ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Για να ανοίξετε το σύνολο της νομολογίας του Γ' τεύχους του έτους 2003 πατήστε εδώ

 

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Επιμέλεια: Μ. Τσαπόγας

ΔρΝ - Ειδικός Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη

 

ΔικηγΚωδ 45, ΣωφρΚωδ 51.1 & 53.2, π.δ. 61/1969, Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγόρων άρθρο 10

Πρόσβαση δικηγόρων σε χώρους κράτησης παράνομα εισερχομένων αλλοδαπών και αιτούντων άσυλο

 

Ανεπίτρεπτη η παρεμπόδιση από τις Αρχές της προσβάσεως δικηγόρων σε χώρους κράτησης αλλοδαπών με επίκληση του π.δ. 61/99 (αυτοπρόσωπη υποβολή αιτήματος ασύλου) και του Κώδικα Δεοντολογίας του ΔΣΑ.

Τεκμήριο πληρεξουσιότητας και δυνατότητα παράστασης δικηγόρου χωρίς εξουσιοδότηση, ελεύθερη επικοινωνία και πρόσβαση σε συνήγορο, ελεύθερη είσοδος δικηγόρων. Η παροχή νομικής συνδρομής δεν υποκαθιστά, αλλά διασφαλίζει τη δυνατότητα υποβολής αυτοπρόσωπου αιτήματος ασύλου.

 

Πόρισμα 11895.02.1/2002

(Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Γιώργος Καμίνης, Χειριστές: Χρύσα Χατζή & Καλλιόπη Στεφανάκη)

 

Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι αποδέκτης αναφορών μεμονωμένων δικηγόρων και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στις οποίες θίγεται το ζήτημα της παρεμπόδισης πρόσβασης δικηγόρων σε χώρους κράτησης παρανόμως εισερχομένων στη χώρα αλλοδαπών.

Συγκεκριμένα, στην πρώτη αναφορά, η Αστυνομική Διεύθυνση Λακωνίας δεν επέτρεψε την επαφή δικηγόρου Αθηνών με 6 Ινδούς κρατουμένους που περιλαμβάνονταν σε μαζική άφιξη 350 αλλοδαπών τον περασμένο Απρίλιο στο Γύθειο. Οι συγγενείς τους στην Ινδία είχαν αναθέσει σε Ινδό κάτοικο της Ελλάδας να έλθει σε επαφή με δικηγόρο για να τους προσφέρει νομική συνδρομή. Προκειμένου να επιτρέψει στον δικηγόρο την πρόσβαση, η αρμόδια Διεύθυνση ζήτησε πληρεξούσιο από τους συγγενείς των κρατουμένων.

Στην δεύτερη περίπτωση, η Διεθνής Αμνηστία ζήτησε από το Δικηγορικό Σύλλογο Σάμου να επισκεφθεί 4 Ιρανούς κρατουμένους που είχε πληροφορηθεί από συγγενείς τους ότι επιθυμούσαν να υποβάλουν αίτημα ασύλου διότι διώκονταν από την Ιρανή κυβέρνηση λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Η Αστυνομική Διεύθυνση Σάμου αρνήθηκε την πρόσβαση σε εκπροσώπους του τοπικού Δικηγορικού Συλλόγου, επικαλούμενη οδηγίες του Υπουργείου, και το Τμήμα Ασύλου επιβεβαίωσε ότι για την πρόσβαση δικηγόρου απαιτείται προηγούμενη εξουσιοδότηση από τον ίδιο τον κρατούμενο. Η Διεθνής Αμνηστία εξέφρασε τον φόβο, οι δύο από τους τέσσερις Ιρακινούς που δεν υπέβαλαν τελικώς αίτημα ασύλου να δήλωσαν ότι ήρθαν αναζητώντας δουλειά και να υπέγραψαν σχετικό έγγραφο αποκρύπτοντας τις πολιτικές τους διώξεις από φόβο ή άγνοια. Ο Συνήγορος του Πολίτη εν προκειμένω δεν μπορεί να πιθανολογήσει την έλλειψη ειλικρίνειας των δηλώσεων των αλλοδαπών ούτε να αμφισβητήσει τη φερεγγυότητα της διαδικασίας καταγραφής των δηλώσεών τους από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα. Σημειώνει ωστόσο την άποψη που εκφράζει η Διεθνής Αμνηστία στην αναφορά της: «Όπως και να έχει, είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους να έρθουν σε επαφή με δικηγόρο και με εκπροσώπους ή συνεργάτες μη κυβερνητικών οργανώσεων, που ασχολούνται με τους πρόσφυγες».

