AK 922, 330, 914 - EvAK 47 - α.ν. 1565/1939 άρθρο 24 - ΚΠολΔ 368 παρ. 2, 413, 309, 226 παρ. 4

Δεν υπάρχει ευθύνη του ιατρού εφόσον αντιμετώπισε την περίπτωση του ασθενούς lege artis.

Πρόστηση υπάρχει και επί συμβάσεως παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ιδιώτη ιατρού με κλινική. Γνήσια αντικειμενική ευθύνη της κλινικής για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν τα μέλη της οικογένειας του θανόντος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο προστηθείς από την εναγομένη κλινική ιατρός ανιτμετώπισε την περίπτωση του ασθενούς του κατά τον επιστημονικώς ενδεδειγμένο τρόπο, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής επιστήμης. Συνεπώς δεν ευθύνεται και άρα δεν ευθύνεται και ούτε η προστήσασα κλινική.

ΠολΠρωτΑθ 2698/2004

(Σύνθεση: Μ. Παπασπύρου, Ρ. Νομικό, Ι. Παπαϊωάννου - εισηγητής)

Η εναγόμενη σύζυγος του θανόντος ανήγειρε αγωγή ζητώντας αποζημίωση από έκαστον των εναγομένων, δηλ το ιδιωτικό θεραπευτήριο και τον θεράποντα ιατρό, για διατροφή και για ψυχική οδύνη αυτής και των ανηλίκων τέκνων της λόγω θανάτου του συζύγου της από μετεγχειρητική μόλυνση, όπως ισχυρίζεται. Ζητήθηκε έτσι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης αν ο θάνατος του συζύγου της επήλθε από μετεγχειρητική επιμόλυνση, την οποία υπέστη κατά τη νοσηλεία του στο θεραπευτήριο όπου χειρουργήθηκε. Υποστήριξε στην αγωγή της, επιπλέον, ότι (1) η προσβολή αυτού από το μικρόβιο του σταφυλόκοκκου ήταν αποτέλεσμα της αμέλειας και παραλείψεων του θεράποντος ιατρού, δευτέρου εναγόμενου, που συνίσταται στο ότι α) δεν παρέτεινε τη νοσηλεία του ασθενούς στο ως άνω θεραπευτήριο, β) δεν του χορήγησε επαρκή ποσότητα του ενδεδειγμένου για τις περιστάσεις αυτές αντιβιοτικού και γ) δεν επέδειξε κανένα περαιτέρω ενδιαφέρον, αλλά αντίθετα κατά τις επισκέψεις στο ιατρείο του δεν εξετέλεσε τις στοιχειώσεις εξετάσεις, καίτοι ευρίσκετο στο κρίσιμο μετεγχειρητικό στάδιο. Και (2) ότι η συμπεριφορά του εν λόγω εναγομένου αποκλίνει από τις απαιτήσεις της ιατρικής επιστήμης, των επαγγελματικών εθίμων και της ιατρικής δεοντολογίας. Όμως το εάν ο σύζυγος της ενάγουσας υπέστη μετεγχειρητική επιμόλυνση (ή όχι) κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο θεραπευτήριο την πρώτης εναγομένης, συνέπεια της οποίας επήλθε ο θάνατός του, είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου, παρωχημένη κατάσταση, αλλοιωθείσα με την πάροδο του χρόνου και δεν υφίσταται στο παρόν. Συνεπώς πρέπει η προδικαστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου με την οποία διατάχτηκε η πραγματογνωμοσύνη να ανακληθεί ως προς τη διάταξή της αυτή. Αυτό γιατί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 368 § 2 του ΚΠολΔ, «το Δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης», ή για το οποίο κρίση του δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη: «ΚΠολΔ, Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση» υπ’ άρθρο 368 αρ. 7, ΑΠ 583/1973 ΝοΒ 21, 1456, ΑΠ 801/1973 ΝοΒ 22, 317). Πλην όμως από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με τη διάταξη του άρθρου 413 του ίδιου κώδικα σαφώς προκύπτει ότι η παραπάνω πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται πάντοτε προς διάγνωση κατάστασης πραγμάτων υφισταμένης στο παρόν και όχι παρωχημένης, αλλοιωθείσας με την πάροδο του χρόνου, η οποία αποδεικνύεται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ΕφΚρ 180/1990 Αρμ 44993. ΕΑ 7845/1979 ΝοΒ 27, 1656). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, «οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια και παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευση τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς να ανακληθούν σε κάποια στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση». Εξάλλου, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται τη συζήτηση της υπόθεσης κατ’ άρθρο 226 § 4 ΚΠολΔ, μετά από έκδοση προδικαστικής απόφασης που διέταξε αποδείξεις, δικαιούται να ανακαλέσει την προεκδοθείσα μη οριστική απόφασή του, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν προτάσεως κάποιου εκ των διαδίκων (Β. Βαθρακοκοίλης, ό.π. υπ’ άρθρο 309 § 39 σελ. 414). Η απόφαση που διατάσσει μόνο αποδείξεις δεν είναι οριστική (ΑΠ 616/1984 ΝοΒ 33, 440. ΑΠ 250/1974 ΑρχΝ 25, 647. ΑΠ 559/1972 ΝοΒ 20, 1419). Το δικαστήριο, μπορεί μάλιστα να ανακαλέσει τη μη οριστική απόφασή του και όταν ακόμη έχει διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 559/1972 ΝοΒ 20, 1419).

Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του, προκύπτει κατ’ αρχήν ότι για τη συγκρότηση της έννοιας της πρόστησης απαιτείται σχέση εξάρτησης μεταξύ του προστήσαντος και του προστηθέντος, η οποία εκδηλώνεται με την εξουσία του πρώτου να δίνει διαταγές και οδηγίες στο δεύτερο ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της υπηρεσίας ή την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή γενικά να υπόκειται στον έλεγχο του (βλ. Καυκά: «Ενοχικόν Δίκαιον» (1966) υπ’ άρθρο 922 παρ. 3. Α σελ. 794-795, Φίλιου: «Ενοχικό Δίκαιο» (1974) παρ. 49 ΒΙ. 2 σελ. 645, Σταθόπουλου: «Γενικό Ενοχικό Δίκαιο» τ. Ι (1979) σελ. 219, Φλούδα: «Αστική Ευθύνη» (1985) παρ. 84β σελ. 47, Κρητικού: «Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα» (1987). Αριθ. 525, όπου και πάγια νομολογία). Πρόβλημα δημιουργείται για την ύπαρξη εξάρτησης προκειμένου για τη χρησιμοποίηση ελευθέρων επαγγελματιών που δρουν ανεξάρτητα κατά τους κανόνες της επιστήμης ή τέχνης τους, οι οποίοι μπορεί να μην είναι προσιτοί σ’ εκείνον που τους χρησιμοποιεί στην υπηρεσία του, για το λόγω του ότι δεν έχει την ίδια ιδιότητα επομένως και τις γνώσεις ή και αν τις έχει, δεν μπορεί να επέμβει στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου ο επαγγελματίας δρα και ενεργεί με δική του πρωτοβουλία κατά την κρίση του, όπως ο ιατρός. Προκειμένου ειδικότερα για τους ιατρούς, δεν αποκλείεται η ύπαρξη εξάρτησης με τη μορφή εξαρτημένης εργασιακής σχέσης που μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να υπάρχει παρότι στην άσκηση των καθαρά ιατρικών καθηκόντων τους δρουν και ενεργούν με πρωτοβουλία κατά τις επιταγές της ιατρικής επιστήμης (ΑΠ 241/1954 ΕΕΝ 2, 949. Καυκάς, ό.π. σελ. 798). Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο στην περίπτωση που η σχέση του ιατρού με την κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα είναι ελεύθερη, με τη μορφή ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία και συνήθως τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης ή τοκετού σε κλινική που διαθέτει την απαραίτητη υποδομή και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό που θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή που εισπράττει κατευθείαν από τον πελάτη ασθενή, άσχετα με την αμοιβή του ιατρού που καταβάλλεται από τον τελευταίο απευθείας σ’ αυτόν. Η σχέση αυτή είναι πολύ συνηθισμένη στις συναλλαγές και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του ιατρού που έτσι κερδοφόρα χρησιμοποιεί της υπηρεσίες της κλινικής ή του Ιδρύματος, όσο και των τελευταίων που με τη συνδρομή των ιατρών εξασφαλίζουν πελατεία και αποκομίζουν κέρδη, στα οποία και αποβλέπουν. Όχι σπάνια επί κεφαλής των διαφόρων τμημάτων της κλινικής ή του Ιδρύματος τίθεται ένας ιατρός, συνήθως διαπρεπής, που γίνεται πόλος έλξης για τους ασθενείς και από τη χρησιμοποίηση του οποίου, με την πιο πάνω μορφή ελεύθερης συνεργασίας, αποκτά και η κλινική ή το ίδρυμα αίγλη και την εμπιστοσύνη των ασθενών. Και στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γίνει δεκτό, παρά την ανεξαρτησία του συνεργαζόμενου ιατρού σχετικά με την άσκηση των κυρίων ιατρικών του καθηκόντων, ότι υπάρχει σχέση εξάρτησης κατά την πιο πάνω έννοια και επομένως ευθύνη εκείνου που διατηρεί (φυσικού ή νομικού προσώπου) την κλινική ή το ίδρυμα κατά το άρθρο 922 ΑΚ, αφού και τότε η δραστηριότητα του ιατρού γενικά εμπίπτει στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κύκλο δράσης αυτού (βλ. έτσι Σταθόπουλος, ό.