ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Για να ανοίξετε το σύνολο της νομολογίας του Γ' τεύχους του έτους 2003 πατήστε εδώ
Σ 2.1, 25.1, π.δ. 166/2000 (1041/79) άρθρο 62.1α
Αρχή της αναλογικότητας και στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος υπαλλήλου
Η πειθαρχικώς κολάσιμη συμπεριφορά υπαλλήλου μπορεί, ενδεχομένως, να οδηγήσει κατά νόμον στην απόλυσή του, όχι όμως και στην απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Τέτοιας εντάσεως κύρωση, θέτουσα σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωσή του και συνιστώντας έτσι προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, υπερακοντίζει το νομοθετικό σκοπό (εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας) και αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, ώστε η σχετική διάταξη (π.δ. 1041/ 79 άρθρο 62.1α) κρίνεται ανίσχυρη ως αντισυνταγματική.
ΕλΣυνεδρ 1376/2002
(Σύνθεση: Βασίλειος Χασαπογιάννης, Παναγιώτης Παρασκευόπουλος, Ιωάννης Καραβοκύρης - εισηγητής, Σύμβουλοι· Νικόλαος Μηλιώνης, Αγγελική Μυλωνά, Πάρεδροι με συμβουλευτική ψήφο).
Ι. Με την κρινόμενη από 18.10.2000 έφεση, ο εκκαλών, πρώην δάσκαλος που απολύθηκε από την υπηρεσία επειδή απουσίασε αδικαιολόγητα από αυτήν, ζητεί να ακυρωθεί η 15980/24.9.1999 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του να του κανονισθεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και των κοινοτικών κανονισμών για την κοινωνική ασφάλιση (ΚανΕΟΚ) 1408/1971, 574/1972 και (ΚανΕΚ) 1606/1998, μηνιαία πολιτική σύνταξη, με βάση τη συνολική συντάξιμη υπηρεσία τακτικού υπαλλήλου από έτη 11-9-26 και την υπηρεσία που παρείχε στη συνέχεια ως δάσκαλος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε σχολεία της Γερμανίας, με την αιτιολογία ότι, εφόσον η απόλυσή του οφείλεται στην αδικαιολόγητη αποχή από την εκπλήρωση των καθηκόντων του, το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα απωλέσθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 62 παρ. 1 περ. α΄ του ως άνω Κώδικα. Η έφεση αυτή, για την οποία καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη χαρτοσήμου (βλ. το 1047248 - Α/20.10.2000 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολο (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 5262341 και 1221649), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και ερευνητέα στην ουσία.
II. Η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου (άρθρα 1 παρ. 3-4, 25, 26, 87, 93, 94, 95 Συντ.) και ήδη κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει από 17.4. 2001, μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α΄ 84), επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη, όταν θεσπίζει ένα δυσμενές μέτρο σε βάρος μιας κατηγορίας προσώπων που συνεπάγεται την εξαίρεση του από έναν ευμενή γενικότερο κανόνα δικαίου, να χρησιμοποιεί κριτήρια αντικειμενικά που να δικαιολογούνται από λόγους δημόσιου συμφέροντος. Τα θεσπιζόμενα δε επαχθή μέτρα πρέπει να είναι μόνο τα αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να τελούν σε άμεση συνάφεια όχι μόνο προς αυτόν τούτον τον επιδιωκόμενο σκοπό, αλλά και προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει δηλαδή τα επιβαλλόμενα, με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, μέτρα αφενός να είναι κατάλληλα ώστε να επιφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα και αφετέρου να είναι και τα απολύτως αναγκαία, με την έννοια ότι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού δεν ήταν δυνατή η επιλογή ενός άλλου εξίσου αποτελεσματικού αλλά λιγότερου επαχθούς μέτρου. Διαφορετικά αν το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που υπερακοντίζει κατάδηλα τον επιδιωκόμενο σκοπό, συνεπάγεται δηλαδή τέτοια μειονεκτήματα που είναι δυσανάλογα προς τα απορρέοντα από την εξυπηρέτηση του δημοσίου σκοπού πλεονεκτήματα, αντίκειται στην εν λόγω αρχή και συνεπώς η σχετική διάταξη που το προβλέπει είναι αντισυνταγματική (πρβλ. 2112/1984, 1149/1988, 2153/1989, 1424/1990 κ.α. ΣΤΕ).
