Digesta 2010 |
ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΟΥ ΤΩΝ ΣΤΕΡΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ («ΤΑΜΕΙΩΝ»)*
Κωνσταντίνος Δ. Παναγόπουλος
Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Για να ανοίξετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ
Οι όροι του σχεδίου συλλογικής συμβάσεως τέθηκαν υπόψη του τότε υπουργού εργασίας (Α. Πρωτοπαπαδάκη) που συνυπέγραψε στις 25.10.1948 το τελικό κείμενο με τους εκπροσώπους της Τράπεζας και του Συλλόγου Υπαλλήλων της, στη δε σχετική έκθεση που συντάχθηκε αναφέρεται ότι αυτή η συλλογική σύμβαση συνάπτεται ως ειδική κατά την έννοια του άρθρου 1 του α.ν. 1367. Το κείμενό της κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών με επιμέλεια του Υπουργού Εργασίας στις 18.1.1949.
Με αυτή τη συλλογική σύμβαση εργασίας ορίστηκε ότι συνιστάται «ειδικός λογαριασμός» επικουρικής ασφαλίσεως όλου του προσωπικού υπό την επωνυμία «Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος» του οποίου ο σκοπός, οι πόροι και γενικά τα της λειτουργίας του θα ρυθμίζονται από προσαρτημένο στη σύμβαση καταστατικό.
Μεταξύ άλλων το καταστατικό του Ταμείου προέβλεψε με τα άρθρα 7-8 τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη του εργαζομένου στην τράπεζα ή των δικαιοδόχων του σε περίπτωση αποβιώσεως αυτού, με το δε άρθρο 5 ως πόροι του Ταμείου καθορίσθηκαν οι εισφορές των εργαζομένων και της εργοδότριας τράπεζας, καθώς επίσης και άλλα έσοδα, όπως (ενδεικτικά) πρόστιμα επιβαλλόμενα από τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια, τόκοι από καταθέσεις του Ταμείου, ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου, εκποίηση άχρηστου υλικού της εργοδότριας κ.λπ. Ειδικά για την εισφορά της εργοδότριας ορίσθηκε ότι αυτή καταβάλλεται από την Τράπεζα αμέσως, οποτεδήποτε της ζητηθεί από το Ταμείο για την πληρωμή των υποχρεώσεών του. Τέλος, με το ίδιο άρθρο, προβλέφθηκε ότι το ΔΣ του Ταμείου έχει την ευθύνη να προβαίνει σε κάθε νόμιμη ενέργεια που απαιτείται τόσο για την είσπραξη των πόρων, όσο και για την πληρωμή των συντάξεων και λοιπών παροχών στους δικαιούχους.
Από της συστάσεώς του, με τη σύμπραξη και της Πολιτείας κατά τα εκτεθέντα, λειτουργεί επί 6 δεκαετίες το Ταμείο ως αυτόνομος φορέας με αυτοτέλεια, έχοντας ιδία διοίκηση, περιουσία, υπαλληλικό προσωπικό και κοινωνικοασφαλιστική δράση με χιλιάδες ασφαλισμένους και συνταξιούχους, συγκαταλέχθηκε δε στους εποπτευόμενους από το κράτος ασφαλιστικούς οργανισμούς του δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και περιλαμβάνεται στον εκδιδόμενο από το αρμόδιο Υπουργείο κάθε Ιούνιο τόμο επίσημου κοινωνικού προϋπολογισμού της χώρας με όλα τα στοιχεία της δράσεως του Ταμείου, ήτοι καταβαλλόμενες παροχές, περιουσιακά του στοιχεία, αριθμό ασφαλισμένων και συνταξιοδοτούμενων κ.λπ.
Το πρωτοδικείο όμως που δίκασε σε πρώτο βαθμό την υπόθεση του συγκεκριμένου Ταμείου, έκανε βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση (που δυστυχώς δεν συνέχισαν το Εφετείο και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου) και δέχθηκε ικανότητα διαδίκου είτε αυτό θεωρηθεί ένωση προσώπων, που πάντως δεν είναι, είτε θεωρηθεί ομάδα περιουσίας (παραπάνω παρ. 2), δίχως ωστόσο να δώσει τις απαιτούμενες εξηγήσεις για αυτή την «ανατρεπτική» θέση, οι οποίες θα γίνει εδώ απόπειρα να αναζητηθούν ακολούθως, αφού πρώτα παρουσιαστούν οι αντιδράσεις που προκάλεσε η έκδοση των αποφάσεων του Αρείου Πάγου, Τμήματος και Ολομέλειας.
