Digesta OnLine 2014

Γ. Διάλογος με την Νομολογία

Για να ανοίξετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

ΚΠολΔ 985, 988

Πολλαπλή κατάσχεση μελλοντικών απαιτήσεων στα χέρια τρίτου

Σε δημόσια κατάθεση κατά το άρθρο 988,1 εδ. β΄ ΚΠολΔ για διανομή από συμβολαιογράφο οδηγεί η δεύτερη κατάσχεση μελλοντικών μισθωμάτων στα χέρια τρίτου, που επιβλήθηκε μετά την εκπνοή της προθεσμίας για τη δήλωση του άρθρου 985.1 ΚΠολΔ επί της πρώτης κατασχέσεως. Στη δεύτερη κατάσχεση θεωρείται θετική η δήλωση του τρίτου που κάνει μνεία της πρώτης με τη διευκρίνιση ότι καταβάλλει πλέον τα μισθώματα στον πρώτο κατασχόντα, όταν αυτά καθίστανται ληξιπρόθεσμα.

ΜονΠρωτΑθ 1970/2013

(Δικαστής: Δ. Μουχίμογλου)

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
1970/2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


Αποτελούμενο από τη Δικαστή Δήμητρα Μουχίμογλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Αναστασία Καραγγελή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 4η Οκτωβρίου του έτους 2013 για να δικάσει τη υπόθεση μεταξύ:
Της ανακόπτουσας;    >, κατοίκου Ν. Σμύρνης
Αττικής, οδός Φαναριού αρ. 27, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από την πληρεξούσιο δικηγόρο της Αργυρώ Αφεντάκη.
Της καθ’ής η ανακοπή: Της Μονοπρόσωπης Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…»
ΕΥΘΥΝΗΣ» και τον διακριτικό τίτλο «…»,
που εδρεύει στο Κορωπί Αττικής, θέση Πράρι και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο έκθεμα δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 8-6-2012 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 105941/678/11-6-2012, προσδιορίσθηκε για την 19-10-2012, μετ'αναβολήν για την 25-1-2013 και κατόπιν νέας αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα εκτίθενται στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 15425/11-6-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Ηράκλειας Πέππα, που επικαλείται και προσκομίζει η ανακόπτουσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης ανακοπής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 19ης/10/2012, έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ'ής η ανακοπή (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124 παρ.1, 126 εδ. δ’, 127 του ΚΠΟΛΔ). Παρότι όμως η καθ'ής, κατά την άνω δικάσιμο της 19ης /10/2013, κατά την οποία η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την 25-1-2013, αλλά και κατά την μετ'αναβολήν αυτή δικάσιμο [25-1-2013] κατά την οποία η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο της, Γεωργία ©Θεοδώρου [βλ. τα πρακτικά της συνεδρίασης της 19ης /10/2012 και της 25ης /1/2013 του Δικαστηρίου τούτου], η καθ'ής η ανακοπή, δεν εμφανίσθηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του οικείου εκθέματος και, συνεπώς, πρέπει αυτή να δικασθεί ερήμην, η διαδικασία ωστόσο θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 649 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ.
Από το άρθρο 983 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η κατάσχεση χρηματικής απαιτήσεως στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου (κατασχετηρίου). Η επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον τρίτο, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 984 ΚΠολΔ, έχει ως έννομη συνέπεια την αυτοδίκαιη ακυρότητα της καταβολής, στην οποία ενδεχομένως θα προχωρούσε ο τρίτος έναντι του δικού του δανειστή και ήδη καθού η εκτέλεση. Αντίθετα, όπως προκύπτει από την παρ. 1 του άρθρου 984 Κ.Πολ.