Neque monachi extra monasterium degant*

Ἀλέξανδρος Λιαρμακόπουλος

Διδάσκων (ΠΔ 407/1980) Δ.Π.Θ.

This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it.

Για να ανοιξετε τη μελετη σε μορφη pdf πατηστε εδω

 

  1. Μοναχισμός. Ὡς ἰδιάζουσα μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς[1] ὁ μοναχισμὸς[2] ἀνάγει τὶς ρίζες του στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἐνῷ ἤδη στὰ πρῶτα ἔτη τοῦ Β΄ αἰ. μαρτυρεῖται ἡ ἀφιέρωση χριστιανῶν στὴν ἐν τῷ κόσμῳ ἄσκηση. Ἡ ἐμφάνιση μοναχῶν[3] ὅμως καὶ ἡ βαθμιαία ἐξάπλωση τοῦ μοναχισμοῦ τοποθετεῖται στὸ τέλος τοῦ Γ΄ αἰ. καὶ κυρίως μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν. Ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰ.[4] πάντως ἡ πολυμορφία[5] τῆς ἀναχωρήσεως θεσμοθετεῖται καὶ ἀποτυπώνεται σὲ κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἕλκουν τὴν καταγωγή τους στοὺς γενάρχες τοῦ μοναχισμοῦ, Παχώμιο (†346) καὶ Ἀντώνιο (†356), τοὺς πολιστὲς τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου[6] καὶ θεμελιωτὲς τοῦ ἀναχωρητικοῦ καὶ τοῦ κοινοβιακοῦ ἀντιστοίχως συστήματος[7]. Στὰ μέσα τοῦ Δ΄ αἰ. ὁ μοναχισμὸς ἐντοπίζεται ἤδη στὴν Παλαιστίνη, Συρία, Μεσοποταμία, Μ. Ἀσία, Κωνσταντινούπολη[8] καὶ λίγο μεταγενέστερα στὴν Δύση[9].

Τὴν μεγαλύτερη ὡστόσο διάδοση θὰ σημειώσει τὸ μοναχικὸ σύστημα τοῦ Μ. Βασιλείου (†378)[10], τὸ ὁποῖο θὰ διαβιβασθεῖ καὶ στὸν δυτικὸ χριστιανισμὸ μέσῳ τοῦ Ῥουφίνου (†410) καὶ τοῦ ἐκ Νουρσίας Βενεδίκτου (†547)[11]. Ὁ μετριοπαθὴς ἀσκητικὸς βίος, ἡ ἀποφυγὴ τῶν ἐνθουσιαστικῶν τάσεων, ἡ ἰσορροπία θεωρίας καὶ πράξεως[12], ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τῶν μονῶν[13] καὶ ἡ ἔνταξη τῶν μοναχῶν στὴν τοπικὴ ἐκκλησία δημιούργησαν τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις, ὥστε νὰ ἐπικρατήσει ἡ βασιλειανὴ μοναχικὴ ὀργάνωση, χωρὶς βεβαίως νὰ ἐκλείψουν παντελῶς καὶ οἱ ἄλλες μορφὲς μοναστικοῦ βίου, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὴν ἐπιβίωση ὅλων αὐτῶν τῶν συστημάτων στὸ Ἅγιον Ὄρος[14].

Πλὴν τῆς ἤδη θεμελιωθείσης ἐκκλησιολογικῆς σχέσεως τοῦ μοναχοῦ πρὸς τὸν ἐπίσκοπο[15], οἱ προϋποθέσεις καὶ ὁ τρόπος μοναχικῆς ἀσκήσεως, καθὼς καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς μονῆς, θεσμοθετήθηκαν μὲν συνοδικῶς ἀλλὰ μὲ ἄκρα διάκριση· αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἐλευθερίας ἀπέναντι στὴν ὀργάνωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς διαφαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀποφυγὴ τῆς Ἐκκλησίας νὰ συντάξει ἢ νὰ ἐπικυρώσει συνοδικῶς μοναστικοὺς κανόνες[16]. Ἡ σταθερὴ ὅμως de facto ἐφαρμογή τους (κυρίως τοῦ Μ. Βασιλείου, οἱ ὁποῖοι συνετάγησαν ἑλληνιστί) καὶ τὸ κῦρος τῶν συντακτῶν τους ὁδήγησε ὄχι μόνο στὴν ἀπόδοση σεβασμοῦ ἀλλὰ καὶ στὴν ἀξίωση τηρήσεως αὐτῶν τῶν ἀσκητικῶν διατάξεων[17], οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν βεβαίως τμῆμα τῶν πηγῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου[18].

  1. Μοναχός. Ὁ περικλυτὸς αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς στὶς νεαρὲς διατάξεις του[19], διὰ τῶν ὁποίων περιέβαλε μοναχικὰ θέσμια μὲ κῦρος δικαίου πολιτειακοῦ, περιγράφει τὴν πολιτεία τῶν μαρτύρων τῆς συνειδήσεως[20] σημειώνοντας χαρακτηριστικῶς ὅτι μονήρης βίος κα κατ᾿ ατν θεωρία πργμά στιν ερν κα νάγον ατόθεν τς ψυχς ες Θεόν, κα ο μόνον φελον ατος τος ες τοτο παριόντας,λλ κα τος λλοις πασι διτς ατο καθαρότητος κα τς πρς Θεν κετείας παρεχόμενον τν πρέπουσαν φέλειαν[21]· ὁ δὲ σύγχρονος τοῦ νομοθέτου βασιλέως καὶ princeps melodorum[22] Ῥωμανὸς στοιχούμενος πρὸς τὴν νεαρὰ νομοθεσία[23] ἀποφθεγματικῶς στιχολογεῖ ὅτι οἱ μονάζοντες εἶναι οἱ τῶν ἀσάρκων τὸν βίον ζηλώσαντες[24]. Οἱ μοναχοὶ κατὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ μοναχικοῦ σχήματος[25] ἀποκόπτονται παντελῶς τῆς τύρβης τοῦ κόσμου, καθὼς ἡ ἀποταγὴ[26] εἶναι λύσις μν τν δεσμν τς λικς ταύτης κα προσκαίρου ζως, λευθερία δ τν νθρωπίνων καθηκόντων, πιτηδειοτέρους κατασκευάζουσα πρς τ πάρξασθαι τς πρς Θεν δο[27], ὥστε ὁ μοναχὸς νὰ θεωρεῖται τεθνηὼς χθονίοισι, ἐπουρανίοισι μεμηλὼς[28] κατὰ τὴν εὐσύνοπτη ἔμμετρη διατύπωση τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, τὴν ὁποία ἀνακαλεῖ ὁ ὑπερφυέστατος[29] Ἰωάννης Ζωναρᾶς σημειώνοντας ὅτι οἱ τῇ μοναχικῇ ζωῇ συντασσόμενοι, ὡς τεθνηκότες τῷ βίῳ λογίζονται[30]. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ὑπὲρ τοῦ κόσμου[31] ἀποταγὴ τῶν ἐγκοσμίων ἀποτελεῖ τὴν σφραγίδα τῶν μοναχῶν, καθὼς ἀπάγει πρὸς τὴν νεκροποιὸν διαγωγήν[32], ὅπως παρατηρεῖ ὁ νομοτριβὴς[33] Θεόδωρος Βαλσαμών.

            Κατὰ τὴν μοναχικὴ κουρὰ θεωρεῖται ὅτι συνάπτεται σύμβασις/συνθήκη[34] (pactum[35]) μεταξὺ μοναχοῦ καὶ Θεοῦ, καθὼς διὰ τῶν τριῶν ἐπαγγελιῶν ὁ μοναχὸς ὑπόσχεται ὑπακοή (votum obedientiae)[36], ἐγκράτεια (votum virginitatis)[37] καὶ ἀκτημοσύνη (votum paupertatis)[38] καθιστάμενος ἐφεξῆς μέλος τῆς μοναχικῆς ἀδελφότητος. Ἄμεση ἀπόρροια αὐτῶν[39] ἀποτελεῖ ἡ ἀποκοπὴ τοῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια καὶ ἡ ἀπαγόρευση ἐξόδου ἐκ τῆς μονῆς[40], ὅπου διάγει ἐργαζόμενος καὶ προσευχόμενος ἐν ἀσκήσει καὶ ἡσυχίᾳ.

            Καταχρήσεις ὅμως καὶ ὑπερβολὲς μοναχῶν πυροδοτούμενες καὶ ἀπὸ παρεκτροπὲς αἱρετικῶν[41] ἀνησύχησαν τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρὸς ἐπούλωση τῶν τραυμάτων τῆς μοναχικῆς τάξεως ὑπήγαγε (κανὼν 4[42]) κατὰ τὴν ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο[43] (451 μ.Χ.) τοὺς μοναχοὺς ὑπὸ τὴν εὐθύνη τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου (Τος δ καθ᾿ κάστην πόλιν κα χώραν μονάζοντας ποτετάχθαι τ πισκόπῳ...), στὸν ὁποῖον ἀναθέτει καὶ τὴν μέριμνα τῶν μονῶν τῆς ἐπαρχίας του (Τν μέντοι πίσκοπον τς πόλεως χρ τν δέουσαν πρόνοιαν ποιεσθαι τν μοναστηρίων.). Ὡς ἀσφαλιστικὴ δικλίδα τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἐλέγχου τηρήσεως τῆς ἀπαγορεύσεως ἐξόδου ἐκ τῆς μονῆς ἡ σύνοδος θεσπίζει ὅτι μόνον σὲ λίαν ἐξαιρετικὴ περίπτωση[44] καὶ μετὰ προηγουμένη ἄδεια τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου ἐπιτρέπεται ὁ μοναχὸς νὰ ἐξέλθει κάποτε τῆς μονῆς του (...καταλιμπάνοντες τ δια μοναστήρια, ε μή ποτε ρα πιτραποεν δι χρείαν ναγκαίαν π το τς πόλεως πισκόπου.)· μεταγενεστέρως δὲ ἡ Πενθέκτη Σύνοδος (691/2 μ.Χ.) θὰ ἀπαιτήσει (κανὼν 46[45]) ὡς πρόσθετο προαπαιτούμενο τῆς ἐξόδου στοιχεῖο τὴν ἄδεια καὶ τοῦ ἡγουμένου[46] (...χρείας ἐπειγούσης, καὶ αὐτοὶ μετὰ εὐλογίας τοῦ τὴν ἡγουμενίαν ἐμπεπιστευμένου προϊέτωσαν.)[47].

Εἶχε ὡστόσο προηγηθεῖ ἡ ὑπὸ τῆς πολιτειακῆς νομοθεσίας[48] ὑπαγωγὴ τῶν μοναχῶν στὴν δικαστικὴ ἁρμοδιότητα τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου[49] καὶ ἡ θεσμοθέτηση ρυθμίσεων περὶ τῆς ἐκ τῆς μονῆς ἐξόδου τῶν μοναχῶν[50]. Τὸ φιλοτάραχον τῶν μοναχικῶν ταγμάτων φοβούμενος ἀρχικῶς ὁ Θεοδόσιος Α΄ (379-395) ἀπέλυσε ἕνα rescriptum, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπηγόρευσε στοὺς μοναχοὺς νὰ διαμένουν ἐντὸς τῶν πόλεων καὶ διέταξε νὰ ἀπελαύνωνται πρὸς τοὺς τόπους μονάσεως (C.Th.16.3.1)[51]· μετὰ σύντομο χρόνο ὅμως ὁ περιορισμὸς αὐτὸς ἤρθη (C.Th.16.3.2)[52], καθότι οἱ μοναχοὶ ἀπέδειξαν τὴν φιλειρηνικὴ διάθεσή τους. Σχετικὴ εἶναι καὶ μία διάταξη (an. 445)[53] τοῦ Θεοδοσίου Β΄ (408-450), κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ἔξοδος μοναχῶν ἐκ τῆς μονῆς καὶ ἡ μετάβαση στὴν πρωτεύουσα πρὸς διεκπεραίωση ἐκκλησιαστικῆς ὑποθέσεως ἀπαιτεῖ τὴν προηγουμένη ἄδεια τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου, μὲ τοῦ ὁποίου τὸ ἐνταλτήριο γράμμα (litteris episcopi, cui unusquisqueobsequitur) ὑποχρεοῦνται νὰ εἶναι ἐφωδιασμένοι. Διάταξη (an. 471)[54] τέλος τοῦ Λέοντος Α΄ (457-474) ἐναρμονιζόμενη μὲ τοὺς συνοδικοὺς κανόνες τῆς Χαλκηδόνος περιορίζει τὴν προαναφερθεῖσα πολιτειακὴ ρύθμιση ἐπιτάσσουσα ὅτι οἱ ἐν τοῖς μοναστηρίοις διατρίβοντες μὴ ἐχέτωσαν ἐξουσίαν ἐξιέναι τῶν μοναστηρίων, ὥστε ἐν πόλεσιν ἀναστρέφεσθαι, ἀφοῦ ὁρίσθηκε περὶ τῶν μοναστηριακῶν ὑποθέσεων νὰ μεριμνοῦν εἰδικοὶ ἐπιτετραμμένοι τῶν μονῶν, οἱ ἀποκρισιάριοι[55].

