ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Για να ανοίξετε το σύνολο της στήλης σε μορφή pdf πατήστε εδώ

ΕΣΔΑ 6.1 και Α΄ πρόσθετο πρωτόκολλο αυτής, ΔικηγΚώδ 114.5, 100.1, 107, 110, ν. 2882/2001 άρθρο 18, ν.δ. 797/1971

Δικηγορική αμοιβή στις απαλλοτριώσεις

Ι.

Οι διαδικασίες για τον προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό της καταβλητέας αποζημιώσεως στην απαλλοτρίωση ακινήτου για δημόσια ωφέλεια αφορούν τη διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς και γι’ αυτό οφείλεται αμοιβή μία μόνο φορά, αν παραστάθηκε και στις δυο διαδικασίες ο ίδιος δικηγόρος.

 

Άρειος Πάγος 672/2003

(Σύνθεση: Δ. Σουλτανιάς, Π. Μεϊδάνης, Κ. Βαλμαντώνης – εισηγητής, Α. Κρητικός, Ν. Κασσαβέτης)

 

Κατά το άρθρο δεύτερο του ν. 2882 της 2/6.2.2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» ο νόμος αυτός άρχισε να ισχύει από 6/5/2001. Από τις διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 1 και 2 αυτού του νόμου προκύπτει ότι γενικά ο νόμος καταλαμβάνει τις απαλλοτριώσεις που κηρύσσονται από την έναρξη της ισχύος του και εφεξής. Οι απαλλοτριώσεις που κηρύχτηκαν υπό την ισχύ του ν.δ. 797/1971 διέπονται από τον ΚΑΑΑ από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος του, εξαιρούνται όμως τα θέματα εκείνα για τα οποία έχει κατά την έναρξη της ισχύος του κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του κώδικα. Οι διατάξεις που ρυθμίζουν το ύψος των δικαστικών εξόδων και τον υπόχρεο της πληρωμής αυτών, καίτοι περιέχονται στον ΚΠολΔ, είναι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 179/84, 416/76). Κατά ταύτα επί απαλλοτριώσεως που είχε κηρυχθεί πριν από την έναρξη του ΚΑΑΑ και είχε επιδοθεί η αίτηση για τον καθορισμό τιμής μονάδος απαλλοτρίωσης, τα έξοδα δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση του κώδικα. Εξάλλου, κατά τα ισχύοντα πριν από τον ΚΑΑΑ στην απαλλοτρίωση ακινήτου για δημόσια ωφέλεια ή ανάγκη οι διαδικασίες για τον προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης αφορούν τη διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς. Για αυτό αν παραστάθηκε και στις δύο διαδικασίες ο ίδιος δικηγόρος, του οφείλεται αμοιβή μια φορά και για τις δύο διαδικασίες, αφού ουσιαστικά μια μόνο φορά παρέσχε την εργασία του. Αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία η αμοιβή του αυτή υπολογίζεται κατά τα άρθρα 98, 100 παρ. 1, 107, 110, 111 και 114 παρ. 5 του ν.δ. 3026/1954 «Περί του Κώδικος Δικηγόρων» επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, που ταυτίζεται με την οριστικά προσδιορισθείσα αποζημίωση προς 3%, από το οποίο 2% για τη σύνταξη των αιτήσεων προσωρινού και οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης και το 1% για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων (ΑΠ 1479/84). Αν στις πιο πάνω διαδικασίες υπάρξουν και συνεκδικασθούν αντίθετες αιτήσεις ο δικηγόρος δεν δικαιούται άλλη αμοιβή για την απόκρουσή τους, αφού πρόκειται για μία και την αυτή διαφορά για την οποία παρέχει ενιαία την απασχόλησή του (ΑΠ 648/1973). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το εφετείο, το οποίο συνεκδίκασε αίτηση και ανταίτηση, οι οποίες ασκήθησαν πριν από την προηγηθείσα στο ίδιο δικαστήριο συζήτηση στις 22.2.2000, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα με την 592/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου υπ’ αριθμ. 1881/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ήτοι πριν από την 6/5/2001, χρόνο έναρξης του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ), καθόρισε την οριστική τιμή μονάδος αποζημίωσης για τις απαλλοτριωθείσες εκτάσεις των αναιρεσειόντων και καταδίκασε το υπόχρεο σε καταβολή της αποζημίωσης αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα των δικαιούχων και ειδικότερα στην αμοιβή για την παράσταση του δικηγόρου τους εξ 80.000 δρχ. και στην αμοιβή του ίδιου δικηγόρου για τη σύνταξη της αίτησης και των προτάσεων σε ποσοστό 3% επί του ποσού της αποζημίωσης.