Δ., η επίδοση αντιγράφου του κατασχετήριου εγγράφου από τον κατασχόντα στον καθού η εκτέλεση έχει ως έννομη συνέπεια την αποστέρηση του δικαιούχου της κατασχεθείσας απαίτησης από την εξουσία της ελεύθερης διάθεσης του περιουσιακού στοιχείου του που κατασχέθηκε. Κρίσιμος χρόνος για την επέλευση των ανωτέρω συνεπειών ως προς τον καθού η εκτέλεση και τον τρίτο είναι η επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου σε καθένα από τα πρόσωπα αυτά. Περαιτέρω με το άρθρο 985 παρ. I ΚΠολΔ καθιερώνεται υποχρέωση του τρίτου, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, να προβεί, μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση σ' αυτόν του κατασχετηρίου, σε δήλωση, με το προβλεπόμενο περιεχόμενο. Στη δήλωση αυτή του τρίτου, μεταξύ άλλων, πρέπει να αναφέρεται αν υπάρχει η κατασχεθείσα απαίτηση. Σε καταφατική περίπτωση, πρέπει να αναφέρεται η δικαιογόνος σχέση, οι τυχόν ενστάσεις του τρίτου ή η ανταπαίτηση που έχει κατά του καθού η εκτέλεση και να παρέχεται η διαβεβαίωση ότι θα παρακρατήσει ό,τι τυχόν θα προκόψει στο μέλλον υπέρ του καθού η κατάσχεση από τη μνημονευόμενη στο κατασχετήριο βασική έννομη σχέση (Ολ.ΑΠ 3/1993, ΑΠ 688/2010, ΑΠ 1540/2000). Έτσι, κατ' άρθρο 988 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν η κατασχεμένη στα χέρια τρίτου απαίτηση υπάρχει και επαρκεί σε περίπτωση καταφατικής δήλωσης, ο τρίτος οφείλει αφού περάσουν οκτώ ημέρες αφότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σ' εκείνο κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, να καταβάλει σε καθέναν από τους κατασχόντες το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση, η καταβολή δε αυτή προς τους κατασχόντες επιφέρει απόσβεση της οφειλής, κατ' εξαίρεση από τον κανόνα ότι αυτή απαιτείται να γίνει στο δανειστή, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση στο δανειστή του τρίτου, γιατί με αυτή ωφελείται ο δανειστής του (άρθρο 417 εδ. β' ΑΚ). Αν η κατασχεμένη απαίτηση δεν επαρκεί για να ικανοποιηθούν όλοι όσοι επέβαλαν κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει να κάνει δημόσια κατάθεση και η διανομή γίνεται από συμβολαιογράφο που ορίζεται αφού το ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον, από τον ειρηνοδίκη του τόπου της εκτέλεσης κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 989 εδ. α' ΚΠολΔ, η κατ' άρθρ. 988 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα καταφατική δήλωση του τρίτου, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε κατάσχεση, αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τον κατασχόντα δανειστή, υπό την έννοια του άρθρου 904 παρ. 2    4 περ. ζ* ΚΠολΔ, με τον οποίο μπορεί να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά της περιουσίας του τρίτου, όταν, παρά την καταφατική δήλωση του τελευταίου, αρνείται ή δυστροπεί να εκπληρώσει τις επιβαλλόμενες από το άρθρο 988 ΚΠολΔ y y υποχρεώσεις του. Συνεπώς, αν ο τρίτος αρνείται την πληρωμή, εκβιάζεται με την κατ’ άρθρο 989 ΚΠολΔ εκτέλεση της καταφατικής δήλωσής του, η οποία (εκτέλεση) γίνεται με τα μέσα της εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων (άρθρο 951 ΚΠολΔ) σε βάρος της ατομικής περιουσίας του τρίτου [Α.Π. 1297/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι, δυνάμει της υπ'αριθ. 1977/2012 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου τούτου, υποχρεώθηκε η ανώνυμη εταιρεία «…», με το διακριτικό τίτλο «ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε.», να της καταβάλει προσωρινά ως αποζημίωση απόλυσης ένεκα της καταγγελίας της συναφθείσας μεταξύ τους σύμβασης εργασίας το ποσό των 25.340,88 €, προς εκτέλεση της οποίας, με κατασχετήριο που κοινοποίησε τόσο στην καθ'ης η ένδικη ανακοπή, όσο και στην άνω οφειλέτριά της, προέβη σε κατάσχεση εις χείρας της καθ'ης η ανακοπή, ως τρίτης, των μισθωμάτων που η άνω οφειλέτριά εταιρεία δικαιούται να εισπράττει από την καθ'ής, ως μισθώτριας ακινήτου ιδιοκτησίας της, μέχρι πλήρους ικανοποίησης της απαίτησής της, συνολικού ποσού 25.970,88 €. Ότι η καθ'ής η ένδικη ανακοπή, προέβη κατ'άρθρο 985 Κ.