Digesta OnLine 2014

ΟΙ ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΙ ΕΚ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ١٤, ١٦ και ١٧ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ٥٥٩ ΚΠολΔ

Αθανάσιος Παπαδάς

Δικηγόρος Αθηνών

Υποψήφιος LL.Μ.

Για να ανοίξετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις

Ως γνωστόν, ο εκ του Αρείου Πάγου έλεγχος επί πλημμελειών των τελεσιδίκων δικαστικών αποφάσεων της ουσίας δύναται να πραγματοποιηθεί μόνον σε εκείνες τις περιπτώσεις, όπου ex lege καθιερώνονται ως λόγοι αναιρέσεως. Τούτος ο έλεγχος είναι περιορισμένος, δεδομένου ότι η διατύπωση του νόμου (άρθρα ٥٥٩ και ٥٦٠ ΚΠολΔ1) ουδέν περιθώριο αφήνει περί αναλογικής ή ερμηνευτικής, έστω, επεκτάσεως των λόγων αναιρέσεως. Έτσι, το Ακυρωτικό, ακόμα και εάν πρόκειται για καταφανές σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας, αδυνατεί να υπεισέλθει στην έρευνα2 (εννοείται νομική) και υπόδειξη κάθε είδους παράβασης κανόνων του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου.

Εν όψει της τελευταίας επισήμανσης, προκρίνεται εντεύθεν -για διδακτικούς κυρίως σκοπούς- η διάκριση των λόγων αναιρέσεως σε ουσιαστικούς και ουσιαστικογενείς (άρθρο ٥٥٩ αρ. ١3 και ٥٥٩ αρ. ٨, ١٠, ١٩ κατ’ αντιστοιχίαν), όπως και σε λόγους αμιγώς δικονομικούς (οι λοιποί αριθμοί του άρθρου 5594). Βεβαίως, κρίσιμη αποβαίνει εδώ η διευκρίνηση ότι στην πραγματικότητα, όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβιάζει ευθέως ή εκ πλαγίου (αρ. 1 και 19 αντίστοιχα) ουσιαστικό κανόνα δικαίου, ο Άρειος Πάγος μπορεί πάντοτε να εξαφανίζει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ως προς το μεμφόμενο σκέλος της. Στον αντίποδα, οι πλημμέλειες δικονομικής φύσεως ελέγχονται αποκλειστικώς για τους μνημονευόμενους στο νόμο λόγους, αλλά, πάντως, αφορούν στα πιο καίρια -κατά το νομοθέτη- σφάλματα, που μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά την ορθότητα της δικαστικής κρίσεως.

Κατ’ εξοχήν δικονομικοί λόγοι αναιρέσεως είναι και εκείνοι των αριθμών ١٤, ١٦ και ١٧ του άρθρου ٥٥٩5. Αυτοί αφορούν στην παρά το νόμο (μη) κήρυξη ακυρότητος, έκπτωσης από δικαίωμα ή απαραδέκτου, στις περί (μη) υπάρξεως δεδικασμένου παραβάσεις και, τέλος, στις τυχόν αντιφατικές διατάξεις της απόφασης. Αυτές είναι και οι παραβάσεις οι οποίες εφ’ εξής θα μας απασχολήσουν εκτενώς.

Άρθρο ٥٥٩ αρ. ١٤

Περιπτώσεις ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων

Από τους πλέον σημαντικούς δικονομικούς λόγους αναιρέσεως είναι αυτός του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤, έχοντας δύο εκφάνσεις: μία θετική, κατά την οποία το δικαστήριο εσφαλμένα εδέχθη την ύπαρξη ακυρότητος, εκπτώσεως από δικαίωμα ή απαραδέκτου, και μία αρνητική, όταν παρά το νόμο δεν κήρυξε την ακυρότητα, το απαράδεκτο ή την έκπτωση, καίτοι συνέτρεχαν οι προς τούτο προϋποθέσεις6.

Αντικείμενο της παραβάσεως δεν είναι άλλο από τις περιπτώσεις ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων. Από κοινού με τις δικαστικές πράξεις αποτελούν τις δύο βασικές υποκατηγορίες των δικονομικών πράξεων. Είναι δε διαδικαστικές οι πράξεις που «συνοστεώνουν» τη δίκη ως έννομη σχέση και διαδικασία, καθ’ ότι συμβάλλουν στη διάπλασή της και είναι το μέσον για την επίτευξη του σκοπού της, έχουσες ορισμένο τύπο και περιεχόμενο7. Όταν, όμως, είτε κατά το πραγματικό τους είτε κατά την έννομη συνέπειά τους είτε κατά τη λειτουργία της τελεολογικής σχέσεως αυτών των δύο διαπιστώνεται ελαττωματικότητα, ομιλούμε περί ανισχύρων διαδικαστικών πράξεων. Οι βαθμίδες του ανισχύρου αναλύονται ως εξής: στην πρώτη κρίνεται το υποστατό, στη δεύτερη εξετάζεται το ενεργό, στην τρίτη το παραδεκτό και στην τέταρτη το βάσιμο αυτών8.

Εγγύτερα περί της ελαττωματικότητος: ανυπόστατο υφίσταται, όταν ελλείπουν οι ουσιώδεις εκείνοι όροι, οι οποίοι κατά νόμον είναι αναγκαία συνθετικά στοιχεία, για να υπάρξει πράξη, δηλαδή η τελευταία φέρει τέτοιο σοβαρό ελάττωμα, καθιστόν αυτήν ένα νομικό “πτώμα” (nullum). Ανυπόστατη, λ.χ., είναι η δικαστική απόφαση που εξεδόθη από πρόσωπα μη έχοντα την ιδιότητα του δικαστού (άρθρο ٣٢٩) ή η δικαστική πληρεξουσιότητα που εδόθη άνευ συμβολαιογραφικού εγγράφου, όπου τούτο απαιτείται (άρθρο ٩٧).

Η ακυρότητα συνίσταται στην ύπαρξη ελαττώματος τέτοιου, που κωλύει την επέλευση της διά της πράξεως σκοπούμενης δικονομικής συνέπειας. Περίπτωση ακυρότητας έχουμε, όταν ελλείπει η απαιτούμενη κατ’ άρθρον 105 ρητή δικαστική πληρεξουσιότητα επί δικαστικού συμβιβασμού, με αποτέλεσμα αυτός να καθίσταται ανίσχυρος, όπως και όταν καλείται ο εναγόμενος στη δίκη ως αγνώστου διαμονής, ενώ αποδεικνύει ότι ήταν γνωστής διαμονής.

Δικονομικό απαράδεκτο υπάρχει, οσάκις η πράξη μπορεί να είναι μεν υποστατή και έγκυρη, πλην όμως δεν πληρούνται οι κατά το νόμο προϋποθέσεις για τον (κατ’ ουσίαν) έλεγχο του περιεχομένου της. Χάριν παραδείγματος, η αγωγή ως πράξη είναι απαράδεκτη, όταν ελλείπει η ιστορική ή νομική βάση ή το αίτημα (άρθρο ٢١٦)9. Το ίδιο ισχύει, όταν εγερθεί διεκδικητική αγωγή και δεν εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων (κατ’ άρθρον 220 παρ. 1), όπως και όταν προβληθεί αίτημα το πρώτον στο Εφετείο (άρθρο 526) ή όταν δεν τηρηθεί προθεσμία που τάσσει διάταξη για την ενέργεια ορισμένης πράξης εκτελέσεως (βλ. ιδίως περιπτώσεις του άρθρου 934) κ.ο.κ.

Τέλος, η αβασιμότητα προκύπτει, κάθε φορά που το περιεχόμενο της πράξεως τελεί σε δυσαρμονία με το πραγματικό του κανόνα ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, αποκλειομένης έτσι της αποδοχής του αιτήματός της.

Υποστηρίζεται στη θεωρία10 ότι στις ανωτέρω διαβαθμίσεις του ανισχύρου πρέπει να προστεθεί και το ακυρώσιμο της διαδικαστικής πράξεως. Περί ακυρωσίμου αναφερόμαστε στην περίπτωση του άρθρου ١٥٩ αρ. ٣, αλλά και στις περιπτώσεις ακύρωσης των πράξεων λόγω ελαττωμάτων της βούλησης, ιδίως δε λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής. Η έννοια της ακυρωσίας είναι ότι η διαδικαστική πράξη παράγει μεν έννομες συνέπειες, αλλά μπορεί να προσβληθεί και, εντεύθεν, ακυρωθεί. Παρά ταύτα, παρατηρητέο εν προκειμένω ότι η πρώτη των περιπτώσεων ανήκει κατά νόμον στο πεδίο της δικονομικής ακυρότητος, ενώ δεν έχει επαρκές έρεισμα η γνώμη ότι η ο αρ. 3 του άρθρου 159 έχει ταχθεί υπέρ του ιδιωτικού (και όχι του δημοσίου, όπως οι αριθμοί 1 και 2) συμφέροντος και, άρα, ο διάδικος μπορεί να ζητήσει την άρση των εις βάρος του δυσμενών συνεπειών, επικαλούμενος τη βλάβη του11. Οι δε περιπτώσεις ακύρωσης λόγω ελαττωματικής βουλήσεως είναι εξαιρετικώς αμφίβολο κατά πόσον δύνανται να εφαρμοστούν επί των διαδικαστικών πράξεων12. Εξαίρεση εδώ αποτελεί -ενδεχομένως- η περίπτωση όπου η διαδικαστική πράξη συναρτάται κατά το δικονομικό δίκαιο προς τις κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεις, ήτοι προς την εξουσία και τη βούληση διαθέσεως13.

Παρά τη γραμματική διατύπωση του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤, υποστηρίζεται ισχυρά ότι εντός του πλαισίου ελέγχου του υπό εξέταση αναιρετικού λόγου -επί τη εξαιρέσει της αξιολογικής βαθμίδος του βασίμου - ανήκει, επί πλέον, το υποστατό14, όπως και το ακυρώσιμο, καθ’ όσον γίνει δεκτή η άποψη ότι οφείλουμε να εντάξουμε και το τελευταίο στις περιπτώσεις ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων15.

Η έκπτωση από δικαίωμα

Αν και η έκπτωση από (δικονομικό) δικαίωμα δεν ανήκει στις βαθμίδες δικονομικής αξιολόγησης των διαδικαστικών πράξεων, εν τούτοις ο νόμος ρητώς την συμπεριλαμβάνει ως άξια ελέγχου εκ του Ακυρωτικού, εφ’ όσον κατά παράβαση αυτού (δεν) κηρυχθεί. Πάντως, είναι γνωστό ότι και η έκπτωση εκ δικαιώματος άγει σε απαράδεκτο, παρ’ όλο που «έκπτωση» και «απαράδεκτο» αναφέρονται στο νόμο ως χωριστές έννοιες.

Κατά βάση, εδώ εμπίπτουν οι περιπτώσεις παρόδου νομίμου ή τασσομένης εκ του δικαστηρίου προθεσμίας προς ενέργεια ή η μη εμφάνιση διαδίκου, υπό την προϋπόθεση ότι από το σκοπό του νόμου συνάγεται ο αποκλεισμός ύστερης ενέργειας. Ως παραδείγματα μνημονεύονται η μη παράσταση του διαδίκου κατά την αποδεικτική διαδικασία, οπότε θα εκπίπτει αυτομάτως του δικαιώματος να προτείνει την εξαίρεση μάρτυρος (άρθρο ٤٠٠ σε συνδ. με ٤٠٣ παρ. ٢), η μη πρόταση μέσων επιθέσεως και άμυνας (εμπροθέσμως) διά των προτάσεων ή η πάροδος της προθεσμίας προς άσκηση ενδίκου μέσου16.17

Μια ουσιώδης παρέκβαση: επιτευκτικές και διαμορφωτικές πράξεις18

Στην οικεία διδασκαλία συχνά πραγματοποιείται η διάκριση μεταξύ επιτευκτικών (ή επενεργητικών) και διαμορφωτικών (ή διενεργητικών) πράξεων19.

Οι μεν πρώτες είναι εκείνες οι οποίες τελούν σε εξάρτηση προς ορισμένο πραγματικό επακόλουθο20, ήτοι την έκδοση ευνοϊκής αποφάσεως ή γενικώς την επιχείρηση εκ του δικαστικού οργάνου ευνοϊκής για το διάδικο πράξης. Μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί ότι πρόκειται περί πράξεων που επιχειρούν κατ’ εξοχήν οι διάδικοι21 (λ.χ. κάθε είδους ουσιαστική και δικονομική αίτηση, προβολή πραγματικών και νομικών ισχυρισμών και επίκληση αποδεικτικών μέσων). Η σχέση που συνδέει το πραγματικό της επιτευκτικής πράξεως με το πραγματικό επακόλουθό της είναι, φυσικά, τελεολογική, οπότε λειτουργεί ομαλώς, οσάκις η εκάστοτε πράξη είναι εις θέσιν (κατάλληλη) να επιφέρει τον δι’ αυτής επιδιωκόμενο πραγματικό σκοπό. Η καταλληλότητα αυτή μεταφράζεται δικονομικώς ως «παραδεκτό» και «βάσιμο» της διαδικαστικής πράξης.

Εν όσω η πράξη κρίνεται παραδεκτή και βάσιμη, τότε μόνον μπορεί να συνδεθεί με ορισμένες έννομες συνέπειες, δηλαδή την υποχρέωση του δικαστηρίου να τις δεχθεί και κατ’ ουσίαν και το -ενδεχόμενο- βάρος του αντιδίκου να τις αμφισβητήσει (αφού μόνον τότε δύνανται να επιφέρουν δυσμενή για τον ίδιο αποτελέσματα). Εν πάση περιπτώσει, οι επιτευκτικές πράξεις αποσκοπούν στην παροχή ενδίκου προστασίας υπέρ του διαδίκου που τις επιχειρεί.

Από την άλλη πλευρά, διαμορφωτικές καλούνται οι πράξεις που παράγουν αμέσως έννομες συνέπειες, δίχως να προαπαιτείται αντίστοιχη δικαστική δραστηριότητα22. Αυτές διακρίνονται περαιτέρω σε δηλώσεις βουλήσεως (όπως η παραίτηση από την αγωγή), ανακοινώσεις βουλήσεως (π.χ. η κατά το προϊσχύον δίκαιο αποδοχή ή αποποίηση του επαχθέντος όρκου), ανακοινώσεις παραστάσεως (όπως η γνωστοποίηση μεταβολής κατοικίας του διαδίκου -άρθρο ١٢٠ παρ. ٣) και σε απλώς υλικές πράξεις (για παράδειγμα, η παραλαβή επιδοθέντος δικογράφου). Εκτός από τις εδώ αναφερθείσες εκ των διαδίκων πράξεις, συμπεριλαμβάνονται και όλες εκείνες που προέρχονται από τα δικαστικά όργανα. Αυτές οι πράξεις προορίζονται να επηρεάσουν και διαμορφώσουν όχι μόνο τη διαδικασία, αλλά -έστω εμμέσως-23 και τη μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση, σχετίζονται δε ως προς τη δικονομική τους αξιολόγηση με την έννοια της ακυρότητος24.

Βεβαίως, οι επιτευκτικές διαδικαστικές πράξεις επάγονται και ορισμένες άμεσες έννομες συνέπειες, όπως την υποχρέωση του δικαστηρίου να αποφανθεί επ’ αυτών και το δικαίωμα ακροάσεως του αντιδίκου25. Ενίοτε γίνεται λόγος για πράξεις που χαρακτηρίζονται εν ταυτώ ως επιτευκτικές και διαμορφωτικές. Πρόκειται μάλλον παρεξήγηση, οφειλόμενη στο γεγονός ότι στην περίπτωση κάποιων επιτευκτικών πράξεων, προκειμένου αυτές να τελειωθούν, απαιτείται να έχει προγενέστερα επιχειρηθεί άλλη πράξη, και δη αμιγώς διαμορφωτική. Χάριν παραδείγματος μνημονεύεται η άσκηση της εφέσεως (ως επιτευκτικής πράξης) με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου στο εκδώσαν την προσβαλλομένη δικαστήριο, οπότε και συντάσσεται η οικεία έκθεση καταθέσεως. Η τελευταία συνιστά διαμορφωτική πράξη, η επιχείρηση της οποίας είναι επιβεβλημένη, ώστε να τελειωθεί η άσκηση της εφέσεως και να επέλθουν τα άμεσα δικονομικά της αποτελέσματα.

Πάντως, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η διάκριση των διαδικαστικών πράξεων ως προς το είδος της βαθμίδος δικονομικής αξιολόγησης αυτών είναι μάλλον ήσσονος σημασίας, δεδομένου ότι κατά τις συνέπειες δε διαφέρουν οι απαράδεκτες από τις άκυρες διαδικαστικές πράξεις, παρά μόνον ως προς την κατηγορία των κανόνων δικαίου στους οποίους ερείδεται η κρίση επ’ αυτών.26

Σχεδόν παρέλκει, τέλος, να ειπωθεί ότι το ανυπόστατο είναι βαθμίδα δικονομικής αξιολογήσεως κάθε δικανικής πράξεως. Κατά συνέπεια, και οι διαδικαστικές πράξεις (ως υποκατηγορία των δικονομικών πράξεων, που με τη σειρά τους αποτελούν υποκατηγορία των δικανικών), ελέγχονται πάντοτε κατά το υποστατό ή όχι αυτών, ανεξαρτήτως της εντεύθεν διακρίσεώς τους σε επιτευκτικές και διαμορφωτικές.

Εγγύτερα επί του ανισχύρου

i. Ανυπόστατες διαδικαστικές πράξεις

Ως προερήθη, ανυπόστατη θεωρείται η διαδικαστική πράξη εκείνη από την οποία ελλείπει κάποιος ουσιώδης όρος του πραγματικού της. Είναι, εν άλλοις λόγοις, η πράξη εκείνη που δεν έγινε, η ανύπαρκτη πράξη, από την οποία ελλείπουν τα στοιχεία που προϋποθέτει η φύση και το αντικείμενό της. Άνευ δε αυτών των στοιχείων δεν είναι δυνατό να νοηθεί η ύπαρξή της και, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ουδεμία έννομη συνέπεια παράγεται εξ αυτής27.

