Digesta 2004 |
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Β. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΕΔ
Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ
Σ 94.3, ΚΠολΔ 1α, ν. 1406/83, ν.δ. 797/71 άρθρο 8.4 (βλ. πλέον ν. 2882/2001 άρθρο 8.3)
Δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων στις διαφορές του άρθρου 8.4 ν.δ. 797/71 (τώρα ν. 2882/01 άρθρο 8.3)
Αν το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωσή του να καταβάλει στον δικαιούχο της αποζημιώσεως για απαλλοτρίωση το κατατεθέν ποσό, αναφύεται διαφορά ιδιωτικού δικαίου υπαγόμενη στα πολιτικά δικαστήρια (πλειοψ.) Αντίθ. μειοψηφία: Η διαφορά υπάγεται στα διοικητικά δικαστήρια.
ΑΕΔ 6/2001
(Σύνθεση: Σ. Ματθίας, Χ. Γεραρής, Μ. Δημητρόπουλος, Π. Χριστόφορος, Θ. Χατζηπαύλου, Ν. Σκλίας, Γ. Κρασσάς, Ε. Δαμάσκος - εισηγητής, Α. Ντόβα, Δ. Σουλτανιάς, Μ. Καραμανώφ, Δ. Τραυλός - Τζανετάτος, Γ. Σιούτη)
Το άρθρο 8 του ν.δ. 797/1971 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» (για δημόσια ωφέλεια) ορίζει: «1. Ο υπόχρεος προς πληρωμήν αποζημιώσεως δύναται, αντί καταβολής, να καταθέση την προσωρινώς ή οριστικώς προσδιορισθείσαν τοιαύτην εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, υπέρ του δικαιούχου, εάν δεν έχει εισέτι εκδοθεί τελεσίδικος απόφασις περί αναγνωρίσεως αυτού ... 2. Το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων αποδίδει το κατατεθέν ποσόν εις τον αναγνωρισθέντα δικαιούχον επί τη προσκομίσει της τελεσιδίκου αποφάσεως περί αναγνωρίσεως αυτού ... 5. Το Δημόσιον και το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, καταβαλόντα την αποζημίωσιν εις τους δικαστικώς αναγνωρισθέντας δικαιούχους, απαλλάσσονται πάσης υποχρεώσεως και ευθύνης έναντι οιουδήποτε τρίτου ... 6. Το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων δύναται να καταβάλει εις τον δικαιούχον την αποζημίωσιν και προ της δικαστικής αναγνωρίσεως του δικαιούχου, μετ’ έλεγχον των τίτλων ιδιοκτησίας και σύμφωνον γνώμην της νομικής του υπηρεσίας». Κατά το άρθρο δε 7 παρ. 1 του ίδιου ν.δ. 797/1971 η αναγκαστική απαλλοτρίωση για δημόσια ωφέλεια συντελείται είτε με την καταβολή στο δικαιούχο της αποζημιώσεως, που ορίσθηκε δικαστικά, είτε με την κατάθεση της αποζημιώσεως αυτής στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και δη με τη δημοσίευση της καταθέσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς, (και) με τη δημόσια αυτή κατάθεση εκπληρώνεται η υποχρέωση προς καταβολή της ως άνω αποζημιώσεως και περατώνεται η δημοσίου δικαίου σχέση από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 4 εδ. β΄ του Συντάγματος σε συνδυασμό προς το άρθρο 431 του ΑΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 830 παρ. 1 εδ. α΄ του ΑΚ η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει εξουσία να τα χρησιμοποιεί, οπότε ο θεματοφύλακας, σύμφωνα με την περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 του ΑΚ, αποκτά την κυριότητα των παρακατατεθέντων, υποχρεούμενος να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Εξ άλλου κατά το άρθρο 411 του ΑΚ επί υποσχέσεως υπέρ τρίτου ο τρίτος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή απευθείας από αυτόν, που υποσχέθηκε, αν προκύπτει τέτοια θέληση των συμβληθέντων μερών ή αυτό συνάγεται από τη φύση και το σκοπό της συμβάσεως. Αυτονόητο είναι ότι το άμεσο αυτό δικαίωμα έχει ο τρίτος και όταν τούτο προκύπτει απευθείας από το νόμο. Από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω συνάγεται ότι επί δημόσιας καταθέσεως, δικαστικά προσδιορισμένης, αποζημιώσεως για αναγκαστική απαλλοτρίωση για δημόσια ωφέλεια, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων αφού προδήλως έχει εξουσία χρησιμοποιήσεως των χρημάτων της εν λόγω αποζημιώσεως (όπως προς δανειοδότηση τρίτων, εξόφληση άλλων υποχρεώσεών του κλπ), αποκτά, όπως επί δανείου, την κυριότητα των χρημάτων αυτών και έχει ενοχική υποχρέωση να αποδώσει ίσο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο, ο οποίος θα αναγνωρισθεί δικαστικά. Ο δικαιούχος αυτός· έχει κατά το ως άνω άρθρο 8 παρ. 2 του ν.δ. 797/1971 και, σε κάθε περίπτωση, βάσει της φύσεως και του σκοπού της συμβάσεως παρακαταθέσεως, το δικαίωμα να απαιτήσει απευθείας από το Ταμείο το εν λόγω ποσό. Πρόκειται, λοιπόν, για γνήσια υπέρ τρίτου σύμβαση, η οποία λειτουργεί ως δάνειο και η οποία έχει χαρακτήρα συμβάσεως του αστικού δικαίου. Η εκπλήρωση, συνεπώς, της αντίστοιχης υποχρεώσεως του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων ανάγεται στη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του στην οποία και περιέρχεται το κατατιθέμενο χρηματικό ποσό. Το ότι κατά τη νομοθεσία περί του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (βλ. ιδίως άρθρα 1 του ν.δ. 4206/1961, 2Α΄ περ. 1 του ν.δ. της 21.3/3.4.1926, που κυρώθηκε με το ν.δ. της 12/12.11.1927 και το τελευταίο με το ν. 3446/1928 και 1 του π.