  1. Ἀναγκαία χρεία. Ἐκ τῆς αὐτοκρατορικῆς γραφίδος ὡστόσο ἕλκει τὴν καταγωγή του τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κειμένου τοῦ κυριωτέρου περὶ τοῦ μοναχισμοῦ κανόνος τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου, ἀφοῦ ὁ Μαρκιανός (450-457) «εἰσηγήθη τὴν διατύπωσιν συγκεκριμένων κανόνων ἀντὶ τῆς θεσπίσεως σχετικῶν νόμων»[56], ὥστε ἡ σύνοδος διαμόρφωσε τὸν κανόνα 4 δι᾿ ἀποσπάσεως χωρίων ἐκ τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐπιστολῆς[57], ἡ ὁποία περιεῖχε τὴν βαρυσήμαντη φράση τῆς «χρείας ἀναγκαίας»[58] ὡς ἐξαιρετικῆς προϋποθέσεως τῆς ἐξόδου μοναχοῦ ἐκ τῆς μονῆς.

Ὁ ὅρος βέβαια αὐτὸς ἀνακαλεῖ ἀμέσως τὸ καινοδιαθηκικὸ χωρίο τῆς Πρὸς Τίτον (3.14) ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου[59], ἐνῷ χρησιμοποιεῖται εὐρέως τόσο στὴν ἐκκλησιαστική, ὅσο καὶ στὴν θύραθεν φιλολογία[60]. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία ἡ φράση ἀναγκαία χρεία –ἡ ὁποία δηλώνει τὴν ἀνάγκη, ἡ ὁποία παραπέμπει στὴν βία (Ἀνάγκη ἐστὶ βίας αἰτία.[61])– σημαίνει τὴν σοβαρή, σπουδαία, ἀπαραίτητη[62], πιεστική, κατεπείγουσα[63], ἀδήριτη ἢ τὴν ἄλλως ἀνυπέρβλητη[64] ἀνάγκη. Τὴν ἑρμηνεία τῆς φράσεως διαφωτίζει ἕνα (ἀναφερόμενο μὲν σὲ ἄλλη περίσταση) χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει «τν ναγκαίαν κασυγκεχωρημένην το Θεο χρείαν»[65] παρουσιάζοντας τὴν ἀνάγκη ὡς λίαν ἐξαιρετική, τὴν δὲ ἱκανοποίηση αὐτῆς ἐπιτρεπομένη κατὰ παραχώρηση Θεοῦ. Ἡ υἱοθέτηση ἑπομένως τῆς φράσεως ὑπὸ τῆς συνόδου σκοπεύει νὰ εἰσαγάγει στὸν περὶ ἀπαγορεύσεως ἐξόδου ἐκ τῆς μονῆς θεμελιώδη κανόνα μίαν ἐξαίρεση[66], ἡ ὁποία ὅμως ἐγγίζει ἀπειλητικῶς τὸ ἀκρότατον ὅριο τῆς (προσκαίρου πλὴν ἐπιβαλλομένης) ἀθετήσεως τῶν μοναχικῶν ἐπαγγελιῶν.

Στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία ἡ συγχωρουμένη λόγῳ ἀναγκαίας χρείας ἔξοδος ἐκ τῆς μονῆς ἐμφανίζεται στὶς Ἀποκρίσεις Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου διὰ τῆς αὐστηρᾶς προειδοποιήσεως πρὸς μοναχόν: «ραίως δ ες τς ναγκαίας σου χρείας κβαινε, μ οσης δ νάγκης, μὴ ἐξέλθς τν θύραν»[67]. Ἡ ἐξαίρεση ἐπίσης αὐτὴ τῆς «ἀναγκαίας χρείας» μαρτυρεῖται ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Ἀθανασίου Α΄ (1289-1293, 1304-1310), ὁ ὁποῖος παραγγέλλει χρείας κτς ναγκαίας μήτε τν προεσττα μήτε τος π᾿ ατν ξέρχεσθαι τς μονς[68], ὥστε νὰ μὴ ἔχουν προσηλωμένον τὸν νοῦν ἐπὶ τὴν ἔξοδον[69], γιὰ νὰ μὴ καταντήσουν περιφερόμενοι στὸν κόσμο, κατάσταση ποὺ ἀποδοκιμάζεται σφόδρα καὶ ὑπὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς νομολογίας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τς ν τ πόλει διατριβς ς ναρμόστους τος μοναχος κα πιβλαβες σύμφωνα μὲ τὴν ὀξυτόμο γραφίδα τοῦ Δημητρίου Χωματηνοῦ[70]. Ἐπιπροσθέτως σὲ ἕνα πατριαρχικὸ ἔγγραφο ἐπὶ Γαβριὴλ Γ΄ (1702-1707) σημειώνεται ὅτι κατ᾿ ἐξαίρεσιν συγχωρεῖται ἡ ἔξοδος ἐκ τῆς μονῆς δι᾿ ἀναγκαίαν χρείαν (ἀσθένεια, γῆρας κττ.), ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ παραχώρηση ἐπιτρέπεται οὐχ ἁπλῶς καὶ κατὰ τρόπον πλεονεξίας, ἀλλὰ μετρίως καὶ μετὰ συνειδήσεως καθαρᾶς, καὶ μὴ βλαβερᾶς προαιρέσεως, ὥστε καὶ ἀποξενοῦν τὰ τοῦ μοναστηρίου[71], ὥστε δηλ. νὰ μὴ καταλήξει ὁ μοναχὸς νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν μονή του. Ἡ Δ΄ Οἰκ. Σύνοδος ἑπομένως θεσμοθετώντας τὸ πρῶτον περὶ τῆς ἐπὶ τῶν μοναχῶν καὶ τῶν μοναστηρίων εὐθύνης ἀνέθεσε τὴν περὶ ἐκεῖνα ἐπιμέλειαν μεγίστην τε καὶ ὡς Θεοῦ ἐφορῶντος ποιεῖσθαι[72] –ὅπως ἀναγράφεται καὶ σὲ ἕνα πατριαρχικὸ ἔγγραφο ἐπὶ πατριαρχείας μάρτυρος[73] Γρηγορίου Ε΄ (1797-1798, 1806-1808, 1818-1821)– στὸν τοπικὸ ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος μόνον ὑπὸ τῆς ἀναγκαίας καὶ ἀπαραιτήτου χρείας ἐκβιασθεὶς[74] ἐπιτρέπεται νὰ χορηγήσει ἄδεια ἐξόδου καὶ τοῦτο λόγῳ τῆς ἐξαιρετικῆς καὶ ἄλλως ἀνυπέρβλητης ἀνάγκης. Γι᾿ αὐτὸ καί (σὲ ἀνάλογη περίπτωση) ἡ φωνὴ τοῦ χρυσορρήμονος Ἰωάννου ἠχεῖ ἐπιτιμητικῶς προειδοποιώντας ὅτι ὅσοι ἐπίσκοποι δὲν ἐπέδειξαν τὴν δέουσαν ἐπιμέλεια στὴν χρήση τοιαύτης ἐξαιρέσεως θὰ καταστοῦν ὑπόλογοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ θὰ κληθοῦν νὰ ἀποδώσουν πάντων τν πρ τν χρείαν τν ναγκαίαν εθύνας κα λόγον..., ς ο δεόντως κεχρημένοι τος παρτο Δεσπότου... παρασχεθεσιν[75].

  1. Μοναχὸς χειροτονηθεὶς πρεσβύτερος. Ἡ πολιτειακὴ νομοθεσία πρὸ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου ἐπέτρεψε στὸν ἐπίσκοπο τὴν χειροτονία μοναχῶν[76] πρὸς ποιμαντικὴν ἐπικουρία τῆς ἐπισκοπῆς του μόνον ἐν περιπτώσει ἐλλείψεως κληρικῶν[77]· ἡ διάταξη αὐτὴ εἰσάγει ρύθμιση ἐξαιρετικῆς περιπτώσεως, καθὼς ὁ κόσμος διακονεῖται ὑπὸ τοῦ κοσμικοῦ κλήρου[78], ἀλλ᾿ ἡ σπάνις τῶν κληρικῶν ἐξωθεῖ τὸν νομοθέτη στὴν παραχώρηση ἐξαιρέσως, δηλ. τὴν χειροτονία ἀκόμη καὶ μοναχικοῦ κλήρου ἐν τῷ κόσμῳ. Αὐτὴ ἡ ρύθμιση ἀντανακλᾷ τὴν ἐγκαινιασθεῖσα ἀπὸ τῶν μέσων τοῦ Δ΄ αἰ. τάση ἐνισχύσεως τοῦ κλήρου διὰ μοναχῶν ἀρχικῶς στὴν Αἴγυπτο καὶ βαθμηδὸν στὴν Παλαιστίνη καὶ Συρία καὶ σὲ ἄλλες περιοχές, ὅπου ὑπῆρχαν ὅμορες μοναστικὲς κοινότητες[79]. Στὴν δὲ ταραγμένη ὑπὸ τῶν αἱρέσεων σύνοδο τῆς Καρχηδόνος τοῦ 401[80] μαρτυρεῖται ἡ περίπτωση μοναχῶν νὰ μετακινοῦνται πρὸς χειροτονίαν ἐντασσόμενοι σὲ κλῆρο ξένων ἐπισκοπῶν [81].

Ἂν καὶ ὑπὸ τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ δὲν ἀποκλείεται ἡ «φιλόσοφος ἱερωσύνη»[82], στὶς τάξεις ὡστόσο τῶν μοναχῶν ἡ ἀντίδραση ἀνεφάνη δι᾿ ἀποφυγῆς τῆς κλήσεως πρὸς τὴν ἱερωσύνη, τὴν ὁποίαν θεωροῦσαν ἀσύμβατη πρὸς τὴν μοναχικὴ ἀποταγή[83]. Ὁ Παχώμιος δίδασκε ὅτι ἀρχὴ λογισμοῦ φιλαρχίας ὁ κλῆρος ὢν τοὺς καρποὺς ἀφανίζει τῶν μοναχῶν καὶ κήρυττε ἀγαθὸν εἶναι μὴ ζητεῖν ἀρχὴν καὶ δόξαν[84]· ὁ δὲ συγγραφεὺς τῶν Ἀσκητικῶν διατάξεων διεῖδε τὸν κίνδυνο τῆς ἀποσπάσεως τῶν μοναχῶν ἐκ τῆς ἡσυχίας διὰ τῆς εἰς τὸν κλῆρον εἰσαγωγῆς καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου ἀπέτρεπε αὐτοὺς ἀπὸ τὴν χειροτονία[85]. Γι᾿ αὐτὸ ὁ μοναχὸς Αὐξέντιος ἀρνεῖται τὴν χειροτονία φάσκων μ εναι μοναχν τ διδάσκειν, λλ μλλον τ διδάσκεσθαι[86], ἐνῷ δὲν ἐλλείπουν καὶ ἀκρότητες, ὅπως τοῦ ὠτοτμήτου ἀββᾶ Ἀμμωνίου, ὁ ὁποῖος ἀπηλλάγη διὰ παντὸς ἀπὸ ἐνδεχομένη χειροτονία ἀποτεμὼν τὸ οὖς[87].

            Στὴν ἀπόπειρα ὡστόσο συμβιβασμοῦ τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος κεφαλαιώδους σημασίας ἀναδεικνύεται ἡ ἀπόφαση τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (κανὼν 6[88] καὶ 8[89]), νὰ παύσει τὶς ἀπολελυμένες χειροτονίες μοναχῶν καὶ νὰ ὑπαγάγει τοὺς χειροτονημένους μοναχοὺς ὑπὸ τὸν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο. Πιθανὸν σχετικὲς ἐκτροπὲς μοναχῶν νὰ συνέβαλαν στὴν διατύπωση αὐτῶν τῶν κανόνων[90], ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἐντάσσεται ὁ χειροτονούμενος μοναχὸς στὸν τοπικὸ κλῆρο ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ οἱ χειροτονίες μοναχῶν νὰ ἀφοροῦν ἀποκλειστικὰ τὴν μονὴ ἐγκαταβιώσεώς τους, δηλ. μοναχὸς νὰ χειροτονεῖται μόνον πρὸς κάλυψη τῶν λατρευτικῶν ἀναγκῶν τῆς μονῆς του (καν. 4 καὶ 6) κατὰ τὴν γενικὴ ἀρχή: μηδένα ἀπολελυμένως χειροτονεῖσθαι[91]. Σημαντικὸ στοιχεῖο αὐτῆς τῆς παραδόσεως ἑρμηνεύεται καὶ σὲ ὑστεροβυζαντινὴ πατριαρχικὴ ἀπόφαση, ἡ ὁποία χορηγεῖ μὲν ἄδεια χειροτονίας μοναχοῦ στὴν μονή του ἀλλὰ μὲ τὴν ἀξιομνημόνευτη σημείωση, ὅτι αὐτὸ ἐπιτρέπεται νὰ τελεσθεῖ, ἐφόσον παρουσιασθεῖ λειτουργικὴ ἀνάγκη τῆς μονῆς, στὴν ὁποίαν καὶ θὰ κληθεῖ διὰ τῆς χειροτονίας του νὰ συνδράμει ὡς κληρικός (ὅτε δεήσει τοιγαροῦν καὶ γενήσεται χρεία, χειροτονηθήσεται ἀκωλύτως)[92]. Κατὰ δὲ τὴν μεταγενέστερη τῆς Χαλκηδόνος πολιτειακὴ νομοθεσία ὁ Ἰουστινιανὸς θὰ ὑπενθυμίσει σὲ ὅσους μοναχοὺς χειροτονοῦνται κληρικοὶ ὅτι ἐπιβάλλεται ἐκ τῆς μοναχικῆς ἰδιότητος ἡ διαφύλαξη τῆς ἀποταγῆς καὶ ἡ τήρηση τῶν μοναχικῶν ἐπαγγελιῶν, ὥστε νὰ μποροῦν μὲν ἀκωλύτως νὰ φέρουν τὴν ἱερωσύνη, ἀλλὰ χωρὶς ὅμως νὰ διακινδυνεύουν τὴν μοναχικὴ ἄσκηση[93].

