Digesta 2009

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Α΄ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Για να ανοίξετε τη στήλη σε μορφή pdf πατήστε εδώ


ΑΚ 175, 176 / ΚΠολΔ 691.2, 700.3, 715.1 & 3, 727

Ακυρότητα διαθέσεως πράγματος κατά παράβαση προσωρινής διαταγής που απαγόρευσε τη νομική (και πραγματική) μεταβολή του*.

Ι

Η απαγόρευση διαθέσεως με ευρεία έννοια (μεταβίβαση, επιβάρυνση και γενικώς νομική μεταβολή) που επιβάλλεται με προσωρινή διαταγή στο πλαίσιο δίκης ασφαλιστικών μέτρων για τη συντηρητική κατάσχεση ή δικαστική μετεγγύηση, ισχύει έναντι τρίτων και η παράβασή της προκαλεί ακυρότητα της διαθέσεως, με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 176 ΑΚ (όχι του 175), υπό την προϋπόθεση ότι σημειώθηκε προηγουμένως η προσωρινή διαταγή στα δημόσια βιβλία, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 715.3 ΚΠολΔ.

 

ΟλομΑΠ 17/2009

(Σύνθεση: Βασίλειος Νικόπουλος, Δημήτριος Κανελλόπουλος, Ηλίας Γιαννακάκης, Γεώργιος Πετράκης Αντιπροέδρους, Ρένα Ασημακοπούλου, Αθανάσιος Κουτρουμάνος, Βασίλειος Λυκούδης, Ελευθέριος Νικολόπουλος, Βασίλειος Φούκας, Γεώργιος Χρυσικός, Ιωάννης Σιδέρης, Νικόλαος Ζαίρης, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα, Αντώνιος Αθηναίος, Γεώργιος Γεωργέλλης - Εισηγητής, Δημήτριος Μαζαράκης, Χαράλαμπος Αθανασίου, Σαράντη Δρινέα, Αρεοπαγίτες)

 

Με την υπ. αριθ. 1198/2008 απόφαση του Γ΄ Πολιτικού Τμήματος, αφού απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 6.3.2007 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά το μέρος που απευθυνόταν κατά της υπ. αριθ. 5269/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά των δεύτερου, τρίτης, τετάρτης και πέμπτης των αναιρεσιβλήτων, παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, οι δεύτερος, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, πέμπτος και έβδομος λόγοι της ως άνω αίτησης για αναίρεση της 1164/2005 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, γιατί κρίθηκε ότι με τους ως άνω λόγους δημιουργείται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Το ζήτημα που δημιουργείται είναι: αν το μέτρο που ορίστηκε με την προσωρινή διαταγή συνίσταται στην απαγόρευση διάθεσης του πράγματος (μεταβολής της νομικής του κατάστασης) η μεταγενέστερη της προσωρινής διαταγής διάθεση (εκποίηση) πλήττεται με ακυρότητα, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 175 ή στο άρθρο 176 ΑΚ, καθώς και αν η ακυρότητα αυτή ισχύει και παρά τη μη μεταγραφή της προσωρινής διαταγής στο οικείο βιβλίο κατασχέσεων, κατά το χρόνο της διάθεσης, και την επικαλούμενη καλή πίστη εκείνου προς τον οποίο έγινε η διάθεση.

