Digesta 2008 |
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
Επιμέλεια: Μ.Δ. Χρυσομάλλης
Επίκουρος Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ
Για να αποθηκεύσετε τη μελέτη σε μορφή pdf πατήστε εδώ
ΔΕΚ, Υπόθεση C-173/03, Traghetti del Mediterraneo SpA (υπό εκκαθάριση) κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (προδικαστική), Απόφαση της 13ης Ιουνίου 2006, μη δημοσιευμένη.
ΘΕΣΜΙΚΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: Εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών – Ζημίες προκληθείσες σε ιδιώτες από παράβαση του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο – Περιορισμός από τον εθνικό νομοθέτη της ευθύνης του κράτους μόνο σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή – Αποκλεισμός κάθε ευθύνης για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου και την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της ασκήσεως της δικαιοδοτικής δραστηριότητας
(Tμήμα μείζονος συνθέσεως αποτελούμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, P. Jann, C. W. A. Timmermans (εισηγητή), K. Schiemann και J. Makarczyk, προέδρους τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues, R. Silva de Lapuerta, K. Lenaerts, P. Kūris, E. Juhász και U. Lõhmus, δικαστές Γενικός Εισαγγελέας Ph. Léger)
Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία αποκλείουσα εν γένει την ευθύνη του κράτους - μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο με την αιτιολογία ότι η επίδικη παράβαση απορρέει από την εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.
Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει επίσης εθνική νομοθεσία περιορίζουσα τη θεμελίωση της ευθύνης αυτής σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή, αν ο περιορισμός αυτός είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό της ευθύνης του οικείου κράτους - μέλους σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώθηκε πρόδηλη παράβαση του εφαρμοστέου δικαίου, όπως αυτή διευκρινίστηκε με τις σκέψεις 53 έως 56 της αποφάσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C-224/01, Köbler.
Ι. Πραγματικά περιστατικά (συνοπτικά)
Η Traghetti del Mediterraneo SpA (στο εξής TDM) και η Τirrenia di Navigazione (στο εξης Τirrenia) είναι επιχειρήσεις θαλασσίων μεταφορών, που στη δεκαετία του ’70 πραγματοποιούσαν τακτικές θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ αφενός της ηπειρωτικής Ιταλίας και αφετέρου της Σαρδηνίας και της Σικελίας. Το 1981 η TDM και ενώ βρίσκονταν υπό πτώχευση ενήγαγε την Τirrenia στο Τribunale di Napoli ισχυριζόμενη την εκ μέρους της ανταγωνίστριάς της παραβίαση τόσο της ιταλικής όσο και της κοινοτικής νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό, στο βαθμό που η Τirrenia καταχράστηκε την δεσπόζουσα θέση της στην αγορά, εφαρμόζοντας χαμηλότερες του κόστους τιμές εκμεταλλευόμενη κρατικές επιδοτήσεις, των οποίων η νομιμότητα από την πλευρά του κοινοτικού δικαίου ήταν αμφισβητούμενη. Το 1993 η αγωγή της TDM απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι οι επίδικες επιδοτήσεις μπορούσαν να δικαιολογηθούν, αφού κατά τη Συνθ.ΕΚ εκπλήρωναν σκοπούς γενικού συμφέροντος, όπως είναι η περιφερειακή ανάπτυξη της περιοχής του Mezzogiorno και σε κάθε περίπτωση δεν έθιγαν ανταγωνιστικές της Τirrenia δραστηριότητες. Ούτε η έφεση της TDM ενώπιον του Cotre d’ appello di Napoli έφερε αποτέλεσμα, αφού το εν λόγω δικαστήριο το 1996 κύρωσε την πρωτόδικη απόφαση το αιτιολογικό της οποίας έκανε δεκτό, χωρίς να παραπέμψει σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΚ.
Κατόπιν των παραπάνω η TDM, που στο μεταξύ τέθηκε υπό εκκαθάριση, δια του συνδίκου της πτωχεύσεως άσκησε αναίρεση ενώπιον του Cοrte suprema di cassaziοne. Η αναίρεση αυτή απορρίφθηκε το 2000, αφού κατά το ιταλικό ακυρωτικό δικαστήριο η απόφαση του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της ουσίας τήρησε το γράμμα των διατάξεων της Συνθ.ΕΚ και ήταν, κατά τα λοιπά, απολύτως σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Όσον αφορά το αίτημα προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΚ, που προέβαλε η TDM, το εν λόγω ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία, στο μέτρο που η λύση που έδωσε το Cοrte d’appellο di Napοli ήταν σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου και ιδίως με την απόφαση της 22ας Μαΐου 1985, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου που αφορούσε τον τομέα των μεταφορών.
