ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Για να ανοίξετε το σύνολο της νομολογίας του Γ' τεύχους του έτους 2003 πατήστε εδώ
Ανεπίτρεπτη η προσωπική κράτηση για χρέη προς τα νπδδ
Η επιβολή του μέτρου της προσωπικής κράτησης που προβλέπεται νομοθετικά ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως για απαιτήσεις του Δημοσίου, δεν επιτρέπεται για απαιτήσεις των νπδδ, όπως το ΙΚΑ. (Αντίθ. μειοψηφία έξη Συμβούλων και ενός Παρέδρου).
Σημείωση
Αντί άλλου σχολιασμού ακολουθεί η σχετική μελέτη του Επίκουρου Καθηγητή Νομικής ΔΠΘ Διονύση Φιλίππου, η οποία εκπονήθηκε με αφορμή τη δημοσιευόμενη απόφαση.
Διονύσης Φιλίππου
Επίκουρος Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ
1. Εισαγωγή
Άκρως σημαντική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου που αφορά στη συνταγματικότητα του μέτρου της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το ΙΚΑ. Αναμφίβολα, ο θεσμός της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο και τα λοιπά ΝΠΔΔ, εκτός από τις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες που συνεπάγεται η εφαρμογή του, στο βαθμό που συνιστά καθημερινή διοικητική πρακτική, εγείρει και μια σειρά καίριων νομικών ζητημάτων που περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από τον άξονα της συνταγματικότητας ή μη του μέτρου αυτού.
2. Η διαρρύθμιση του θεσμού της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο και τα λοιπά ΝΠΔΔ
Η προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων γενικά, και ως μέσο διοικητικής εκτέλεσης κατά οφειλετών του Δημοσίου, ειδικότερα, έχει πλούσια ιστορική διαδρομή[1].
Κατά τον ΝΕΔΕ[2], που αποτέλεσε το πλέγμα εκείνο των διατάξεων που συστηματοποίησε το θεσμό αυτό, η επιβολή του μέτρου της προσωπικής κράτησης κατά του οφειλέτη επαφιόταν στη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή του αρμόδιου Ταμείου. Ακόμη προβλεπόταν η απαγόρευση της λήψης του μέτρου αυτού κατά ορισμένων κατηγοριών οφειλετών, (όπως π.χ. οι έχοντες συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, και οι ακτήμονες), ενώ προβλεπόταν και η χρονική διάρκεια της κράτησης.
Στα μέσα διοικητικής εκτέλεσης, ο ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974) περιλαμβάνει και την προσωπική κράτηση, χωρίς να διαφοροποιείται ουσιωδώς από τις βασικές ρυθμίσεις του προγενέστερου νομοθετήματος. Ειδικότερα, εκτός των άλλων, προβλέπεται η προσωπική κράτηση διαφόρων κατηγοριών οφειλετών, ενώ η μέγιστη διάρκειά ορίζεται σε δύο έτη.
Ο ν. 1867/1989[3] απέβλεπε προεχόντως στην εναρμόνιση και συμπόρευση του θεσμού της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο προς το πλέγμα των συνταγματικών διατάξεων που συγκροτούν τον εννοιολογικό πυρήνα του σύγχρονου Κράτους Δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η προσωπική κράτηση εκτελείται μόνο μετά από τελεσίδικη απόφαση των αρμοδίων Διοικητικών Δικαστηρίων. Παράλληλα δε, οριζόταν κατά τρόπο ρητό, ότι: «Το αρμόδιο κατά τις διατάξεις της παρ. 2 δικαστήριο, αποφασίζει την προσωπική κράτηση αν κρίνει ότι το μέτρο αυτό είναι, ιδίως ενόψει του χρέους, αναγκαίο και πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους καθώς και ότι η λήψη του μέτρου αυτού είναι το μόνο κατ’ αποκλεισμό κάθε άλλου προβλεπομένου από τις κείμενες διατάξεις αναγκαστικού μέτρου είσπραξης δημοσίων εσόδων, ικανοποίησης της σχετικής απαίτησης. Το δικαστήριο κρίνει με βάση οποιαδήποτε κατάλληλα αποδεικτικά μέσα ακόμη και αν δεν τα επικαλέστηκαν οι διάδικοι»[4]. Με τη διάταξη αυτή, συνεπώς, η το έσχατο αυτό μέτρο διοικητικής εκτέλεσης πρέπει λαμβάνεται με γνώμονα το ουσιαστικό περιεχόμενο της αρχής της αναλογικότητας.