Το γενικότερο ζήτημα που ανακύπτει από τις παραπάνω αναφορές είναι, ακριβώς, εάν οι κρατούμενοι αλλοδαποί λόγω παράνομης εισόδου στη χώρα έχουν δικαίωμα να έλθουν σε επαφή με δικηγόρο και υπό ποίες προϋποθέσεις.

Για το θέμα αυτό, ο Συνήγορος του Πολίτη μελέτησε τις απόψεις του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης (Διεύθυνση Αλλοδαπών) που αναφέρονται αναλυτικά στο υπ’ αρ. πρωτ. 4591/13-55843713.5.2002 σχετικό έγγραφό του προς την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Με το έγγραφό του αυτό, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης επιβεβαιώνει ότι η Ελληνική Αστυνομία διευκολύνει τη νομική συνδρομή σε όσους ζητήσουν άσυλο στη χώρα μας, μέσω κυρίως της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Επικαλείται ωστόσο το άρθρο 10 του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με το οποίο απαγορεύεται στο δικηγόρο να προσπαθεί να αποκτήσει πελάτες με ενέργειες που δεν συμβιβάζονται με την αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος, να επισκέπτεται σε αστυνομικά κρατητήρια και φυλακές πρόσωπα που δεν τον προσκάλεσαν και να προβαίνει σε ενέργειες χωρίς εντολή του πελάτη του.

Αναφέρει επίσης τα εξής: «Παρατηρείται, όμως, το φαινόμενο να παρεμβαίνουν στις υπηρεσίες μας ορισμένοι δικηγόροι ή Μ.Κ.Ο., επικαλούμενοι την ανάγκη νομικής συνδρομής σε αλλοδαπούς, οι οποίοι, είτε δεν έχουν εκφράσει έως εκείνη τη στιγμή αυτοπροσώπως την επιθυμία για αίτημα ασύλου, είτε σε ορισμένες περιπτώσεις και όταν ακόμη αυτοί βρίσκονται σε γειτονική χώρα. Αυτό δυστυχώς το γεγονός, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, μας αναγκάζει να αρνούμεθα την παροχή νομικής συνδρομής στη διαδικασία ασύλου στις συγκεκριμένες περιπτώσεις γιατί, κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργούμε αιτούντες άσυλο και παραβιάζουμε ταυτόχρονα τις σχετικές διατάξεις του π.δ. 61/99».

Ο Συνήγορος του Πολίτη επισημαίνει ότι, πράγματι, η νομική συνδρομή στους χώρους μαζικής κράτησης παρανόμως εισερχομένων αλλοδαπών συνδέεται με τον σκοπό της διασφάλισης τήρησης της διαδικασίας ασύλου. Ωστόσο, τη λύση για την ορθή τομή μεταξύ, αφ’ ενός, της διασφάλισης του σκοπού αυτού και, αφ’ ετέρου, της αποτροπής καταστρατήγησής του, δεν παρέχει ο παραπάνω Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος άλλωστε στερείται κανονιστικής ισχύος, αλλά ο Κώδικας περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/54, ως σήμερα ισχύει) και, αναλογικά, λόγω κράτησης, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και ο Σωφρονιστικός Κώδικας, σε συνδυασμό με τους σχετικούς εθνικούς και διεθνείς κανόνες για το πολιτικό άσυλο.