Θετικά σχολιάστηκε[10] εξάλλου η απόφαση του Τμήματος και (ιδίως) κατά τούτο, ότι διέβλεψε κίνδυνο αρνησιδικίας σε περίπτωση αποκλεισμού της ικανότητας διαδίκου σε μορφώματα, όπως το Ταμείο που εξετάζεται εδώ, που αφενός εμφανίζουν αυτοτέλεια και αυτονομία στις συναλλαγές, αφετέρου δε είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ουσιαστικού δικαίου. Επισημάνθηκε στο πλαίσιο αυτού του σχολιασμού, ότι το συγκεκριμένο Ταμείο απασχολεί υπαλληλικό και εργατικό προσωπικό με συμβάσεις εργασίας και έχει περιουσία (και ακίνητη) την οποία διαχειρίζεται δικαιοπρακτώντας επί δεκαετίες. Η άρνηση της ικανότητάς του να είναι διάδικος (ενεργητικά ή παθητικά) στην πράξη θα σημαίνει αδυναμία ασκήσεως των δικαιωμάτων του, αλλά και των δικαιωμάτων όσων συνδέονται με αυτό δυνάμει εννόμου σχέσεων. Δεν θα μπορούσε έτσι λόγου χάρη υπάλληλός του να διεκδικήσει αυξήσεις ή προαγωγές, επιδόματα κ.λπ. που πιστεύει ότι δικαιούται και που το Ταμείο αρνείται να του χορηγήσει.
Επισημάνθηκε ειδικότερα, ότι όσο και αν δίνει εκ πρώτης όψεως την εντύπωση (κατά την παραδοσιακή αντίληψη) ότι είναι δογματικά ορθή, δεν μπορεί να τύχει επιδοκιμασίας μια λύση με αμιγώς εννοιοκρατική θεμελίωση που δείχνει να μη λαμβάνει υπόψη, από πρακτικής πλευράς, τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί[12] και να μην αναρωτιέται «αν αυτά τα άτυπα μορφώματα έχουν γνήσιες υποχρεώσεις (... και απαιτήσεις) απέναντι στα μέλη τους, όπως επίσης απέναντι στα πρόσωπα με τα οποία συναλλάσσονται»[13].
Ξενίζει η αποστροφή ότι ο συγκεκριμένος Ασφαλιστικός Οργανισμός με εκατοντάδες μέλη που απασχολεί προσωπικό δεκάδων υπαλλήλων, με ακίνητα και μετοχές της Τράπεζας στο όνομά του και με χιλιάδες συνταξιούχους είναι «μόνο ένα Ταμείο και τίποτε άλλο», όταν όλα αυτά προδήλως συνιστούν «προς τα έξω εμφαινόμενη» και άρα εξίσου άξια προστασίας, «συναλλακτική δραστηριότητα» (όσο δηλαδή και εκείνη μιας ενώσεως προσώπων) ως το «αναγκαίο υπόβαθρο» για τη διεξαγωγή δίκης στο όνομα του Ταμείου, φορέα αυτής της συναλλακτικής δραστηριότητας.
Το επιχείρημα εξάλλου ότι «δεν μπορεί να μεταπέσει σε ένωση προσώπων, ούτε de jure ούτε de facto» ένας «ειδικός λογαριασμός που είναι συγκέντρωση χρημάτων, δηλαδή στην πραγματικότητα ένα Ταμείο[16]», είναι ενδεικτικό του στείρου εγκλωβισμού στην παραδοσιακή αντίληψη ότι κατ’ αντιδιαστολή προς τις στερούμενες νομικής προσωπικότητας ενώσεις προσώπων για τις οποίες και μόνο (κατ’ αυτή την αντίληψη) προβλέπεται ικανότητα διαδίκου με το άρθρο 62 ΚΠολΔ, δεν επιφυλάσσεται όμοια μεταχείριση στις επίσης στερούμενες νομικής προσωπικότητας ομάδες περιουσίας. Απότοκος αυτής της αντιλήψεως ήταν, όπως ήδη αναφέρθηκε[17], η προσφυγή μέρους της νομολογίας στην (όντως άστοχη) παραδοχή μεταπτώσεως του Ειδικού Λογαριασμού σε ένωση προσώπων, προκειμένου να του εξασφαλιστεί έτσι ικανότητα διαδίκου. Την ορθή, δογματικά και πρακτικά, λύση δίδει εν τούτοις μόνο ο απεγκλωβισμός από αυτή τη συλλογιστική, με τον τρόπο που προτείνεται παρακάτω (παρ. 12), αφού προηγηθεί αμέσως στη συνέχεια σύντομη αναφορά και στην περίπτωση ενός άλλου Ταμείου.