Στη συνέχεια η TDM εκτιμώντας ότι η απόφαση του Corte suprema di cassazione στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των κανόνων της ΣυνθΕΚ περί ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων και στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι υφίσταται σχετική πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ενήγαγε την Ιταλική Δημοκρατία ενώπιον του Tribunale di Genova, ζητώντας να υποχρεωθεί σε αποκατάσταση της ζημία που υπέστη η επιχείρηση λόγω των σφαλμάτων ερμηνείας στα οποία υπέπεσε το Corte suprema di cassazione και λόγω της παραβιάσεως της υποχρεώσεως υποβολής προδικαστικού ερωτήματος που υπέχει το εν λόγω δικαστήριο από το άρθρο 234 Συνθ.ΕΚ. Η TDM, στήριξε τους ισχυρισμούς της στην απόφαση 2001/851/ΕΚ της Επιτροπής, όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Tirrenia. Η εν λόγω απόφαση αφορούσε επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν μετά από την επίμαχη περίοδο στη διαφορά της κύριας δίκης, αλλά εκδόθηκε πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Corte suprema di cassazione. Συναφώς η TDM υποστήριξε ότι, αν το ακυρωτικό δικαστήριο είχε υποβάλει στο ΔΕΚ προδικαστική παραπομπή, η αίτηση αναιρέσεως θα είχε εντελώς διαφορετική έκβαση, αφού, άλλωστε, κατόπιν το ίδιο δικαστήριο σε άλλη δίκη έκανε δεκτή τη θέση της Επιτροπής με αποτέλεσμα να κηρύξει παράνομες τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην Tirrenia.
Η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβήτησε το παραδεκτό της αγωγής αποζημιώσεως, στηριζόμενη στις διατάξεις του νόμου 117/88 περί της αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής δραστηριότητας και περί της αστικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών και ιδίως στο άρθρο 2, παράγραφος 2, κατά το οποίο η ερμηνεία κανόνων δικαίου στο πλαίσιο της ασκήσεως της δικαιοδοτικής δραστηριότητας δεν μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του κράτους. Επικουρικά δε το ιταλικό δημόσιο υποστήριξε ότι η αγωγή της TDM έπρεπε να απορριφθεί στο βαθμό που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υποβολής αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και δεδομένου ότι η απόφαση του Corte suprema di cassazione είχε ισχύ δεδικασμένου, οπότε δεν μπορούσε πλέον να προσβληθεί.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 2 του νόμου 117/88 προβλέπει τα εξής:
«1. Όποιος υπέστη απρόκλητη ζημία λόγω συμπεριφοράς, πράξεως ή δικαστικού μέτρου εκ μέρους δικαστικού λειτουργού, ο οποίος επέδειξε δόλο ή βαριά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ή λόγω αρνησιδικίας, μπορεί να προσφύγει κατά του Δημοσίου για να επιτύχει αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη καθώς και της μη περιουσιακής ζημίας που απορρέει από τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας.
Στα επιχειρήματα της Ιταλικής Δημοκρατίας η TDM αντέτεινε ότι ο νόμος 117/ 88 δεν συνάδει προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτές καθορίσθηκαν από το ΔΕΚ με τις αποφάσεις Francovich, Brasserie du Pêcheur και Factortame, αφού οι προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπει ο εν λόγω νόμος και η πρακτική που εφαρμόζουν, συναφώς, τα εθνικά δικαστήρια (μεταξύ των οποίων και το Corte suprema di cassazione) είναι τόσο περιοριστικές ώστε καθιστούν εξαιρετικώς δυσχερή, έως και πρακτικώς αδύνατη, την εκ μέρους του κράτους αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από δικαστικές αποφάσεις.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale di Genova, έχοντας αμφιβολίες όσον αφορά τον τρόπο επιλύσεως της ενώπιόν του διαφοράς και τη δυνατότητα επεκτάσεως στη δικαστική εξουσία των αρχών που έχει θέσει το Δικαστήριο με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου κατά την άσκηση της νομοθετικής δραστηριότητας, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Ευθύνεται ένα κράτος - μέλος έναντι των πολιτών, με βάση τις αρχές περί εξωσυμβατικής ευθύνης, από σφάλματα των δικαστικών του λειτουργών κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ή την παράλειψη εφαρμογής του δικαίου αυτού και, ειδικότερα, την παράλειψη εκπληρώσεως εκ μέρους δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης;
2) Στην περίπτωση που πρέπει να θεωρηθεί ότι ένα κράτος - μέλος ευθύνεται από τα σφάλματα των δικαστών του κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και, ειδικότερα, από την παράλειψη προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο εκ μέρους δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο κατά την έννοια του άρθρου 234, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, ερωτάται αν εμποδίζει τη διαπίστωση της ευθύνης αυτής – και, επομένως, αν είναι ασυμβίβαστη προς τις αρχές του κοινοτικού δικαίου – εθνική ρύθμιση περί ευθύνης του κράτους λόγω σφαλμάτων των δικαστών όταν:
– αποκλείει την ευθύνη που συνδέεται με τη δραστηριότητα ερμηνείας των κανόνων δικαίου και την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δικαστικής δραστηριότητας,
– περιορίζει την ευθύνη του κράτους μόνο στις περιπτώσεις δόλου και βαριάς αμέλειας του δικαστή»;
Κατόπιν της αποφάσεως του ΔΕΚ της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C224/01, Köbler, το Tribunale di Genova, θεώρησε ότι η προαναφερθείσα απόφαση Köbler έδωσε εξαντλητική απάντηση στο πρώτο από τα δύο ερωτήματά του. Έτσι, το απέσυρε. Αντίθετα, έκρινε αναγκαίο να επιμείνει στο δεύτερο ερώτημά του, προκειμένου το ΔΕΚ να εκτιμήσει, αν το κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, οι αρχές που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση Köbler επιτρέπουν ή όχι εθνική ρύθμιση, η οποία, αφενός, αποκλείει την ευθύνη του κράτους για ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από εθνικό δικαστήριο, όταν η παράβαση αυτή απορρέει από την εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων και, αφετέρου, περιορίζει, κατά τα λοιπά, την ευθύνη αυτή σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή.