Συγκεκριμένα, ο παραπάνω Κώδικας Δεοντολογίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών αποτελεί απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του συλλόγου αυτού και περιέχει κανόνες απλής επαγγελματικής δεοντολογίας, η δεσμευτική ισχύς των οποίων καταλαμβάνει τα μέλη του συγκεκριμένου μόνον συλλόγου και εξαντλείται με ενδεχόμενες πειθαρχικές κυρώσεις από το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Δεδομένης επομένως της εσωτερικής λειτουργίας των κανόνων δεοντολογίας[29], δεν είναι ορθή η επίκλησή τους από εξωτερικό προς τον ΔΣΑ όργανο της διοίκησης ή άλλη αρχή, γιατί αποτελούν κανόνες επαγγελματικής ηθικής εντός των ορίων του Δικηγορικού Συλλόγου και βεβαίως δεν έχουν την κανονιστική ισχύ να τροποποιήσουν διατάξεις νόμων που αφορούν την εξουσία εκπροσωπήσεως των δικηγόρων. Οι δε σχετικές διατάξεις νόμων είναι σαφείς: Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (άρθρα 217-235, ιδίως 217), η εξουσία αντιπροσώπευσης παρέχεται δια δηλώσεως και υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα. Αυτό σημαίνει ότι μόνον όπου ο νόμος απαιτεί πληρεξούσιο για την πράξη που επιχειρεί ο δικηγόρος (π.χ. παραίτηση από δικαίωμα) επιβάλλεται αυτός να το προσκομίσει, άλλως η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται. Για το λόγο αυτό ο Κώδικας Δικηγόρων (άρθρο 45) ορίζει ότι η είσοδος στις δημόσιες υπηρεσίες είναι ελεύθερη και επιτρέπεται στους δικηγόρους με την απλή επίδειξη της ταυτότητάς τους, δεν χρειάζονται δηλαδή πληρεξούσιο ή άλλη εξουσιοδότηση από τους εντολείς τους. Οι οικείες δε δικονομικές διατάξεις επιτρέπουν και την παράσταση ενώπιον δικαστηρίων με τεκμαιρόμενη πληρεξουσιότητα και ο έγγραφος ή και συμβολαιογραφικός τύπος της εξουσιοδότησης προς δικηγόρο επιβάλλεται ενώπιον ορισμένων μόνον δικαστηρίων με ειδικές διατάξεις (π.χ. άρθρα 96 επ. Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Όπως δε ο Συνήγορος του Πολίτη είχε την ευκαιρία να επισημάνει σε άλλες υποθέσεις (προς τον ΟΑΕΔ), «Η de facto δυσπιστία έναντι του προσερχόμενου δικηγόρου, όχι μόνον αντιβαίνει στην, κατ’ αρχήν, τεκμαιρόμενη ύπαρξη εξουσιοδότησης για την επιχείρηση πράξεων ενώπιον Αρχών και Δικαστηρίων, αλλά καταλήγει να προσβάλλει την ίδια την επαγγελματική αξιοπρέπεια των δικηγόρων, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την απορρέουσα, από την ίδια τη φύση του δικηγορικού λειτουργήματος, επιδίωξη διασφάλισης των νομίμων συμφερόντων των εντολέων τους».

Πέραν της τεκμαιρόμενης, κατά τα ανωτέρω, εξουσιοδότησης προς δημόσιες αρχές, όσον αφορά την αστυνομική κράτηση, εν προκειμένω, είναι κρίσιμες, αναλογικά, οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας κατά την προδικασία της ποινικής δίκης, αλλά και οι διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα. Ο ΚΠοινΔ σε περίπτωση προανάκρισης, κύριας ανάκρισης (άρθρα 96, 100, 104, 271 ΚΠοινΔ), ακόμη και σε περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος (105 ΚΠοινΔ) και προσωρινής κράτησης (283 ΚΠοινΔ), επιβάλλει την πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς να απαιτεί να προϋπάρχει εξουσιοδότηση προς τούτο (εν όψει του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και λόγω του πρακτικώς ανεφάρμοστου της εξεύρεσης δικηγόρου από το ίδιο το πρόσωπο που κρατείται), παρά μόνο με δήλωση που παρέχεται εκείνη τη στιγμή, όπως συμβαίνει ακόμη και κατά τον διορισμό δικηγόρου στο ακροατήριο (340 ΚΠοινΔ). Όταν λοιπόν καθ’ όλη την προδικασία της ποινικής δίκης, ο κατηγορούμενος δέχεται επίσκεψη δικηγόρου χωρίς να του ζητείται προηγούμενη εξουσιοδότηση, γιατί η αστυνομία να δημιουργεί προσκόμματα στην ελεύθερη πρόσβαση δικηγόρου εκεί που υφίσταται απλώς διοικητική παράβαση (όταν ο εισαγγελέας απέχει από την ποινική δίωξη και εκκρεμεί διοικητική απέλαση των παρανόμως εισερχομένων στη χώρα); Η απλώς πιθανολογούμενη καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων εκ μέρους των κρατουμένων είναι πολύ επισφαλής δικαιολογητικός λόγος για ένα κράτος δικαίου, ειδικά όταν οι σχετικές διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα κατοχυρώνουν την ελεύθερη επικοινωνία και πρόσβαση σε συνήγορο (άρθρα 51.1, 53. 2 ν. 2776/99). Η ανάλογη εφαρμογή τους επιβάλλεται στην περίπτωση αυτή και από το γεγονός, που αναφέρεται και στο ανωτέρω έγγραφο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και ο Συνήγορος του Πολίτη έχει πολλάκις επισημάνει, ότι η μαζική παράνομη εισροή μεταναστών έχει μετατρέψει τα αστυνομικά κρατητήρια (ή άλλους χώρους που εξευρίσκονται εκ των ενόντων, όσο δεν ενεργοποιείται η σχετική διάταξη δημιουργίας ειδικών κέντρων υποδοχής του άρθρου 48 ν. 2910/2001) σε χώρους κράτησης, έως και επί τρεις μήνες, μεγάλου αριθμού αλλοδαπών, χωρίς να διαθέτουν καν την υποδομή και οργάνωση των σωφρονιστικών καταστημάτων, με όλες τις συνέπειες για τις συνθήκες διαβίωσης και τα ατομικά δικαιώματα των κρατουμένων.