Αφού δε η βούληση ενέργειας συνιστά μέρος του πραγματικού κάθε πράξεως, η έλλειψη αυτής (λ.χ. ένεκα ύπνωσης ή νάρκωσης) καθιστά πάσα τέτοια πράξη ανυπόστατη28. Η οικεία ένσταση θα πρέπει να προβληθεί εγκαίρως, και δη κατά την επόμενη διαδικαστική πράξη από τη φερόμενη ως ανυπόστατη. (άρθρο 160 παρ. 3).

Άλλη περίπτωση είναι, π.χ., εκείνη της αγωγής που δεν περιέχει αίτημα, συνεπώς αδυνατεί η εν λόγω διαδικαστική πράξη να επιφέρει τη σκοπούμενη διάπλαση της διαδικασίας, ήτοι τις νόμιμες συνέπειές της, όπως εκκρεμοδικία (άρθρα ٢٢١, ٢٢٢), διακοπή της παραγραφής (άρθρο ٢٦١ ΑΚ) κ.ο.κ.29

Ανυπόστατο θα πρόκειται επίσης, όταν απαιτείται ορισμένος συστατικός τύπος, αλλά τούτος δεν τηρείται, ως χάριν παραδείγματος συμβαίνει, εάν οι προτάσεις δεν υποβληθούν μέσω δικογράφου30.

Ελλείψεις ως προς το υποκείμενο (π.χ. αγωγή που ασκείται από πρόσωπο ανύπαρκτο) ή ελλείψεις ως προς το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η υπό κρίση διαδικαστική πράξη31 (π.χ. ένορκη βεβαίωση ενώπιον μη συμβολαιογράφου δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ως -υποστατή- μαρτυρική κατάθεση)32 επιφέρουν ομοίως ανυπόστατο αυτής.

Εν όσω δεν τηρήθηκαν ορισμένες προϋποθέσεις που συντείνουν στο να θεωρείται η διαδικαστική πράξη τελειωμένη, τότε ομιλούμε επίσης για ανυπόστατο αυτής. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η αγωγή που κατατέθηκε μεν στο δικαστήριο όπου απευθύνεται, πλην όμως δεν επιδόθηκε αντίγραφο αυτής στον αντίδικο (άρθρο ٢١٥ παρ. ١).33

Τέλος, ανυπόστατη είναι η δικαστική απόφαση που εξεδόθη από πρόσωπα μη έχοντα την ιδιότητα του δικαστού ή εκείνη που δεν δημοσιεύθηκε34.

ii. Άκυρες διαδικαστικές πράξεις

Τονίσθηκε ήδη ότι ο υπό εξέταση αναιρετικός λόγος αφορά αποκλειστικώς στις δικονομικές ακυρότητες, ήτοι εκείνες που ανάγονται στη διαδικασία. Αντιθέτως, οι προκύπτουσες εκ διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου ακυρότητες ελέγχονται μέσω του αναιρετικού λόγου από το άρθρο ٥٥٩ αρ. ١35. Λοιπόν, καθίσταται αμέσως σαφές ότι το άρθρο 559 αρ. 14 συνάπτεται με το άρθρο 159 αρ. 1 - 3 περί της δικονομικής ακυρότητος.

Αυτή η τελευταία παραδοχή, μάλιστα, έχει οδηγήσει στη διατύπωση του ερωτήματος, μήπως ο υπό συζήτηση αναιρετικός λόγος συνιστά έναν γενικό δικονομικό λόγο αναιρέσεως, με την έννοια ότι τούτος είναι τόσο ευρύς, ώστε μπορεί να τεθεί εντός του πεδίου εφαρμογής του οιαδήποτε δικονομική ακυρότητα36. Η αλήθεια είναι ότι κάθε πλευρά αντιμετωπίζει το εν λόγω ζήτημα από κάπως διαφορετική γωνία: είτε μέσω του ερωτήματος, εάν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του οι ακυρότητες της αναγκαστικής εκτελέσεως και της διαιτησίας37 είτε διά της διαπίστωσης ότι, ναι μεν εδώ εμπίπτουν όλες οι μορφές του δικονομικού ανισχύρου, όχι όμως και περιπτώσεις παραβάσεως και άλλων δικονομικών διατάξεων38. Πάντως, όλοι καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή ο λόγος εκ του αρ. 14 δυσχερώς μπορεί να θεωρηθεί ό,τι, για παράδειγμα, ο εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 επί παραβάσεως ουσιαστικών διατάξεων39. Αλλά ας εξετάσουμε εγγύτερα τις προβλεπόμενες από τον ΚΠολΔ περιπτώσεις ακυρότητας:

Η πρώτη περίπτωση σχετίζεται με διατάξεις, την τήρηση των οποίων ρητώς40 διαγράφει ο νόμος επί ποινή ακυρότητας (άρθρο ١٥٩ αρ. ١), κυρίως λόγω του ότι διασαλεύονται διαδικαστικές πράξεις που ενδιαφέρουν -και- τη δημοσία τάξη41. Αυτή δε η ακυρότητα εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Τέτοιες διατάξεις είναι εγκατεσπαρμένες στον ΚΠολΔ. Ενδεικτικώς ας αναφερθούν εκείνες των άρθρων 66 παρ. 2 και 105, οπότε είναι άκυρες μια σειρά από τυχόν διενεργηθείσες πράξεις, ελλείψει πληρεξουσιότητας.

Επίσης, το άρθρο ١٥٩ αρ. ٣ απειλεί την ακυρότητα σε κάθε περίπτωση που ο δικαστής αποφαίνεται ότι η παράβαση προκάλεσε στον προτείνοντα διάδικο βλάβη42 τέτοια, που δε δύναται να αποκατασταθεί άλλως, παρά μόνον διά της κηρύξεως της ακυρότητας. Σε τούτο το σημείο ο νόμος εγκαταλείπει τα αμιγώς αντικειμενικά κριτήρια των αριθμών ١ και ٢, εισάγοντας παράλληλα το υποκειμενικό κριτήριο (που επιδέχεται, παρά ταύτα, αντικειμενικής εκτιμήσεως) της ανεπανόρθωτης βλάβης. Επειδή, λοιπόν, η εν λόγω διάταξη τέθηκε επί σκοπώ προστασίας των ιδιωτικών συμφερόντων των διαδίκων43, θα πρέπει να γίνει επίκληση της ακυρότητας από τον διάδικο που υπέστη βλάβη εκ της μη τηρήσεως της κρίσιμης διάταξης, οπότε η τοιαύτη ακυρότητα δεν ελέγχεται οίκοθεν. Εδώ αξίζει να αναφερθεί μία παλιότερη διχογνωμία εν όψει του άρθρου 160 παρ. 1, κατά το οποίο ακυρότητα δεν μπορεί να απαγγελθεί άνευ προτάσεως του διαδίκου, πλην εάν ο νόμος παρέχει στο δικαστήριο εξουσία αυτεπαγγέλτου ελέγχου. Παλαιότερα, λοιπόν, είχε υποστηριχθεί νομολογιακώς ότι ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως αφορά μόνον στις προτεινόμενες εκ του διαδίκου ακυρότητες44. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, φαίνεται ότι παγιώθηκε (και)45 στη νομολογία η ορθή άποψη ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και οι αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενες υπ’ όψιν ακυρότητες.

Έτι περαιτέρω, σημειωτέον ότι ομοίως στο άρθρο ١٥٩ αρ. ٣ η βλάβη νοείται ως δικονομική, δηλαδή ως αποκλεισμός ή παρακώλυση ασκήσεως δικονομικών δικαιωμάτων και εξουσιών, άνευ όμως παντελούς περιθωριοποίησης και της ουσιαστικής (λ.χ. περιουσιακής) βλάβης, αρκεί η τελευταία να προέρχεται από παραβίαση δικονομικής διάταξης (βλ. χάριν παραδείγματος άρθρο ١٠٠١ παρ. ١ και ٢)46. Σε γενικές γραμμές, μπορεί να ειπωθεί ότι η τελεολογία του υπό κρίση άρθρου έγκειται στην εξασφάλιση της διαδικαστικής νομιμότητος47 και στη δι’ αυτής επίτευξη του σκοπού της δίκης με τρόπο ομαλό και, ιδίως, προβλέψιμο από τους διαδίκους48. Βεβαίως, η συνδρομή ή μη της βλάβης συνιστά κρίση περί τα πράγματα και δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού ο τελευταίος περιορίζεται μόνον στη διαπίστωση ότι το δικαστήριο της ουσίας, καίτοι απεφάνθη υπέρ ή κατά της υπάρξεως βλάβης, δεν κήρυξε ή, αντιστοίχως, κήρυξε αυτήν.

Τέλος, το άρθρο ١٥٩ αρ. ٢ ορίζει ότι η μη τήρηση διατάξεων, ένεκα της οποίας χωρεί αναίρεση ή αναψηλάφηση, συνεπάγεται επίσης ακυρότητα των δικονομικών διαδικαστικών πράξεων, συνδέοντας εκ πρώτης όψεως άμεσα τις εκάστοτε προβλεπόμενες ακυρότητες με τους λόγους αναιρέσεως και αναψηλαφήσεως.

Τούτο το τελευταίο, βέβαια, θα σήμαινε ότι οι αριθμοί ١ και ٣ αποκλείονται του αναιρετικού ελέγχου διά του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤49. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν είναι ορθό, εν όψει μάλιστα της αρεοπαγιτικής νομολογίας, η οποία συνοψίζεται στο ότι εδώ περιλαμβάνονται οι «ενώπιον του δικαστηρίου ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις που καθιστούν άκυρα ή απαράδεκτα τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λπ.) και όσες ακυρότητες δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία. Σ’ αυτά εμπίπτουν χωρίς αμφιβολία οι ακυρότητες που προϋποθέτουν επίκληση του στοιχείου βλάβης (π.χ. μη κλήτευση διαδίκου, που είναι όμως παρών κ.λπ.) και όχι μονάχα ακυρότητες από παραβιάσεις δικονομικών κανόνων δικαίου50. Πολύ περισσότερο δεν φαίνεται να είναι σωστή η άποψη ότι το άρθρο 159 αρ. 2 δημιουργεί αυτό το λόγο αναίρεσης και παραπέμπει τόσο στο άρθρο 559 όσο και στο άρθρο 560 ΚΠολΔ»51.

Πάντως, κατά συνέπεια και σε κάθε περίπτωση, συμφώνως με την ανωτέρω νομολογιακή άποψη, μένουν εκτός πεδίου εφαρμογής οι ακυρότητες που παρεισφρέουν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως (και δε λαμβάνουν χώρα ενώπιον του δικαστηρίου), ως και εκείνες της διαιτητικής απόφασης, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης. Οι όποιες δε πλημμέλειες στις δύο ως άνω περιπτώσεις δύνανται ευχερώς να ελεγχθούν διά των αριθμών ١ και ١٩ του άρθρου ٥٥٩, δεδομένου ότι εδώ πρόκεινται διατάξεις ουσιαστικής υφής, δηλαδή δεν ανήκουν στο δικονομικό δίκαιο52. Μάλιστα, υποστηρίζεται στους θεωρητικούς κύκλους ότι, μόνον όταν οι ακυρότητες της αναγκαστικής εκτελέσεως συνιστούν λόγους ανακοπής53, μπορούν να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του λόγου αναιρέσεως εκ του αρ. 1454.

Η αμέσως παραπάνω περιγραφόμενη θέση και πρακτική της νομολογίας, να βαπτίζει τις διατάξεις περί αναγκαστικής εκτελέσεως και διαιτησίας ως ουσιαστικού δικαίου, εξυπηρετεί την εξής σκοπιμότητα: να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος αυτού του είδους των ακυροτήτων, εφ’ όσον ομιλούμε για αποφάσεις Ειρηνοδικείου σχετικά με τις ενώπιόν του ανακοπές του άρθρου 933, καθώς και αποφάσεις του Πρωτοδικείου εκδιδόμενες επί εφέσεων κατά των αποφάσεων αυτών του Ειρηνοδικείου όσον αφορά σε τέτοιες ακυρότητες55.

Και ναι μεν στο πεδίο της διαιτησίας δεν απαντάται κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια ή ανάγκη ανταπάντησης, αφού εν προκειμένω δεν αναφερόμαστε σε διαδικαστικές πράξεις, αλλά σε διατάξεις που υπάγονται στο ουσιαστικό δίκαιο56. Και αυτό, δοθέντος ότι η διαιτητική απόφαση συνιστά πράξη ιδιωτών, μέσω της οποίας ασκείται δικαιοδοσία κατ’ εξουσιοδότησιν του Συντάγματος (άρθρο ٨ παρ. ١ e contrario) και του νόμου (άρθρα 867 επ. ΚΠολΔ), άρα δέον να ελέγχεται η τυχόν ύπαρξη ακυροτήτων μέσω των αρ. ١ και ١٩ του άρθρου ٥٥٩57.

Στην περίπτωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, όμως, τα πράγματα έχουν άλλως, αφού πρόκειται κρατική διαδικασία εκτυλισσόμενη επί τη βάσει διαδικαστικών πράξεων, επομένως δυνατόν και δέον να τεθούν σε εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων ١٥٩ επ. και, εντεύθεν, εκείνη του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤.

Λοιπόν, η μεθόδευση της νομολογίας μπορεί αφ’ ενός να εξυπηρετεί ορισμένους σκοπούς, πλην όμως ουδόλως ερείδεται επί του νόμου ούτε επί κάποιας συγκεκριμένης τελεολογίας. Όλες δε οι επί μέρους απόψεις θεωρίας58 αλλά και νομολογίας, όπως είδαμε, θεωρούν ότι η αντιστοίχιση του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤ αποκλειστικώς με το ١٥٩ αρ. ٢ δεν είναι ορθή, καθ’ ότι θα περιστελλόταν κατά πολύ το εύρος εφαρμογής του αναιρετικού λόγου, άρα θα εξαιρείτο και ένα σημαντικό τμήμα της εκτελεστικής διαδικασίας, έστω και εάν αποδεχόταν κάποιος τη νομολογιακή καταφυγή στους αριθμούς ١ και ١٩. Άλλωστε, οι διατάξεις περί αναγκαστικής εκτέλεσης υπάγονται -ως επί το πλείστον αμιγώς- στο δικονομικό δίκαιο. Άρα, δεν μπορεί να προκύψει ο αναφερόμενος περιορισμός στην εφαρμογή του εκ του αρ. ١٤ λόγου αναιρέσεως. Το επιχείρημα δε ότι ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος θα είχε το ίδιο εύρος, αν όχι μεγαλύτερο, με την αναίρεση διατάξεως ουσιαστικού δικαίου (άρθρο ٥٥٩ αρ. ١) καταρρίπτεται, δεδομένου ότι η έκταση εφαρμογής του αρ. ١٤ είναι σαφώς καθορισμένη και οριοθετημένη, δίχως να ανάγεται σε γενικό δικονομικό λόγο αναιρέσεως, όπως έχει ήδη καταδειχθεί λίγο παραπάνω στο κείμενο59.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν πάντα τα ανωτέρω, πρέπει λογικώς να δεχθούμε ότι και οι λοιπές περιπτώσεις ακυρότητας των αριθμών ١ και ٣ του άρθρου ١٥٩ μπορούν (και επιβάλλεται) να υπαχθούν στο λόγο του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤ (σε συνδυασμό πάντα με τις προϋποθέσεις του άρθρου ١٦٠), καθ’ όσον οι λόγοι αυτοί ακυρότητος συνιστούν εν ταυτώ λόγους ανακοπής του άρθρου ٩٣٣60.

Εσχάτως, τίθεται ένα ακόμη ζήτημα, ήτοι εάν εδώ εμπίπτουν οι ακυρότητες πράξεων διενεργουμένων μόνον εντός ή ακόμα και εκτός δίκης. Έχουν προσφυώς αναπτυχθεί δύο απόψεις: σύμφωνα με τη μεν πρώτη, η οποία, εξ άλλου, τίθεται υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤, ο υπό εξέταση λόγος αναίρεσης περιλαμβάνει αποκλειστικά τις ενώπιον του δικαστηρίου ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις από δικαίωμα, που αφορούν στα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα αλλά και στην εν γένει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία, όπως και τις ακυρότητες που απαιτούν το στοιχείο της βλάβης61. Έτσι καταλήγει, λοιπόν, η εν λόγω άποψη στο συμπέρασμα ότι οιαδήποτε πλημμέλεια που σχετίζεται με τις πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι σε πράξεις που δε λαμβάνουν χώρα ενώπιον δικαστηρίου, αδυνατούν να ελεγχθούν διά του άρθρου 559 αρ. 14.

Στον αντίποδα, υποστηρίζεται ότι δε χρειάζεται οι ελεγχόμενες μέσω του αρ. ١٤ διαδικαστικές πράξεις να ευρίσκονται σε τόσο άμεση εγγύτητα (χρονική και χωρική) με τη δίκη, δηλαδή μπορούν να ενεργούνται και εξωδικαστικώς, εν όσω, βέβαια, αυτές είναι δικονομικής φύσεως62. Αυτή η παρατήρηση φαίνεται να είναι απολύτως ορθή: αφού, κατά μείζονα λόγο, ο ίδιος ο νόμος απειλεί ρητά την ακυρότητα επί παραβιάσεως των οικείων διατάξεων που αφορούν σε εκτός δίκης πράξεις, θα ήταν παράδοξο να αποκλείεται ο αναιρετικός έλεγχος αυτών μέσω του αρ. 14. Ούτε, βέβαια, διαφαίνεται κάποιος δογματικός, ιστορικός ή άλλος λόγος τείνων προς την αντίθετη εκδοχή63.

Ενδεικτικά, αλλά συγχρόνως χαρακτηριστικά, παραδείγματα εις επίρρωσιν της τελευταίας επισήμανσης είναι το άρθρο ٦٥ παρ. ١ περί εξωδίκων πράξεων και της απαιτούμενης εξουσιοδότησης προς τη διενέργεια αυτών, όπως και το ٩٧ για τον περιορισμό της πληρεξουσιότητας, που πρέπει να είναι ρητός, αλλά και το άρθρο ٨٧٢ σχετικά με τον τρόπο ορισμού των διαιτητών64. Το πλέον χαρακτηριστικό δε παράδειγμα δεν είναι από τις ακυρότητες που ρητώς διαγράφονται στο νόμο επί της διαδικασίας εκτελέσεως (π.χ. άρθρο ٩٢٦ περί εκουσίας συμμορφώσεως του οφειλέτη).