Οι εισπρακτικές, όμως, ανάγκες του Δημοσίου υπαγόρευσαν την τροποποίηση του ως άνω «φιλελεύθερου» για την εποχή του νομοθετήματος, με τη θέσπιση του ν. 2065/1992[5]. Συγκεκριμένα, η λήψη του μέτρου αυτού, η οποία επιβάλλεται πλέον με απόφαση του Προέδρου του αρμοδίου Διοικητικού Πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ καταργείται η διάταξη περί καθιέρωσης της αρχής της αναλογικότητας.
Με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1997), ο θεσμός της προσωπικής κράτησης διαρρυθμίζεται εκ νέου τόσο από άποψη ουσιαστικού όσο και δικονομικού δικαίου (άρθρα 231-243)[6]. Στο πλαίσιο αυτό, όλα τα συναφή επί μέρους θέματα που συναπαρτίζουν το συνεκτικό ιστό του θεσμού αυτού, τέθηκαν σε νέες βάσεις σε μια προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» αυτού. Ως εκ τούτου, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου, η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί λήψης του μέτρου αυτού, η εκδίκαση, η εξουσία του δικαστηρίου, η εκτέλεση της απόφασης, η αίτηση απόλυσης του κρατουμένου, τα ένδικα μέσα και οι αντιρρήσεις κατά τη σύλληψη ρυθμίζονται κατά τρόπο διεξοδικό και εξαντλητικό, με βάση τις ρυθμίσεις του ν. 1867/1989 και τις νομολογιακές εξελίξεις.
Ειδικότερα δε, για το θέμα της προσωπικής κράτησης των οφειλετών για χρέη προς το ΙΚΑ, συναφείς είναι οι διατάξεις των άρθρων 91 παρ. 1 του ΚΕΔΕ, 18 ν. 1469/1984 και κυρίως του 27 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, σύμφωνα με το οποίο: «Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ και των συνεισπραττομένων από αυτό εσόδων τρίτων οργανισμών εφαρμόζονται ανάλογα και για την είσπραξη των εσόδων του ΙΚΑ...».
3. Η συνταγματικότητα του μέτρου της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο και τα λοιπά ΝΠΔΔ
Η προσωπική κράτηση αποτέλεσε το πεδίο θεωρητικού προβληματισμού[7], αντιπαράθεσης και διαλόγου από τους εκπροσώπους της θεωρίας, ενώ παράλληλα απασχόλησε κατά καιρούς τα δικαστήρια σχεδόν όλων των βαθμίδων. Δικαιολογημένα δε, άλλωστε, αφού, ως το έσχατο και επαχθές μέσο διοικητικής εκτέλεσης για την αναγκαστική ικανοποίηση των βεβαιωθέντων χρεών αποτελεί μέτρο, το οποίο συνεπάγεται τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, στο βαθμό που με την εκτέλεση αυτού, ο οφειλέτης, χωρίς τη θέλησή του, κρατείται σε ορισμένο στενά οριοθετημένο μέρος.
Συνεπώς, το ερώτημα εάν το μέσο αυτό διοικητικής εκτέλεσης συνάδει προς τους συναφείς συνταγματικούς κανόνες εν όψει και της επαναοριοθέτησης και ανανοηματοδότησης του κανονιστικού περιεχομένου αυτών μετά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση, καθίσταται άκρως επίκαιρο. Για την απάντηση δε επί τoυ ακανθώδους αυτού ερωτήματος, εισφέρουμε, κατά τρόπο γενικό και συνοπτικό, τα εξής:
i. Στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου αναγορεύεται σε πρωταρχική υποχρέωση των πολιτειακών[8]. Αναμφίβολα, υπό το πρίσμα της ανθρωποκεντρικής αντίληψης κράτους και δικαίου, όλα τα ατομικά δικαιώματα ενέχουν ως κεντρική συνιστώσα την αξία του ανθρώπου και το όλο σύστημα των εγγυήσεων των δικαιωμάτων αυτών, τόσο σε πολιτειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο ενσαρκώνει το σύστημα προστασίας της αξίας του ανθρώπου.
