Digesta 2003 |
ΑΚ 281, 513, 1033
Καταχρηστική προβολή της ακυρότητας της αιτίας συναλλαγματικών που εκδόθηκαν για το μη αναγραφέν τίμημα στην πώληση ακινήτου.
Για να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ
ΑΚ 158, 361
Σημασία της προβλέψεως σε «κώδικες δεοντολογίας» για έγγραφη κατάρτιση δικαιοπραξιών ατύπων, όπως η σύμβαση δικαιοχρήσεως (franchise).
Η σύμβαση δικαιοχρήσεως (franchise) είναι κατ’ αρχήν άτυπη, ανεξάρτητα αν συνήθως καταρτίζεται εγγράφως για λόγους φορολογικούς, καλύτερης προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας και ελέγχου της τυχόν παραβιάσεως των όρων ανταγωνισμού.
Ο ευρωπαϊκός «κώδικας δεοντολογίας» για το franchising, που έχει υπογράψει και ο Σύνδεσμος Franchise της Ελλάδας απαιτεί μεν στο άρθρο 5 την έγγραφη κατάρτιση της συμβάσεως δικαιοχρήσεως, αυτή η ρύθμιση όμως έχει συμβατικό χαρακτήρα και δεσμεύει μόνο τις επιχειρήσεις που είναι μέλη του Συνδέσμου.
ΠολΠρωτΑθ 9/2003
(Σύνθεση: Α. Περιστεράκη, Τ. Δρακοπούλου, Α. Αναστασίου - εισηγητής)
Με την από 30.4.2002 αίτησή τους οι αιτούσες εταιρίες εκθέτουν ότι επειδή οι καθ’ ών αρνούνται να συμμορφωθούν προς το περιεχόμενο της 2028/2002 απόφασης του δικαστηρίου τούτου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) μη επιτρέποντας τον έλεγχο σ’ αυτούς των συνθηκών λειτουργίας του καταστήματός τους έτσι ώστε να μην γνωρίζουν την ποιότητα των προσφερομένων από αυτούς προϊόντων και υπηρεσιών και να γίνονται δέκτες παραπόνων από τους καταναλωτές σχετικά με την ποιότητα των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών με αποτέλεσμα να πλήττεται ανεπανόρθωτα η φήμη τους και να τους αναζητηθούν ευθύνες από τους καταναλωτές σύμφωνα με τις διατάξεις περί καταναλωτών και ζητούν να παύσει προσωρινά η εκ των καθ’ ών κάθε δραστηριότητα άμεσα ή έμμεσα που να σχετίζεται με την παρασκευή και διάθεση ντόνατς, κρουασάν, πιτών, γλυκισμάτων, καφέ, μικρογευμάτων και παρεμφερών φαγωσίμων ειδών στο επί της οδού Β. κατάστημά της, απειλουμένης σε περίπτωση παράβασης της άνω διάταξης χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης.
Η ένδικη αίτηση παραδεκτά και αρμόδια φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 684 ΚΠολΔ) και πρέπει συνεκδικαζόμενη κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ με την από 23.4.2002 αίτηση, γιατί έτσι επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων και επιτάχυνση της δίκης, να ερευνηθεί περαιτέρω από άποψη ορισμένου νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας (...).
... Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων Σ.Κ. και Η.Γ. στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα, πρακτικά καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα πιθανολογήθηκαν τα εξής: Η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία C.T. και η εταιρία με την επωνυμία C.T.H., επικαλούμενη σύμβαση δικαιόχρησης (franchise) με την ομόρρυθμη εταιρία Κ. ως και αθέτηση από μέρους της ως λήπτριας δικαιόχρησης των εξ αυτής (σύμβασης δικαιόχρησης) απορρεουσών βασικών υποχρεώσεων ζήτησαν με την από 10.1.2002 αίτησή τους: α. κατά προσωρινή ρύθμιση κατάστασης συντρέχουσας και επείγουσας περίπτωσης να υποχρεωθεί η πρώτη των καθ’ ών νυν α΄ αιτούσα να εκπληρώσει προσωρινά με απειλή ποινών έμμεσης εκτελέσεως κατ’ αυτής και των ομορρύθμων μελών της τη σύμβαση δικαιόχρησης ν’ απέχει από ενέργειες ανταγωνισμού, κατά τα ειδικότερα στην αίτηση και να επιτρέπει τον έλεγχο των βιβλίων της και των παρεχομένων υπηρεσιών και β. την συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας των καθ’ ών μέχρι του ποσού των 23.036 ευρώ για την α΄ και μέχρι του ποσού των 15.526 ευρώ για την β΄ προς εξασφάλιση απαίτησής τους από δικαιώματα δικαιόχρησης. Επ’ αυτών εκδόθηκε η 2028/2002 απόφαση του δικαστηρίου τούτου ερήμην των καθ’ ών - νυν αιτούντων την ανάκληση, δεχθείσα την άνω αίτηση ως ουσιαστικά βάσιμη την ανάκληση της οποίας ζητούν οι νυν αιτούντες ισχυριζόμενοι ότι μεταξύ αυτών και των άνω εταιριών ουδεμία έγγραφη σύμβαση δικαιόχρησης συνήφθηκε και συνεπώς ουδέν οφείλουν και ουδεμία υποχρέωση έχουν.
Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία πιθανολογήθηκε ότι η α΄ καθ’ ής καναδική εταιρία έχει κατά τον καταστατικό της σκοπό, αναπτύξει από το 1983 ιδιαίτερα σημαντική και επιτυχή δραστηριότητα στην ίδρυση και λειτουργία καταστημάτων παροχής υπηρεσιών εστίασης (κυρίως σε ντόνατς, κρουασάν, γλυκίσματα και παρεμφερή φαγώσιμα ως και καφέ) στην εγχώρια καναδέζικη αγορά αλλά και παγκοσμίως, με το διακριτικό γνώρισμα C.Τ. όλα δε (καταστήματα) είτε εταιρικά της α΄ καθ’ ής είτε τρίτων (ξένων franchising δικαιόχρησης) είναι ενταγμένα σε ένα ενιαίο αυτοτελές σύστημα - δίκτυο με ιδιαίτερη υποδομή (λειτουργίας, οργάνωσης, και διαχείρισης ως και παροχής υπηρεσιών) που έχει αναπτύξει και οργανώσει αυτή και συναποτελείται από δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας (εμπορικά σήματα) διακριτικούς τίτλους, διακριτικά γνωρίσματα, εμπορική επωνυμία, πρόσωπα χρήσης, σχέδια, υποδείγματα και ευρεσιτεχνίες) ως και τεχνογνωσία.
Ήδη η αλυσίδα της α΄ καθ’ ής αριθμεί υπέρ τα 400 καταστήματα, μεταξύ των οποίων και αρκετά στην Ελλάδα, όπου έχουν νομίμως καταχωρηθεί και τα σήματά της. Στο πλαίσιο της ανάπτυξης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και στην Ελλάδα μέσω της μεθόδου - συστήματος του franchising (δικαιόχρησης) συμφώνησε με τους αιτούντες τον Φεβρουάριο 2002 να ενταχθούν οι τελευταίοι στο δίκτυο δικαιόχρησής της για τη δημιουργία καταστημάτων με την ονομασία C.T. και για το λόγο αυτό κατέβαλαν στην α΄ καθ’ ής τέλη εισόδου 500.000 δρχ. το κατάστημά τους είχε τα ίδια χρώματα με όλα τα καταστήματα C.T. και το προσωπικό τους εκπαιδεύθηκε από τους αντ/πους της.
Στη συνέχεια η α΄ καθ’ ής στις 15.5.2001 παραχώρησε στην β΄ καθ’ ής το κύριο δικαίωμα δικαιόχρησης στην Ελλάδα για τη διαχείριση καταστημάτων C.T. το οποίο κατέστησε γνωστό στους λοιπούς λήπτες ώστε να εκπληρώνουν πλέον τις υποχρεώσεις τους προς την β΄ καθ’ ής. Παρά το γεγονός, όμως, ότι οι καθ’ ών η αίτηση παρείχαν στους αιτούντες όλη την τεχνογνωσία, τα εμπορικά και βιομηχανικά απόρρητα, τη χρήση των σημάτων κ.λπ., οι τελευταίοι δεν κατήρτισαν νέα σύμβαση αν και κλήθηκαν και δεν κατέβαλαν τα συμφωνηθέντα δικαιώματα στους καθ’ ών, με σκοπό δε ν’ αποκοπούν από το άνω δίκτυο και να δημιουργήσουν νέο δίκτυο με την τεχνογνωσία των καθ’ ών. Έχουν ήδη δημιουργήσει την εταιρία D.C. με ίδιο αντικείμενο, δεν προμηθεύονται προϊόντα των καθ’ ών αλλά άλλης εταιρίας τα οποία πωλούν ως C.T. από το κατάστημά τους με τη φίρμα και τα σήματα των καθ’ ών κατά παράβαση των αρχών της εμπιστοσύνης της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, παρεμποδίζοντας παράλληλα τον έλεγχο του δικτύου από τα όργανα των καθ’ ών και αρνούνται οποιαδήποτε συμμόρφωση με όσα συμφώνησαν ως υποχρεώσεις τους ώστε να δημιουργείται άμεσος κίνδυνος ζημιών για τους καθ’ ών μ’ απόσπαση πελατείας, λόγω σύγχυσης του κοινού. Το γεγονός ότι η σύμβαση δικαιόχρησης με την α΄ των καθ’ ών καταρτίστηκε προφορικά και παραδόθηκε στους αιτούντες έγγραφο μ’ όλους τους όρους της σχετικής σύμβασης στην ελληνική γλώσσα και όχι εγγράφως είναι άνευ εννόμου επιρροής καθόσον η σύμβαση δικαιόχρησης είναι κατ’ αρχήν άτυπη ανεξάρτητα αν συνήθως καταρτίζεται εγγράφως για λόγους φορολογικούς και προστασίας των δικαιωμάτων, πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, αλλά και για τον έλεγχο της μη παραβίασης των όρων ανταγωνισμού [βλ. Ι. Βούλγαρη, Οι συμβάσεις δικαιόχρησης (Franchise Agreements) όπως προκύπτουν από τη διεθνή νομική πρακτική και λειτουργούν στις διεθνείς συναλλαγές στο ΝοΒ 46 επ., 905] και κάτι τέτοιο δεν επιβάλλουν οι κανονισμοί 4087/88 και 2790/99 της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ναι μεν ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας για το franchising τον οποίον έχει υπογράψει ο Σύνδεσμος franchise της Ελλάδος απαιτεί στο άρθρο 5 αυτού την έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης δικαιόχρησης μεταξύ των συμβληθέντων, αυτή η ρύθμιση όμως έχει συμβατικό χαρακτήρα και δεσμεύει μόνο τις επιχειρήσεις που είναι μέλη του άνω συνδέσμου από δε το από 12.9.2002 έγγραφο του άνω συνδέσμου προκύπτει ότι οι καθ’ ών εταιρίες δεν είναι μέλη του και συνεπώς δεν δεσμεύονται.