π. σελ. 220-221. Κότσιανου: «Η ιατρική ευθύνη» (1977) αριθ. 62 σελ. 50-51 και Κρητικός, ό.π. αριθ. 525. Β. Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική (με κάποιο ενδοιασμό) και αναφορικά με τη σχέση εργοδότη και εργολάβου ΑΠ 102/1983 ΕλΔ 24, 788. ΑΠ 1893/84 ΝοΒ 33, 1555). Επίσης γίνεται γενικά δεκτό ότι οι οδηγίες του προστήσαντος δεν είναι ανάγκη να φτάνουν μέχρι παροχής λεπτομερειών ιδίως σε τεχνικής φύσεως θέματα (ΕΑ 2491/ 1968 Αρμ 23, 355) ή ακόμη ότι δεν είναι καν απαραίτητο οι οδηγίες να αφορούν τον τόπο, χρόνο ή την τεχνική άσκηση της εργασίας του προστηθέντος (Φλούδας, ό.π. σελ. 97). Εξάλλου από το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕνΑΚ (βλ. Τούση σε ΕΕΝ 22, 27), κατά το οποίο ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και προστασίας των υγιών σε συνδυασμό με τα άρθρα 330 και 914 ΑΚ. προκύπτει ότι, ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση αν ενεργήσει από δόλο ή αμέλεια, η τελευταία δε συντρέχει αν ο ιατρός προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη κατά παράβαση των διδαγμάτων της ιατρικής επιστήμης έστω και αν είναι ελαφρά (βλ. Ζέπο σε ΝοΒ 21, 3. Κότσιανο, ό.π. αριθ. 74 σελ. 61-62) ενώ ουδεμία ευθύνη φέρει αν ενήργησε κατά τους πιο πάνω κανόνες (lege artis) και ειδικότερα όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και τα στη διάθεσή του μέσα συνετός και επιμελής ιατρός (Καυκάς, ό.π. υπ’ άρθρο 914 παρ. 6 ΓΙ σελ.730-731, Ζέπος, ό.π. Καποδίστριας στην ΕρμΑΚ 658, 640 αριθ. 94. Κότσιανος, ό.π. αριθ. 74, 80, σελ. 61 επ., 66 επ. ΑΠ 513/1969 ΠοινΧρ Κ΄ 116. ΑΠ 230/1976 ΠοινΧρ ΚΣΤ΄ 656. ΕΘ 19/1972 ΠοινΧρ KB΄ 314). Ιδιαίτερα θα ληφθεί υπόψη η συνδρομή ειδικότητας στο πρόσωπο του ιατρού, η οποία αποτελεί και το λόγο βαρύτερης ευθύνης του ειδικού, αφού η προσφυγή στις υπηρεσίες του, με βαρύτερη οικονομική επιβάρυνση συνήθως του ασθενούς, γίνεται ακριβώς λόγω της ειδικότητάς του αυτής (ΕΑ 197/1988 ΕλΔ 29, 1239).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Κατά το έτος 1975 ο σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας του εκπροσωπούμενου από αυτήν ανήλικου τέκνου, είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στο Λονδίνο για διάνοιξη της μιτροειδούς βαλβίδος. Στις 26.4.1991 υποβλήθηκε σε εξετάσεις, από τις οποίες προέκυψε α) σημαντικού βαθμού στένωση μιτροειδούς με κλίση πιέσεως 17 MHG και μετρίου βαθμού ανεπάρκεια της βαλβίδος με διάταση του αριστερού κόλπου και β) ασβέστωση αορτής με μικρού βαθμού στένωση και μετρίου προς σημαντικού βαθμού ανεπάρκεια της βαλβίδος. Μετά από αυτά κρίθηκε απαραίτητο ότι έπρεπε α υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση στην καρδιά. Έτσι ο ασθενής επισκέφτηκε τον εναγόμενο ιατρό, που είναι καρδιοχειρούργος στο θεραπευτήριο της πρώτης εναγομένης, και με πλήθος διακεκριμένων προσόντων. Ο ασθενής εισήχθη στη συγκεκριμένη κλινική κατόπιν συστάσεως του ιατρού αυτού. Έτσι είναι βέβαιο ότι μεταξύ της εναγόμενης κλινικής - θεραπευτηρίου και του εναγόμενου ιατρού υπήρχε σύμβαση, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός είχε δικαίωμα να επιμελείται τις παθήσεις των πελατών του και να χρησιμοποιεί τις κτιριακές, μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις του θεραπευτηρίου, καθώς και όλο το παραϊατρικό προσωπικό και φάρμακα που ήταν απαραίτητα για τη διεκπεραίωση των χειρουργικών επεμβάσεων και εισέπραττε από τους πελάτες του ξεχωριστή αμοιβή για τις υπηρεσίες του αυτές. Ήταν έτσι προστηθείς της κλινικής με