Η αρχή αυτή λειτουργεί και ως ερμηνευτικό κριτήριο των συναφών συνταγματικών διατάξεων και ταυτόχρονα ως γνώμονας συνταγματικής αξιολόγησης των νομοθετικών κανόνων. Αναγνωρίζεται δε, ως ύπατο, απόλυτο μέγεθος που απαιτεί το σεβασμό του από την πολιτεία. Ο σεβασμός δε αυτός, έγκειται κυρίως στη μεταχείριση του ανθρώπου από τα όργανα της κρατικής εξουσίας με ορισμένο τρόπο ή ακριβέστερα στη μη μεταχείρισή του κατά τρόπο που τον υποβιβάζει στο επίπεδο του πράγματος, του μέσου, του αντικαταστατού μεγέθους[9].
Ήδη από τη θέση σε ισχύ του ισχύοντος Συνταγματικού Χάρτη, διατυπώθηκαν οι πρώτες επιστημονικές επιφυλάξεις αναφορικά με τη συνταγματικότητα του θεσμού της προσωπικής κράτησης εν όψει του άρθρου 2 παρ. 1[10].
Η προσωπική κράτηση για τα χρέη προς το Δημόσιο προσβάλλει κατά τρόπο άμεσο και ευθύ το εννοιολογικό περίγραμμα της αξίας του ανθρώπου ως συνταγματικού κανόνα άμεσης ισχύος, αφού στην ουσία πρόκειται για μεταχείριση απαξιωτική της αξιοπρέπειάς του και εκβιαστικής ως προς την προσωπική ελευθερία του. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης χρησιμοποιείται από την κρατική εξουσία ως «μέσο εκβιασμού ως αντικείμενο εγγυοδοσίας»[11].
ii. Στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του ισχύοντος Συντάγματος 1975/ 1986/2001, ορίζεται ότι: «...Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».
Καθίσταται εναργές, ότι με τη διάταξη αυτή προσδιορίζεται η λειτουργική σχέση μεταξύ των συνταγματικά προστατευομένων δικαιωμάτων και των περιορισμών αυτών. Στο πλαίσιο αυτό, κατοχυρώνεται κατά τρόπο ρητό και λιτό η αρχή της αναλογικότητας, όπως είχε αναλυθεί και επεξεργασθεί από τη θεωρία και τη νομολογία[12].
Με τον τρόπο αυτό, η εν λόγω αρχή αναγορευόμενη σε συνταγματική αρχή αποκτά πρόδηλο κανονιστικό περιεχόμενο δεσμεύοντας τις συνταγματικά συντεταγμένες κρατικές λειτουργίες στην εξειδίκευση και εφαρμογή της.
Σύμφωνα, δε με το κανονιστικό περιεχόμενο της εν λόγω αρχής, οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει: 1) να είναι αναγκαίοι, δηλ., «οι ήττον επαχθείς» (αρχή της αναγκαιότητας), 2) να είναι κατάλληλοι για την επιτέλεση του σκοπού για τον οποίο επιβάλλονται (αρχή της καταλληλότητας) και 3) να τελούν σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (αρχή της αναλογικότητας stricto sensu)[13].
Στη διάταξη δε του άρθρου 236 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι, το μέτρο της προσωπικής κράτησης επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση που το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι: «το αναγκαστικό αυτό μέτρο είναι αναγκαίο και πρόσφορο για την εξόφληση του χρέους, καθώς και ότι συνιστά το μόνο ικανό μέσο είσπραξης για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης».
