου και να έπεται – για όσους θα το ήθελαν – η θρησκευτική, για την τέλεση του γάμου θα αρκούσε ο ένας τρόπος κατά την προτίμηση των ενδιαφερομένων.
Σωστά είχε εκτιμήσει η Εκκλησία ότι αν ο ένας τρόπος αρκούσε
Συμβιβασμός δεν χρειάστηκε στην αναμέτρηση γύρω από το θέμα της ισότητας των φύλων – εδώ η επικράτηση της ισότητας ήταν απόλυτη. Φθάνει να σας διαβάσω τα σχετικά κείμενα του Αστικού Κώδικα όπως ήταν πριν από την τροποποίηση του 1983 και όπως έγιναν μετά.
Για τις σχέσεις των συζύγων, έλεγε το άρθρο 1387, μνημείο υπεροχής του αντρός: «Ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογένειας και αποφασίζει περί παντός ό,τι αφορά το
Δεν υπήρξε συμβιβασμός – δεν χρειάσθηκε συμβιβασμός – ενώ το Σύνταγμα που επέβαλλε την ισότητα των φύλων με το άρθρο 4 παρ. 2 («Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις») αφήνει ανοιχτό ένα παράθυρο για τη διατήρηση ρυθμίσεων ανισότητας. Το άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος, έλεγε, μέχρι την τελευταία αναθεώρησή του: «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Μ’ αυτή την επιφύλαξη και με την επίκληση «σοβαρών λόγων» θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν όλες οι ανισότητες. Αυτό δεν έγινε και μόνο σε μια περίπτωση καθιερώνεται μια ανισότητα από τον Αστικό Κώδικα: οι γονείς, που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν νομικά κοινό επώνυμο, μπορούν με δήλωσή τους πριν από το γάμο, να ορίσουν ποιό από τα δυο επώνυμα (ή σύνθεση των δύο) θα έχουν τα παιδιά· αν δεν το ορίσουν, τα παιδιά θα έχουν το επώνυμο του πατέρα. Αυτό ήταν η μόνη παραχώρηση που αναγκαστικά έγινε δεκτή γιατί αλλιώτικα θα έπρεπε να πούμε ότι ο γάμος είναι άκυρος αν δεν γίνει η δήλωση για το επώνυμο των παιδιών. Στο κάτω - κάτω της γραφής, η μητέρα έχει τη βεβαιότητα από τον τοκετό, ας έχει και ο πατέρας την παρηγορία του επωνύμου του.
Αν δεν χρειάστηκαν συμβιβασμοί στο θέμα της ισότητας είναι γιατί είχε προχωρήσει η ωρίμανση του θέματος στην κοινωνική συνείδηση. Βέβαια τα νομικά κείμενα δεν καθρεφτίζουν πάντα πιστά τις κοινωνικές αντιλήψεις. Γιατί, στην πραγματικότητα, ούτε η παντοδυναμία του αντρός ήταν τόσο απεριόριστη πριν από τη νομοθετική αλλαγή ούτε η ισότητα έχει τώρα γίνει πράξη σ’ όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Αλλά, όσο κι αν αυτό δεν πρέπει να υπερτιμάται, οι νομικοί κανόνες ασκούν, έστω έμμεσα και μακροπρόθεσμα, και κάποια παιδαγωγική λειτουργία: με βάση αυτούς τους κανόνες η ισότητα μπορεί να γίνει ακόμα πιό βιωμένη πραγματικότητα.