ΙΙ. Η Απόφαση του ΔΕΚ (απόσπασμα)
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Επί των δικαστικών εξόδων
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία αποκλείουσα εν γένει την ευθύνη του κράτους - μέλους για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο με την αιτιολογία ότι η επίδικη παράβαση απορρέει από την εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου ερμηνεία των κανόνων δικαίου ή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.
Το κοινοτικό δίκαιο δεν επιτρέπει επίσης εθνική νομοθεσία περιορίζουσα τη θεμελίωση της ευθύνης αυτής σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή, αν ο περιορισμός αυτός είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό της ευθύνης του οικείου κράτους - μέλους σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώθηκε πρόδηλη παράβαση του εφαρμοστέου δικαίου, όπως αυτή διευκρινίστηκε με τις σκέψεις 53 έως 56 της αποφάσεως Köbler, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003.
ΙΙΙ. Σχόλιο
Μετά από τα αρχικά στάδια εξέλιξης του Κοινοτικού Δικαίου, όπου το ΔΕΚ διατύπωσε τι θεμελιώδεις για την κοινοτική έννομη τάξη αρχές της υπεροχής και της αμέσου ισχύος των κοινοτικών κανόνων, η σημαντικότερη, ίσως, εξέλιξη στον χώρο των γενικών αρχών του Κοινοτικού Δικαίου αποτέλεσε η αναγνώριση από το Δικαστήριο της ευθύνης των Κρατών - μελών της Κοινότητας να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες, όταν τα κρατικά όργανα παραβιάζουν τους κοινοτικούς κανόνες. Έτσι, οι αποφάσεις του ΔΕΚ 6 και 9/90 Francovich, αρχικά, και C-46/93 Brasserie du Pệcheur και C-48/93 Factortame, κατόπιν, μονοπώλησαν τη δεκαετία του ’90 το ενδιαφέρον της σχετικής βιβλιογραφίας, αφού μ’ αυτές ενισχύθηκε το σύστημα ελέγχου των Κρατών - μελών και κατ’ επέκταση η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις εθνικές έννομες τάξεις με την αναγνώριση μιας αξίωσης σε αποζημίωση, που αποτελεί μια επιπλέον δικονομική δυνατότητα των ιδιωτών, ιδιαίτερα όταν λόγω ελλείψεως αμέσου ισχύος μιας διατάξεως του Κοινοτικού Δικαίου, αδυνατούν να επιβάλουν την εφαρμογή της με άλλο τρόπο.
Στη νομολογία Francovich το ΔΕΚ δεν είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί, άμεσα τουλάχιστον, με το ζήτημα της ευθύνης των Κρατών - μελών, όταν η παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου και η προερχόμενη απ’ αυτή ζημία των ιδιωτών συντελείται με πράξεις ή παραλείψεις τις δικαστικής εξουσίας. Γενική, πάντως, ήταν η αναγνώριση ότι ουδέποτε το ΔΕΚ είχε αποκλείσει μια τέτοια ευθύνη αλλά, αντίθετα, έστω και με έμμεσο τρόπο, είχε συμπεριλάβει και τα εθνικά δικαστήρια στα όργανα οι πράξεις ή οι παραλείψεις των οποίων καταλογίζονται στο Κράτος. Δείγμα αυτής της θέσης θεωρούνταν η απόφαση 77/69 Επιτροπή κατά Βελγίου, όπου οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούσαν παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου, που προκλήθηκε από παράλειψη του βελγικού Κοινοβουλίου να ψηφίσει εμπρόθεσμα νόμο για τη συμμόρφωση με το Κοινοτικό Δίκαιο. Στην απόφασή του, όμως, το ΔΕΚ αντί να αναφερθεί στη νομοθετική εξουσία ή στο Κοινοβούλιο τόνισε ότι «η ευθύνη του Κράτους - μέλους κατά το άρθρο 169, πηγάζει ασχέτως του κρατικού οργάνου του οποίου η πράξη ή η παράλειψη αποτελεί την αιτία της παραλείψεως των υποχρεώσεών του, ακόμη και αν πρόκειται περί ανεξαρτήτου συνταγματικώς οργάνου».
Έτσι, κρίθηκε ότι η χρησιμοποίηση του όρου «ανεξαρτήτου συνταγματικώς οργάνου» έγινε για να συμπεριληφθούν και τα εθνικά δικαστήρια στις πηγές γέννησης ευθύνης των Κρατών - μελών κατά το άρθρο 169 (σήμερα 226) ΣυνθΕΚ.
Περισσότερο σαφής ήταν ο Γενικός Εισαγγελέας Warner στις προτάσεις του στην υπόθεση 30/77 Bouchereau, όπου υποστήριξε ότι μεταξύ των ανεξαρτήτων συνταγματικώς οργάνων συμπεριλαμβάνονται και τα δικαστήρια, ιδιαίτερα όταν αυτά αγνοούν ή παραβλέπουν το Κοινοτικό Δίκαιο κατά την έκδοση των αποφάσεών τους.