Ως εκ τούτου, η εκ του νόμου προβλεπόμενη καθολική εφαρμογή της αρχής αυτής σε άρρηκτη συνάφεια τελούσα με τις διατάξεις των συνταγματικών κανόνων περί προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, συνεπάγεται τις εξής συνέπειες:
α) Το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κράτησης διατάσσεται μόνο στην περίπτωση που η λήψη του κρίνεται αναγκαία, εν όψει πάντοτε της in concreto πραγματικής κατάστασης. Πρέπει, δηλαδή, να επιλέγεται για την ικανοποίηση ενός συγκεκριμένου σκοπού το ηπιότερο μέτρο και σε περίπτωση αδυναμίας αυτού να γίνεται χρήση του ολιγότερου ήπιου ή επαχθούς μέτρου. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης του αρμοδίου δικαιοδοτικού οργάνου περί της αναγκαιότητας ή μη του μέτρου συνεκτιμώνται και αξιολογούνται διάφορα κριτήρια, όπως π.χ. η εν γένει στάση του οφειλέτη, το επιδειχθέν ενδιαφέρον του για την εξόφληση των χρεών του σε συνδυασμό πάντοτε με τη διαφαινόμενη συνολική περιουσιακή του κατάσταση.
β) Εκτός της αναγκαιότητας που πρέπει να συντρέχει, το μέτρο πρέπει να κριθεί, σε μια δεύτερη φάση ελέγχου, πρόσφορο και κατάλληλο για την πραγμάτωση του συγκεκριμένου σκοπού. Δηλαδή, από τη συνεκτίμηση των διαφόρων στοιχείων και δεδομένων της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, όπως π.χ. η επαγγελματική απασχόληση, οι συνθήκες διαβίωσης, η εν γένει οικογενειακή του κατάσταση, το δικαιοδοτικό όργανο σχηματίζει την άποψή του για την προσφορότητα και καταλληλότητα ή μη του μέτρου.
γ) Στο τρίτο στάδιο, η λήψη του μέτρου δικαιολογείται μόνο αν οι περαιτέρω συνέπειες της επιβολής του δεν είναι δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό[14]. Υπό την έννοια, δηλαδή, της «στάθμισης κόστους και οφέλους» συγκεκριμενοποιούνται και εξειδικεύονται οι συνολικές επιπτώσεις της λήψης του μέτρου, τόσο στην προσωπική κατάσταση του οφειλέτη όσο και στην ικανοποίηση των εισπρακτικών αναγκών του Δημοσίου.
Η διύλιση αυτή του ακραίου και επαχθούς μέτρου της προσωπικής κράτησης υπό το πρίσμα της πολυσύνθετης αρχής της αναλογικότητας καθιστά τη λήψη του μέτρου αυτού αμφίβολης συνταγματικότητας, αφού εκτός των άλλων, η θυσία στην οποία υποβάλλεται ο οφειλέτης στερούμενος την προσωπική του ελευθερία είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι την είσπραξη των οφειλών του Δημοσίου[15].
iii. Ως μέτρο στερητικό της ελευθερίας του προσώπου, η προσωπική κράτηση πρέπει να αξιολογείται και υπό το φως της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 3 του ισχύοντος Συντάγματος, («Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ο νόμος ορίζει»).
Ο πρώτος ερμηνευτικός κανόνας που συνάγεται από την ως άνω προστατευτική της ελευθερίας συνταγματική διάταξη συνίσταται στο ότι, ο περιορισμός ή η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να προβλέπεται σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου και να έχει γενικό και αντικειμενικό περιεχόμενο[16]. Κατά την ερμηνευτική προσέγγιση των νομοθετικών διατάξεων που περιέχουν περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να εκτιμάται δεόντως και να υπογραμμίζεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο το σύστημα εγγυήσεων («περιορισμοί των περιορισμών»), με το οποίο οριοθετούνται τα προβλεπόμενα από τον κοινό νομοθέτη όρια στην άσκηση αυτών.
Με γνώμονα τις ανωτέρω σύντομες επισημάνσεις απολήγουμε στο συμπέρασμα ότι, ο «αναχρονιστικός» θεσμός της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο αντιτίθεται σε μια σειρά συνταγματικών κανόνων και η εφαρμογή του δεν προσιδιάζει στα πλαίσια της λειτουργίας του σύγχρονου Κράτους Δικαίου.
4. Η ΣτΕ 1623/2002 (ΣΤ΄ Τμήμα) περί προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο και το ΙΚΑ
Η απόφαση αυτή της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου θεωρείται ιδιαίτερα καθοριστική για το μέλλον του θεσμού της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο και τα λοιπά ΝΠΔΔ, αφού πραγματεύεται αφενός μεν το θέμα που αφορά στην επέκταση των διατάξεων περί προσωπικής κράτησης και στα λοιπά ΝΠΔΔ (ΙΚΑ), αφετέρου δε το θέμα της συνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας[17].