Πολ.Δ. στην υπ'αριθ. 108/2012 δήλωση τρίτου και στην υπ'αριθ. 111/11-5-2012 συμπληρωματική αυτής, όπου αναφέρει ότι βάσει του υπ'αριθ. πρωτ. 983/10-1-2012 κατασχετηρίου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, καταβάλλει στη Δ.Ο.Υ. Κορωπίου το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός το συμφωνηθέν καταβαλλόμενο από 1-4-2012 μίσθωμα, ποσού 1.864,80 €, όπως αυτό μειώθηκε στο άνω ποσό βάσει τροποποίησης του αρχικού μισθωτηρίου και έως του ποσού των 57.997,21 € που αναφέρεται στο κατασχετήριο της ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών. Ότι με το ανωτέρω περιεχόμενο, η δήλωση της καθ'ής, είναι ανακριβής, αφού δεν διευκρινίζει αν έχει ή είχε και άλλες οφειλές, πλην των μισθωμάτων προς την εταιρεία ι ■    Α.Ε. από τις οποίες θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, άλλως η δήλωση αυτή είναι αρνητική αφού, στην ουσία, αρνείται την ύπαρξη της οφειλής της έναντι της ανακόπτουσάς αφού ισχυρίζεται ότι την καταβάλλει στην άνω ΔΟΥ και αδυνατεί έτσι να της καταβάλει το κατασχεθέν ποσό. Ότι, σε κάθε περίπτωση, η καθ 'ής θα έπρεπε να δηλώσει ότι πράγματι υπάρχει στα χέρια της η απαίτηση που κατασχέθηκε, αλλά αυτή δεν επαρκεί για να ικανοποιηθούν όλοι όσοι επέβαλαν κατάσχεση. Ότι, την άνω αρνητική δήλωση της καθ'ής, ανακόπτει για τον λόγο ότι, η καθ'ής, θα έπρεπε να είχε προβεί, κατ'άρθρο 988 ΚΠολΔ, σε δημόσια κατάθεση ώστε η διανομή των κατασχεθέντων χρημάτων να γίνει από τον συμβολαιογράφο που θα οριστεί από τον Ειρηνοδίκη του τόπου εκτέλεσης κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Κατόπιν τούτων, αιτείται, με απόφαση κηρυσσομένη προσωρινός εκτελεστή, να αναγνωριστεί η ύπαρξη της κατασχεμένης απαιτήσεως, να καταδικαστεί η καθ'ής να της καταβάλει το κατασχεμένο στα χέρια της ως τρίτης ποσό, τηρούμενων των διατάξεων του άρθρου 988 ΚΠολΔ και να διαταχθεί η δημόσια κατάθεση του κατασχεμένου ποσού. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η καθ'ής στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Η παραπάνω ανακοπή με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αιτήματα, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της νόμιμης 30ήμερης προθεσμίας του άρθρου 986 Κ.Πολ.Δ. από την δήλωση, παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 1 εδ. β’, 16 αριθ. 1 και 29 παρ. 1 του ΚΠΟΛΔ), κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 647 επ. του ΚΠΟΛΔ., εφόσον η κατασχεμένη απαίτηση απορρέει εκ μισθωτικής σχάσεως και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Από τα έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει η ανακόπτουσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα, δυνάμει της υπ'αριθ. 1977/2012 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου τούτου, έχει απαίτηση κατά της ανώνυμης εταιρείας «…», με το διακριτικό τίτλο «'    *    -    ύψους 25.340,88 €, ως αποζημίωση απόλυσης ένεκα της καταγγελθείσας μεταξύ τους σύμβασης εργασίας. Ακριβές αντίγραφο της άνω απόφασης κοινοποιήθηκε στην παραπάνω οφειλέτρια εταιρεία μετά της κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή, συνολικού ποσού 25.820,88 €, με την υπ'αριθ. 15241/13-3-2012 έκθεση επίδοσης της