Κατά μεν το άρθρο 175 εδ. α΄ ΑΚ, η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη, αν ο νόμος την απαγορεύει, κατά δε το επόμενο άρθρο 176, αν την απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου έχει τάξει δικαστική απόφαση, ισχύει ό,τι και στην απαγόρευση από το νόμο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η προσωρινή διαταγή που εκδίδεται από το δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση, για την εξασφάλιση του δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, δεν είναι δικαστική απόφαση, αφού δεν περιέχει καμιά αυθεντική διάγνωση της έννομης σχέσης που ρυθμίζει, στερείται των κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 305 του ΚΠολΔ στοιχείων της δικαστικής απόφασης, που ανάγονται από το νόμο σε προϋποθέσεις του κύρους αυτής και επίσης δεν υποβάλλεται σε δημοσίευση, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 313 παρ. 1 ΚΠολΔ, προϋπόθεση του υπαρκτού της δικαστικής απόφασης. Είναι όμως τίτλος εκτελεστός, από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 904 παρ. 2 περ. ζ΄ ΚΠολΔ. Περαιτέρω, τα ανωτέρω άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζουν, ότι οι προσωρινές διαταγές διαλαμβάνουν «τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως έως την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης» και ότι «εκτελούνται μόλις καταχωριστούν, κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που τις εξέδωσε». Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν τη δεσμευτικότητα των προσωρινών διαταγών, με την έννοια ότι αρνούνται να προσδώσουν έννομες συνέπειες σε πράξεις που αντίκεινται στο περιεχόμενο τους και επιβάλλουν σιωπηρώς την ακυρότητα, ως κύρωση της παράβασης τους. Από αυτά παρέπεται, ότι αν το μέτρο που ορίστηκε με την προσωρινή διαταγή και παραβιάστηκε, συνίσταται στην απαγόρευση διάθεσης του πράγματος (μεταβολής της νομικής του κατάστασης), η μεταγενέστερη της προσωρινής διαταγής διάθεση (εκποίηση) πλήττεται με ακυρότητα, η οποία θεμελιώνεται όχι στο άρθρο 175 ΑΚ, αφού ο νόμος (άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ, δεν προβλέπει ακυρότητα της απαγορευμένης με προσωρινή διαταγή διάθεσης, αλλά στο άρθρο 176 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 691 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα επί δικαστικής απόφασης, με την οποία προσομοιάζει, χωρίς να είναι η προσωρινή διαταγή. Περαιτέρω κατά μεν την παρ. 1 του άρθρου 715 ΚΠολΔ, «απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση η διάθεση των πραγμάτων που κατασχέθηκαν από εκείνον σε βάρος του οποίου έγινε η κατάσχεση», κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, «Στη συντηρητική κατάσχεση ακινήτου, πλοίου, αεροσκάφους ή εμπράγματου δικαιώματος, επάνω σ’ αυτά, η ακυρότητα που αναφέρεται στην παρ. 1 ισχύει ως προς τους τρίτους, μόνον αν κατά το χρόνο της διάθεσης είχε γίνει εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, στο νηολόγιο ή στο μητρώο αεροσκαφών». Από τις διατάξεις, αυτές, οι οποίες, κατά ρητή παραπομπή του νομοθέτη (άρθρο 727 ΚΠολΔ), τυγχάνουν εφαρμογής και επί δικαστικής μεσεγγύησης, που αντικατέστησε «τη συντηρητική κατάσχεση επί σκοπώ διεκδικήσεως» του προϊσχύσαντος δικαίου, συνάγεται ότι με αυτές τίθεται, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών, ως προϋπόθεση ισχύος, ως προς τους τρίτους, της ακυρότητας διάθεσης (η οποία είναι έννοια ευρύτερη της απαλλοτρίωσης και περιλαμβάνει οποιαδήποτε μεταβίβαση, σύσταση, επιβάρυνση και γενικώς νομική μεταβολή) των πραγμάτων που τέθηκαν υπό δικαστική μεσεγγύηση, η εγγραφή της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η θέση του πράγματος υπό δικαστική μεσεγγύηση στα βιβλία κατασχέσεων της περιφέρειας του τόπου, όπου βρίσκεται το ακίνητο, κατά τον χρόνο της διάθεσης. Επομένως, η προσωρινή διαταγή, που εκδίδεται στα πλαίσια της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων για τη θέση του πράγματος υπό δικαστική μεσεγγύηση, ως συνάρτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και τελολογικό παρεπόμενο της αντίστοιχης απόφασης, αποτελεί το πρόσφορο μέσο προς πραγμάτωση του με το ασφαλιστικό μέτρο επιδιωκόμενου σκοπού και δε μπορεί να είναι περισσότερο εξασφαλιστική από την ίδια την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων. Έτσι η απαγόρευση, με προσωρινή διαταγή, της νομικής μεταβολής ακινήτου ή εμπράγματου δικαιώματος σ’ αυτό, ισχύει έναντι των τρίτων με την προϋπόθεση ότι σημειώθηκε προηγουμένως η προσωρινή διαταγή στα αντίστοιχα δημόσια βιβλία κατασχέσεων, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 715 παρ. 3 ΚΠολΔ η οποία εφαρμόζεται αναλόγως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του, το Εφετείο επικύρωσε την εκκληθείσα 5269/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, η οποία, αφού δέχθηκε σχετική αγωγή της με το συμβολαιογραφικό προσύμφωνο αγοράστριας - πρώτης των αναιρεσιβλήτων, προέβη σε ακύρωση των συμβολαίων της συμβολαιογράφου Πειραιά Πελαγίας Λεοντιάδου, που μεταγράφηκαν στα οικεία βιβλία μεταγραφών στις 28.11.2002, με τα οποία συνομολογήθηκε κατάργηση της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της περιγραφόμενης στην απόφαση οικοδομής και μεταβίβαση προς τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα του ποσοστού των 333,30/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αντιστοιχεί στην οριζόντια ιδιοκτησία του επίσης στην απόφαση αναφερόμενου ορόφου της οικοδομής αυτής, κυριότητας της πρώτης εναγομένης. Διότι, δέχθηκε το Εφετείο, η ακυρότητα προήλθε από το γεγονός ότι οι δικαιοπραξίες, που περιέχονται στα ως άνω συμβόλαια, έλαβαν χώρα την 28.11.2002, ενώ ίσχυε ακόμα η από 6.11.2002 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία χορηγήθηκε κατά τη συζήτηση της με αριθ. κατ. 6237/2002 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων για τη θέση υπό δικαστική μεσεγγύηση του διαμερίσματος της με το ανωτέρω προσύμφωνο α-