Όσον αφορά στο πρώτο ζήτημα, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, υπό το καθεστώς του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν δικαιούνται τα λοιπά ΝΠΔΔ (συμπεριλαμβανομένου και του ΙΚΑ) να υποβάλουν αίτηση για προσωπική κράτηση των οφειλετών τους. Τούτο δε οφείλεται στο ότι, στις διατάξεις του άρθρου 233 παρ. 1 ορίζεται κατά τρόπο ρητό ποιοι νομιμοποιούνται ενεργητικώς στην υποβολή της σχετικής αίτησης, ήτοι αναφέρονται μόνο τα όργανα του Δημοσίου (Προϊστάμενος της ΔΟΥ ή Τελωνείου) και όχι άλλων ΝΠΔΔ.
Το κρισιμότερο, όμως, θέμα που απασχόλησε την απόφαση αυτή, εστιάζεται στη συνταγματικότητα των διατάξεων των άρθρων 231 επ. του Κώδικα, όπου διαρρυθμίζεται ο θεσμός της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο.
Συγκεκριμένα, η απόφαση έκρινε ότι, οι διατάξεις αυτές αντίκεινται σε ένα πλέγμα συνταγματικών κανόνων (2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 20 παρ. 1, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 1). Η μη εναρμόνιση δε των διατάξεων του Κώδικα προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις έγκειται στο ότι, οι διατάξεις αυτές δεν περιέχουν λεπτομερειακή αναφορά των θεμάτων εκείνων που θεωρούνται αναγκαία για τη διύφανση του θεσμού της προσωπικής κράτησης.
Ειδικότερα, η απόφαση, αναφορικά με το ζήτημα της αναγκαιότητας της λήψης του επαχθούς αυτού μέτρου αυτού δέχεται ότι, εφόσον το μέτρο της προσωρινής στέρησης της ατομικής ελευθερίας του οφειλέτη αποσκοπεί στην εξεύρεση των αναγκαίων πόρων για την αποπληρωμή του χρέους του, η λήψη του μέτρου αυτού θα «εδικαιολογείτο ίσως μόνον στην περίπτωση κατά την οποία το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ επεκαλείτο και απεδείκνυε δόλιες ενέργειες προς απόκρυψη των περιουσιακών στοιχείων και προσπάθεια εξαγωγής τους στην αλλοδαπή». Σχετικά με το σημαντικό θέμα του ποιος φέρει το βάρος της αποδείξεως της αναλογικότητας του μέτρου, στην απόφαση επισημαίνεται ότι, στις σχετικές διατάξεις δεν ορίζεται ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως της αναλογικότητας του μέτρου, αν και θα έπρεπε να ορίζεται ως υπόχρεος προς τούτο το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ, το οποίο «δύναται ευχερώς να διαπιστώσει εν όψει της συγχρόνου τεχνολογίας που διαθέτει την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη του».
Επιπλέον δε, τονίζεται ότι, η αντίθεση προς τις ως άνω προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις επιτείνεται και από άλλες ρυθμίσεις, π.χ. η κατάργηση του ορίου ηλικίας πέραν του οποίου δεν είναι δυνατή η προσωπική κράτηση, η δυνατότητα εκ νέου προσωπικής κράτησης μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την εκτέλεση της προηγούμενης απόφασης καθώς και η ανυπαρξία πρόβλεψης κρατήσεως του οφειλέτη σε ιδιαίτερο χώρο ή σε ιδιαίτερη πτέρυγα φυλακών[18].
Με την παράθεση των σκέψεων αυτών το Δικαστήριο έκρινε ότι, εν όψει των διατάξεων 100 παρ. 5 του Συντάγματος και 14 παρ. 2 και 4 του π.δ. 18/89, τα θέματα αυτά, ήτοι α) της δυνατότητας του ΙΚΑ να υποβάλλει αίτηση για προσωπική κράτηση των οφειλετών του και β) της συνταγματικότητας των συναφών διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας πρέπει να παραπεμφθούν στην ολομέλεια.
