Digesta 2008 |
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ*
Για να αποθηκεύσετε τη μελέτη σε μορφή pdf πατήστε εδώ
ΠΚ 25 - ν. 2472/1997 άρθρα 7.2, 22.4
Κάμψη, λόγω καταστάσεως ανάγκης, του κανόνα μη κοινοποιήσεως ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υγείας
Χορήγηση βεβαίωσης νοσηλείας από ιδιωτική ψυχιατρική κλινική σε οικείο (σύζυγο) της ασθενούς, χωρίς τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 7 § 2 του ν. 2472/1997, το οποίο θεσπίζει εξαίρεση από το άρθρο 22 § 4 του ίδιου νόμου, όταν, μεταξύ άλλων, η επεξεργασία αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, δεν τηρήθηκαν οι όροι της προηγούμενης λήψης της συγκατάθεσης του υποκειμένου ή γραπτής άδειας από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης κοινοποίησης ιατρικών δεδομένων εκ μέρους του διευθυντή της κλινικής λόγω κατάστασης ανάγκης (ΠΚ 25), ενόψει της άμεσης ανάγκης υπεράσπισης του συζύγου ενώπιον ανακριτικής αρχής υπό το βάρος σοβαρών και απαξιωτικών κατηγοριών.
ΠολΠρωτΑθηνών 6970/2005
(Σύνθεση: Π. Παναγιώτου, Ε. Κεχαγιά - εισηγήτρια, Γ. Κουνάλης)
Η ενάγουσα Λ.Β. και ο πρώτος εναγόμενος Γ.Τ. τέλεσαν νόμιμα πολιτικό γάμο το έτος 1993. Από το γάμο τους αυτό απέκτησαν το έτος 1994 ένα ανήλικο τέκνο. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχτηκε όμως ομαλά και η ενάγουσα εγκατέλειψε τη συζυγική οικία στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε με το ανήλικο τέκνο τους στην Ελλάδα. Μετά από δικαστική αντιδικία η επιμέλεια του τέκνου ανατέθηκε στην ενάγουσα και ρυθμίστηκε η επικοινωνία του εναγόμενου πατέρα με το παιδί και η οφειλόμενη από αυτόν διατροφή. Το παιδί σε ηλικία 7 ετών εμφάνισε ψυχική διαταραχή, υποβλήθηκε σε παρακολούθηση από παιδοψυχιάτρους για αρκετό χρονικό διάστημα, γεγονός που ο εναγόμενος πατέρας Γ.Τ. το αγνοούσε ενώ νοσηλεύτηκε και σε παιδοψυχιατρική κλινική με εμφανή υποχώρηση των ιδεοψυχαναστικών συμπτωμάτων που εμφάνιζε. Προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάσταση της υγείας του παιδιού ζητήθηκε και ακολούθως υπεβλήθησαν σε ψυχιατρικό έλεγχο και οι γονείς του και κρίθηκε ότι δεν έπασχαν από κάποια ψυχολογική διαταραχή, παρόλο όμως που διατυπώθηκαν επιφυλάξεις αναφορικά με την αξιοπιστία του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οικογενειακών σχέσεων, την 1.10.2001, η ανήλικη προσήλθε με τη μητέρα της και κατέθεσε ως μάρτυρας ενώπιον αστυνομικών οργάνων και από την κατάθεσή της αυτή δημιουργήθηκαν υπόνοιες για αποπλάνησή της από τον εναγόμενο πατέρα της. Στη συνέχεια συνεπεία μηνύσεως της ενάγουσας ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για αποπλάνηση παιδιού νεωτέρου των 10 ετών και πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις κατ’ εξακολούθηση, και διενεργήθηκε κύρια ανάκριση. Ο εναγόμενος κλήθηκε να απολογηθεί στις 13.12.2002. Υπολαμβάνοντας ότι οι κατηγορίες αυτές υπήρξαν αποτέλεσμα μεθόδευσης της συζύγου του και γνωρίζοντας ότι αυτή είχε νοσηλευθεί στον παρελθόν σε νευροψυχιατρική κλινική, χρησιμοποίησε νόμιμα μέσα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον της δικαστικής αρχής και απευθύνθηκε έτσι κατ’ αρχήν με σχετικό έγγραφό του στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, όπου αφού εξέθετε συνοπτικά τις αποδιδόμενες κατηγορίες και ότι επέκειτο η απολογία του ενώπιον του ανακριτή, ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια προκειμένου να λάβει από την νευροψυχιατρική κλινική σχετική βεβαίωση περί της τυχόν νοσηλείας της και των λόγων αυτής. Τελικώς ο εναγόμενος απηλλάγη των κατηγοριών αυτών με αμετάκλητο ήδη βούλευμα.
Σύμφωνα με τα άρθρα 22 § 4, 7 § 2 του νόμου 2472/1997 επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν η επεξεργασία αφορά δεδομένα τα οποία είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται η δυνατότητα δικαστικής χρήσης των δεδομένων όχι μόνο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του υποκειμένου τους αλλά και για την υπεράσπιση οποιουδήποτε δικαιώματος είτε αυτό ανήκει στον ίδιο είτε σε τρίτο. Ακολουθώντας τα παραπάνω, η Αρχή απήντησε ότι μπορούσε να υποβάλλει σχετική αίτηση στην νευροψυχιατρική κλινική τεκμηριώνοντας το υπέρτερο έννομο συμφέρον που επέβαλε τη χορήγηση βεβαίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι θα ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία και θα ενημερωθεί σχετικά το υποκείμενο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας (την εναγόμενη νευροψυχιατρική κλινική). Ακολούθως, ο εναγομένος διευθυντής στην εν λόγω κλινική χορήγησε στον εναγόμενο την επίμαχη βεβαίωση, με την οποία πιστοποιείτο ότι πράγματι η ενάγουσα κατά το έτος 1975, σε ηλικία 18 ετών νοσηλεύθηκε στην κλινική για χρονικό διάστημα ενάμισυ περίπου μήνα, λόγω ψυχικής διαταραχής.