Στη δεκαετία που διανύουμε, όμως, το Δικαστήριο είχε τις ευκαιρίες να τοποθετηθεί άμεσα και με σαφήνεια στο ζήτημα του κατά πόσο οι αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων αποτελούν πράξεις καταλογιστέες στα Κράτη - μέλη, που ως τέτοιες ελέγχονται στο πλαίσιο του συστήματος «της διπλής διασφάλισης» του Κοινοτικού Δικαίου. Ειδικότερα, με την απόφασή του της 30ης Σεπτεμβρίου 2003 στην υπόθεση C-224/01 Köbler (προδικαστική) το ΔΕΚ δέχτηκε ότι τα Κράτη - μέλη ευθύνονται σε αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται στους ιδιώτες από αντίθετες με το Κοινοτικό Δίκαιο δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα των ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων.
Με την απόφαση Köbler, που προκλήθηκε κατόπιν προδικαστικής παραπομπής δικαστηρίου Κράτους - μέλους (Αυστρία) στην έννομη τάξη του οποίου προβλέπεται η ευθύνη του δημοσίου από δικαστικές αποφάσεις πλην αυτών που δεν μπορούν να προσβληθούν με ένδικα μέσα, το Δικαστήριο επέκτεινε και ρητά πλέον τη νομολογία Francovich και στις περιπτώσεις των αντίθετων προς το Κοινοτικό Δίκαιο εθνικών δικαστικών αποφάσεων. Ειδικότερα, διερεύνησε και διατύπωσε τα θεμέλια της αρχής, αποκρούοντας τις αντίθετες ενστάσεις εκ μέρους μεγάλης μερίδας των Κρατών - μελών, απαρίθμησε τις προϋποθέσεις και, τέλος, διευκρίνισε τους ειδικούς όρους που πρέπει να συντρέχουν ώστε η παραβίαση να χαρακτηρισθεί πρόδηλη και συνεπώς ικανή για τη γέννηση μιας τέτοιας ευθύνης, όταν πηγή της ζημίας είναι μια δικαστική απόφαση.
α. Η θεμελίωση της ευθύνης των Κρατών - μελών από δικαστικές αποφάσεις.
Για την θεμελίωση της ευθύνης των Κρατών - μελών από δικαστικές αποφάσεις το ΔΕΚ άντλησε επιχειρήματα από την αντιμετώπιση του σχετικού ζητήματος από την κοινοτική και τη διεθνή έννομη τάξη αλλά και τις έννομες τάξεις των Κρατών - μελών.
Έτσι, έκρινε ότι «η αρχή της ευθύνης των κρατών - μελών για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες…. είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης» και υπενθύμισε ότι στις υποθέσεις Brasserie du Pệcheur και Factortame έχει αποφανθεί «ότι η αρχή αυτή ισχύει για κάθε περίπτωση παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος - μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους - μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκαλεί την παραβίαση».
Εξάλλου, κατά το Δικαστήριο η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων και η απόλαυση των δικαιωμάτων, που αντλούν οι ιδιώτες απ’ αυτούς, θα ατονούσε αν δεν παρέχονταν σ’ αυτούς η δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις να ζητούν αποζημίωση όταν τα δικαιώματά τους θίγονται. O λόγος αυτός ισχύει κατά κύριο λόγο και για τα εθνικά δικαστήρια που κρίνουν σε τελευταίο βαθμό εξαιτίας του ρόλου που επιτελούν στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και στην προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών, καθώς και στο γεγονός ότι οποιαδήποτε προσβολή δικαιωμάτων των ιδιωτών δεν μπορεί να θεραπευτεί με άλλο τρόπο.
Το ΔΕΚ, πάντως, άφησε αναπάντητο το επιχείρημα των Κυβερνήσεων, που αντιτάχθηκαν στην καθιέρωση της ευθύνης των Κρατών - μελών από αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων σύμφωνα με το οποίο οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ευθύνης Κράτους - μέλους δεν μπορεί να διαφέρουν από εκείνες που θεμελιώνουν την ευθύνη της Κοινότητας. Έτσι, αφού δεν νοείται κατά το άρθρο 288 ΣυνθΕΚ αξίωση και προσφυγή αποζημιώσεως κατά της Κοινότητας από παραβιάσεις του Κοινοτικού Δικαίου, που προήλθαν από αποφάσεις του ΔΕΚ, για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη των Κρατών - μελών για ζημία προκληθείσα από δικαστήριο που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό.
Πολύτιμα στοιχεία για τη θεμελίωση της αρχής της ευθύνης των Κρατών - μελών από αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων άντλησε το ΔΕΚ από τη διεθνή έννομη τάξη, όπου αναγνωρίζεται η αρχή της ενότητας του κράτους στο πλαίσιο των κανόνων της διεθνούς ευθύνης (βλ. σχετικό Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ της 28ης Ιανουαρίου 2002 καθώς και το άρθρο 41 της ΕΣΔΑ και τη σχετική απόφαση Dulaurans κατά Γαλλίας της 21/3/2000). Με βάση αυτά το ΔΕΚ κατέληξε στο συμπέρασμα «ότι εφόσον στη διεθνή έννομη τάξη, το κράτος του οποίου γεννάται η ευθύνη λόγω παραβιάσεως διεθνούς υποχρεώσεως λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο, ασχέτως του αν η ζημιογόνος παραβίαση είναι καταλογιστέα στη νομοθετική, τη δικαστική ή την εκτελεστική εξουσία, το ίδιο, κατά μείζονα λόγο, θα πρέπει να ισχύει και στην κοινοτική έννομη τάξη».