Σημείωση
1. Στη σχολιαζόμενη απόφαση το δικαστήριο εξετάζοντας τη σημασία της τήρησης του έγγραφου τύπου για την ισχύ της υπό κρίση σύμβασης δικαιοχρήσεως (franchise), παρατηρεί ορθά ότι εφόσον η σύμβαση δικαιόχρησης είναι καταρχήν άτυπη, το γεγονός ότι καταρτίστηκε προφορικά και παραδόθηκε στους αιτούντες έγγραφο με όλους τους όρους της σχετικής σύμβασης στην ελληνική γλώσσα αρκεί και δεσμεύει τα μέρη.
2. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά από το δικαστήριο στον ευρωπαϊκό κώδικα δεοντολογίας για το franchising, σύμφωνα με το άρθρο 5 του οποίου απαιτείται η έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης δικαιόχρησης μεταξύ των συμβληθέντων, για να καταλήξει ότι η ρύθμιση αυτή του κώδικα έχει συμβατικό χαρακτήρα και δεσμεύει μόνο τις επιχειρήσεις που είναι μέλη του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος, ο οποίος έχει προσχωρήσει στον ευρωπαϊκό κώδικα και ότι συνεπώς από τη στιγμή που οι καθ’ ων εταιρίες δεν είναι μέλη του εν λόγω Συνδέσμου δεν δεσμεύονται από τις ρυθμίσεις του κώδικα δεοντολογίας. Υποδηλώνεται επομένως από το δικαστήριο ότι στην περίπτωση που οι καθ’ ων εταιρίες ήταν μέλη του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος θα δεσμεύονταν συμβατικά από τη διάταξη του άρθρου 5 του κώδικα δεοντολογίας και η σύμβαση δικαιόχρησης που καταρτίστηκε – εν προκειμένω – προφορικά δεν θα είχε ισχύ.
3. Η ως άνω υποδηλούμενη παραδοχή προβληματίζει μεν για λόγους που εκτίθενται στη συνέχεια και ιδίως στον αρ. 15, η δημοσιευόμενη απόφαση παρουσιάζει ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πρόκειται για μια από τις ελάχιστες, εξ όσων γνωρίζουμε, δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες όχι μόνο γίνεται από το δικαστήριο επίκληση του κώδικα δεοντολογίας που ισχύει μεταξύ των διαδίκων επαγγελματιών, αλλά αξιολογείται η νομική ισχύς των ρυθμίσεών του[1]. Το δικαστήριο εκτιμά δηλαδή εν προκειμένω ότι οι διατάξεις του ευρωπαϊκού κώδικα δεοντολογίας για το franchising έχουν συμβατικό χαρακτήρα και παράγουν αντίστοιχα δεσμεύσεις για τα μέρη που είναι μέλη της ένωσης επαγγελματιών (Σύνδεσμος Franchise της Ελλάδος) που τον έχει υιοθετήσει. Δίδεται έτσι η αφορμή να επιχειρήσουμε την προσέγγιση ορισμένων πτυχών της νομικής φύσης των κωδίκων δεοντολογίας, αφού όμως προηγουμένως γίνει μια συνοπτική αναφορά στην έννοια γενικότερα των κωδίκων δεοντολογίας, καθώς πρόκειται για ένα φαινόμενο που λόγω των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει αλλά και της πρόσφατης παρουσίας του στην ελληνική πραγματικότητα, γεννά πολλά ερωτήματα ως προς την ισχύ των διατάξεών του και τις συνέπειες που παράγει για τους επαγγελματίες που τον υιοθετούν[2].
4. Οι κώδικες δεοντολογίας συστηματοποιούν τις υποχρεώσεις των επαγγελματιών κάθε κλάδου στις μεταξύ τους σχέσεις και στις σχέσεις τους με καταναλωτές και τρίτους, στοχεύοντας στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία και ανεξαρτησία του κλάδου τους. Η πολυμορφία των κωδίκων δεοντολογίας, οι διαφορετικές πηγές προέλευσής τους, αλλά και η μεγάλη εμβέλεια του εκάστοτε αντικειμένου τους, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να δυσχεραίνουν έναν απόλυτα ασφαλή ορισμό τους. Από το συνδυασμό διαφόρων απόψεων που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί σχετικά, θα μπορούσε να συναχθεί ότι βασικό περιεχόμενο και γνώρισμα κάθε τέτοιου κώδικα είναι ένα σύνολο δεοντολογικών κανόνων ή κανόνων συμπεριφοράς, οι οποίοι διέπουν μια επαγγελματική δραστηριότητα, δεν έχουν – νομικά τουλάχιστον – υποχρεωτικό χαρακτήρα και αναθεωρούνται όταν οι περιστάσεις το απαιτούν ή το δικαιολογούν. Ειδικότερα στον κώδικα δεοντολογίας του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος, ο οποίος έχει ως θεμέλιό του το αντίστοιχο κείμενο που καθιέρωσε η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Franchise, προβλέπεται στην εισαγωγή ότι ο κώδικας αυτός θεωρείται ένα πρακτικό σύνολο στοιχειωδών διατάξεων καλής συμπεριφοράς για τους με οποιοδήποτε τρόπο ασχολούμενους με το franchising αλλά χωρίς να αντικαθιστά σχετικές εθνικές ή κοινοτικές νομοθετικές διατάξεις.