επιδούσας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Στις 3.5.2012, η ανακόπτουσα επέδωσε τόσο στην καθ' ης η ανακοπή, όσο και στην άνω οφειλέτρια της εταιρεία, κατασχετήριο που αφορούσε την κατάσχεση εις χείρας της καθ'ής η ανακοπή, ως τρίτης, των μισθωμάτων που η άνω οφειλέτρια εταιρεία δικαιούται να εισπράττει από την καθ'ής, ως μισθώτριας ακινήτου ιδιοκτησίας της, μέχρι πλήρους ικανοποίησης της απαίτησής της, συνολικού ποσού 25.970,88 € [βλ. τις υπ'αριθ. 15338 και 15339/3-5-2012 εκθέσεις επιδόσεως αντίστοιχα της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ηράκλειας Πέππα], Η καθ'ής η ανακοπή, εντός της νόμιμης οκταήμερης προθεσμίας από την επίδοση σε αυτήν του ως άνω κατασχετηρίου εγγράφου [ άρθρο 986 ΚΠολΔ], προέβη στην υπ'αριθ. 108/10-5-2012 και στην υπ'αριθ. 111/11-5-2012 συμπληρωματική της πρώτης δήλωσή της ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, στις οποίες δηλώνει, στην μεν πρώτη ότι «...βάσει του με αριθ. πρωτ. 983/10-1-2012 κατασχετηρίου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, καταβάλλει στην Δ.Ο.Υ. Κορωπίου κάθε πρώτο πενθήμερο έκαστου μηνάς, το ποσό των 2.175,60 € για ενοίκιο και έως του ποσού των 57.997,21 €, που αναγράφεται στο κατασχετήριο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών», στη δεύτερη δε, συμπληρωματική της πρώτης, δήλωσή της, διευκρινίζει ότι το μίσθωμα που καταβάλλει μηνιαίος ανέρχεται από 1-4-2012, στο ποσό των 1.864,80 € και όχι στο ποσό των 2.175,60 € που εκ παραδρομής ετέθη στην πρώτη υπ'αριθ. 108/2012 δήλωσή της, καθόσον το αρχικώς συμφωνηθέν μίσθωμα μειώθηκε από 1-4-2012 στο ποσό των 1.864,80 € βάσει του υπ'αριθ. 5184/2012 τροποποιητικού μίσθωσης της συμ/φου Αθηνών, Παρασκευής Ηλιοπούλου. Εκ του περιεχομένου των άνω δηλώσεων συνάγεται ότι η καθ'ής, ναι μεν δεν αρνείται ότι τυγχάνει μισθώτρια της οφειλέτριας εταιρείας και συνεπώς, κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης, υπάρχει η βασική έννομη σχέση (μίσθωση πράγματος) από την οποία, ως παραγωγό αιτία, απορρέει η μελλοντική απαίτηση και δεν είναι απλώς ενδεχόμενη, αφετέρου δε, δηλώνει αδυναμία να καταβάλλει στην ανακόπτουσα το κατασχεθέν μηνιαίο μίσθωμα λόγω της προηγηθείσας κατάσχεσης που έχει επιβληθεί στην ίδια απαίτηση από την ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών. Το περιεχόμενο της άνω δηλώσεως δεν είναι αναληθές, καθόσον. ως προκύπτει από το προσαγόμενο μετ'επικλήσεως με αριθ. πρωτ. 983/10-1-2012 κατασχετήριο που κοινοποίησε την 18-1-2012 η Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών στην καθ'ής η ανακοπή, κατέσχεσε αυτή εις χείρας της τελευταίας ως τρίτης, όσα οφείλει ή μέλλει να οφείλει στην άνω οφειλέτρια του Δημοσίου εταιρεία «’ ' ’    ’■ Α.Ε.» μέχρι του ποσού των 57.997,21 €. Εξάλλου αντικείμενο της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μπορεί να είναι και απαίτηση μέλλουσα (που δεν έχει γεννηθεί ακόμα), ή υπό αίρεση ή προθεσμία υπό την προϋπόθεση όμως ότι κατά το χρόνο επιβολής της κατάσχεσης να υπάρχει η βασική έννομη σχέση (μίσθωση πράγματος, εταιρία, εντολή κλπ) από την οποία, ως παραγωγό αιτία, απορρέει η μελλοντική απαίτηση και δεν είναι απλώς ενδεχόμενη, αλλά να μπορεί κατά τον παραπάνω χρόνο να προσδιορισθεί κατ’ είδος και οφειλέτη, όχι δε απαραίτητα και κατά ποσό (ΕΑ 288.3/1979 ΝοΒ 27.1134, ΕΑ 6431/75 Αρμ. 30.518, ΕΑ 557/70 Αρμ. 24.717, ΕΑ 3416/90 Ελ.Δνη 32.1026, και Δ. 22.185, Ε.Πειρ. 678/87 ΝοΒΝ 35.1265, ΕΑ 1786/94 Ελ,Δνη 37.401). Επομένως, εν προκειμένω, εφόσον αποδείχθηκε εκ του περιεχομένου της δηλώσεως της καθ'ής η ανακοπή, ότι αυτή δεν αρνείται τη βασική έννομη σχέση από την οποία απορρέει η μελλοντική απαίτηση ως αντικείμενο της κατάσχεσης, η δήλωσή της είναι καταφατική, εφαρμοζόμενου εντεύθεν του άρθρου 988 του Κ.