ΙΙ

Ευθύνη ιατρού γαστρεντερολόγου που δε διενήργησε την θεραπευτική αγωγή lege artis διακόπτοντας την κολονοσκόπηση και παραλείποντας να διαγνώσει στην συνέχεια, με τις ενδεδειγμένες εξετάσεις που έπρεπε να πραγματοποιήσει, την ρήξη του παχέος εντέρου, γεγονός το οποίο ήταν πιθανό να συμβεί από την στιγμή που έκρινε ότι έπρεπε να διακόψει την κολονοσκόπηση. Ευθύνεται και το διαγνωστικό κέντρο ως προστήσας. Δεκτές οι πρόσθετες παρεμβάσεις των ασφαλιστικών εταιριών υπέρ των εναγομένων. Στην περίπτωση του ιατρού η ασφαλιστική εταιρία ευθύνεται μέχρι του ύψους του ποσού για το οποίο τον είχε ασφαλίσει.

 

ΠολΠρωτΑθ 5653/2005

(Σύνθεση: Α. Μουζάκη, Ε. Κοκκινογένη, Ι. Κουκουράκης - εισηγητής)

 

Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι στις 27.6.2003 υποβλήθηκε σε κολονοσκόπηση από τον εναγόμενο ιατρό γαστρεντερολόγο και προστηθέντα στο επίσης εναγόμενο διαγνωστικό κέντρο, με αποτέλεσμα από υπαιτιότητα του ιατρού, κατά τη διάρκεια της κολονοσκόπησης, να υποστεί βλάβη στην υγεία του, καθόσον υπέστη ρήξη του παχέος εντέρου, μήκους 7 εκατοστών και στη συνέχεια οξεία περιτονίτιδα, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε σοβαρές εγχειρήσεις σε νοσοκομείο προκειμένου να γίνει καθαρισμός, διότι κινδύνευε να υποστεί μόλυνση και οι ιατροί να αναγκασθούν να κλείσουν το κάτω μέρος του παχέος εντέρου και το άλλο να το διοχετεύσουν στην αριστερή πλευρά της κοιλιάς του, δημιουργώντας προσωρινή κολοστομία (παρά φύσει έδρα). Επιπλέον δε διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί πνευμονία, πλευρίτη και διάταση πνευμόνων με πιθανή πνευμονική εμβολή. Κατόπιν, σύμφωνα με την αγωγή του, υποβλήθηκε σε σπειρομέτρηση και σε άλλες εξετάσεις προκειμένου να καταργηθεί η κολοστομία και να αποκατασταθεί το παχύ έντερο. Στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι συνεπεία των βλαβών αυτών δεν μπόρεσε να εργασθεί στην εταιρία όπου εργαζόταν και να απολέσει επί 5 μήνες το ποσό των 7.471,94 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε. Τέλος υποστηρίζει ότι από τις προαναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη στην υγεία και τη σωματική του ακεραιότητα, καθόσον ταλαιπωρήθηκε από τις επεμβάσεις και υπέστη ψυχικό πόνο και ζητεί το ποσό των 2.000.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Συνεπεία των ανωτέρω ζητεί να υποχρεωθούν να του καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 507.471 ευρώ και επιπλέον να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν επιπλέον να του καταβάλουν το ποσό των 1.500.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Ο εναγόμενος ιατρός και το εναγόμενο διαγνωστικό κέντρο άσκησαν προσεπικλήσεις και παρεμπίπτουσες αγωγές κατά των ασφαλιστικών εταιριών στις οποίες ήταν ο καθένας ασφαλισμένος, με τις οποίες τις προσεπικαλούν να παρέμβουν στη δίκη και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται να τους καταβάλλουν την τυχόν αποζημίωση που θα καταβάλουν στον ενάγοντα μέχρι το ποσό της ασφαλιστικής κάλυψης. Οι δε προσεπικαλούμενες ασφαλιστικές εταιρίες άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εναγομένων.

Σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και την κρίση του Δικαστηρίου αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: Ο ενάγων στις 23.6.2003 ένιωσε ισχυρούς πόνους στην κοιλιακή χώρα και επισκέφτηκε το εναγόμενο διαγνωστικό κέντρο. Εκεί τον εξέτασε ο Δ/ντής της χειρουργικής Κλινικής, ο οποίος του συνέστησε να κάνει υπέρηχο κοιλίας, γαστροσκόπηση και κολονοσκόπηση και για το λόγο αυτό έκλεισε τα σχετικά ραντεβού. Πράγματι προσήλθε την προγραμματισμένη ημέρα στο ιατρικό κέντρο και υποβλήθηκε σε κολονοσκόπηση από τον εναγόμενο ιατρό γαστρεντερολόγο, που έγινε υπό καταστολή, παρουσία αναισθησιολόγου. Κατά τη διάρκεια της κολονοσκόπησης ο εν λόγω ασθενής παρουσίασε αιφνίδιο, διαξιφιστικό άλγος στο υπογάστριο, με αποτέλεσμα να διακοπεί η εξέταση. Έκτοτε παρουσίασε συνεχές έντονο άλγος και πυρετό έως 38,5 C, που παρουσιάστηκε 4-5 ώρες μετά την κολονοσκόπηση και το πρωί της επόμενης μέρας το άλγος εντοπίστηκε στο δεξί ώμο, ενώ το άλγος του υπογαστρίου και της δεξιάς πλάγιας κοιλιακής χώρας κατέστη βύθιο. Την επόμενη ημέρα προσήλθε στο τμήμα επειγόντων νοσοκομείου όπου από τον έλεγχο της κοιλιακής χώρας διαπιστώθηκε έντονη ευαισθησία και μυϊκή σύσπαση στο υπογάστριο και τη δεξιά κοιλιακή χώρα. Διαπιστώθηκε επίσης τυμπανικότητα στην άνω κοιλία και αύξηση της συχνότητας των εντερικών ήχων. Κρίθηκε έτσι αναγκαία η πραγματοποίηση επείγουσας λαπαροτομίας που ήταν διάρκειας 3 ωρών, με την οποία αποκαλύφτηκε πλήρης ρήξη του ορθοσιγμοειδούς σε μήκος 8-10 εκατοστών κατά τον επιμήκη άξονα του παχέος εντέρου. Λόγω του σηπτικού περιβάλλοντος αποφασίστηκε η εκτομή του φέροντος με ρήξη ορθοσιγμοειδούς εντέρου με σύγκλειση του περιφερικού και εκστόμωση του κεντρικού τμήματος του συγμοειδούς με μορφή προσωρινής κολοστομίας (παρά φύσει έδρας). Ακολούθησε επιμελής πλύση και παροχέτευση της περιτοναϊκής κοιλότητας και ο ασθενής ενάγων μεταφέρθηκε διασωληνωμένος στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Μετά την έξοδό του από τη ΜΕΘ εμφάνισε λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, με χαμηλή πιθανότητα πνευμονικής εμβολής, έγινε σπινθηρογράφημα αιματώσεως πνευμόνων και η αντιμετώπιση της εν λόγω κατάστασης έγινε με αντιβιοτικά, φυσιοθεραπεία και άλλα βρογχοδιασταλτικά φάρμακα. Από το νοσοκομείο εξήλθε στις 11.7.2003 και εισήχθη ξανά στις 9.9.2003 για τη χειρουργική επέμβαση κατάργησης της κολοστομίας και αποκατάστασης του παχέος εντέρου. Η μετεγχειρητική του κατάσταση ήταν ομαλή και εξήλθε από το νοσοκομείο στις 14.9.2003.

Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι οι σοβαρές βλάβες στην υγεία του ενάγοντος προήλθαν από υπαιτιότητα του δεύτερου εναγόμενου ιατρού γαστρεντερολόγου, ο οποίος ενώ διέκοψε την κολονοσκόπηση, δεν διέγνωσε στη συνέχεια με τις ενδεδειγμένες εξετάσεις που έπρεπε να πραγματοποιήσει την ρήξη του παχέος εντέρου, γεγονός το οποίο ήταν πιθανό να συμβεί από τη στιγμή, που έκρινε ότι έπρεπε να διακόψει την κολονοσκόπηση. Και τούτο διότι ο ιατρός γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει με βάση τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, ότι η μη ολοκλήρωση της κολονοσκόπησης οφείλεται σε δυσκολίες που παρουσίασε η φύση του παχέος εντέρου, λόγω ύπαρξης οξείας γωνίας, που έχει σαν συνέπεια να μην μπορεί να ευθειαστεί ο ελαστικός και εύκαμπτος σωλήνας, με αποτέλεσμα η ράχη του ενδοσκοπίου να τραυματίσει το έντερο και να επέλθει διάτρηση. Έπρεπε επίσης να είχε αναζητήσει το λόγο για τον οποίο συνέχιζε να έχει άλγος ο ενάγων, να είναι σε ετοιμότητα, να μην τον καθησυχάσει λέγοντάς του ότι δεν είναι τίποτα και τέλος να μην του επιτρέψει να πάει στην οικία του, όπως συνέβη με υπόδειξή του. Επίσης έπρεπε να διαπιστώσει με ενδελεχή εξέταση της ακτινογραφίας και του ασθενούς αν εμφανιζόταν αέρας στην κοιλιά, συνεπεία του οποίου είναι η δημιουργία έντονου άλγους στον ασθενή, για το οποίο ο τελευταίος παραπονείτο. Η παραπάνω αμελής συμπεριφορά του ιατρού και οι παραλήψεις του είχαν σαν αποτέλεσμα σοβαρές βλάβες στην υγεία του ενάγοντος, με κίνδυνο λόγω της περιτονίτιδας, να επήρχετο ακόμη και ο θάνατος, εάν δεν γινόταν η επείγουσα εγχείρηση στο νοσοκομείο. Συνεπεία της υπαιτίου και παρανόμου συμπεριφοράς του ιατρού για την οποία ευθύνεται και το εναγόμενο διαγνωστικό κέντρο, το οποίο συνεργάζεται με αυτόν και το οποίο τον είχε προστήσει, ο ενάγων ζημιώθηκε κατά το ποσό των 7.471,94 ευρώ λόγω μη εργασίας του και μετά από αφαίρεση του επιδόματος του ΙΚΑ. Κατόπιν καθόσον αποδείχτηκε βλάβη της ψυχικής υγείας του λόγω των σοβαρών επεμβάσεων, πρέπει να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης η οποία ορίζεται στο ποσό των 130.000 ευρώ. Υποχρεώνονται έτσι οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 137.471, 94 ευρώ εις ολόκληρο ο καθένας, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο ιατρός είχε ασφαλισθεί βάση του συμβολαίου επαγγελματικής αστικής ευθύνης ιατρών, συνεπεία σωματικής βλάβης κατά την άσκηση του ιατρικού του επαγγέλματος, για το ποσό των 73.370 ευρώ, επομένως η ασφαλιστική εταιρία οφείλει να καταβάλει μόνο το ποσό αυτό. Αντίθετα η ασφαλιστική εταιρία του διαγνωστικού κέντρου οφείλει να καταβάλει όλο το επιβαλλόμενο ποσό στο διαγνωστικό κέντρο.