Digesta 2007

Η ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΕΠΙ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΣ ΕΞ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΝ

(Με αφορμή την απόφαση ΑΕΔ 6/2001)

Ιωάννης Καστριώτης

Δρ. Νομικής ΔΠΘ

Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Εισαγωγή - Η θέση του προβλήματος

ΜΕΡΟΣ Α΄

Ι.     Οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κατά το Σύνταγμα και τον κώδικα αναγκαστικών απαλλοτριώσεων

  1. Στοιχειώδεις θεμελιακές έννοιες των κεντρικών ζητημάτων της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως
  2. Ορισμός της απαλλοτριώσεως
  3. Το πρόσωπο υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση
  4. Νομοθετικό πλαίσιο των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων
  5. Η νομική φύση των διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, σε συσχετισμό προς τις όμοιες του Δημοσίου η ιδιωτικού δικαίου

ΙΙ.    Η εμπράγματη ενέργεια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως

  1. Η κήρυξη
  2. Συντέλεση της απαλλοτριώσεως (μια νέα διάσταση)

ΙΙΙ.   Γενικό Συμπέρασμα

ΜΕΡΟΣ Β΄

  1. Κριτική εκτίμηση επί των απόψεων της πλειοψηφίας και μειοψηφίας της αποφάσεως του ΑΕΔ
  2. Η θέση της αποφάσεως
  3. Μερικές σκέψεις για την εξουσία διαχειρίσεως των χρημάτων, που καταθέτονται στο ΤΠΔ
  4. Η απόκτηση από το ΤΠΔ κυριότητας, επί των χρημάτων που καταθέτονται σ’ αυτό και το δικαίωμα για παραπέρα μεταβίβασή τους
  5. H λειτουργία της Δημόσιας Καταθέσεως
  6. Ο εννοιολογικός προσδιορισμός των όρων "Υποχρεωτικές" και "Δικαστικές" Παρακαταθήκες
  7. H εννοιολογική σημασία του όρου «δικαστικές» παρακαταθήκες
  8. H αντισυνταγματικότητα του άρθρου 8 του ΚΑΑ

ΜΕΡΟΣ Γ΄

  1. V. Η ενοχική ενέργεια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως
  2. VI. Η νομική φύση των διατάξεων περί δημόσιας καταθέσεως
  3. Η έννοια του όρου «υποχρεωτικές» παρακαταθήκες
  4. Η θέση της θεωρίας
  5. Κριτική Εκτίμηση
  6. Συμπέρασμα

ΜΕΡΟΣ Δ΄

VIΙ.  Η άποψη της μειοψηφίας

  1. Η θέση της μειοψηφίας ειδικότερα
  2. Η έννοια των όρων απόδοση και καταβολή της αποζημιώσεως και η μεταξύ τους σχέση

Εισαγωγή - H θέση του προβλήματος

H προκειμένη μελέτη εκπονήθηκε με αφορμή την απόφαση 6/2001 του Ανωτάτου Εδικού Δικαστηρίου.

Η απόφαση αυτή αντιμετώπισε ένα πολύ σημαντικό, αλλά και δυσχερές θέμα, τόσο από θεωρητικής όσο και από πρακτικής απόψεως. Και η δυσχέρεια πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, γιατί το ζήτημα που αντιμετώπισε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (εφεξής ΑΕΔ) βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου.

Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να ειπωθεί, πως οι εκτενείς αιτιολογίες των θέσεων της πλειοψηφίας, επικεντρώθηκαν κυρίως στην ερμηνευτική ανάλυση των συνθετικών στοιχείων του θεσμού της δημόσιας καταθέσεως.

Και τούτο ήταν αναπόφευκτο, αν αναλογισθεί κανείς ότι το ένα από τα διάδικα μέρη ήταν το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.), το οποίο, ως γνωστόν, αποτελεί τον κατεξοχήν εκφραστή του θεσμού της δημόσιας καταθέσεως, με την έννοια ότι στο Tαμείo αυτό ενεργείται (ΑΚ 430) και υλοποιείται (ΑΚ 431) ο σκοπός αυτής (καταθέσεως).

Πράγματι, στο ΑΕΔ ήχθη προς διάγνωση το ζήτημα, αν η υποχρέωση του ΤΠΔ να πληρώσει στο νόμιμο δικαιούχο, την κατατεθειμένη σε αυτό αποζημίωση, για το ακίνητο του που απαλλοτριώθηκε, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, και τάχθηκε (κατά πλειοψηφία) υπέρ των πολιτικών δικαστηρίων Αντίθετα η μειοψηφία δέχθηκε, ότι πρόκειται περί διοικητικής διαφοράς ουσίας, που ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Πάντως πρέπει να ομολογηθεί, πως οι δυο πλευρές, πλειοψηφία και μειοψηφία, διατύπωσαν, από διαφορετική, βέβαια, κάθε μια οπτική γωνία, σοβαρούς νομικούς συλλογισμούς, πάνω στο επίμαχο θέμα, οι οποίοι δίνουν λαβή για περαιτέρω επιστημονικό διάλογο.

Πριν από κάθε έκφραση γνώμης, όσον αφορά στην από νομικής απόψεως ορθότητα της λύσεως, που δόθηκε από την πλειοψηφία της επίμαχης απόφασης (6/ 2001) του ΑΕΔ, θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αναφορά στο δίκαιο της απαλλοτριώσεως, προκειμένου να προσεγγίσουμε εκείνες τις θεμελιακές έννοιες αυτού, οι οποίες κρίνονται κατά την άποψη μας, αναγκαίες, για την κριτική διερεύνηση των θέσεων και αντιθέσεων, μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, ενέργεια στην οποία στη συνέχεια προερχόμαστε.

ΜΕΡΟΣ Α΄

Ι.  Οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κατά το Σύνταγμα και τον κώδικα αναγκαστικών απαλλοτριώσεων

  1. Στοιχειώδεις θεμελιακές έννοιες των κεντρικών ζητημάτων της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως

Τα θέματα της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ρυθμίζονται:

α) από τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2-6 του Συντάγματος (σχετ. και τα άρθρα 18, 24, § 3, 4, 5 και 6, 93, 106 και 117 Σ) και το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης.

β) εκτός από τις συνταγματικές διατάξεις, τα θέματα της απαλλοτρίωσης ρυθμίζονται «λεπτομερέστερα και από το γενικό νόμο περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και από ειδικές διατάξεις»[1].

Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 17 Σ, επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση, μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις που είναι: η δημόσια ωφέλεια, η νομοθετική πρόβλεψη και η δικαστικά προσδιοριζόμενη αποζημίωση.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 7 του κώδικα αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, η χρονική τάξη της απαλλοτριώσεως είναι η εξής:

Καταβολή ή δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως συντέλεση - κατάληψη.

 

  1. Ορισμός της απαλλοτριώσεως

Πολλοί είναι οι ορισμοί που έχουν δοθεί, όσον αφορά στο θέμα των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Χαρακτηριστικό όλων αυτών είναι ότι, όλοι κινούνται, με φραστικές μόνο διαφορές διατυπώσεως, στο ίδιο εννοιολογικό πλαίσιο.

Έτσι, κατά τους θεωρητικούς, η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι η αφαίρεση της ιδιοκτησίας προσώπου, με μονομερή πράξη αρμόδιας διοικητικής αρχής, με σκοπό δημόσια ωφέλεια, προβλεπόμενη από το νόμο, πάντοτε όμως κατόπιν ανταλλάγματος, δηλαδή έναντι καταβολής δικαστικά καθοριζόμενης αποζημιώσεως.

Από την ανάλυση των κεντρικών στοιχείων του παραπάνω ορισμού προκύπτει ότι, η διοίκηση δεν μπορεί να αποκτήσει την κυριότητα του υπό απαλλοτρίωση περιουσιακού στοιχείου κάποιου πράγματος, χωρίς την τήρηση ορισμένων προκαθορισμένων διατυπώσεων, που είναι:

α) Ο σκοπός. Η απαλλοτρίωση είναι διαδικασία δημοσίου δικαίου. Με το θεσμό των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, η πολιτεία αποβλέπει στο να ικανοποιήσει γενικότερες ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με τον περιορισμό του απόλυτου χαρακτήρα της ιδιοκτησίας, δηλ. της αφαιρέσεως της ιδιοκτησίας[2].