Παιδαγωγική λειτουργία ασκεί και η κατάργηση του θεσμού της προίκας που έγινε κι αυτή στο πλαίσιο των νομοθετικών μεταβολών για την καθιέρωση της ισότητας. Ενώ οι νομικές διατάξεις απέβλεπαν στην περιφρούρηση των περιουσιακών στοιχείων που δίνονταν ως προίκα από την αλόγιστη κατασπατάλησή τους, ο νομοθέτης αποδέχθηκε ένα αίτημα που γενικά προβαλλόταν για την κατάργηση του θεσμού. Η ελπίδα – που τελικά δικαιώθηκ
Σε ένα άλλο θέμα, η αναμέτρηση δεν κινήθηκε στο επίπεδο των κανόνων του δικαίου: η ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (απλούστερα: τεχνητή γονιμοποίηση) αναπτύχθηκε ως κοινωνική πραγματικότητα χωρίς κανόνες δικαίου σ’ ένα χώρο άναρχης ελευθερίας. Σε τρία κυρίως αίτια φαίνεται να οφείλεται η ανάπτυξη αυτού του φαινομένου: Το πρώτο είναι η σχετικά αυξανόμενη συχνότητα κάποιων δυσκολιών στη φυσιολογική γονιμοποίηση του ωαρίου από τα σπερματοζωάρια ίσως εξαιτίας μεταβολών στο περιβάλλον που επηρεάζουν την ανθρώπινη γονιμότητα. Το δεύτερο είναι η ανάπτυξη νέων ιατρικών μεθόδων τεχνητής γονιμοποίησης με αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας. Και ο τρίτος παράγοντας είναι η ανάπτυξη νέων ευαισθησιών που κάνουν τα ζευγάρια, που δεν κατορθώνουν να αποκτήσουν παιδί, να αναζητούν την ιατρική υποβοήθηση αντί να το «παίρνουν απόφαση» όπως θα έκαναν παλαιότερα – αυτό θα ήταν η παράδοση.
Η εξέλιξη ήταν η καταφυγή στην ιατρική υποβοήθηση, μέσα στα πλαίσια της γενικής ελευθερίας εφαρμογής των δυνατοτήτων της ιατρικής. Νομική αναγνώριση αυτής της συγκεκριμένης εφαρμογής ούτε χρειαζόταν ούτε μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα αφού πια είχε τόσο διαδοθεί και είχε γίνει κοινωνικά αποδεκτή. Η νομική ρύθμιση χρειάστηκε μόνο για κάποια θέματα που αφορούσαν είτε τις προϋποθέσεις είτε τις συνέπειες είτε την ειδικότερη διαμόρφωση του φαινομένου.
Η ρύθμιση αυτή έγινε με το νόμο
Σ’ όλα αυτά τα θέματα, θα μπορούσε κανείς να πεί ότι οι επιλογές του νομοθέτη απομακρύνονταν από την προσέγγιση σε κάποιες συντηρητικές παραδόσεις και βρίσκονταν με το μέρος των εξελίξεων. Αλλά τα θέματα αυτά ήταν μάλλον περιθωριακά, μικρής πρακτικής συχνότητας. Ζωηρότερες συζητήσεις μπορούσαν να προκαλέσουν και πραγματικά προκάλεσαν δύ
Όλα τα θέματα, στα οποία έγινε έως τώρα αναφορά, αφορούν αναμέτρηση που, κατά κάποιον τρόπο, ανήκει στο παρελθόν αφού έχει πια ξεπερασθεί. Νέες αναμετρήσεις ξετυλίγονται τώρα μπροστά μας και μάλιστα αναμετρήσεις που αφορούν την ίδια την έννοια του πιό κεντρικού θεσμού του
Η ισχύουσα νομοθεσία μας – όπως άλλωστε και οι νομοθεσίες πολλών άλλων χωρών – δεν περιέχουν ορισμό του γάμου, μάλλον γιατί θεωρούν ότι ο όρος αναφέρεται σε έννοια τρέχουσα και αυτονόητη. Εξακολουθεί να επηρεάζει την κοινή αντίληψη, από την εποχή του Ρωμαϊκού Δικαίου, ο ορισμός που έδινε ο ρωμαίος νομοδιδάσκαλος Μοδεστίνος κατά τον οποίο (στη μετάφραση της κωδικοποίησης του Λέοντα του Σοφού) γάμος είναι «
Αυτή ήταν η παραδοσιακά καθιερωμένη αντίληψη με κύρια γνωρίσματα ότι ο γάμος είναι συμφωνία προσώπων διαφορετικού φύλου («ανδρός και γυναικός») με νομικά κατοχυρωμένη την προοπτική της μονιμότητας («του βίου παντός»). Και τα δύο όμως αυτά στοιχεία έχουν αρχίσει να αμφισβητούνται στην εποχή μας: γιατί μονιμότητα νομικά κατοχυρωμένη; - γιατί αναγκαστική διαφορά φύλου; Και οι αμφισβητήσεις αυτές μπορεί να αποδειχθούν ισχυρές σε μια εποχή όπως η δική μας με ευαισθησίες για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και για το σεβασμό των κάθε λογής μειονοτήτων ακόμη και των μειονοτήτων στις σεξουαλικές προτιμήσεις.