Ως παραδείγματα65, που ιδρύουν τον εδώ συζητούμενο λόγο κατά το σκέλος της ακυρότητος, μπορούν να αναφερθούν τα εξής: οι ακυρότητες της επιδόσεως γενικά66, η επανάληψη συζητήσεως κατ’ άρθρον 254 ΚΠολΔ επιφέρει ακυρότητα, οσάκις επισπευσθεί πριν από την πάροδο της προθεσμίας που είχε ορίσει το δικαστήριο, εφ’ όσον αποδειχθεί η ύπαρξη βλάβης67, η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης άνευ κλητεύσεως των αντιδίκων είναι άκυρη, αρκεί να συντρέχει βλάβη68, η ατελής περιγραφή του κατασχεμένου ακινήτου με τα συστατικά και παραρτήματά του, ως και η ενιαία εκτίμησή τους, προκαλεί ακυρότητα της αναγκαστικής κατασχέσεως μετ’ αποδείξεως βλάβης69, επίσης όταν στο πρόγραμμα πλειστηριασμού δεν αναγράφονται τα συστατικά ή παραρτήματα του πλειστηριαζόμενου ακινήτου, καθώς και οι υποθήκες ή προσημειώσεις που το βαρύνουν, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα του πλειστηριασμού70, και άλλα πολλά.

iii. Απαράδεκτες διαδικαστικές πράξεις

Άκρως σημαντική είναι και η περίπτωση του δικονομικού απαραδέκτου, που συνεπάγεται το ανεπίτρεπτο εγγύτερης εξετάσεως κάθε επιτευκτικής διαδικαστικής πράξεως, ανεξαρτήτως κύρους, νομιμότητος ή βασιμότητος αυτής. Τούτο το τελευταίο σημαίνει, εν άλλοις λόγοις, ότι, εάν δεν κριθεί η διαδικαστική πράξη ως παραδεκτή, δε θα μπορεί ο δικαστής να προβεί εντεύθεν στην εξέταση της βασιμότητός της, δηλαδή στην κατ’ ουσίαν εξέτασή της. Το παραδεκτό, λοιπόν, αναφέρεται στην τύποις εξέταση των εκάστοτε υπό κρίση πράξεων, ανάγεται δε στην εσωτερική διάρθρωση, οικονομία και πορεία της διαδικασίας και αποσκοπεί στην ομαλή εξέλιξη αυτής, κατά τρόπον που να είναι δυνατή η ουσιαστική εξέταση των καταχθέντων σε δίκη δικαιωμάτων των διαδίκων71. Συνεπώς, η απαράδεκτη πράξη δεν πάσχει αναγκαίως η ίδια, απλώς δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκείνες, τις οποίες ο νόμος δε θεωρεί συμφέρον και επιτρεπτό να παρακάμψει το δικαστήριο, με το συνακόλουθο αποτέλεσμα να κωλύεται το τελευταίο να προβεί στην εξέταση της βασιμότητας της συγκεκριμένης πράξεως. Ως έχει επιτυχώς διατυπωθεί72, η βαθμίδα του παραδεκτού συνίσταται στο ενεργό ή μη του δικαιώματος προς δικαστική ακρόαση, ενώ του βασίμου στο ενεργό ή μη του δικαιώματος προς ένδικο προστασία.

Το απαράδεκτο δύναται να ληφθεί υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, ήτοι δίχως να απαιτείται πρότασή του από κάποιον εκ των διαδίκων, πλην των περιπτώσεων εκείνων όπου το απαράδεκτο πρέπει να προβληθεί κατ’ ένστασιν, δηλαδή οσάκις συνάγεται από τον ειδικότερο σκοπό που αυτό εξυπηρετεί ότι εξαρτάται από την πρωτοβουλία του διαδίκου, εάν θα το επικαλεσθεί ή όχι73.

Ως ήδη ελέχθη, ως απαράδεκτες δύνανται να κριθούν μόνον οι επιτευκτικές (όχι οι διαμορφωτικές ή διενεργητικές) διαδικαστικές πράξεις, ήτοι εκείνες που κατατείνουν στην έκδοση αποφάσεως και προέρχονται κατ’ εξοχήν από τους διαδίκους74. Συνέχεται δε το απαράδεκτο με τις λεγόμενες διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, και δη με την έλλειψη αυτών. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις διακρίνονται σε θετικές, όπως δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, ικανότητα διαδίκου, δικαστικής παραστάσεως και προς το δικολογείν, έννομο συμφέρον, καθώς και σε αρνητικές, όπως εκκρεμοδικία και δεδικασμένο. Πάντως, η κατάφαση του απαραδέκτου δεν άγει στην άνευ ετέρου τινός απόρριψη της αγωγής, αλλά δύναται να οδηγήσει, χάριν παραδείγματος, σε παραπομπή στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο ή σε αναστολή της εκδικάσεως μιας υπόθεσης ένεκα εκκρεμοδικίας (άρθρο 222 παρ. 2). Πάντως, δεν έχει σημασία για τη θεμελίωση του παρόντος λόγου αναιρέσεως η ex lege προβλεπόμενη συνέπεια, στην οποία οδηγεί η κήρυξη μιας πράξεως ως απαράδεκτης75.

Περιπτώσεις ελέγχου διά του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤ της κηρύξεως ή μη απαραδέκτου, πέραν των ελλείψεων των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης που οδηγούν στην απόρριψη της αγωγής, είναι η απόρριψη άλλου (πέραν της αγωγής) ενδίκου βοηθήματος (π.χ. αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, με τις ειδικότερες προϋποθέσεις της, ως αποτυπώνονται στο άρθρο ٦٢٦) ή ενδίκου μέσου76. Έτερα παραδείγματα σχετίζονται με τη μεταβολή του αιτήματος77, το μεταβιβαστικό ή επικοινωτικό αποτέλεσμα της έφεσης78, την προβολή νέων (αυτοτελών) ισχυρισμών79, με ζητήματα κλητεύσεως80 κ.λπ.

Τέλος, έχει τεθεί ζήτημα στους κόλπους της νομολογίας ως προς το αποκαλούμενο εξ αυτής «προσωρινό» απαράδεκτο, το οποίο αφορά κατ’ ουσίαν στο απαράδεκτο της συζητήσεως. Τούτος δε ο χαρακτηρισμός πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι, αιρουμένης της ελλείπουσας διαδικαστικής προϋποθέσεως, αίρεται και το απαράδεκτο της συζήτησης. Βέβαια, ο νόμος ουδεμία διάκριση πραγματοποιεί ως προς το απαράδεκτο, πόσω μάλλον με γνώμονα την «προσωρινότητα» ή «οριστικότητά» του. Η ΟλομΑΠ 12/200081 αναφέρει προσφυώς τα εξής: «Επί παραλείψεως κηρύξεως προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζητήσεως, ο λόγος αυτός (εννοείται εκείνος του αρ. ١٤) στοιχειοθετείται, όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξεως, που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλητεύσεως, ή (και) προς εξασφάλιση της ασκήσεως δικονομικού δικαιώματος, όπως είναι πρωτίστως το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπερασπίσεως (βλ. άρθρο 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ)».

Τούτων ρηθέντων, διαφαίνεται ότι η νομολογία δέχεται τη θεμελίωση του υπό συζήτηση λόγου αναιρέσεως, όταν το απαράδεκτο άγει σε οριστική απόρριψη της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης (λ.χ. της αγωγής)82. Στην πραγματικότητα δε και εν προκειμένω, όπως διέλαβε και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, επί απαραδέκτου της συζητήσεως μόνον τότε ιδρύεται ο εκ του αρ. 14 του άρθρου 559 αναιρετικός λόγος, οσάκις το απαράδεκτο ορισμένης διαδικαστικής πράξεως συναρτάται με την ακυρότητα άλλης προηγηθείσης πράξεως, όπως για παράδειγμα της κλητεύσεως. Στις λοιπές περιπτώσεις «προσωρινού» απαραδέκτου δε θα πρέπει να θεμελιούται ο υπό συζήτηση λόγος αναιρέσεως. Τέτοιες θα είναι, χάριν παραδείγματος, τα συνδεόμενα με σκοπούς πέραν και εκτός της δίκης απαράδεκτα, που συνήθως κείνται σε διατάξεις εκτός ΚΠολΔ και που συνέχονται με φορολογικές, ιδίως, σκοπιμότητες83. Βεβαίως, το ότι ευρίσκονται τα εν λόγω απαράδεκτα σε άλλα νομοθετήματα δεν μπορεί να οδηγήσει αβασάνιστα στο συμπέρασμα ότι το αυτό θα ισχύει εν πάση περιπτώσει. Έτσι, στην περίπτωση του άρθρου 126 παρ. 3 του Α.Ν. 2039/1939 ορίζεται ότι απαιτείται κοινοποίηση και στον Υπουργό Οικονομίας των εισαγωγικών δικογράφων των δικών που διεξάγει περιουσία ταχθείσα υπέρ σκοπού ή υπέρ κοινωφελούς ιδρύματος, ούτως ώστε να μπορεί ο πρώτος να παρεμβαίνει στις σχετικές δίκες. Στην τελευταία περίπτωση θα πρέπει να ιδρύεται ο λόγος εκ του αρ. 14, καθ’ ότι μεριμνά για τη διασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης του διαδίκου84.85

Η αοριστία της αγωγής

Ιδιαίτερες δυσχέρειες ανακύπτουν στο πεδίο της αοριστίας της αγωγής, κυρίως εξ αιτίας των ποικίλων απόψεων που υποστηρίζονται σε θεωρία και νομολογία περί του τι ακριβώς εκλαμβάνεται ως αοριστία. Λοιπόν, για λόγους ευκολίας ας πάρουμε ως παράδειγμα την περίπτωση της αγωγής86, όπου εμφαίνεται και πιο έντονο το ζήτημα, λόγω του αδιαμφισβήτητου πρακτικού ενδιαφέροντος.

Κρίσιμη επί του παρόντος αποβαίνει η εννοιολογική οροθέτηση της ασάφειας και της ανεπάρκειας των πραγματικών ισχυρισμών. Για την πρώτη γίνεται λόγος επί ασαφειών των παρατιθέμενων στην ιστορική βάση της αγωγής πραγματικών γεγονότων, από τα οποία ελλείπει η χαρακτηριστική περιγραφή, οπότε αδυνατεί να λειτουργήσει η προκαθεστηκυία υπαγωγή (λ.χ. σε ισχυρισμό περί παραγώγου κτήσεως κυριότητας αναφέρεται μεν η μεταγραφή, αλλά όχι τα κατ’ ιδίαν στοιχεία εξατομικεύσεώς της). Από την ετέρα πλευρά, ανεπάρκεια είναι η έλλειψη πληρότητος των ιστορουμένων περιστατικών, προκύπτουσα εκ της συγκρίσεως της ιστορικής βάσεως της αγωγής με τις προϋποθέσεις του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (λ.χ. στο ως άνω παράδειγμα δεν γίνεται καν μνεία της μεταγραφής)87.

Κατά μία δογματική θέση88, τόσο επί ασάφειας όσο και επί ανεπάρκειας89 θα πρόκειται αοριστία. Έτσι, είτε πρόκειται παντελής απουσία κρίσιμων γεγονότων που θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα (ανεπάρκεια) είτε ανεπαρκής εξειδίκευσή τους (ασάφεια), το δικαστήριο θα αδυνατεί να εκτιμήσει, εάν η υπαγωγή της ατομικής περιπτώσεως στον σιωπηρώς επικαλούμενο κανόνα δικαίου οδηγεί σε θετικό ή αρνητικό πόρισμα. Αυτή, άλλωστε, είναι και η υιοθετούμενη εκ της νομολογίας άποψη90.

Ενδιάμεση και κρατούσα στο πεδίο της ελληνικής δικονομικής θεωρίας, ωστόσο, είναι η γνώμη ότι η περίπτωση της ανεπάρκειας πρέπει να υπαχθεί στο χώρο του βασίμου, ενώ η ασάφεια στο πεδίο της αοριστίας (ήτοι του παραδεκτού). Τούτο, διότι η ελλιπής αγωγή πρέπει να θεωρηθεί νόμω αβάσιμη και να απορριφθεί με απόφαση επί της ουσίας, οσάκις διαπιστωθεί -διά της υπαγωγικής διαδικασίας- ότι ουδείς κανόνας δικαίου πληρούται. Αντιθέτως, όποτε υπάρχει μεν έκθεση των ουσιωδών γεγονότων στο εισαγωγικό δικόγραφο, πλην όμως απουσιάζει η σαφής έκθεσή τους, ήτοι η αναγκαία εξειδίκευσή τους, θα πρόκειται απαράδεκτη αγωγή, ένεκα αοριστίας.91

Άλλη δε άποψη92 τοποθετεί και την ασάφεια στο χώρο του (νόμω) βασίμου, λόγω πλήρους μεν λειτουργίας της προκαθεστηκυίας υπαγωγής, αλλά εξαγωγής αρνητικού πορίσματος (εξ αιτίας ακριβώς της ασάφειας). Εις επίρρωσιν τούτου λέγεται ότι οι ανεπάρκειες ή ασάφειες της ιστορικής βάσεως δύνανται να αποκαλύπτονται μόνον στη διάρκεια της έρευνας του βασίμου της αγωγής, επομένως δεν μπορούν να αναχθούν σε διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης93.

Εν όψει των προρρηθέντων, και εφ’ όσον δεχθούμε την οικεία νομολογιακή θεώρηση περί αοριστίας, η ανεπάρκεια της ιστορικής βάσεως της αγωγής (νομική αοριστία) θα ελέγχεται αναιρετικώς είτε βάσει του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١, εάν το δικαστήριο της ουσίας αξιώσει για την εκφορά κρίσης του ως προς την έννοια ή/και ερμηνεία της εφαρμοστέας διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος ή εάν αρκεσθεί σε λιγότερα94. Αντίθετα, εάν η αγωγή είναι ορισμένη και εκληφθεί ως αόριστη ή στην αντίστροφη περίπτωση, τότε θα χωρεί έλεγχος διά του αρ. 1495. Περαιτέρω, επί ασάφειας της αγωγής (πραγματική αοριστία) θα ενεργοποιείται ο αρ. 8 του άρθρου 559, οσάκις η αναιρεσιβαλλομένη έλαβε (ή δεν έλαβε) υπ’ όψιν θεμελιωτικά γεγονότα («πράγματα») που (δεν) περιέχονταν στην αγωγή96, ενώ, όταν η απόφαση εσφαλμένως θεωρεί επαρκή ή ανεπαρκή τα εμπεριεχόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής πραγματικά γεγονότα που εξειδικεύουν τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, θα επιβάλλεται ο έλεγχος μέσω του αρ. ١٤97.

Εσφαλμένη διαδικασία εκδικάσεως

Έτερο σημαντικό ανακύπτον ζήτημα είναι και αυτό της εισαγωγής και, εν τέλει, εκδικάσεως μιας υπόθεσης με διαδικασία άλλη από εκείνη που όφειλε να εφαρμοστεί, ενώ κανονικώς θα έπρεπε να ισχύσουν τα όσα ορίζει η διάταξη του άρθρου ٥٩١ παρ. ٢.

Το αρχικό και προφανές ερώτημα που χρήζει απαντήσεως είναι κατά πόσον δύναται η διαδικασία εκδικάσεως να υπαχθεί στην έννοια των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης. Φυσικά, υποστηρίζονται αμφότερες οι απόψεις: η μεν πρώτη δέχεται ότι η διαδικασία εμπίπτει στην έννοια των διαδικαστικών προϋποθέσεων και, συνακόλουθα, θα πρέπει να ελέγχεται το απαράδεκτο της εσφαλμένης εκδίκασης διά του αρ. ١٤. Στηρίζει δε τη διαπίστωση αυτή στο ότι το θετικό δίκαιο σε διάφορες διατάξεις του ομιλεί περί του «είδους της διαδικασίας» ως προϋπόθεσης για τη συνεκδίκαση πλειόνων υποθέσεων (άρθρο ٢٤٦), αγωγών (άρθρο ٢١٨ αρ. ١δ), αγωγής και ανταγωγής (άρθρο ٢٦٨) κ.ο.κ., ελλείψει της οποίας δημιουργείται απαράδεκτο της συνεκδικάσεως. Εξ άλλου, συνεχίζει η αυτή θέση, η ορθότητα της διαδικασίας εξετάζεται οίκοθεν, κάτι που την αναγάγει σε «νομικώς σημαντική» προϋπόθεση, ενώ οι περισσότερες ειδικές διαδικασίες καθιερώνονται ex lege ως αποκλειστικές, υπό την έννοια ότι δεν μπορούν να εισαχθούν σε αυτές υποθέσεις που υπάγονται στην τακτική ή σε άλλη ειδική διαδικασία98.

Από την άλλη πλευρά, η απολύτως κρατούσα στη νομολογία γνώμη δε θεωρεί τη διαδικασία εκδικάσεως ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, κατά συνέπεια, η εσφαλμένη διαδικασία αδυνατεί να θεμελιώσει από μόνη της το λόγο αναίρεσης του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤99. Σχετικώς έχει υποστηριχθεί και στη θεωρία ότι η φύση της διαφοράς συνιστά προϋπόθεση για την εφαρμογή των εξαιρετικών εκείνων κανόνων, οι οποίοι συνθέτουν την προσήκουσα ειδική διαδικασία, οι δε ειδικές διαδικασίες δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η συγκέντρωση ειδικών διατάξεων σε ορισμένο κεφάλαιο του ΚΠολΔ υπό ορισμένη επικεφαλίδα με παιδαγωγικούς μόνο σκοπούς, χωρίς να δημιουργούνται εντεύθεν απαράδεκτα για τη συζήτηση της υποθέσεως. Πάντως, ακόμα και αυτή η τελευταία -κατά την γνώμη μας αμφιλεγόμενη- άποψη αποδέχεται το γεγονός ότι ενδέχεται να συντρέχει αναιρετικός λόγος, οσάκις, ένεκα μη εφαρμογής της ορθής διαδικασίας, δεν ετέθη σε εφαρμογή κάποιος ειδικός κανόνας, οπότε γεννήθηκε δικονομική παράβαση, από εκείνες που προβλέπονται ως λόγοι αναιρέσεως στο άρθρο 559100.