III. Με τη διάταξη της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 62 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000), στην οποία κωδικοποιήθηκε η περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 62 του α.ν. 1854/1951, ορίζεται ότι: «Το δικαίωμα σύνταξης χάνεται... Αν ο υπάλληλος απολυθεί γιατί απέσχε από την εκπλήρωση των καθηκόντων του αδικαιολόγητα...». Με τη διάταξη αυτή οι υπάλληλοι του δημοσίου, αν και πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (Σ.Κ.) για τη χορήγηση σύνταξης, χάνουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα όταν η απόλυσή τους από την υπηρεσία οφείλεται στη διάπραξη του πειθαρχικού αδικήματος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντά τους, που προβλέπεται από το άρθρο 133 παρ. 4 περ. γ΄ του υπαλληλικού κώδικα (α.ν. 1811/1951, το οποίο έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 207 παρ. 4 περ. γ΄ του π.δ. 611/1977 - βλ. και άρθρο 109 παρ. 2 περ. στ΄ του νέου υπαλληλικού κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α΄). Η θεσπιζόμενη με τη διάταξη αυτή εξαίρεση της ως άνω κατηγορίας υπαλλήλων από το γενικό συνταξιοδοτικό κανόνα ότι όλοι οι υπάλληλοι του Δημοσίου δικαιούνται σύνταξη, εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και των με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, οι οποίοι έχουν επιλέξει ως συνταξιοδοτικό φορέα το Δημόσιο, βασίζεται σε κριτήριο το οποίο δεν σχετίζεται άμεσα με το αντικείμενο της ρύθμισης που είναι η απονομή της σύνταξης, η οποία χορηγείται μετά τη λήξη της υπαλληλικής σχέσης και εξαρτάται από τη συμπλήρωση ορισμένων αντικειμενικών προϋποθέσεων (συντάξιμος χρόνος και όριο ηλικίας). Η πειθαρχικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου τελεί σε άμεση σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου εν ενεργεία και μπορεί να οδηγήσει, κατά τις σχετικές διατάξεις, σε απόλυσή του. Δεν τελεί όμως σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτού, ώστε να αποτελεί το κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Πέραν τούτου, η ίδια η κύρωση, ως δυσμενές μέτρο, εμφανίζει τέτοια ένταση και διάρκεια, δεδομένου ότι ακολουθεί τον απολυθέντα υπάλληλο μέχρι το πέρας του βίου του, που θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη διαβίωσή του με τη στέρηση των στοιχειωδών μέσων για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών και μάλιστα σε μία ηλικία που η δυνατότητα αναπλήρωσης της ως άνω παροχής καθίσταται, αν όχι αδύνατη, εξόχως δυσχερής, με άμεσο αποτέλεσμα ακόμα και την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του (άρθρ. 2 παρ. 1 Σ). Τα μειονεκτήματα αυτά που συνεπάγεται το ως άνω μέτρο κρίνονται δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό, της εύρυθμης δηλαδή λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, ο οποίος, δεδομένου ότι μπορούσε να επιτευχθεί μ’ ένα άλλο εξίσου αποτελεσματικό, αλλά λιγότερο επαχθές μέτρο, υπερκοντίζεται κατάδηλα. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του π.δ. 1041/1979, με την προσημειούμενη ρύθμιση, περιέχει κανόνα δικαίου που έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας που προσημειώθηκε και συνεπώς είναι ανίσχυρη (βλ. II Τμ. 283/2000 και 422/2001).