Ο περιορισμός, για τον οποίο γίνεται λόγος, δικαιολογείται από την αρχή, ότι το ατομικό συμφέρον των ιδιοκτητών πρέπει να υποχωρεί μπροστά στους υπέρτερους κοινωνικούς σκοπούς της Πολιτείας[3], β) Το αντικείμενο. Η απαλλοτρίωση καταλήγει σε μεταβίβαση της κυριότητας και νοείται μόνο επί ακινήτων, όχι και επί των κινητών, γιατί επί των τελευταίων εφαρμόζεται η επίταξη[4].

  1. Το πρόσωπο υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση

Ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, θεσπίστηκε υπέρ κάποιας ολότητας, κράτους, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, Δήμου, Κοινότητας, κ.λπ. Στην προκειμένη περίπτωση γεννιέται το ερώτημα: Ποιος ενεργεί την απαλλοτρίωση σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις;

Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά στην επιστήμη, ή απαλλοτρίωση ενεργείται μόνο από Κράτος, ή ν.π.δ.δ. που ασκεί δημόσια εξουσία.

Στις άλλες περιπτώσεις, την απαλλοτρίωση ενεργεί το Κράτος, για λογαριασμό των προσώπων, αλλά και στις περιπτώσεις αυτές απαλλοτριωτής θεωρείται η πολιτεία. Τα πρόσωπα αυτά έχουν απλά το δικαίωμα να ζητήσουν από την Πολιτεία να κηρύξει προς όφελος τους την αναγκαστική απαλλοτρίωση[5].

Το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. ή τρίτος υπέρ του οποίου γίνεται η απαλλοτρίωση, αποκτά κυριότητα πρωτότυπη, δηλ. κυριότητα που δεν στηρίζεται στο προϋφιστάμενο δικαίωμα κυριότητας του καθού η απαλλοτρίωση.

  1. Νομοθετικό πλαίσιο των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων

Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά στη θεωρία, οι κανόνες, οι θεμελιωτικοί της προστασίας της ιδιοκτησίας και συνακόλουθα και του δικαίου της απαλλοτριώσεως[6], θεσπίζονται από τη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος (σχετ. και τα άρθρα 18, 24 § 3-6, 93, 4, 106 και 117 Σ) και της Σύμβασης της Ρώμης (14.11.1950, άρθρ. 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου) των Κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, που κυρώθηκε με το ν. 2329/1953 και αργότερα από το ν. 53/1974[7].

Οι συνταγματικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τη κήρυξη της διαδικασίας των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και τη συντέλεση αυτής, η οποία (συντέλεση) συνίσταται στην απόκτηση από τον υπέρ ού της ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε. Κήρυξη και συντέλεση είναι στοιχεία αλληλένδετα, έτσι ώστε η επίτευξη της συντέλεσης να εξαρτάται από τη νομιμότητα και εγκυρότητα της κήρυξης, που και αυτής το κύρος, εξαρτάται από την τήρηση των προϋποθέσεων τις οποίες θέτει το άρθρο 17 παρ. 2 Σ, σχετικά με την ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας, που να αποδεικνύεται από το νόμο. Με απλά λόγια, μεταξύ των δύο αυτών δραστηριοτήτων της πολιτείας, για τη σύννομη ενέργεια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υφίσταται λειτουργική και οργανική αλληλεξάρτηση από τελολογικής απόψεως, αφού και οι δύο διέπονται από ένα σκοπό, στην εκπλήρωση του οποίου τείνουν.

Είναι δε ο σκοπός αυτός η εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου, ο οποίος επιτυγχάνεται με την απόκτηση του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου, με σύγχρονη εξασφάλιση των δικαιωμάτων του ιδιώτη, από τον οποίο αφαιρείται το περιουσιακό του στοιχείο.

Ακόμη πρέπει να ειπωθεί, πως με την κήρυξη και τη συντέλεση επιτυγχάνεται το πρώτο από τα δυο σκέλη του σκοπού στον οποίο απέβλεψε η αναγκαστική απαλλοτρίωση.

Το άλλο σκέλος του σκοπού, για τον οποίο γίνεται λόγος, αφορά στη διασφάλιση των δικαιωμάτων του καθού, που απορρέουν από την κυριαρχική επέμβαση του κράτους στην περιουσιακή του σφαίρα, η οποία επιτυγχάνεται με τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, οπότε και ολοκληρώνονται οι επιδιώξεις του Συνταγματικού νομοθέτη.

Το τελευταίο τούτο επιτυγχάνεται με την καταβολή ή τη δημόσια κατάθεση, της αποζημίωσης στον ιδιώτη, από τον οποίο αφαιρέθηκε η ιδιοκτησία, για χάρη της δημόσιας ωφέλειας. Η αποτελεσματικότητα όμως της ενέργειας αυτής έχει ανατεθεί στον κοινό νομοθέτη.

Πράγματι, ο κοινός νομοθέτης επεμβαίνει συμπληρωματικά, με ειδικά θεσμικά νομοθετήματα και πληθώρα άλλων διατάξεων, που αναφέρονται κυρίως στη δημόσια κατάθεση (434 Α Κ) και την καταβολή (416 ΑΚ) της αποζημιώσεως που καθορίστηκε από το δικαστήριο και την απόδοση αυτής στον καθού, που έχει αναγνωρισθεί από δικαστήριο ως δικαιούχο αυτής. Από τις σκέψεις που εκτέθηκαν, γίνεται αμέσως αντιληπτό, ότι τόσο ο Συντακτικός νομοθέτης, όσο και ο κοινός θέτουν ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες καθιστούν ασφαλή την κατά στάδια, δηλαδή την κατά διαδοχικές φάσεις εξελικτική πορεία της διαδικασίας των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Το ερώτημα λοιπόν το οποίο ανακύπτει στην προκειμένη περίπτωση είναι: Τα ως άνω στάδια από κοινού θεωρούμενα, διέπονται από τους κανόνες του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ή μήπως κάποιο απ’ αυτά ανήκει στο δημόσιο, ενώ το άλλο στο ιδιωτικό δίκαιο;

Ή και αλλιώς: Ποια περιοχή του δικαίου της απαλλοτριώσεως καλύπτεται από τα στάδια που προαναφέρθηκαν και σε ποιο κλάδο (δημόσιο ή ιδιωτικό) του δικαίου γενικότερα εντάσσονται;

Από τις παραπάνω σκέψεις, διαπιστώνεται ότι, την αναγκαστική απαλλοτρίωση συνθέτουν δύο επί μέρους και διακρινόμενα μεταξύ τους, στάδια. Με βάση λοιπόν την διάκριση, που μόλις προαναφέρθηκε, φρονούμε ότι θα πρέπει μέσα σε καθένα χωριστά από τα δυο αυτά στάδια, να αναζητήσουμε τα κριτήρια μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και να επιτύχουμε την χάραξη ορίων μεταξύ αυτών.

Ακόμη, πρέπει να επισημανθεί, πως μέσα από τα στάδια, για τα οποία γίνεται λόγος, διαφαίνεται ένα πλέγμα σχέσεων, μεταξύ των υποκειμένων της απαλλοτρίωσης, που δεν είναι άλλα από τον υπέρου, τον καθού και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σαν δημόσιο θεματοφύλακα της κατατεθείσης σε αυτό αποζημίωσης.

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι τα εμπλεκόμενα στην απαλλοτρίωση πρόσωπα είναι τρία, τα οποία ανά ζεύγη λαμβανόμενα σχηματίζουν τις ακόλουθες (δυο) σχέσεις ήτοι:

α) τη σχέση μεταξύ του υπέρου η απαλλοτρίωση, που κατά κανόνα είναι το Δημόσιο και του καθού και ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου ακινήτου και β) τη σχέση μεταξύ του Τ.Π.Δ. και καθού η απαλλοτρίωση που αφορά στην απόδοση της αποζημίωσης που κατατέθηκε.