 

ΙΙ.

Η καθοριζόμενη από τον Κώδικα Δικηγόρων αμοιβή για τη σύνταξη του εισαγωγικού δικογράφου (αιτήσεως καθορισμού της αποζημιώσεως) οφείλεται μόνο μία φορά, δηλαδή και για τον προσωρινό και για τον οριστικό καθορισμό της αποζημίωσης απαλλοτριουμένων για δημόσια ανάγκη ακινήτων, εφόσον παραστάθηκε ο ίδιος δικηγόρος. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία στον οριστικό καθορισμό παραστάθηκε άλλος δικηγόρος, τότε αυτός δικαιούται να ζητήσει αμοιβή και για τη σύνταξη του εισαγωγικού δικογράφου. Αυτό ισχύει και για το συμπαρασταθέντα για πρώτη φορά κατά τον οριστικό καθορισμό της αποζημιώσεως δικηγόρο, ο οποίος δικαιούται πλήρους αμοιβής.

Άρειος Πάγος 597/2001

(Σύνθεση: Κ. Παπαλάκης, Π. Μεϊδάνης - εισηγητής, Α. Κρητικός, Α. Ζήσης και Ν. Κασσαβέτης)

 

Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 114 παρ. 5 του Κώδικα περί δικηγόρων, που ορίζει ότι προκειμένου περί αιτήσεως προσδιορισμού αποζημιώσεως απαλλοτριουμένων για δημόσια ανάγκη ή ωφέλεια ακινήτων το ελάχιστο όριο της αμοιβής κανονίζεται από το άρθρο 100 με βάση την αξία των ακινήτων αυτών, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1, 103, 107 και 110 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ο δικηγόρος του αιτούντος τον καθορισμό οριστικής αποζημιώσεως, για απαλλοτρίωση ακινήτου, δικαιούται αμοιβή για τη σύνταξη της αιτήσεως καθορισμού, των προτάσεων, καθώς και για την παράστασή του προς συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που καθορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου αυτής, το οποίο δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, η αξία δε αυτή ταυτίζεται με την αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου που καθορίζεται από το δικαστήριο με τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως. Η αμοιβή αυτή καθόσον αφορά το για τη σύνταξη της αιτήσεως καθορισμού της αποζημιώσεως ποσοστό (δοθέντος ότι οι διαδικασίες και περί προσωρινού προσδιορισμού και περί οριστικού προσδιορισμού αφορούν τη διερεύνηση μιας και της αυτής διαφοράς, για την οποία ο δικηγόρος παρέχει την ίδια εργασία), οφείλεται μία φορά μόνο, δηλαδή για τον προσωρινό και οριστικό καθορισμό της αποζημιώσεως, εφόσον κατά τις ανωτέρω διαδικασίες για τον προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό αποζημιώσεως παραστάθηκε ο ίδιος δικηγόρος. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία στον οριστικό καθορισμό παραστάθηκε άλλος δικηγόρος, τότε αυτός δικαιούται να ζητήσει την παραπάνω καθοριζόμενη αμοιβή του και για τη σύνταξη της προσφυγής. Αυτό ισχύει και για το συμπαρασταθέντα για πρώτη φορά κατά τον οριστικό καθορισμό της αποζημιώσεως δικηγόρο, ο οποίος (ανεξαρτήτως του ότι ο δικηγόρος με τον οποίο συμπαρίσταται δεν δικαιούται αμοιβής, εφόσον και για το οποίο ποσό δικαιώθηκε τέτοιας κατά τη διαδικασία του προσωρινού προσδιορισμού) δικαιούται πλήρους της κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις αμοιβής του εκ ποσοστού 2% για την από αυτόν συνταγείσα ή υπογραφείσα ή συνυπογραφείσα αίτηση οριστικού καθορισμού, 1% για τη σύνταξη ή υπογραφή ή συνυπογραφή των ενώπιον του εφετείου προτάσεων, τα ποσοστά δε αυτά υπολογίζονται πάντοτε επί της (κατά τα προρρηθέντα), ταυτιζομένης προς την αξία του αντικειμένου της δίκης, προσδιορισθείσης οριστικής αποζημιώσεως για το ακίνητο, μη μειουμένης, από καμία διάταξη νόμου, με αφαίρεση