Ο ανωτέρω Λογαριασμός δεν ιδρύθηκε με συλλογική σύμβαση, αλλά συστήθηκε το έτος 1949 από δύο ασφαλιστικά ταμεία της Εθνικής Τράπεζας (το Ταμείο Αλληλοβοηθείας των Υπαλλήλων της ΕΤΕ και το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Εισπρακτόρων και Κλητήρων ΕΤΕ), όπως προκύπτει από το πρακτικό συνεδρίασης 13/18.11.1949 του Γενικού Συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας, που ενέκρινε τον Κανονισμό λειτουργίας του Λογαριασμού ως μορφώματος αυτοδιοικούμενου (από Διαχειριστική Επιτροπή) έχοντος ιδίους πόρους, μεταξύ των οποίων (πέραν των εργοδοτικών εισφορών και των εισφορών των εργαζομένων) περιλαμβάνονται και «πρόσοδοι εκ δωρεάς» (άρθρο 5 παρ. 9 του κανονισμού), δηλαδή εκ συμβάσεως με δικαιοπρακτούντα (προφανώς) τον Λογαριασμό δια του εκπροσωπούντος αυτόν οργάνου (Διαχειριστική Επιτροπή). Έκτοτε ο Λογαριασμός λειτουργεί επί δεκαετίες έχοντας ευάριθμο υπαλληλικό προσωπικό το οποίο μισθοδοτεί και πολυάριθμους συνταξιούχους, έχει δε αποκτήσει παντοειδή περιουσία στο όνομά του που περιλαμβάνει και σημαντικό πακέτο μετοχών της Εθνικής Τράπεζας, στις Γενικές Συνελεύσεις της οποίας συμμετέχει, ως εκ τούτου, κανονικά ως ένας εκ των μετόχων της. Συγκεντρώνει έτσι τα γνωρίσματα μιας διακριτής αυτοτελούς οντότητας, με «επωνυμία», αυτοδιοίκηση, ίδια περιουσία και νομική δράση σημαντική και πολυετή.
Αξιοπρόσεχτο είναι, ότι ενώ το πρωτοδικείο δέχεται πως «τέτοιους ειδικούς λογαριασμούς δεν τους αποκλείει η νομοθεσία μας, αλλά αντιθέτως τους προβλέπει ειδικώς στα πλαίσια ασφαλιστικών οργανισμών» (παραδοχή, αυτολεξί, και της ΟλομΑΠ 25/2008), δεν διαβλέπει εντούτοις αντιφατικότητα και ανακολουθία στην άρνηση της ικανότητας διαδίκου αυτών των μορφωμάτων από την ίδια έννομη τάξη που όχι μόνο δεν τα αποκλείει, αλλά και τα προβλέπει!
Διαφυγή από το (φαινομενικό) αδιέξοδο διανοίγεται μόνο με τον τρόπο που εκτίθεται αμέσως στη συνέχεια.
Ο χαρακτηρισμός τέτοιων μορφωμάτων ως οιονεί νομικά πρόσωπα αποβλέπει στο να αποδώσει μια διαφορετική από τα παραδεδεγμένα κατανόηση των όρων «πρόσωπο» και «υποκείμενο του δικαίου», με τρόπο που να μην θεωρούνται πλέον αυτές οι έννοιες ταυτόσημες, αλλά στο ευρύτερο εννοιολογικό πλάτος της δεύτερης (υποκείμενα δικαίου) να εντάσσονται και ορισμένες οντότητες, μη πρόσωπα, με στοιχειώδη αυτοτέλεια, στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που ο νομοθέτης τις ανάγει σε φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, άρα τους αναγνωρίζει έτσι ικανότητα δικαίου[22] ή και ικανότητα νομικής δράσεως[23].