Όσον αφορά τον δεύτερο εναγόμενο, διευθυντή της κλινικής, αποδείχτηκε ότι ενημερώθηκε από τον Γ.Τ. για την ιδιαιτέρως δυσμενή θέση στην οποία βρισκόταν λόγω των αβάσιμων κατηγοριών που του αποδίδονταν και του ενδεχόμενου να του επιβληθεί την επόμενη μέρα, μετά την απολογία του ακόμη και προσωρινή κράτηση, καθώς και για την ψυχική κατάσταση της κόρης του και ειδικότερα για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή που εμφάνιζε, ενώ παράλληλα του εξέθεσε και τον σκοπό για τον οποίο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί η αιτούμενη βεβαίωση. Κατόπιν του ιστορικού αυτού εκτίμησε ο διευθυντής ότι έπρεπε να διαφυλαχτούν τα θεμελιώδη δικαιώματα του εναγόμενου πατέρα, ο οποίος κατηγορείτο για ιδιαίτερα απαξιωτικά αδικήματα, προκειμένου ο ίδιος να φροντίσει στη συνέχεια το ψυχικά βεβαρημένο τέκνο του. Πριν τη χορήγηση της βεβαίωσης προηγήθηκε δε τηλεφωνική επικοινωνία με την ενάγουσα. Η τηλεφωνική αυτή επικοινωνία ακόμη και αν πράγματι έλαβε χώρα δεν αρκούσε σε κάθε περίπτωση καθόσον η διάταξη του άρθρου 7 § 2 περ. α΄ του ν. 2492/1997 απαιτεί έγγραφη και όχι προφορική απλώς συγκατάθεση του υποκειμένου, γεγονός που δεν επισημαίνεται στο έγγραφο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του διευθυντή της κλινικής. Περαιτέρω στο έγγραφο της Αρχής επισημαίνεται ότι πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 7 του άνω νόμου, προκειμένου να εκληφθεί άδεια από την Αρχή αλλά ο διευθυντής δεν την υπέλαβε ως τέτοια. Ο τελευταίος βλέποντας ότι διακυβεύετο η προσωπική ελευθερία του Γ.Τ., καθώς ήταν πιθανή η προσωρινή κράτησή του μετά την απολογία του την επόμενη μέρα, παρέκαμψε την απαραίτητη προϋπόθεση της λήψης άδειας από την Αρχή δεδομένου μάλιστα ότι αυτή δεν μπορούσε να του χορηγηθεί αμέσως. Υπό τα ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε λογικά σκεπτόμενος και ευσυνείδητος άνθρωπος θα θεωρούσε ότι για την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και τη διαφύλαξη της προσωπικής ελευθερίας του εναγόμενου πατέρα, η οποία αντικειμενικά δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί με άλλο τρόπο, έπρεπε να παράσχει τις πληροφορίες που διέθετε για τη νοσηλεία της ενάγουσας στο παρελθόν, χωρίς με την ενέργειά του αυτή να λαμβάνει θέση περί της βασιμότητας των αποδιδόμενων σε αυτών κατηγοριών, και ότι ο κανόνας της μη κοινοποίησης των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της, έπρεπε να καμφθεί, δεδομένου μάλιστα ότι η κοινοποίηση αυτή επρόκειτο να γίνει εντός πολύ περιορισμένου κύκλου προσώπων. Επομένως λόγω της υφισταμένης κατάστασης ανάγκης κατά το άρθρο 25 ΠΚ αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του διευθυντού της κλινικής.
Και οι τρεις εναγόμενοι, δηλαδή ο πατέρας του ανήλικου παιδιού, ο διευθυντής της νευροψυχιατρικής κλινικής και η ίδια η κλινική, πρότειναν τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, της καταχρηστικότητας αυτής συνιστάμενης, κατά τον πρώτο, στο ότι η ενάγουσα, αν και εν γνώσει της τον καταμήνυσε ψευδώς, αξιώνει χρηματική ικανοποίηση ύψους 200.000 €, επιζητώντας κατά αυτό τον τρόπο τον μέγιστο πλουτισμό της και κατά τους λοιπούς στο ότι η ίδια γνωρίζει το αβάσιμο των κατ’ αυτών αιτιάσεών της και υποκινείται από εγωισμό και εκδικητική διάθεση. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν ο διάδικος απλά ή αιτιολογημένα αρνείται την ύπαρξη ή την άσκηση του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 950/1989 ΕλΔ 32, 77. ΑΠ 84/1984 ΝοΒ 32, 329) και οι εναγόμενοι με τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αρνούνται κατ’ ουσίαν την ύπαρξη αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας, δεν στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος.
Τέλος το δικαστήριο έκρινε ότι κατά την ανέλεγκτη κρίση του η αμετάκλητη περαίωση της ποινικής αγωγής (άρθρο 250 ΚΠολΔ) δεν είναι απαραίτητο να προηγηθεί για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και το σχηματισμό ασφαλούς δικανικής κρίσης, εφόσον τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, ακόμη και εκείνα που περιέρχονται στην ποινική δικογραφία, κρίνονται επαρκή, ώστε να μην υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να αναμείνει την εξέλιξη της ποινικής δίκης, για να αποφανθεί σχετικώς ή να θεμελιώσει την κρίση του επί της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου, που τυχόν θα εκδοθεί.