του ποσού της προσωρινώς καθορισθείσης αποζημιώσεως, έστω και αν είχε κατατεθεί προσηκόντως υπέρ του δικαιούχου διαδίκου, το ποσό το οποίο μόνο για τον, κατά τον προσδιορισμό αυτό, παραστάντα και δικαιωθέντα, βάσει τούτου αμοιβής, δικηγόρο δύναται να είναι σημαντικό ως καθοριστικό του δικαιώματός του ή μη, σε επί πλέον από τη διαδικασία οριστικού προσδιορισμού αμοιβή αναλόγως του καθορισθέντος ύψους της οριστικής αποζημιώσεως. Εξάλλου εφόσον το δικαίωμα εκάστου των πλειόνων παραστάντων δικηγόρων επί την αμοιβή δεν τελεί, κατά κάποια διάταξη νόμου σε αλληλεπίδραση προς τον ή τους άλλους συμπαραστάντες, ώστε το ύψος της αμοιβής του ενός να εξαρτάται από το ύψος της αμοιβής των άλλων και επί αμοιβής οφειλομένης στον συμπαραστάντα κατά τον οριστικό καθορισμό της αποζημιώσεως, αυτή είναι για καθένα πλήρης ή κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις προσδιοριζομένη, ανεξαρτήτως εάν ο συμπαρασταθείς ως δικαιωθείς αμοιβής κατά τον προσωρινό προσδιορισμό δεν δικαιούται αμοιβής ή δικαιούται μειωμένης (βλ. ΟλομΑΠ 110/1981, ΑΠ 1479/1984 και ΑΠ 1480/1984). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το εφετείο κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων του κώδικα περί δικηγόρων, που δεν τροποποιήθηκαν από διατάξεις του ν.δ. 797/1971 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων», υπολόγισε την προς τον εφεσίβλητο και ήδη αναιρεσίβλητο, ως συμπαραστάντα με τον εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα μόνο κατά την εκδίκαση της αιτήσεως οριστικού καθορισμού αποζημιώσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η 2317/1975 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, αμοιβή σε ποσοστό 2% για τη συνυπογραφή και κατάθεση της από 5.2.1975 αιτήσεως οριστικού καθορισμού, μετά από τον, με την υπ’ αριθμ. 5/1975 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Παρνασσίδος, προσωρινό καθορισμό αποζημιώσεως και 1% για τη συνυπογραφή των εγγράφων προτάσεων που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, ήτοι συνολικά σε ποσοστό 3% της αξίας του αντικειμένου της δίκης, που τέτοια λήφθηκε η σε δραχμές 174.674.508 προσδιορισθείσα, με την 2317/1975 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, χωρίς αφαίρεση από τη δεύτερη του ποσού της αποζημίωσης εκ δραχμών 111.771.181 που καθορίστηκε προσωρινώς και κατατέθηκε πριν από τη δίκη περί οριστικού καθορισμού. Έτσι που έκρινε το εφετείο και ακολούθως καθόρισε ως άνω την αμοιβή του αναιρεσίβλητου δικηγόρου για τη συμπαράστασή του κατά την διαδικασία περί οριστικού καθορισμού αποζημιώσεως σε ποσοστό 3% της ανωτέρω αποζημιώσεως, που καθορίστηκε οριστικά, δίχως να αφαιρέσει το ποσό που επιδικάστηκε κατά τη διαδικασία του προσωρινού προσδιορισμού, στην οποία είχε παραστεί μόνο ο αναιρεσείων δικηγόρος, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 114 παρ. 5 του Κώδικα περί δικηγόρων. Επομένως οι τρίτος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 

ΙΙΙ.

Κατά το άρθρο 18 ν. 2882/01, αποφαινόμενο το εφετείο «ενιαίως» για τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των διαδικασιών, εκείνης ενώπιον αυτού και εκείνης του προσωρινού προσδιορισμού αποζημιώσεως απαλλοτριούμενου ακινήτου για δημόσια ωφέλεια, επιδικάζει μόνο μία δικηγορική αμοιβή για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως και όχι επιπρόσθετη για τη δίκη προσωρινού προσδιορισμού.