Η στάθμιση των διακυβευόμενων έννομων αγαθών στον ΚΠοινΔ και στο Σωφρονιστικό Κώδικα, καταλήγει υπέρ της διασφάλισης της ελεύθερης πρόσβασης δικηγόρου και νομικής συνδρομής στον κρατούμενο, πολλώ δε μάλλον αυτό πρέπει να ισχύει στην περίπτωση της διοικητικής κράτησης προς απέλαση. Άλλως παρουσιάζονται πρακτικές δυσκολίες που μπορεί να συρρικνώσουν ή και να εξαφανίσουν κάθε πρόσβαση των εν λόγω κρατουμένων σε δικηγόρο. Ακόμη κι η απλή εξουσιοδότηση (το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο θα ήταν προφανώς δυσανάλογο, σύμφωνα με τις παραπάνω δικονομικές διατάξεις) εκ μέρους των συγγενών του κρατουμένου, είναι υπερβολικά δύσκολο να εξευρεθεί εάν αυτοί βρίσκονται σε άλλη χώρα ή και ήπειρο, όπως στην περίπτωση του Ινδού κρατουμένου στην προαναφερθείσα υπόθεση. Η δε απαίτηση προηγούμενης εξουσιοδότησης από τους ίδιους τους κρατούμενους θα κατέληγε σε λογικώς άτοπο αποτέλεσμα, αφού για να παρασχεθεί εξουσιοδότηση θα προϋπέθετε την άδεια πρόσβασης του δικηγόρου σε αυτούς από τις οικείες λιμενικές ή αστυνομικές αρχές που κρατούν αυτούς που έρχονται μαζικά παράνομα στη χώρα. Για να μπορέσει δε ο κρατούμενος να έλθει σε προφορική έστω επαφή ο ίδιος με κάποιον δικηγόρο, θα πρέπει όλοι οι χώροι κράτησης των παράνομα εισερχομένων αλλοδαπών να διαθέτουν τηλέφωνα και να διασφαλίζουν την ελεύθερη πρόσβαση των κρατουμένων σε αυτά, κάτι που δεν συμβαίνει στις υποθέσεις που έχει διερευνήσει ο Συνήγορος του Πολίτη, αν και, όπως έχει επισημανθεί, η τηλεφωνική επικοινωνία είναι στοιχειώδες δικαίωμα κάθε κρατουμένου.