5. Η βασική ιδέα είναι ότι οι επαγγελματίες, θέλοντας να διαφυλάξουν και να προαγάγουν το κύρος και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν στην κατεύθυνση της πρόληψης και αποφυγής καταχρηστικών επαγγελματικών πρακτικών, διαμορφώνουν μέσω του συλλογικού οργάνου τους, ορισμένους κανόνες που αυτοδεσμεύονται να τηρούν. Οι κανόνες που υιοθετούνται με τον τρόπο αυτό δεν έχουν νομικά υποχρεωτικό χαρακτήρα. Η τήρησή τους διασφαλίζεται καταρχήν από την αποδοχή τους εκ μέρους των επαγγελματιών και από την ανάγκη που εκφράζεται μέσω των κανόνων για την προαγωγή του επαγγέλματος και την εδραίωση της εμπιστοσύνης του συναλλακτικού κοινού σε αυτό.
6. Η προέλευση των κανόνων δεοντολογίας από τους ίδιους τους επαγγελματίες, συνδέει άμεσα την έννοια της δεοντολογίας με εκείνη της αυτορρύθμισης, την μέθοδο δηλαδή ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία οι συντάκτες των κανόνων που υιοθετούνται, αυτοδεσμεύονται να τους τηρούν και είναι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση της εφαρμογής τους. Η αυτορρύθμιση αποτελεί με τη σειρά της ένα
από τα κύρια μέσα έκφρασης του λεγόμενου «ήπιου» ή, με άλλη ορολογία, «μαλακού» δικαίου (soft law). Για την περιγραφή της έννοιας του ήπιου δικαίου έχουν προταθεί αρκετοί ορισμοί από την θεωρία, οι οποίοι διαφοροποιούνται μεταξύ τους, ιδίως, σε ό,τι αφορά την έκταση και την χροιά του ιδιότυπου αλλά και χαρακτηριστικότερου στοιχείου των κανόνων του, που είναι η έλλειψη νομικά εξαναγκαστού χαρακτήρα[3]. Γίνεται όμως γενικά αποδεκτό ότι οι κανόνες ήπιου δικαίου είναι «μη εξαναγκαστοί ή χαλαροί (γραπτοί πάντως) κανόνες συμπεριφοράς απορρέοντες
από επαγγελματικές συνήθειες, αντιλήψεις περί ηθικής των συναλλαγών, κανόνες δεοντολογίας, υποδείγματα επιχειρηματικής οργάνωσης («best practices», π.χ. κανόνες της corporate governance), σε κάθε περίπτωση δε χωρίς opinio necessitatis»[4], καθώς με τον ορισμό αυτόν αποδίδονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας, αφήνοντας παράλληλα αρκετά περιθώρια ερμηνείας σε ό,τι αφορά το στοιχείο του νομικά εξαναγκαστού χαρακτήρα των κανόνων του, που αποτελεί και το κατεξοχήν αντικείμενο διερεύνησης.
7. Σε εθνικό επίπεδο, οι κώδικες δεοντολογίας που πηγάζουν από την αυτορρύθμιση, προέρχονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων από τις αντίστοιχες αρμόδιες ενώσεις επαγγελματιών και σωματεία, που δραστηριοποιούνται στον χώρο και προασπίζονται καταρχήν τα συμφέροντα του κλάδου τους. Το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κωδίκων αφορά συνήθως τις αντίστοιχες υπηρεσίες που παρέχονται σε εθνικό επίπεδο, ενώ οι αποδέκτες τους είναι κατά βάση τα μέλη της αρμόδιας ένωσης επαγγελματιών, χωρίς να αποκλείεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις η επέκταση της «ισχύος» τους και σε τρίτα μέρη μη μέλη της ένωσης επαγγελματιών. Εν προκειμένω, με τον κώδικα δεοντολογίας του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος προβλέπονται ιδίως οι υποχρεώσεις του δικαιοπαρόχου και των κατ’ ιδίαν δικαιοδόχων στο πλαίσιο ενός δικτύου franchise, ρυθμίσεις αναφορικά με την ανεύρεση δικαιοδόχων, τη διαφήμιση και τη γνωστοποίηση εγγράφων και στοιχείων για τη σχέση franchise, καθώς επίσης και ρυθμίσεις για τη σύμβαση franchise και ειδικότερα τον τύπο και το περιεχόμενο αυτής, καθορίζοντας τους στοιχειωδώς ελάχιστους όρους που θα πρέπει να περιέχει η σύμβαση franchise.
