Σ 5, 12, 20.1, ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) 6.1, ΚΠολΔ 62

Ικανότητα διαδίκου.

Ο «ειδικός λογαριασμός» που ιδρύθηκε με συλλογική σύμβαση εργασίας και χωρίς άλλη πολιτειακή πράξη, με σκοπό την επικουρική ασφάλιση εργαζομένων, δεν απέκτησε νομική προσωπικότητα ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένωση προσώπων και επομένως δεν έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Το μόρφωμα αυτό όμως επί 58 έτη λειτουργεί ως ασφαλιστικός οργανισμός συναλλασσόμενος με τρίτους και έχει παρασταθεί στα δικαστήρια χωρίς μέχρι τούδε να έχει προταθεί η έλλειψη της ικανότητάς του να είναι διάδικος, δηλαδή λειτουργεί «εν τοις πράγμασι» ως ένωση προσώπων. Με την άρνηση της ικανότητάς του να είναι διάδικος, θα περιέλθει ο ειδικός λογαριασμός σε πλήρη αδυναμία να επιδιώξει τα δικαιώματά του και θα ανακύψει έτσι ζήτημα αρνησιδικίας. Παραπομπή, γι’ αυτό, στην Ολομέλεια.

 

Άρειος Πάγος 1603/2006 (Β΄ Τμήμα)*

(Σύνθεση: Χ. Μπαλντάς, Σ. Κολυβάς, Γ. Χλαμπουτάκης, Α.-Φ. Περίδης, Η. Γιαννακάκης)

 

Με τα άρθρα 21 του ν. 281/1914 «περί σωματείων» και 33-39 του β.δ. της 15/20.5.1920 «περί επαγγελματικών σωματείων» ρυθμίζεται η ίδρυση αλληλοβοηθητικών ταμείων, τα οποία αποτελούν διακεκριμένα αυτοτελή νομικά πρόσωπα σε σχέση με τη βασική συνδικαλιστική οργάνωση, τα μέλη της οποίας είναι και μέλη του αλληλοβοηθητικού σωματείου. Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σύμφωνα με το άρθρο 12 β΄ ΕισΝΑΚ, καταργήθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, επανήλθαν όμως σε ισχύ με τις διατάξεις του ν.δ. 42/1974 «περί αποκαταστάσεως των συνδικαλιστικών ελευθεριών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», ίσχυσαν υπό το καθεστώς του ν. 330/1976 «περί επαγγελματικών σωματείων κ.λπ.», κατά το άρθρο 2 αυτού, και ισχύουν ήδη υπό το καθεστώς του ν. 1264/1982 «για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος κ.λπ.». Η σύσταση, λειτουργία και δράση των πιο πάνω αλληλοβοηθητικών ταμείων διέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις του β.δ. της 15/20.5.1920 καθώς και από τις διατάξεις του ΑΚ περί σωματείων, δηλαδή τα άρθρα 78 επ. αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα εξής: Με την από 25.10.1948 συλλογική σύμβαση εργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ της Εμπορικής Τράπεζας και του συλλόγου των υπαλλήλων της και με την ακόλουθη διάταξή της «Συνιστάται ειδικός λογαριασμός Επικουρικής Ασφαλίσεως υπό την επωνυμία Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, ούτινος ο σκοπός, οι πόροι και εν γένει τα της λειτουργίας αυτού ρυθμίζονται δια του συνημμένου τη παρούση καταστατικού, όπερ αποτελείται εξ άρθρων είκοσι εννέα (29)», συνεστήθη το αναιρεσείον Ταμείο. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι το εν λόγω μόρφωμα χαρακτηρίζεται από την ίδια τη συστατική πράξη ως «ειδικός λογαριασμός», ιδρύθηκε με σ.σ.ε. και χωρίς άλλη πολιτειακή πράξη, έχει ως σκοπό την επικουρική ασφάλιση του προσωπικού της Εμπορικής Τράπεζας και στο καταστατικό ανατέθηκε η αποστολή να εξειδικεύσει το σκοπό, τους πόρους και εν γένει τα της λειτουργίας του ειδικού αυτού λογαριασμού, χωρίς αναφορά σε ενδεχόμενα μέλη του. Εν όψει των ανωτέρω δεν προσεδόθη στον εν λόγω ειδικό λογαριασμό (ή Ταμείο), συσταθέντα όχι δια πράξεως της πολιτείας, εκδιδομένης είτε υπό τον τύπο νόμου, είτε υπό κατ’ εξουσιοδότηση νόμου διοικητικής πράξεως, νομική προσωπικότητα οιασδήποτε μορφής, ώστε να έχει τη δυνατότητα να παρίσταται στο δικαστήριο, ως διάδικος...

