Digesta 2006

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Νομολογία Διοικητικών Δικαστηρίων

Επιμέλεια: Δ. Φιλίππου

Επ. Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ

Για να ανοίξετε τη μελέτη σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Σ 21 § 4, Υ.Κ. άρθρο 53 § 2, Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1755/1988), άρθρο 44 § 20

Άρθρο 53 § 2 εδ. β΄ Υ.Κ. ισχύει και για μητέρες δικαστικούς λειτουργούς – Αρχή της ισότητας των δύο φύλων

 

Ο πατέρας δικαστικός λειτουργός δικαιούται ειδική άδεια διάρκειας εννέα (9) μηνών για την ανατροφή του τέκνου του. Οι αντίστοιχες διατάξεις του Υ.Κ. (άρθρα 51-53) ισχύουν εν προκειμένω.

 

ΣτΕ 1/2006, Γ΄ Τμήμα (Ν. Σακελλαρίου)

(Σύνθεση: Γ. Σταυρόπουλος - Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Ν. Σακελλαρίου, Ν. Μαρκουλάκης, Α. Καραμιχαλέλης, Γ. Τσιμέκας - Σύμβουλοι, Κ. Πισπιρίγκος, Σ. Κωνσταντίνου - Πάρεδροι)

 

  1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία κατετέθη στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με έγγραφο του οποίου διεβιβάσθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας και εν συνεχεία συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται από τον αιτούντα, Πρωτοδίκη των Διοικητικών Δικαστηρίων, η ακύρωση της τεκμαιρομένης σιωπηράς απορρίψεως από τον Υπουργό της Δικαιοσύνης του υποβληθέντος από αυτόν αιτήματος περί χορηγήσεως σ’ αυτόν ειδικής εννεάμηνης άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου» η οποία προβλέπεται από το άρθρο 53 παράγραφος 2 εδάφιο β΄ του Υπαλληλικού Κώδικα. Η απόρριψη του προαναφερθέντος αιτήματος του ήδη αιτούντος εκδηλώθηκε με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την περιέλευ­ση της από 15.3.2004 σχετικής αιτήσεώς του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
  2. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στο Τμήμα υπό επταμελή σύνθεση, με την από 8.11.2004 πράξη του προέδρου του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω της σπουδαιότητάς της.
  3. Επειδή, στην διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3. ...», στην δε διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Η παράγραφος αυτή, πριν από την αναθεώρησή της, όριζε ότι «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Περαιτέρω στη μεν διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους», στην δε διάταξη της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου που προστέθηκε με το προαναφερθέν Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής,» ορίζεται ότι «Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Τέλος, στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το πιο πάνω Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής ορίζεται ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
  4. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 1483/1984 (ΦΕΚ Α΄ 153) ορίζονται τα εξής: «Έκταση εφαρμογής. 1. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού εφαρμόζονται στους εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σχέση έμμισθης εντολής, σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις. Αφορούν τους εργαζόμενους και των δύο φύλων, που έχουν υποχρεώσεις προς εξαρτώμενα από αυτούς παιδιά ή άλλα μέλη της οικογενείας τους που έχουν ανάγκη τις φροντίδες ή την υποστήριξή τους, ώστε να διευκολύνεται η προετοιμασία τους για την είσοδο στην απασχόληση, η διατήρησή της, καθώς και η επαγγελματική τους εξέλιξη», στην δε παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ιδίου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ Α΄ 205) ορίζεται ότι: «Άρθρο 25. Γονική άδεια ανατροφής. Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του ν. 1483/1984 (ΦΕΚ 153 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής: «1. Ο γονέας που έχει τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και έχει συμπληρώσει ένα (1) χρόνο εργασίας στον ίδιο εργοδότη δικαιούται να λάβει γονική άδεια ανατροφής του παιδιού, στο χρονικό διάστημα από τη λήξη της άδειας μητρότητας μέχρις ότου το παιδί συμπληρώσει ηλικία τριών και μισό (3 1/2) ετών. Η άδεια αυτή είναι χωρίς αποδοχές, η διάρκειά της μπορεί να φθάσει τους τρεις και μισό (3 1/2) μήνες για κάθε γονέα και δίνεται από τον εργοδότη, με βάση τη σειρά προτεραιότητας των απασχολούμενων στην επιχείρηση για κάθε ημερολογιακό έτος. Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν και για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, που γίνεται εξαιτίας της άσκησης του δικαιώματος για λήψη γονικής άδειας ανατροφής, είναι άκυρη». Εξ άλλου, στην μεν διάταξη του άρθρου 51 του νέου Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, ΦΕΚ Α΄ 19) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 51. Άδειες χωρίς αποδοχές. 1. Επιτρέπεται η χορήγηση στον υπάλληλο, μετά από αίτησή του, άδειας άνευ αποδοχών, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα (1) μήνα εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους. 2. Στους υπαλλήλους επιτρέπεται η χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών συνολικής διάρκειας έως δύο (2) ετών, ύστερα από αίτησή τους και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους. 3. ... 4. ... 5. ... 6. ...», στην δε διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του προαναφερθέντος Κώδικα ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 52. Άδειες μητρότητας. 1. Στις υπαλλήλους οι οποίες κυοφορούν χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) μήνες πριν και τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό. Η άδεια λόγω κυοφορίας χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντα γιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού». Περαιτέρω, στην διάταξη του άρθρου 53 του ίδιου Κώδικα ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Άρθρο 53. Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις. 1. Η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 51 άδεια χορηγείται υποχρεωτικά, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, όταν πρόκειται για ανατροφή παιδιού ηλικίας έως και έξι (6) ετών. 2. Στις μητέρες υπαλλήλους, ο χρόνος εργασίας μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών, και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Η μητέρα υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου. 3. Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1 ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 για το ίδιο διάστημα. 4. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 δικαιούται ο γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα. 5. ... 6. ...». Περαιτέρω, στην παράγραφο 20 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1755/1988, ΦΕΚ Α΄ 35) ορίζεται ότι: «Η δικαστική λειτουργός που κυοφορεί έχει δικαίωμα άδειας μετά τον τοκετό, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του Κράτους».
  5. Επειδή, με την υπ’ αρ. 3216/2003 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας εκρίθη ότι η προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 20 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), ερμηνευόμενη ενόψει του ανωτέρω άρθρου 21 του Συντάγματος που θέτει την μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του Κράτους και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας, έχει την έννοια ότι παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίες προβλέπουν όχι μόνον τις άδειες μητρότητας (κύη­σης και λοχείας, βλ. και άρθρο 105 του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα - π.δ/γμα 611/1977, A΄ 198), αλλά και κάθε άλλη άδεια που αποβλέπει στην προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται, σύμφωνα με την απόφαση αυτή, και από το γεγονός ότι ο έλληνας νομοθέτης δεν έχει προβλέψει, ειδικά, ρυθμίσεις για την ανατροφή των τέκνων των δικαστικών λειτουργών που προσιδιάζουν στις συνθήκες άσκησης του λειτουργήματός των, όπως έχει θεσπίσει για τις περισσότερες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, σε εκπλήρωση της υποχρεώσεως που απορρέει τόσο από το άρθρο 21 του Συντάγματος, όσο και από την αρχή του κοινοτικού δικαίου περί συμφιλιώσεως της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, που εκφράζεται και με τις διατάξεις της Οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996, [ΕΕ αριθ. L 145 της 19.6.1996, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 15.12.1997 (ΕΕ αριθ. L 10 της 16.1. 