 

ΕφΑθ 3038/2002

(Σύνθεση: Α. Γιωτάκος, Β. Ρήγας, Σ. Ζιάκας)

 

Κατά το άρθρο 18 παρ. 4 του ΚΑΑΑ, α) η δικαστική δαπάνη βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση και επιδικάζεται από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση, β) η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης γίνεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες οικείες διατάξεις, γ) το άρθρο 22 του ν. 3693/57 δεν εφαρμόζεται, δ) η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία καθορίζεται η προσωρινή τιμή μονάδας, αποτελεί ως προς τη δικαστική δαπάνη εκτελεστό τίτλο εις βάρος του υποχρέου προς αποζημίωση, εάν και οι δύο διάδικοι απεδέχθησαν την απόφαση αυτή ή παρήλθε άπρακτη η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως και ε) σε περίπτωση ασκήσεως εμπρόθεσμης αιτήσεως, το Εφετείο αποφαίνεται ενιαίως, τόσο για τη δικαστική δαπάνη της ενώπιον αυτού διαδικασίας, όσο και για τη δικαστική δαπάνη του προσωρινού προσδιορισμού της αποζημιώσεως. Ως ενιαία απόφανση υπό του Εφετείου για τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των διαδικασιών, προσωρινού και οριστικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, είναι νοητέα η εφάπαξ επιδίκαση των δικαστικών εξόδων του δικαιούχου και όχι η επιπρόσθετη επιδίκαση δικαστικών εξόδων για τη δίκη προσωρινού προσδιορισμού της αποζημιώσεως, δεδομένου ότι σε περίπτωση αιτήσεως στο Εφετείο για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημιώσεως, η προσωρινώς καθορίσασα την αποζημίωση απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου καθίσταται, σύμφωνα με τα άρθρα 18 επ. του ΚΑΑΑ, εν όλω ανίσχυρη, ο δε δικαιούχος της αποζημιώσεως διάδικος, αφού άπαξ θα πληρώσει την αμοιβή του δικηγόρου του, ακόμη και σε περίπτωση διπλού, προσωρινού και οριστικού, προσδιορισμού της αποζημιώσεως (βλ. ΑΠ 1479/ 84, ΕλΔ 26, 646), άπαξ πρέπει να λάβει την αμοιβή αυτή από τον αντίδικό του υπόχρεο.

 

IV. (Αντιθέτως)

Από τη διαφορετική κατά ένα μέρος από εκείνη του άρθρου 17 παρ. 4 εδ. β΄ του ν.δ. 797/1971, διατύπωση του εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 2882/ 2001, προκύπτει, ότι το εφετείο, το οποίο (μετά τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημιώσεως πρωτοδίκως), επιλαμβάνεται της εμπροθέσμου αιτήσεως για τον καθορισμό της οριστικής αποζημιώσεως, υποχρεούται με την οριστική απόφασή του να καθορίσει τη συνολική για τις δύο αυτοτελείς δίκες δικαστική δαπάνη, που περιλαμβάνει την αμοιβή του δικηγόρου και για τον προσωρινό καθορισμό. Διαφορετική ερμηνεία, κατά την οποία η αμοιβή του δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημιώσεως θα είναι μια και για τις δύο δίκες αφενός θα ήταν αντίθετη ακόμη και με το γράμμα του νόμου, προσκρούει δε και στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για «δίκαιη δίκη» και 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (που καλύπτει περιουσιακές ζημίες), αφού έτσι θα περιοριζόταν ανεπίτρεπτα η επαγγελματική ελευθερία των δικηγόρων και το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, με νόμιμη προσδοκώμενη κατά το νόμο ελάχιστη αμοιβή από την πρώτη αυτοτελή δίκη του καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως.

 

ΕφΑθ 8090/2001

(Σύνθεση: Α. Νταφούλης, Ι. Παπανικολάου, Φώτιος Καϋμενάκης - εισηγητής)