8. Η διερεύνηση της φύσης των κανόνων που προέρχονται από τις ενώσεις αυτές, προϋποθέτει καταρχήν την εξέταση της νομικής φύσης των ίδιων των ενώσεων από τις οποίες προέρχονται οι κανόνες. Οι ενώσεις αυτές έχουν συνήθως την μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και οι εξουσίες τους καθορίζονται από τη νομοθεσία και το καταστατικό τους. Η υιοθέτηση κωδίκων δεοντολογίας από τις ενώσεις αυτές, εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του σκοπού τους, που είναι η προαγωγή του επαγγέλματος που εκπροσωπούν και των συμφερόντων του κλάδου. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος, προβλέπεται ρητά ως σκοπός του Σωματείου, σύμφωνα με το καταστατικό του[5], η υιοθέτηση του κώδικα δεοντολογίας της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Franchise με όσες προσθήκες θεωρεί αναγκαίες και η προβολή, επιβολή και εξασφάλιση της συμμόρφωσης των μελών με τις επιταγές του. Στο πλαίσιο αυτό, η υιοθέτηση και διασφάλιση της τήρησης του κώδικα από τα μέλη του αποτελεί καταστατικό σκοπό του εν λόγω σωματείου. Κατά συνέπεια, τυχόν καταστρατηγήσεις και παραβάσεις των μελών του Συνδέσμου έχουν τις προβλεπόμενες στο καταστατικό[6] και τη νομοθεσία συνέπειες.
9. Παρά το γεγονός ότι η νομική φύση του καταστατικού του σωματείου αμφισβητείται, γίνεται δεκτό ότι από τη στιγμή που το σωματείο ιδρυθεί, το καταστατικό αποκτά κανονιστικό χαρακτήρα[7]. Κατά συνέπεια, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα μέλη του σωματείου εκ του καταστατικού του έχουν κανονιστική ισχύ. Όπως είναι γνωστό, οι κύριες απόψεις που επικρατούν για τη νομική φύση του καταστατικού του σωματείου είναι η συμβατική ή δικαιοπρακτική θεωρία, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για σύμβαση ή πολυμερή δικαιοπραξία, και η κανονιστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για κανονιστική πράξη. Όπως σημειώνεται όμως στην θεωρία: «Οι κανόνες αυτοί απευθύνονται προς τα μέλη του σωματείου –όχι μόνο τα ιδρυτικά, ή τα υπάρχοντα κατά την τροποποίηση του καταστατικού, αλλά και τα μέλλοντα, τα οποία με τη συμμετοχή τους στο σωματείο υποβάλλονται σε αυτούς – και προς τους τρίτους (που συναλλάσσονται με το σωματείο). Έτσι ορθά υποστηρίζεται (Γαζής) συνδυασμός της συμβατικής και της κανονιστικής θεωρίας ως προς τη φύση του καταστατικού: «Το καταστατικόν δημιουργείται μεν δια δικαιοπραξίας, αφ’ ης δε το σωματείον λάβη ύπαρξιν αποκτά τούτο κανονιστικόν χαρακτήρα». Κατά συνέπεια, η πρόβλεψη εν προκειμένω στο καταστατικό του Συνδέσμου της υιοθέτησης του ευρωπαϊκού κώδικα franchising και της διασφάλισης της συμμόρφωσης των μελών με τις επιταγές του ως σκοπού του Συνδέσμου έχει κανονιστικό χαρακτήρα και ισχύ.
10. Γίνεται επίσης δεκτό ότι το σωματείο έχει πειθαρχική εξουσία στα μέλη του, ο τρόπος άσκησης της οποίας ρυθμίζεται στο καταστατικό του. Στα πειθαρχικά παραπτώματα εντάσσονται, ενδεικτικά, οι παραβάσεις από τα μέλη της νομοθεσίας, των διατάξεων του καταστατικού, των αποφάσεων των καταστατικών οργάνων και εν γένει η καταστρατήγηση των συμφερόντων του σωματείου[8]. Οι πειθαρχικές ποινές ορίζονται στο καταστατικό και είναι, συνήθως, η επίπληξη, η επιβολή προστίμου και η αποβολή του μέλους, ενώ επιβάλλονται ανάλογα με την σοβαρότητα της παράβασης.
11. Έτσι, οι κώδικες δεοντολογίας που προέρχονται από ενώσεις επαγγελματιών, είτε επειδή εντάσσονται στον καταστατικό τους σκοπό, είτε επειδή – στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων – αποτελούν απόφαση των καταστατικών τους οργάνων, επιφέρουν ή δύνανται να επιφέρουν, ανάλογα με την ειδικότερη μορφή τους, νομικές συνέπειες και κυρώσεις στις περιπτώσεις μη τήρησή τους και με την έννοια αυτή αποκτούν – έμμεσα τουλάχιστον – νομική ισχύ.