Είναι κατανοητή η ανησυχία, ότι τυχόν ελεύθερη πρόσβαση δικηγόρου επιτρέπει την εκμετάλλευση των αλλοδαπών αυτών από διάφορα κυκλώματα παράνομης μεταφοράς τους, τα οποία δύνανται να απευθύνονται και σε δικηγόρους. Εντύπωση ωστόσο προκαλεί η επίκληση των περιπτώσεων αυτών μαζί με τις αιτήσεις προς επίσκεψη ή νομική συνδρομή εκ μέρους Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι δεν θα έπρεπε να καταλείπεται περιθώριο εντυπώσεων, εκ μέρους της Ελληνικής Αστυνομίας, ότι αντιμετωπίζει ενιαία τις περιπτώσεις κυκλωμάτων παράνομης μετανάστευσης με τη νόμιμη δράση των Μ.Κ.Ο. Οι Μ.Κ.Ο. που δραστηριοποιούνται σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν έννομο συμφέρον, λόγω ακριβώς του σκοπού τους, να παρεμβαίνουν σε χώρους μαζικής κράτησης αλλοδαπών όταν τους καταγγέλλεται (από οποιονδήποτε) ότι υπάρχει πρόβλημα με τις συνθήκες κράτησης ή ζήτημα προστασίας πολιτικών προσφύγων.

Θα πρέπει, επομένως, να επιτρέπεται η πρόσβαση σε δικηγόρους που έχουν εξεύρει οι Μ.Κ.Ο. και εντέλλονται για νομική συνδρομή σε συγκεκριμένους κρατουμένους, όπως η περίπτωση που προαναφέρθηκε, των εκπροσώπων του Δικηγορικού Συλλόγου Σάμου που εστάλησαν από τη Διεθνή Αμνηστία για να διακριβώσουν εάν οι συγκεκριμένοι Ιρανοί γνώριζαν τα δικαιώματά τους για πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου. Η μέριμνα των Μ.Κ.Ο. στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι να υποκαταστήσουν, αλλά να διασφαλίσουν την αυτοπρόσωπη αίτηση ασύλου από όσους έχουν την ειλικρινή αυτή πρόθεση. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελεί υποχρέωση της Ελλάδας να επιτρέψει την πρόσβαση, σε χώρους όπου κρατούνται αλλοδαποί (οι οποίοι εκδηλώνουν την επιθυμία να ζητήσουν άσυλο), όχι μόνον στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, αλλά και στις συμβεβλημένες με αυτήν οργανώσεις, όπως το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και οι εντελλόμενοι από αυτό δικηγόροι. Το Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20.6.95 (ΕΕ C274/19.9.1996), προβλέπει ρητώς στην παράγραφο 13 τη δυνατότητα πρόσβασης αυτών που έχουν αναλάβει να παράσχουν νομική συνδρομή για λογαριασμό της Ύπατης Αρμοστείας. Η διευκρίνιση αυτή, σχετικά με τη συμβατική υποχρέωση νομικής συνδρομής που έχει αναλάβει το ΕΣΠ προς την Ύπατη Αρμοστεία, είναι απαραίτητη, λαμβανομένου υπ’ όψη του εγγράφου 5401/1-552564/ 29.6.2002 του Κλάδου Ασφάλειας και Τάξης προς τον Συνήγορο του Πολίτη, στη σελίδα 4 του οποίου αναφέρεται ότι το ΕΣΠ είναι απλώς μία από τις πολλές ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στον χώρο των προσφύγων, χωρίς να γίνεται μνεία της συμβατικής του διασύνδεσης με την Ύπατη Αρμοστεία. Κατά συνέπεια, δεν είναι σύννομη η άρνηση των αστυνομικών αρχών να επιτρέψουν την πρόσβαση των δικηγόρων του ΕΣΠ σε κρατούμενους αιτούντες άσυλο, όπως έχει αναφερθεί στο Συνήγορο του Πολίτη, ιδίως σχετικά με κρατούμενους αλλοδαπούς στον Έβρο.