την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ. Η εισαγωγή στο θεραπευτήριο έγινε στις 7.4.1992 και την ίδια μέρα υποβλήθηκε σε εξετάσεις αίματος και ούρων. Την επόμενη ημέρα εισήχθη στο χειρουργείο και υποβλήθηκε σε επέμβαση ανοιχτής καρδιάς για στένωση μιτροειδούς και ανεπάρκεια αορτής. Την ίδια μέρα μετά την επέμβαση εισήλθε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του θεραπευτηρίου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην ΜΕΘ, ο εν λόγω ασθενής υποβλήθηκε σε εξετάσεις αίματος, ούρων και πηκτικότητας. Η μετεγχειρητική του πορεία υπήρξε πολύ καλή και την επόμενη εξήλθε από τη ΜΕΘ και μεταφέρθηκε σε δωμάτιο για τη συνέχιση της νοσηλείας του. Ο εναγόμενος ιατρός έδωσε οδηγίες στο νοσηλευτικό προσωπικό, μεταξύ άλλων, για ελαφρά δίαιτα, χορήγηση αντιβιοτικών και λοιπών φαρμάκων, χορήγηση οξυγόνου με μάσκα, κινητοποίηση - έγερση - φυσιοθεραπεία, μέτρηση ούρων ανά 24ωρο, ηλεκτροκαρδιογράφημα και γενική αίματος. Στις 16.4.1992 έλαβε εξιτήριο με την παρατήρηση «ικανοποιητική πορεία», ενώ στις επί καθημερινής βάσης εξετάσεις που υποβαλλόταν ήταν όλες αρνητικές. Επίσης μία μέρα πριν την έξοδό του, ο χειρουργηθείς υποβλήθηκε, κατόπιν συστάσεως του εναγόμενου ιατρού σε καλλιέργεια αίματος, τα αποτελέσματα της οποίας χαρακτηρίστηκαν ως «στείρα» αφού δεν εντοπίστηκε ανάπτυξη μικροοργανισμών στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο σταφυλόκοκκος. Μάλιστα δε διενεργήθηκε τρεις φορές ανακαλλιέργεια για τη διεξαγωγή ασφαλέστερου αποτελέσματος. Τέλος έλαβε την ημέρα της εξόδου του ιατρικό σημείωμα από τον εναγόμενο ιατρό, στο οποίο αναφέρεται ο χρόνος και το είδος της χειρουργικής επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε, ότι η μετεγχειρητική πορεία ήταν ομαλή και ότι δια βίου θα παραμείνει σε αντιπηκτική αγωγή. Επί ένα περίπου μήνα μετά την έξοδό του από το θεραπευτήριο ο ασθενής επισκεπτόταν τον εναγόμενο ιατρό, ο οποίος ρύθμιζε την πηκτικότητα του αίματός του και τη δοσολογία του αντιπηκτικού φαρμάκου. Στη συνέχεια την παρακολούθησή του ανέλαβε ο προσωπικός του καρδιολόγος. Με τον δεύτερο εναγόμενο ήρθε σε επαφή ξανά πριν από τα μέσα Ιουλίου 1992, οπότε τον ενημέρωσε ότι ο ως άνω καρδιολόγος του, διαπίστωσε υγρά ακροαστικά στη βάση πνεύμονα, ενώ ο εναγόμενος ιατρός του σύστησε να προβεί σε ακτινολογικό έλεγχο. Εισήχθη έτσι σε Νοσοκομείο όπου κατόπιν εξετάσεων διαπιστώθηκε η ανάπτυξη σταφυλόκοκκου αρνητικού στη μηκτινάση. Τις επόμενες ημέρες μετά από συνέχεια εξετάσεων υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία απεβίωσε. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μετά από παράκληση της συζύγου του θανόντος, ο εναγόμενος ιατρός επισκέφτηκε τον ασθενή στην κλινική αυτή και ενημέρωσε τους θεράποντες ιατρούς για το ιστορικό του ασθενούς. Αποδεικνύεται έτσι από όλα τα παραπάνω ότι ο προστηθείς από την εναγόμενη κλινική ιατρός αντιμετώπιση την περίπτωση του ασθενούς του κατά τον επιστημονικώς ενδεδειγμένο τρόπο, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη κατά παράβαση των διδαγμάτων της επιστήμης. Τέλος είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σύμφωνα με κατάθεση μάρτυρα μετά την έξοδό του από το θεραπευτήριο, ο ασθενής υπέβαλε τον εαυτό του σε βαριά σωματική κόπωση, αφού είχε αναλάβει τις ξυλουργικές εργασίες του υπό ανέγερση σπιτιού του. Για τους λόγους αυτούς η ένδικη αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη και διατάζεται να επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων.