AK 914, 330, 928

Μη ευθύνη του ιατρού σε περίπτωση που ακολουθεί άλλη μέθοδο αντιμετώπισης

 

Απορριπτέο ως μη νόμιμο το αίτημα για αποζημίωση με βάση το άρθρο 928 ΑΚ καθόσον οι ενάγοντες δεν ισχυρίζονται ότι κατά νόμο είχαν δικαίωμα να απαιτούν από τη θανούσα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε ότι ο θάνατος της ασθενούς οφείλεται στο ότι η χειρουργική επέμβαση έγινε με εμβολισμό και όχι με την κλασική μέθοδο της κρανιοτομής, δεδομένου μάλιστα ότι οι θεράποντες ιατροί είχαν συστήσει επέμβαση με εμβολισμό και όχι με κρανιοτομή.

 

ΠολΠρωτΑθ 4909/2005

(Σύνθεση: Α. Χατζηζαφειρίου, Ε. Σακελλαρίου, Α. Ρουσέα - εισηγήτρια)

 

Με βάση την κρινόμενη αγωγή, διακομίστηκε από το νοσοκομείο νοσηλείας της η Κ.Χ., μητέρα δύο τέκνων, σε άλλο νοσοκομείο, το πρώτο των εναγομένων, καθόσον είχε υποστεί ρήξη ανευρύσματος εγκεφαλικής αρτηρίας δεξιά και προκειμένου να υποβληθεί εκεί σε προγραμματισμένη επέμβαση στον εγκέφαλο από το δεύτερο εναγόμενο, ιατρό νευροχειρούργο, ο οποίος πραγματοποιούσε τέτοιου είδους επεμβάσεις με τη μέθοδο της κρανιοτομής στο εν λόγω νοσοκομείο. Την ίδια μέρα της διακόμισής της η Κ.Χ. υποβλήθηκε στο πρώτο εναγόμενο νοσοκομείο σε αντιμετώπιση του ανευρίσματος με τη μέθοδο του εμβολισμού, τον οποίο πραγματοποίησε ο τρίτος εναγόμενος, που επίσης πραγματοποιεί επεμβάσεις στο ίδιο νοσοκομείο. Η ασθενής κατά τον εμβολισμό περιέπεσε σε κώμα και τέσσερις ημέρες αργότερα απεβίωσε. Σύμφωνα με τους ενάγοντες, το σύζυγο και τα τέκνα δηλαδή της θανούσης, ο θάνατός της οφείλεται σε αμέλεια του δεύτερου και του τρίτου των εναγομένων, προστηθέντων της πρώτης εναγόμενης εταιρίας - νοσοκομείου, συνιστάμενης (της αμέλειας) στο ότι η επέμβαση έγινε από τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος ήταν άπειρος, με εμβολισμό, ήτοι μέθοδο που βρισκόταν σε πειραματικό στάδιο τότε και κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, και όχι από το δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος θα εφάρμοζε την κλασσική μέθοδο της κρανιοτομής, στην οποία ήταν ιδιαίτερα ικανός και έμπειρος. Επίσης υποστήριξαν οι ενάγοντες ότι η αμέλεια συνίσταται στο ότι ο δεύτερος και τρίτος των εναγομένων παρέλειψαν να προβούν, μετά την περιέλευση της ασθενούς σε κώμα, σε κρανιοτομή, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος, καθώς επίσης στο ότι η ασθενής εισήλθε στο χειρουργείο όχι κατά την προγραμματισμένη ώρα αλλά με καθυστέρηση 10 ωρών, στη συνέχεια δε εγκαταλείφθηκε επί ώρες σε διάδρομο του νοσοκομείου χωρίς κανένας να ενδιαφερθεί γι’ αυτή. Και ότι, λόγω της άνω δικαιοπραξίας, οι ενάγοντες αφενός στερήθηκαν το ποσό των 569.416 ευρώ, το οποίο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα κέρδιζε η Κ. Χ. κατά τα επόμενα 8 έτη από την ασκούμενη από αυτήν εμπορία και το οποίο ποσό θα δαπανούσε για την οικογένειά της, αφετέρου υπέστησαν ψυχική οδύνη, για την οποία ζητούν το ποσό των 450.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση. Ζήτησαν επίσης την κήρυξη της απόφασης σε προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω της αδικοπραξίας και τέλος να καταδικαστούν στη δικαστική τους δαπάνη.

Σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου το παραπάνω κονδύλιο των 569.416 ευρώ, που αφορά αποζημίωση, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον οι ενάγοντες δεν ισχυρίζονται ότι κατά το νόμο είχαν δικαίωμα να απαιτούν από τη θανούσα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών, ώστε να δικαιούνται αποζημίωση κατά το άρθρο 928 ΑΚ.