Το Δικαστήριο έχοντας δεχθεί προηγουμένως ότι η ευθύνη των Κρατών - μελών από αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων που παραβιάζουν το Κοινοτικό Δίκαιο μπορεί να θεμελιωθεί στην κοινοτική έννομη τάξη, όντας «σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης» αλλά και στη διεθνή έννομη τάξη, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη εξαντλητικής μελέτης των σχετικών κανόνων που βρίσκει κανείς στο δίκαιο των Κρατών - μελών.
Άλλωστε, όπως θα δούμε παρακάτω, από εδώ προήλθαν και οι σοβαρότερες ενστάσεις στην προσπάθεια του ΔΕΚ για θεμελίωση της ευθύνης των Κρατών - μελών.
Έτσι, περιορίσθηκε στην επισήμανση ότι αν και «λόγοι αφορώντες με την τήρηση της αρχής του ουσιαστικού δεδικασμένου ή της ανεξαρτησίας των δικαστών οδήγησαν στο πλαίσιο των εθνικών εννόμων τάξεων, στην επιβολή περιορισμών, ενίοτε αυστηρών, στη δυνατότητα θεμελιώσεως ευθύνης του Δημοσίου, για ζημίες προκληθείσες από δικαστικές αποφάσεις, εντούτοις τέτοιοι λόγοι δεν μπορούν να αποκλείσουν κατηγορηματικώς αυτή τη δυνατότητα».
Προσέχοντας ιδιαίτερα τη διατύπωσή του κατέληξε, αναφερόμενο γενικά στα εθνικά δικαστήρια και όχι στα ανώτατα δικαστήρια, που άλλωστε ήταν και το ζητούμενο στην υπόθεση C-224/01 Köbler, «ότι η αρχής της ευθύνης του Δημοσίου για δικαστικές αποφάσεις έχει γίνει δεκτή, υπό τη μια ή την άλλη μορφή, από τα περισσότερα Κράτη - μέλη».
Σοβαρές ενστάσεις, πάντως, στην καθιέρωση της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου από αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων εγέρθηκαν από Κράτη - μέλη, όπως η Αυστρία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ενστάσεις αυτές συνδέονταν με θεμελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής νομικής παράδοσης και του νομικού πολιτισμού, που απολαμβάνουν και το κύρος συνταγματικής κατοχύρωσης, όπως είναι η αρχή της ανεξαρτησίας και το κύρος της δικαιοσύνης, της αμεροληψίας των δικαστών και κυρίως του σεβασμού της ισχύος του ουσιαστικού δεδικασμένου.
Το Δικαστήριο σε άλλες περιπτώσεις με λιγότερο και σε άλλες με περισσότερο επιτυχημένο τρόπο απέρριψε όλες τις παραπάνω ενστάσεις. Η σχετική συζήτηση, όμως, εκφεύγει των ορίων αυτού του σχολίου. Αξίζει, πάντως, να διερωτηθεί κανείς αν με την αναγνώριση της ευθύνης των Κρατών - μελών, ιδιαίτερα από αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων τους, σε συνδυασμό με τη θέση του ΔΕΚ ότι αρχές, όπως η ασφάλειας του δικαίου και του σεβασμού του ουσιαστικού δεδικασμένου, μπορεί να κάμπτονται μπροστά στην ανάγκη ομοιομορφίας και αποτελεσματικής εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου, βρισκόμαστε στην απαρχή της δημιουργίας ενός νέου βαθμού δικαιοδοσίας, δηλαδή, μιας «οιονεί αναιρέσεως» υπέρ του Κοινοτικού Δικαίου.
β. Οι προϋποθέσεις της ευθύνης των Κρατών - μελών από δικαστικές αποφάσεις
Η διερεύνηση και η απαρίθμηση από το ΔΕΚ των προϋποθέσεων γέννησης της ευθύνης των Κρατών - μελών από δικαστικές αποφάσεις βασίστηκε σε τρεις παραδοχές εκ μέρούς του Δικαστηρίου:
Κατά την πρώτη παραδοχή, αφού έγινε δεκτό ότι η υποχρέωση αποζημίωσης των ιδιωτών από τα Κράτη - μέλη στις περιπτώσεις παραβίασης του Κοινοτικού Δικαίου αποτελεί αρχή σύμφυτη με το σύστημα που καθιέρωσε η ΣυνθΕΚ, ο καθορισμός των προϋποθέσεων της ευθύνης αποτελεί ζήτημα του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του εθνικού δικαίου.
Το Δικαστήριο, πάντως, δεν απέκλεισε τη δυνατότητα θεμελιώσεως της ευθύνης σε λιγότερο περιοριστικές προϋποθέσεις, αν αυτές προβλέπονται από το δίκαιο του Κράτους - μέλους κατά του οποίου στρέφεται η αξίωση.
Σύμφωνα με τη δεύτερη παραδοχή, οι προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ευθύνης του δημοσίου από αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων πρέπει να είναι οι ίδιες μ’ αυτές που προβλέπονται για τις άλλες κρατικές εξουσίες. Έτσι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του Κοινοτικού Δικαίου και της σχετικής νομολογίας του ΔΕΚ, όπου σημειώνεται τάση προσεγγίσεως των προϋποθέσεων ευθύνης των Κρατών - μελών με αυτήν της ευθύνης της Κοινότητας (απόφαση C-352/98 Bergaderm), οι προϋποθέσεις αυτές είναι:
Είναι φανερό ότι από τις παραπάνω προϋποθέσεις αυτή που εγείρει τα περισσότερα ερμηνευτικά προβλήματα είναι η δεύτερη κάτι που ανάγκασε το ΔΕΚ να επιμείνει στον καθορισμό του εννοιολογικού περιεχομένου της, δηλαδή, στο να προσδιορίσει πότε μια παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου, ειδικά όταν επέρχεται με απόφαση εθνικού δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό, είναι κατάφωρη.