  1. Πρεσβύτερος ἀποκαρεὶς μοναχός. Ἡ ἀποταγὴ πρεσβυτέρου καὶ ἡ κουρά του ὡς μοναχοῦ, λόγῳ τῆς συμπτώσεως τῶν ἰδιοτήτων τοῦ κληρικοῦ καὶ τοῦ μοναχοῦ στὸ αὐτὸ πρόσωπο, ἐνέπνεε ἀρκετὸ προβληματισμὸ ὡς πρὸς τὸ συμβατὸν αὐτῶν ἀκόμη καὶ στὸ μεταίχμιο τοῦ ΙΑ΄ πρὸς τὸν ΙΒ΄ αἰ. Σὲ κανονικὲς ἐρωταποκρίσεις ἐμφανίζεται ἡ ἐρώτηση: «Ἱερεὺς ἐὰν ἀποκαρῇ, ἔστιν ἄξιος ἱερουργῆσαι;», στὴν ὁποία ὁ Πέτρος Χαρτοφύλαξ καταφατικῶς ἀποκρίνεται: «Ἐὰν καὶ πρῴην ἦν ἄξιος, οὐ κωλύεται διὰ τῆς ἀποκάρσεως»[94]. Ὁ δὲ ὀξυνούστατος Βαλσαμὼν σὲ σχόλιό του στὸν καν. 2 τῆς ἐν ΚΠόλει Συνόδου τοῦ 879/880[95] σημειώνει: «Εἰ δέ τις καὶ περὶ τῶν ἀποκειρομένων ἱερέων ἐρωτήσει, πῶς μετὰ τὴν ἀπόκαρσιν ἱερουργοῦσι, καὶ οὐ παύονται, ἀκούσει μὴ διδασκάλους εἶναι τοὺς ἱερεῖς[96], καὶ διὰ τοῦτο μηδὲ τὰ τοῦ κανόνος χώραν ἔχειν ἐπ᾿ αὐτοῖς»[97]. Ἐπικρατεῖ λοιπὸν ὡς ἀνεκτὴ ἡ σύμπτωση τῆς ἱερατικῆς μὲ τὴν μοναχικὴ ἰδιότητα, ἀφοῦ θεωρήθηκε ὅτι ἡ μοναχικὴ ἀποταγὴ τελικῶς δὲν ἐπάγει ὁλοκληρωτικὴ ἀνάσχεση ἀσκήσεως τῆς ἱερωσύνης (τοὐλάχιστον τοῦ διακόνου καὶ τοῦ πρεσβυτέρου)[98], ἡ ὁποία βεβαίως μετὰ τὴν ἀπόκαρση θὰ ἀναφέρεται στὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς μονῆς καὶ ὄχι στὸ θυσιαστήριο τοῦ πρῴην κοσμικοῦ (λαϊκοῦ) ἱερέως[99].

Στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία τοῦτο διαφαίνεται ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ ὑπὸ τοῦ Παχωμίου κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι περιβληθέντες τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἀνελάμβαναν τὴν λατρεία ἐντὸς τῶν κοινοβίων[100]: «Ὅτε δὲ παρεγένετό τις κληρικὸς βουλόμενος παρ᾿ αὐτοῖς εἶναι μοναχός, τῇ μὲν τάξει τῆς ἱερωσύνης νομίμως ὑποτασσόμενος τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ τὴν ἰδίαν ἐτέλει λειτουργίαν· κατὰ δὲ τοὺς κανόνας τῆς συστάσεως τῶν ἀδελφῶν ἑκουσίως ὡς πάντες ὑπήκοος κἀκεῖνος ἐγίνετο»[101]. Ἡ δὲ σύνοδος τοῦ 380 στὴν Caesaraugusta τῆς Ἱσπανίας ἀπεφάσισε (πρὸς καταπολέμηση τοῦ πρισκιλλιανισμοῦ)[102] νὰ ἀφορίζεται ὁ κληρικὸς ὁ γινόμενος ἐξ ὑπερηφανίας (propter luxum vanitatemque) μοναχός (κανὼν 6[103]). Σὲ ἀργοὺς ὡστόσο κληρικοὺς ἐνώπιον μόνου ἑνὸς ἐνεργοῦ ἀναφέρεται καὶ ὁ Παλλάδιος Ἑλενοπόλεως καταγράφοντας στὴν Νιτρία ὀκτὼ πρεσβυτέρους, ἐκ τῶν ὁποίων ὅμως μόνον ὁ γηραιότερος αὐτῶν ἐκάλυπτε τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τοῦ πολυδήμου μοναστικοῦ ὄρους[104].

  1. Μοναχικὴ παράδοση. Ἐπιβεβαιώθηκε λοιπὸν διὰ τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἔνταξη τοῦ μοναχισμοῦ στὸ σῶμα τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπο καὶ ἐπαναδιατυπώθηκε ἡ ἐκ τῶν μοναχικῶν ἐπαγγελιῶν ἀπορρέουσα ἀπαγόρευση ἐξόδου ἐκ τῆς μονῆς μὲ μόνη ἐξαίρεση, ἂν ἔχει ἐκδοθεῖ προηγουμένη ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἡγουμένου διὰ χρείαν ἀναγκαίαν· ἄρα οἱ μοναχοὶ ὡς θεωρούμενοι καὶ πρὶν θανεῖν θνήσκοντες ἀρετῆς νόμῳ[105] ἐπιτρέπεται νὰ ἐξέλθουν τῆς μονῆς μόνο σὲ περίπτωση κατεπειγούσης καὶ ἄλλως ἀνυπέρβλητης ἀνάγκης[106]. Ἑπόμενος τοῖς θείοις κανόσι καὶ τοῖς ἁγιωτάτοις πατράσι[107] ὁ Ἰουστινιανός, ὅπως θὰ πράξουν καὶ μεταγενέστεροι βασιλεῖς[108], θεσπίζει προνοεῖν... τοὺς... ἐπισκόπους, ἵνα μήτε μοναχοὶ μήτε μονάστριαι εἰς τὰς πόλεις περιέρχωνται[109], ὥστε νὰ μὴ φθάσουν στὴν ἀθέτηση τῶν μοναχικῶν ἐπαγγελιῶν τους, ἀφοῦ τέτοια παρέκκλιση ἀπὸ τὴν μοναχικὴ παράδοση δύναται νὰ ὁδηγήσει μέχρι καὶ τὴν ἀποξένωση τῶν μοναχῶν ἀπὸ τὴν μονή τους, ὅπως λίαν ἐντόνως ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (an. 861), ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι τέτοιοι μοναχοὶ τῶν τριχῶν... μόνον τὴν ἀποβολὴν ποιούμενοι, ἐν τοῖς οἰκείοις παρεδρεύουσι, μηδεμίαν τῶν μοναχῶν ἀποπληροῦντες ἀκολουθίαν ἢ κατάστασιν (κανὼν 2)[110]. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) θρυλεῖται ὅτι ἔφθασε στὸ σημεῖο, νὰ ἀπειλήσει τοὺς ἀνιάτως διακειμένους ἐπὶ τὰς πλατείας τῶν πόλεων ἀθωνίτας μὲ ρινότμηση[111]. Εἰδικώτερον δὲ ὡς πρὸς τοὺς ἔχοντας τὴν διπλῆ ἰδιότητα τοῦ κληρικοῦ καὶ μοναχοῦ ἰσχύει, πλὴν τῶν ἀνωτέρω, καὶ ἡ ἔνταξή τους στὸν τοπικὸ κλῆρο ὑπὸ τὸν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο κατ τν τν γίων πατέρων παράδοσιν[112] διὰ τῆς χειροτονίας τους, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἀπολελυμένη, ἐφόσον ὁ μοναχὸς χειροτονεῖται ἀποκλειστικῶς στὴν μονὴ ἐγκαταβιώσεως καὶ μόνον ὅταν ἀνακύψει λειτουργικὴ ἀνάγκη.

            Τὴν μέριμνα γιὰ τὴν προστασία τῶν μοναχῶν καὶ γιὰ τὴν κανονικὴ λειτουργία τῶν μονῶν ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀναθέσει στὸν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος θὰ ἀποδώσει λόγο ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν πλημμελῆ ἄσκηση τῶν καθηκόντων του κατὰ τὴν διακονία του, ἂν δὲν προστατεύει τοὺς κεχωρισμένους ὅσο οἱ ζῶντες ἐκ τῶν τεθνεώτων[113] μοναχοὺς ἀπὸ τὴν σύμφυρση μὲ τὸν κόσμο. Πρὸς πάταξη λοιπὸν τέτοιων φαινομένων, ποὺ ἵστανται σὲ εὐθεῖα ἀντίθεση πρὸς τὰ μοναχικὰ θέσμια ἀλλὰ καὶ γενικῶς πρὸς τὴν ἱερὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πατριάρχης Μιχαὴλ Γ΄ ὁ τοῦ Ἀγχιάλου (1170-1178) ἐντέλλεται ἀπὸ μόνον λαϊκῶν ἱερέων τὰς διακονίας συνίστασθαι, καὶ τοὺς μοναχοὺς παρὰ ταῖς οἰκείαις προσεδρεύειν μοναῖς[114]. Τοὺς δὲ πρὸς ἁμαρτίαν εὐολισθήτους[115] προλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποφθέγγεται συνοδικῶς ὅτι –ἀκόμη καὶ ἂν συμβαίνουν τέτοιες παρεκκλίσεις ἀπὸ τὰ μέλη της[116], τὰ ὁποῖα δὲν παύει νὰ πολεμεῖ ἡ διαβρωτικὴ παρυπόσταση τῆς ἁμαρτίας[117]οὐδὲν... τῶν παρανόμως καὶ ἀτάκτως παρυφισταμένων, τὸ πρόκριμα τῶν κανονικῶς συνισταμένων ἀποφέρεσθαι δύναται» [118].

 

 

ABBREVIATURAE

 

ACO: Schwartz E. et al., Acta Conciliorum Oecumenicorum, Berolini - Lipsiae, 1914-.

B.: Βασιλικά, Scheltema H. – Holwerda D. – van der Wal N., Basilicorum libri LX. Series A (Textus), [Scripta Universitatis Groninganae], Groningen etc., 1953-1988.

Bright W., The canons of the first four General Councils, Oxford, 21892.

C.: Krueger P., Codex Iustinianus, [Corpus Iuris Civilis, II], Berolini 1877.

CCCOGD: Corpus Christianorum - Conciliorum Oecumenicorum Generaliumque Decreta, Turnholti, 2006-.

CCSL: Corpus Christianorum, Series Latina, Turnholti, 1954-.

CUF 149: Courtonne Y., Saint Basile, Lettres, II, [Collection des Universités de France (Les Belles Lettres), Série grecque, 149], Paris, 1961.

D.: Mommsen Th. - Krueger P., Iustiniani Digesta, [Corpus Iuris Civilis, I/1-2], Berolini, 1877.

deMeester P., De monachico statu iuxta disciplinam byzantinam, [Codificazione canonica orientale. Fonti, 2/10], Roma, 1942.

Grumel V. - Darrouzès J., Les regestes des actes du Patriarcat de Constantinople, Ι/2-3, Paris, 21989.

GCS: Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhunderte, Neue Folge, Lipsiae- Berolini, 1995-.

L’Huillier Ρ., The Church of the ancients councils (The disciplinary work of the first four Ecumenical Councils), N. York, 1996.

Joannou P., Discipline générale antique (IIe-IXe s.), [Pontificia Commissione per la redazione del codice di Diritto Canonico Orientale. Fonti, 9], I-II, Grottaferrata (Roma), 1962-1964.

Milaš Ν., Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, (μτφρ. Μ. Ἀποστολόπουλος), [Βιβλιοθήκη Μαρασλῆ], Ἀθῆναι, 1906.

N.: Schoell R. – Kroll G., Novellae, [Corpus Iuris Civilis, III], Berolini, 1895.

PG: Migne J.-P., Patrologiae cursus completus: Series Graeca, τ. 1-161, Parisiis, 1857-1867.

Reg.: Lounghis T.– Blysidu B.– Lampakēs S., Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von 476 bis 565, Nicosia, 2005.

Seeck O., Regesten der Kaiser und Päpste für die Jahre 311 bis 476 n. Chr., Stuttgart, 1919.

SC: Sources Chrétiennes, Paris, 1941–.

Wawryk M., Initiatio monastica in liturgia Byzantina (Officiorum schematis monastici magni et parvi necnon rasophoratus exordia et evolutio), [Orientalia Christiana Analecta, 180], Roma, 1968.

Zhukova Ε., Γέννηση καὶ ἐξέλιξη τῆς ἀκολουθίας τοῦ μοναχικοῦ σχήματος κατὰ τοὺς Δ΄Ζ΄ αἰῶνες βάσει ἁγιολογικῶν πηγῶν, ἐκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθήνα, 2010.

-------------

 

Μενεβίσογλου Π., Ἱστορικὴ εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Στοκχόλμη, 1990.

Παναγιωτάκος Π., Τὸ δίκαιον τῶν μοναχῶν, [Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κατὰ τὴν ἐν Ἑλλάδι ἰσχὺν αὐτοῦ, 4], Ἀθῆναι, 1957.