... Σύμφωνα με το άρθρο 62 εδ. β΄ του ΚΠολΔ ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Στην νομολογία έχει επικρατήσει η άποψη, την οποία δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και το Εφετείο, ότι οι ειδικοί λογαριασμοί, όπως και το αναιρεσείον, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό (χωρίς να είναι σωματεία), ούτε εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα και, επομένως δεν έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι (ΑΠ 748/1969, ΑΠ 604/1994). Την ίδια άποψη ακολουθεί και η θεωρία. Το αναιρεσείον όμως από τη σύστασή του, δηλαδή επί 58 χρόνια, λειτουργεί ως ασφαλιστικός οργανισμός, παρέχει συντάξεις στους συνταξιούχους της Εμπορικής Τράπεζας, συναλλάσσεται με τρίτους και παρίσταται στα δικαστήρια και στον Άρειο Πάγο, χωρίς να προτείνεται η έλλειψη της ικανότητάς του να είναι διάδικος, δηλαδή λειτουργεί «εν τοις πράγμασι» ως ένωση προσώπων. Τίθεται, επομένως, στην προκείμενη περίπτωση ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, αν πρέπει να χαρακτηρισθεί και το αναιρεσείον ένωση προσώπων, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα περιέλθει σε πλήρη αδυναμία να επιδιώξει τα δικαιώματά του και απέναντι στην αναιρεσίβλητη, θα ανακύψει δε έτσι και θέμα αρνησιδικίας. Επίσης, τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, αν στην περίπτωση που αποκλεισθεί από το αναιρεσειον το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 5 § 1, 12 § 1 και 20 του Συντάγματος καθώς και η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επομένως, λόγω του πιο πάνω ζητήματος που ανακύπτει, πρέπει ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1, 14 και19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλεται η ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ καθώς και η παρά το νόμο κήρυξη δικονομικού απαραδέκτου από το Εφετείο, να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 563 § 2 β΄ KΠολΔ, στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.

Σημείωση

Στον Άρειο Πάγο δόθηκε η ευκαιρία να επιλύσει ένα εξαιρετικά δυσχερές (ομολογουμένως) ζήτημα και η δημοσιευόμενη απόφαση του Τμήματος έδειξε να κινείται στη σωστή κατεύθυνση: διέβλεψε κίνδυνο αρνησιδικίας σε περίπτωση αποκλεισμού της ικανότητας διαδίκου σε μορφώματα που αφενός εμφανίζουν αυτοτέλεια και αυτονομία στις συναλλαγές, αφετέρου δε (και κυρίως) είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ουσιαστικού δικαίου. Ο συγκεκριμένος ειδικός λογαριασμός («Ταμείο»), για παράδειγμα, απασχολεί υπαλληλικό και εργατικό προσωπικό με συμβάσεις εργασίας και έχει περιουσία (και ακίνητη) την οποία διαχειρίζεται δικαιοπρακτώντας επί σχεδόν έξη δεκαετίες! Η άρνηση της ικανότητάς του να είναι διάδικος (ενεργητικά ή παθητικά) στην πράξη θα σημαίνει αδυναμία ασκήσεως των δικαιωμάτων του, αλλά και των δικαιωμάτων όσων συνδέονται με αυτό δυνάμει εννόμου σχέσεως. (Δεν θα μπορεί λόγου χάρη υπάλληλός του να διεκδικήσει αυξήσεις ή προαγωγές, επιδόματα κ.λπ. που πιστεύει ότι δικαιούται και που το «Ταμείο» αρνείται να του χορηγήσει).

Εν τούτοις, αυτό το βασικό ζήτημα που εύστοχα τέθηκε από το Τμήμα με την παραπεμπτική του απόφαση, έμεινε ουσιαστικά αναπάντητο από την Ολομέλεια, της οποίας η απόφαση φαίνεται στην πράξη να οδηγεί σε αδιέξοδο στις περιπτώσεις που είτε το ίδιο το Ταμείο βρίσκεται στην ανάγκη δικαστικής προστασίας των ουσιαστικού δικαίου δικαιωμάτων του έναντι τρίτων είτε αντιστρόφως. Όσο και αν δίνει εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ότι είναι δογματικά ορθή, δεν μπορεί να τύχει επιδοκιμασίας μια λύση με αμιγώς εννοιοκρατική θεμελίωση που δείχνει να μη λαμβάνει υπόψη, από πρακτικής πλευράς, τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί.

Με την προσδοκία ότι θα αποβεί καρποφόρος ο διάλογος με τη νομολογία, παρατίθενται σχετικές μελέτες, εμού και του Ελ. Καστρήσιου στις σελ. 11 επ. και 27 επ. αντιστοίχως.

ΚΠ