 

γοράστριας αιτούσης και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης κατά της καθής ιδιοκτήτριας τούτου, και με την οποία η τελευταία, που έλαβε γνώση της προσωρινής αυτής διαταγής όταν χορηγήθηκε, στις 6.11.2002, αποστερήθηκε προσωρινά, μέχρι τη δικάσιμο της 28.11.2002 και μετέπειτα μέχρι την έκδοση της 822/3.2.2003 απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, της εξουσίας να μεταβάλει τη νομική κατάσταση του ανωτέρω επίδικου ακινήτου και να διαθέτει αυτό. Επίσης, δέχθηκε το Εφετείο, ότι το γεγονός ότι η παραπάνω προσωρινή διαταγή δεν σημειώθηκε στα βιβλία μεταγραφών, δεν θεραπεύει την ακυρότητα των δικαιοπραξιών που προαναφέρθηκαν, οι οποίες ισχύουν και έναντι του τρίτου και ήδη αναιρεσείοντος, σε σχέση με την ενάγουσα αγοράστρια του διαμερίσματος και την πρώτη των εναγομένων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και δέχθηκε ότι ίσχυε ως προς τον αναιρεσείοντα καλόπιστο τρίτο η ανωτέρω απαγόρευση χωρίς την εγγραφή της προσωρινής διαταγής στα βιβλία κατασχέσεων, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 175, 176 ΑΚ και 715 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ άλλα και εκ πλάγιου καθόσον στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού δεν διέλαβε σ’ αυτή επαρκείς αιτιολογίες οι οποίες να στηρίζουν το διατακτικό της, γι’ αυτό και οι σχετικοί λόγοι της αναίρεσης, δεύτερος, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, έβδομος κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και πέμπτος από τον αριθ. 1 του ίδιου άρθρου που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια, είναι βάσιμοι.

 

ΙΙ. (όμοια παραπεμπτική)

ΑΠ 1198/2008

(Σύνθεση: Ε. Μουγάκου - Μπρίλλη, Μ. Γραμματικούδης - εισηγητής, Λ. Ζερβομπεάκος, Χ. Παπαηλιού, Μ. Θεοχαρίδης)

 