Στο σημείο αυτό διατυπώθηκε η τρίτη παραδοχή, σύμφωνα με την οποία, αν και οι ελάχιστες «κοινοτικές» προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου πρέπει να είναι κοινές για τα όλα τα όργανα των κρατικών λειτουργιών, κατά την εφαρμογή τους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανώτατο εθνικό δικαστήριο, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη «η ιδιομορφία του δικαστικού λειτουργήματος καθώς και οι νόμιμες απαιτήσεις της ασφάλειας του δικαίου».
Οι παραπάνω ιδιαιτερότητες οδήγησαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι «ευθύνη του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου με απόφαση εθνικού δικαστηρίου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στην εξαιρετική περίπτωση στην οποία ο δικαστής προδήλως αγνόησε το εφαρμοστέο (κοινοτικό) δίκαιο».
γ. Η έννοια της κατάφωρης παραβίασης του Κοινοτικού Δικαίου εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων
Κατά το ΔΕΚ τα στοιχεία εκείνα τα οποία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ο εθνικός δικαστής ενώπιον του οποίου εκκρεμεί αξίωση αποζημίωσης, ώστε να αποφανθεί ότι μια παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου εκ μέρους ενός εθνικού δικαστηρίου είναι κατάφωρη, ειδικά αν πρόκειται για ανώτατο δικαστήριο, δηλαδή αν το εν λόγω δικαστήριο προδήλως αγνόησε το κοινοτικό δίκαιο, είναι:
Σχετικά με τα παραπάνω στοιχεία θα πρέπει να γίνουν δύο παρατηρήσεις:
Η πρώτη έχει σχέση με το κατά πόσο υπάρχει κάποιας μορφής ιεράρχηση των παραπάνω στοιχείων, έτσι ώστε κάποιο απ’ αυτά να κριθεί περισσότερο αποφασιστικό από τα άλλα. Το ζήτημα αυτό που προκύπτει από μια διαφαινόμενη διαφοροποίηση μεταξύ της αποφάσεως του ΔΕΚ και των προτάσεων του Γ.Ε. Ph. Léger. Συγκεκριμένα, ο Γ.Ε. από τα παραπάνω στοιχεία διέκρινε ως αποφασιστικό το συγγνωστό ή ασύγγνωστο χαρακτήρα της νομικής πλάνης, υποστηρίζοντας ότι ασύγγνωστη είναι η παραβίαση, όταν η κρινόμενη απόφαση αγνόησε τη νομολογία του ΔΕΚ ή διατυπώθηκε χωρίς προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΚ. Αντίθετα το Δικαστήριο δεν επεχείρησε να ξεχωρίσει κάποιο από τα παραπάνω στοιχεία τα οποία, έτσι, πρέπει να συνεκτιμώνται, αφήνοντας μεγαλύτερα περιθώρια υποκειμενικών εκτιμήσεων από τον εθνικό δικαστή που θα κληθεί να κρίνει μια αξίωση αποζημιώσεως.
Πάντως, παρά την όποια διαφοροποίηση, σε τελευταία ανάλυση φαίνεται ότι «λυδία λίθος» στους κόλπους του ΔΕΚ για να θεμελιωθεί αξίωση αποζημίωσης σε βάρος του Δημοσίου ειδικά από απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου που παραβίασε το Κοινοτικό Δίκαιο είναι η μη συμμόρφωσή του προς τη νομολογία του ΔΕΚ (αν υπάρχει) και, κυρίως, η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης προδικαστικής παραπομπής.
Η δεύτερη παρατήρησή μας έχει σχέση με τον υψηλό βαθμό δυσκολίας που παρουσιάζεται κατά την εκτίμηση των παραπάνω στοιχείων για τη θεμελίωση της ευθύνης του Δημοσίου, αφού δεν αρκεί η παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου αλλά αυτή θα πρέπει να είναι και κατάφωρη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην υπόθεση Köbler, αν και ο Γ.Ε. Ph. Léger και το ΔΕΚ ταυτίστηκαν στις εκτιμήσεις τους ως προς την ύπαρξη παραβίασης του Κοινοτικού Δικαίου εκ μέρους του αυστριακού δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε δικαστική απόφαση αντίθετη προς το Κοινοτικό Δίκαιο χωρίς να παραπέμψει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ, τελικά οδηγήθηκαν σε διαφορετικό συμπέρασμα ως προς τη θεμελίωση της ευθύνης του αυστριακού δικαστηρίου. Έτσι, ο Γ.Ε. έκρινε ότι η παραβίαση της υποχρεώσεως προδικαστικής παραπομπής καθιστούσαν αυτήν ασύγγνωστη και συνεπώς κατάφωρη με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται η αξίωση προς αποζημίωση. Αντίθετα το ΔΕΚ, θεώρησε την παραβίαση συγγνωστή κρίνοντας ότι κατά τη διατύπωση της κρίσης του αυστριακού δικαστηρίου δεν είχε με σαφήνεια ερμηνευτεί ο παραβιασθείς κοινοτικός κανόνας, έτσι ώστε να δικαιολογείται η εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου της σχετικής νομολογίας του ΔΕΚ.