Υπό το πρίσμα αυτής της προσεγγίσεως, που δεν ταυτίζει τις έννοιες πρόσωπο και υποκείμενο (ή ικανότητα) δικαίου, προσεκτικότερη ανάγνωση της διατάξεως του άρθρου 62 ΚΠολΔ αποκαλύπτει ότι δεν γίνεται λόγος για νομική προσωπικότητα στο πρώτο της εδάφιο, αλλά μόνο για ικανότητα να είναι κανείς υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ικανότητα δικαίου). Η αναφορά συνεπώς σε μορφώματα στερούμενα νομικής προσωπικότητας στο δεύτερο εδάφιο δεν φαίνεται να είναι δεδομένο, όπως θεωρείται ως τώρα από τους συγγραφείς και τη νομολογία, ότι σημαίνει αναγκαίως και σε κάθε περίπτωση οντότητες στερούμενες και ικανότητας δικαίου. Αντιθέτως, η ρύθμιση του άρθρου 62 ΚΠολΔ ορθά ερμηνευόμενη στο σύνολό της πρέπει να δεχθούμε ότι απονέμει ικανότητα διαδίκου τόσο σε οντότητες οι οποίες παρόλο που δεν έχουν (νομική) προσωπικότητα ούτε ικανότητα δικαίου, πάντως είναι ενώσεις προσώπων (εδ. α΄), όσο και σε οντότητες που πάντως έχουν ικανότητα δικαίου, ακόμη και αν δεν είναι πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων (εδ. β΄), δηλαδή και σε μορφώματα (ομάδα περιουσίας δίχως νομική προσωπικότητα), όπως το εδώ εξεταζόμενο Ταμείο - Ειδικός Λογαριασμός Επικουρικής Ασφαλίσεως.
Την παραδοχή αυτή ενισχύει η διαπίστωση, ότι ικανότητα διαδίκου στις στερούμενες νομικής προσωπικότητας ομάδες περιουσίας ρητά αναγνωρίζεται πλέον για τις υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων με το άρθρο 23 του κώδικα διοικητικής δικονομίας που ορίζει ότι: «Ικανότητα να είναι διάδικοι έχουν, εκτός από τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα, οι ενώσεις προσώπων καθώς και οι ομάδες περιουσίας». Δεν μπορεί λοιπόν η ελληνική έννομη τάξη ως εάν πάσχουσα από διχασμό προσωπικότητας[24], να θεωρεί ανύπαρκτα μεν τα μορφώματα σαν τα Ταμεία Επικουρικής Ασφαλίσεως, που μας απασχόλησαν εδώ, όταν αυτά ενάγουν ή ενάγονται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, να θεωρεί όμως αυτά τα ίδια υπαρκτά, αν απευθύνονται σε διοικητικό δικαστήριο. Η νομολογία επιβάλλεται, εφεξής, να αντιμετωπίζει το ζήτημα λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω επισημάνσεις[25] και να μην αρκείται στην απλή μνεία της (ατυχούς) αποφάσεως 25/2008 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ο οποίος θα ήταν ευχής έργο να έχει την ευκαιρία επανεξετάσεως της θέσεώς του στο πλαίσιο παρεμφερούς υποθέσεως που τυχόν θα τον απασχολήσει στο μέλλον.
[1]* Προδημοσίευση από τον Τιμητικό τόμο Ι. Βούλγαρη, με αφορμή την απόφαση 2329/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δημοσιεύεται παρακάτω, σελ. 65 επ.) που στοιχίζεται πλήρως με την ΟλομΑΠ 25/2008 (βλ. Digesta 2009 σελ. 45 επ. Πρβλ. όμως διαλεκτικά, Κ. Παναγόπουλος, «Οιονεί» νομικά πρόσωπα Digesta 2008 σελ. 11 επ. = Liber amicorum Φίλιππου Δωρή 2010 σελ. 631 επ.).