α) Η νομική περιένδυση των ελευθέρων ενώσεων
Μερικά ζευγάρια προτιμούν να συζούν χωρίς να έχουν τελέσει γάμο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε γιατί υπάρχει κάποιο εμπόδιο, νομικό ή πραγματικό στο γάμο τους είτε γιατί θέλουν μεν τη συμβίωση, τη μόνιμη συμβίωση, αλλά χωρίς τη δέσμευση που δημιουργεί ο γάμος με τις δυσκολίες στη λύση του. Άλλοτε η κοινωνία αποδοκίμαζε, προπάντων για τη γυναίκα που συζούσε «αστεφάνωτη», αυτές τις συμβιώσεις αλλά σήμερα η παραδοσιακή αυτή αποδοκιμασία έχει πολύ περιορισθεί ή και εξαφανισθεί.
Τα ζευγάρια που συζούσαν χωρίς γάμο μπορεί να μην ήθελαν το γάμο ή να μην μπορούσαν να παντρευθούν, ήθελαν όμως μερικά από τα δικαιώματα που δίνει ο γάμος: επιδόματα, άδειες, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση, διατήρηση της οικογενειακής στέγης, ή και κάποιας διατροφής, ακόμα και κάποια κληρονομικά δικαιώματα ή, έστω, μειωμένο φόρο κληρονομίας αν κληρονομούσαν με διαθήκη. Παλαιότερα, ο νόμος είχε ρητά προβλέψει μόνον μια ευνοϊκή μεταχείριση των παιδιών που μπορούσε να γεννηθούν από μιά τέτοια χωρίς γάμο συμβίωση
Αυτή ήταν η παράδοση ή, μάλλον, έτσι είχε διαμορφωθεί η εξελιγμένη παράδοση. Εμπόδιο στην αναγνώριση κι άλλων δικαιωμάτων μπορεί να μην ήταν πια η κοινωνική αποδοκιμασία, που ολοένα μειωνόταν, παρέμεναν όμως τα ασαφή όρια της μονιμότητας της συμβίωσης: πώς θα διαχωριζόταν η συμβίωση από κάποια παροδική, επαναλαμβανόμενη και ίσως παρατεινόμενη σεξουαλική σχέση;
Στο πρόβλημα αυτό, η γαλλική νομοθεσία από το 1999 δίνει μια λύση: το αστικό σύμφωνο αλληλεγγύης («pacte civil de solidarité», γνωστό ως P
Έτσι, με το P
β) Η συμβίωση προσώπων του ίδιου φύλου
Μια από τις κριτικές που διατυπώθηκαν κατά του συστήματος που, στη Γαλλία, διαμορφώθηκε ως P
Στη Γερμανία από το 2001 καθιερώθηκε ο θεσμός της «καταχωρημένης συμβίωσης», προσφερόμενος μόνο σε πρόσωπα του ίδιου φύλου, δυό άντρες ή δυό γυναίκες. Χαρακτηριστική είναι η ονομασία του γερμανικού νόμου: Νόμος για τον τερματισμό της άνισης μεταχείρισης συμβιώσεων μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Οι επιμέρους ρυθμίσεις έχουν πολλές ομοιότητες με το γαλλικό PaCs και κύρια διαφορά ότι αποκλείεται η εφαρμογή της σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου – αφού αυτά μπορούν να τελέσουν πλήρη γάμο γιατί να έχουν την εναλλακτική δυνατότητα ενός mini-γάμου; Σημειώνεται ακόμα ότι οι σύντροφοι με «καταχωρημένη συμβίωση» δεν μπορούν να υιοθετήσουν από κοινού αλλά στο παιδί του ενός ο άλλος ασκεί μερική γονική μέριμνα.