  1. Η νομική φύση των διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, σε συσχετισμό προς τις όμοιες του Δημοσίου η ιδιωτικού δικαίου

Ο προσδιορισμός της νομικής φύσης των διατάξεων, που διέπουν το δίκαιο των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, απαιτεί συγκριτική μελέτη των εννοιολογικών στοιχείων καθενός από τα δυο στάδια που προαναφέρθηκαν, δηλαδή της κήρυξης και της συντέλεσης από την μια μεριά, που αφορούν στην κύρια περίπτωση των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και από την άλλη της καταβολής ή δημόσιας κατάθεσης προς τα αντίστοιχα του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

Και τούτο προκειμένου να διακριβωθεί, αν υπάρχει μεταξύ τους εννοιολογική ταύτιση, γεγονός που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και το ασφαλές κριτήριο για την ένταξή τους στο χώρο του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Και όσον αφορά στο δημόσιο δίκαιο, διδάσκεται[8], ότι το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι βασίζεται στην αρχή του δημοσίου συμφέροντος. Το άλλο στοιχείο είναι η άσκηση δημόσιας εξουσίας, το καλούμενο «imperium», το οποίο ασκείται στη σχέση Πολιτείας και Πολιτών και διαμορφώνεται όχι ελεύθερα, αλλά κατά κανόνα, μονομερώς από τη βούληση της Πολιτείας. Ύστερα λοιπόν από τον κατά τ’ ανωτέρω προσδιορισμό της νομικής φύσης του δημοσίου δικαίου χωρούμε στην εξέταση της νομικής φύσης των πράξεων της κήρυξης και της συντέλεσης της απαλλοτριώσεως.

ΙΙ. Η εμπράγματη ενέργεια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως

  1. Η κήρυξη

Σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά στη θεωρία και την πράξη, η αναγκαστική απαλλοτρίωση δεν είναι αγοραπωλησία ακινήτου, γιατί δεν φέρει τα στοιχεία της συμβάσεως, η οποία, ως γνωστόν, προϋποθέτει πρόταση και αποδοχή[9]. Αλλά ούτε ως αναγκαστική αγοραπωλησία[10] ή διαπιστωτική σύμβαση[11] ή αναγκαστική εκτέλεση[12], μπορεί να χαρακτηρισθεί, αλλά είναι αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση, δηλαδή το Δημόσιο, αποκτά την κυριότητα πρωτοτύπως, με κυριαρχική πράξη (Imperium) της δημόσιας αρχής[13].

Η κυριαρχική αυτή επέμβαση του Κράτους, εκδηλώνεται με την έκδοση διοικητικής πράξεως αποκαλούμενη «κήρυξη», η οποία συνιστά και το εναρκτήριο γεγονός της διαδικασίας της απαλλοτριώσεως.

Η κήρυξη της απαλλοτριώσεως, ορώμενη από την άποψη του διοικητικού δικαίου, αποτελεί μονομερή, ατομική[14] πράξη διοικητικής αρχής, δηλαδή πράξη ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Όπως δε χαρακτηριστικά λέγεται, η δυνατότητα αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, θεωρείται ότι αποτελεί το μεγαλύτερο και εντονότερο περιορισμό της κυριότητας, με κανόνες δημοσίου δικαίου, κατ’ εξαίρεση από την αρχή του απαραβίαστου της ιδιοκτησίας[15].

Από πλευράς εμπράγματου δικαίου η κήρυξη της απαλλοτριώσεως δεν δημιουργεί καμιά μεταβολή στα δικαιώματα του ιδιοκτήτη επί του πράγματος που απαλλοτριώθηκε[16].

Συνήθως, οι περιορισμοί της κυριότητας επέρχονται από το ιδιωτικό δίκαιο· εξαίρεση η αναγκαστική απαλλοτρίωση που επέρχεται με κανόνες δημοσίου δικαίου[17].

Μόνη όμως η κήρυξη της απαλλοτριώσεως, δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί ο σκοπός στον οποίο απέβλεψε ο Συνταγματικός νομοθέτης, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Και τούτο γιατί σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, η κήρυξη αποτελεί το ένα από τα δυο σκέλη του σκοπού της απαλλοτριώσεως, ενώ παραμένει ανεκπλήρωτο το άλλο σκέλος, που συνίσταται στην συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Πράγματι όπως εύστοχα επισημαίνεται από τον συγγραφέα του δικαίου της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως Κώστα Χορομίδη, «έτσι, μόνο πληρούται η πρόθεση του Συνταγματικού νομοθέτη, για την προστασία του ιδιοκτήτη, και όχι από τη δημοσίευση της μονομερούς πράξης της Διοίκησης, για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης»[18].

Για το λόγο αυτό, είναι ανάγκη να αναφερθούμε πολύ σύντομα και στην συντέλεση της απαλλοτριώσεως.

  1. Συντέλεση της απαλλοτριώσεως (μια νέα διάσταση)

α.  H σχέση της συντέλεσης, προς την καταβολή του άρθρου 17 παρ. 1 Σ και την όμοια (= καταβολή) του άρθρου 7 παρ. 1 του Κώδικα αναγκαστικών απαλλοτριώσεων

Για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του υπέρου, για την καταβολή αποζημιώσεως, προς τον καθού, προβλέπονται δυο τρόποι, που απορρέουν όμως ένας
από το Σύνταγμα και ο άλλος από τον κοινό νομοθέτη.

Πράγματι, ο κοινός νομοθέτης, δηλ. ο συντάκτης, του «κώδικα αναγκαστικών απαλλοτριώσεων», εκφράζεται διαζευτικώς, κάνοντας χρήση τόσο του όρου «καταβολή », όσο και του όμοιου «κατάθεση» της αποζημιώσεως «στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων». Αντίθετα, ο συνταγματικός νομοθέτης περιορίζεται στον όρο «καταβολή» (άρθρο 17.2 Σ). Στη συνέχεια θα διερευνηθεί η έννοια και η σκοπιμότητα της αναφοράς, από τον συντακτικό νομοθέτη στον όρο «καταβολή» της αποζημιώσεως, σε σύγκριση πάντοτε με τον όρο καταβολή της αποζημιώσεως του άρθρου 7 (και 8) του κώδικα αναγκαστικών απαλλοτριώσεων το οποίο ορίζει:

Η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται:

α) με την καταβολή αποζημιώσεως (στον αναγνωρισθέντα δικαιούχο αυτής) ή β) με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της γνωστοποίησης, ότι «η αποζημίωση κατατέθηκε» στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων».

Συγκεκριμένα, θα διερευνηθεί, αν ο όρος καταβολή του άρθρου 17 Σ εκλαμβάνεται με την εις τον Αστικό Κώδικα αποδιδόμενη έννοια αυτού, δηλαδή με την έννοια του αποσβεστικού λόγου των ενοχών, (ΑΚ 416), ή μήπως ο νομοθέτης του Συντάγματος, πρωτοτυπώντας, απομακρύνεται από την κλασική έννοια του όρου, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον θεσμό των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων;

β.  Η έννοια του όρου καταβολή του άρθρου 17 Σ σε σχέση προς την καταβολή του άρθρου 416 ΑΚ

Το άρθρο 17 του Συντάγματος, προβλέπει την απόλυτη σύζευξη μεταξύ συντελέσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και καταβολής της αποζημιώσεως.

Τον ίδιο όμως όρο (καταβολή), χρησιμοποιεί και ο νομοθέτης του κώδικα αναγκαστικών απαλλοτριώσεων (άρθρ. 7).

Αυτόματα λοιπόν ανακύπτει το ερώτημα: ποια είναι η σχέση, μεταξύ του όρου καταβολή του άρθρου 17 Σ και του όμοιού του άρθρου 7 του κώδικα αναγκαστικών απαλλοτριώσεων;

Κατ’ αρχάς πρέπει να ειπωθεί, πως το γεγονός αυτό καθ’ αυτό εκ πρώτης όψεως αποτελεί μια suis generis περίπτωση. Η ιδιομορφία της οφείλεται στο γεγονός ότι παρόλο ότι η καταβολή, ως αποσβεστικός λόγος των ενόχων, φύσει και θέσει ανήκει στο ιδιωτικό δίκαιο, τώρα εμφανίζεται και στο χώρο του δημοσίου δικαίου (άρθρο 17 Σ).

Γι’ αυτό εύλογα αναρωτιέται κανείς: πρόκειται άραγε για δημοσιοποίηση του αποσβεστικού λόγου της καταβολής;

Πράγματι, ο νομοθέτης, με το άρθρο 17 παρ. 1 και 2 Σ, επιβάλλει στον υπέρ του την υποχρέωση καταβολής προς τον καθού, πλήρους αποζημιώσεως, ως αντιστάθμισμα για την αφαίρεση του περιουσιακού του στοιχείου.

Τούτο προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των παρ. 1 και 4 του άρθρου 17 Σ, οι οποίες ορίζουν:

α) παρ. 1: «κανένας δεν στερείται της ιδιοκτησίας του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωσης».