δ. της 30.12.1926/3.1.1927) το Ταμείο αυτό είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και πιστωτικός οργανισμός δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος και οι ως άνω παρακαταθέσεις σε αυτό χαρακτηρίζονται ως υποχρεωτικές και δικαστικές δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική λύση, αφού τα βασικά χαρακτηριστικά των συμβάσεων για τις παρακαταθέσεις αυτές προέρχονται από το αστικό δίκαιο. Άλλως τε, το μεταγενέστερο ν.δ. 797/1971 ρητά ορίζει κατά τα ανωτέρω ότι ο υπόχρεος προς αποζημίωση απλώς «δύναται, αντί καταβολής» να προβεί σε δημόσια κατάθεση. Ούτε έχει επί του προκειμένου σημασία το κατά νόμο άτοκο της παρακαταθέσεως και η προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή, σε κάθε περίπτωση, του Ταμείου επί καταβολής από αυτό στον δικαστικά αναγνωρισθέντα δικαιούχο. Γι’ αυτό και είναι σύμφωνη προς το άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 797/1971, κατά την οποία «πάσα διαφορά περί την απόδοσιν υπό του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων εις τον δικαιούχον του κατατεθέντος ποσού λύεται οριστικώς υπό του κατά το άρθρον 18 του παρόντος αρμοδίου δικαστηρίου» (δηλ. του μονομελούς - πολιτικού - πρωτοδικείου) «κατά την υπό του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας προβλεπομένη διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων». Άρα, η ένδικη υπόθεση, που αντικείμενο έχει την επιδίκαση αποζημιώσεως εις βάρος του εναγομένου (ήδη καθού) Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για αθέτηση της υποχρεώσεώς του να καταβάλει σε, δικαστικά αναγνωρισμένο, δικαιούχο – και ήδη στους κληρονομήσαντες αυτόν – το ποσό, που είχε δημόσια κατατεθεί στο Ταμείο αυτό ως αποζημίωση, δικαστικά προσδιορισθείσα, για αναγκαστική απαλλοτρίωση λόγω δημόσιας ωφέλειας, ανάγεται σε διαφορά του ιδιωτικού δικαίου κατά τα άρθρα 94 παρ. 3 του Συντάγματος και 1 στοιχ. α΄ του ΚΠολΔ. Διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ως άνω υποχρέωση του Ταμείου πηγάζει όχι από τη δημοσίου δικαίου σχέση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η οποία έχει περατωθεί με τη δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως, αλλ’ από τη σύμβαση περί της καταθέσεως αυτής, η οποία έχει χαρακτήρα συμβάσεως του ιδιωτικού δικαίου. Ο νομικός δε από τους ενάγοντες (ήδη αιτούντες) με το δικόγραφο της αγωγής χαρακτηρισμός αυτής ως στηριζόμενης στα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, αφού ο νομικός χαρακτηρισμός της αγωγής γίνεται από το δικαστήριο με βάση το αντικειμενικό περιεχόμενό της. Πρέπει, συνεπώς, η ανακύψασα αποφατική σύγκρουση να αρθεί υπέρ της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, να εξαφανισθεί η, αντιθέτως κρίνασα απόφαση του (πολιτικού) Εφετείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο αυτό (βλ. άρθρο 47 παρ. 4 του ν. 345/1976).
Μειοψήφησε ένα μέλος του Δικαστηρίου, ήτοι ο Σύμβουλος της Επικρατείας Θεόφιλος Χατζηπαύλου, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αποτελεί θεσμό του δημοσίου δικαίου και ως εκ τούτου οι σχετικές διαφορές που ανακύπτουν είναι διοικητικές διαφορές υπαγόμενες στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων και ειδικότερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας εάν πρόκειται περί ακυρωτικών διαφορών ή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εάν πρόκειται περί διαφορών ουσίας. Εξαίρεση προβλέπεται στο Σύνταγμα ως προς τον καθορισμό της αποζημιώσεως, η οποία ορίζεται πάντοτε από τα πολιτικά δικαστήρια (άρ. 17 παρ. 4). Επίσης το Σύνταγμα προέβλεπε εξαίρεση ως προς τις διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και οι οποίες μέχρι την υπαγωγή τους στα δικαστήρια αυτά εξακολουθούσαν να υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (άρθρο 94 παρ. 1 και 2). Ήδη μετά την ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (ν. 1406/83) όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπάγονται πλέον στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Διοικητικές διαφορές ουσίας είναι βεβαίως και οι διαφορές περί την απόδοση από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στο δικαιούχο ιδιοκτήτη του κατατεθέντος ποσού αποζημιώσεως, δοθέντος άλλωστε ότι η καταβολή της αποζημιώσεως (και όχι απλώς η παρακατάθεσή της), αποτελεί το θεμελιώδη κατά το Σύνταγμα όρο για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (άρθ. 17 παρ. 4). Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να θεωρηθεί πλέον ως αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 797/1971 που προβλέπει την εκδίκαση των διαφορών αυτών από τα πολιτικά δικαστήρια. Επομένως, έπρεπε, κατά τη γνώμη του μειοψηφήσαντος, η ανακύψασα αποφατική σύγκρουση να αρθεί υπέρ της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων.
Σημείωση
Αντί άλλου σχολιασμού ακολουθεί η μελέτη του Ι. Καστριώτη, που εκπονήθηκε με αφορμή τη δημοσιευόμενη απόφαση.