Πολ,Δ. Επειδή όμως η κατάσχεση αφορά απαίτηση μέλλουσα, εφόσον δεν βρίσκεται εις χείρας της καθ'ής, ως τρίτης, κατά το σύνολο του ποσού μέχρι του οποίου κατάσχεται, τόσο ως προς τον πρώτη κατάσχουσα Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, όσο και ως προς την δεύτερη κατάσχουσα - ανακόπτουσα, το Δικαστήριο τούτο, δεχόμενο την ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης ανακοπής, πρέπει ν' αναγνωρίσει, όχι την ύπαρξη του συνολικού ποσού της κατασχεμένης απαίτησης στα χέρια της καθ'ής, αλλά τη βασική έννομη σχέση από την οποία προσδοκάται η γένεση της μέλλουσας απαίτησης (βλ. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ. Τ.Γ' ό.π. σελ. 1415, ο ίδιος Διοικ. Εκτέλε. Τ.Β' παρ. 556, ΕΑ 3416/1990 Ελλ.Δνη 32.1026), ήτοι ότι υφίσταται μισθωτική σχέση μεταξύ της η καθ'ής η ανακοπή ως μισθώτριας και της οφειλέτριας εταιρείας «.    Α.Ε.», ως εκμισθώτριας. Περαιτέρω, εφόσον αποδείχθηκε ότι η κατάσχεση δεν αφορά απαίτηση από ήδη δεδουλευμένα  μισθώματα αλλά μελλοντικά τοιαύτα, τα οποία δεν έχουν καταστεί δικαστικά επιδιώξιμα, πρέπει ν'απορριφθεί το καταψηφιστικό αίτημα της ένδικης ανακοπής περί καταβολής του κατασχεμένου ποσού των 25.970,88 € στην ανακόπτουσα, εφόσον το άρθρο 990 Κ.Πολ.Δ., σύμφωνα με το οποίο το δικαστήριο υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλει το κατασχεμένο ποσό, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, αφού η απαίτηση της καθής η κατάσχεση δεν είναι ακόμη δικαστικά επιδιώξιμη. αβανομένης υπόψη όμως, της ήδη υφιστάμενης κατάσχεσης στα χέρια της 'ής η ανακοπή ως τρίτης της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, αλλά και αυτής της εδώ κόπτουσας, εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 988 παρ.1 Ι'Κ.Πολ.Δ., πρέπει να διαταχθεί η δημόσια κατάθεση του μισθώματος από την /οποίηση της παρούσας στην καθ’ ής η ανακοπή, ώστε η διανομή αυτού να ι από συμβολαιογράφο που θα οριστεί, αφού το ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον, από τον Ειρηνοδίκη του τόπου της εκτέλεσης κατά τη διαδικασία των “/άρθρων 686 επ., κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 974 επ. ΚΠολΔ. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη ανακοπή ως και κατ'ουσίαν βάσιμη, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Παράβολο ερημοδικίας για την ερημοδικασθείσα καθ'ής η ανακοπή δεν ορίζεται, εφόσον στις δίκες τις σχετικές περί την εκτέλεση, ως η προκειμένη, δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο [άρθρο 937 παρ.1 β'ΚΠολΔ], Τέλος, δικαστικά έξοδα θα επιβληθούν εν μέρει, κατά την έκταση της νίκης της ανακόπτουσας, εις βάρος της καθ’ής η ανακοπή, κατ' άρθρο 178 και 184 του ΚΠΟΛΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ής η ανακοπή.
-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει κατ'ουσίαν την ανακοπή.
-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι υφίσταται μισθωτική σχέση μεταξύ της η καθ'ής η ανακοπή ως μισθώτριας και της οφειλέτριας εταιρείας «.    ως
εκμισθώτριας, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, απορρέει η κατασχεμένη μελλοντική απαίτηση.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη δημόσια κατάθεση του μισθώματος από την κοινοποίηση της παρούσας στην καθ'ής η ανακοπή.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της καθ’ής η ανακοπή, ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίου δικηγόρου της ανακόπτουσας, στις 2 Νοεμβρίου 2013.