Παπαδόπουλος Σ., Πατρολογία, Ι-ΙΙΙ, Ἀθήνα, ἐκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα, 1977-2010.

Πετρακάκος Δ., Οἱ μοναχικοὶ θεσμοὶ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, Ι, Λειψία, 1907.

Ροδόπουλος Π., Ἐπιτομὴ Κανονικοῦ Δικαίου, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2005.        

ΡΠ: Ῥάλλης Γ.- Ποτλῆς Μ., Σύνταγμα θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, I-VI, Ἀθήνησιν, 1852-1859.

Τρωϊᾶνος Σ., Οἱ πηγς τοῦ Βυζαντινο Δικαίου, ἐκδ. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 32011.

Φειδᾶς Β., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ι-ΙΙΙ, Ἀθήνα, 2002-2014.

Χριστοφιλόπουλος Ἀ., Ἑλληνικὸν Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, Ἀθῆναι, 21965.

 

 

* Εὐχαριστίες ὀφείλονται πρωτίστως στὸν Ὁμ. Καθηγητὴ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου ΕΚΠΑ Σπ. Τρωϊᾶνο γιὰ τὶς πολύτιμες συμβουλές του καὶ τὴν ἀνεκτίμητη συμβολή του στὴν καθοδήγηση τῆς παρούσης ἔρευνας, ὅπως καὶ στὴν Καθηγήτρια Ἱστορίας Δικαίου καὶ Κοσμήτορα τῆς Νομικῆς Σχολῆς ΔΠΘ Μαρία Γιούνη, στὴν Διευθύντρια Ἐρευνῶν ΕΙΕ/ΙΙΕ (Τομέας Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν) Μαρία Λεοντσίνη καὶ στὸν Ἀν. Καθηγητὴ Βυζαντινῆς Φιλολογίας ΔΠΘ  Γρ. Παπαγιάννη γιὰ τὴν πολυμερῆ βοήθειά τους, καθὼς καὶ στὴν Δρ. Βυζαντινῆς Φιλολογίας ΔΠΘ Ἀναστασία Νικολάου καὶ στὸν ὑπ. Δρ. Ἱστορίας Δικαίου ΕΚΠΑ Β. Κόλλια γιὰ τὶς εὔστοχες παρατηρήσεις τους, ἀλλὰ καὶ στὴν Δρ. Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας καὶ Διδάσκουσα (ΕΔΒΜ20) ΕΚΠΑ Εἰρήνη Κασάπη γιὰ τὴν ἀνέρευση πηγαίου ὑλικοῦ στὴν δυσπρόσιτη ρωσικὴ βιβλιογραφία καὶ στὸν ὑπ. Δρ. Βυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας LMU Μονάχου Κ. Παπαναστάση γιὰ τὴν ἀποστολὴ δυσέρευτων βιβλίων.

[1] Περὶ τῆς σχέσεως μοναχισμοῦ καὶ Ἐκκλησίας, ὅπως διαφαίνεται ἐκ τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως, βλ. Schmemann A., Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη (Εἰσαγωγὴ στὴ Λειτουργικὴ Θεολογία), (μτφρ. Δ. Τζέρπος), ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 22003, σ. 166 κἑξ.· Φουντούλης Ἰ., Λειτουργικὰ θέματα, Ι, Θεσσαλονίκη, 1977, σ. 16, 21-24· Μεταλληνὸς Γ., Δοκίμια ὀρθόδοξης μαρτυρίας, ἐκδ. Ἄθως, Ἀθήνα, 2011, σ. 191-203.

[2] Βιβλιογραφικὴ ἀνασκόπηση τοῦ μοναχισμοῦ: Νεοελληνικὴ βιβλιογραφία περὶ μοναχισμοῦ, ἐκδ. Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι, 1972.

[3] Boumazhnov D., Μοναχός ἐστι...: μία ἔρευνα στὶς ἀπαρχὲς τοῦ ὅρου, (μτφρ. Ν. Καββαδᾶς- Β. Τσακίρης), ἐκδ. Θεσβίτης, Θήρα, 2004· Judge E., «The earliest use of monachos for monk (P. Coll. Youtie 77) and the origins of monasticism», Jahrbuch für Antike und Christentum 20 (1977) 72-89.

[4] Λεονταρίτου Β., «Πληροφορίες ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου στὶς ἁγιολογικὲς πηγὲς τοῦ Δ΄ αἰ.», Analecta Atheniensia ad Ius Byzantinum spectantia, [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte–Athener Reihe, 10], Athen-Komotini, 1997, σ. 30-42 (§5)· Φυτράκης Ἀ., Τὰ ἰδεώδη τοῦ μοναχικοῦ βίου κατὰ τὸν Δ΄ μ.Χ. αἰ. ἐπὶ τῇ βάσει ἁγιολογικῶν πηγῶν, Ἀθῆναι, 1945.

[5] Γερομίχαλος Ἀ., μοναχικς βίος, ἐκδ. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη, 31981, σ. 20 κἑξ.

[6] Στέκας Βαρθολομαῖος, Μηναῖα, V (17/01), Βενετία, 1895, σ. 134: «…τὰς πόλεις ἐκένωσας καὶ τὰς ἐρήμους ἐπόλισας…» (πβ. s.v. «Τοὺς θορύβους τοῦ βίου καταλιπών», Follieri He., Initia Hymnorum Ecclesiae Graecae, IV, [Studi e Testi, 214], Città del Vaticano, 1964, σ. 284)· Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, Βίος Ἀντωνίου, 14.7: «...ἡ ἔρημος ἐπολίσθη ὑπὸ μοναχῶν ἐξελθόντων ὑπὸ τῶν ἰδίων καὶ ἀπογραψαμένων τὴν ἐν τοῖς οὐρανοῖς πολιτείαν...», SC 400.17431-33· Meinardus O., Monks and monasteries of the Egyptian deserts, Cairo, 1999, σ. 1 κἑξ.

[7] Περὶ βίου καὶ ἔργων Παχωμίου καὶ Ἀντωνίου βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, ΙΙ, §40, σ. 155-163, καὶ §54, σ. 183-191· Hägg T., «The life of St. Antony between biography and hagiography», The Ashgate research companion to byzantine hagiography, I, Farnham, 2011, σ. 17-34.

[8] Hatlie P., The monks and monasteries of Constantinople (ca. 350–850), Cambridge, 2007· Vööbus A., History of asceticism in the Syrian Orient, I-II, [Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium. Subsidia, 14], Lovanii, 1958-1960· Beck Η., Ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, Ι, [Βιβλιοθήκη βυζαντινῆς ἱστορίας καὶ φιλολογίας, 3], ἐκδ. Βασιλόπουλος, Ἀθήνα, 2004, σ. 133-141· Florovsky G., Οἱ βυζαντινοὶ ἀσκητικοὶ καὶ πνευματικοὶ πατέρες, (μτφρ. Π. Πάλλης), ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, 1992, σ. 205 κἑξ.· περὶ οἰκονομικοκοινωνικῶν παραμέτρων τῶν ἀπαρχῶν τοῦ μοναχισμοῦ βλ. Jones A., The Later Roman Empire (284-602), Oxford, 1964, σ. 929-933· McGuckin J., «Monasticism and monasteries», The Oxford Handbook of Byzantine Studies, Oxford, 2008, σ. (611-629) 616.

[9] Περὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ βλ. Ἀγουρίδης Σ., Μοναχισμός, ἐκδ. Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα, 1997, σ. 137-157· σημεῖα δὲ συγκριτικῆς θεωρήσεως βλ. ἐν Brown P., κοινωνία καὶ τὸ ἅγιο στὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, (μτφρ. Ἀ. Παπαθανασοπούλου), ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα, 2000, σ. 171-198· Beck Η., βυζαντινὴ χιλιετία, (μτφρ. D. Kurtović), ἐκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 1990, σ. 285-315· Bury J., History of the Later Roman Empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian, I, London, 1923, σ. 386.

[10] Περὶ τῆς μοναστικῆς ὀργανώσεως τοῦ Βασιλείου Καισαρείας βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, ΙΙ, §86, σ. 361-363 καὶ 406-407 (βιβλιογραφία)· Ζήσης Θ., Μοναχισμός, [Πατερικά, 5], ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 41-46.

[11] Περὶ τοῦ Ῥουφίνου καὶ τοῦ Βενεδίκτου βλ. Ἰωαννίδης Φ., Ἐκκλησιαστικὴ γραμματολογία τῆς Δύσης, [Collecta Academica, 6], ἐκδ. Ὄστρακον, Θεσσαλονίκη, 2014, σ. 128-130 καὶ 141-144 ἀντιστοίχως.

[12] Amand D., L'ascèse monastique de saint Basile, Maredsous, 1948· Morison E., St. Basil and his Rule: a study in early monasticism, London, 1912.

[13] Φυτράκης Ἀ., Οἱ μοναχοὶ ὡς κοινωνικοὶ διδάσκαλοι καὶ ἐργάται ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, [Βιβλιοθήκη Ἀποστολικῆς Διακονίας, 31], Ἀθῆναι, 1950.

[14] Περὶ τῆς ἐπιδράσεως τοῦ ἡσυχασμοῦ ἐπὶ τῆς ἀναβιώσεως τοῦ ἀναχωρητισμοῦ βλ. Μεργιαλῆ-Σαχᾶ Σ., Γράφοντας ἱστορία μὲ τοὺς ἁγίους: ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἁγίων στὴν κοινωνία τῶν Παλαιολόγων (1261-1453), ἐκδ. Ἡρόδοτος, Ἀθήνα, 2014, σ. 43 κἑξ.

[15] Πολυζωΐδης Κ., Ἐκκλησιαστικὲς πηγὲς ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου – Ὀρθόδοξος μοναχισμός, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 222-232.

[16] Παπαδόπουλος Σ., Μοναχισμός, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα, 1999, σ. 123-125.

[17] Φρεαρίτης Κ., Περίπλους Μακεδονίας κα Ἐλάσσονος Ἀσίας (1846), ἐκδ. Ἑκάτη, Ἀθήνα, 2003, σ. 36.

[18] Χριστοφιλόπουλος, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, §16, σ. 45-46· Τρωϊᾶνος-Πουλῆς, Ἐκκλησιαστικὸ Δίκαιο, §1.2.3, σ. 35 in fine. Περὶ τῶν ἀρχαίων μοναχικῶν θεσμίων βλ. Πετρακάκος, Μοναχικοὶ θεσμοί. Ἔμμεση συνοδικὴ παραπομπή (καὶ ἀναγνώριση) στοὺς μοναχικοὺς κανόνες μαρτυρεῖται ὑπὸ τῆς Πενθέκτης Συνόδου (κανὼν 40): «...χρὴ ἡμᾶς ...τὸν παραδοθέντα ἡμῖν παρὰ τῶν πατέρων... φυλάττειν ὅρον (sc. Βασίλειος Καισαρείας, Ὅροι κατὰ πλάτος, 15.4 [ΒΕΠΕΣ 53.1703-5])…», ACO ΙΙ.2.4.4029-412. Βλ. Λιαρμακόπουλος Ἀ., «Ἱερεὺς καὶ μοναχός», Digesta (2016) §4 σημ. 37.

[19] Περὶ νεαρῶν διατάξεων τοῦ Ἰουστινιανοῦ βλ. Τρωϊᾶνος, Πηγές, §3.2.4, σ. 127-133. Περὶ δὲ τῆς ἐπὶ τοῦ μοναχισμοῦ νομοθετικῆς πολιτικῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ βλ. Hasse-Ungeheuer A., Das Mönchtum in der Religionspolitik Kaiser Justinians I., [Millennium-Studien, 59], Berlin, 2016· Gerostergios Α., The religious policy of Justinian I and his religious beliefs, Michigan, 1974, σ. 434-454· Idem, Justinian the Great: the emperor and saint, [Institute for Byzantine and Modern Greek Studies], 1982, σ. 168-175· Alivisatos Ha., Die kirchliche Gesetzgebung des Kaisers Justinian I., Berlin, 1913, σ. 98 κἑξ.

[20] Πβ. Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, Βίος Ἀντωνίου, 47.1: «...καὶ ἦν ἐκεῖ καθ᾿ ἡμέραν μαρτυρῶν τῇ συνειδήσει καὶ ἀγωνιζόμενος τοῖς τῆς πίστεως ἄθλοις.», SC 400.2624-6· Hieronymus, Epistulae, 3.5 καὶ 108.31: «cotidianum martyrium», Labourt J., Saint Jérôme: Lettres, Paris, Ι (1982), σ. 1515, καὶ V (1955), σ. 2005-6 ἀντιστοίχως. Πβ. Κορακίδης Ἀ., Ἡ Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΙΙ, ἐκδ. Παναγόπουλος, Ἀθήνα, 2008, σ. 159-165. Ὅπως τελοῦνταν παννυχίδες ἐπὶ λειψάνων μαρτύρων, ἀπὸ τοῦ Δ΄ αἰ. συμβαίνει τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ λειψάνων μοναχῶν· βλ. Φυτράκης Ἀ., «Μαρτύριον καὶ μοναχικὸς βίος», Θεολογία 19 (1941-1948) 301-329, σ. 320.

[21] Ν.133pr (CIC 3.66613-18 [Reg. 1192]).

[22] Pitra J., Analecta sacra spicilegio solesmensi parata, I, Parisiis, 1876, σ. XXVI.

[23] Ν.133.3: «...τοῖς... τὸν ἐν οὐρανῷ ζηλώσασι βίον», CIC 3.6701 (Reg. 1192).