Τρία μόλις χρόνια μετά από την απόφαση Köbler το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία στην υπόθεση Traghetti να εξειδικεύσει περαιτέρω τις θέσεις του στο ζήτημα της ευθύνης των Κρατών - μελών από αποφάσεις δικαστικών οργάνων. Το ζήτημα εδώ τέθηκε από δικαστήριο Κράτους - μέλους στην έννομη τάξη του οποίου προβλέπεται η ευθύνη του δημοσίου από αποφάσεις δικαστηρίων, χωρίς εξαιρέσεις βαθμού δικαιοδοσίας όπως στην περίπτωση της Αυστρίας, μια ευθύνη όμως που τελεί κάτω από σοβαρούς και πολλαπλούς περιορισμούς. Έτσι, το ερώτημα επί του οποίου κλήθηκε το ΔΕΚ να πάρει θέση ήταν η συμβατότητα με το κοινοτικό δίκαιο των περιπτώσεων αποκλεισμού καθώς και περιορισμού της ευθύνης του κράτους λόγω της δραστηριότητας ανωτάτου δικαστηρίου.
Ειδικότερα το Δικαστήριο κλήθηκε να κρίνει αν το Κοινοτικό Δίκαιο και συγκεκριμένα οι αρχές που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση Köbler επιτρέπουν ή όχι εθνική ρύθμιση όπως αυτή του ιταλικού δικαίου, η οποία,
αφενός, αποκλείει την ευθύνη του κράτους για ζημίες προκληθείσες σε ιδιώτες λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από εθνικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο, όταν η παράβαση αυτή απορρέει από την εκ μέρους του εν λόγω δικαστηρίου ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων, και,
αφετέρου, περιορίζει, κατά τα λοιπά, την ευθύνη αυτή σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή.
α. Ο αποκλεισμός της ευθύνης κατά την ερμηνεία του δικαίου και την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων
Στο ζήτημα αυτό η TDM και η Επιτροπή, καθώς και ο ΓΕ Ph. Léger υποστήριξαν ότι η αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων καθώς και η ερμηνεία των κανόνων δικαίου «είναι συνυφασμένες με τη δικαιοδοτική δραστηριότητα», με αποτέλεσμα ο αποκλεισμός, υπό τις περιστάσεις αυτές, της ευθύνης του κράτους λόγω της ασκήσεως της δραστηριότητας αυτής συνεπάγεται, στην πράξη, αποκλεισμό κάθε ευθύνης του κράτους για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από δικαστικούς λειτουργούς. Αντίθετα, η Ιταλική Κυβέρνηση και άλλες κυβερνήσεις υποστήριξαν ότι μια εθνική ρύθμιση όπως η επίδικη της κύριας δίκης είναι απολύτως συμβατή με τις αρχές του κοινοτικού δικαίου, καθόσον εξισορροπεί την ανάγκη, αφενός, διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και των επιταγών της ασφάλειας δικαίου και, αφετέρου, παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους ιδιώτες σε περιπτώσεις κατάφωρων παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από δικαστικούς λειτουργούς.
Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι «η ερμηνεία των κανόνων δικαίου συνδέεται με την ουσία της δικαιοδοτικής εξουσίας» τόνισε ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πρόδηλης παραβάσεως του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου ακριβώς κατά την άσκηση της εν λόγω ερμηνευτικής δραστηριότητας».
Μια τέτοια πρόδηλη παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου μπορεί να προκύψει:
Από ερμηνεία του εθνικού δικαίου αντίθετη προς το ισχύον κοινοτικό δίκαιο και προς την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας την οποία υπέχουν όλα τα εθνικά δικαστήρια (βλ. απόφαση Pfeiffer) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών όσον αφορά την ερμηνεία διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που θεσπίστηκαν προκειμένου να μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο μια οδηγία που εξασφαλίζει δικαιώματα στους ιδιώτες.
Παρεμφερής προς την παραπάνω περίπτωση είναι και αυτή κατά την οποία η παράβαση του κοινοτικού δικαίου απορρέει από εσφαλμένη ερμηνεία κανόνα της εφαρμοστέας κοινοτικής νομοθεσίας, είτε πρόκειται περί ουσιαστικού, είτε περί δικονομικού κανόνα
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί η περίπτωση κατά την οποία ένα (ανώτατο) δικαστήριο εφαρμόζει μια εθνική ρύθμιση την οποία θεωρεί σύμφωνη προς την κοινοτική έννομη τάξη, ενώ θα έπρεπε να την απορρίψει, σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου λόγω της ανυπέρβλητης αντιφατικότητάς της προς αυτό.
Στις διάφορες περιπτώσεις παραβάσεως του Κοινοτικού Δικαίου συγκαταλέγεται και η περίπτωση κατά την οποία ένα ανώτατο δικαστήριο δεν τηρεί την υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΚ κατά το άρθρο 234 ΣυνθΕΚ, αφού, η παράβαση της εν λόγω υποχρεώσεως ενδέχεται να οδηγήσει το οικείο δικαστήριο να υποπέσει σε σφάλμα το οποίο εμπίπτει σε κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις.