1998)], όπου προβλέπεται χορήγηση γονικής άδειας σε όλους τους εργαζόμενους. Επομένως, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των διαληφθεισών διατάξεων του Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι παραπέμπει, όχι μόνο στη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα που προβλέπει άδεια μητρότητας δύο μήνες πριν και τρεις μήνες μετά τον τοκετό, αλλά και στη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 του τελευταίου, κατά το μέρος που είναι εφικτή η εφαρμογή της στις μητέρες δικαστικές λειτουργούς, κατά το μέρος δηλαδή που προβλέπει δικαίωμα εννεάμηνης ειδικής άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου. Επακολούθησε ο νόμος 3160/2003 (ΦΕΚ Α΄ 165/30.6.2003), με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 58 του οποίου ορίσθη ότι: «Στο άρθρο 44 του κ.ν. 1756/1988 προστίθεται η παράγραφος 22 που έχει ως εξής: «22. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 1483/1984, όπως αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2639/ 1998, ισχύουν και για τους δικαστικούς. λειτουργούς». Τέλος, εξεδόθη ο ν. 3258/ 2004 (ΦΕΚ Α΄ 144/29.7.2004) με τις διατάξεις του οποίου εισήχθη για πρώτη φορά – εν όψει των κριθέντων με την προαναφερθείσα 3216/2003 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου (βλ. σχετική εισηγητική έκθεση) – ρύθμιση για την χορήγηση της εννεάμηνης άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές και για τις μητέρες δικαστικούς λειτουργούς, με την οποία ορίσθηκαν τα εξής: «Άδεια στις μητέρες δικαστικές λειτουργούς για την ανατροφή των τέκνων τους. Στο άρθρο 44 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώ­θηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α΄) προστίθενται μετά την παράγραφο (20) δύο (2) παράγραφοι με αριθμό 21 και 22 και οι παράγραφοι 21 και 22 αριθμούνται ως παράγραφοι 23 και 24: «21. Στη μητέρα δικαστική λειτουργό χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και ύστερα από αίτησή της, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού. Η ημερομηνία έναρξής της ορίζεται: α) από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης σε όσα Δικαστήρια διευθύνονται από Τριμελές Συμβούλιο, β) από τον προϊστάμενο του Δικαστηρίου ή της Εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων σε κάθε άλλη περίπτωση και πρέπει να προσδιορίζεται το συντομότερο δυνατόν, οπωσδήποτε, όμως, μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας της άδειας που έλαβε η ίδια δικαστική λειτουργός λόγω της κυοφορίας της. Κατ’ εξαίρεση η μητέρα δικαστική λειτουργός, η οποία αφού έλαβε άδεια λόγω κυοφορίας, που έληξε οποτεδήποτε, εντός πάντως του έτους 2004 και μέχρι το χρόνο της έναρξης της ισχύος του νόμου τούτου, δικαιούται να λάβει πλήρη άδεια για ανατροφή παιδιού. 22. Στις Ειρηνοδίκες και Πταισματοδίκες η άδεια της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται: 1) από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης για το Ειρηνοδικείο Αθηνών, 2) από τον διευθύνοντα το δικαστήριο, αν υπηρετούν πέντε (5) τουλάχιστον Ειρηνοδίκες ή Πταισματοδίκες σε αυτό και 3) από τον Πρόεδρο του οικείου Πρωτοδικείου στις λοιπές περιπτώσεις. Οι παραπάνω ορίζουν και την ημερομηνία έναρξης της άδειας» (βλ. άρθρο 1) και ότι η ισχύς του νόμου αυτού, όσον αφορά το άρθρο, 1 αυτού, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (29.7.2004) (βλ. άρθρο 7).
  6. Επειδή, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 1483/1984, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την διάταξη του άρθρου 25 του ν. 2639/1998, προς αυτές της παραγράφου 22 άρθρου 44 του ν. 1756/1988, η οποία προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 58 παρ. 2 του ν. 3160/2003 (και εν συνεχεία αναριθμήθηκε ως 24 με τις διατάξεις του ν. 3258/ 2004), η προβλεπομένη από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 1483/1984 (όπως ισχύει μετά την ανωτέρω αντικατάστασή τους με τον νόμο 2639/1998) άδεια ανατροφής τέκνου άνευ αποδοχών χορηγείται στους δικαστικούς λειτουργούς ανεξαρτήτως φύλου και επομένως και στον πατέρα δικαστικό λειτουργό.