[24] Ῥωμανὸς Μελῳδός, Κοντάκιον εἰς μοναχούς, 53.122 (SC 283.428).

[25] Βάσει τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων ἡ ἱερολογία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς ἐμφανίζεται ἀπὸ τοῦ Ε΄ αἰ., ἐνῷ σαφῶς ὑπονοεῖται παρὰ τῶν κανόνων τῆς Πενθέκτης Συνόδου (691/2 μ.Χ.)· βλ. Zhukova, Μοναχικὸ σχῆμα, σ. 264 κἑξ. Περὶ τοῦ λεξιλογίου τῆς μοναχικῆς κουρᾶς βλ. Βαγιακάκος Δ., «Μοναχικὸς βίος καὶ γλῶσσα», ΕΕΒΣ 41 (1974) 243-258, σ. 249.

[26] Περὶ ἀποταγῆς βλ. Zhukova, Μοναχικὸ σχῆμα, σ. 158-218· Κονιδάρης Ἰ., Νομικὴ θεώρηση τῶν μοναστηριακῶν τυπικῶν, ἐκδ. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1984, §8, σ. 97-107· Wawryk, Initiatio monastica, σ. 4-6 καὶ passim· Βασιλείου Φ., Ποιμένας ἢ τύραννος: ὁ πατέρας στὴν χριστιανικὴ λογοτεχνία τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα, 2013, §3.5, σ. 139-155.

[27] Βασίλειος Καισαρείας, Ὅροι κατὰ πλάτος, 8.3 (ΒΕΠΕΣ 53.16231-32).

[28] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ἔπη ἠθικά, 1.212 (PG 37.538)· πβ. Ν.22.5: «...δοκεῖ τελευτᾶν...», CIC 3.15017 (Reg. 1109). Περί «θανάτου» τοῦ μοναχοῦ διὰ τῆς κενωτικῆς ἐμπειρίας βλ. Ζηζιούλας Ἰ., Ἔργα, Ι, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα, 2016, σ. 197-200, ἔνθα σημειωτέον ὅτι τὸ ἐπικαλούμενο (ἐν σημ. 51 in fine) γεροντικὸ ἀπόφθεγμα ἀναγράφει τὸ ἄκρως ἀντίθετο: «Επεν ββς λώνιος· Ἐὰν μ επ ν τ καρδί ατο νθρωπος, ὅτι...» (PG 65.133). Τὸ πλάσμα θανάτου τοῦ mundo mortuus κειρομένου μοναχοῦ πβ. πρὸς τὸν πολιτικὸ θάνατο τοῦ ἐλευθέρου Ῥωμαίου τοῦ μεταπίπτοντος σὲ κατάσταση δουλείας, ὁ ὁποῖος ὡσαύτως «pro mortuo habetur»: Iustiniani Institutiones, 3.25.7 (Krueger P., Iustiniani Institutiones, [Corpus Iuris Civilis, 1], Berolini, 1877, σ. 41)· πβ. Gaius, Institutiones, 3.153 (Seckel E. – Kübler B., Gai Institutiones, [BSGRT], Lipsiae, 81939, σ. 168). Περὶ capitis deminutio βλ. Πετρόπουλος Γ., Ἱστορία καὶ Εἰσηγήσεις Ῥωμαϊκοῦ Δικαίου, ἐκδ. ΟΕΔΒ, Ἀθήνα, 21963, §52, σ. 456 κἑξ.· βλ. ὅμως καὶ Μομφερρᾶτος Ἀ., Κληρονομικὸν δίκαιον κληρικῶν καὶ μοναχῶν, Ἀθῆναι, 1890, σ. 88 σημ. 1.

[29] Βαλσαμών, ΡΠ 4.76 (πβ. ΡΠ 2.49).

[30] ΡΠ 2.668· περὶ τοῦ Ἰωάννου Ζωναρᾶ βλ. Τρωϊᾶνος, Πηγές, §5.7.9, σ. 353-356.

[31] Περὶ τῆς διπλῆς τοῦ μοναχοῦ κοινωνίας, πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπο, βλ. Εὐάγριος Ποντικός, Περὶ προσευχῆς, 124: «Μοναχός ἐστιν ὁ πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνηρμοσμένος.», PG 79.1193C (πβ. Torrance A., «Individuality and identity-formation in Late Antique monasticism», Individuality in Late Antiquity, Farham, 2014, σ. (111-127) 114· περὶ Εὐαγρίου Ποντικοῦ (345-399) βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, ΙΙ, §141, σ. 690-705· περὶ τῆς μοναστικῆς σκέψεώς του βλ. Meyendorff J., Βυζαντινὴ Θεολογία, (μτφρ. Π. Κουμαριανός- Β. Τσάγκαλος), ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα, 2010 σ. 153-155)· «...ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεκλείσθη μία «μυσταγωγική», μονιστικὴ καὶ ἀτομοκεντρικὴ μοναχικὴ ζωή. ...ἡ μοναχικὴ κλήση ἀπέβλεπε στὴ διττὴ κατεύθυνση: θεραπεία τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.», Σκουτέρης Κ., «Ὁ μοναχικὸς βίος αὐθεντικὴ πραγμάτωση τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους», Πρακτικὰ Πανελληνίου Μοναστικοῦ Συνεδρίου, Μετέωρα, 1990, σ. (169-178) 170· Παπαδόπουλος, Μοναχισμός (ἔ.ἀ. σημ. 16), σ. 42, 114, 119. Περὶ τῆς ὑπὲρ τῆς πολιτείας δεήσεως τῶν μοναχῶν βλ. Ν.133.5 (CIC 3.6748-23 [Reg. 1192])· ACO II.1.3.13441-42· πβ. Milaš, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, σ. 1002.

[32] ΡΠ 2.670· περὶ τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος βλ. Τρωϊᾶνος, Πηγές, §5.7.11, σ. 358-363.

[33] Νικήτας Χωνιάτης, Bασιλεία Ἰσαακίου τοῦ Ἀγγέλου Β΄, 2.4 (CFHB 11/1.40646).

[34] Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, 33: « τς π το Πνεύματος συμβάσεις παρασπν», PG 31.1424Β (πβ. « ες σύμβασιν λθν πνευματικς συμβιώσεως», PG 31.1396Α· «τὴν ἐπ᾿ αὐτοῦ σύμβασιν ἀθετήσας», PG 31.1396Β)· Βασίλειος Καισαρείας, Ὅροι κατὰ πλάτος, 14: «Περὶ τῶν ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ καθομολογησαμένων, εἶτα τὴν ὁμολογίαν ἀθετεῖν ἐπιχειρούντων... οὕτω χρὴ ὁρᾶσθαι, ὡς εἰς Θεὸν ἐξαμαρτόντα, ἐφ᾿ οὗ καὶ εἰς ὃν τὴν ὁμολογίαν τῶν συνθηκῶν κατέθετο... Ὁ γὰρ ἀναθεὶς ἑαυτὸν τῷ Θεῷ, εἶτα πρὸς ἄλλον βίον ἀποπηδήσας, ἱερόσυλος γέγονεν, αὐτὸς ἑαυτὸν διακλέψας, καὶ ἀφελόμενος τοῦ Θεοῦ τὸ ἀνάθημα.», ΒΕΠΕΣ 53.16722-31· Ἐπιστολὴ 46.28-12: «...αὐτὰς ἀπαρνῇ τὰς πρὸς τὸν Νυμφίον συνθήκας... Μνήσθητι τῆς καλῆς ὁμολογίας, ἣν ὡμολόγησας ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.», CUF 149.117. Βλ. Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, 34.1: «...ετα, παριδών τις... τος θεσμος το γίου Πνεύματος...· πς οχ τν λόγον τς ληθείας προδέδωκε, κα δεύτερος ούδας γεγένηται, κατ τ γχωρον προδιδος τν λήθειαν;», PG 31.1425C· Βασίλειος Καισαρείας, Ἐπιστολὴ 44.223-25: «ρα ον μήποτε συνθήκας βουλόμενός τινων φυλάττειν παραβς τς πρς τν Θεν συνθήκας ς μολόγησας π πολλν μαρτύρων.», CUF 149.111· Βαλσαμὼν καὶ Ἀριστηνός: ΡΠ 2.257-258. Πβ. δὲ καί «τὰς ἐν τῷ βαπτίσματι συνθήκας», PG 31.1552B· Ἰωάννης Χρυσόστομος: SC 50.145.

[35] Πετρακάκος, Μοναχικοὶ θεσμοί, σ. 161· Παναγιωτάκος, Δίκαιον μοναχῶν, σ. 106· Wawryk, Initiatio monastica, σ. 7-8. Περὶ τῆς ἐπιῤῥρροῆς τοῦ ῥωμαϊκοῦ δικαίου βλ. Φουντούλης Ἰ., Τελετουργικὰ θέματα, Ι, [Λογικὴ Λατρεία, 12], ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα, 2002, σ. 182· εἰδικώτερον δὲ περὶ τοῦ βαπτίσματος βλ. Νικήτας Δ., «Βαπτισματικὴ ἐπερώτηση – ρωμαϊκὴ obligatio verbis», Κληρονομία 9 (1977) 234-245· Κοτσώνης Ἱ., «Διάλογος ἐκ τῆς κατὰ τὸν Β΄ αἰ. τελετῆς τοῦ βαπτίσματος;», Θεολογία 28 (1957) 82-90.

[36] Μουρατίδης Κ., Ἡ μοναχικὴ ὑπακοὴ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ, Ἀθῆναι, 1956.

[37] Βλάχος Ἱ., «Ἡ παρθενία στὴν ὀρθόδοξη παράδοση», Πρακτικὰ Πανελληνίου Μοναστικοῦ Συνεδρίου, Μετέωρα, 1990, σ. 325-336.

[38] Κανὼν 6 init. Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Οἱ μοναχοὶ οὐδὲν ἴδιον ὀφείλουσιν ἔχειν…», CCCOGD 4.131· Νικολαΐδης Εὐ., Περὶ τῆς μοναχικῆς ἀκτημοσύνης, Ἀθῆναι, 1901.

[39] Κονιδάρης, Θεώρηση (ἔ.ἀ. σημ. 26), §15, σ. 133-137.

[40] Herman E., «La "stabilitas loci" nel monachismo bizantino», Orientalia Christiana Periodica 21 (1955) 115-142.

[41] Φειδᾶς, Ἱστορία Ι, σ. 940-943, 945-946· Μάρκος Β., Τὸ νομικὸ καθεστὼς τῶν πατριαρχικῶν καὶ σταυροπηγιακῶν μονῶν στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, [Βιβλιοθήκη Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου. Μελέτες, 6], ἐκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 2012, §1.1, σ. 51-54. Βλ. π.χ. τὶς αὐτονομιστικὲς τάσεις τῶν Εὐσταθιανῶν: ΡΠ 3.98.

[42] «Ο ληθς κα ελικρινς τν μονήρη μετιόντες βίον τς προσηκούσης ξιούσθωσαν τιμς. πειδ δέ τινες τ μοναχικ κεχρημένοι προσχήματι, τάς τε κκλησίας κα τ πολιτικ ταράσσουσι πράγματα, περιιόντες διαφόρως ν τας πόλεσιν, ο μν λλ κα μοναστήρια αυτος συνιστν πιτηδεύοντες, δοξε μηδένα μηδαμο οκοδομεν μηδ συνιστᾶν μοναστήριον εκτήριον οκον παρ γνώμην το τς πόλεως πισκόπου. Τος δ καθ᾿ κάστην πόλιν κα χώραν μονάζοντας ποτετάχθαι τ πισκόπ, κα τν συχίαν σπάζεσθαι, κα προσέχειν μόνῃ τ νηστεί κα τ προσευχ, ν ος τόποις πετάξαντο προσκαρτεροντες, μήτε δ κκλησιαστικος μήτε βιωτικος παρενοχλεν πράγμασιν πικοινωνεν, καταλιμπάνοντες τ δια μοναστήρια, ε μή ποτε ρα πιτραποεν δι χρείαν ναγκαίαν π το τς πόλεως πισκόπου. Μηδένα δ προσδέχεσθαι ν τος μοναστηρίοις δολον π τ μονάσαι παρ γνώμην το δίου δεσπότου. Τν δ παραβαίνοντα τοτον μν τν ρον ρίσαμεν κοινώνητον εναι, να μ τ νομα το Θεο βλασφημται. Τν μέντοι πίσκοπον τς πόλεως χρ τν δέουσαν πρόνοιαν ποιεσθαι τν μοναστηρίων.», CCCOGD 1.139-140. Βλ. Bright, Canons, σ. 157-165· L’Huillier, Disciplinary work, σ. 219-222· Ueding L., «Die Kanones von Chalkedon in ihrer Bedeutung für Mönchtum und Klerus», Das Konzil von Chalkedon, ΙΙ, Würzburg, 1953, σ. (569-676) 600-620· Γιαννόπουλος Β., Ἱστορία καὶ θεολογία τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἐκδ. Ἔννοια, 22014, σ. 255-258· Caner D., Wandering, begging monks, [Transformation of classical heritage, 33], Berkeley, 2002, σ. 206 κἑξ.

[43] Περὶ τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, ΙΙΙ, §117, σ. 633-651, ἔνθα καὶ βιβλιογραφία· Μενεβίσογλου, Εἰσαγωγή, 227 κἑξ.· Grillmeier A.- Bacht He. (ed.), Das Konzil von Chalkedon, Ι-ΙΙΙ, Würzburg, 1951-1954.