β) παρ. 4 εδ. β΄ «πριν καταβληθεί η αποζημίωση» (διατηρούνται στο ακέραιο όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη).

Όπως γίνεται αντιληπτό, το Σύνταγμα, χρησιμοποιεί στο άρθρο 17 αυτού τον όρο καταβολή.

Η επιλογή αυτή, προφανώς, οφείλεται στο ότι η καταβολή θεωρείται και πράγματι είναι, ο δραστικότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος εξασφαλίσεως των συμφερόντων, τόσο του καθού, όσο και του υπέρ ου η αναγκαστική απαλλοτρίωση.

Η χρησιμοποίηση του όρου «καταβολή» μέσα στα πλαίσια της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 17 Σ, συνδέεται κυρίως, πρωτίστως και αποκλειστικώς, με τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, με την έννοια, ότι αποτελεί το ασφαλέστερο καθοριστικό κριτήριο, για την απόδειξη ολοκληρώσεως της απαλλοτριώσεως.

Ακόμη, η καταβολή της αποζημιώσεως, εφόσον βέβαια ετηρήθησαν οι προϋποθέσεις που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 Σ, όσον αφορά στην πληρότητα και τον δικαστικό καθορισμό αυτής, λειτουργεί ως «διαπιστωτικό» και «επιβεβαιωτικό» στοιχείο, του γεγονότος ότι επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με την αναγκαστική εκτέλεση σκοπός, δηλ. ότι έλαβε χώρα κατά τρόπο σύννομο, η συντέλεση της απαλλοτριώσεως, γνωστού όντος ότι η τελευταία (συντέλεση) επέρχεται από και δια της καταβολής του στον ιδιοκτήτη, της κατά το σύνταγμα αποζημιώσεως (α.ν. 2882/2001 άρθ. 7 παρ. 1 και 8 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄).

Με άλλα λόγια, ο συνταγματικός νομοθέτης προσβλέπει την απόλυτη σύζευξη συντελέσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και καταβολής της αποζημιώσεως[19].

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο όρος καταβολή της αποζημιώσεως, μέσα στα πλαίσια της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 17 Σ, ενέχει ιδία και αυθύπαρκτη νομική υπόσταση και συνακόλουθα και ίδιες έννομες συνέπειες, απομακρυνόμενη από την αποδιδόμενη στο ιδιωτικό δίκαιο (ΑΚ 416) έννοια αυτής, δηλ. του αποσβεστικού λόγου των ενοχών, χωρίς ωστόσο και να την αποβάλλει. Απλώς μέσα στο χώρο του δικαίου της απαλλοτριώσεως η αποσβεστική της ικανότητα «καθεύδει», αδρανοποιείται, θα έλεγε κανείς, προκειμένου να εξυπηρετήσει το θεσμό των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων.

Ύστερα από τις σκέψεις, που παρατέθηκαν πιο πάνω, όσον αφορά στο επίμαχο θέμα, γεννιέται το ερώτημα: Ποιος είναι ο λόγος, ο οποίος ανάγκασε το νομοθέτη του Συντάγματος, να εντάξει στο χώρο του δημοσίου δικαίου (άρθρ. 17 Σ) μια καθαρώς ιδιωτικού δικαίου διάταξη (την καταβολή ΑΚ 416) προσδίδοντας με την ενέργεια του αυτή μια νέα διάσταση στην κλασική εννοιολογική υπόσταση αυτής, με την έννοια της αδρανοποιήσεως, όπως ειπώθηκε, της αποσβεστικής της ικανότητας.

Με επίγνωση της σοβαρότητας που συνεπάγεται μια απάντηση στο επίμαχο ερώτημα, δεν θέλησα να αποσιωπηθούν οι δυσχέρειες, με γνώμονα πάντοτε αυτό που ειπώθηκε, δια στόματος σοφού επιστήμονα, ότι: «Πολλάκις η πλάνη ή η απορία του ενός, οδηγεί ταχύτερον το επί τα ίχνη αυτού βαδίζοντα εις την αποκάλυψη της επιστημονικής αλήθειας». Αν δεν κάνω λάθος, νομίζω πως είναι πρώτη φορά που αντιμετωπίζεται το ζήτημα, για το οποίο πρόκειται, από αυτή την άποψη. Για το λόγο αυτό, καθίσταται άκρως δυσχερής, αλλά και άκρως ενδιαφέρουσα, από θεωρητικής και πρακτικής απόψεως, η απάντηση την οποία επιχειρούμε εδώ: Η επιλογή αυτή του συντακτικού νομοθέτη, προφανώς, οφείλεται στο ότι η καταβολή θεωρείται και πράγματι είναι, ο δραστικότερος και αποτελεσματικότερος τρόπος εξασφαλίσεως των συμφερόντων τον καθού.

Πράγματι, η κατά τ’ ανωτέρω διατύπωση του άρθρου 17 Σ, δεν έγινε τυχαία, αλλά αποτελεί εκδήλωση αμέριστου ενδιαφέροντος προς τον καθού - ιδιοκτήτη, ο οποίος για κανένα λόγο και σε καμιά περίπτωση, δεν επιτρέπεται να υποστεί οποιαδήποτε περιουσιακή μείωση. Αντίθετα, πρέπει να εξασφαλίζεται, ταχέως και ει δυνατόν αμέσως και εξ ολοκλήρου η αποκατάσταση της ζημίας που υφίσταται εξαιτίας της στερήσεως του περιουσιακού του στοιχείου το οποίο απαλλοτριώθηκε.

Επίσης, εκδήλωση ενδιαφέροντος του συνταγματικού νομοθέτη παρατηρείται και όσον αφορά στον υπέρ ου η απαλλοτρίωση. Ως προς αυτόν λήφθηκε πρόνοια για την ταχεία συντέλεση τις απαλλοτριώσεως και αποφυγή επιβραδύνσεως, γενικώς και ειδικότερα των επειγουσών περιπτώσεων.

γ. Συμπέρασμα

Ανακεφαλαιώνοντας τα όσα αναφέρθηκαν για την κήρυξη και συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, καταλήγουμε στα πιο κάτω συμπεράσματα.

Κήρυξη και συντέλεση αποτελούν τα δυο σκέλη του πρώτου σταδίου της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, το οποίο συνιστά την εμπράγματη ενέργεια αυτής. Κατά το στάδιο αυτό, καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την νομιμότητα και εγκυρότητα των δυο αυτών πράξεων.

Πράγματι, η εμπράγματη ενέργεια της απαλλοτρίωσης συντίθεται από δυο βασικούς άξονες, την «κήρυξη» και τη «συντέλεση» της απαλλοτριώσεως.

Καθένας από τους άξονες αυτούς δορυφορείται από άλλους παράπλευρους άξονες. Τέτοιοι είναι: α) η νομοθετικά προβλεπόμενη δημόσια ωφέλεια, β) ο δικαστικός προσδιορισμός της δημόσιας ωφέλειας, γ) η προηγούμενη καταβολή ή δημόσια κατάθεση της αποζημίωσης (η οποία πρέπει να είναι πλήρης) και δ) ο δικαστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης.

Η έλλειψη έστω και ενός από τους άξονες που μόλις αναφέρθηκαν, καθιστά την αναγκαστική απαλλοτρίωση, παράνομη και συνεπώς άκυρη.

Οι παράπλευροι αυτοί άξονες, για τους οποίους γίνεται λόγος, αποβλέπουν στην ανεπίληπτη λειτουργία του θεσμού της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Γιατί, ναι μεν ο Συνταγματικός νομοθέτης, παρέχει στον υπέρου η απαλλοτρίωση, που κατά κανόνα είναι το δημόσιο, τη δυνατότητα της κυριαρχικής επεμβάσεως στην ιδιοκτησία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται στον υπερού να υπερβεί τα όρια και τις προϋποθέσεις των επιταγών του Συντάγματος (άρθρ. 17), οι οποίες έχουν τεθεί προς διασφάλιση του θεσμού της ιδιοκτησίας, την οποία «το Κράτος πρέπει να σέβεται και να κατασφαλίζει»[20].

Με άλλα λόγια, ολόκληρη η διαδικασία των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων υπόκειται σε ωρισμένες διατυπώσεις, που έχουν τεθεί προς προστασία του καθού η απαλλοτρίωση[21].