Τα ίδια ισχύουν και για την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και αποδεικτικών στοιχείων παρά το γεγονός ότι τα ανώτατα δικαστήρια, σε αντίθεση με τα τακτικά δικαστήρια, δεν αποφαίνονται επί της ουσίας αλλά μόνον επί νομικών ζητημάτων. Ωστόσο, η εκ μέρους των τακτικών δικαστηρίων εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν ξεφεύγει εντελώς του ελέγχου των ανωτάτων δικαστηρίων, στο μέτρο που τα δικαστήρια αυτά σκοπούν, μεταξύ άλλων, στην τήρηση των κανόνων περί αποδείξεως και καλούνται να επιβεβαιώσουν την ακρίβεια του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή, να εξετάσουν αν τα πραγματικά περιστατικά της επίδικης υποθέσεως, όπως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, εμπίπτουν όντως στη νομική κατηγορία στην οποία τα ενέταξαν οι δικαστές ουσίας, οπότε αυτό συνεπάγεται ότι εμπίπτουν σε καθορισμένο νομικό καθεστώς. Τα παραπάνω αγγίζουν και το Κοινοτικό Δίκαιο και ιδιαίτερα τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, όπου υπάρχουν πολλές πράξεις νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών που εμπίπτουν στον έλεγχο των ανωτάτων δικαστηρίων.
Με βάση τα παραπάνω το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αποκλεισμοί της ευθύνης των δικαστηρίων που προβλέπει το ιταλικό δίκαιο και συνδέονται με την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων καθώς και η ερμηνεία των κανόνων δικαίου δεν συμβιβάζονται με την αρχή που έθεσε με την απόφαση Köbler, αφού «της αποστερούν την πρακτική αποτελεσματικότητά της όσον αφορά τις πρόδηλες παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου από εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο».
β. Ο περιορισμός της ευθύνης σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή
Η συζήτηση εδώ εντοπίστηκε στο ζήτημα αν ο περιορισμός της ευθύνης του δημοσίου από αποφάσεις δικαστηρίων σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας του δικαστή μπορεί να είναι συμβατή με την προϋπόθεση της πρόδηλης παραβίασης του εφαρμοστέου δικαίου, που έθεσε το ΔΕΚ με την απόφαση Köbler.
Κατά την TDM o περιορισμός αυτός συνιστά de facto αποκλεισμό κάθε ευθύνης του κράτους, καθόσον, αφενός, η έννοια της «βαριάς αμέλειας», αυτή καθαυτή, δεν εκτιμάται κατά διακριτική ευχέρεια από τον δικαστή που καλείται να αποφανθεί επί αγωγής για την αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από δικαστική απόφαση, αλλά ορίζεται αυστηρά από τον εθνικό νομοθέτη, ο οποίος απαριθμεί εκ των προτέρων και περιοριστικά τις περιπτώσεις βαριάς αμέλειας. Εξάλλου, κατά την εφαρμογή του νόμου 117/88 προκύπτει ότι τα ιταλικά δικαστήρια και ιδίως το Corte suprema di cassazione ερμηνεύουν με ιδιαιτέρως περιοριστικό τρόπο τον εν λόγω νόμο καθώς και τις έννοιες της «βαριάς αμέλειας» και της «ασύγγνωστης αμέλειας» με συνέπεια να απορρίπτονται σχεδόν συστηματικά οι υποβαλλόμενες κατά του ιταλικού δημοσίου αγωγές.
Το Δικαστήριο, αφού αρχικά υπενθύμισε τα κριτήρια με βάση τα οποία κρίνεται αν μια παραβίαση είναι πρόδηλη ή όχι, δεν απέκλεισε «το ενδεχόμενο το εθνικό δίκαιο να διευκρινίζει τα σχετικά με τη φύση ή τον βαθμό μιας παραβάσεως κριτήρια». Κατά τη γνώμη μας αυτή η «εξουσία διευκρίνισης» των κοινοτικών κριτηρίων με βάση τα οποία μια παραβίαση κρίνεται ως πρόδηλη, που αναγνώρισε το ΔΕΚ στα εθνικά δικαστήρια και η οποία, βέβαια, θα πρέπει να επιβεβαιωθεί στο μέλλον, μπορεί να δώσει αρκετά περιθώρια ευελιξίας στις εθνικές έννομες τάξεις κατά τη θέσπιση σχετικής με την ευθύνη των δικαστών νομοθεσίας αλλά και να ανοίξει ένα νέο κύκλο ερωτημάτων, όπως αυτών της υπόθεσης Traghetti, ενώπιον του ΔΕΚ. Η ευελιξία ενισχύεται, εξάλλου, και από το γεγονός ότι η η ευθύνη του κράτους μπορεί να θεμελιωθεί, βάσει του εθνικού δικαίου σε λιγότερο περιοριστικούς όρους από εκείνους που το Δικαστήριο έθεσε με την απόφαση Köbler.
Αντίθετα, η επιβολή προσθέτων ή αυστηρότερων όρων, όπως ο περιορισμός της ευθύνης των δικαστών μόνο στις περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας, προσβάλει κατά Δικαστήριο το δικαίωμα αποκαταστάσεως το οποίο στηρίζεται στην κοινοτική έννομη τάξη, αφού περιορίζει την αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων, που αντλούν οι ιδιώτες από το Κοινοτικό Δίκαιο. Κατά συνέπεια ούτε ο δεύτερος περιορισμός της ευθύνης των δικαστών κατά την ιταλική νομοθεσία κρίθηκε συμβατός από το ΔΕΚ με το κεκτημένο Köbler.
4. Συμπερασματικές παρατηρήσεις