Κατά μεν το άρθρ. 175 εδ. α΄ ΑΚ, η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη, αν ο νόμος την απαγορεύει, κατά δε το επόμενο άρθρ. 176, αν την απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου έχει τάξει δικαστική απόφαση, ισχύει ότι και στην απαγόρευση από το νόμο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η προσωρινή διαταγή που εκδίδεται από το δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση, για την εξασφάλιση του δικαιώματος η την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, δεν είναι δικαστική απόφαση, αφού δεν περιέχει καμιά αυθεντική διάγνωση της έννομης σχέσης που ρυθμίζει, στερείται των κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 305 του ΚΠολΔ στοιχείων της δικαστικής απόφασης, που ανάγονται από το νόμο σε προϋποθέσεις του κύρους αυτής και επίσης δεν υποβάλλεται σε δημοσίευση, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 313 παρ. 1 ΚΠολΔ, προϋπόθεση του υπαρκτού της δικαστικής απόφασης. Είναι όμως τίτλος εκτελεστός (ΟλομΑΠ 4/2004), από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 904 παρ. 2 περ. ζ΄ ΚΠολΔ. Περαιτέρω, τα ανωτέρω άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζουν, ότι οι προσωρινές διαταγές διαλαμβάνουν «τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως έως την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης» και ότι «εκτελούνται μόλις καταχωριστούν, κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που τις εξέδωσε». Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν τη δεσμευτικότητα των προσωρινών διαταγών, με την έννοια ότι αρνούνται να προσδώσουν έννομες συνέπειες σε πράξεις που αντίκεινται στο περιεχόμενό τους και επιβάλλουν σιωπηρώς την ακυρότητα, ως κύρωση της παράβασης τους. Από αυτά παρέπεται, ότι αν το μέτρο που ορίστηκε με την προσωρινή διαταγή και παραβιάστηκε, συνίσταται στην απαγόρευση διάθεσης του πράγματος (μεταβολής της νομικής του κατάστασης), η μεταγενέστερη της προσωρινής διαταγή διάθεση (εκποίηση) πλήττεται με ακυρότητα, η οποία θεμελιώνεται όχι στο άρθρο 175 ΑΚ, αφού ο νόμος (άρθρ. 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ) δεν προβλέπει ακυρότητα της απαγορευμένης με προσωρινή διαταγή διάθεσης, αλλά στο άρθρο 176 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 691 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα επί δικαστικής απόφασης, με την οποία προσμοιάζει, χωρίς να είναι, η προσωρινή διαταγή (ΑΠ 866/2004, 133/2004), ή κατ’ άλλη), αποκλίνουσα της ανωτέρω, άποψη (ΑΠ 561/1999 και μειοψ. στην ΑΠ 133/2004), η ακυρότητα αυτή διάθεσης θεμελιώνεται όχι στη διάταξη του άρθρου 176 ΑΚ, αφού η προσωρινή διαταγή δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά στις διατάξεις των «άρθρων 175 ΑΚ και 691 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ακυρότητα αυτή αποτελεί έννομη συνέπεια της παράβασης της απαγόρευσης, χωρίς να επιβάλλεται προηγούμενη μεταγραφή της προσωρινής διαταγής από τις διατάξεις των άρθρων 1192-1198 ΑΚ ή από άλλη διάταξη, άρα η ακυρότητα ισχύει και παρά τη μη μεταγραφή της προσωρινής διαταγής και την επικαλούμενη καλή πίστη εκείνου προς τον οποίο έγινε η διάθεση (ΑΠ 866/2004, 133/2004, 561/1999). Όμως κατ’ άλλη άποψη (ΑΠ 1306/2006), κατά μεν την παρ. 1 του άρθρου 715 ΚΠολΔ «απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση η διάθεση των πραγμάτων που κατασχέθηκαν από εκείνον σε βάρος του οποίου έγινε η κατάσχεση», κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, «Στη συντηρητική κατάσχεση ακινήτου, πλοίου, αεροσκάφους ή εμπράγματου δικαιώματος, επάνω σ’ αυτά, η ακυρότητα που αναφέρεται στην παρ. 1 ισχύει ως προς τους τρίτους, μόνο αν κατά το χρόνο της διάθεσης είχε γίνει εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, στο νηολόγιο ή στο μητρώο αεροσκαφών». Από τις διατάξεις, αυτές, οι οποίες κατά ρητή παραπομπή του νομοθέτη (άρθρ. 727 ΚΠολΔ), τυγχάνουν εφαρμογής και επί δικαστικής μεσεγγύησης, που αντικατέστησε «τη συντηρητική κατάσχεση επί σκοπώ διεκδικήσεως» του προϊσχύσαντος δικαίου, συνάγεται ότι με αυτές τίθεται, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών, ως προϋπόθεση ισχύος, ως προς του τρίτους, της ακυρότητας διάθεσης (η οποία είναι έννοια ευρύτερη της απαλλοτρίωσης και περιλαμβάνει οποιαδήποτε μεταβίβαση, σύσταση, επιβάρυνση και γενικώς νομική μεταβολή) των πραγμάτων που τέθηκαν υπό δικαστική μεσεγγύηση, η εγγραφή της απόφασης με την οποία διατάχθηκε η θέση του πράγματος υπό δικαστική μεσεγγύηση στα βιβλία κατασχέσεων της περιφέρειας του τόπου, όπου βρίσκεται το ακίνητο, κατά τον χρόνο της διάθεσης (ΑΠ 1306/2006). Επομένως, η προσωρινή διαταγή, που εκδίδεται στα πλαίσια της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων για τη θέση του πράγματος υπό δικαστική μεσεγγύηση, ως συνάρτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και τελολογικό παρεπόμενο της αντίστοιχης απόφασης, αποτελεί το πρόσφορο μέσο προς πραγμάτωση του με το ασφαλιστικό μέτρο επιδιωκόμενου σκοπού και ως εκ τούτου δε μπορεί να είναι περισσότερο εξασφαλιστική από την ίδια την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων. Έτσι η απαγόρευση, με προσωρινή διαταγή, της νομικής μεταβολής ακινήτου ή εμπράγματου δικαιώματος σ’ αυτό, ισχύει έναντι των τρίτων με την προϋπόθεση ότι σημειώθηκε προηγουμένως η προσωρινή διαταγή στα αντίστοιχα δημόσια βιβλία κατασχέσεων, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 715 παρ. 3 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται αναλόγως (Γ. Μητσόπουλος, ΕλΔ 24, 1135 επ. (1141). Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, ΠολΔικ, άρθρ. 727 και 715 αριθ. 2. Δ. Κράνης, ΕλΔ, 40, 1005 επ.). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του, το Εφετείο, επικύρωσε την εκκληθείσα 5269/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, η οποία, αφού δέχθηκε σχετική αγωγή της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, προέβη σε ακύρωση των συμβολαίων της συμβολαιογράφου Πειραιά Π.