 

ΙΙΙ. Γενικό Συμπέρασμα

Εφόσον, λοιπόν η κήρυξη και η συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας, που αποβλέπει στην κοινωνική ωφέλεια και την ποιοτικά όμοια με αυτή έννοια του δημοσίου συμφέροντος, έπεται ότι, η κύρια ενέργεια της απαλλοτριώσεως, που συγκροτείται από την κήρυξη και την συντέλεση της και που συνιστά την εμπράγματη ενέργεια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ανήκει στο δημόσιο δίκαιο.

Κατά νομική (και λογική) λοιπόν συνέπεια, όλες οι διαφορές που ενδεχομένως να ανακύψουν κατά το στάδιο αυτό, δηλ. από την κήρυξη έως και τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων.

ΜΕΡΟΣ Β΄

  1. Κριτική εκτίμηση επί των απόψεων της πλειοψηφίας και μειοψηφίας της αποφάσεως του ΑΕΔ
  2. Η θέση της αποφάσεως

Όπως είπαμε, στην προκειμένη μελέτη το ερώτημα που απασχόλησε κυρίως, την σχετικά πρόσφατη απόφαση του ΑΕΔ, συνοψίζεται στα ακόλουθα:

Σε περίπτωση που ανακύψει διαφορά, όσον αφορά στην απόδοση της αποζημιώσεως στο δικαιούχο, το ακίνητο του οποίου απαλλοτριώθηκε, ποιο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία προς επίλυση τις διαφοράς αυτής το πολιτικό, ή το διοικητικό;

Με άλλα λόγια, στην περίπτωση που μας απασχολεί γεννιέται το ερώτημα: Πως χαρακτηρίζεται η διαφορά που προαναφέρθηκε, ως ιδιωτική ή διοικητική, υπαγόμενη αντιστοίχως στη δικαιοδοσία των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων;

Ειδικότερα τα θέματα στα οποία κλήθηκε η πιο πάνω απόφαση να δώσει απάντηση, επιγραμματικώς αναφερόμενα, είναι:

α) Η σύμβαση παρακαταθέσεως (γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου) λειτουργεί ως δάνειο;

β) Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ΤΠΔ να πληρώσει το δικαιούχο, ανάγεται στη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσία του – στην οποία και περιέρχεται το κατατιθέμενο χρηματικό ποσό;

γ) ποια η έννοια των όρων «υποχρεωτικές» και «δικαστικές» παρακαταθήκες, όπως χαρακτηρίζονται οι παρακαταθήκες που συστήνονται στο ΤΠΔ, και αφορούν κατάθεση αποζημιώσεων για αναγκαστικές απαλλοτριώσεις;

Τα ερωτήματα που προαναφέρθηκαν, αποτέλεσαν το κυρίως αντικείμενο διεξοδικής έρευνας της αποφάσεως 6/2001 του ΑΕΔ, η οποία δέχθηκε (κατά πλειοψηφία), ότι η ένδικη υπόθεση, «ανάγεται σε διαφορά του ιδιωτικού δικαίου κατά τα άρθρα, 94.3 του Συντάγματος και 1 στοιχ. α΄ του Κ.Πολ.Δ.» που εκφράζονται και είναι διατυπωμένα στο κείμενο της αποφάσεως.

Στην κρίση της αυτή κατέληξε η πλειοψηφία στηριζόμενη στο γεγονός ότι «η ως άνω υποχρέωση του Ταμείου πηγάζει όχι από τη δημοσίου δικαίου σχέση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η οποία έχει περατωθεί με τη δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως, αλλά από τη σύμβαση περί καταθέσεως αυτής, η οποία έχει χαρακτήρα συμβάσεως του ιδιωτικού δικαίου». Διαμετρικά αντίθετη είναι η άποψη της μειοψηφίας, η οποία δέχθηκε ότι πρόκειται για διοικητική διαφορά ουσίας «που ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ειδικότερα στο Συμβούλιο της Επικρατείας εάν πρόκειται περί ακυρωτικών διαφορών ή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εάν πρόκειται περί διαφορών ουσίας».

Στη συνέχεια θα προέλθουμε σε κριτική εκτίμηση των πιο πάνω θέσεων, και των δυο πλευρών, πλειοψηφίας και μειοψηφίας, προεξαγγέλοντας πως συμφωνούμε με τη πλειοψηφία κατ’ αποτέλεσμα, όχι όμως και με τις επί μέρους αιτιολογίες, όπως θα εκθέσουμε στη συνέχεια.

Το ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), δέχθηκε κατά πλειοψηφία, ότι:

«Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, αφού προδήλως έχει εξουσία χρησιμοποιήσεως των χρημάτων της εν λόγω αποζημιώσεως προς δανειοδότηση τρίτων, εξόφληση άλλων υποχρεώσεων του κ.λπ. αποκτά, όπως επί δανείου, την κυριότητα των χρημάτων αυτών και έχει ενοχική υποχρέωση να αποδώσει ίσο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο, ο οποίος θ’ αναγνωρισθεί δικαστικά». Από το πιο πάνω απόσπασμα της αποφάσεως, προκύπτει ότι, τα θέματα που έχουν ανάγκη διευκρινήσεως είναι, καταρχάς, αυτό που αναφέρεται στην εξουσία διαχειρίσεως των χρημάτων που καταθέτονται στο ΤΠΔ και το άλλο είναι εκείνο που σχετίζεται με την απόκτηση της κυριότητας των χρημάτων αυτών. Με καθένα από αυτά θα ασχοληθούμε στα αμέσως επόμενα.

  1. Μερικές σκέψεις για την εξουσία διαχειρίσεως των χρημάτων, που καταθέτονται στο ΤΠΔ

Καταρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί, πως η εξουσία διαχειρίσεως των δικαστικών παρακαταθηκών δεν γίνεται με τη σύμβαση της παρακαταθήκης (ρητή ή σιωπηρή), όπως συμβαίνει με την κοινή ανώμαλη παρακαταθήκη, αλλά πηγάζει από αυτόν τον ίδιο το νόμο και συγκεκριμένα από το άρθρο 2 του οργανικού αυτού νόμου 3646/1928.

Πράγματι, ο σκοπός του ΤΠΔ, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 2 ν. 3646/28 είναι «η φύλαξις και διαχείρισις» των δικαστικών παρακαταθηκών.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 περ. Α΄ αριθμ. 8, π.δ. 30.12.1926 - 3.1.1927, μεταξύ των δικαστικών παρακαταθηκών περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των αποζημιώσεων από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, που καταθέτονται στο ΤΠΔ, ως οφειλή χρηματικού ποσού.

Εφόσον λοιπόν πρόκειται περί χρημάτων και το ΤΠΔ έχει την εξουσία διαχειρίσεως, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων της νομοθεσίας του, πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 830 ΑΚ[22] και συνεπώς οι παρακαταθήκες που συστήνονται σ’ αυτό, για την αιτία, περί της οποίας πρόκειται, φέρουν τον χαρακτήρα της ανώμαλης (χρηματικής) παρακαταθήκης.

Η κατάθεση της αποζημιώσεως, για αναγκαστική απαλλοτρίωση γίνεται, κυρίως και πρωτίστως, προς το συμφέρον της κοινωνικής ολότητας (για δημόσια ωφέλεια, άρθρ. 17 Σ).

Επίσης, εξυπηρετείται, υπό άλλη όμως μορφή, το ίδιο κοινωνικό σύνολο, προς το οποίο διαθέτεται το όφελος (τόκος) εκ της διαχειρίσεως των χρημάτων που καταθέτονται στο ΤΠΔ (πχ. δανειοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων, με τη στενή και την ευρεία έννοια, προς απόκτηση κατοικίας κ.λπ.).

  1. Η απόκτηση από το ΤΠΔ κυριότητας, επί των χρημάτων που καταθέτονται σ’ αυτό και το δικαίωμα για παραπέρα μεταβίβασή τους

Όπως ειπώθηκε στο ΤΠΔ παρέχεται από το νόμο το δικαίωμα «φύλαξης και διαχείρισης» των χρημάτων που καταθέτονται σ’ αυτό.

Τα χρήματα όμως είναι αντικαταστατά[23], κατά γένος[24] ορισμένα, τα οποία θέλουν χρησιμοποιηθεί προς επίτευξη κοινωφελών σκοπών, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ταμείου.

Για να πραγματοποιηθεί όμως νόμιμα η χρησιμοποίηση των χρημάτων, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κτήση κυριότητας από τον θεματοφύλακα (ΤΠΔ).