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 4 εδ. α΄, β΄ και γ΄ του ν. 2882/2001, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 2 του νόμου αυτού, εφαρμόζεται και στην προκειμένη απαλλοτρίωση, η δικαστική δαπάνη βαρύνει τον υπόχρεο προς αποζημίωση και επιδικάζεται από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από τον παρόντα νόμο. Η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης γίνεται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά. Προκειμένου περί απαλλοτριώσεων δεν εφαρμόζεται το άρθρο 22 του ν. 3693/1957. Η ρύθμιση αυτή σχετικά με τη δικαστική δαπάνη είναι σύμφωνη με την συνταγματική επιταγή του άρθρου 17 παρ. 2 και 4, κατά την οποία η αποζημίωση για τη στέρηση της ιδιοκτησίας λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως πρέπει να είναι πλήρης, το δε ποσό αυτής πρέπει να περιέρχεται στο δικαιούχο ακέραιο και αλώβητο. Μέρος δε αυτής αποτελούν και τα δικαστικά έξοδα, αφού ο καθού η απαλλοτρίωση αναγκαίως υποβάλλεται σε αυτά για να επιτύχει τον καθορισμό της αποζημιώσεώς που δικαιούται να λάβει. Επομένως αυτά, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του (άρθρο 189 ΚΠολΔ), αποτελούν παρακολούθημα της αποζημίωσης, προσαυξάνουν το ποσό της και βαρύνουν, όπως και εκείνη, τον υπόχρεο στην καταβολή της και πρέπει να επιδικάζονται σε βάρος του υποχρέου υπέρ του δικαιούχου της αποζημίωσης (ΟλομΑΠ 17/2000 ΕλΔ 41, 958). Περαιτέρω, κατά τα εδαφ. δ΄ και ε΄ της ίδιας παρ. του άρθρου 18, η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, με την οποία καθορίζεται η προσωρινή τιμή μονάδας, αποτελεί ως προς τη δικαστική δαπάνη εκτελεστό τίτλο σε βάρος του υποχρέου προς αποζημίωση, εάν και οι δυο διάδικοι αποδέχτηκαν την απόφαση αυτή ή πέρασε άπρακτη η προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 20. Σε περίπτωση εμπρόθεσμης αίτησης, το εφετείο αποφαίνεται ενιαίως τόσο για τη δικαστική δαπάνη της ενώπιον αυτού διαδικασίας, όσο και για τη δικαστική δαπάνη του προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης. Από τα παραπάνω και ιδίως από τη σαφή, αλλά διαφορετική κατά ένα μέρος από εκείνη του άρθρου 17 παρ. 4 εδ. β΄ του ν.δ. 797/1971, διατύπωση του εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 18 του νέου νόμου 2882/2001, προκύπτει, ότι το εφετείο, το οποίο μετά τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημιώσεως επιλαμβάνεται της εμπροθέσμου αιτήσεως για τον καθορισμό της οριστικής αποζημιώσεως, υποχρεούται με την οριστική απόφασή του να καθορίσει τη συνολική για τις δύο αυτοτελείς δίκες δικαστική δαπάνη με βάση μάλιστα την οριστική αποζημίωση ως αντικείμενο της δίκης, δηλαδή, σε εφαρμογή και των οικείων διατάξεων του κώδικα των Δικηγόρων (άρθρα 100 επ.), εκείνη στην οποία πράγματι υποβλήθηκε ο δικαιούχος κατά τη διαδικασία του προσωρινού προσδιορισμού, στην οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του δικηγόρου του, και εκείνη που προκλήθηκε από την ενώπιόν του δεύτερη ξεχωριστή δίκη, στην οποία και εδώ περιλαμβάνεται και η αμοιβή του δικηγόρου του. Η άλλη άποψη, κατά την οποία η αμοιβή του δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημιώσεως θα είναι μια και για τις δύο δίκες αφενός μεν είναι αντίθετη ακόμη και με τη γραμματική διατύπωση του εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 18, που θέλει «ενιαία» μεν απόφαση για τη δικαστική δαπάνη, στην οποία όμως θα περιλαμβάνεται «τόσο η δικαστική δαπάνη της ενώπιον αυτού διαδικασίας όσο και η δικαστική δαπάνη του προσωρινού προσδιορισμού της αποζημίωσης», αφετέρου δε προσκρούει και στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για «δίκαιη δίκη» και 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (που καλύπτει περιουσιακές ζημίες), αφού έτσι περιορίζεται ανεπίτρεπτα η επαγγελματική ελευθερία των δικηγόρων και το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, με νόμιμη προσδοκώμενη κατά το νόμο ελάχιστη αμοιβή από την πρώτη αυτοτελή δίκη του καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως. Εξάλλου, η εκκαθάριση της δικαστικής δαπάνης, στην οποία περιλαμβάνεται, όπως εκτέθηκε, και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης που πρέπει να επιδικαστεί και να περιέλθει σε αυτόν, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων Ν 189 παρ. 1 και 2 β΄, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 100 παρ. 1α΄, 103, 107, παρ. Ι, 110 παρ. 3, 111 και 114 παρ. 5 του Δικηγορικού Κώδικα (ν.δ. 3026/1954), σε συνδυασμό με το άρθρο 9 παρ. 5 του ν. 1093/1980 και την υπ’ αριθ. 1314/21/29.12.2000 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄) και ισχύει και στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α΄). Σημειώνεται, τέλος ότι για τον προσδιορισμό της δικαστικής δαπάνης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 178 και 179 του ΚΠολΔ (ΟλομΑΠ 9/1996 και ΟλομΑΠ 17/2000 όπου παρ.) και, κατά ρητή επιταγή του νόμου, η διάταξη του άρθρου 22 του ν. 3693/1957. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση πρέπει να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο, ως υπόχρεο προς αποζημίωση, να καταβάλει στους δικαιούχους τη δικαστική δαπάνη τόσο της δίκης για τον καθορισμό της προσωρινής αποζημιώσεως, όσο και της παρούσης, στην οποία περιλαμβάνονται τα διάφορα έξοδα, η παράσταση κατά τις δύο συζητήσεις των δικηγόρων των δικαιούχων και η αμοιβή τους, δηλαδή 3% επί του αντικειμένου της δίκης (οριστική αποζημίωση) για τη σύνταξη της αιτήσεως και των προτάσεων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και 3% για τη σύνταξη της κρινομένης αιτήσεως και τη σύνταξη των προτάσεων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