12. Περαιτέρω, για τη νομική φύση των κωδίκων δεοντολογίας έχουν εν γένει υποστηριχθεί αρκετές θεωρίες, η συστηματική μελέτη και προσέγγιση των οποίων εκφεύγει βέβαια του αντικειμένου του παρόντος σχολίου. Για τη σχολιαζόμενη απόφαση ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη, σύμφωνα με την οποία, οι κώδικες δεοντολογίας ως «συστήματα κανόνων που ισχύουν στους κόλπους μικρότερων του κράτους κοινωνικών ομάδων ή οργανώσεων ...» αποτελούν πολυμερείς δικαιοπραξίες[9].
13. Όπως είναι γνωστό, ουσιώδες στοιχείο της δικαιοπραξίας είναι η ηθελημένη έννομη συνέπεια, με την έννοια ότι ο δηλών πρέπει να επιθυμεί να επιφέρει με τη δήλωσή του συγκεκριμένο έννομο αποτέλεσμα. Εκτός όμως από την δήλωση βουλήσεως, για να επέλθει η ηθελημένη έννομη συνέπεια, και να είναι έγκυρη η δικαιοπραξία, θα πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες προβλέπονται στο νόμο και αποτελούν τις προϋποθέσεις του κύρους της δικαιοπραξίας. Τέτοιες προϋποθέσεις αποτελούν, ενδεικτικά, η μη αντίθεση της δικαιοπραξίας με τον νόμο ή τα χρηστά ήθη, η δικαιοπρακτική ικανότητα του δηλούντος και οι προϋποθέσεις εν γένει που ορίζει ο νόμος ανάλογα με τη δικαιοπραξία. Με άλλα λόγια, η επέλευση της έννομης συνέπειας της δήλωσης βούλησης του δικαιοπρακτούντος δεν μπορεί να υπάρξει εάν δεν συντρέχει το σύνολο των νομικών γεγονότων, από τα οποία ο νόμος εξαρτά την επέλευσή της.
14. Είναι γνωστό επίσης ότι η δικαιοπραξία μπορεί να είναι μονομερής, να περιλαμβάνει δηλαδή τη δήλωση βουλήσεως ενός μόνο προσώπου, μπορεί όμως να είναι και πολυμερής και να περιέχει δηλώσεις βουλήσεως δύο ή περισσότερων προσώπων. Στην τελευταία περίπτωση, οι επιμέρους δηλώσεις βουλήσεως – οι οποίες μπορεί είτε να βαίνουν παράλληλα, είτε να αντιτίθενται μεταξύ τους – συναποτελούν από κοινού το ειδικό πραγματικό της πολυμερούς δικαιοπραξίας. Οι πολυμερείς δικαιοπραξίες διακρίνονται περαιτέρω σε συμβάσεις, συνδικαιοπραξίες και αποφάσεις. Διερευνητέο, κατά συνέπεια, είναι το εάν υπάρχει δικαιοπρακτική βούληση των συντακτών και αποδεκτών του κώδικα, εάν δηλαδή με τη δήλωση βουλήσεώς τους επιθυμούν την επέλευση συγκεκριμένης έννομης συνέπειας και εάν έχουν πρόθεση νομικής δεσμεύσεως. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολο να δοθεί γενικευμένα και θα πρέπει κάθε περίπτωση να αξιολογείται ξεχωριστά συνεκτιμώντας τα ειδικά χαρακτηριστικά που έχει και τις συνθήκες που τη συνοδεύουν.
15. Σε ό,τι αφορά, τον κώδικα δεοντολογίας του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος, θα πρέπει να επισημάνουμε καταρχήν ότι, όπως ορίζεται στην εισαγωγή του, ο κώδικας αυτός έχει ως θεμέλιό του τον κώδικα που καθιέρωσε η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Franchise (EFF). Τα μέλη της EFF είναι οι εθνικοί σύνδεσμοι franchise ή ομοσπονδίες συσταθείσες στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον ευρωπαϊκό κώδικα δεοντολογίας για το franchising, με τη συμμετοχή τους στην EFF τα μέλη της αποδέχονται τον κώδικα, αναλαμβάνουν να μην τον καταργούν ή να μην τον τροποποιούν με οποιοδήποτε τρόπο και δεσμεύονται να επιβάλλουν στα μέλη τους την υποχρέωση να σέβονται και να εφαρμόζουν τις διατάξεις του. Στην προσθήκη και ερμηνεία δε του κώδικα, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού και εγκρίθηκε από την EFF, προβλέπεται ότι ο κώδικας αποτελεί μέρος της εγγράφου συμφωνίας μέλους μεταξύ του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος και των εταιριών μελών του. Ορίζεται επίσης ότι κάθε παράβαση του κώδικα δεοντολογίας από οποιοδήποτε μέλος του Συνδέσμου, θα θεωρείται παράβαση της συμφωνίας μέλους μεταξύ αυτού και του Συνδέσμου που θα εξετάζεται από το Πειθαρχικό του Συμβούλιο για κάθε σχετική συνέπεια. Στο πλαίσιο αυτό, ο κώδικας αποτελεί μέρος της συνδικαιοπραξίας που ισχύει μεταξύ του Συνδέσμου και των μελών του, το ειδικό πραγματικό της οποίας περιέχει τις δηλώσεις βουλήσεως των μελών, οι οποίες είναι όμοιες, δηλαδή βαίνουν παράλληλα – και όχι αντίθετα όπως στις συμβάσεις – και κατευθύνονται από κοινού στην παραγωγή του ίδιου έννομου αποτελέσματος. Με την έννοια αυτή, η εκτίμηση του δικαστηρίου ότι η ρύθμιση του άρθρου 5 του κώδικα, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης, έχει συμβατικό χαρακτήρα, προβληματίζει, καθώς δεν γίνεται κατανοητό από που συνάγεται ο συμβατικός χαρακτήρας του κώδικα. Επισημαίνεται επίσης ότι ανεξάρτητα από τον συμβατικό ή μη χαρακτήρα των ρυθμίσεων του κώδικα – άποψη με την οποία δεν συμφωνούμε για τη συγκεκριμένη τουλάχιστον περίπτωση – στην προσθήκη του κώδικα προβλέπεται επίσης ότι ο ίδιος δεν αποτελεί μέρος της συμβατικής σχέσης μεταξύ Δικαιοπαρόχου και Δικαιοδόχου, εκτός εάν αυτό έχει ρητά δηλωθεί από τον Δικαιοπάροχο. Κατά συνέπεια, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ελεγχθεί εάν στη σύμβαση μεταξύ των δύο μερών υπάρχει ρητή δήλωση για το εάν ο κώδικας αποτελεί μέρος της συμβατικής σχέσης. Σε διαφορετική περίπτωση, οι διατάξεις του δεν είναι δυνατό να επηρεάσουν το κύρος της μεταξύ τους σύμβασης.