IV. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Σ.Κ. ορίζεται ότι «Ο τακτικός δημόσιος υπάλληλος που λαμβάνει κάθε μήνα μισθό από το Δημόσιο Ταμείο ή από άλλους ειδικούς πόρους δικαιούται σε ισόβια σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο:
α) ... β) Αν απολυθεί και έχει εικοσαετή τουλάχιστον πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία γ) ...». Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με όσα αναπτύχθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, προκύπτει ότι ο μισθοδοτούμενος από το Δημόσιο Ταμείο υπάλληλος θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο και όταν απολυθεί από την υπηρεσία του μετά από απόφαση πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον έχει εικοσαετή τουλάχιστον πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η απόλυσή του οφείλεται στη διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος της αδικαιολόγητης (αυθαίρετης) απουσίας από την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Εξάλλου, από τις διατάξεις των Καν(ΕΟΚ) 1408/1971 και 574/1972, όπως ισχύουν, η εφαρμογή των οποίων επεκτάθηκε από 25.10.1998 και στα ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των δημόσιων υπαλλήλων και όσων εξομοιώνονται προς αυτούς (βλ. ΚανΕΚ 1606/1998), συνάγεται μεταξύ άλλων ότι το Γ.Λ.Κ., ως αρμόδιος φορέας συνταξιοδότησης των δημόσιων υπαλλήλων στην Ελλάδα, συνυπολογίζει για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης πολιτικού υπαλλήλου και τις περιόδους ασφάλισης που αυτός έχει πραγματοποιήσει σε άλλο ή άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον είναι ισοδύναμες με τις αντίστοιχες που, με βάση τις διατάξεις της ελληνικής συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, λαμβάνονται υπόψη για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης. Για το συνυπολογισμό αυτό τηρείται προηγουμένως η προβλεπόμενη από το άρθρο 43 του ΚανΕΟΚ 574/1972 διαδικασία, σύμφωνα με την οποία ο φορέας, στον οποίο υπεβλήθη η αίτηση για συνταξιοδότηση, καταχωρεί σε ειδικό έντυπο (Ε 205) τους χρόνους ασφάλισης που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του και στη συνέχεια κοινοποιεί αντίγραφο του εντύπου αυτού στο φορέα ασφάλισης κάθε άλλου κράτους μέλους, στον οποίο ο αιτών ήταν ασφαλισμένος, προκειμένου να γίνει η καταχώρηση των περιόδων ασφάλισης που πραγματοποίησε σ’ αυτούς. Τέλος το έντυπο αυτό, συμπληρωμένο κατά τον ανωτέρω τρόπο, επιστρέφεται στο αρμόδιο όργανο του φορέα εξέτασης της αίτησης για συνταξιοδότηση, το οποίο αποφαίνεται οριστικά αν ο αιτών θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης με βάση τη νομοθεσία του και σε θετική περίπτωση υπολογίζει το ύψος της σύνταξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 46 έως 50 του ΚανΕΟΚ 1408/1971.
V. Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 12018/26 - 101965 (ΦΕΚ Γ΄ 421/4.11.1965) απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας ο εκκαλών διορίστηκε ως δάσκαλος και με την 5/4.5.1979 απόφαση του Περιφερειακού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Δημοτικής Εκπαίδευσης (Π.Υ.Σ.Δ.Ε.) επιβλήθηκε σ’ αυτόν από 31.8.1977 η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης από τα καθήκοντά του για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης απουσίας από την υπηρεσία του. Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ. απορρίφθηκε αίτηση του εκκαλούντος να του κανονιστεί σύνταξη με συνυπολογισμό στη συντάξιμη υπηρεσία του ως τακτικού υπαλλήλου (δασκάλου) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας (έτη 11-9-26) και της υπηρεσίας του ως δασκάλου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε σχολεία της Γερμανίας, κατ’ εφαρμογή των κοινοτικών κανονισμών για την κοινωνική ασφάλιση 1408/1971, 574/1972 και 1606/1998, με την αιτιολογία ότι έχει απωλέσει το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62 παρ. 1 περ. α΄ του Σ.Κ., εξαιτίας της επιβολής σ’ αυτόν της ποινής της οριστικής παύσης λόγω αυθαίρετης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η αιτιολογία όμως αυτή είναι μη νόμιμη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις προηγούμενες σκέψεις, αφού η διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περίπτ. α του Σ.Κ., στην οποία στηρίζεται, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και είναι ανίσχυρη, όπως βάσιμα υποστηρίζει και ο εκκαλών. Κατ’ ακολουθίαν αυτών πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, ως βάσιμη στην ουσία, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να αναπεμφθεί ο φάκελος της υπόθεσης στην αρμόδια 42η Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ. (άρθρ. 49 π.δ. 1225/1981), προκειμένου να αποφανθεί αν ο εκκαλών θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 1 παρ. 1 του Σ.Κ., με βάση την υπηρεσία του ως τακτικού δημόσιου υπαλλήλου και την επικαλούμενη από αυτόν υπηρεσία του ως δασκάλου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε σχολεία της Γερμανίας, εφόσον προηγουμένως η τελευταία υπηρεσία του, που φέρεται να έχει παρασχεθεί σε σχολεία της Γερμανίας, αναγνωριστεί ως συντάξιμη και συνυπολογιστεί στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία του, κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων κοινοτικών κανονισμών για την κοινωνική ασφάλιση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την έφεση.