Αυτόματα λοιπόν ανακύπτει το ερώτημα: Ποιο είναι το νομοθετικό ή άλλης φύσεως νομικό έρεισμα, το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει άποψη, για απόκτηση από το ΤΠΔ κυριότητας επί του καταθέματος;

Η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε, πρέπει να αναζητηθεί στη νομοθεσία του ΤΠΔ[25].

Κατ’ αρχάς, πρέπει να ειπωθεί ότι, ρητή διάταξη περί αυτού δεν υπάρχει στη νομοθεσία του Ταμείου, συνάγεται όμως, εμμέσως πλην σαφώς, από την όλη οικονομία άλλων διατάξεων, για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια.

Παρόμοια περίπτωση απαντιέται και στο άρθρο 806 ΑΚ[26], και στο κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα που αναφέρεται στο δάνειο. Εκεί όμως, κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 806 ΑΚ), ναι μεν λαμβάνει χώρα μεταβίβαση χρημάτων, αλλά κατά κυριότητα.

Κατόπιν τούτου εύλογα θα μπορούσε να οδηγηθεί κάποιος στη σκέψη, περί δυνατότητας εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 806 ΑΚ και στην επίμαχη περίπτωση, τουλάχιστον κατ’ αναλογία.

Επειδή όμως όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω θεωρούμε ότι η προσφυγή στις διατάξεις περί δανείου δεν είναι η ενδεδειγμένη, θα επιχειρήσουμε προσέγγιση του ζητήματος, μέσα από τις περί δημοσίας καταθέσεως διατάξεις του ΑΚ και τις όμοιες της νομοθεσίας του ΤΠΔ.

Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3646/1928, περ. Γ΄ του οργανικού νόμου του ΤΠΔ και του άρθρου 1 επ. του νόμου 4202/1928 «περί διευκολύνσεως των δημοσίων υπαλλήλων προς απόκτησιν κατοικίας», μεταξύ των σκοπών του ΤΠΔ είναι και η παροχή δανείων προς:

Α. «Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε φιλανθρωπικά και άλλα κοινωφελή ιδρύματα, προς τον αποκλειστικό σκοπό της εκτελέσεως έργων κοινής ωφέλειας» και Γ «προς δημοσίους, γενικά, υπαλλήλους για απόκτηση κατοικίας».

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η παραχώρηση από το νόμο στο ΤΠΔ του δικαιώματος διαχειρίσεως «είναι μόνον το μέσον προς επίτευξη των κοινωφελών έργων» που προβλέπονται από το σκοπό αυτού. Όπως π.χ. στην προκειμένη περίπτωση, που η αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση αποσκοπεί, κυρίως, πρωτίστως και αποκλειστικώς, προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου (δημόσια ωφέλεια, άρθρ. 17 Σ), προς το οποίο διαθέτεται το όφελος (= τόκος) από τη διαχείριση των χρημάτων που καταθέτονται σ’ αυτό.

Με άλλα λόγια, η παρεχόμενη στο ΤΠΔ από το νόμο, εξουσία διαχειρίσεως των χρημάτων των παρακαταθηκών που καταθέτονται σ’ αυτό, έχει σαν σκοπό «την παροχή υπηρεσίας προς την κοινωνική ολότητα» προκειμένου να εξυπηρετήσει τη δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος αποστολή του. Άλλωστε, η δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως γίνεται από τον υπέρου η απαλλοτρίωση, αφενός μεν για να επέλθει η συντέλεση της απαλλοτριώσεως και αφετέρου «εξαιτίας εύλογης αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του αληθούς δικαιούχου της αποζημιώσεως» και έχει σαν αποτέλεσμα την απόσβεση της από την αιτία αυτή οφειλής του και συνακόλουθα και την απελευθέρωση του από τα δεσμά της ενοχής του.

Εξάλλου, στη δημόσια κατάθεση στην οποία εντάσσεται και η αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση, ούτε ο καταθέτης - υπέρου η απαλλοτρίωση έχει πρόθεση να χορηγήσει, ούτε το ΤΠΔ επιθυμεί να λάβει δάνειο[27], γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα αναιρούνταν η έννοια και ο σκοπός της δημόσιας καταθέσεως (ΑΚ 431).

Ο νομοθέτης θεσπίζοντας τις διατάξεις που προβλέπουν τη χορήγηση δανείων προς τρίτα πρόσωπα (φυσικά ή νομικά), ασφαλώς είχε υπόψη του ότι, για να υπάρξει δάνειο πρέπει τα χρήματα να μεταβιβάζονται κατά κυριότητα και πως αν δεν συμβαίνει τούτο δεν συνιστάται δάνειο[28].

Συνακόλουθα, αν το ΤΠΔ στερούνταν του δικαιώματος κυριότητας, αλλά και της εξουσίας για παραπέρα μεταβίβαση των χρημάτων, η παροχή δανείων από το ΤΠΔ δεν θα ήταν νόμιμη.

Πιο απλά, χορήγηση από το ΤΠΔ δανείων παρόλο ότι στερούταν των νόμιμων προϋποθέσεων (κυριότητας και εξουσίας μεταβιβάσεως) και μάλιστα με πλήρη επίγνωση του γεγονότος από τον νομοθέτη, όχι μόνο θα βρισκόταν εκτός πάσης ορθοφρονούσης νομικής σκέψεως, αλλά θα προσέκρουε και στην αρχή της νομιμότητας από την οποία διέπεται και το ΤΠΔ. Συμπερασματικά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην έννοια του όρου «διαχείρισης» εμπεριέχεται και το δικαίωμα προς απόκτηση κυριότητας, καθώς και η εξουσία για παραπέρα μεταβίβαση των χρημάτων που έχουν παρακατατεθεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη προσφυγής στη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, έστω και κατ’ αναλογία.

Όπως ειπώθηκε, η δημόσια κατάθεση μετέχει τόσο της συμβάσεως παρακαταθήκης, όσο και της (γνήσιας) συμβάσεως υπέρ τρίτου.

Αυτό βεβαίως, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει, ότι η έννοια της δημόσιας καταθέσεως συμπίπτει απολύτως, με την έννοια της παρακαταθήκης ή της συμβάσεως υπέρ τρίτου.

Γι’ αυτό, ορθώς, η δημόσια κατάθεση χαρακτηρίζεται σε σχέση με την κοινή παρακαταθήκη (822 ΑΚ), ως ιδιόρρυθμη σχέση, που ναι μεν συγγενεύει με την παρακαταθήκη, πλην όμως δεν συμπίπτει απολύτως με αυτή, αλλά αποτελεί παραλλαγή της έννοιας της. Συγκρινόμενη δε με τη σύμβαση υπέρ τρίτου, αποτελεί, όπως υποστηρίζεται, ειδική περίπτωση αυτής.

  1. H λειτουργία της Δημόσιας Καταθέσεως

α. Γενικά

Η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου έκρινε ότι, η Δημόσια Κατάθεση «είναι γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, η οποία λειτουργεί ως δάνειο και η οποία έχει χαρακτήρα συμβάσεως του Αστικού Δικαίου». Και στη συνέχεια λέει:

«Η εκπλήρωση, συνεπώς, της αντίστοιχης υποχρεώσεως του ΤΠΔ ανάγεται στη διαχείριση της ιδιωτικής, περιουσίας του, στην οποία και περιέρχεται το κατατεθέν χρηματικό ποσό».

Την παραπάνω συλλογιστική της αποφάσεως, αδυνατούμε να τη συμμεριστούμε, για τους πιο κάτω λόγους. Καταρχάς, πρέπει να ειπωθεί πως τα ερωτήματα τα οποία ανακύπτουν από τις θέσεις της αποφάσεως που προηγουμένως εκτέθηκαν είναι:

α) Αν η δημόσια κατάθεση λειτουργεί ως δάνειο και

β) Αν η υποχρέωση του ΤΠΔ, για την απόδοση της αποζημιώσεως ανάγεται στη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του ΤΠΔ.

Θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια απάντηση, σε καθένα από τα πιο πάνω θέματα χωριστά, κάνοντας αρχή από τη σκέψη της αποφάσεως του ΑΕΔ, ότι η δημόσια κατάθεση λειτουργεί ως δάνειο.