Λ., που μεταγράφηκαν στα οικεία βιβλία μεταγραφών στις 28.11.2002, με τα οποία συνομολογήθηκε κατάργηση της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της περιγραφόμενης στην απόφαση οικοδομής και μεταβίβαση προς τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα του ποσοστού των 333,30/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αντιστοιχεί στην οριζόντια ιδιοκτησία του επίσης στην απόφαση αναφερόμενου ορόφου της οικοδομής αυτής, κυριότητας της πρώτης εναγομένης και ήδη πέμπτης των αναιρεσιβλήτων. Διότι, δέχθηκε το Εφετείο, η ακυρότητα προήλθε από το γεγονός ότι οι δικαιοπραξίες, που περιέχονται στα ως άνω συμβόλαια, έλαβαν χώρα την 28.11.2002, ενώ ίσχυε ακόμα η από 6.11.2002 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία χορηγήθηκε κατά τη συζήτηση της με αριθ. κατ. 6237/2002 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης κατά της πέμπτης των ήδη αναιρεσιβλήτων, και με την οποία η τελευταία, που έλαβε γνώση της προσωρινής αυτής διαταγής όταν χορηγήθηκε, στις 6.11.2002, αποστερήθηκε προσωρινά, μέχρι τη δικάσιμο της 28.11.2002 και μετέπειτα μέχρι την έκδοση της 822/3.2.2003 απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, της εξουσίας να μεταβάλει τη νομική κατάσταση του ανωτέρω επίδικου ακινήτου και να διαθέτει αυτό. Επίσης, δέχθηκε το Εφετείο, ότι το γεγονός ότι η παραπάνω προσωρινή διαταγή δεν σημειώθηκε στα βιβλία μεταγραφών δεν θεραπεύει την ακυρότητα των δικαιοπραξιών που προαναφέρθηκαν, οι οποίες ισχύουν και έναντι του τρίτου, σε σχέση με την ενάγουσα και την πρώτη των εναγομένων, αγοράστρια του διαμερίσματος και ήδη αναιρεσείοντος. Με τους λόγους αναίρεσης, δεύτερο, πρώτο, δεύτερο μέρος, έβδομο, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους, από το άρθρ. 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, και πέμπτο, από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ίδιου Κώδικα, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς αιτιολογίες, παραβίασης των προαναφερόμενων ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 175, 176 ΑΚ και 715 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ, διότι με αυτήν έγινε δεκτό ότι ίσχυε και ως προς τον αναιρεσείοντα, ο οποίος ήταν καλόπιστος τρίτος, η ανωτέρω απαγόρευση της διάθεση του επίδικου ακινήτου, χωρίς την εγγραφή της ως άνω προσωρινής διαταγής στα βιβλία κατασχέσεων. Ενόψει των ανωτέρω διαλαμβανομένων ανακύπτει το ζήτημα, ότι αν το μέτρο που ορίστηκε με την προσωρινή διαταγή συνίσταται στην απαγόρευση διάθεσης του πράγματος (μεταβολής της νομικής του κατάστασης), η μεταγενέστερη της προσωρινής διαταγής διάθεση (εκποίηση) πλήττεται με ακυρότητα, η οποία θεμελιώνεται, στο άρθρο 175 ή στο άρθρο 176 ΑΚ καθώς και αν η ακυρότητα αυτή ισχύει και παρά τη μη μεταγραφή της προσωρινής διαταγής στο οικείο βιβλίο κατασχέσεων, κατά το χρόνο της διάθεσης, και την επικαλούμενη καλή πίστη εκείνου προς τον οποίο έγινε η διάθεση. Το ζήτημα αυτό κρίνεται ότι είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, αφού από την επίλυση του εξαρτάται η ακυρότητα ή μη των μεταβιβάσεων ακινήτων ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ’ αυτών, προς τρίτους, οι οποίες έγιναν παρά την απαγόρευση της διάθεσής τους (μεταβολής της νομικής τους κατάστασης) με προσωρινή διαταγή και της μη μεταγραφής αυτής στο βιβλίο κατασχέσεων της τοποθεσίας του ακινήτου, κατά το χρόνο της διάθεσης, και την επικαλούμενη καλή πίστη εκείνου προς τον οποίο έγινε η διάθεση. Επομένως οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης, πρέπει να παραπεμφθούν στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2 περ. β ΚΠολΔ.