Όσον αφορά τα κυκλώματα παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών, τα οποία δύνανται να απευθύνονται και σε δικηγόρους, αλλά και τον κίνδυνο άγρας πελατών από μεμονωμένους δικηγόρους, ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί ότι οι κίνδυνοι αυτοί είναι εξίσου υπαρκτοί σε κάθε περίπτωση κράτησης ή φυλάκισης. Και στην περίπτωση αυτόφωρης σύλληψης, ανάκρισης και προσωρινής κράτησης ποινικών υποδίκων δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι ο δικηγόρος που εμφανίζεται δεν έχει εξευρεθεί από τους συγγενείς αλλά από κάποιον συνεργό του κρατουμένου, ούτε αυτό συνιστά κατά τον ΚΠοινΔ νόμιμο λόγο για τις αρμόδιες αρχές να αρνηθούν τη νομική αυτή συνδρομή. Στην περίπτωση αυτή, όπως άλλωστε και προς αποτροπή της άγρας πελατών από άσχετους με την υπόθεση δικηγόρους, αρκεί οι αστυνομικές αρχές να βεβαιώνονται ότι ο δικηγόρος που εμφανίζεται γνωρίζει το όνομα του κρατουμένου που προσέρχεται να συνδράμει.

Το αντικείμενο της νομικής συνδρομής των δικηγόρων που ζητούν πρόσβαση στους συγκεκριμένους αλλοδαπούς έγκειται προφανώς στην ενημέρωση για τα δικαιώματά τους και στη διασφάλιση της πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου. Βεβαίως οι σχετικές διατάξεις του π.δ. 61/99 αναφέρουν την «αυτοπρόσωπη» υποβολή αιτήματος ασύλου. Ας σημειωθεί ότι για να θεωρηθεί κάποιο πρόσωπο «αιτών άσυλο» και, ως εκ τούτου, να απολαμβάνει των σχετικών δικαιωμάτων, τόσο κατά τον ορισμό του άρθρου 1 παρ. 1 π.δ. 61/99 όσο και κατά την κοινοτική νομοθεσία, δεν είναι απαραίτητο να έχει υποβάλει γραπτή αίτηση ασύλου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, «αλλοδαπός ο οποίος δηλώνει προφορικώς ή εγγράφως … ότι ζητεί άσυλο στη χώρα μας ή με οποιονδήποτε τρόπο ζητεί να μην απελαθεί σε κάποια χώρα εκ φόβου δίώξης … θεωρείται ως αιτών άσυλο». Εξ άλλου, είναι χαρακτηριστική η φράση της Εισηγητικής Έκθεσης επί των άρθρων (άρθρο 4 παρ. 2) της Πρότασης Οδηγίας του Συμβουλίου (COM 2000 578), σύμφωνα με την οποία «κάθε δήλωση με την οποία ένα πρόσωπο εκφράζει την επιθυμία να τύχει προστασίας από δίωξη, ή οποιαδήποτε εκδήλωση ή έκφραση του προσώπου ότι φοβάται να επιστρέψει στη χώρα του, θα πρέπει συνεπώς να αντιμετωπίζεται ως αίτηση παροχής ασύλου». Ο Συνήγορος του Πολίτη κατανοεί την πρακτική δυσκολία άμεσης διενέργειας συνεντεύξεων και εξέτασης αιτημάτων ασύλου εκ μέρους των αρμοδίων αστυνομικών αρχών στις συχνές περιπτώσεις άφιξης σε νησιά μεγάλου αριθμού παρανόμως εισερχομένων μεταναστών μαζί με άτομα που εμπίπτουν στην έννοια του πολιτικού πρόσφυγα κατά τις διατάξεις της Συνθήκης της Γενεύης. Ωστόσο, η παρατηρούμενη καθυστέρηση, συχνά επί δύο μήνες (Ρόδος, Σύρος, Κως) της υποβολής αιτήσεων ασύλου σε παρόμοιους χώρους μαζικής κράτησης, δημιουργεί ερωτηματικά για την πλήρη ενημέρωση ή και κατανόηση εκ μέρους των ενδιαφερομένων αλλοδαπών ως προς τη διαδικασία ασύλου. Η συμβολή τυχόν δικηγόρων μεμονωμένων αλλοδαπών ή δικηγόρων Μ.Κ.Ο. είναι λίαν επιβοηθητική για όσους επιθυμούν να υποβάλουν αίτημα ασύλου, επομένως δεν μπορεί παρά να θεωρείται από τις αρμόδιες αρχές θετική και σύμφωνη με τις κείμενες διεθνείς, κοινοτικές και εσωτερικές διατάξεις που κατοχυρώνουν την πρόσβαση στο άσυλο.

Όπως ο Συνήγορος του Πολίτη είχε και στο παρελθόν την ευκαιρία να επισημάνει προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ο κίνδυνος καταχρηστικής υποβολής αιτημάτων ασύλου δεν μπορεί να αποτρέπεται με τη μη παραλαβή των σχετικών αιτημάτων (ή τη μη καταγραφή των σχετικών προφορικών αιτημάτων), διότι δεν μπορεί ένα κράτος δικαίου να αποδέχεται τον κίνδυνο απέλασης ως οικονομικού μετανάστη κάποιου που υπόκειται σε άμεσο κίνδυνο της ζωής και προσωπικής του ασφάλειας στη χώρα του για λόγους πολιτικών πεποιθήσεων. Κατ’ αρχήν, η έννομη τάξη έχει μεριμνήσει ώστε ενδεχόμενη καταχρηστική επίκληση λόγων ασύλου να αντιμετωπίζεται με άλλο τρόπο, και συγκεκριμένα (π.δ. 61/99, άρθρο 2) με την ταχύρυθμη διαδικασία εξέτασης σε σημεία εισόδου στη χώρα, που θα μπορούσε να ενεργοποιείται άμεσα σε περιπτώσεις μαζικής εισροής μεταναστών ομού μετά ενδεχομένων πολιτικών προσφύγων, από το έμπειρο αστυνομικό προσωπικό που υφίσταται πλέον σε θέματα αλλοδαπών και ασύλου. Να σημειωθεί εδώ η καθοριστική συμβολή των δικηγόρων των Μ.Κ.Ο. που, λόγω της εμπειρίας τους, συχνά βοηθούν τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές στον εντοπισμό των γνήσιων περιπτώσεων προσώπων που χρήζουν προστασίας ως πολιτικοί πρόσφυγες. Επιπλέον, καθοριστικής σημασίας μέτρο για την αποτροπή του κινδύνου καταχρηστικής υποβολής αιτημάτων ασύλου, είναι η περαιτέρω ευαισθητοποίηση του αρμόδιου προσωπικού, μέσω της συνεχούς εκπαίδευσης και ενημέρωσής του, έτσι ώστε να είναι σε θέση να υποβάλει τις κατάλληλες ερωτήσεις προκειμένου να διαγνώσει ποια άτομα είναι πιθανό να χρήζουν διεθνούς προστασίας.

Για τους παραπάνω λόγους, η πρόσβαση δικηγόρων είναι καταλυτική για την εκπλήρωση του σκοπού της σχετικής νομοθεσίας πρόσβασης στο άσυλο. Η απαίτηση προηγούμενης εξουσιοδότησης για την πρόσβαση σε χώρους μαζικής κράτησης αλλοδαπών δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, υπερβαίνει άλλωστε το εύλογο μέτρο για την επίτευξη της θεμιτής τήρησής τους.

Ο Συνήγορος του Πολίτη παρακαλεί, συνεπώς, να επανεξετασθεί το ζήτημα της πρόσβασης δικηγόρων σε χώρους κράτησης παρανόμως εισερχομένων στη χώρα αλλοδαπών, σύμφωνα με τα παραπάνω.

 

Σημείωση

Με την υπ’ αρ. πρωτ. 4803/22/44/4.7.2003 εγκύκλιο διαταγή του («Μεταχείριση και δικαιώματα κρατουμένων»), ο Αρχηγός ΕΛΑΣ έκανε δεκτές τις απόψεις του Συνηγόρου του Πολίτη, ως προς τις προϋποθέσεις πρόσβασης δικηγόρων.

Μ.Τ.

ν. 1763/1988 άρθρο 7.7, ν. 3036/2002 άρθρο 4

Αιτιολόγηση (μη) υπαγωγής σε ειδικό στρατολογικό καθεστώς

 

Αναιτιολόγητο αποφάσεων υπαγωγής ή μη υπαγωγής στο ειδικό στρατολογικό καθεστώς των «διαπρεπόντων επιστημόνων». Νομολογία, σύμφωνα με την οποία ο εξαιρετικός χαρακτήρας της σχετικής νομοθετικής προβλέψεως αίρει την υποχρέωση αιτιολογίας. Αρχή της στρατολογικής ισότητας, αντισυνταγματικότητα της αναιτιολόγητης μείωσης θητείας.