Τέλος, δεν ελλείπει και η ενδιάμεση άποψη101, βάσει της οποίας, εν περιπτώσει μη εφαρμογής της προσήκουσας διαδικασίας, η ακολούθως εκδιδόμενη απόφαση είτε θα φέρει διαδικαστικό ελάττωμα, εφ’ όσον εφαρμόσθηκε ρύθμιση της τακτικής διαδικασίας, ενώ όφειλε να εφαρμοστεί η ειδικότερη ρύθμιση κάποιας ειδικής, είτε δεν θα υφίσταται πρόβλημα, όταν το σφάλμα ως προς την τηρητέα διαδικασία δεν δύναται να επιδράσει, επειδή ούτως ή άλλως θα εφαρμόζονταν οι γενικές διατάξεις ως ισοδύναμες με εκείνες της συγκεκριμένης ειδικής διαδικασίας.

Νομίζουμε ότι η τελευταία άποψη, εν συνδυασμώ με τη θέση της νομολογίας, ανταποκρίνεται καλύτερα στο πνεύμα του νόμου, δεδομένου ότι οι ειδικές διαδικασίες δεν κάνουν τίποτε άλλο, παρά εισάγουν διαδικαστικές αποκλίσεις έναντι των διατάξεων της τακτικής διαδικασίας, κατευθυνόμενες είτε προς την καθιέρωση ταχύτερης και απλούστερης διαδικασίας (με γνώμονα τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της εκάστοτε υποθέσεως, π.χ. εργατικής, μισθωτικής κ.ο.κ.) είτε στην καθιέρωση αυστηρότερων προϋποθέσεων (συναπτομένων με την εξυπηρέτηση υπέρτερων συμφερόντων, ως κατά κανόνα θα επιβάλλεται στις γαμικές διαφορές και τις σχέσεις γονέων και τέκνων).

Εξ άλλου, και ο ίδιος ο νόμος συχνά αποκλίνει από αυτό που, όπως είδαμε ανωτέρω, υποστηρίζεται από μερίδα της θεωρίας, ότι δηλαδή οι περισσότερες των ειδικών διαδικασιών παρίστανται ως αποκλειστικές και, άρα, δικαιολογείται η αναγωγή τους σε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης. Εις επίρρωσιν δε τούτου αξίζει να αναφερθούν οι περιπτώσεις, όπου, για παράδειγμα, ένεκα της σχετικότητας των αντικειμένων τους, είναι δυνατό να ενωθούν με τις γαμικές διαφορές και διαφορές που αφορούν σε παροχή διατροφής του ενός συζύγου προς τον άλλον ή και διαφορές που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρο ٦١٤ παρ. ٣), όπως και, εν τη περιπτώσει διαζυγίου, απαίτηση του αναίτιου συζύγου για ηθική βλάβη (άρθρο ٥٩٢ παρ. ٢) ή διατροφή και επιμέλεια τέκνων (άρθρο ٦٨١Β παρ. ٢). Μάλιστα, οι τελευταίες δύνανται με τη σειρά τους να ενωθούν με διαφορές σχετικά με σχέσεις γονέων και τέκνων102. Πάντα τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1δ δεν είναι τόσο «άκαμπτη» όσο φαίνεται να υποστηρίζει η εδώ πρώτη εκτεθείσα άποψη.

Έτσι, επί εφαρμογής διατάξεων της τακτικής διαδικασίας, όπου ουδέν ειδικότερο προβλέπεται στις ειδικές διαδικασίες, δεν θα υπάρχει ζήτημα. Αντιθέτως, κάθε φορά που το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει, ενώ δεν έπρεπε, ή δεν εφαρμόζει, ενώ έπρεπε, την προσήκουσα ειδικότερη διάταξη, αποκλίνουσα από τα οριζόμενα στην τακτική διαδικασία, θα πρόκειται πλημμέλεια της αποφάσεως και θα ενεργοποιείται ο εδώ εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως103.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα104, που δικαιολογούν την αναίρεση ως προς την (μη) κήρυξη του απαραδέκτου, είναι η εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής ελλείψει δικαιοδοσίας105 ή λόγω διαιτητικής ρήτρας106, η αοριστία της αναγγελίας δανειστών107, το εμπρόθεσμο της εφέσεως108 ή των προσθέτων λόγων109, το παραδεκτό της ασκήσεως αντεφέσεως110, η προσθήκη επικουρικής βάσεως αγωγής διά των προτάσεων111, η προβολή ενστάσεως το πρώτον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο112, κ.τ.λ.

Το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως

Εν πρώτοις, επί του αριθμού 14 του άρθρου 559 ισχύει ο κανόνας του άρθρου 562 παρ. 3, βάσει του οποίου ο προκαλέσας την ακυρότητα, το απαράδεκτο ή την έκπτωση από δικαίωμα διάδικος δεν δικαιούται να προτείνει τον οικείο λόγο αναιρέσεως, αφού ουδείς μπορεί να αντλήσει δικαιώματα εκ της ασυνεπούς συμπεριφοράς αυτού του ιδίου113.

Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, πέραν της μνείας της διατάξεως του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤, προσαπαιτείται και η αναφορά του είδους της παράβασης, δηλαδή σε τι ακριβώς συνίσταται η εκ του δικαστηρίου της ουσίας πλημμέλεια. Οσάκις δε πρόκειται ακυρότητα, ο αναιρεσείων οφείλει να εκθέτει τα γενεσιουργά αυτής γεγονότα, όπως και την τυχόν συνδρομή της βλάβης στο άρθρο ١٥٩ αρ. ٣114, ενώ επί μομφής ότι εσφαλμένως εκηρύχθη απαράδεκτο, να καθορίζει σε τι συνίσταται το απαράδεκτο. Άλλωστε, κατά τη διάταξη του άρθρου ٥٦٢ παρ. ٢ είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας.115

Τέλος, εάν η προσβαλλόμενη απόφαση παρά το νόμο έκρινε την αγωγή116 ορισμένη, ενώ ήταν αόριστη, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως το περιεχόμενο της αγωγής και να προσδιορίζονται οι αοριστίες της.117

Άρθρο ٥٥٩ αρ. ١٦

Το αντικείμενο της παραβάσεως

Ο προκείμενος λόγος αναιρέσεως, αρκετά συνηθισμένος στην πράξη, αφορά στην παράβαση των άρθρων ٣٢١, ٣٢٢ και ٣٢٤ - ٣٣٢ περί δεδικασμένου. Δεδικασμένο, ως γνωστόν, αναβλύζει από τελεσίδικες118 αποφάσεις (και, εννοείται, οριστικές, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο έχει απεκδυθεί πάσης περαιτέρω εξουσίας του προς εκδίκαση της υποθέσεως) των πολιτικών δικαστηρίων, δίχως να διαδραματίζει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο το είδος της παρεχόμενης προστασίας, δηλαδή η ιδιότητά αυτών ως αναγνωριστικών, καταψηφιστικών ή διαπλαστικών119 αποφάσεων. Δεδικασμένο παράγουν και οι άδικες ή εσφαλμένες αποφάσεις, όχι όμως οι ανυπόστατες120.

Επί πλέον, δεδικασμένο δημιουργείται ανεξαρτήτως του εάν το δικαστήριο της ουσίας αποφαίνεται επί ουσιαστικού ή δικονομικού ζητήματος121. Η απόρριψη, λοιπόν, της αγωγής ως νόμω ή ως ουσία αβάσιμης παράγει δεδικασμένο περί του κριθέντος ουσιαστικού δικαιώματος (άρθρο ٣٢٢ παρ. ١α) ως προς τους αυτούς διαδίκους και την αυτή ιστορική και νομική αιτία (٣٢٤), δηλαδή περί της διαγνωσθείσας (και αιτηθείσας) έννομης συνέπειας. Η θεωρία, μάλιστα, αναφέρει ότι τόσο από το νόμω όσο και από το ουσία (α)βάσιμο της αγωγής αναδίδεται ισοσθενές δεδικασμένο. Συμφώνως δε με το άρθρο 322 παρ. 1β, παράγεται δεδικασμένο ως προς το κριθέν δικονομικό ζήτημα. Έτσι, εάν απορριφθεί η αγωγή ελλείψει ορισμένης διαδικαστικής προϋποθέσεως (τύποις απόρριψη), θα απορρεύσει δεδικασμένο ως προς το κριθέν δικονομικό ζήτημα περί της εν λόγω ελλείψεως, όχι όμως και ως προς το μη κριθέν ουσιαστικό ζήτημα. Ακολούθως, ο ενάγων δε θα δύναται να επανέλθει με νέα αγωγή φέρουσα το ίδιο τυπικό ελάττωμα, αφού τούτο θα καλύπτεται από το δεδικασμένο, ως και όλες οι κριθείσες διαδικαστικές προϋποθέσεις, άρα στην τελευταία περίπτωση το δεύτερο δικαστήριο θα δεσμεύεται, εφ’ όσον το πρώτο έκρινε ότι αυτές συνέτρεχαν (εκτός εάν η έλλειψη θεμελιούται πλέον σε οψιγενές περιστατικό). Επ’ ουδενί λόγω, αντίθετα, δε θα κωλύεται να επανέλθει με αγωγή, όπου θα έχει θεραπευθεί η ελλείπουσα διαδικαστική προϋπόθεση και, φυσικά, θα επιτρέπεται στη νέα δίκη η εκτίμηση του -έστω απαραλλάκτως ιδίου- ουσιαστικού ζητήματος, το οποίο, κατά τα προρρηθέντα, δεν είχε αρχικώς κριθεί. Επίσης, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα παρεμπιπτόντως κριθέντα προδικαστικά ζητήματα, κατ’ άρθρον 331, ήτοι σε ζητήματα που συνιστούν αναγκαία προϋπόθεση για την κρίση επί του κυρίου ζητήματος122.123

Δεδικασμένο παράγουν όχι μόνον οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά και οι διαιτητικές αποφάσεις (άρθρο ٨٩٦), οι αναγνωρισθείσες αποφάσεις των αλλοδαπών δικαστηρίων (άρθρο ٣٢٣) ή διαιτητικών οργάνων (άρθρο ٩٠٣), οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων κατά το σκέλος της πολιτικής αγωγής124, ως και εκείνες του ΣτΕ και των διοικητικών δικαστηρίων ως προς το κριθέν διοικητικής υφής ζήτημα125.126

Επιπροσθέτως, λέγεται ορθώς ότι οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων δεν παράγουν δεδικασμένο127, παρά μόνον δεσμευτική ενέργεια, η οποία δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση (άρθρο 695)128. Λοιπόν, μόνη περίπτωση που θα τίθεται σε εφαρμογή ο υπό εξέταση αναιρετικός λόγος θα είναι εκείνη που το δικαστήριο της ουσίας, επιλαμβανόμενο της κυρίας δίκης, θεωρήσει ότι δεσμεύεται από την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων129. Το αυτό πρέπει να ισχύσει και για τις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας. Αυτές -κατά κανόνα- δεν επιλύουν αμφισβήτηση (διαφορά), αλλά απλώς περιβάλλουν με δεσμευτική ενέργεια πράξεις των μερών που απαιτούν δικαστική διαπίστωση ή διάπλαση, επομένως δεν δυνάμεθα να ομιλήσουμε περί δεδικασμένου, εντεύθεν δε θα είναι ανέφικτο να ενεργοποιηθεί επ’ αυτών ο λόγος εκ του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٦130. Τέλος, δεδικασμένο δεν παράγει ούτε ο δικαστικός συμβιβασμός131.

 

Το είδος της παραβάσεως και η έκταση του αναιρετικού ελέγχου

Ο υπό εξέταση λόγος αναιρέσεως έχει δύο εκφάνσεις: αφ’ ενός μεν την εσφαλμένη ή οφειλόμενη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας132 ότι υφίσταται ή δεν υφίσταται δεδικασμένο, αφ’ ετέρου δε την κρίση133 ότι παράγεται δεδικασμένο από απόφαση που εξαφανίστηκε, κατόπιν παραδοχής κάποιου ενδίκου μέσου 134 ή που ανεγνωρίσθη ως ανύπαρκτη (άρθρο ٣١٣ παρ. ١)135.

Η πρώτη εκδοχή του λόγου αναιρέσεως

Η πρώτη περίπτωση του εκ του αρ. ١٦ λόγου, ήτοι η ύπαρξη ή όχι του δεδικασμένου, ευλόγως καθιερώθηκε ως υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο, εν όψει της μεγάλης σημασίας που διαδραματίζει ως θεσμός136 και του αδιαμφισβήτητου γεγονότος ότι αφορά σε ολόκληρη την πολιτική -και όχι μόνο- δίκη.

Το βασικό πρόβλημα που απασχόλησε τη Συντακτική Επιτροπή του ΚΠολΔ συνέχεται με το θεμελιώδες ερώτημα, εάν το δεδικασμένο πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν εκ του δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως ή μήπως οι διάδικοι υποχρεούνται να προβάλουν τον οικείο ισχυρισμό (που δικονομικώς συνιστά ένσταση)137.

Ένα πρώτο θέμα σχετίζεται με το κατά πόσον ο Άρειος Πάγος ερευνά τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου ٣٢٤ περί αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου. Υπενθυμίζουμε ότι το -ουσιαστικό- δεδικασμένο παράγεται περί του κριθέντος δικαιώματος (άρθρο ٣٢٢ παρ. ١α), δηλαδή περί της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας και, πάντως, ως προς τους αυτούς διαδίκους και την αυτή ιστορική και νομική αιτία (άρθρο ٣٢٤). Ο Άρειος Πάγος, λοιπόν, οσάκις βρεθεί αντιμέτωπος με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, οφείλει να ερευνήσει, εάν έλαβε χώρα παραβίαση των περί δεδικασμένου διατάξεων, μάλιστα δε μήπως υπήρξε ψευδής ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή ή υπαγωγή αυτών εκ της αναιρεσιβαλλομένης138. Εγγύτερα, ελέγχεται, εάν τα από την προσβαλλομένη απόφαση δεκτά γενόμενα στοιχεία συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου, όπως ερευνάται και η από αυτήν προσδοθείσα στο δεδικασμένο έκταση139. Την δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας σχετικώς με τη συνδρομή ή μη των κατά το άρθρο 324 πραγματικών προϋποθέσεων -μπορεί να- ελέγχει μόνον τότε, όταν αυτή ερείδεται αποκλειστικά επί διαδικαστικών εγγράφων, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο ούτως, ώστε να υπάρξει απόφανση για το βάσιμο ή μη του προβαλλομένου λόγου (άρθρο 561 παρ. 2)140.

Συνάγεται, λοιπόν, ότι δυνατόν να ερευνηθεί κατά πόσον τα πραγματικά στοιχεία που εδέχθη το δικαστήριο της ουσίας μπορούν να δικαιολογήσουν την ενεργοποίηση των διατάξεων περί δεδικασμένου, ήτοι κατά πόσον πληρούν τις οριζόμενες στο άρθρο ٣٢٤ πραγματικές προϋποθέσεις, αλλά η διαπίστωση των πραγματικών αυτών στοιχείων αποτελεί κρίση περί τα πράγματα και, ως εκ τούτου, εκφεύγει, κατ’ άρθρον 561 παρ. 1, του αναιρετικού ελέγχου141.

Η τελευταία αυτή διαπίστωση ήταν παγίως ακολουθούμενη από την παλιότερη νομολογία, η δε νεότερη εμφαίνεται μάλλον κυμαινόμενη. Στους κόλπους της θεωρίας142, αντιθέτως, κρατούσα είναι η γνώμη ότι το Ακυρωτικό δικαιούται να κρίνει -με γνώμονα τα από την αναιρεσιβαλλομένη γενόμενα δεκτά πραγματικά γεγονότα- εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου, και δη η ταυτότητα διαδίκων και διαφοράς, όπως και η τελεσιδικία της αποφάσεως (το λεγόμενο τυπικό δεδικασμένο)143. Αυτά δε απορρέουν, κατ’ αρχήν, ευχερώς εκ των διαδικαστικών εγγράφων, ως είναι κατ’ εξοχήν η αγωγή και η τελεσίδικη απόφαση. Η σύγκριση αυτών των δύο είναι ικανή να καταδείξει, εάν στο αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης εμπερικλείεται το αντικείμενο της απόφασης της προγενέστερης144, και εάν οι διάδικοι της δεύτερης δίκης ταυτίζονται με εκείνους της πρώτης, επομένως θα πρόκειται ταυτότητα αντικειμένου της διαφοράς και ταυτότητα διαδίκων, αντιστοίχως.

Τούτων δεδομένων, η διδόμενη λύση προέρχεται σαφώς εκ της διατάξεως του άρθρου ٥٦١ παρ. ٢, συμφώνως με την οποία η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων προερχομένων από την ίδια ή άλλη δίκη (και αδιάφορα εάν ομιλούμε για πολιτικό, ποινικό ή διοικητικό δικαστήριο)145, ιδίως δε αγωγών ή δικαστικών αποφάσεων, ελέγχονται εκ του Αρείου Πάγου. Έτσι, ο τελευταίος πρέπει να ερευνά, εάν ορθώς το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη ότι παράγεται ή δεν παράγεται δεδικασμένο για συγκεκριμένο καταχθέν στη δίκη -ουσιαστικό- δικαίωμα, με ορισμένη ιστορική και νομική αιτία, έτι δε περαιτέρω, εάν ορθώς έκρινε ότι το αυτό δικαίωμα ταυτίζεται (ή όχι) με το ήδη εκκρεμές στη δεύτερη δίκη ή εάν συνιστά (ή όχι) προδικαστικό αυτού ζήτημα. Επί πλέον, ελεγκτέον εάν υφίσταται (ή όχι) ταυτότητα διαδίκων αρχικής και μεταγενέστερης δίκης146.