[44] «...δέον ἡ ὑφισταμένη ἀνάγκη νὰ ἐπάγηται εἰς αὐτὸν τοῦτον τὸν μοναχὸν ἢ τὸ μοναστήριον...»: Παπαδόπουλος Ἰ., «Τινὰ περὶ τῆς ἐκ τῆς μονῆς ἐξόδου τῶν μοναχῶν κατὰ τὸ δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Θεολογία 27 (1956) 295-306, σ. 303.

[45] ACO ΙΙ.2.4.43. Πβ. ἐκ τῶν ἀρχαίων μοναχικῶν θεσμίων τοὺς καν. 54-55 Παχωμίου (Boon Α., Pachomiana latina, [Bibliothèque de la Revue d'histoire ecclésiastique, 7], Louvain, 1932, σ. 29-30).

[46] Ὁ ἡγούμενος στὶς πηγὲς ἀπαντᾷ συνήθως ὑπὸ τοὺς ἑξῆς ὅρους: προϊστάμενος ἢ πατὴρ τῆς μονῆς (princeps/pater monasterii), προεστώς, ἡγεμών, ἀββᾶς, ἀρχιμανδρίτης (praefectus coenobii – θηλ. ἡ ἀρχιμανδρίτις: Ἰωάννης Ζωναρᾶς, Βίος ὁσίας Εὐπραξίας, 12-16, 28, 38 [Καλτσογιάννη Ἑ., Τὸ ἁγιολογικὸ καὶ ὁμιλητικὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη Ζωναρᾶ, [Βυζαντινὰ Κείμενα καὶ Μελέτες, 60], ΑΠΘ/ΚΒΕ, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 512-513, 519, 522]), ἔξαρχος, ἄρχων, ἀρχηγός, κοινοβιάρχης (dux coenobii), καθηγούμενος, καθηγεμὼν κἄ. Βλ. deMeester, Monachicus status, σ. 4, 16· Πετρακάκος, Μοναχικοί Θεσμοί, σ. 56-59, 162-166· Κονιδάρης Ἰ., Τὸ δίκαιον τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας ἀπὸ τοῦ Θ΄ αἰ. μέχρι τοῦ ΙΒ΄ αἰ., ἐκδ. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1979, §20, σ. 145 κἑξ.

[47] Γκαβαρδίνας Γ., Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ τὸ νομοθετικό της ἔργο, [Νομοκανονικὴ Βιβλιοθήκη, 4], ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη, 1998, σ. 195-196.

[48] Ueding, Kanones (ἔ.ἀ. σημ. 42), σ. 660-670· Sterk A., Renouncing the world yet leading the Church: the monk-bishop in Late Antiquity, Massachusetts, 2004, σ. 163 κἑξ.

[49] C.1.4.6.2 (CIC 2.40 [Seeck, Regesten, σ. 295]). Πβ. Πετρακάκος, Μοναχικοί Θεσμοί, σ. 132· Παναγιωτάκος, Δίκαιον μοναχῶν, σ. 27 σημ. 2.

[50] Τρωϊᾶνος Σ., «Ἐπίσκοπος καὶ μοναχοί», Ἀφιερωματικὸς Τόμος εἰς μνήμην τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ἀθήνα, 2004, σ. (441-461) 444· Πετρακάκος, Μοναχικοί Θεσμοί, σ. 128 κἑξ.

[51] Πβ. καν. 23 Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (CCCOGD 1.148). Βλ. Bright, Canons, σ. 210-211· L’Huillier, Disciplinary work, σ. 260-261.

[52] C.Th.16.3 (Mommsen Th., Theodosiani libri XVI cum Constitutionibus Sirmondianis, I/2, Berolini, 1904, σ. 853· πβ. SC 497.216-219 [Seeck, Regesten, σ. 278 καὶ 280])· πβ. Πετρακάκος, Μοναχικοὶ θεσμοί, σ. 130, σημ. 11, καὶ σ. 132, σημ. 15 in fine· De Giovanni L., Il libro XVI del codice Teodosiano (alle origini della codificazione in tema di rapporti chiesa-stato), Napoli, 1985, σ. 69 κἑξ.· Mango C., Βυζάντιο, αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, (μτφρ. Δ. Τσουγκαράκης), ἐκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 1988, σ. 136.

[53] C.1.3.22.2 (CIC 2.21 [Seeck, Regesten, σ. 357]).

[54] C.1.3.29 (CIC 2.22 [Seeck, Regesten, σ. 417])· πβ. Ν.133.5pr (CIC 3.672-673 [Reg. 1192]): Β.4.1.23pr (ΒΤ, σ. 122).

[55] Περὶ ἀποκρισιαρίων βλ. Λεονταρίτου Β., Ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα καὶ ὑπηρεσίες στὴν πρώϊμη καὶ μέση βυζαντινὴ περίοδο, [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte – Athener Reihe, 8], ἐκδ. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1996, §5, σ. 21-66.

[56] Μενεβίσογλου, Εἰσαγωγή, σ. 243, ἔνθα καὶ περὶ τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἐπὶ τῆς συντάξεως τῶν κανόνων συνεδριάσεως. Βλ. καὶ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Μαρκιανοῦ ἀρχιμανδρίταις καὶ λοιποῖς... μοναχοῖς: «Δέον γρ τν συχίαν γειν κα τελεν π τος ερέας κα τος ξ ατν μαθήμασι προσομιλεν, διδασκάλων τάξιν π τς γαν αθαδείας αυτος πενοήσατε ο μηδ τ παρ τν διδασκόντων ρθς μαθεν νασχόμενοι…», ACO II.1.3.12430-34· «...τν οκεν τ μοναστήρια κα τος τοιούτοις προσεδρεύειν μόνον τόποις φειλόντων... ...ἀλλ᾿ ἑαυτοῖς τὰς προεδρίας καὶ τὰς ἱερωσύνας, ὧν ἀλλότριοι παντάπασι πεφήνατε, περιποιεῖν ἐπὶ λύμῃ τῶν πόλεων ἐσπουδακότες.», ACO II.1.3.12515-16, 22-24· «...καταλειψάντων μν τ μοναστήρια, ος μς δι παντς προσεδρεύειν τ πάγγελμα παρακελεύεται, τολμησάντων δ τοιατα τν σχάτων τιμωριν ξια καθέστηκεν. Ἐπειδ δ κα διδάσκειν ντ το μανθάνειν πιχειρετε...», ACO II.1.3.1262-5· «...παρ τς μετέρας εσεβείας προτραπέντας... προσεδρεύειν δ τος μοναστηρίοις κα τας πρς τ κρεττον σχολάζειν εχας σύμφωνα τῷ παγγέλματι διαπραττομένους κα μηδένα θόρυβον παντάπασιν μποιοντας...», ACO II.1.3.12722-25· καὶ τὴν ἀντίστοιχη τῆς Πουλχερίας: «...τος τε μοναστηρίοις προσκαρτεροντες κα τν μονήρη βίον ελαβς μετιόντες...», ACO II.1.3.1299-10. Γενικῶς περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς τοῦ Μαρκιανοῦ βλ. Καραγιαννόπουλος Ἰ., Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, Ι, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 277-280· περὶ δὲ τῆς ἀποδοχῆς τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων ὑπὸ τοῦ Μαρκιανοῦ βλ. τὸ ὑπ᾿ αὐτοῦ ρηθέν: «...ε τι δν τυπώσῃ γία κα οκουμενικ σύνοδος κα πιδ μοι γγράφως, τούτοις στοιχ, τούτοις στέργω, τούτοις πιστεύω.», ACO II.1.3.10015-17.

[57] ACO ΙΙ.1.2, §17, σ. [353]1571-10 ἐν συγκρίσει πρὸς σ. [355]15910-20.

[58] ACO ΙΙ.1.2, §17, σ. [353]1578· πβ. s.v. «χρεία», Coulie B., Thesaurus Conciliorum Oecumenicorum, [Corpus Christianorum, Thesaurus Patrum Graecorum (CCTPG)], Turnholti, 1998, σ. 119· Μενεβίσογλου Π., Λεξικὸν τῶν ἱερῶν κανόνων, [Νομοκανονικὴ Βιβλιοθήκη, 28], ἐκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη, 2013, σ. 331.

[59] Nestle E. – Aland B. et al., Novum Testamentum (Graece), Stuttgardiae, 282012, σ. 560. Βλ. Γαλίτης Γ., Ἡ πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, [Ἑρμηνεία Καινῆς Διαθήκης, 12γ΄], ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, 31992, σ. 372-373.

[60] Βλ. χωρία συγγραφέων ἐν Dibelius M. - Conzelmann Ha., The Pastoral Epistles, Philadelphia, 1972, σ. 152.

[61] Ἰωάννης Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, 681 (Kotter Β., Die Schriften des Johannes von Damaskos, Ι, [Patristische Texte und Studien, 7], Berlin, 1969, σ. 140). Βλ. σημ. 74 infra.

[62] Βλ. καν. 46 τῆς Πενθέκτης: «ἀπαραίτητος... ἀνάγκη», ACO ΙΙ.2.4.4324.

[63] Ἰωάννης Χρυσόστομος, Κατὰ Ἰουδαίων, 3.1: «χρεία τις ναγκαία κα κατεπείγουσα», PG 48.861· Σῳζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 1.12.6 (GCS 4.2512 [:SC 306.164]). Βλ. καὶ τὴν φράση τῆς χρείας ἐπειγούσης τοῦ καν. 46 τῆς Πενθέκτης Συνόδου (ACO ΙΙ.2.4.4328).

[64] Λόγος ἀσκητικός (:11) καὶ παραίνεσις περὶ ἀποταγῆς βίου καὶ τελειώσεως πνευματικῆς: «...ἢ τέρας ποιασον καὶ ἀναγκαιοτάτης χρείας.», ΒΕΠΕΣ 53.39141. Περὶ τῆς πατρότητος τοῦ λόγου βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, ΙΙ, §86, σ. 401, καὶ Geerard M. - Noret J., Clavis Patrum Graecorum, ΙΙ, [Corpus Christianorum], Turnholti, 1975, σ. 157 (ἀρ. 2889).

[65] Βασίλειος Καισαρείας, Ἐπιστολὴ 22.133-34 (CUF 149.53)· πβ. Morison, St. Basil and his Rule (ἔ.ἀ. σημ. 12), σ. 93-94.

[66] Ὅπως π.χ. παρουσιάζεται ὡς περίπτωση ἀναγκαίας χρείας ἡ ὑπὸ ἀσθενείας ἀπειλὴ τῆς ὑγείας ἢ τῆς ζωῆς μοναχοῦ ἐν Σύνταγμα διδασκαλίας πρὸς  μονάζοντας, 6.1: «Κα νοσν δ ε χρεία γένηται ναγκαία, λοσαι· γιαίνοντι γρ ερε κα μονάζοντι βαλανείου χρεία οδεμία.», Batiffol P., «Le Syntagma Doctrinae dit de St. Athanase», Studia patristica–Études d'ancienne littérature chrétienne, ΙΙ, Paris, 1890, σ. 126 apparatus. Περὶ τοῦ ἀμφιβαλλομένου τούτου ἔργου βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, ΙΙ, σ. 321.

[67] Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης, Ἀποκρίσεις, 347β.20 (SC 450.36619-21)· περὶ τοῦ κειμένου βλ. καὶ Ρωμαῖος Ἀ. (μτφρ.), Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου κείμενα διακριτικὰ καὶ ἡσυχαστικά, Ι, ἐκδ. Ἑτοιμασία, Ἀθῆναι, 1996, σ. 13-30.

[68] Miller T. - Thomas J., «The monastic rule of Patriarch Athanasios I», Orientalia Christiana Periodica 62 (1996) 353-371, σ. 36213-15 (§6)· περὶ τοῦ ἔργου τούτου βλ. καὶ Thomas J. – Constantinides-Hero A., Byzantine monastic foundation documents, Washighton D.C., 2000, §55, σ. 1495 κἑξ.

[69] Ῥωμανὸς Μελῳδός, Κοντάκιον εἰς μοναχούς, 53.211 (SC 283.440).

[70] CFHB 38.262 (§77120-121).

[71] Δεληκάνης Κ., Πατριαρχικὰ Ἔγγραφα, ΙΙ, Κωνσταντινούπολις, 1904, σ. 459.

[72] Miklosich F.–Müller J., Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana, V, Vindobonae, 1887, §8.12, σ. 220.

[73] Ζήσης Θ., Ὁ πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ στὴν συνείδηση το γένους, ἐκδ. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 32-35.

[74] Βασίλειος Καισαρείας, Περὶ πλεονεξίας, 4 (Courtonne Y., Saint Basile: Homélies sur la richesse, Paris, 1935, σ. 2511). Περὶ τῆς βίας βλ. σημ. 61 supra.

[75] Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὴν Γένεσιν, 37.5 (PG 53.348).

[76] Κατὰ τὴν πρώϊμη ἐποχή «λαϊκοὶ... ἦσαν καὶ οἱ μοναχοί»: Πετρακάκος, Μοναχικοὶ θεσμοί, σ. 86. «Οἱ μοναχοὶ δὲν συνιστῶσιν ἰδιαιτέραν τρίτην τάξιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκ θείου δικαίου...» «...τοῦ μοναχικοῦ βίου διατηροῦντος ἐν τῇ Ἀνατολῇ τὸν λαϊκὸν αὐτοῦ χαρακτῆρα.», Καρμίρης Ἰ., Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι, 1973, σ. 368 καὶ 494. Βλ. ὅμως τὴν διάκριση τῆς μοναχικῆς τάξεως ἀπὸ τῶν λαϊκῶν καὶ τῶν κληρικῶν ἐν Milaš, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, σ. 938 σημ. 9· Ροδόπουλος, Ἐπιτομή, σ. 115 ἀλλὰ καὶ 126.