[2]. Στην σχετική αγωγή, μεταξύ άλλων, διαλαμβάνονται και τα ακόλουθα: «... λειτουργεί επί δεκαετίες το Ταμείο μας αποκτήσαν την απόλυτη εμπιστοσύνη των μετ’ αυτού συναλλασσομένων, των ασφαλισμένων του και γενικώς της εργοδότιδος Εμπορικής Τραπέζης, του Δημοσίου, των Αρχών και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (σελ. 7-8) ... «Το Ταμείο μας, έχον ιδρυθεί από 25ης Οκτωβρίου 1948 τη συμπράξει της Ελληνικής πολιτείας έχει αποκτήσει εκ των πραγμάτων αλλά και του νόμου δικαίωμα παράστασης ενώπιον των δικαστηρίων την οποία ουδείς ποτέ του αμφισβήτησε. Διότι η σύστασή του έχει κατά τα 50 και πλέον έτη λειτουργίας του λάβει έκτοτε πανελλήνια δημοσιότητα και συνεχίζει να λειτουργεί ανελλιπώς και επιτυχώς κατά κοινή αναγνώριση τόσον από πλευράς πολιτειακής όσον και από πλευράς ιδιωτικής ιδιαιτέρως δε από τραπεζικής και κοινωνικοασφαλιστικής πλευράς. Προστατεύει σήμερα αριθμό 12.5000 περίπου μισθοβιώτων ασφαλισμένων εξ ων αριθμός 4.500 είναι ήδη συνταξιούχοι πάσης φύσεως και οικογενειάρχες ή μέλη οικογενειών που θα μπορούσαν να συγκριθούν με τον πληθυσμό μιας ελληνικής μεγαλουπόλεως. Η δε διατήρηση του ταμείου στη ζωή και την ενεργό δράση του αποτελεί δύναμη κοινωνικής προστασίας η οποία καθησυχάζει τους έχοντες την τύχη να καλύπτονται από αυτό. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελληνική Πολιτεία συμπεριέλαβε το ταμείο μας ευθύς αμέσως από της ιδρύσεώς του μεταξύ των λοιπών εποπτευομένων από αυτή» ... «Ουδέποτε κατά τα 52 διαρρεύσαντα έκτοτε έτη λειτουργίας του Ταμείου (σημ.: ως το έτος 2000 που ασκήθηκε η αγωγή) εξεδόθη οιαδήποτε διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση ή άλλη διάταξη καταργούσα ή αμφισβητούσα την υπόσταση αυτού, ενώ απεναντίας πλείστες είναι οι αναγνωρίζουσες αυτό ως ενεργόν οργανισμόν πράξεις» (σελ. 27) ... «Έχει αυτονομία και αυτοτέλεια, καταστατικό, ιδία διοίκηση, περιουσία, υπαλληλικό προσωπικό» (σελ. 29) ... «Εκ της διατυπώσεως της διατάξεως 20.1 Σ και ιδίως εκ της λέξεως «καθένας» (έκαστος) προκύπτει ότι ο σκοπός του Συντάγματος ήταν και είναι να εξασφαλίσει σε κάθε δικαιούχο έννομη προστασία και όχι μόνο σε όσους είναι φυσικά πρόσωπα ή έχουν ονομαστεί τυπικώς νομικά πρόσωπα, αλλά και σε πάσης άλλης μορφής οργανισμούς ή ενώσεις ή ομάδες προσώπων τα οποία έχουν δικαιώματα και αιτούνται προστασία (σελ. 29).
[3]. Μεταξύ άλλων το Ταμείο, με το αναιρετήριό του, επεσήμανε ότι «αυτοδιοικείται, έχει δηλ. ίδια διοίκηση μη υπαγόμενη σε άλλο φορέα, ίδιο καταστατικό κ.ο.κ.» (σελ. 15), καθώς και ότι τυχόν άρνηση ικανότητας διαδίκου οδηγεί «σε αδυναμία επιδιώξεως των δικαιωμάτων και απαιτήσεων του Ταμείου, σε αρνησιδικία και αδυναμία του να περιφρουρήσει την περιουσία του» (σελ. 16).
[4]. ΕφΑθ 10162/1986, 8594/1989, 1724/1981 αδημ., ΜΠρΑθ 771/1989, 12625/1982 αδημ.
[5]. Πρβλ. την παραπεμπτική απόφαση του Β΄ Τμήματος (ΑΠ 1603/2006): «τίθεται... ζήτημα... αν πρέπει να χαρακτηρισθεί και το αναιρεσείον ένωση προσώπων, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα περιέλθει σε πλήρη αδυναμία να επιδιώξει τα δικαιώματά του» (υπογραμμίσεις του γράφοντος).
[6]. Κ. Μπέης, ΔΙΚΗ 38 (2007) σελ. 147 επ.
[7]. Κ. Κεραμεύς, Αστικόν δικονομικόν δίκαιον ΙΙ σελ. 28. Κ. Μπέης, ΠολΔ άρθρο 62 ΙΙΙ σελ. 324 και ο ίδιος, ΔΙΚΗ 10 (1979) σελ. 53 επ.