Βεβαίως, διαφορετικά θα έχουν τα πράγματα, εφ’ όσον η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας βασίστηκε σε μη διαδικαστικά έγγραφα, οπότε ο αναιρετικός δικαστής θα εμποδίζεται να υπεισέλθει στην εξέταση αυτών, μόνον όμως κατά το μέρος που ο αρχικός δικαστής στηρίχθηκε σε αυτά. Έτσι, χάριν παραδείγματος147, σε περίπτωση που η κρίση του δικαστή της ουσίας περί της ακριβούς ταυτότητος του συγκεκριμένου ακινήτου αδυνατεί να απορρεύσει μόνον εκ της συγκρίσεως της τελεσιδίκου αποφάσεως και της αγωγής, αλλά απαιτείται και η προσφυγή σε μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τότε θα πρόκειται ανέλεγκτη κρίση περί τα πράγματα, ο δε αναιρετικός έλεγχος θα περιορίζεται αυστηρά στην ορθότητα (ή μη) της υπαγωγής των δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών στις έννοιες των προϋποθέσεων του δεδικασμένου148.

Σημειωτέα, τέλος, τα ακόλουθα:

Κατ’ άρθρον 330, το δεδικασμένο καταλαμβάνει και τα δικαιώματα εκείνα, των οποίων έγινε προβολή στη σχετική δίκη διά της οδού της γνησίας ενστάσεως. Εξαιρούνται, φυσικά, από αυτήν την κάλυψη οι μη προταθείσες μη αυτοτελείς (ή μη αυθύπαρκτες, κατ’ άλλη ορολογία) ενστάσεις, δηλαδή εκείνες που ερείδονται επί αυτοτελούς δικαιώματος, δυναμένου να ασκηθεί και με κυρία αγωγή.

Επίσης, κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ (άρθρο ٣٣١), το δεδικασμένο επεκτείνεται και στα παρεμπιπτόντως κριθέντα προδικαστικά ζητήματα149, δηλονότι σε ζητήματα που συνιστούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος150, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο και για αυτά.

Λοιπόν, στο πλαίσιο του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٦ το Ακυρωτικό οφείλει να ερευνήσει τυχόν παραβάσεις του δικαστηρίου της ουσίας αναφορικά με την εφαρμογή των ανωτέρω δύο διατάξεων, όπως και σχετικά με τα χρονικά όρια του δεδικασμένου151.

Τα παραδείγματα ποικίλλουν όσον αφορά στο συγκεκριμένο σκέλος του υπό εξέταση αναιρετικού λόγου, οπότε και δικαιολογείται (ή όχι) επέμβαση του Ακυρωτικού152. Ενδεικτικώς μόνον μπορούμε να αναφέρουμε την περίπτωση αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής ακυρότητας συμβάσεως, όταν η νέα αγωγή στηρίζεται σε άλλον λόγο ακυρότητος153, παραγραφής ακυρότητος βεβαιωμένης τελεσιδίκως154, καταγγελίας μισθώσεως που είχε -ήδη- κριθεί άκυρη (αλλά η δεύτερη στηριζόταν επί νέων περιστατικών)155, αγωγής αποζημιώσεως με βάση τη σύμβαση και άλλη αγωγή από αδικοπραξία (όπου δεν θα υπάρχει δεδικασμένο)156, τελεσίδικης απόφασης σε δίκη διατροφής που έκρινε και για λόγους διαζυγίου μη παράγουσας δεδικασμένο ως προς τη λύση του γάμου157, ισχυρισμού περί δεδικασμένου που πρέπει απαραιτήτως να προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (γενομένης σχετικής ρητής μνείας και στο αναιρετήριο), διότι, καίτοι λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως, εν τούτοις δεν αφορά στη δημόσια τάξη158, και πολλά άλλα.

Η δεύτερη εκδοχή του λόγου αναιρέσεως

Το καίριο ζήτημα που γεννάται ως προς τη δεύτερη έκφανση του λόγου είναι σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο πρέπει να έχει εξαφανισθεί η απόφαση, ώστε να δύναται ο Άρειος Πάγος να καταλογίσει στο δικαστήριο της ουσίας το εν λόγω σφάλμα. Δύο είναι οι σχετικώς υποστηριζόμενες απόψεις.

Η μεν πρώτη (που είναι και η κρατούσα) δέχεται ότι η εξαφάνιση της απόφασης πρέπει να έπεται της συζητήσεως, ύστερα από την οποία εξεδόθη η αναιρεσιβαλλομένη159. Εν άλλοις λόγοις, αυτός ο αναιρετικός λόγος ιδρύεται και όταν η ανατροπή ή εξαφάνιση της αποφάσεως στην οποία στηρίχθηκε η αναιρεσιβαλλομένη προς συναγωγή δεδικασμένου, επήλθε μετά την τελευταία συζήτηση, επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλομένη. Τούτο δε το στηρίζει στο γεγονός ότι, εφ’ όσον η εξαφάνιση της απόφασης είχε συμβεί πριν από τη συζήτηση, μετά την οποία εξεδόθη η αναιρεσιβαλλομένη, τότε θα έπρεπε κανονικά να είχε προταθεί ο οικείος ισχυρισμός κατά τη διάρκεια της συζήτησης, σε διαφορετική δε περίπτωση θα έχει καλυφθεί, εξ αιτίας της μη έγκαιρης πρότασής του, ενώ σε κάθε περίπτωση δε θα μπορούσε να θεμελιώσει αναιρετικό λόγο εν όψει του άρθρου 562 παρ. 2160.

Στον αντίποδα, η δεύτερη γνώμη θεωρεί ως ορθότερο ότι η εξαφάνιση της απόφασης, εκ της οποίας το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την ύπαρξη δεδικασμένου, πρέπει να έχει συντελεσθεί πριν από τη συζήτηση, μετά την οποία εξεδόθη η αναιρεσιβαλλομένη161. Τούτο, σύμφωνα με την παρούσα θέση, προκύπτει από το άρθρο 544 αρ. 8, με βάση το οποίο αναψηλάφηση χωρεί, εάν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε άλλη απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανετράπη αμετακλήτως σε χρόνο ύστερο της συζητήσεως162. Προς την ίδια κατεύθυνση, εξ άλλου, συντείνει και η όλη δομή της δίκης, κατά την οποία έσχατο σημείο -επιτρεπτής- προβολής ισχυρισμών των διαδίκων δεν είναι άλλο από τη συζήτηση. Εν τη περιπτώσει, λοιπόν, που η κρίσιμη απόφαση είχε εκδοθεί πριν από το ανωτέρω χρονικό σημείο, ο εδώ εξεταζόμενος αναιρετικός λόγος θα πρέπει να απορρίπτεται ως αβάσιμος163.

Αυτεπάγγελτη και κατ’ ένστασιν λήψη υπ’ όψιν του δεδικασμένου

Ο επιμελής διάδικος λογικώς θα σπεύσει να προβάλει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας την ένσταση του δεδικασμένου, άρα, θα δύναται να ιδρυθεί ο εκ του αρ. ١٦ λόγος αναιρέσεως, εφ’ όσον το (δευτεροβάθμιο) δικαστήριο της ουσίας παραβιάσει τις οικείες διατάξεις ως προς τις προϋποθέσεις ή ως προς τα αποτελέσματα του δεδικασμένου. Για να ενεργοποιηθεί δε εντεύθεν ο αναιρετικός έλεγχος, οφείλει να ισχυρισθεί ότι είχε ήδη προβάλει τον ισχυρισμό περί δεδικασμένου παραδεκτώς και νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας164.

Η ετέρα δυνατή εκδοχή είναι το δικαστήριο να εκτιμήσει οίκοθεν τα περί δεδικασμένου (άρθρο ٣٣٢), καθ’ ο μέτρο, βέβαια, ο διάδικος έχει προσκομίσει και επικαλεσθεί τη δικαστική απόφαση, εκ της οποίας αναβλύζει η τοιαύτη δέσμευση. Εν άλλοις λόγοις, ο διάδικος θα πρέπει να έχει εισφέρει το υλικό εκείνο, από το οποίο θα προκύπτει (ή πιθανώς δε θα προκύπτει) η ύπαρξη δεδικασμένου, οπότε θα είναι εφικτή και η επισκόπηση του διαδικαστικού εγγράφου (της κρίσιμης αποφάσεως) εκ του δικαστή της ουσίας σε δεύτερο βαθμό, κρίνοντας είτε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου (του άρθρου 324) και να προβεί κανονικά στην εκδίκαση της εκκρεμούς αγωγής (ή άλλου παρεμφερούς ενδίκου βοηθήματος) είτε ότι συντρέχουν, οπότε θα κωλύεται να προχωρήσει περαιτέρω, ένεκα του δημιουργούμενου απαραδέκτου της συζήτησης της εκκρεμούς αγωγής165.

Εκ των ανωτέρω ανακύπτει ένα -τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως- καίριας σημασίας ζήτημα, που αφορά στη γραμματική διατύπωση του άρθρου ٥٦٢ παρ. ٢, βάσει της οποίας είναι, κατ’ αρχήν, απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που δεν προτάθηκε νόμιμα ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. Καθ’ όσον, λοιπόν, ο διάδικος δεν προβάλει ρητώς τον ισχυρισμό περί δεδικασμένου, διερωτάται κανείς, εάν είναι δυνατόν να ενεργοποιηθεί ο εκ του αρ. ١٦ αναιρετικός λόγος.

Επί τούτου η νομολογία αποφαίνεται συχνά αρνητικώς, πλην όμως όχι πάντοτε, ως είδαμε, αφού κατ’ εξαίρεσιν δέχεται ότι είναι δυνατόν να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το σχετικό ζήτημα διά των εγγράφων της δικογραφίας. Το αυτό ισχύει, και οσάκις το δικαστήριο γνωρίζει τα περί δεδικασμένου από προγενέστερη απόφασή του, οπότε ευλόγως μπορεί να δράσει αυτεπαγγέλτως, άνευ επεμβάσεως του διαδίκου, είτε αναφερόμαστε στην προβολή του σχετικού ισχυρισμού είτε στην προσκόμιση και επίκληση του εγγράφου της αποφάσεως εκ της οποίας παρήχθη το δεδικασμένο166.

Ακόμα δε και στη θεωρία, όπου επικρατεί εν γένει ομοφωνία αναφορικά με την υπό συζήτηση περίπτωση, ότι δηλαδή ιδρύεται ο εκ του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٦ λόγος και όταν το δικαστήριο της ουσίας, στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης ενέργειάς του, εξέτασε τα περί του δεδικασμένου, πλην όμως υπέπεσε σε σφάλμα, είτε εξ αιτίας ψευδούς ερμηνείας ή εσφαλμένης εφαρμογής είτε εσφαλμένης υπαγωγής, παρατηρείται διακύμανση.

Έτσι, κατά μία άποψη167, το δικαστήριο δύναται να διαπιστώσει την τυχόν ύπαρξη δεδικασμένου μέσω των προτάσεων των διαδίκων, όπου διηγηματικώς αναφέρεται η προηγούμενη έκδοση αποφάσεως παράγουσας δεδικασμένο, ενώ κατ’ άλλη γνώμη168, τούτο μπορεί να συναχθεί και εξ οιουδήποτε άλλου (εννοείται πέραν των προτάσεων) διαδικαστικού εγγράφου. Μάλιστα, τρίτη δογματική θέση169 πραγματοποιεί ακόμη ένα βήμα, υποστηρίζοντας ότι το τελευταίο είναι νοητό, έστω και εάν δε γίνεται ειδική επίκληση της κρίσιμης αποφάσεως και της δεσμευτικής ενέργειας αυτής.

Κατά τη γνώμη μας, ανεξάρτητα από τη δικαιολογητική βάση στην οποία θεμελιούται εκάστη των ως άνω μνημονευομένων θέσεων, είναι αδιάφορο με ποιον ακριβώς τρόπο το δικαστήριο της ουσίας θα προβεί στην αυτεπάγγελτη λήψη υπ’ όψιν του δεδικασμένου170. Αρκεί απλώς τούτο να προκύπτει με κάποιον απτό τρόπο από το νομίμως εισφερθέν (και, άρα, προσβάσιμο στο δεύτερο δικαστήριο) πραγματικό υλικό της δίκης. Άλλωστε, αυτή ακριβώς είναι και η έννοια της αυτεπαγγέλτου δράσεως, οπότε ο δικαστής της ουσίας υποχρεούται να εκτιμήσει ζητήματα, όπως εκείνα περί δεδικασμένου, ανεξάρτητα από τη ρητή διατύπωση αυτοτελούς ισχυρισμού εκ μέρους του διαδίκου, αρκούντος του γεγονότος ότι αντικειμενικώς μπορεί να συναγάγει αυτά μέσω των όσων έχουν -ενσυνειδήτως ή μη- εκτεθεί εντός της δικογραφίας.

Εν συνεχεία, δημιουργείται το ερώτημα μήπως μπορεί να τεθεί εκποδών και η συχνή στάση της νομολογίας να αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος αναιρετικού λόγου μέσω του άρθρου ٥٦٢ παρ. ٢. Επιχείρημα υπέρ αυτού μπορεί να αντληθεί εκ του ιδίου άρθρου, μάλιστα δε από την περ. γ’ της παρ. ٢, ομιλούσα για ισχυρισμό που ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, επομένως δύναται να δικαιολογηθεί εξαίρεση από τον κανόνα που επικαλείται η νομολογία εις επίρρωσιν της περιγραφείσης τακτικής της.

Ερχόμαστε, ακολούθως, στην απόπειρα απαντήσεως στο ερώτημα, εάν το δεδικασμένο είναι θεσμός που αφορά στη δημόσια τάξη ή απλώς εξυπηρετεί το ιδιωτικό συμφέρον. Δυστυχώς, η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολιθική, εν όψει του ότι αμφότερες οι εκδοχές είναι ευχερώς υποστηρίξιμες.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το δεδικασμένο αποτελεί «το αναγκαίο τελολογικό συμπλήρωμα της πολιτικής δίκης, ώστε να μπορεί να επιτευχθεί η δικαιϊκή ασφάλεια και βεβαιότητα, αλλά και η πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικαίου»171. Παρά ταύτα, είναι εξ ίσου αληθές ότι η παράγουσα δέσμευση δικαστική απόφαση αφορά σε ιδιωτικά δικαιώματα, τα οποία μπορούν οι διάδικοι να διαθέσουν σε επόμενο στάδιο, ως επιθυμούν, έστω και εάν έχουν κριθεί με δύναμη δεδικασμένου172. Ούτως ειπείν, η μη προβολή σε μεταγενέστερη δίκη της ενστάσεως περί δεδικασμένου, συνιστά δυνητικώς και υπό προϋποθέσεις παραίτηση από το ήδη κριθέν ουσιαστικό δικαίωμα. Άρα, και η άποψη της νομολογίας ότι το δεδικασμένο προστατεύει το ιδιωτικό συμφέρον δεν μπορεί να εκληφθεί ως άνευ ετέρου τινός μη ορθή, παρά μόνον μπορεί βασίμως να της επιρριφθεί ως ευθύνη η εμμονή της στη μία μόνο διάσταση του δεδικασμένου ως θεσμού, αγνοώντας παντελώς την άλλη.

Παρατηρείται, τέλος, ότι η αυτεπάγγελτη δράση του δικαστή της ουσίας δεν πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικώς στην περίπτωση εκείνη που το δεδικασμένο προκύπτει από το νομίμως εισφερθέν υλικό στη δίκη, αλλά και όταν ο διάδικος προβάλλει τον οικείο αυτοτελή ισχυρισμό ατελώς ή μη νομίμως. Τούτο δε είναι απολύτως (κατα)νοητό, αφού κατά μείζονα λόγο επιτρέπεται η αυτεπάγγελτη λήψη υπ’ όψιν του δεδικασμένου, δίχως να έχει υπάρξει καν οιοσδήποτε σχετικός ισχυρισμός173. Προς την αυτή κατεύθυνση γίνεται λόγος και για την ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως, κάθε φορά που πιθανολογεί μεν την ύπαρξη δεδικασμένου, πλην όμως δε διαθέτει επαρκή προς τούτο στοιχεία, οπότε οι διάδικοι θα κληθούν εκ νέου, όπως παράσχουν τις δέουσες διευκρινήσεις174.

Το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως

Για να είναι ορισμένος ο εκ του αρ. ١٦ λόγος αναιρέσεως θα πρέπει ο αναιρεσείων να εκθέτει στο αναιρετήριο, αναλόγως, είτε ότι η αναιρεσιβαλλομένη επιλήφθηκε του ζητήματος περί δεδικασμένου (αδιαφόρου όντος, εάν τούτο έπραξε κατ’ ένσταση ή οίκοθεν175) και δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο, είτε ότι το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να δεχθεί την ύπαρξη δεδικασμένου, καίτοι μπορούσε και έπρεπε με βάση το συλλεγέν πραγματικό υλικό της δίκης176. Από την ετέρα πλευρά, εάν ισχυριστεί ότι υπέβαλε με τρόπο παραδεκτό και νόμιμο τον ισχυρισμό περί υπάρξεως δεδικασμένου στο δικαστήριο της ουσίας, πλην εκείνο δεν τον έλαβε υπ’ όψιν, θα ιδρύεται ο εκ του αρ. 8 λόγος, λόγω του ότι, δηλαδή, δεν έλαβε υπ’ όψιν «πράγμα» (εν άλλοις λόγοις αυτοτελή ισχυρισμό - ένσταση) που ασκεί ουσιώδη επίδραση στη δίκη και που, πάντως, είχε προτείνει ο διάδικος177.

Σε περίπτωση που ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου κριθεί ως μη νόμιμος, τότε η σιγή απόρριψή του δε θα δύναται να θεμελιώσει την εν λόγω αιτίαση, καθ’ ότι ο τοιούτος ισχυρισμός -ούτως ή άλλως- δε θα μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως178.