Παρά την ίσως υπονόμευση του θεσμού του γάμου με το γαλλικό αστικό σύμφωνο αλληλεγγύης και την ίσως περιφρούρησή του με τη γερμανική καταχωρημένη συμβίωση, η παραδοσιακή έννοια του γάμου, όπως είχε διαμορφωθεί από τον Μοδεστίνο στη ρωμαϊκή εποχή παρέμενε αναλλοίωτη: ένωση ανδρός και γυναικός – όλα τα άλλα ήσαν θεσμοί παράπλευροι, εννοιολογικά χωριστοί. Η πυρηνική αλλοίωση της έννοιας πραγματοποιήθηκε τη στιγμή που κάποιες νομοθεσίες αναγνώρισαν τη δυνατότητα κανονικού, πλήρους γάμου ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου φύλου. Η Ολλανδία από το 2001 και το Βέλγιο από το 2003 ρητά καθιερώνουν ότι η διαφορά του φύλου δεν αποτελεί προϋπόθεση του έγκυρου γάμου. Αναμένεται ότι τη γραμμή αυτή θα ακολουθήσει προσεχώς και η Ισπανία, η καθολικότατη Ισπανία.
Για τα άλλα κράτη, εκείνα που για την ώρα δεν φαίνονται έτοιμα να ακολουθήσουν τη ριζοσπαστική οδό της πλήρους εξομοίωσης, και ίσως (όπως ήδη η Δανία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία και η Σουηδία) περιορισθούν στην ηπιότερη οδό κάποιου ενδιάμεσου «συμφώνου» που εξασφαλίζει κάποιες ευνοϊκές μεταχειρίσεις στα ζευγάρια που συμβιώνουν χωρίς γάμο, η αναμέτρηση μεταξύ παράδοσης και εξέλιξης παίρνει μια πιό τεχνική μορφή: το δίκαιό της θα αναγνωρίζει ως έγκυρους τέτοιους γάμους και τέτοια σύμφωνα που θα έχουν καταρτισθεί στις χώρες που τα αναγνωρίζουν, όπως θα επιβαλλόταν από τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ή θα θεωρεί ότι μια τέτοια αναγνώριση θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξης τους; Η εσωτερική παράδοση θα φτάνει να εμποδίσει την αναγνώριση της εξέλιξης σε άλλα κράτη;
Μερικά μόνο σημεία επαφής με το
Παράδοση θα ήταν η αγνόηση αυτών των φαινομένων και η αδιαφορία για τις καταστάσεις δυστυχίας που μπορεί να προκαλούν. Εξέλιξη είναι ότι τα προβλήματα που σχετίζονται μ’ αυτήν την αλλαγή του φύλου βρίσκονται τώρα υπό μελέτη, τόσο σε επίπεδο εθνικών νομοθεσιών όσο και διεθνών συμβάσεων, με στόχο την νομική αναγνώριση της μεταβολής προπάντων για τα δημόσια βιβλία και πιστοποιητικά. Για το
Πολλοί είναι οι παράγοντες που προκαλούν τις αλλαγές στις καταστάσεις, που δημιουργούν αυτό που ονομάζεται εξέλιξη από τις μεταβολές στην τεχνική και την οικονομία μέχρι τις μεταβολές στις νοοτροπίες. Αν θέλαμε να εντοπίσουμε το κοινό σημείο των μεταβολών που επισημάνθηκαν στο χώρο του
Οι περισσότεροι και οι ισχυρότεροι έχουν φτιάξει το νόμο στα μέτρα τους, οπλισμένο με τη δύναμη που δίνει η παράδοση. Όμως η μειονεκτική θέση της γυναίκας, η θέση εκείνων που δεν ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία ή δεν θέλουν να ακολουθήσουν τους κανόνες της, εκείνων που δεν μπορούν να κάνουν παιδιά, εκείνων που είναι απρόθυμοι να υποβληθούν στη δέσμευση του γάμου, εκείνων που έχουν ιδιαιτερότητες στις σεξουαλικές τους σχέσεις – όλοι αυτοί άλλοτε αφήνουν αδιάφορη την πλειονότητα όταν δεν της προκαλούσαν αποδοκιμασία, λιγότερο ή περισσότερο έντονη.
Τελικά η έγνοια για τις όποιες μειονότητες αποτελεί χρήσιμο γνώρισμα της ηθικής μας συγκρότησης. Λέγαμε κάποτε ότι το