  7. Επειδή, εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9.2.1976, ΕΕ, Ν. αριθμ. 39/40/14.12.1976, όπως ισχύει, θεσπίζεται, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα με αυτή, στα Κράτη - Μέλη (K.M.) της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Ε.Ε.) η υποχρέωση της τηρήσεως της «αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως και την επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας ...», απαγορευομένης «κάθε διακρίσεως που θεσπίζεται στο φύλο είτε άμεσα, είτε έμμεσα σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση», (βλ. άρθρο 1 και επ. της πιο πάνω οδηγίας), [βλ. σχετικά ΔΕΚ 18.3.2004 Gomez, C-342/01, 3.2.2000, Mahlburg C-207/98, M. Boyle-C-411/96 κ.ά.].
  8. Επειδή, περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις διατάξεις της οδηγίας 96/34/Ε.Κ. του Συμβουλίου της 3.6.1996, ΕΕ L αριθμ. 145/4/19.6.1996, σχετικά με την υλοποίηση της συμφωνίας - πλαισίου για την γονική άδεια, η οποία συνήφθη, στις 14.12.1995, από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρος (UNICE, CEEP και C.E.S.), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 15.12.1997, ΕΕ L αριθμός 16/16.1.1998, καθιερώνεται στα K.M. της Ε.Ε., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις της Οδηγίας αυτής, η αρχή της εναρμονίσεως (συμφιλιώσεως) της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, ως φυσικό συμπλήρωμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και ως μέσο για την Ουσιαστική εφαρμογή της, με την αναγνώριση στους εργαζομένους τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχου προσωπικού δικαιώματος να λαμβάνουν γονική άδεια, για να μπορούν να ασχοληθούν με την ανατροφή των τέκνων τους, ώστε να καθίσταται στην πράξη εφικτός, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, ο συνδυασμός των επαγγελματικών τους ευθυνών με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις και ειδικότερα να ενθαρρυνθούν οι άνδρες «να αναλάβουν ίσο μέρος των οικογενειακών ευθυνών», λαμβάνοντας γονική άδεια, για να ασχοληθούν και αυτοί με την ανατροφή των τέκνων τους (βλ. ΔΕΚ 18.3.2004, Gomez C-342/2001, 17.6.1998, Hill, C-243/95, 2.10.1997 Gerster, C-1/95 κ.ά.).
  9. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η νομιμότητα της διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο εκδόσεως της πράξεως ή συντελέσεως της σχετικής παραλείψεως (βλ. ΣτΕ 7μελούς συνθέσεως 208/2005 κ.ά.). Όπως, επίσης έχει ήδη κριθεί, εφ’ όσον στις προαναφερθείσες διατάξεις του νόμου 3258/2004 δεν περιέχονται διαφορετικές ρυθμίσεις, τόσο η πάγια όσο και η μεταβατική ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 1 του νόμου αυτού, σχετικά με τη χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου, εφαρμόζονται στις διοικητικές πράξεις που εκδίδονται ή στις παραλείψεις που συντελούνται υπό το κράτος ισχύος του νεωτέρου αυτού νόμου, δηλαδή μετά την 29.7.2004, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του (βλ. ΣτΕ 7μελούς συνθέσεως 208/2005 κ.ά.).
  10. Επειδή, εν προκειμένω, ο αιτών Πρωτοδίκης των Διοικητικών Δικαστηρίων, ο οποίος υπηρετεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, εζήτησε, με την από 15.3.2004 αίτησή του, την οποία κατέθεσε στο πιο πάνω δικαστήριο στις 15.3.2004 (με αρ. πρωτ. 6586) και η οποία διεβιβάσθη, εν συνεχεία, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 6586 από 16.3.2004 έγγραφο του δικαστηρίου εκείνου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στο οποίο και περιήλθε στις 29.3.2004 (με αρ. πρωτ. 38704), να του χορηγηθεί η ειδική άδεια διαρκείας εννέα (9) μηνών για την ανατροφή του τέκνου του Δημητρίου - Ναούμ Παπαμόσχου, μετ’ αποδοχών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 εδ. β΄ του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999). Το αίτημά του αυτό απερ­ρίφθη σιωπηρώς με την παρέλευση απράκτου τριμήνου από της κατά τα προαναφερθέντα περιελεύσεώς της πιο πάνω αιτήσεώς του στο Υπ. Δικαιοσύνης, δηλαδή στις 29.6.2004. Συνεπώς, η επίδικη παράλειψη που συντελέσθηκε πριν από την 29.7.2004 ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του άρθρου 1 του νόμου 3258/2004, εξακολουθεί να διέπεται από το νομοθετικό καθεστώς το οποίο ίσχυε πριν από τον τελευταίο αυτό νόμο.