Πάντως, ο λόγος θα είναι αόριστος, εφ’ όσον στην αίτηση αναιρέσεως δε γίνεται σαφής μνεία του αντικειμένου της προηγούμενης δίκης, των κριθέντων με ισχύ δεδικασμένου ζητημάτων που αφορούν και στην ενεστώσα (ενώπιον του Ακυρωτικού) δίκη, των παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας και των πραγματικών περιστατικών που προσδιορίζουν σε ποια ακριβώς πλημμέλεια υπέπεσε η αναιρεσιβαλλομένη179.180

Άρθρο ٥٥٩ αρ. ١٧

Το αντικείμενο της παραβάσεως

Ο ιδρυόμενος εκ του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٧ λόγος αναίρεσης αφορά στη συνύπαρξη, εν όλω ή εν μέρει, αντιφατικών (ασυμβίβαστων μεταξύ τους)181 διατάξεων εντός της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλονότι σε αντιφάσεις του διατακτικού της.

Η τοιαύτη αντιφατικότητα θα πρέπει να άγει σε αοριστία, υπό την έννοια ότι η απόφαση πρέπει είτε να αδυνατεί να εκτελεσθεί είτε να προκαλέσει τη σκοπούμενη διάπλαση είτε να δημιουργήσει βεβαιότητα στις σχέσεις των διαδίκων διά του παραγόμενου δεδικασμένου182.

Υπό το κράτος της παλαιάς ΠολΔ η αντιφατικότητα εντός του διατακτικού συνιστούσε λόγο αναψηλαφήσεως (άρθρο ٧٨٥ αρ. ٢ ΠολΔ). Η μετέπειτα νομοτεχνική μετάθεση στους λόγους αναιρέσεως πραγματοποιήθηκε, κατόπιν πολλών συζητήσεων και διχογνωμιών στους κόλπους της τότε Συντακτικής Επιτροπής. Αντίθετος προς τούτο ήταν ο Σακκέτας, ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι «εφ’ όσον επί τινος κεφαλαίου υπάρχουσιν εν τη αποφάσει αντιφατικαί διατάξεις, δεν υπάρχει καν απόφασις ως προς το κεφάλαιο τούτο»183. Παρά ταύτα, η παρούσα τελικώς επικρατούσα νομοθετική επιλογή κρίνεται ορθή, ως ερειδόμενη επί του ότι οι λόγοι αναψηλάφησης αναφέρονται σε «γεγονότα» που κείνται εκτός της αποφάσεως, εν αντιθέσει με τους λόγους αναίρεσης, οι οποίοι στηρίζονται σε σφάλματα της ίδιας της απόφασης184.

Διευκρινιστικώς και μόνον ας τονισθεί ότι δεν πρόκειται αντίφαση μεταξύ των (κυρίων και, ενδεχομένως, επαλλήλων) αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης, ούτε αντίφαση μεταξύ των αιτιολογιών και του διατακτικού185, οπότε εφαρμοστέες θα είναι κατ’ αντιστοιχίαν οι διατάξεις των αριθμών ١٩, αφ’ ενός, και ١ (επί εσφαλμένου συμπεράσματος) ή ١٩ (επί ανεπαρκών αιτιολογιών) του άρθρου ٥٥٩, αφ ετέρου186. Περαιτέρω, ο συγκεκριμένος λόγος δε θα συντρέχει ούτε εάν υπάρχουν αντιφατικές αποφάσεις, καθ’ όσον εδώ θα πρόκειται κατ’ ουσίαν εσφαλμένη διάγνωση του δεδικασμένου (άρθρο 559 αρ. 16)187.188 Στον αντίποδα, αιτιολογίες που έχουν προσόντα διατακτικού και ενέχουν αντιφατικότητα δύνανται να ελεγχθούν μέσω του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٧189.

Τέλος, έχει κριθεί ότι αν η αναιρεσιβαλλομένη δέχεται κατ’ αρχάς μερικώς την αγωγή και με τις επόμενες διατάξεις της τη δέχεται ως προς όλα τα αιτήματά της, δεν υπάρχει αντίφαση, δεδομένου ότι δεν προκαλείται αοριστία ή αβεβαιότητα190. Το ίδιο συμβαίνει, όταν οι αντιφατικές διατάξεις της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου υπάρχουν σε σχέση με την απόφαση του πρώτου βαθμού, που ενσωματώθηκε στην πρώτη, καθ’ όσον σε αυτήν την περίπτωση δεν πρόκεινται αντιφατικές διατάξεις της αυτής αποφάσεως191.

 

Το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως

Προκειμένου να μην είναι αόριστος ο λόγος από τον αριθμό ١٧ ο διάδικος υποχρεούται να προσδιορίζει συγκεκριμένα (και όχι με απλή αναφορά περί αντιφάσεως) ποιες είναι οι αντιφατικές διατάξεις της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας.

Η πλημμέλεια στην οποία υπέπεσε το δικαστήριο μπορεί να προτείνεται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, δεδομένου ότι πρόκειται για σφάλμα της αναιρεσιβαλλομένης, προκύπτον εξ αυτής της ιδίας (άρθρο ٥٦٢ παρ. ٢ περ. β’)192.

Επιλογικές Σκέψεις

Έχοντας εισέτι εξετάσει -κατά το δυνατόν διεξοδικώς- τα ζητήματα που άπτονται των αναιρετικών λόγων εκ των αρ. ١٤, ١٦ και ١٧ του άρθρου ٥٥٩, δυνάμεθα να παρατηρήσουμε σε μία συλλογική θεώρηση των επί μέρους προβληματισμών τα εξής:

H νομολογία, παρ’ όλες τις επισημάνσεις των θεωρητικών, ιδίως, τάξεων, αλλά και μιας μερίδας ευρισκόμενης εντός του κύκλου της, επιμένει, κατά τα ειωθότα, να τηρεί μια κάπως συντηρητική στάση έναντι αρκετών σύγχρονων και λογικώς σταθμισμένων παρατηρήσεων, οι οποίες αποσκοπούν στην αποτελεσματικότερη προστασία των διαδίκων και την εν γένει διαφύλαξη της «δικαιοσύνης», τόσο στο πεδίο της διαγνωστικής δίκης όσο και σε εκείνο της αναιρετικής διαδικασίας. Η δε τελευταία διαδραματίζει σπουδαιότατο ρόλο όχι μόνο στην ενότητα της νομολογίας και, συνακολούθως, των διδόμενων νομικών λύσεων επί πληθώρας καίριων ζητημάτων, αλλά και στην πραγμάτωση του εξ αντικειμένου δικαίου, δηλονότι σε σκοπούς υπέρτερους για ένα οποιοδήποτε κράτος δικαίου.

Μολαταύτα, ειδικά το Ακυρωτικό μας εμφανίζεται απρόθυμο να κρατήσει αποστάσεις από παλαιές, ενίοτε και παρωχημένες, αντιλήψεις. Όταν δε πράττει τούτο, έχει ήδη μεσολαβήσει χρονικό διάστημα τέτοιο, που δεν αποκλείεται και να έχουν μεταβληθεί εκ νέου τα έως τότε δεδομένα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αποκλεισμού εξετάσεως ποικίλων ακυροτήτων ή ακόμα της θεωρήσεως του δεδικασμένου ως εξυπηρετούντος αποκλειστικώς το ιδιωτικό συμφέρον.

Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια να τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητα του τρόπου επιλύσεως των εκάστοτε ανακυπτόντων προβλημάτων και να εξοβελίζονται σε μεγάλο βαθμό τα εχέγγυα ορθής κρίσεως, μόνον και μόνον προκειμένου να απορρίπτονται με τρόπο μαζικό πάμπολλες αιτήσεις αναιρέσεως, συχνά δίχως αυτές να έχουν εξετασθεί κατ’ ουσίαν. Ούτε βέβαια συνιστά τούτο λύση στις αναντίρρητες παθογένειες του δικαιϊκού μας συστήματος, που αδυνατεί να αντεπεξέλθει στον τεράστιο αριθμό αιτήσεων και δικών.

Αλλά οι όποιες γενόμενες σταθμίσεις, κλίνουσες υπέρ της ταχύτητας και του εξορθολογισμού, δε θα πρέπει να παρορούν την αδήριτη ανάγκη για δίκαιες λύσεις υπέρ των διαδίκων ούτε η όποια προσπάθεια για εξορθολογισμό να αποβαίνει εις βάρος της δογματικής συνέπειας και καθαρότητας. Άλλως, θα πρόκειται κατ’ επίφαση εξορθολογισμός.

Λοιπόν, υπό το φως και την επίδραση των θεωρητικών -κυρίως- σκέψεων, οφείλει και η νομολογία να αποδεχθεί και ενστερνιστεί (όχι, βέβαια, άκριτα) την αξιολογότατη συμβολή των πρώτων, έχοντας κατά νουν ότι μεμονωμένες διατάξεις δε νοείται να συντελέσουν (στην πραγματικότητα μέσω της διαστρεβλώσεώς τους) στην άρση ή βελτίωση των παθογενειών και ελλείψεων της δικαστηριακής καθημερινότητας.


1 Από τούδε και στο εξής, ενάριθμες διατάξεις άνευ περαιτέρω προσδιορισμού θα αφορούν σε εκείνες του ΚΠολΔ.

2 Εννοείται -σχεδόν- πάντοτε νομική, όχι δε ουσίας (βλ. άρθρο ٥٦١).

3 Και άρθρο ٥٦٠ αρ. ١, όταν προσβάλλεται απόφαση Ειρηνοδικείου.

4 Ομοίως και άρθρο ٥٦٠ αρ. ٢ - ٤.

5 Δυνάμει της διατάξεως του άρθρου ٥٦٢ παρ. ٤, ο Άρειος Πάγος διαθέτει την ευχέρεια, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή αεροπαγίτη εμπεριεχόμενης στην έγγραφη εισήγησή του, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως -μεταξύ των λοιπών- και τους εδώ εξεταζόμενους αναιρετικούς λόγους.

6 Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σ. 151.

7 Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, ٢٠٠٩, σ. ٢٦٧. Βλ. και Μητσόπουλο, Διαδικαστικαί πράξεις, Μελέται Ι, 1983, σ. 321 - 322, ως και τον εκεί παρατιθέμενο προβληματισμό περί του ορισμού και της εξακριβώσεως της ορθής εννοίας τους.

8 Ενώ για τις δικαιοπραξίες έχουμε το υποστατό, την ακυρότητα και την ακυρωσία.

9 Σινανιώτης, ό.π., σ. 161.

10 Βλ. Μπέη, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, 1968, σ. 276 επ.

11 Βλ. επ’ αυτού στον Μπέη, ό.π., σ. ٢٧٦.

12 Έτσι και ο Καλαβρός, ό.π., σ. ٢٦٨. Αντίθετα, υπέρ της απόψεως αυτής φαίνεται να τάσσεται -χωρίς ιδιαίτερη σχετική αιτιολόγηση- ο Σινανιώτης, ό.π., σ. 164. Επ’ αυτού βλ. και Μπέη, ό.π., σ. 278.

13 Μπέης, ό.π., σ. ٢٨٥ επ. και Μητσόπουλος, ό.π., σ. ٣٥٧ επ.

14 Έτσι, ενδεικτικώς, οι Καλαβρός, ό.π., σ. ٢٦٩ και Σινανιώτης, ό.π., σ. 151.

15 Έτσι ο Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 559, σ. 2224, αλλά εν μέρει (κατά το σκέλος της ελαττωματικής βουλήσεως) και ο Σινανιώτης, ό.π., σ. 151 και 164. Βλ. και Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, 2007, σ. 513 επ.

16 Χάριν παραδείγματος, βλ. άρθρα ٥٠٣ και ٥١٨.

17 Επ’ αυτών βλ. στον Καλαβρό, ό.π., σ. ٢٦٩ - ٢٧٠, Σινανιώτη, ό.π., σ. 164 και, κατά παραπομπή του δεύτερου, στον Σούρλα, Η αναίρεσις εν τη πολιτική δίκη, ١٩٥٩, σ. ٨٣, για την δε οικεία νομολογία στον Ψωμά, Μελέτες αναιρετικής διαδικασίας, ١٩٩١, σ. ١٣٩ επ.

18 Επί όλων αυτών βλ. ενδελεχώς και αντί άλλων στον Μπέη, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, 1968, σ. 58 επ. και τις εκεί εκτενείς παραπομπές, όπως και στον ίδιο σε Μπέη/Καλαβρό/Σταματόπουλο, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, 1999, σ. 390 επ.

19 Σημειωτέον ότι τις εκτός παρενθέσεως εκφράσεις χρησιμοποιεί ο Μπέης (βλ. ενδεικτικώς, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, 1968, σ. 58 επ.), ενώ τις εντός παρενθέσεως ο Σινανιώτης (βλ. ενδεικτικώς ό.π., σ. ١٥٩ - ١٦٠), οι δε πρώτες είναι εκείνες που έχουν μάλλον επικρατήσει στην επιστήμη.

20 Όχι, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, προς ορισμένη έννομο συνέπεια.

21 Πρόκειται όχι για πάσα επιχειρούμενη εκ των διαδίκων διαδικαστική πράξη, αλλά οπωσδήποτε ομιλούμε για την πλειοψηφία αυτών.

22 Ως αντίθετα συμβαίνει στις επιτευκτικές πράξεις.

23 Επισημαίνεται προσφυώς ότι όχι μόνον εμμέσως, αλλά ακόμη και αμέσως, διά της αποκαλούμενης απώτερης δικονομικής ενέργειάς τους, ως σχετικό δε παράδειγμα αναφέρεται από τον Μπέη, ό.π., σ. ٦٣ - ٦٤, η παραίτηση από την ένσταση αναρμοδιότητος.

24 Και της ακυρωσίας, καθ’ όσον δεχθούμε ότι υπάγεται και αυτή στη δικονομική έννοια του ανισχύρου (περί του σχετικού προβληματισμού βλ. λίγο παραπάνω στο κείμενο, σ. ٦, μετά τον εκθέτη υπ’ αρ. ٩).

25 Ως και επί ασκήσεως αγωγής την προτίμηση μεταξύ πλειόνων αρμοδίων δικαστηρίων και το αμετάβλητο της δωσιδικίας.

26 Καλαβρός, ό.π., σ. ٢٨٣ - ٢٨٤ και Μιχελάκης, Περί της αδίκου διαδικαστικής πράξεως, 1944, σ. 45, κατά παραπομπή του πρώτου.

27 Παπαδόπουλος, Η Αναιρετική Διαδικασία κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ١٩٩٧, σ. ٤٥٧. Βλ. και την εκεί παραπομπή στην υποσημ. ١٦٩٠.

28 Βλ. Μπέη, ό.π., σ. ١١٢, με τις εκεί παραπομπές.

29 Έτσι ο Καλαβρός, ό.π., σ. ٢٧١. Τούτο, πάντως, δεν είναι αδιαμφισβήτητο, αφού μπορεί να θεωρηθεί και ως περίπτωση απαραδέκτου (ένεκα αοριστίας). Βλ. και ανωτέρω στο κείμενο, πλησίον του εκθέτη υπ’ αρ. ٨.

30 Εννοείται ότι το εν λόγω παράδειγμα δεν αφορά στις περιπτώσεις εκείνες, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων (π.χ. ενώπιον του ειρηνοδικείου ή στις ειδικές διαδικασίες, όπου εφαρμόζονται οι διατάξεις του πρώτου).

31 Καθ’ όσον, βέβαια, η πράξη αυτή είναι απευθυντέα (ληψιδεής), όπως και συνήθως συμβαίνει.

32 Μπέης, ό.π., σ. ١٢٩.

33 Ζήτημα, πάντως, που δεν είναι πλήρως αδιαμφισβήτητο. Εκτενέστερα περί τούτου βλ. στον Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία ΙΙ (Γενικό Μέρος), ٢٠٠٦, αριθ. ٩٣ επ., σ. ٨٠ επ.

34 Παπαδόπουλος, ό.π., σ. ٤٥٧.

35 Βλ. ΟλομΑΠ 1/1999, ΔΕΕ 1999, 428.

36 Βλ. αυτόν τον προβληματισμό στον Μπακόπουλο, Προβλήματα από τους αναιρετικούς λόγους ١, ١٤ και ١٩ αρθρ. 559 ΚΠολΔ, Δ 26, 740. Βλ. συναφώς και λίγο παρακάτω στο κείμενο, σ. 14 επ.

37 Μπακόπουλος, ό.π., ٧٤٠, in fine (ο οποίος καταλήγει σε -ως επί το πλείστον- αρνητική απάντηση).

38 Σινανιώτης, ό.π., σ. 155, Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2009, σ. 271 - 273. Στους εν λόγω συγγραφείς αναφέρεται και το ότι δικονομική ακυρότητα δεν επέρχεται σε όλες τις περιπτώσεις των αναιρετικών λόγων (π.χ. αρ. 1 και 19, αλλά και 8 - 13, 15 - 18 και 20). Τούτο δε εν όψει της ορθής παρατήρησης ότι είναι ατυχής η ρύθμιση (καλύτερα η λεκτική διατύπωση) του άρθρου 159 περ. 2, που συνδέει την ακυρότητα με κάθε (;) περίπτωση, όπου χωρεί αναίρεση ή αναψηλάφηση, κάτι όμως που, ως μόλις διαπιστώσαμε, δεν είναι ακριβές.

39 Πρβλ. όμως και Κεραμέα, κατά παραπομπή του Μπακόπουλου, ό.π., υποσημ. 2, 740.

40 Τούτου λεχθέντος, δεν απαιτείται η αναγραφή της «ακυρότητας» ή εκφράσεις όπως, π.χ., «είναι άκυρη», αλλά αρκούν και εκφράσεις ταυτόσημες ή με ισοδύναμο αποτέλεσμα, λ.χ., «ανίσχυρη» (άρθρο 66) ή «δεν ισχύει» (άρθρο 96).

41 Βλ. πάντως επ’ αυτού κάποιες αμφιβολίες στον Καλαβρό, ό.π., σ. ٢٨١.

42 Η εν λόγω βλάβη, και δη η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί (μη) συνδρομής της, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Έτσι ο Παπαδόπουλος, ό.π., σ. ٤٥٩. Βλ. την εκεί υποσημ. ١٦٩٦ με περαιτέρω παραπομπές.

43 Βλ. όπως στην αμέσως προηγούμενη υποσημ.

44 Αντίθετος τότε ο Ζήσης, Μελέται Ι, 1965, σ. 666 επ., κατά παραπομπή του Καλαβρού, ό.π., σ. 280.

45 Βλ. και Μπέη, ΠολΔ, άρθρο 559, σ. 2228.

46 Μπέης, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, 1968, σ. 279.

47 Εξ ου και ο πρωτίστως δικονομικός χαρακτήρας της βλάβης αυτής.

48 Καλαβρός, ό.π., σ. ٢٨١.

49 Τούτο υποστηρίζει ο Μπακόπουλος, ό.π., ٧٤١.

50 Αντίθετος ο Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 159, σ. 828, κατά παραπομπή του Μπακόπουλου, ό.π., 742.

51 Μπακόπουλος, ό.π., ٧٤٢, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε έτερο (και πάντως κατά το μάλλον εύλογο) συμπέρασμα από εκείνο που διαγράφεται στην υποσημ. ٤٨.

52 Έτσι και όλως ενδεικτικώς (εξ αιτίας του πολύ μεγάλου αριθμού των συναφών αποφάσεων) ΑΠ ٧٥٤/٢٠٠٤, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ١٠٨٦/١٩٨٨, Δ/νη ٣١, ٧٠, ΑΠ ٤٣١/١٩٨١, ΝοΒ ٣٠, ٤١٣.

53 Ή ακυρότητος της διαιτητικής αποφάσεως.

54 Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ Ι, ٢٠٠٠, άρθρο ٥٥٩ αρ. ١٤, αριθ. ١٣٦, σ. ١٠٣٣.

55 Τούτο δε εν όψει των περιοριστικώς αναφερομένων λόγων αναιρέσεως στο άρθρο ٥٦٠.

56 Η δε συστηματική τους ένταξη στον ΚΠολΔ δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα τους ως ουσιαστικών (εξ άλλου, ισχύει και η ακριβώς αντίστροφη περίπτωση, ήτοι διατάξεις ευρισκόμενες, π.χ., στον ΑΚ να είναι δικονομικού δικαίου).

57 Καλαβρός, ό.π., σ. ٢٧٥.

58 Συναφής είναι και η άποψη του Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., άρθρο ٥٥٩, αρ. ١٣٦, σ. ١٠٣٣, κατά την οποία το δικαστήριο του οποίου αναιρεσιβάλλεται η απόφαση πρέπει να είχε ex lege υποχρέωση να κηρύξει την ακυρότητα (ή το απαράδεκτο ή την έκπτωση από δικαίωμα). Επομένως, οι ακυρότητες της εκτελεστικής και της διαιτητικής διαδικασίας δυνατόν να θεμελιώσουν εμμέσως τον υπό συζήτηση λόγο αναιρέσεως, μόνον εάν θεμελιώνουν προβληθέντες δι’ ενδίκου βοηθήματος λόγους ανακοπής ή ακυρότητας, αντιστοίχως.

59 Βλ. σ. ١٢ της παρούσης.

60 Έτσι και ο Καλαβρός, ό.π., σ. ٢٧٨.

61 Ούτως ο Μπακόπουλος, ό.π. Ομοίως τοποθετείται και ο Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, ٢٠٠٧, αρ. ١٤٧, σ. ٥١٦.

62 Έτσι ο Σινανιώτης, ό.π., σ. 154 και τις εκεί παραπομπές.

63 Καλαβρός, ό.π., σ. ٢٨٠.

64 Για περισσότερα παραδείγματα βλ. στον Μπέη, ό.π., σ. ١٩٧, στον Καλαβρό, ό.π., σ. ٢٧٩ - ٢٨٠ και τον Σινανιώτη, ό.π.

65 Επ’ αυτών, αλλά και για πλούσια σχετική νομολογία βλ. κυρίως σε Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα (Μαργαρίτη), ό.π., σ. ١٠٣٢ - ١٠٣٤, όπως και σε Παπαδόπουλο, ό.π., σ. ٤٦٥ επ.

66 ΟλομΑΠ 753/1986, ΝοΒ 1987, 1576, ΟλομΑΠ 6/1998, Δ/νη 1998, 70 (ειδικότερα, σχετικά με ακυρότητα επιδόσεως προγράμματος πλειστηριασμού).

67 ΑΠ ١٩٤/١٩٨٣(κατά παραπομπή του Παπαδόπουλου, ό.π., υποσημ. ١٧٩٠, σ. ٤٧٨).

68 ΑΠ ٦١٨/١٩٦٩, ΝοΒ ١٨, ٤٢٧, ΕφΑθ ٤٠٢٣/١٩٨٣, αδημ.

69 ΑΠ ٦٠٤/١٩٨١, Δ ١٢, ٦٦٣.

70 ΕφΑθ ٢٩٩/١٩٨١, ΝοΒ ٣٠, ٤٥٣.

71 Καλαβρός, ό.π., σ. ٢٨٢. Ούτως και η ΑΠ ١٣٨٣/٢٠٠٠, ΕΕΝ ٢٠٠٢, ١٨٥.

72 Μπέης/Καλαβρός/Σταματόπουλος (Μπέης), Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, ١٩٩٩, σ. ٤١٧.

73 Βλ. σχετικώς και αντί άλλων την ΟλομΑΠ 963/1985, ΝοΒ 1985, 1406: «διά την λήψιν υπ’ όψιν απαραδέκτου συντρέχοντος υπέρ διαδίκου τινός δεν απαιτείται επίκλησις αυτού, αλλά τούτο κατά κανόνα λαμβάνεται υπ’ όψιν εξ επαγγέλματος υπό του δικαστηρίου, εξαιρέσει των περιπτώσεων, κατά τας οποίας η άρσις του απαραδέκτου, ως εκ του ειδικωτέρου σκοπού του, ήρτηται εκ της πρωτοβουλίας του, υπέρ ου λειτουργεί τούτο διαδίκου, δυνάμενου να μην το επικαλεσθή, οπότε απαιτείται, ως εκδήλωσις της ανυπαρξίας βουλήσεως άρσεως του απαραδέκτου, η πρότασις αυτού προς λήψιν υπ’ όψιν υπό του δικαστηρίου, εις αμφοτέρας δε τας περιπτώσεις ουδόλως απαιτείται και η επέλευσις, εκ της ενεργείας της απαραδέκτου δικαστικής πράξεως, βλάβης μη δυναμένης να επανορθωθή και η επίκλησις αυτής υπό του ενδεχομένως υπόχρεου εις πρότασιν του απαραδέκτου διαδίκου».

74 Πιο ενδελεχώς επ’ αυτών βλ. ανωτέρω στο κείμενο, σ. ٨ επ.

75 Σινανιώτης, ό.π., σ. 160, Καλαβρός, ό.π., σ. 285 - 286. Πρβλ. όμως την ΑΠ 1861/1984, Δ 16, 679 επ.

76 Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ ٣٩٥/٢٠٠٤, ΕΕργΔ 2005, 475 (ως προς προθεσμία ασκήσεως της έφεσης), ΑΠ 1500/1995, Δ/νη 1997, 1540 (απόρριψη εφέσεως ένεκα αοριστίας αυτής).

77 Π.χ. ΑΠ ٤١٤/٢٠٠٣, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (μη κήρυξη απαραδέκτου επί αιτημάτων που υποβλήθηκαν το πρώτον στο Εφετείο).

78 ΑΠ ١٣٦٠/١٩٩٧, Δ/νη ١٩٩٨, ١٥٤٢.

79 Λ.χ. ΟλομΑΠ 2/2005, Δ/νη 2005, 689 (απαράδεκτη προβολή ενστάσεως κατάχρησης δικαιώματος μόνον διά των προτάσεων), ΑΠ 966/2004, ΑρχΝ 2004, 496 (για την πληρότητα και το παραδεκτό της ενστάσεως της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος απαιτείται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση να προβάλλονται επαρκώς στην πρώτη συζήτηση της αγωγής και επίκληση του αιτήματος για απόρριψη της αγωγής κατ’ άρθρον 281 ΑΚ, μη κήρυξη του σχετικού απαραδέκτου, ως όφειλε το δικαστήριο της ουσίας).

80 Βλ. ΟλομΑΠ 12/2000, ΝοΒ 2000, 1249 (μη κήρυξη -προσωρινού- απαραδέκτου της συζήτησης λόγω ακυρότητας κλητεύσεως).

81 Βλ. όπως στην αμέσως προηγούμενη υποσημ. Παρομοίως και η ΟλομΑΠ 2/2001, ΝοΒ 2001, 1804.

82 Βλ. προσφυώς την ΑΠ ١٣٨٣/٢٠٠٠, ό.π., που αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Για να ιδρυθεί δε ο ως άνω λόγος αναιρέσεως (εννοείται του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤) πρέπει το δικονομικό απαράδεκτο να οδηγεί σε απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος και όχι σε απαράδεκτο συζητήσεως αυτού (ΑΠ ٣٢٩/١٩٨٦), εκτός αν πρόκειται περί προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο συζητήσεως, οπότε ο λόγος αυτός και για απαράδεκτο συζητήσεως στοιχειοθετείται μόνον όταν αυτό επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξεως, που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλητεύσεως, ή (και) προς εξασφάλιση της ασκήσεως δικαιώματος, όπως είναι το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπερασπίσεως (άρθρ. ١١٠ παρ. ٢ ΚΠολΔ, ΟλομΑΠ 12/2000)».

83 Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ ٢٠٥/٢٠٠٦, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (η μη προσκομιδή του πιστοποιητικού περί δηλώσεως των μισθωμάτων στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. δε συνιστά απαράδεκτο ούτε στοιχειοθετεί τον αναιρετικό λόγο του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٤ ή του ٥٥٩ αρ. ١).

84 Βλ. σχετικώς ΑΠ ١٥٩٣/١٩٩١, Δ/νη ١٩٩٣, ٣٢٧.

85 Για τα ανωτέρω βλ. στον Καλαβρό, ό.π., σ. ٢٨٧ - ٢٨٩.

86 Τα ίδια, βέβαια, θα ισχύσουν mutatis mutandis και για τις λοιπές αιτήσεις προς παροχή ενδίκου προστασίας, όπως για την ανακοπή.

87 Έτερο παράδειγμα: επί αγωγής ιδιοχρήσεως ο ενάγων παραλείπει να προβάλει τον ουσιώδη όρο ότι δύναται να ιδιοχρησιμοποιήσει το μίσθιο (Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, ١٩٩٨, σ. ٨٤).

88 Βλ. Μακρίδου, ό.π., σ. ٩١ επ. (ιδίως σ. ١١٠, in fine), Μητσόπουλο, Σκέψεις ως προς την “αοριστίαν” της βάσεως της αγωγής, Μελέται ΙΙ, ١٩٩٧, σ. ٣٤٧ επ. Στα ίδια εκ του αποτελέσματος συγκλίνει και ο Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, ٢٠٠٥, § ٦٠, αρ. ٢٤ - ٢٥, που εγκολπώνεται, όμως, ορολογία της νομολογίας, ομιλούσας περί νομικής (επί ανεπάρκειας) και πραγματικής (επί ασάφειας) αοριστίας.

89 Περί ανεπάρκειας μόνον κάνει λόγο ο Αρβανιτάκης, Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, ١٩٩٥, σ. ١٥٠.

90 Στην πραγματικότητα, στόχος της νομολογίας είναι να δίδεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στον ενάγοντα η ευκαιρία να επανέρχεται με νέα αγωγή, διορθώνοντας το όποιο δικονομικό ελάττωμα. Είναι δε χαρακτηριστική η στερεότυπη έκφραση που χρησιμοποιείται από τους δικαστές: «η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως», που υποδηλώνει ακριβώς την εκ μέρους τους αδυναμία να προβούν στην υπαγωγική διαδικασία. Βλ. όλως ενδεικτικώς (λόγω του πολύ μεγάλου αριθμού των οικείων αποφάσεων) ΑΠ ٢٢٠/٢٠١٢, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ١١٧٠/٢٠١١, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ٣١/٢٠١١, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ٨٤٢/٢٠٠٥, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ١٥١٠/١٩٩٢, Δ/νη ١٩٩٤, ٣٦٨, ΑΠ ١٣٥/١٩٩٢, Δ/νη ١٩٩٢, ٨٣٢, ΑΠ ١٤٣٩/١٩٩٠, Δ ١٩٩١, ٥٦٩ (με σημ. Μπέη), ΑΠ ٣١٣/١٩٨٩, Δ/νη ١٩٩٠, ٣٤٣ (με σημ. Κατρά), ΑΠ 476/1986, ΝοΒ 1987, 531, ΑΠ 1148/1980, ΝοΒ 1981, 527, ΑΠ 657/1976, ΝοΒ 1977, 29, ΑΠ 185/1972, ΝοΒ 1972, 882, ΕφΑθ 691/2011, Αρμ 2011, 1354, ΕφΑθ 1756/2008, Δ/νη 2009, 808, ΕφΔωδ 323/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 716/1994, Δ/νη 1995, 1308, ΕφΑθ 278/1990, Δ/νη 1990, 1309.

91 Βλ., μεταξύ άλλων, Μακρίδου, ό.π., σ. ٨٢ - ٨٣.

92 Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία ΙΙ (Γενικό Μέρος), ٢٠٠٦, σ. ١٢٧-١٢٨.

93 Αντίθετα η Μακρίδου, ό.π., σ. ٦٩ επ. και ο Μητσόπουλος, ό.π., σ. ٣٤١.

94 Βλ. αντί άλλων ΑΠ ٢٧٨/٢٠٠٧, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ١٥٠٨/٢٠٠٣, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΟλομΑΠ 1573/1981, ΝοΒ 1982, 1054. Βλ. και σύμφωνη γνώμη Σινανιώτη, ό.π., σ. 161 - 162 (με τις εκεί νομολογιακές παραπομπές).

95 Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ ٨٤٢/٢٠٠٥, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ ١٥١٠/١٩٩٢, Δ/νη ١٩٩٤, ٣٦٨.

96 Βλ. ΑΠ ١٧٧/٢٠٠١, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ως και ΑΠ ١٤٥١/١٩٩٩, Δ/νη ٢٠٠٠, ٦٨١: [«Το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία, εκτιμά κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται κατά τούτο η απόφασή του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα μη διαλαμβανόμενα σε αυτή και ασκούντα ουσιώδη επιρροή στην κρίση επί του νόμω βασίμου της ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή επειδή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, καίτοι διαλαμβάνονταν σε αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν οι από το άρθρο ٥٥٩ αριθ. ٨ και ١٤ ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως (AΠ ١٣٥/١٩٩٢, ١٣١٦/١٩٩٢)].

97 Βλ. ΑΠ ١١٨/١٩٩٤, Δ/νη ١٩٩٥, ٣٦٨.

98 Ούτως ο Σινανιώτης, ό.π., σ. 162 - 163.

99 Βλ. για παράδειγμα ΑΠ ١٢٨٨/٢٠٠٨, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ ١٣٩٧/١٩٩١, Δ/νη ١٩٩٢, ١٤٨٠, ΑΠ ٧٠٣/١٩٧٥, ΝοΒ ١٩٧٦, ١٢٥. Σύμφωνος και ο Παπαδόπουλος, ό.π., σ. ٤٦٣.

100 Για όλα αυτά βλ. στον Μπέη, Απαράδεκτη εισαγωγή διαφοράς προς εκδίκαση με μη προσήκουσα διαδικασία, Δ ١٩٧٥, ٦١٥.

101 Απαλαγάκη, Ο αναιρετικός έλεγχος της τηρήσεως της προσήκουσας διαδικασίας, στον τόμο της ΕΕΔ: Οι Ειδικές Διαδικασίες, 2004, 106 επ., κατά παραπομπή του Καλαβρού, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2009, σ. 291.

102 Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, Γενικό Μέρος, ٢٠٠٦, σ. ١٥٢ - ١٥٣.

103 Σύμφωνος και ο Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, ٢٠٠٩, σ. ٢٩١ - ٢٩٢, ο οποίος επισημαίνει, έτι περαιτέρω, ότι, αναλόγως της εκάστοτε παραβιασθείσης ειδικής διατάξεως, θα μπορούν να εφαρμόζονται και άλλοι αναιρετικοί λόγοι, όπως εκείνοι των αρ. ٦ και ١١.

104 Επ’ αυτών, αλλά και για πλούσια σχετική νομολογία βλ. όπως στην υποσημ. ٦٤.

105 ΟλομΑΠ 2/1999, Δ/νη, 1999, 271, ΑΠ 583/1995, ΝοΒ 1997, 37.

106 ΟλομΑΠ 8/1996, ΝοΒ 1997, 591.

107 ΑΠ ١٩٦/١٩٩٩, αδημ.

108 ΑΠ ٤٣٤/١٩٩٥, ΝοΒ ١٩٩٦, ٩٧١.

109 ΟλομΑΠ 2091/1986, ΝοΒ 1987, 1629.

110 Βλ. όπως στην αμέσως προηγούμενη υποσημ.

111 ΑΠ ٦٥٧/١٩٧٦, ΝοΒ ٢٥, ٢٩.

112 ΑΠ ٧٧٠/١٩٨٩, ΕΕΔ ٤٩, ٢٤٦.

113 Βλ. ΟλομΑΠ 1548/1979, ΝοΒ 1980, 1092.

114 Βλ. και την πρόσφατη ΑΠ ٣٦٠/٢٠١١, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

115 Σχετικώς με όλα αυτά βλ. ΑΠ ١٩١/٢٠٠١, ΕΕΝ ٢٠٠٢, ٣٩٣.

116 Και οιοδήποτε άλλο ένδικο βοήθημα.

117 Βλ. χαρακτηριστικώς ΑΠ ١١٤٣/٢٠٠٤, ΕΕργΔ 2005, 288.

118 Κατ’ εξαίρεσιν στις γαμικές διαφορές (άρθρο ٦١٣) και στις αφορώσες τις σχέσεις γονέων - τέκνων (άρθρο ٦١٨), προσαπαιτείται το αμετάκλητο αυτών.

119 Εξ άλλου, υποστηρίζεται ότι για την ταυτότητα του νομικού λόγου, καίτοι η διάταξη του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٦ μνημονεύει μόνον το δεδικασμένο, εν τούτοις πρέπει να γίνει δεκτό ότι εδώ υπάγεται και η διαπλαστική ενέργεια των διαπλαστικών αποφάσεων. Βλ. έτσι στον Καλαβρό, ό.π., σ. 300. Βλ. και στον Σινανιώτη, ό.π., σ. 171, όπως και τις εκεί αναλυτικές αναφορές, όπου δε φαίνεται, όμως, να λαμβάνει σαφή θέση υπέρ ή κατά της συμπεριλήψεως και της διαπλαστικής ενέργειας στο πεδίο εφαρμογής του αρ. 16.