[77] C.Th.16.2.32 καὶ 9.40.16.2 (Mommsen, Theodosiani libri XVI (ἔ.ἀ. σημ. 52), σ. 846 καὶ 505· πβ. SC 497.184-185 καὶ 531.204-205 [Seeck, Regesten, σ. 295])· Πετρακάκος, Μοναχικοὶ θεσμοί, σ. 133 σημ. 18, καὶ σ. 65 σημ. 15. Τοῦτο βεβαίως δὲν ἰσχύει μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ κανόνος 6 Δ΄ Οἰκ. Συνόδου, καθὼς οἱ μοναχοὶ χειροτονοῦνται ἀποκλειστικῶς γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες μόνον τῆς μονῆς τους καὶ αὐτὸ ἴσως νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἐν C.1.4.6 ἀπάλειψη τοῦ C.Th.9.40.16.2 in fine.

[78] Ὁ κοσμικὸς κλῆρος εἶναι εἴτε ἔγγαμος εἴτε ἄγαμος, ὅπως μαρτυρεῖται π.χ. στοὺς ἀποστολικοὺς κανόνες 5 καὶ 51 ἀντιστοίχως (SC 336.27617-19 καὶ 336.294252-258). Περὶ τῶν ποστολικν Διαταγν καὶ τῆς ἀποδόσεώς τους στὸν συμπιλητὴ ουλιαν τν Νεοαρειαν βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, ΙΙ, §91β΄, σ. 438-440· πβ. ὅμως καὶ τὴν μακρὰ εἰσαγωγὴ τοῦ Metzger M., Les Constitutions Apostoliques, I, [SC 320], Paris, 1985, σ. 13 κἑξ. (ἰδίως σ. 54-62). Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές, πλὴν τοῦ 47ου κεφαλαίου τοῦ 8ου βιβλίου, δηλ. τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων, δὲν ἐπεκυρώθησαν ὑπὸ τῆς Πενθέκτης Συνόδου (691/2 μ.Χ.) λόγῳ τοῦ ἀμφιβόλου ὀρθοδοξίας περιεχομένου τους (καν. 2 [ACO II.2.4.246-13])· βλ. Μενεβίσογλου, Εἰσαγωγή, σ. 101 κἑξ.· Metzger M., «La théologie des Constitutions apostoliques par Clément», Revue des Sciences Religieuses 57 (1983) 29-49, 112-122, 169-194, 273-294· Γιαννόπουλος Β., «Ἡ Πενθέκτη Σύνοδος καὶ αἱ Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων», Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 32 (1997) 281-302. Περὶ ἐγγάμου καὶ ἀγάμου κλήρου βλ. Χριστοδούλου Ἀ., Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, Κωνσταντινούπολις, 1896, σ. 255 κἑξ.· Σακκελαρόπουλος Μ., Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, Ἀθῆναι, 1898, §41, σ. 155-160.

[79] Παπανικολάου Φ., Ἡ ἕρημος καὶ ἡ πόλη στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία τῶν πρώτων αἰώνων, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, 2000, σ. 392-412· Rapp C., Holy bishops in late antiquity, [Transformation of classical heritage, 37], Berkeley, 2005, σ. 147-149· Παναγιωτᾶκος, Δίκαιον μοναχῶν, σ. 120 σημ. 4.

[80] Περὶ τῆς ἐν Καρχηδόνι συνόδου τῆς 13-09-401 βλ. Hefele Ch., Ηistory of the councils of the church, ΙΙ, (μτφρ. H. Oxenham), Edinburgh, 1876, §113, σ. 421-426· περὶ τῶν κανόνων αὐτῆς βλ. Μενεβίσογλου, Εἰσαγωγή, σ. 459-460. Περὶ δὲ τῆς αἱρέσεως τοῦ δονατισμοῦ βλ. Φειδᾶς Β., Ἱστορία, Ι, σ. 306-310· Σκουτέρης Κ., Ἱστορία δογμάτων, ΙΙ, Ἀθῆναι, 2004, σ. 670.

[81] Σῴζεται ὡς κανὼν 80 τῆς ἐν Καρχηδόνι συνόδου τοῦ 419 (Joannou, Discipline générale antique, I/2, σ. 321 [πβ. CCSL 149.204])· πβ. Παναγιωτάκος, Δίκαιον μοναχῶν, σ. 157 σημ. 1, σ. 167 σημ. 5, καὶ σ. 174 σημ. 2.

[82] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος (21) εἰς Ἀθανάσιον, 19: «Τούτοις μιλήσας μέγας θανάσιος, σπερ τν λλων πάντων μεσίτης κα διαλλακτς ν, τν ερηνοποιήσαντα τ αματι τ διεσττα μιμούμενος· οτω κα τν ρημικν βίον τκοινωνικ καταλλάττει· δεικνς, τι στι κα ερωσύνη φιλόσοφος, κα φιλοσοφία δεομένη μυσταγωγίας.», PG 35.1104ΑΒ· πβ. τὴν «μοναχικὴ φιλοσοφία» ἐν Ν.5.3 (CIC 3.3124 [Reg. 1054]).

[83] Brakke D., Athanasius and the politics of asceticism, Oxford, 1995, σ. 102-104. Πβ. ὅτι ἡ ἄσκησις ἐθεωρεῖτο ἀσύμβατος καὶ πρὸς τὴν ἱεραποστολή: Γιαννουλᾶτος Ἀ., Μοναχοὶ καὶ ἱεραποστολή, [Ὀρθόδοξη μαρτυρία, 100], ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 2008, σ. 50-55.

[84] Βίος Παχωμίου, 27: Halkin F., Le corpus athénien de saint Pachôme, [Cahiers d'Orientalisme, 2], Genève, 1982, σ. 19· Halkin F., Sancti Pachomii vitae graecae, [Subsidia Hagiographica, 19], Bruxellis, 1932, σ. 16-17 (§27), 190-191 (§23), 431-432 (§32)· πβ. τὴν διατύπωση τοῦ κανόνος 17 τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787): « Ὅτι τινὲς τῶν μοναχῶν καταλιπόντες τὰ ἑαυτῶν μοναστήρια, ἐφιέμενοι ἄρχειν καὶ τὸ ὑπακούειν ἀναινόμενοι,...», ACO ΙΙ.3.3.9186-7. Περὶ ἀποφυγῆς τῆς χειροτονίας ὡς εἰσαγωγῆς στὸν πειρασμὸ τῶν ἀξιωμάτων πβ. Ὠριγένης, Κατὰ Κέλσου, 3.9: «…διὰ τὸ δοξάριον προΐστασθαί τινας τῆς κατὰ Χριστιανοὺς διδασκαλίας...», SC 136.3016-17. Περὶ τοῦ παχωμιανοῦ μοναχικοῦ συστήματος βλ. Deseille P., παχωμιακὸς μοναχισμός, (μτφρ. Ν. Μπαρούσης), ἐκδ. Τῆνος, Ἀθῆναι, 1992.

[85] Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, 9 : «Κλήρου μέντοι, προστασίας ἀδελφῶν ἐφίεσθαι τὸν ἀσκητὴν οὐδαμῶς προσήκει. Διαβολικὸν γὰρ τὸ νόσημα, καὶ φιλαρχίας τὸ ἔγκλημα.», PG 31.1369C. Περὶ τοῦ ἔργου τούτου τοῦ Δ΄ αἰ. βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, ΙΙ, σ. 401· Gribomont J., Histoire du texte des Ascétiques de Saint Basile, Louvain, 1953, passim.

[86] Συμεὼν Μεταφραστής, Βίος Αὐξεντίου, 23 (PG 114.1396D). Πβ. τὴν διατύπωση τοῦ καν. 2 τῆς ἐν ΚΠόλει Συνόδου τοῦ 879/880: «Αἱ γὰρ τῶν μοναχῶν συνθῆκαι ὑποταγῆς ἐπέχουσι λόγον καὶ μαθητείας, ἀλλ᾿ οὐχὶ διδασκαλίας ἢ προεδρίας, οὐδὲ ποιμαίνειν ἄλλους, ἀλλὰ ποιμαίνεσθαι ἐπαγγέλλονται.», CCCOGD 4.3969-72.

[87] Σῳζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 6.30.4 (GCS 4.2851 [:SC 495.410])· πβ. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 11.37 (PG 146.705).

[88] «Μηδένα δ πολελυμένως χειροτονεσθαι μήτε πρεσβύτερον μήτε διάκονον μήτε λως τιν τν ν τῷ κκλησιαστικῷ τάγματι, ε μ δικς ν κκλησίᾳ πόλεως κώμης μαρτυρίῳ μοναστηρίῳ χειροτονούμενος πικηρύττοιτο. Τος δ πολύτως χειροτονουμένους ρισεν γία σύνοδος κυρον χειν τν τοιαύτην χειροθεσίαν καμηδαμο δύνασθαι νεργεν φ᾿ βρει το χειροτονήσαντος.», CCCOGD 1.141. Βλ. Bright, Canons, σ. 166-168· L’Huillier, Disciplinary work, σ. 223-225. Ἡ ἀπολελυμένη χειροτονία εἶναι ἀνυπόστατη (Παναγιωτᾶκος, Δίκαιον μοναχῶν, σ. 50 σημ. 4)· βλ. Ζωναρᾶς: «...τὸν χειροτονηθέντα... ὡς μὴ χειροτονηθέντα λογίζεσθαι.», ΡΠ 2.132. Περὶ ἀντιστοίχων ρυθμίσεων τῆς πολιτειακῆς νομοθεσίας βλ. Παπαγιάννη Ἐ., Τὰ οἰκονομικὰ τοῦ ἐγγάμου κλήρου στὸ Βυζάντιο, [Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte–Athener Reihe, 1], ἐκδ. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1986, §6-7, σ. 49 κἑξ.

[89] «Ο κληρικο τν… μοναστηρίων… π τν ν κάστῃ πόλει πισκόπων τν ξουσίαν κατ τν τν γίων πατέρων παράδοσιν διαμενέτωσαν....», CCCOGD 1.141547-551. Βλ. Bright, Canons, σ. 171-172· L’Huillier, Disciplinary work, σ. 228-229. Ὁ δὲ Ζωναρᾶς γράφει ὅτι στὸν ὅρο κληρικοὶ τοῦ κανόνος περιλαμβάνονται μόνον οἱ ἐκ τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς κληρικοί: «Ἐπεὶ οὖν καὶ οἱ μοναχοὶ χειροτονούμενοι τῆς μονῆς τῆσδε ὀνομάζονται ἱερεῖς ἢ διάκονοι,... εἰκότως κεκληρῶσθαι ἕκαστος τῇ μονῇ, ᾗ ὠνομάσθησαν, ἐνομίζοντο, καὶ κληρικοὺς καὶ αὐτοὺς οἱ τῆς συνόδου θεῖοι Πατέρες ἐκάλεσαν.» (ΡΠ 2.235)· πβ. Βαλσαμών: «...καὶ οἱ χειροτονούμενοι μοναχοὶ κληρικοὶ λεγονται...» (ΡΠ 2.231), ἀλλὰ καὶ Πετρακάκος, Μοναχικοὶ θεσμοί, σ. 122-123. Προφανῶς οἱ ἄνευ ἱερωμένου μοναχοῦ μονὲς ἐξυπηρετοῦσαν τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες διὰ τεταγμένου πρὸς τοῦτο κοσμικοῦ πρεσβυτέρου· βλ. Παπαγιάννη, Οἰκονομικὰ ἐγγάμου κλήρου (ἔ. ἀ. σημ. 88), §1, σ. 3· Κονιδάρης, Δίκαιον (ἔ.ἀ. σημ. 46), §39, σ. 244 σημ. 7.

[90] Canivet P., Le monachisme syrien selon Théodoret de Cyr, [Théologie historique, 42], Paris, 1977, σ. 233· L’Huillier, Disciplinary work, σ. 228· Φειδᾶς, Ἱστορία, Ι, σ. 945. Βλ. περιπτώσεις ἀπολελυμένων χειροτονιῶν μοναχῶν ἐν Bright, Canons, σ. 167.

[91] Kανὼν 6 τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (CCCOGD 1.141521-522). Ὑπὸ τοῦ κανόνος ἀπαριθμοῦνται οἱ πρεσβύτεροι, οἱ διάκονοι καὶ οἱ κατώτεροι κληρικοί (τν ν τῷ κκλησιαστικῷ τάγματι, βλ. Παπαδόπουλος Χ., «Περὶ χωρεπισκόπων καὶ τιτουλαρίων ἀρχιερέων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Ἐκκλησία 13 (1935) 57-60 καὶ 65-66 καὶ 73-75, σ. 66), περὶ τῶν ὁποίων πβ. τὸν καν. 14 τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου περὶ χειροθεσίας μοναχοῦ ὡς ἀναγνώστου πρὸς λειτουργικὴ διακονία ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον τῆς μονῆς του: «Ἀναγνώστου δὲ χειροθεσίαν ἄδειά ἐστι ἐν ἰδίῳ μοναστηρίῳ καὶ μόνῳ ἑκάστῳ ἡγουμένῳ ποιεῖν...», ACO ΙΙ.3.3.91419-20· βλ. καὶ τὴν μεθ᾿ ἱστορικῆς διασαφήσεως ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμῶνος: «Ὅτι δέ, ὡς ἔοικε, δυσχερὲς εἶναι τοῦτο τοῖς μοναχοῖς ἐνομίσθη, τὰς ἐρήμους κατοικοῦσι κατὰ πολύ, καὶ μὴ δυναμένοις τὰς πόλεις περιέρχεσθαι, καὶ τοῖς ἐπισκόποις ἐντυγχάνειν εὐχερῶς, ἐνεδόθη τοῖς ἡγουμένοις, τοῖς σφραγισθεῖσι παρὰ τῶν ἐπισκόπων, πρεσβυτέροις οὖσιν, ἐξ ἀνάγκης ἀναγνώστας ποιεῖν μοναχοὺς ἐν τῷ ἰδίῳ μοναστηρίῳ, ἐφ᾿ ἀκωλύτως ἀναγινώσκειν τούτους ἐπ᾿ ἄμβωνος τὰς θείας Γραφάς.», ΡΠ 2.616-617· ἡ δὲ παράδοση τοῦ ψευδο-Νικηφόρου προσθέτει καὶ τὸν ὑποδιάκονο στὴν ἀπόκριση 6: « ἔχων εὐχὴν ἡγουμένου, πρεσβύτερος ὤν, χειροτονεῖ ἀναγνώστην καὶ ὑποδιάκονον ἐν τῇ ἰδίᾳ μονῇ.», ΡΠ 4.427· περὶ τοῦ ψευδο-Νικηφόρου βλ. Τρωϊᾶνος, Πηγές, §4.6.14, σ. 210-211.

[92] Miklosich–Müller, Acta et diplomata (ἔ.ἀ. σημ. 72), I (1860), σ. 573 (§313). Σὲ ἄλλη περίπτωση ἡ πατριαρχικὴ σύνοδος δὲν ἐπιτρέπει τὴν χειροτονία μοναχοῦ κρίνουσα αὐτὸν ἀνάξιον τῆς ἱερωσύνης: CFHB 19/3.15847-48 (§200).

[93] Ν.5.8 (CIC 3.3327-30 [Reg. 1054])· πβ. τὴν πολιτεία τοῦ ἀββᾶ Ἀκκακίου τοῦ ἐπὶ 58 ἔτη ἐπισκόπου Βεροίας: Θεοδώρητος Κύῤῥου, Φιλόθεος Ἱστορία, 2.9: «...οκ εασε μν τς σκητικς πολιτείας τ εδος, σκητικν δ κα πολιτικν κέρασεν ρετήν· κα τς μν τν κρίβειαν, τς δ τν οκονομίαν λαβν, ες ν τ διεσττα συνήγαγεν.», SC 234.21614-17. Περὶ τῆς χειροτονίας μοναχῶν κατὰ τὴν ἁγιολογικὴ γραμματεία τῆς μεταϊουστινιάνειας ἐποχῆς βλ. Patlagean E., «Ἁγιοσύνη καὶ ἐξουσία», Κοινωνίες καὶ ἅγιοι, ἐκδ. Νῆσος, Ἀθήνα, 2012, σ. (199-230) 206.

[94] ΡΠ 5.371 (:PG 119.1096AB)· Beneševič V., Otvety Petra Hartofilaksa, [Mémoires de l’Académie impériale des sciences de St.-Pétersbourg, 8e série. Classe historico-philologique, 8/14], St. Pétersbourg, 1909, σ. 8. Βλ. καὶ τὴν πρὸς Μᾶρκον Γ΄ Ἀλεξανδρείας ἀπόκριση ἀρ. 9 in fine: «...πάντως οἱ ἱερεῖς καὶ ἁπλῶς οἱ τοῦ βήματος, ἀπαρεμποδίστως καὶ μετὰ τὴν ἀπόκαρσιν τὰ τῶν βαθμῶν ἐνεργήσουσι δίκαια...», ΡΠ 4.453· Grumel - Darrouzès, Regestes, Ι/2-3, σ. 595-597 (ἀρ. 1184· πβ. δὲ καὶ ἀρ. 978 καὶ τὶς ἐκεῖσε παραπομπές). Περὶ τῶν ἀποκρίσεων Πέτρου καὶ Μάρκου βλ. Τρωϊᾶνος, Πηγές, § 5.7, σ. 341 καὶ 347 ἀντιστοίχως.

[95] CCCOGD 4.38-39· «Καὶ ὁ κανὼν οὗτος ἐψηφίσθη σκέψεως γενομένης ἐν τῇ συνόδῳ περὶ τῆς ποινῆς ἥτις ἐπρόκειτο ὅπως ἐπιβληθῇ εἰς τὸν... ἐπίσκοπον Σμύρνης Μητροφάνην.», Μενεβίσογλου, Εἰσαγωγή, σ. 509.

[96] Περὶ τῆς διδακτικῆς καὶ τοῦ πρεσβυτέρου λειτουργίας πβ. τὸν ἀποστολικὸ καν. 58: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἀμελῶν τοῦ κλήρου ἢ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ παιδεύων αὐτοὺς τὴν εὐσέβειαν ἀφοριζέσθω, ἢ ἐπιμένων τῇ ῥᾳθυμίᾳ καθαιρείσθω.», SC 336.296, καὶ τὸ σχόλιο τοῦ Ζωναρᾶ: «...ὁμοίως καὶ οἱ πρεσβύτεροι· διδακτικοὺς γὰρ εἶναι καὶ τούτους ἀπαιτεῖ ὁ κανών.», ἀλλὰ καὶ τὸ τοῦ Βαλσαμῶνος: «...οἱ πρεσβύτεροι γὰρ καὶ κατὰ προτροπὴν ἐπισκοπικήν, καὶ οὐκ οἴκοθεν διδάσκουσι.» (ΡΠ 2.75-76).

[97] ΡΠ 2.710

[98] Λεονταρίτου, Πληροφορίες (ἔ.ἀ. σημ. 4), σ. 28-29 (§5)· Παναγιωτάκος, Δίκαιον μοναχῶν, σ. 46-47.

[99] Μιχαὴλ Γ΄ ὁ τοῦ Ἀγχιάλου: «...ἀπὸ μόνον λαϊκῶν ἱερέων τὰς διακονίας συνίστασθαι, καὶ τοὺς μοναχοὺς παρὰ ταῖς οἰκείαις προσεδρεύειν μοναῖς...», PG 119.793C καὶ ΡΠ 1.41 (πβ. PG 104.985B)· βλ. Grumel - Darrouzès, Regestes, Ι/2-3, σ. 563 (ἀρ. 1141)· deMeester, Monachicus status, σ. 179 καὶ 390.

[100] Πβ. ὅμως περίπτωση μὲ ἐπιμέμπτους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐκβληθέντες μὲν ἐκ τῆς μονῆς μετέβησαν εἰς τὸν κόσμον, χειροτονηθέντες δὲ ἐπέστρεψαν ὡς κληρικοὶ εἰς τὴν μονήν αὐτῶν: Κανὼν 4β΄ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας (Joannou, Discipline générale antique, IΙ, σ. 282).

[101] Βίος Παχωμίου, 27 (Halkin, Le corpus (ἔ.ἀ. σημ. 84), σ. 19).

[102] Περὶ τῆς συνόδου βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, ΙΙ, § 93, σ. 443-444· Hefele, Ηistory (ἔ.ἀ. σημ. 80), §91, σ. 292-293· περὶ δὲ τῆς αἱρέσεως τοῦ πρισκιλλιανισμοῦ βλ. Σκουτέρης Κ., Ἱστορία δογμάτων, ΙΙ, Ἀθῆναι, 2004, σ. 671-672.

[103] Vives J., Concilios visigóticos e hispano-romanos, [España Cristiana. Textos, 1], Madrid, 1963, σ. 17.

[104] Παλλάδιος Ἑλενοπόλεως, Λαυσαϊκόν, 7.5: «Ὀκτὼ δὲ ἀφηγούμενοι πρεσβύτεροι ταύτης τῆς ἐκκλησίας εἰσίν, ἐν μέχρις οὗ ζῇ πρῶτος πρεσβύτερος ἄλλος οὐδεὶς προσφέρει, οὐχ ὁμιλεῖ, οὐ δικάζει, ἀλλ᾿ ἡσύχως αὐτῷ προσκαθέζονται μόνον.», Bartelink G., Palladio: La storia Lausiaca, Milano, 1974, σ. 4040-43· πβ. Chitty D., The desert a city: an introduction to the study of Egyptian and Palestinian monasticism under the Christian Empire, Oxford, 1966, σ. 31.

[105] Εὐγένιος Πανορμίτης, 14. Εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν μοναχῶν τῆς μάνδρας, 12 (Gigante M., Eugenii Panormitani versus iambici, [Istituto Siciliano di studi bizantini e neoellenici. Testi e monumenti, 10], Palermo, 1964, σ. 97).

[106] Κουκουλὲς Φ., Βυζαντινν βίος κα πολιτισμός, VI, [Collection de l'Institut français d'Athènes, 90], Ἀθήνα, 1955, σ. 93· βλ. τὴν χρείαν σὲ περίπτωση ἐπιθέσεως ἐχθρῶν: Morris R., Monks and laymen in Byzantium (843-1118), Cambridge, 1995, σ. 55.

[107] Ν.133pr (CIC 3.66621-22 [Reg. 1192]).

[108] Βλ. π.χ. Ν.26.6 (an. 1304/6) Ἀνδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου («Νεαρά» Ἀθανασίου Α΄): «...μοναχοὶ καὶ μονάστριαι μὴ διάγειν ἀτάκτως ἐν πόλεσιν, ἀλλ᾿ ὡς τοῖς νόμοις καὶ τοῖς κανόσι περὶ τούτων ἐξεφωνήθη.», Zachariae a Lingenthal C. E., Ius Graeco-Romanum, III, Lipsiae, 1857, σ. 631· βλ. Dölger F., Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von 565-1453, ΙV, München-Berlin, 1960, σ. 47-48 (ἀρ. 2295).

[109] Ν.123.42 (CIC 3.62310-12 [Reg. 1319]).

[110] CCCOGD 4.104-6.

[111] Meyer P., Haupturkunden für die Geschichte der Athosklöster, Leipzig, 1894, σ. 17220-28· πβ. Neville L., Anna Komnene: the life and work of a medieval historian, Oxford, 2016, σ. 97. Περὶ τοῦ κειμένου βλ. Jordan R., «John of Phoberou», Strangers to themselves: the byzantine outsider, [Society for the promotion of byzantine studies, 8], Aldershot, 2000, σ. (61-73) 71 σημ. 45 (βιβλιογραφία). Περὶ δὲ τῆς σωματικῆς ποινῆς τῆς ῥινοτμήσεως βλ. Τρωϊᾶνος Σ., Εἰσηγήσεις Βυζαντινοῦ Δικαίου, ἐκδ. Ἡρόδοτος, Ἀθήνα, 2014, §7.2.3.4.1, σ. 168-170.

[112] CCCOGD 1.141550-551.

[113] Ἀσκητικαὶ Διατάξεις, 20.1: «...κεχωρίσθαι τοσοτον τ διαθέσει προσήκει, σον τος τεθνετας ρμεν τν ζώντων φεστηκότας.», PG 31.1389C.

[114] PG 119.793C καὶ ΡΠ 1.41 (πβ. PG 104.985B). Βλ. Grumel - Darrouzès, Regestes, Ι/2-3, σ. 563 (ἀρ. 1141).

[115] Βασίλειος Καισαρείας, Ὁμιλία 9: Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν Θεός, 5 (PG 31.340A).

[116] Πβ. π.χ. τῆς μεταβυζαντινῆς ἐποχῆς τὴν πατριαρχικὴ ἐπιστολή (an. 1698) τοῦ Καλλινίκου Β΄ πρὸς τὸν μητροπολίτη Χίου: «...οἱ μὲν τῶν μοναστηριακῶν ἱερομονάχων ἔνιοι περιερχόμενοι τὴν πολιτείαν καὶ τὰς τῆς ἐπαρχίας χώρας ἐπιτραχήλιον βάλλουσι καὶ εὐλογοῦσι καὶ ἁγιάζουσιν ἀνυποστόλως καὶ αὐτονόμως χωρὶς εἰδήσεως καὶ ἀδείας τῆς ἀρχιερωσύνης σου, πρᾶγμα κατατολμῶντες παράνομον ἀναφανδὸν καὶ παρὰ τῶν ἱερῶν κανόνων ἄρδην ἀπηγορευμένον...», Φορόπουλος Ἰ., «Ἔγγραφα τοῦ πατριαρχικοῦ ἀρχειοφυλακίου», Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια 19 (1899) 142-143, σ. 142.

[117] Περὶ θείων ὀνομάτων, 4.31 in fine: «Διὸ οὔτε ὑπόστασιν ἔχει τὸ κακόν, ἀλλὰ παρυπόστασιν τοῦ ἀγαθοῦ ἕνεκα καὶ οὐχ ἑαυτοῦ γινόμενον.», Suchla B., Corpus Dionysiacum, Ι (Pseudo-Dionysius Areopagita: De divinis nominibus), [Patristische Texte und Studien, 33], Berlin, 1990, σ. 1771-2. Περὶ ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων βλ. Χρήστου Π., Ἑλληνικὴ Πατρολογία, V, ἐκδ. Κυρομᾶνος, Θεσσαλονίκη, 1992, σ. 74-100. Περὶ τῆς ἁμαρτίας κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση βλ. Ματσούκας Ν., Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, ΙΙ, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 202-216.

[118] Κανὼν 7 in fine Πρωτοδευτέρας Συνόδου (CCCOGD 4.1511-12).