 

Σχόλιο

Αξίζει την αμέριστη επιδοκιμασία η απομάκρυνση του Αρείου Πάγου από την προηγούμενη νομολογία με τη δημοσιευόμενη απόφαση της Ολομελείας του σε συνέχεια της επίσης δημοσιευόμενης παραπεμπτικής αποφάσεως του Τμήματος, που είναι καρπός ενός δημιουργικού διαλόγου θεωρίας και νομολογίας (βλ. τον εμπεριστατωμένο σχολιασμό της αποφάσεως ΑΠ 561/1999 από τον Ευάγγελο Μπέη, ΔΙΚΗ 32 σελ. 1066 επ.), όπου αξιοποιήθηκε αποτελεσματικά η μέθοδος της αναλογίας επικουρούμενης από τη στάθμιση συμφερόντων και το ερμηνευτικό επιχείρημα «από μείζονος περί ελάσσονος».

Εγκαταλείπεται, ορθά, η προγενέστερη παραδοχή (βλ. σχετ. παραπομπές στο κείμενο της δημοσιευόμενης αποφάσεως του Τμήματος) ότι θεμελιώνεται στο άρ-

 

θρο 175 ΑΚ (σε συνδ. Με 691.2 ΚΠολΔ) η ακυρότητα της διαθέσεως κατά παράβαση της απαγορεύσεως με προσωρινή διαταγή και ότι αυτή η ακυρότητα ίσχυε ανεξάρτητα από την καταχώρισή της ή μη στα δημόσια βιβλία (μεταγραφών ή κατασχέσεων), υιοθετείται δε η αντίθετη και πειστική θέση, ότι αφενός νομική βάση της ακυρότητας είναι το άρθρο 176 ΑΚ «κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα επί δικαστικής αποφάσεως, με την οποία προσομοιάζει, χωρίς να είναι, η προσωρινή διαταγή» και (κυρίως) αφετέρου, ότι η έναντι καλόπιστων τρίτων ισχύς της ακυρότητας διαθέσεως προϋποθέτει την εγγραφή της προσωρινής διαταγής στα δημόσια βιβλία, με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 715.3 και 727 ΚΠολΔ, με τα οποία «τίθεται χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών» η ανωτέρω προϋπόθεση αναφορικά με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων από την οποία (ως το μείζον) «δεν μπορεί να είναι περισσότερο εξασφαλιστική» η προσωρινή διαταγή (ως έλασσον). Την παραδοχή αυτή επιστηρίζει και η στάθμιση συμφερόντων μεταξύ εκείνου υπέρ του οποίου διατάσσεται η απαγόρευση της διάθεσης αφενός και του καλόπιστου τρίτου, αφετέρου, ο οποίος κατά πάγια αρχή (υπό το πρίσμα και του γενικότερου συμφέροντος για την ασφάλεια των συναλλαγών) τυγχάνει από το δίκαιο υπέρτερης προστασίας (βλ. το σχετικό «συμπέρασμα» Ευάγγελου Μπέη, π. σελ. 1070).

Κ. Παναγόπουλος


[1]* Δημοσιεύονται οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και της παραπεμπτικής του Τμήματος, με κοινό σχολιασμό παρακάτω, στις σελ. 270 επ.

[1]* Βλ. κοινό σχόλιο στις τρεις συναφείς αποφάσεις κάτω από την τελευταία, σελ. 282.

[1]* Βλ. κοινό σχόλιο στις τρεις συναφείς αποφάσεις κάτω από την τελευταία, σελ. 282.

[1]. Ανάλογα, για το ενέχυρο, στα κινητά πρβλ. τα άρθρα ΑΚ 1318.3 και 1250 εδ. β΄.

[2]. Σύμφωνα με την νομολογία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 14/2006 (ΧρΙδΔ 2007, 97) με το άρθρο 41 ΕισΝΚολΔ εξομοιώνεται πλήρως ο ενυπόθηκος με τον προσημειούχο δανειστή, με μόνη διαφορά (εκ του άρθρου 1007.1 ΚΠολΔ) τον τρόπο κατατάξεως, δηλαδή οριστικής ή τυχαίας αντίστοιχα.

[3]. Βλ. σχετικώς, με παραπομπές, Λ. Πίψου, Η αναγγελία σελ. 72 επ.

[4]. Ειδικά για την διανομή βλ. ΑΠ 99/1990 ΕλΔ 1991, 85. ΑΠ 1307/1994 ΕλΔ 1996, 609-610. Μητσόπουλος, ΔΙΚΗ 1977, 189 (196). Μπέης, ΔΙΚΗ 1977, 798. Κεραμεύς - Κονδύλης - Νίκας, ΠολΔ 485 αρ. 8 σελ. 869. Αντίθ. η τρίτη από τις δημοσιευόμενες εδώ αποφάσεις.

[5]. Μπέης, ΠολΔ άρθρο 484 σελ. 1793 και 1795. ΜΠρΑθ 839/1976 ΝοΒ 1976, 997. ΕφΘεσ 128/1993 ΕλΔ 1994, 653-654. Κεραμεύς - Κονδύλης - Νίκας, π.

[6]. Όντως, άνευ αντικειμένου θεωρεί την κύρια παρέμβαση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων δανειστών στη δίκη διανομής με πλειστηριασμό η απόφαση ΜΠρΤρικ 490/1971 ΝοΒ 1972, 348-9 (!).

[7]. Βλ. την σχετική επισήμανση της Λ. Πίψου, π. σελ. 415.

[8]. Βλ. Λ. Πίψου, π. σελ. 414 και 415 και τις εκεί παραπομπές στις σημ. 97, 98 και 101.