[8]. Κ. Μπέης, ΔΙΚΗ 38 (2007), σελ. 149 αριθ. 5.
[9]. Κ. Μπέης, ΔΙΚΗ 38 (2007), σελ. 149 αριθ. 6, από όπου παρατίθενται τα εντός εισαγωγικών αποσπάσματα πριν και μετά τον εκθέτη 8.
[10]. Κ. Παναγόπουλος, Digesta 2009 σελ. 51.
[11]. Κ. Μπέης, ΔΙΚΗ 40 (2009) σελ. 133-134 και Κ. Παναγόπουλος, Digesta 2009 σελ. 26 και 51.
[12]. Κ. Παναγόπουλος Digesta 2009 σελ. 51.
[13]. Κ. Μπέης, ΔΙΚΗ 40 (2009) σελ. 134.
[14]. Από την Χ. Απαλαγάκη, ΕφΑΔ 2009 σελ. 193 επ.
[15]. Χ. Απαλαγάκη, ό.π. σελ. 194 β΄ ημίστηλο.
[16]. Χ. Απαλαγάκη, ό.π. σελ. 194 α΄ ημίστηλο.
[17]. Βλ. παραπάνω παρ. 10 και σημ. 3.
[18]. Ακολούθησε, επί αγωγής του ίδιου Ταμείου, η όμοια (στο ζήτημα που μας απασχολεί εδώ) απόφαση 423/2010 του ίδιου δικαστηρίου που εκδόθηκε αφού είχε στοιχειοθετηθεί τούτο το κείμενο.
[19]. Για την ορολογία Κ. Παναγόπουλος, Οιονεί νομικά πρόσωπα, σε Liber Amicorum Φίλιππου Δωρή (Δίκαιο Νομικών Προσώπων) σελ. 631 = Digesta 2009 σελ. 11 επ.
[20]. Βλ. Κ. Μπέη [Καλαβρό - Σταματόπουλο] Δικονομία ιδιωτικών διαφορών 1999 σελ. 298-299. Φ. Δωρή, ΝοΒ 47 σελ. 229. Κ. Παναγόπουλο, Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο 1999 σελ. 78 παρ. Β 53.
[21]. Το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας συνιστά το πλέον ενδεικτικό, όσο και εξόχως χαρακτηριστικό, παράδειγμα τέτοιας οντότητας που ενώ κατά το νόμο (ν. 2778/99 άρθρο 6 παρ. 2, 10 και 11 και άρθρο 5 παρ. 3γ) είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και δη εμπραγμάτων (κυριότητας ή επικαρπίας ακινήτων), άρα είναι υποκείμενο (έχει ικανότητα) δικαίου, εντούτοις με ρητή νομοθετική διάταξη (ν. 2778/99 άρθρο 2.1α) στερείται νομικής προσωπικότητας. (Βλ. για το μόρφωμα αυτό Κ. Παναγόπουλο, Digesta 2009, σελ. 19-20).
[22]. Περί αυτών βλ. Κ. Παναγόπουλο, Digesta 2009 σελ. 13.
[23]. Για τον όρο αυτό βλ. Καστρήσιο, Η κοινοπραξία (ικανότητα δικαίου και νομικής δράσεως), σε Digesta 2009 σελ. 27 επ. και ιδίως 39-41.
[24]. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Κ. Μπέη, π. σημ. 19: «μόνο διανοητικώς ανάπηρη έννομη τάξη θα καθιέρωνε δικαιώματα και υποχρεώσεις για ορισμένα μορφώματα, τα οποία η ίδια δεν αναγνωρίζει ότι έχουν την ικανότητα να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων».
[25]. Καίρια η παρατήρηση του Ι. Βούλγαρη, Το δίκαιο ως θεσμός με απόλυτη αξία και ως ζωντανός οργανισμός, Digesta 2 (1999-2000) σελ. 9: «δεν αρκεί μόνο να γνωρίζει ο νομικός το υπάρχον δίκαιο, αλλά πρέπει να αντιλαμβάνεται αν αυτό ανταποκρίνεται πλήρως στις ανάγκες της Κοινωνίας ή αν είναι ξεπερασμένο, ώστε να συμβάλλει με τα μέσα που διαθέτει στην προσαρμογή του στις νέες ανάγκες και συνθήκες είτε με τη θέσπιση νέων κανόνων είτε με την ερμηνεία των υπαρχόντων».