β. Η δημόσια Κατάθεση της Αποζημιώσεως λειτουργεί ως δάνειο;

Όπως αναφέρεται στο άρθρο 830 ΑΚ, αν ο θεματοφύλακας, έχει την εξουσία να χρησιμοποιεί τα χρήματα που καταθέτονται σ’ αυτόν, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που μας απασχολεί, τότε εν αμφιβολία η κατάθεση λογίζεται ως δάνειο.

Ο χαρακτηρισμός της ανώμαλης παρακαταθήκης και συνεπώς και της προς αυτή εξομοιούμενης δημόσιας καταθέσεως, ως δανείου, δεν φαίνεται να υιοθετείται από τους θεωρητικούς.

Πράγματι, στη θεωρία[29] κυριαρχεί η άποψη, ότι η ανώμαλη παρακαταθήκη και συνεπώς και η δημόσια κατάθεση, δεν είναι «αληθές δάνειο». Κατά την άποψη αυτή, η φράση του άρθρου 830 ΑΚ «σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ως δάνειο έχει την έννοια «ότι εν αμφιβολία εφαρμόζονται επί ταύτης αϊ περί δανείου διατάξεις»[30].

Έτσι, κατά τους συγγραφείς, η ανώμαλη παρακαταθήκη είναι «ιδιαίτερο είδος παρακαταθήκης»[31] ή «ιδιόμορφη σύμβαση»[32] ή «ιδιόρρυθμη σχέση παρακαταθήκης υπέρ τρίτου»[33] ή «ιδιαίτερη επώνυμη σύμβαση»[34].

Το ότι η ανώμαλη παρακαταθήκη δεν είναι δάνειο, συνάγεται και από τη χρησιμοποίηση από το νομοθέτη πλάσματος δικαίου (λογίζεται).

Ακόμη, πρέπει να ειπωθεί ότι η άποψη, πως η δημόσια κατάθεση δεν είναι αληθές δάνειο, ενισχύεται και από το γεγονός ότι, το σύνολο σχεδόν των συγγραφέων[35] του γενικού μέρους του Ενοχικού δικαίου, αναφερόμενοι τις διατάξεις που διέπουν τη δημόσια κατάθεση, περιορίζονται στις διατάξεις των άρθρων, 427-435 ΑΚ, 822 επ. περί παρακαταθήκης, και της συμβάσεως υπέρ τρίτου, χωρίς δηλ. να συγκαταλέγουν μεταξύ αυτών και τις διατάξεις περί δανείου.

γ.  Η απόδοση της αποζημιώσεως στον αναγνωρισθέντα δικαιούχο γίνεται από την ιδιωτική περιουσία του ΤΠΔ;

Από οικονομολογιστικής απόψεως θεωρούμενο το θέμα εμφανίζεται ως ακολούθως.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του π.δ. 30.12.1926 - 3.1.1927 «περί συστάσεως και αποδόσεως παρακαταθηκών όπως κυρώθηκε με τον βασικό του ΤΠΔ νόμο (ν. 3646/28)», για κάθε σύσταση παρακαταθήκης, επομένως και για παρακαταθήκη, που αφορά αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση, ανοίγεται ιδιαίτερος λογαριασμός, με τον τίτλο «Παρακαταθήκες Χρηματικές Απαλλοτριώσεων», πιστούμενος με το ποσό της αποζημιώσεως που καθορίστηκε δικαστικά.

Το (ίδιο) χρηματικό αυτό ποσό οφείλει το ΤΠΔ να αποδώσει, από τον πιο πάνω λογαριασμό (παρακαταθήκες χρηματικές απαλλοτριώσεων), σ’ αυτόν που νόμιμα αναγνωρίσθηκε σαν δικαιούχος της αποζημιώσεως και όχι από την ιδιωτική περιουσία του Ταμείου, η οποία παραμένει ανέγγιχτη. Τούτο σημαίνει ότι το ΤΠΔ σε καμιά περίπτωση δεν μεταβάλλεται σε αυτοφειλέτη, λόγω της αποκτήσεως της κυριότητος των χρημάτων που καταθέτονται σ’ αυτά και συνεπώς καμιά απολύτως ανάμειξη δεν λαμβάνει χώρα με την ιδιωτική περιουσία του, δηλ, το αποθεματικό του. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μόνο στην περίπτωση π.χ. που ήθελε αποδοθεί από το Ταμείο η αποζημίωση σε πρόσωπο διαφορετικό εκείνου, που τελικά αναγνωρίστηκε δικαστικά ως αληθής δικαιούχος.

Είναι αυτονόητο, ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση υφίσταται ζημιά ο αληθής δικαιούχος, η οποία βαρύνει το ΤΠΔ «και ουχί τον εις ουδέν πταίοντα οφειλέτη»[36], (υπέρ ου η απαλλοτρίωση).

Οι σκέψεις που εκτέθηκαν πιο πάνω, ενισχύουν ακόμη περισσότερο, αν προσεγγίσει κανείς το θέμα από τη νομική του διάσταση.

Πράγματι, όπως ειπώθηκε, στην δημόσια κατάθεση, η οποία λειτουργεί ως ανώμαλη παρακαταθήκη (830 ΑΚ), το ΤΠΔ αποκτά την κυριότητα των χρημάτων που καταθέτονται σ’ αυτό.

Η κυριότητα στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρεται στην υλική (ενσώματη) υπόσταση του χρήματος. Δηλαδή το χρήμα λαμβάνεται με την έννοια του πράγματος και μάλιστα κατά γένος ωρισμένου.

Κατά τα λοιπά, η έννομη σχέση της δημόσιας καταθέσεως (παρακαταθήκης) παραμένει αλώβητη. Με άλλα λόγια, με την απόκτηση της κυριότητας των χρημάτων από το ΤΠΔ δεν επέρχεται και υποκειμενική ή αντικειμενική αλλοίωση της ανώμαλης παρακαταθήκης, ούτε η παροχή από το νόμο στο ΤΠΔ της εξουσίας διαχειρίσεως, έχει σαν αποτέλεσμα την αποδέσμευση της δημόσιας καταθέσεως από τη (νομική) ταυτότητα των υποκειμένων της.

Έτσι, η παρακαταθήκη, διατηρεί την ταυτότητά της με πρόσωπα τα οποία δρουν σε αυτή και καθένα με τη νομική έννοια των όρων, που απόκτησαν από της δημοσίας καταθέσεως της αποζημιώσεως.

Δηλαδή, παρακαταθέτης είναι ο οφειλέτης, θεματοφύλακας το ΤΠΔ, υπέρ ου η κατάθεση και καθού η απαλλοτρίωση είναι ο ιδιοκτήτης ο οποίος, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις έχει το δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε (432 ΑΚ) την αποζημίωση, το δε ΤΠΔ οφείλει να προβεί σε άμεση απόδοση.

Η εκροή λοιπόν του οφειλομένου χρηματικού ποσού της αποζημιώσεως θα πραγματοποιηθεί από τον οικείο λογαριασμό «παρακαταθήκες χρηματικές απαλλοτριώσεων», και όχι από το αποθεματικό του, το οποίο συνιστά την ιδιωτική του περιουσία.

Συνακόλουθα, το Ταμείο καθίσταται μεν οφειλέτης, έναντι του υπέρου η κατάθεση, αλλά οφειλέτης από την παρακαταθήκη και κατά νομική συνέπεια μόνο αγωγή εκ παρακαταθήκης (actio depositi) είναι δυνατή και επιτρεπτή.

  1. Ο εννοιολογικός προσδιορισμός των όρων "Υποχρεωτικές" και "Δικαστικές" Παρακαταθήκες

α. Θεωρητική Εμβάθυνση από γενικότερη άποψη

Την απόφαση του ΑΕΔ απασχόλησε και το ζήτημα της έννοιας των υποχρεωτικών παρακαταθηκών. Τούτο προβλήθηκε προκειμένου να ενισχυθεί η άποψη, περί του χαρακτηρισμού της αποδόσεως παρακαταθηκών, που αφορά αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση, ως διοικητική διαφορά ουσίας, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την υπαγωγή αυτής στα διοικητικά δικαστήρια.