16. Οι σκέψεις αυτές αναφέρονται στο συγκεκριμένο κώδικα δεοντολογίας, του οποίου γίνεται επίκληση στη σχολιαζόμενη απόφαση. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι οποιεσδήποτε γενικεύσεις ενέχουν σημαντικούς κινδύνους, καθώς η ποικιλομορφία που διακρίνει τους κώδικες δεοντολογίας σε σχέση με τις προθέσεις των μερών που προβαίνουν στην υιοθέτησή τους, τη διαδικασία που ακολουθείται για την θέσπισή τους, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενό τους, δεν επιτρέπει γενικεύσεις.
17. Χαρακτηριστική στο πλαίσιο αυτό είναι μια απόφαση του γαλλικού Ανώτατου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τον Κώδικα Δεοντολογίας την Ένωσης Ορκωτών Λογιστών[10]. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Εφετείο είχε κηρύξει άκυρη τη σύμβαση που είχε συνάψει ένας λογιστής, λόγω του ότι το είδος της αμοιβής που προβλεπόταν σε αυτήν, απαγορευόταν από τον αντίστοιχο επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας. Στη συνέχεια όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφετείου, κρίνοντας ότι οι κανόνες δεοντολογίας, των οποίων το αντικείμενο είναι ο καθορισμός των καθηκόντων των μελών της ένωσης επαγγελματιών, δεν μπορούν να επιφέρουν παρά μόνο πειθαρχικές κυρώσεις και με την έννοια αυτή, δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί μια σύμβαση άκυρη για μόνο τον λόγο ότι με αυτήν παραβιάζονται κανόνες του κώδικα δεοντολογίας. Η απόφαση του Εφετείου βασιζόμενη σε αυτήν την παράβαση των κανόνων δεοντολογίας, χωρίς να ελέγξει εάν η υπό κρίση σύμβαση ήταν παράνομη και άκυρη λόγω αντίθεσής της στη δημόσια τάξη, στερείται νομικής βάσης κατά την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Πρόκειται για μια απόφαση, που εκφράζει την πάγια μέχρι αρκετά πρόσφατα, θέση της γαλλικής νομολογίας, η οποία επιδοκιμάστηκε από την θεωρία. Ο Jacques Mestre σχολιάζοντας την απόφαση αυτή, παρατηρεί ότι πράγματι, η έννοια της δημόσιας τάξης είναι ήδη αρκετά «διευρυμένη» στο γαλλικό δίκαιο και δεν μπορεί να προσδιορίζεται περαιτέρω από τους κανόνες δεοντολογίας μιας ένωσης επαγγελματιών, η οποία, κατά την άποψή του, δεν εξυπηρετεί παρά τα ειδικότερα συμφέροντα της συγκεκριμένης κατηγορίας επαγγελματιών. Ο συγγραφέας επισημαίνει, παρά ταύτα ότι η επαγγελματική δεοντολογία και η δημόσια τάξη δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν δύο τελείως διαφορετικές έννοιες, καθώς στους κανόνες δεοντολογίας, ενυπάρχει ταυτόχρονα η επιδίωξη του γενικότερου συμφέροντος όχι μόνο των ιδίων των επαγγελματιών, αλλά και των συναλλασσομένων με αυτούς. Για τον λόγο αυτό, ορθά, κατά την άποψή του, το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει ότι η παράβαση των κανόνων δεοντολογίας και μόνο δεν αρκεί για την κήρυξη της ακυρότητας της σύμβασης, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι θα πρέπει, κατά περίπτωση, να εξετάζεται κατά πόσο η παράβαση των κανόνων αυτών, αντιτίθεται ταυτόχρονα στη δημόσια τάξη. Περαιτέρω, η κρίση του δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, η μη τήρηση του κώδικα δεοντολογίας δεν επιφέρει παρά μόνο πειθαρχικές κυρώσεις, κρίνεται επίσης υπερβολικά στενή, καθώς δεν αποκλείεται να επιφέρει και άλλου είδους κυρώσεις, κατά περίπτωση[11].