Επιπλέον η πρώτη εναγόμενη εταιρία της αγωγής, προσεπικάλεσε σε αναγκαστική παρέμβαση, σωρεύοντας στο αυτό δικόγραφο αγωγή αποζημίωσης κατά ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, εκθέτοντας, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της και για την περίπτωση που η κύρια αγωγή γίνει δεκτή, ότι, δυνάμει της μεταξύ αυτής και της προσεπικαλουμένης συναφθείσας ασφαλιστικής σύμβασης, η προσεπικαλουμένη έχει ασφαλίσει την αστική ευθύνη της προσεπικαλούσας έναντι τρίτων. Ζητεί δε να παρέμβει η προσεπικαλουμένη εταιρία υπέρ αυτής στην κύρια δίκη, να αναγνωριστεί ότι είναι υποχρεωμένη να της καταβάλλει ό, τι αυτή υποχρεωθεί να καταβάλλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής και να καταδικαστεί η καθ’ ης εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των εναγόντων και από τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι παριστάμενοι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Κ. Χ. εισήχθη στο αρχικό νοσοκομείο πάσχουσα από υπαραχνοειδή αιμορραγία και ανεύρυσμα περιμεσολοβίου αρτηρίας. Μετά τις εκεί γενόμενες εξετάσεις (αξονική τομογραφία και εγκεφαλογράφημα) η κατάσταση της ασθενούς κρίθηκε πολύ κρίσιμη, η δε αντιμετώπισή της στο εν λόγω νοσοκομείο κρίθηκε δυσχερής από το θεράποντα ιατρό και γι’ αυτό συστήθηκε στους συγγενείς της ασθενούς ο εμβολισμός του ανευρύσματος σε ειδικό κέντρο. Οι ενάγοντες ήρθαν σε συνεννόηση με τον ιατρό νευροχειρούργο, δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ικανός στις κρανιοτομές, πραγματοποιούσε χειρουργικές επεμβάσεις στο νοσοκομείο που διακομίσθηκε η ασθενής στη συνέχεια και ήταν και επικεφαλής μιας ομάδας ιατρών, στην οποία μετείχε και ο τρίτος εναγόμενος. Έτσι μετά τη σχετική συνεννόηση η ασθενής διακομίστηκε στο ειδικό αυτό κέντρο για να υποβληθεί σε προγραμματισμένο εμβολισμό δεξιάς περιμεσολοβίου αρτηρίας εγκεφάλου. Πράγματι η Κ.Χ. υποβλήθηκε σε εμβολισμό από τον τρίτο εναγόμενο μαζί με την άνω ομάδα ιατρών, κατά τη διάρκεια της οποίας η ασθενής υπέστη ενδοκοιλιακή αιμορραγία εγκεφάλου από ρήξη ανευρύσματος, η οποία αποτέλεσε και την αιτία του θανάτου της. Δεν αποδείχτηκε έτσι ότι ο θάνατος της Κ.Χ. οφείλεται στο ότι η χειρουργική επέμβαση έγινε με εμβολισμό και όχι με την κλασική μέθοδο της κρανιοτομής, δεδομένου μάλιστα ότι οι θεράποντες ιατροί είχαν συστήσει επέμβαση με εμβολισμό και όχι με κρανιοτομή όπως ισχυρίστηκαν οι ενάγοντες, ούτε αποδείχτηκε ότι ο τρίτος εναγόμενος χειρουργός ήταν άπειρος στις επεμβάσεις με τη μέθοδο του εμβολισμού και ότι πραγματοποίησε την εγχείριση χωρίς να τηρήσει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Επίσης δεν αποδείχτηκε ότι ήταν εφικτή η, μετά την περιέλευση του ασθενούς σε κώμα, υποβολή αυτής σε κρανιοτομή και ότι έτσι θα αντιμετωπιζόταν επιτυχώς το ανεύρυσμα. Τέλος, δεν αποδείχτηκε ότι είχε προγραμματισθεί συγκεκριμένη ώρα εισόδου της ασθενούς στο χειρουργείο και ότι αυτή τελικά δεν εισήλθε στο χειρουργείο κατά την προγραμματισμένη ώρα αλλά με καθυστέρηση 10 ωρών, και ότι στη συνέχεια δε εγκαταλείφθηκε επί ώρες στο διάδρομο του νοσοκομείου χωρίς κανείς να ενδιαφερθεί γι’ αυτή. Μετά τα παραπάνω δεν αποδείχτηκε οποιαδήποτε αμέλεια των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων για το θάνατο της Κ.Χ. και συνακόλουθα ευθύνη τόσο των ιατρών όσο και της πρώτης εναγόμενης, η οποία είχε προστήσει αυτούς παρέχοντας σ’ αυτούς τη δυνατότητα να επιμελούνται των επεμβάσεων των πελατών τους και να χρησιμοποιούν τις κτιριακές, μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις της καθώς και όλο το παραϊατρικό βοηθητικό προσωπικό της, αλλά και χορηγώντας όσα φάρμακα ήταν απαραίτητα για τη διεκπεραίωση της επέμβασης, εισπράττοντας δε η αυτή πρώτη εναγόμενη από τον πελάτη των ιατρών χωριστή αμοιβή για τις ως άνω υπηρεσίες της. Ακολούθως η αγωγή αποδεικνύεται ουσιαστικά αβάσιμη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί. Κατά συνέπεια θα πρέπει να απορριφθεί και η προσεπίκληση και η σωρευόμενη σ’ αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποί είχε ασκηθεί υπό την αίρεση της ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, ως άνευ αντικειμένου.