Ακυρώνει τη 15980/24.9.1999 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Αναπέμπει το φάκελο της υπόθεσης στην ανωτέρω Διεύθυνση για να αποφανθεί επί του αιτήματος του εκκαλούντος για συνταξιοδότηση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό. Και
Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου της έφεσης.
Σημείωση
Η αρχή της αναλογικότητας έχει απασχολήσει έντονα την ελληνική θεωρία[21] και νομολογία[22] από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, σε περίπτωση σύγκρουσης εννόμων αγαθών που αναγνωρίζονται και προστατεύονται με ίσης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου θα πρέπει κατ’ αρχήν να επιλέγεται μέσο το οποίο είναι πρόσφορο να ικανοποιήσει τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ακολούθως, θα πρέπει να ερευνάται το εάν το πρόσφορο αυτό μέσο είναι και αναγκαίο, με την έννοια ότι είναι το λιγότερο επαχθές για το έννομο αγαθό που θίγεται από την άλλη πλευρά. Τέλος, θα πρέπει να ερευνάται η αποκαλούμενη και stricto sensu αναλογικότητα, το εάν δηλαδή υφίσταται εύλογη σχέση μεταξύ του περιορισμού που επιβάλλεται και του αποτελέσματος που επιδιώκεται.
Στα πλαίσια της τελολογικής ερμηνείας των κανόνων δικαίου, γίνεται δεκτό, ότι «...η υπαγωγή του κοινωνικού περιστατικού δεν θα συντελεστεί τυπολογικώς εις το πραγματικόν περιστατικόν του νόμου, αλλά θα συντελεσθή αυτή, εξεταζομένης εκάστης εννοίας της εφαρμοστέας διατάξεως εν αναφορά προς τον γενικότερον σκοπόν, ον πληροί εν τω δικανικώ συστήματι, τουτέστι θα συντελεσθή τελολογικώς...»[23]. Υπό το πρίσμα αυτό, ορθά επισημαίνεται, ότι «...η αναλογικότητα δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά τελολογική φάση της ερμηνείας του δικαίου, με εννοιολογική εξειδίκευση του προσφορότερου μέσου προς πραγματοποίηση γενικότερου δικαιικού σκοπού»[24].
Στο βαθμό που η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αναλογικότητας δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά επιβεβαίωση νομολογιακής πρακτικής στα ζητήματα σύγκρουσης κανόνων δικαίου – και δη συνταγματικών – είναι εύλογες οι επιφυλάξεις για τον λόγο που ο αναθεωρητικός νομοθέτης προχώρησε στην συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αναλογικότητας[25], ενόψει και του γεγονότος ότι «...το πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου ανήκει στη δικαστική λειτουργία της πολιτείας και δεν ανάγεται σε συνταγματικό κύκλο ιδεών και αποφάσεων»[26]. Ιδιαίτερα, όμως, θα πρέπει να επισημανθεί ο κίνδυνος περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων με την αόριστη επίκληση της αρχής της αναλογικότητας, πράγμα πάντως που δεν ισχύει για την σχολιαζόμενη απόφαση.