18. Σε κάθε περίπτωση, η υιοθέτηση κωδίκων δεοντολογίας από τους επαγγελματίες ως μέσου έκφρασής τους, αλλά και ως του καταλληλότερου, κατά την κρίση τους, μέσου για την πραγμάτωση των στόχων που επιδιώκουν, αρκεί για να προσδίδει σε αυτούς αυτονομία και αυθυπαρξία. Με την έννοια αυτή, η ένταξη των κωδίκων σε κάποια από τις γνωστές και αναγνωρισμένες μορφές και κατηγορίες του δικαίου, φαίνεται να αποτελεί εσφαλμένη αντιμετώπιση του όλου φαινομένου. Τίθεται, δηλαδή το θέμα της ενδεχόμενης σκοπιμότητας θεώρησης των κωδίκων δεοντολογίας ως autorités de fait και sui generis κανόνων, για τους οποίους το κέντρο βάρους μετατίθεται από την νομική τους φύση στην πραγματικότητα που εξυπηρετούν και την κατ’ αποτέλεσμα ισχύ τους.
Χριστίνα Λιβαδά
DEA - Ειδική Νομ. Σύμβουλος
στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών
[1]. Οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις δεν είναι πολλές. Σε αυτό συμβάλλει, μεταξύ άλλων, η μικρή σχετικά διάδοση και εξοικείωση με την έννοια της αυτορρύθμισης και των κωδίκων δεοντολογίας στην ελληνική πραγματικότητα, η διστακτικότητα επίκλησης – και από τους ίδιους τους επαγγελματίες – των κωδίκων στα δικαστήρια, στο μέτρο που η νομική τους φύση δεν είναι συχνά ξεκάθαρη, και τέλος το ότι επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό η επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν μέσω των προβλεπόμενων σε αυτούς εσωτερικών μηχανισμών. Ενδεικτικής μνείας αξίζει η πρόσφατη απόφαση του ΑΠ 1219/2001, στην οποία όμως γίνεται απλώς αναφορά στον Κώδικα Τραπεζικής Δεοντολογίας της ΕΕΤ, χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε κάποιου είδους αξιολόγηση της νομικής του φύσης (Βλ. Ι. Καράκωστα, Γενικοί Όροι των Τραπεζικών Συναλλαγών, σελ. 73 επ.). Σημειωτέον τέλος, ότι σε τούτο το σχόλιο αναφερόμαστε αποκλειστικά στους κώδικες δεοντολογίας με την παραδοσιακή έννοια του όρου, δηλαδή στους κώδικες που προέρχονται από την αυτορρύθμιση των επαγγελματιών και όχι σε όσους έχουν αμιγώς νομοθετικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. ο κώδικας δεοντολογίας των ΕΠΕΥ.
[2]. Το ζήτημα της νομικής φύσης των κωδίκων δεοντολογίας απαιτεί λόγω της ποικιλομορφίας και των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν ειδική και εκτεταμένη μελέτη, σαφώς εξερχομένη των ορίων του παρόντος σχολίου, το οποίο περιορίζεται σε μερικές μόνο σκέψεις με αφορμή τη συγκεκριμένη απόφαση.
[3]. Βλ. ιδίως, Α. Φατούρο, «Προλεγόμενα στη μελέτη του μαλακού δικαίου», ΕΕΕυρΔ 1994, σελ. 986, K. C. Wellens, G. M. Borchardt, «Soft Law in European Community Law», European Law Review, 1989, ιδίως σελ. 272-273.
[6]. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2β του καταστατικού του Συνδέσμου Franchise της Ελλάδος, η αποδεδειγμένη παραβίαση του κώδικα δεοντολογίας από μέλος του σωματείου αποτελεί, σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία, λόγο διαγραφής του μέλους αυτού από το σωματείο.
[7]. Βλ. Ι. Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές, Τεύχος Α΄, σελ. 265, όπου αναφέρεται και στις δύο απόψεις για τη νομική φύση του καταστατικού και προτείνει το συνδυασμό τους. Α. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 157. Σ. Βλαστό, Αστικά σωματεία, Συνδικαλιστικές και Εργοδοτικές Οργανώσεις, σελ. 87 επ.
[8]. Βλ. Ι. Σπυριδάκη, Γενικές Αρχές, Τεύχος Α΄, σελ. 287 επ. Σ. Βλαστό, Αστικά σωματεία, Συνδικαλιστικές και Εργοδοτικές Οργανώσεις, σελ. 149 επ.
[10]. Βλ. Cour de Cassation, 1ère chambre civile, 5 novembre 1991, JCP 1992, ed. E II, 255, Revue trimestrielle de droit civil (1992), σελ. 381 επ., σχόλιο Jacques Mestre. Για μια αναλυτική παρουσίαση της γαλλικής νομολογίας σε ό,τι αφορά τους κώδικες δεοντολογίας εν γένει, βλ. F. Osman, «Avis, directives, codes de bonne conduite, recommandations, déontologie, éthique, etc.: réflexion sur la dégradation des sources privées du droit», Rev. trim. de droit civil, 1995, σελ. 509 επ.