 

Σημείωση

Πριν από το ν. 2882/01, υπό το καθεστώς του ν. 797/71, πάγια η νομολογία δεχόταν όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη από τις δημοσιευόμενες αποφάσεις (που έκρινε επί υποθέσεως καταλαμβανομένης από την παλαιά ρύθμιση, του ν. 797/71).

Εύστοχα όμως επισημαίνεται από την τελευταία εκ των δημοσιευομένων αποφάσεων η διαφορετική διατύπωση στη νέα ρύθμιση (εδ. ε΄ της παρ. 4 του άρθρου 18 ν. 2882/01) που δεν φαίνεται να αφήνει περιθώρια ερμηνείας σαν αυτή που επιχειρεί η τρίτη απόφαση, η οποία μάλλον αβασάνιστα στοιχίζεται με την προγενέστερη νομολογία, δίχως δηλαδή να αξιολογεί την αναφερόμενη διαφορά ανάμεσα στην νέα και την παλαιά νομοθετική ρύθμιση και δίχως να δείχνει ότι «γνωρίζει» την αποκλίνουσα, χρονολογικώς πρότερη, απόφαση 8090/01 του ίδιου δικαστηρίου (δεν την μνημονεύει ούτε αντιπαραθέτει επιχειρήματα κατά των παραδοχών εκείνης, η οποία αντιθέτως και υποδειγματικά, δεν αρκείται στη διατύπωση και θεμελίωση της δικής της θέσεως, αλλά αναφέρεται κριτικά και στην αντίθετη, που είχε διαμορφωθεί υπό την προηγούμενη νομοθετική ρύθμιση).

Πάντως, και υπό τον προϊσχύσαντα ν. 797/71, δικαιολογούσε επιφυλάξεις η αναφερόμενη νομολογιακή παραδοχή, καθώς δύσκολα εναρμονιζόταν με την, επίσης πάγια, νομολογία περί πλήρους αμοιβής δικηγόρου άλλου, που είτε παρίσταται μόνος είτε συμπαρίσταται με τον αρχικό στη διαδικασία του οριστικού καθορισμού αποζημιώσεως (βλ. τη δεύτερη από τις δημοσιευόμενες αποφάσεις). Γεννάται δηλαδή η απορία, γιατί από ένα και το αυτό γεγονός (ότι «καθίσταται εν όλω ανίσχυρη» η απόφαση του πρωτοδικείου) δεν επηρεάζεται μεν η αμοιβή του άλλου δικηγόρου που παραστάθηκε μόνο στην πρωτόβαθμη δίκη για τον προσωρινό προσδιορισμό, εξανεμίζεται όμως η αντίστοιχη αμοιβή του ενός δικηγόρου που παραστάθηκε ο ίδιος και στο εφετείο για τον οριστικό προσδιορισμό.

Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η επίκληση από την τέταρτη απόφαση (ΕφΑθ 8090/01) του άρθρου 6.1 και του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για «δίκαιη δίκη» όχι από τη σκοπιά των διαδίκων, αλλά του πληρεξούσιου δικηγόρου («επαγγελματική ελευθερία των δικηγόρων και το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, με νόμιμη προσδοκώμενη κατά το νόμο ελάχιστη αμοιβή από την πρώτη αυτοτελή δίκη του καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας αποζημιώσεως»).

Κ.Π.