Η παραπάνω απόφαση αποδέχεται την αρχή της αναλογικότητας και θεωρεί τη διάταξη που ορίζει ότι χάνουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα εκείνοι οι δημόσιοι υπάλληλοι που η απόλυση τους οφείλεται στη διάπραξη του πειθαρχικού αδικήματος της αδικαιολόγητης αποχής από τα υπαλληλικά τους καθήκοντα, δεν αναπτύσσει ισχύ, ως αντίθετη προς την παραπάνω αρχή που θεσπίζεται ρητά από το σύνταγμα και πηγάζει από την αρχή του κράτους δικαίου. Το δικαστήριο επικαλούμενο την ως άνω αρχή αιτιολογεί τη θέση του ως ακολούθως: «η θεσπιζόμενη εξαίρεση ... από το γενικό συνταξιοδοτικό κανόνα ... βασίζεται σε κριτήριο το οποίο δεν σχετίζεται άμεσα με το αντικείμενο της ρύθμισης που είναι η απονομή της σύνταξης... Η πειθαρχικώς κολάσιμη συμπεριφορά του υπαλλήλου τελεί σε άμεση σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου εν ενεργεία και μπορεί να οδηγήσει κατά τις σχετικές διατάξεις σε απόλυση του. Δεν τελεί όμως σε σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτού, ώστε να αποτελεί το κριτήριο για την απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος». Επισημαίνει δε τον κίνδυνο για τη διαβίωση και την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του διωχθέντος.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν αυτό που προηγουμένως λέχθηκε, ότι δηλαδή «...η αναλογικότητα δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά τελολογική φάση της ερμηνείας του δικαίου, με εννοιολογική εξειδίκευση του προσφορότερου μέσου προς πραγματοποίηση γενικότερου δικαιικού σκοπού»[27]. Πραγματικά, το δίκαιο κοινωνικών ασφαλειών διακρίνεται από το ιδιωτικό ασφαλιστικό δίκαιο κατά το ότι το περιεχόμενο της σύμβασης ρυθμίζεται από το νόμο και όχι από τη σύμβαση, ο ασφαλιστής είναι – συνήθως – νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου σε εκτέλεση της συνταγματικής υποχρέωσης της πολιτείας που πηγάζει από τα άρθρα 21 και 22 του Συντάγματος και ευρύτερα από την αρχή του κοινωνικού κράτους[28]. Ο νομοθέτης επιδιώκει να απονέμεται σύνταξη σ’ εκείνον που εργάστηκε με συγκεκριμένη ιδιότητα επί ορισμένα έτη και κατέβαλε τις οριζόμενες εισφορές. Στο βαθμό που οι σχετικές διατάξεις διαμορφώνουν τους όρους της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης ασφαλιστικού φορέα - ασφαλισμένου πολίτη με κύριο σκοπό την παροχή κοινωνικής ασφάλισης μετά από κάποιοι όριο ηλικίας, οποιαδήποτε ρύθμιση περιορίζει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα για λόγους που είναι εντελώς άσχετοι με το συνταξιοδοτικό δικαίωμα και την ασφαλιστική σύμβαση είναι αντίθετη προς το σκοπό που πραγματικά επιδιώκει ο νομοθέτης, όπως ορθά δέχεται η παραπάνω απόφαση, όχι γιατί τώρα πλέον αναπτύσσει ισχύ η αρχή της αναλογικότητας και επιτρέπει στον ερμηνευτή του δικαίου να εξετάσει τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων και τους κανόνες που τους θεσπίζουν, αλλά διότι είναι κατ’ ορθή τελολογική ερμηνεία του παραπάνω νομικού πλαισίου ανεφάρμοστοι, ως αντικείμενοι προς τους ευρύτερους σκοπούς που ο τυπικός νομοθέτης επιδιώκει με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την κοινωνική ασφάλιση και οι οποίοι επιβάλλονται από διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος.
Αθανάσιος Π. Πανταζόπουλος
Δικηγόρος Αθηνών, Διπλ. ΠΜΣ Ιδ. Δικαίου Ν.Σ. Αθηνών