Σχόλιο στην απόφαση ΜονΠρωτΑθ 1970/2013

Η λύση που δίδεται με την δημοσιευόμενη απόφαση δεν μπορεί να επιδοκιμαστεί. Διεξοδική κριτική επιχειρείται στη μελέτη μου με τίτλο «Ζητήματα ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου από την κατάσχεση στα χέρια τρίτου» στον παρόντα τόμο (Digesta 2014) σελ. 43, ιδίως στην παρ. 4 δ, για την πολλαπλή κατάσχεση μελλοντικών απαιτήσεων. Εδώ επισημαίνονται συνοπτικά μόνο τα εξής:

Η δημόσια κατάθεση της μελλοντικής απαιτήσεως για να διανεμηθεί αυτή στους κατασχόντες από συμβολαιογράφο όταν γίνει ληξιπρόθεσμη, προβλέπεται μόνο για την περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων που επιβλήθηκαν εντός της οκταήμερης προθεσμίας του άρθρου 988 ΚΠολΔ. Αντιθέτως, σε περίπτωση διαδοχικής κατασχέσεως στα χέρια τρίτου μελλοντικών, ιδίως δε περιοδικών, απαιτήσεων (όπως μισθώματα, απόληψη κερδών από εταίρους, μερίσματα από μετοχές κλπ) μετά την πάροδο του οκταημέρου από την επίδοση στον καθ’ ου του πρώτου κατασχετηρίου, ο τρίτος κατά τη γνώμη μου οφείλει να προβαίνει σε εν μέρει αρνητική και εν μέρει θετική δήλωση: Αρνητική θα είναι η δήλωσή του για τη μελλοντική απαίτηση μέχρι του ύψους αυτής που καλύπτει το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η πρώτη κατάσχεση, θετική θα είναι δε για το υπόλοιπο αυτής.

Στο παράδειγμα της περιπτώσεως που έκρινε η δημοσιευόμενη απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, η δήλωση, με τη διατύπωση που είχε, έπρεπε συνεπώς να θεωρηθεί ως αρνητική για την μελλοντική απαίτηση 30 μηναίων μισθωμάτων ύψους 2.000 € έκαστο, μέχρι δηλαδή το ποσό των 60.000 € για το οποίο επιβλήθηκε η πρώτη κατάσχεση, καθώς δικαιούχος των μισθωμάτων αυτών έγινε με τη θετική δήλωση του τρίτου (μισθωτή) ο κατασχών που υπεισήλθε στη θέση του καθ’ ου (εκμισθωτή) ως προς τα δικαιώματα αυτού έναντι του τρίτου εκ της μισθώσεως. Για δε την μελλοντική απαίτηση επί των λοιπών μισθωμάτων, πέραν του τριακοστού, η δήλωση του τρίτου έπρεπε να θεωρηθεί θετική, ώστε αυτά να τα εισπράξει, όταν γίνουν ληξιπρόθεσμα, ο δανειστής που επέβαλε κατάσχεση μεταγενέστερα.

Κ. Παναγόπουλος