120 ΑΠ ٦١/٢٠٠٦, Δ ٢٠٠٦, ٦٨٠.

121 Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, ٢٠٠٧, σ. ٥٠٥.

122 Βλ. αντί άλλων ΑΠ ٤٠٧/١٩٩٧, ΝοΒ ١٩٩٨, ١٤٣٤ και ΑΠ ٣٩٠/١٩٩٩, Δ/νη ١٩٩٩, ١٥٢٠ (όπου, όμως, εκρίθη ότι το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αναρμόδιο). Βεβαίως, οι πλεοναστικές κρίσεις (obiter dicta) δεν ανυψούνται σε δεδικασμένο. Βλ. έτσι ΑΠ 1020/2003, ΕΕΝ 2004, 252. Βλ. και Ψωμά, ό.π., σ. 186 επ. (κατά παραπομπή του Νίκα, ό.π, σ. 506).

123 Επ’ αυτών βλ. ιδίως στον Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία ΙΙ (Γενικό Μέρος), ٢٠٠٦, σ. ٤٩٩ επ.

124 Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ ١٠٤٤/٢٠٠٠, Δ/νη ٢٠٠١, ٣٨٨.

125 Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ ١٢/١٩٩٢, ΝοΒ ١٩٩٣, ٦٩٤.

126 Για το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ζήτημα της δημιουργίας ή όχι δεδικασμένου για τα πολιτικά δικαστήρια εκ των αποφάσεων των ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων (και αντιστρόφως) βλ. αντί άλλων και ιδιαίτερα εκτενώς στον Σινανιώτη, ό.π., σ. 171 - 175.

127 Αν και γίνεται λόγος από ορισμένους περί «προσωρινού» δεδικασμένου (βλ., λ.χ., Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, ١٩٧٦, σ. ٧٨, κατά παραπομπή του -σύμφωνου κατά τούτο- Σινανιώτη, ό.π., σ. 170), όρος που δεν είναι, όμως, ορθός, δυνάμει και των αναφερομένων στο κείμενο, ενώ ουδέν έρεισμα ευρίσκει στο νόμο.

128 Πάντως, δεδικασμένο θα παράγεται ως προς το εκάστοτε αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο. Εξ άλλου, δεδικασμένο θα παράγεται οπωσδήποτε και επί των λεγόμενων μη γνήσιων ασφαλιστικών μέτρων, όπου δεν πρόκειται μεν λήψη κάποιου τέτοιου μέτρου, αφού θα ελλείπει η προϋπόθεση του κατεπείγοντος και του επικείμενου κινδύνου, παρά μόνον προκρίνεται ως εφαρμοστέα η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για λόγους ταχύτητος και αποτελεσματικότητος στην παροχή εννόμου -και δη οριστικής, επί του παρόντος- προστασίας.

129 Το ακραίο και θεωρητικό της τοιαύτης περιπτώσεως τονίζει ο Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, ٢٠٠٩, σ. ٣٠٠.

130 Έτσι ο Καλαβρός, ό.π., σ. ٣٠٠ και ο Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 559, σ. 2234. Βλ. και Ράμμο, Η παράβασις των διατάξεων περί δεδικασμένου ως λόγος αναιρέσεως, Συμβολαί εις την ερμηνείαν της πολιτικής δικονομίας, VI, ١٩٦٨, σ. ١٢٤ (κατά παραπομπή του πρώτου). Πρβλ. όμως Σινανιώτη, ό.π., σ. 170.

131 Νίκας, ό.π., σ. ٥٠٦. Βλ. και την εκεί παραπομπή στην υποσημ. ٧١٨.

132 Το οποίο εν προκειμένω δεν μπορεί να είναι άλλο από το δευτεροβάθμιο, γιατί, μόνον αφού αφιχθεί η υπόθεση στο δεύτερο βαθμό, δύναται να ανακύψει ζήτημα υπάρξεως ή μη δεδικασμένου.

133 Και δη ανεξαρτήτως του εάν είναι ορθή ή εσφαλμένη.

134 Ή και ενδίκου βοηθήματος (π.χ. ανακοπής ή τριτανακοπής).

135 Βλ., λ.χ., ΑΠ ٤١٥/١٩٩٢, ΑρχΝ 43, 335, ΑΠ 1292/1988, ΕΕΝ 1989, 603, ΑΠ 401/1975, ΝοΒ 23, 1167.

136 Εξυπηρετών, κατά τη μεν άποψη μεγάλης μερίδας της επιστήμης το δημόσιο συμφέρον, κατά την δε άποψη της νομολογίας το ιδιωτικό.

137 Υπέρ της πρώτης εκδοχής είχε αρχικώς ταχθεί οι Ράμμος και Οικονομόπουλος (στην άποψη των οποίων προσχώρησε τελικώς και η Συντακτική Επιτροπή, διατυπώνοντας αναλόγως το άρθρο ٣٣٢), ενώ υπέρ της δεύτερης οι Σακκέτας και Γιδόπουλος, οι οποίοι, καίτοι αρχικώς κατάφεραν να πείσουν την Επιτροπή, εν τούτοις κατίσχυσε η θέση των προαναφερομένων. Επί όλων αυτών βλ. πιο αναλυτικά στον Καλαβρό, ό.π., σ. 302 - 305, με τις εκεί παραπομπές.

138 ΑΠ ١٤٥٧/٢٠٠٦, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

139 Σινανιώτης, ό.π., σ. 175. Βλ. ούτως και ΟλομΑΠ 15/1998, ΝοΒ 1999, 222, ΑΠ 297/1999, αδημ.

140 Βλ. χαρακτηριστικά και αντί άλλων ΑΠ ١٤٥٩/٢٠٠٣, Δ/νη ٢٠٠٥, ١٠٧٢, ١١١٩: «συνάγεται ότι στον έλεγχο του ΑΠ υπόκειται τόσο η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του εάν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από αυτό συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και αν το δεδικασμένο έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, όσο και η κρίση του περί της συνδρομής ή μη των κατά το άρθρο ٣٢٤ ΚΠολΔ πραγματικών προϋποθέσεων αυτού, εφόσον αυτή στηρίζεται μόνο επί διαδικαστικών εγγράφων, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων υπόκειται, κατά το άρθρο ٥٦١ § ٢ του ιδίου Κώδικα, στον αναιρετικό έλεγχο, για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης».

141 Βλ. έτσι ΑΠ ١٤٥٧/٢٠٠٦, ό.π., ΑΠ ١١٩٣/٢٠٠٣, Δ/νη ٢٠٠٥, ٤١٣: «…κατά το άρθρο ٥٥٩ αρ.١٦ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Προς διαπίστωση της συνδρομής ή μη της παραπάνω παραβάσεως, ο Άρειος Πάγος ελέγχει αν τα όσα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε πραγματικά περιστατικά μπορούν να δικαιολογήσουν ή όχι την εφαρμογή των διατάξεων περί δεδικασμένου, εάν δηλαδή αυτά πληρούν ή όχι τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 324 ΚΠολΔ, ενώ η διαπίστωση των πραγματικών αυτών περιστατικών αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων και για το λόγο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο».

142 Σινανιώτης, ό.π., σ. 177 - 178, Καλαβρός, ό.π., σ. 306 - 307, Κονδύλης, Το δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, ١٩٨٣, σ. ١٨٨ επ., Ράμμος, ό.π., σ. ١٣٤ (κατά παραπομπή του πρώτου), Νίκας, Τιμ. Τόμος Μητσόπουλου, ١٩٩٣, σ. ٩٦١ - ٩٦٥ (κατά παραπομπή του ιδίου, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, ٢٠٠٧, σ. ٥٠٩. Πρβλ., όμως, Ζήση, ό.π., σ. 608 (κατά παραπομπή του πρώτου).

143 Σινανιώτης, ό.π., σ. 177.

144 Επί τούτου βλ. εκτενώς και σε Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία ΙΙ (Γενικό Μέρος), ٢٠٠٦, σ. ٤٦٢ επ.

145 Πρβλ, όμως, ΟλομΑΠ 89/1971, ΝοΒ 1971, 427 και ΑΠ 393/1982, ΕΝαυτΔ 1983, 26, κατά παραπομπή του Καλαβρού, ό.π., σ. 308.

146 Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, ٢٠٠٩, σ. ٣٠٦.

147 Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, ٢٠٠٧, σ. ٢٩٠.

148 Βλ. ΑΠ ١٤٥٧/٢٠٠٦, ό.π., ΑΠ ٢٩٧/١٩٩٩, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ: «Εφόσον όμως ο λόγος αυτός αναιρέσεως προϋποθέτει «παράβαση του νόμου», δηλονότι παραβίαση των διατάξεων περί δεδικασμένου, με την έννοια είτε κακής ερμηνείας αυτών είτε εσφαλμένης υπαγωγής των δεκτών γενομένων περιστατικών στις διατάξεις περί δεδικασμένου, πρέπει κατ’ άρθρα ٥٦٦ παρ. ١ και ٥٧٧ παρ. ٣ ΚΠολΔ να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε για να στηρίζει την κρίση του περί υπάρξεως ή ανυπαρξίας δεδικασμένου δηλονότι περί της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων αυτού, ώστε να προκύπτει από το αναιρετήριο αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια, αφού η αοριστία του λόγου αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (ΟλομΑΠ 32/1996)».

149 Αξίζει να σημειωθεί ότι τούτο έρχεται σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές δικαιϊκές τάξεις, όπως με τη γερμανική.

150 Χαρακτηριστικό είναι το σχολικό παράδειγμα του οφειλομένου κεφαλαίου (π.χ. δυνάμει καταγγελθείσης συμβάσεως δανείου) και των παρεπομένων αυτού τόκων.

151 Καλαβρός, ό.π., σ. ٣٠٨.

152 Βλ. σχετικά, όπως και για πληθώρα άλλων περιπτώσεων, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Μαργαρίτη), ό.π., σ. ١٠٣٦ - ١٠٣٧, Παπαδόπουλο, ό.π., σ. ٥١٤ επ.

153 ΑΠ ٤١/١٩٨٧, ΝοΒ ١٩٨٨, ١٠٦ - ١٠٧.

154 ΑΠ ٤٢/١٩٩٧, Δ/νη ١٩٩٧, ١٥٧٥ - ١٥٧٦.

155 ΑΠ ٦٤٢/١٩٩٤, Δ/νη ١٩٩٥, ١٢٥٢.

156 Π.χ. ΑΠ ٩٦٧/١٩٨٣, ΝοΒ ٢٢, ٥٠٥.

157 ΑΠ ٩١١/١٩٧٩, ΝοΒ ٢٨, ٢٦٥.

158 ΑΠ ٣٨٢/١٩٨٨, ΕΕΝ ٥٦, ٢١١.

159 Έτσι ο Μπέης, Πολιτική Δικονομία, άρθρο ٥٥٩, σ. ٢٢٤٢ - ٢٢٤٣. Ομοίως και ο Ράμμος, ό.π., σ. ١٢٧ επ. (κατά παραπομπή του Καλαβρού, ό.π., υποσημ. 1, σ. 301).

160 Ράμμος, ό.π., κατά παραπομπή του Καλαβρού, ό.π., Σούρλας, ό.π., σ. 88. Σύμφωνος και ο Παπαδόπουλος, ό.π., σ. 509. Έτσι και οι ΑΠ 47/1994, ΝοΒ 42, 1157 (με αντιθ. μειοψηφία), ΑΠ 1292/1988, ΕΕΔ 48, 221.

161 Έτσι ο Καλαβρός, ό.π., σ. ٣٠١, Σινανιώτης, ό.π., σ. 179 - 180, Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, ٢٠٠٧, σ. ٢٨٨. Βλ. ούτως και ΑΠ ١٢٠٩/٢٠٠٣, ΔΣΑ.

162 Βλ. χαρακτηριστικά ΑΠ ٤٧/١٩٩٤, ό.π., σύμφωνα με τη μειοψηφήσασα γνώμη της οποίας, η θεμελίωση της παρούσας εκδοχής του εκ του αρ. ١٦ λόγου «έχει ως προϋπόθεση, ότι η εξαφάνιση της απόφασης, που κρίθηκε ότι αποτελεί δεδικασμένο για την ένδικη διαφορά, έγινε πριν από την έκδοση της ήδη προσβαλλόμενης με το λόγο αυτό απόφαση. Διότι το ένδικο μέσο της αναίρεσης δίδεται στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου ٥٥٩ ΚΠολΔ, κάθε μια από τις οποίες αποδίδει μομφή στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι υπέπεσε σε κάποιο σφάλμα κατά την διαμόρφωση του δικανικού συλλογισμού. Τούτο όμως δεν μπορεί να γίνει, όταν η ανατροπή του δεδικασμένου έγινε μετά την έκδοσή της. Η περίπτωση αυτή καλύπτεται από την παρ. ٨ του άρθρου ٥٤٤ ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται αναψηλάφηση, αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται».

163 Σινανιώτης, ό.π., σ. 180. Πρβλ. Νίκα, ό.π., σ. 508 - 509.

164 Περισσότερα για το ορισμένο του λόγου βλ. κατωτέρω στο κείμενο, σ. ٤٠ - ٤١.

165 Γίνεται μνεία περί εκκρεμούς αγωγής, αφού η εκκρεμοδικία, ως γνωστόν και κατά την ορθότερη άποψη, αναβιώνει στο δεύτερο βαθμό κρίσεως.

166 Βλ. και άρθρο ٥٦٦ ΚΠολΔ.

167 Μπέης, ΠολΔ, άρθρο 332, σ. 1343, Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, 1986, σ. 318.

168 Μπέης, Δ ١٩٧١, ٤٣٦ επ., σε σχόλιό του επί της ΑΠ ٣٩٤/١٩٧١ (κατά παραπομπή του Καλαβρού, ό.π., σ. 310).

169 Κονδύλης, ό.π., σ. ٢٩١ - ٢٩٢, Νίκας, ό.π., σ. ٥٠٨, Κολοτούρος, ΕΠολΔ 2008, 226.

170 Έτσι και ο Καλαβρός, ό.π., σ. ٣١٠.

171 Καλαβρός, ό.π., σ. ٣١٣. Βλ. και την εκεί υποσημ. ١.

172 Εννοείται, φυσικά, ότι δεν μπορούν συναινετικώς να καταστήσουν μη δεσμευτικό για τον μεταγενέστερο δικαστή το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης. Έτσι ο Καλαβρός, ό.π., σ. ٣١٣.

173 Καλαβρός, ό.π., σ. ٣١٤.

174 Κονδύλης, ό.π., σ. ٢٩٢.

175 ΑΠ ١٠٠٢/٢٠٠٥, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ ١٨٥٨/٢٠٠٥, ΧρΙΔ ٢٠٠٦, ٤٤٦.

176 Αν και επί τούτου η νομολογία αρνείται να δεχθεί ότι θεμελιούται ο λόγος του άρθρου ٥٥٩ αρ. ١٦, διότι αξιώνει «κατά το άρθρο ٥٦٢ § ٢ ΚΠολΔ να έχει προβληθεί στο δικαστήριο της oυσίας, και όχι απλώς να έγινε επίκληση της τελεσίδικης αποφάσεως, και να αναφέρεται ρητά στο αναιρετήριο ότι έγινε τέτοια προβολή». Βλ. ούτως και ενδεικτικώς ΑΠ ٥٥٩/١٩٩٩, Δ/νη ٢٠٠٠, ٤٧.

177 ΑΠ ١٠٠٢/٢٠٠٥, ό.π. (βάσει της οποίας θα πρέπει αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να έχει προταθεί κατά τρόπον ορισμένο), ΑΠ ٦٤٣/٢٠٠٣, ΝοΒ ٢٠٠٤, ٣٤.

178 Βλ. έτσι ΑΠ ١٠٤٧/١٩٩٢, Δ/νη ١٩٩٤, ١٠٦٠.

179 ΑΠ ١٩٠٩/٢٠٠٧, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ١٤٥٩/١٩٩٧, Δ ١٩٩٨, ٤١١.

180 Περί αυτών βλ. εκτενέστερα στον Καλαβρό, ό.π., σ. ٣١٥ - ٣١٦, καθώς και στον Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., σ. ١٠٣٨.

181 Βλ. ΟλομΑΠ 13/1995, ΝοΒ 1996, 404.

182 Βασιλείου - Γιδόπουλος, Περί του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως εν τω αστικώ δικονομικώ δικαίω, ١٩٣١, σ. ٢٥٣, Νίκας, ό.π., σ. ٥١٠. Βλ. επίσης ενδεικτικώς ΑΠ ١٢٢/٢٠٠٦, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ ٣٧١/١٩٩٦, Δ/νη ١٩٩٦, ١٥٤١ - ١٥٤٩ - ١٥٥٨, ΑΠ ٣٧٢/١٩٩٦, Δ/νη ١٩٩٧, ٥١.

183 ΣχΠολΔ ΙΙΙ, ٢٦٥, κατά παραπομπή του Καλαβρού, ό.π., σ. 317.

184 Σινανιώτης, ό.π., σ. 182. Βλ. έτσι και ΑΠ 41/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με τις εκεί παραπομπές σε δικαστικές αποφάσεις.

185 ΑΠ ٤٠٣/١٩٩٥, ΝοΒ ١٩٩٦, ٩٦٥.

186 Καλαβρός, ό.π., σ. ٣١٧-٣١٨.

187 Πάντως, στην ΠολΔ υφίστατο ad hoc σχετικός λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου ٨٠٧ αρ. ١٤.

188 Σινανιώτης, ό.π., σ. 182.

189 Βλ. ΑΠ ٧٥٩/٢٠٠٥, Δ ٢٠٠٦, ١٠٥.

190 ΑΠ ٩٨٧/١٩٨٣, Δ/νη ٢٥, ٣٤٥.

191 ΑΠ ٨٦٧/١٩٧٣, ΕΕΝ ١٩٧٤, ٢٩١.

192 Καλαβρός, ό.π., σ. ٣١٨, Μαργαρίτης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π., σ. ١٠٣٩.