5. Η ΟλομΣτΕ 2858/2003 για την προσωπική κράτηση για χρέη προς το ΙΚΑ
Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ασχολήθηκε μόνο με το θέμα της δυνατότητας ή μη της υποβολής της αίτησης για την προσωπική κράτηση οφειλετών χρεών προς τα λοιπά ΝΠΔΔ, όπως το ΙΚΑ.
Σε μια λακωνική σκέψη, η απόφαση υιοθέτησε την άποψη ότι: «…η οποία (δηλ., η προσωπική κράτηση) επιτρέπεται μόνον προκειμένου περί απαιτήσεων του Δημοσίου, όχι δε και των λοιπών ν.π.δ.δ., ως το ΙΚΑ. Τούτο προκύπτει σαφώς εκ της γραμματικής διατυπώσεως των άρθρων 233 παρ. 1, 232 και 233 του ΚΔΔ, τα οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, υπό το φως των άρθρων 5 παρ. 3 του Συντάγματος και 7 της ΕΣΔΑ, εν όψει της στερήσεως του ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας που επάγεται δια τον οφειλέτην η επιβολή του μέτρου».
Το Δικαστήριο, δηλαδή, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι, αναφορικά με τη στέρηση του ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας που συνεπάγεται για τον οφειλέτη των χρεών η επιβολή του συγκεκριμένου μέτρου, οι σχετικές προς τούτο διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (άρθρα 231 επ.) πρέπει υπό το πρίσμα των άρθρων 5 παρ. 3 του Συντάγματος και 7 της ΕΣΔΑ να ερμηνεύονται κατά τρόπο στενό.
Αντίθετα, κατά την άποψη της μειοψηφίας, ο νομοθέτης δεν θέλησε (μέσω των διατάξεων του Κώδικα) να καταργήσει τη δυνατότητα που παρέχεται στο ΙΚΑ και στα λοιπά ΝΠΔΔ να ζητούν την προσωπική κράτηση των οφειλετών τους. Δηλαδή, κατά την άποψη αυτή: «Ο νομοθέτης εκφράστηκε στενότερα από ότι ήθελε, όπως άλλωστε έπραξε και σε ολόκληρο του τμήμα περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων (άρθρα 216-230), όπου μνημονεύει αποκλειστικά το Δημόσιο και παραλείπει τα εξομοιούμενα προς τούτο νπδδ. Τούτο μαρτυρεί σαφώς η εισηγητική έκθεση που αναφέρεται στα περί προσωποκρατήσεως πρώτο άρθρο του ΚΔΔ επισημαίνοντας ότι με αυτά αποδίδεται κατά βάση η έως τότε ισχύουσα ρύθμιση».
Αναμφίβολα, το ερώτημα που ανακύπτει εστιάζεται στο εάν η θέσπιση περιορισμών επί των ατομικών δικαιωμάτων της πρέπει να ερμηνεύονται στενά ή μη. Αναμφίβολα, στα πλαίσια του φιλελεύθερου σύγχρονου Κράτους Δικαίου, οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων που επιβάλλονται μόνο με νόμο, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, αποκλειομένης της πληρώσεως νομικών κενών με άλλες ερμηνευτικές μεθόδους (π.χ. με αναλογική εφαρμογή)[19]. Σε περίπτωση δε αμφιβολίας ως προς την ερμηνεία των διατάξεων που καθιερώνουν περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή «in dubio pro libertate»[20].
Στην προκειμένη περίπτωση, η στενή ερμηνεία των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας επιβάλλει, ως προς την προσωπική κράτηση για τα χρέη, τον αποκλεισμό της εφαρμογής τους προκειμένου περί των λοιπών ΝΠΔΔ.
Με την απόφαση αυτή, κρίθηκε πλέον το θέμα του εάν τα λοιπά ΝΠΔΔ (εξαιρουμένου του Δημοσίου) δύνανται με αίτησή τους να ζητήσουν την προσωπική κράτηση των οφειλετών τους.
Το κρίσιμο, όμως, ζήτημα της συνταγματικότητας του θεσμού της προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο παραμένει «ανοικτό» και είναι βέβαιο ότι στο μέλλον θα απασχολήσει το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο.