ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Για να ανοίξετε το σύνολο της νομολογίας του Γ' τεύχους του έτους 2003 πατήστε εδώ
Πόρισμα 3996.03.2/2003
(Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Γιώργος Καμίνης, Χειριστής: Μιχάλης Τσαπόγας)
Ο κ. Β., διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Cambridge, υπέβαλε αίτηση για χορήγηση αναβολής κατάταξης με τη διαδικασία του άρθρου 7 παρ. 7 ν. 1763/1988, επικαλούμενος θέση μεταδιδακτορικού ερευνητή η οποία του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο Ελσίνκι. Η αίτησή του απορρίφθηκε με απόφαση του ΓΕΕΘΑ, ενώ η Διεύθυνση Στρατολογικού ΓΕΕΘΑ του κοινοποίησε το πρακτικό της γνωμοδοτικής επιτροπής.
Το άρθρο 7 παρ. 7 ν. 1763/88, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 2510/97, θέτει ειδική ευνοϊκή ρύθμιση ως προς τη διάρκεια της αναβολής κατάταξης «των στρατευσίμων που είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος και διαπρέπουν σε επιστημονικές εργασίες ή έρευνες στο εξωτερικό». Για την κατά περίπτωσιν εφαρμογή της διάταξης αποφασίζει ο ίδιος ο Υπουργός, μετά από εισήγηση επιτροπής αποτελουμένης από τρεις αξιωματικούς και δύο καθηγητές ΑΕΙ.
Η εν λόγω διάταξη αποτελεί εξαίρεση μέσα στο πλέγμα της στρατολογικής νομοθεσίας: Ενώ, κατά κανόνα, οι στρατολογικές διατάξεις θέτουν ρυθμίσεις εξαντλητικά σαφείς και συγκεκριμένες και καταλείπουν στη διοίκηση μηδαμινά περιθώρια διακριτικής ευχέρειας, το άρθρο 7 παρ. 7 ν. 1763/88 επιλέγει μια διατύπωση αναπάντεχα ρευστή και ευρεία, η οποία θα μπορούσε να επιτρέπει ακόμη και αυθαιρεσίες παντός είδους. Δεδομένου ότι η κατ’ εκτέλεσιν του νόμου εκδοθείσα υπουργική απόφαση περιορίζεται σε διαδικαστικές διευθετήσεις, απομένει, ως μόνη δυνατή ασφαλιστική δικλείδα προκειμένου να παραμείνει η εφαρμογή της διάταξης μέσα στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, η διαρκής μέριμνα για τήρηση συνεπούς και ενιαίας πρακτικής κατά την αποτίμηση των υποβαλλομένων στοιχείων, και η πλήρης αιτιολόγηση τόσο των θετικών, όσο και των απορριπτικών αποφάσεων.
Την προϋπόθεση αυτή δεν πληροί το πρακτικό της γνωμοδοτικής επιτροπής, περιοριζόμενο σε ταυτολογική επανάληψη του κειμένου της διάταξης και παραλείποντας οιαδήποτε εξατομικευμένη μνεία των στοιχείων που ελήφθησαν υπ’ όψιν: «η επιτροπή μελέτησε τα υποβληθέντα δικαιολογητικά και αφού έλαβε υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 1763/88 εισηγείται στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας ομόφωνα να μη χορηγηθεί αναβολή κατάταξης στον στρατεύσιμο Β., επειδή κατά την κρίση της, από το σύνολο των υποβληθέντων δικαιολογητικών δεν προκύπτει ότι η επίδοσή του στις επιστημονικές εργασίες ή έρευνες στο εξωτερικό και η απήχηση που έχουν αυτές στους διεθνείς ερευνητικούς και επιστημονικούς κύκλους είναι σε τέτοιο επίπεδο ώστε αυτός να χαρακτηρισθεί ως διαπρέπων, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων». Αντιστοίχως αόριστη είναι και η διατύπωση της απορριπτικής απόφασης: «Από τα υποβληθέντα δικαιολογητικά δεν προκύπτει ότι η επίδοσή του στις επιστημονικές εργασίες και έρευνες στο εξωτερικό, καθώς και η απήχηση που έχουν αυτές στους διεθνείς ερευνητικούς και επιστημονικούς κύκλους, είναι σε τέτοιο επίπεδο ώστε αυτός να χαρακτηριστεί ως διαπρέπων».
Ωστόσο, με σειρά αποφάσεών του (1366/81, 3294/90, 2274/91, 4276/95, 5373/ 95, 2848/96, 2881/97, 3231/99), το Συμβούλιο Επικρατείας έχει δεχθεί ότι οι αποφάσεις με τις οποίες απορρίπτεται αίτημα υπαγωγής στην κατηγορία του «διαπρέποντος επιστήμονος» δεν χρειάζονται ειδικότερη αιτιολογία, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα της κρίσιμης διάταξης. Ειδική αιτιολογία χρειάζονται, πάντοτε κατά τη νομολογία, μόνον οι αποφάσεις με τις οποίες γίνεται δεκτό το αίτημα αυτό. Ενδεχόμενη μομφή ανισότητας παρακάμπτεται με το επιχείρημα ότι «απόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως τόσο η ικανοποίηση ή μη του σχετικού αιτήματος, όσο και η κρίση για τη συνδρομή των εξαιρετικών περιπτώσεων …. Ο προβαλλόμενος λόγος, ότι η απόφαση παρεβίασε την από το Σύνταγμα καθιερουμένη αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι άλλοι στρατεύσιμοι, που έχουν λιγότερα προσόντα από τον αιτούντα, έχουν τύχει της προαναφερθείσης εξαιρέσεως, πρέπει ν’ απορριφθή ως αβάσιμος, διότι κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εξαιρέσεως κρίνεται από τη Διοίκηση αυτοτελώς» (ΣτΕ 2274/91). Ως αιτία για το ανέλεγκτο των άκρων ορίων αυτής της διακριτικής ευχέρειας, προβάλλεται ο εξαιρετικός χαρακτήρας του μέτρου: «Λόγω του όλως εξαιρετικού χαρακτήρος της διατάξεως …, οι αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται εξαίρεση πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένες …. Αντιθέτως, οι αποφάσεις με τις οποίες απορρίπτεται αίτημα για εξαίρεση δεν χρειάζονται ειδικότερη αιτιολογία» (ΣτΕ 2848/96).
Η ανωτέρω νομολογία, με την οποίαν η διοίκηση απελευθερώνεται όχι μόνον από την υποχρέωση αιτιολογίας, αλλ’ ακόμη και από την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης, υποχρεώνει το Συνήγορο του Πολίτη ν’ απόσχει από κάθε περαιτέρω παρέμβαση προς τη διοίκηση με τη μορφή της υπόδειξης πράξεων εκδοθησομένων κατά δεσμία αρμοδιότητα (ειδικότερα, της υπόδειξης για ανάκληση, ως αναιτιολόγητης, της απόφασης που αφορούσε τον κ. Β.), δεδομένου ότι κάθε τέτοια υπόδειξη θα ήταν εκ προοιμίου μάταιη. Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, ο Συνήγορος του Πολίτη δεν επιμένει στην αξίωσή του για χορήγηση συγκριτικών στοιχείων από τις κριθείσες περιπτώσεις, αφού η νομολογία έχει εκ προοιμίου θέσει εκποδών την αρχή της ισότητας στη συγκεκριμένη διαδικασία.
Η ανωτέρω περιγραφείσα κατάσταση θέτει, κατ’ ουσίαν, εκτός κράτους δικαίου έναν χώρο εξαιρετικά ευαίσθητο, όπως είναι ο χώρος της στρατολογικής υποχρέωσης. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 7 ν. 1763/88, έτσι όπως έχει ερμηνευθεί, παρέχει στη διοίκηση τη δυνατότητα να παρακάμπτει πλήρως και ανεξέλεγκτα την αρχή της στρατολογικής ισότητας, και αντιστοίχως παρέχει, στους θιγομένους από την αδιαφανή αυτή διαδικασία, τη δυνατότητα να πιστεύουν εσαεί ότι αδικήθηκαν λόγω ελλείψεως πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, προσωπικής, οικογενειακής ή παντοειδούς «ισχύος». Ο Συνήγορος του Πολίτη, θεωρώντας πάντοτε τεκμαιρόμενη την ακεραιότητα και καλή πίστη της διοίκησης, δεν διανοείται καν να ενστερνισθεί πιθανολογήσεις παρομοίων διασυνδέσεων, πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση, υποχρεούται να επισημάνει ότι, δυστυχώς, η παρούσα κατάσταση ουδόλως συμβάλλει στην αποτροπή των πιθανολογήσεων αυτών. Ακόμη και αν γίνει δεκτό, ότι στην ελληνική έννομη τάξη χωρούν παροχές αποτελούσες εξαιρετικά προνόμια (χορηγούμενα κατ’ ανέλεγκτη ευαρέσκεια) και όχι αγώγιμα δικαιώματα (αναγνωριζόμενα βάσει προβλέψιμων κριτηρίων), η ανάγκη διαφάνειας, ως ακρογωνιαίος λίθος της εμπιστοσύνης των πολιτών, παραμένει αδήριτη και στις περιπτώσεις αυτών των παροχών. Η κρατούσα πρακτική εφαρμογής του άρθρου 7 παρ. 7 ν. 1763/88 θα μπορούσε να θέσει εν κινδύνω την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ακεραιότητα και αμεροληψία του όλου στρατολογικού μας συστήματος. Η πρακτική αυτή μπορεί να μεταβληθεί, είτε με την έκδοση υπουργικής εγκυκλίου που να καλεί την αρμόδια επιτροπή σε πλήρη αιτιολόγηση όλων των αποφάσεών της (κάτι που η νομολογία δεν απαιτεί, αλλ’ ευτυχώς ούτε απαγορεύει!), είτε με τροποποίηση της διάταξης.
Πρόσφατα, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας αξιοποίησε μιάν ακόμη ευκαιρία νομοθετικής πρωτοβουλίας στρατολογικού περιεχομένου, προϊόν της οποίας υπήρξε ο ν. 3036/2002. Ωστόσο, ο νόμος αυτός όχι μόνον δεν έθιξε την περιγραφείσα κατάσταση, αλλ’ αντιθέτως την επεξέτεινε: Ενώ, μέχρι πρό τινος, η ευνοϊκή μεταχείριση των «διαπρεπόντων» περιοριζόταν στη δυνατότητα επέκτασης της χορηγούμενης αναβολής, ήδη η μεταχείριση αυτή επεκτείνεται και στη διάρκεια αυτής καθ’ εαυτήν της εκπληρωθησομένης θητείας, δεδομένου ότι «όσοι, ανεξαρτήτως κλάσης, έλαβαν οποτεδήποτε αναβολή κατάταξης ως διαπρέποντες επιστήμονες» υπάγονται, πλέον, εξ αυτού του λόγου και μόνο, σε καθεστώς μειωμένης θητείας (άρθρο 4 παρ. 1-2 ν. 3036/2002). Έτσι, η (κατά τα ανωτέρω) αδιαφανώς χορηγούμενη ιδιότητα του «διαπρέποντος», πέραν της ανισότητας ως προς τη δυνατότητα περαιτέρω αναβολής, καθιδρύει ήδη καθεστώς ανισότητας ακόμη και σε σχέση με τη διάρκεια της θητείας, δηλαδή σε σχέση με τον ακρογωνιαίο λίθο και το απόλυτο μέτρο της (θεμελιώδους, κατά το Σύνταγμα) αρχής της στρατολογικής ισότητας.
Αν η αδιαφανής ανισότητα στην αναβολή στράτευσης μπορούσε να διασωθεί με την επίκληση δημοσίου συμφέροντος για απερίσπαστη ολοκλήρωση του έργου κάθε «διαπρέποντος επιστήμονος» αλλά και για άκρως περιορισμένη χρήση του συγκεκριμένου προνομίου, τούτο δεν είναι δυνατό να καταλαμβάνει και τη διάρκεια της θητείας, επί της οποίας κάθε αναιτιολογήτως και αδιαφανώς επιμεριζόμενη ανισότητα εκφεύγει των ορίων του συνταγματικώς ανεκτού. Εν όψει των ανωτέρω, ο Συνήγορος του Πολίτη ευελπιστεί ότι η τελευταία αυτή ρύθμιση του ν. 3036/2002, ακριβώς επειδή επιφυλάσσει στους «διαπρέποντες» μιάν εύνοια ακόμη μεγαλύτερη (και συνεπώς ακόμη περισσότερο ευαίσθητη, ως προς τη διαφάνεια και την αιτιολογία), θα παράσχει στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας την ευκαιρία ν’ αναθεωρήσει (είτε αυτενεργούν, είτε καθοδηγούμενο από ενδεχόμενη νέα νομολογία) την ανωτέρω πρακτική του.
Μ.Τ.