  11. Επειδή, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 53 παρ. 2 εδ. β΄ του Υ.Κ., οι οποίες έχουν εν προκειμένω εφαρμογή, με τις οποίες παρέχεται, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ’ αυτές, στις μητέρες δημοσίους υπαλλήλους η ειδική άδεια ανατροφής τέκνου μετ’ αποδοχών διαρκείας εννέα (9) μηνών, ισχύουν, σύμφωνα με την ανωτέρω δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία (βλ. την υπ’ αριθμ. 6 σκέψη της παρούσας αποφάσεως και για τις μητέρες δικαστικούς λειτουργούς.
  12. Επειδή, οι προαναφερθείσες διατάξεις ερμηνευόμενες, περαιτέρω, υπό το φως τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων όσο και των προαναφερθεισών αρχών του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμονίσεως μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν εφαρμογή όχι μόνο για την μητέρα δικαστική λειτουργό αλλά και για τον πατέρα δικαστικό λειτουργό, ο οποίος δικαιούται επίσης να ζητήσει να του χορηγηθεί η προβλεπομένη από την διάταξη της παρ. 2 εδ. β΄ του άρθρου 53 του Υ.Κ., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ’ αυτή, ειδική άδεια μετ’ αποδοχών διαρκείας εννέα μηνών προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του [παράβ. ΔΕΚ 13.11.1990 Marleasing C-106/89, 30.4.1998, Thibault C-136/95, 17.4.1997, ΔΕΗ κατά Εβρενοπούλου C-147/95 13.7.2000, Centrosteel C-456/98, 29.11.2001, Griesmar C 366/99, παράβ. επίσης ΣτΕ Ολομ. 1917-1929/1998 και ΣτΕ 2435/1997, 1379/1998 βλ. ακόμη και ΑΕΔ 3/2001]. Αν και κατά την γνώμη του Παρέδρου Κ. Πισπιρίγκου, από τις ανωτέ­ρω παρατιθέμενες διατάξεις συνάγεται η νομοθετική βούληση αποκλεισμού του πατέρα από το δικαίωμα λήψεως αδείας ανατροφής τέκνου, διότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό αποκλειστικά ως δικαίωμα της μητέρας. Κατ’ ακολουθίαν, η αξίωση του αιτούντος για την λήψη αδείας ανατροφής του τέκνου του δύναται να θεμελιωθεί μόνον σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας των ως άνω διατάξεων και, περαιτέρω, σε κρίση περί άρσεως της αντισυνταγματικότητας δια της επεκτατικής εφαρμογής τους, η κρίση όμως αυτή ανήκει στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος που προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, διότι οι διατάξεις περί αδείας ανατροφής τέκνου εμπεριέχονται σε τυπικό νόμο. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, εφ’ όσον το Τμήμα κρίνει βάσιμη την αξίωση του αιτούντος, πρέπει να απόσχει από την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να εκδώσει απόφαση παραπεμπτική στην Ολομέλεια.
  13. Επειδή, εξάλλου, από την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου, 53 παρ. 2 εδ. β΄ του Υ.Κ., η οποία σύμφωνα με την ανωτέρω δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία έχει εφαρμογή όχι μόνο για την μητέρα αλλά και για τον πατέρα δικαστικό λειτουργό, συνάγεται περαιτέρω ότι για την χορήγηση της ειδικής εννεάμηνης άδειας για την ανατροφή τέκνου μετ’ αποδοχών, πέραν των λοιπών τασσομένων από αυτή προϋποθέσεων, το τέκνο, για το οποίο ζητείται κάθε φορά η χορήγηση της εν λόγω αδείας δεν πρέπει να έχει συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας του και ότι η σχετική αίτηση για την χορήγηση της αδείας αυτής μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε μέχρι τη συμπλήρωση αυτού του έτους της ηλικίας του. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ακόμη ότι το δικαίωμα για την απόληψη της προαναφερθείσας αδείας είναι αυτοτελές για κάθε τέκνο που δεν έχει ακόμη συμπληρώσει το τέταρτο έτος της ηλικίας του και ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο δικαστικός λειτουργός έχει αποκτήσει και άλλο τέκνο, το οποίο επίσης δεν έχει συμπληρώσει και αυτό το τέταρτο έτος της ηλικίας του, είναι δυνατή η διαδοχική χορήγηση, σ’ αυτόν της εν λόγω αδείας, δηλαδή η χορήγηση, μετά την λήξη της εννεαμήνου αδείας για την ανατροφή του πρώτου τέκνου του, της νέας εννεαμήνου αδείας για την ανατροφή του δευτέρου τέκνου του (βλ. ΣτΕ 7μελούς συνθέσεως 420/2000). Αν και κατά την γνώμη του Συμβούλου Ν. Σακελλαρίου και του Παρέδρου Κ. Πισπιρίγκου ο δικαστικός λειτουργός οφείλει στην τελευταία αυτή περίπτωση να συναναθρέψει τα τέκνα του με την χορήγηση σ’ αυτόν μίας μόνον εννεαμήνου διαρκείας αδείας ανατροφής για αμφότερα τα τέκνα του.
  14. Επειδή, εν προκειμένω, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, ο ήδη αιτών Πρωτοδίκης των Διοικητικών Δικαστηρίων ο οποίος υπηρετεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εζήτησε με την υπ’ αριθμ. 6586 από 15.3.2004 αίτησή του την οποία κατέθεσε στο πιο πάνω δικαστήριο και η οποία διεβιβάσθη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 6586 από 16.3.2004 έγγραφο του πιο πάνω δικαστηρίου και περιήλθε σ’ αυτό στις 29.3.2004 (υπ’ αριθμ. πρωτ. 38704), την χορήγηση της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 εδ. β΄ του Υ.Κ. ειδικής εννεάμηνης άδειας με αποδοχές για την ανατροφή του τέκνου του Δημητρίου - Ναούμ Παπαμόσχου που είχε γεννηθεί στις 10.10.2001. Το αίτημά του αυτό απερρίφθη σιωπηρώς με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την κατά τα ανωτέρω περιέλευση της σχετικής αιτήσεώς του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Κατά της τεκμαιρομένης σιωπηρής απορρίψεως του προαναφερθέντος αιτήματός του ο ήδη αιτών άσκησε την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο αιτών εδικαιούτο, σύμφωνα με την ανωτέρω δοθείσα από το Δικαστήριο ερμηνεία του νόμου, να ζητήσει την επίδικη άδεια με βάση την διάταξη της παραγράφου 2 (εδ. β) του άρθρου 53 του Υ.Κ. η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο για την μητέρα δικαστική λειτουργό αλλά και για τον πατέρα δικαστικό λειτουργό. Επομένως, η άρνηση χορηγήσεως στον ήδη αιτούντα της προαναφερθείσας άδειας δεν είναι νόμιμη και για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, να παραλειφθεί η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως ως αλυσιτελής, να ακυρωθεί η τεκμαιρομένη σιωπηρά απόρριψη του αιτήματος του ήδη αιτούντος και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου αυτή να προχωρήσει σε νέα εξέταση του αιτήματος του ήδη αιτούντος και συντρεχουσών των νομίμων προϋποθέσεων στην ικανοποίησή του (πα­ραβ. ΣτΕ Ολομ. 3216/2003, παράβ. επίσης ΣτΕ: 420/2005, 2597/2004, 2333/2004, 2168/2004, 2167/2004, 1707/2004, 358/2004 κ.ά.).

Σημείωση

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απόφαση που επιλύει ορισμένα δυσχερή θέματα που άπτονται κυρίως της ισότητας των δύο φύλων.

Συγκεκριμένα, αποσαφηνίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 44 § 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1755/1988) («η δικαστική λειτουργός που κυοφορεί έχει δικαίωμα αδείας μετά τον τοκετό, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του Κράτους»), ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα του συναφούς συνταγματικού κανόνα (21 Σ) παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι ως άνω διατάξεις του Υ.Κ. ερμηνευόμενες με γνώμονα τόσο τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των δύο φύλων όσο και των αρχών του κοινοτικού δικαίου περί ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών εφαρμόζονται και για τον πατέρα δικαστικό λειτουργό. Με αυτόν τον τρόπο ενδυναμώνεται σε σημαντικό βαθμό το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της ισότητας στο εύρος του οποίου θα υπάγονται συνεχώς και νέες περιπτώσεις, ως άμεση συνέπεια των ραγδαία μεταβαλ­λόμενων κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών συνθηκών της σύγχρονης κοινωνίας.

Δ.Φ.