Πράγματι, στο ΑΕΔ προτάθηκε ο ακόλουθος ισχυρισμός: «Επειδή σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, οι παρακαταθήκες που συστήνονται σ’ αυτό, χαρακτηρίζονται ως “Υποχρεωτικές” και “Δικαστικές”, σε συνδυασμό και με τη φύση του Ταμείου, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και πιστωτικού οργανισμού δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, έπεται ότι η ένδικη διαφορά αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας και κατά συνέπεια ανήκει στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ο πιο πάνω ισχυρισμός απορρίφθηκε από την πλειοψηφία της αποφάσεως του ΑΕΔ με την εξής αιτιολογία: «Το ότι κατά τη νομοθεσία του ΤΠΔ το Ταμείο είναι ν.π.δ.δ. και πιστωτικός οργανισμός δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος, και οι ως άνω παρακαταθέσεις σε αυτό χαρακτηρίζονται ως υποχρεωτικές και δικαστικές, δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική λύση, αφού τα βασικά χαρακτηριστικά των συμβάσεων για τις παρακαταθέσεις αυτές προέρχονται από το Αστικό Δίκαιο». Και συνεχίζει: « Άλλωστε το μεταγενέστερο ν.δ. 797/1971 ρητά ορίζει κατά τα ανωτέρω, ότι ο υπόχρεος προς αποζημίωση απλώς δύναται, αντί καταβολής να προβεί σε δημόσια κατάθεση».

Η απόφαση της πλειοψηφίας της αποφάσεως του ΑΕΔ, που πριν από λίγο παρατέθηκε, μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους, (κατά το αποτέλεσμα).

Προς περαιτέρω όμως ενίσχυση της πιο πάνω αιτιολογίας, θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε το θέμα και από μια άλλη οπτική γωνία.

Πριν από κάθε άλλη απάντηση στο ερώτημα, αν η απόδοση στο δικαιούχο της αποζημιώσεως, που έχει κατατεθεί στο ΤΠΔ, αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας, θα πρέπει να απαντηθούν τα ερωτήματα:

– Ποια είναι η έννοια του όρου «υποχρεωτικές παρακαταθήκες»;

– Ποιες είναι οι συγκεκριμένες παρακαταθήκες, και αν σε αυτές περιλαμβάνονται και οι παρακαταθήκες των άρθρων 427 και 434 ΑΚ, δηλ. αυτές που γίνονται για απόσβεση ενοχής; και

– Αν στις παρακαταθήκες των άρθρων 427 και 434 ΑΚ, εντάσσονται και αυτές που αφορούν αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση;

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα περιέχεται στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 του υπ’ αριθ. 3646/1928 οργανικού νόμου του ΤΠΔ καθώς και στο άρθρο 2 του π.δ. της 30.12.1926 - 3.1.1927 «περί συστάσεως και αποδόσεως παρακαταθηκών και καταθέσεων παρά τω ΤΠΔ»[37].

Πραγματικά από τον πιο πάνω συνδυασμό προκύπτει ότι υποχρεωτικές (άρθρο 3 ν. 3646/1928) είναι (άρθρο 2 ν. 3646/1928) «Αι δικαστικαί παρακαταθήκαι, αι υπό των δικαστηρίων και των δικαστικών ή διοικητικών αρχών οριζόμεναι παρακαταθήκαι». Ειδικότερα στην κατά τα ανωτέρω έννοια των υποχρεωτικών παρακαταθηκών εντάσσονται (βλ. άρθρο 3 π.δ. 30.12.1926 - 3.1.1927):

  1. «Αι κατά τας περιπτώσεις του αστικού ή δικονομικού δικαίου λόγω εγγυήσεως, είτε προς άρσιν αμφιβολιών περί υπάρξεως δικαιώματος είτε προς εξασφάλισιν καταβολής χρέους ή εκπληρώσεως υποχρεώσεως.
  2. Αι λόγω προστίμου ή παραβόλου προς χρήσιν ενδίκων μέσων.
  3. Αι προς πληρωμήν οφειλής χρηματικού ποσού ην ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλει εις τον δανειστήν του είτε διότι ο δανειστής αρνείται να παραλαβή ταύτην νομίμως προσφερομένην, είτε λόγω αντιρρήσεων ή κατασχέσεως ή δι’ άλλην αιτίαν.
  4. Αι υπό δημοσίων υπαλλήλων συνιστάμεναι δια τα εις τούτους ένεκα του δημοσίου αυτών χαρακτήρος εκ κατασχέσεως ή άλλως περιελθόντα ή εμπιστευθέντα χρήματα ή άλλα τιμαλφή, τίτλους και αξίας προς φύλαξιν, διανομήν ή παράδοσιν εις άλλην αρχήν ή ιδιώτην είτε εκ κληρονομιάς, μεσεγγυήσεως ή άλλως πως ή ως πειστήρια.
  5. Αι εξ εκπλειστηριασμάτων πραγμάτων κινητών ή ακινήτων κατά τον νόμον.
  6. Αι εκ των πωλήσεων ή εισπράξεων πραγματοποιουμένων επί εκστάσεως υπαρχόντων ή επί πτωχεύσεων, εφ’ όσον δεν εγένετο νομίμως διάφορος διάθεσις τούτων, αι εκ κεφαλαίων των εις το Κράτος περιερχομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών υπό όρον και των εισοδημάτων αυτών μέχρις εκπληρώσεως των ταχθέντων όρων κατά νόμον 1961 κ.λπ.
  7. Αι εκ κεφαλαίων, τίτλων ή κινητών ων η κυριότης δικαστικώς ή άλλως αμφισβητείται και διετάχθη η μέχρις επιλύσεως της διαφοράς κατάθεσις.
  8. Αι εκ τμήματος των χάριν δημοσίας ωφελείας απαλλοτριουμένων κτημάτων κ.λπ.».

Όπως γίνεται αντιληπτό, από τις περιπτώσεις δικαστικών παρακαταθηκών, που παρατέθηκαν, για άλλες επιβάλλεται από το νόμο η κατάθεση, όπως λ.χ. είναι οι παρακαταθήκες που συστήνονται λόγω εγγυήσεως του αστικού ή δικονομικού δικαίου (άρθρ. 163, 165.1, 704, 705 κ.λπ. ΚΠολ.Δ) ή αυτές που αφορούν καταθέσεις πλειστηριασμάτων (άρθρ. 965.4, 1003.4 ΚΠολΔ) και αυτές που συστήνονται λόγω παραβόλου για άσκηση ένδικων μέσων (άρθρ. 505.2 ΚΠολΔ) κ.λπ. Ακόμα υπάρχουν παρακαταθήκες, των οποίων η υποχρέωση σύστασης τους πηγάζει από δικαστική απόφαση. Τέτοιες είναι οι παρακαταθήκες που ενεργούνται από κεφάλαια, τίτλους, κινητά κ.λπ. των οποίων η κυριότητα «δικαστικώς ή άλλως αμφισβητείται και διετάχθη η μέχρις επιλύσεως της διαφοράς κατάθεσις» (αρ. 7).

Δυσχερή ερμηνευτικά προβλήματα δημιουργούνται από το γεγονός ότι στην λεπτομερειακή απαρίθμηση των ειδικότερων περιπτώσεων υποχρεωτικών, κατά το νόμο (άρθρ. 3 ν. 3646/28), παρακαταθηκών δεν γίνεται από υποχρέωση νόμου, δικαστικής αποφάσεως, αλλά η παρακατάθεση γίνεται με τη θέληση («εξ ιδίας βουλήσεως») του οφειλέτη - καταθέτη. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι παρακαταθήκες που συστήνονται: «προς πληρωμήν οφειλής χρηματικού ποσού ην ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβάλη εις τον δανειστήν του, είτε διότι ο δανειστής αρνείται να παραλαβή ταύτην νομίμως προσφερομένην, είτε λόγω κατασχέσεως ή αντιρρήσεων ή δι’ άλλην αιτίαν».

Όπως γίνεται δεκτό οι παρακαταθήκες της κατηγορίας αυτής αντιστοιχούν προς τις παρακαταθήκες του Αστικού Κώδικα που γίνονται για απόσβεση ενοχής, δηλ. αυτές που συστήνονται όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 427 και 434[38] ΑΚ. Και είναι ορθή η ταύτιση αυτή, γιατί όταν ο νόμος μιλάει για παρακαταθήκες, που ενεργεί ο οφειλέτης, επειδή ο δανειστής του «αρνείται να παραλαβή ταύτην νομίμως προσφερομένην», ασφαλώς εννοεί τις παρακαταθήκες που ενεργούνται λόγω υπερημερίας του δανειστή (AK 427), με δεδομένο ότι στην περίπτωση αυτή συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις της υπερημερίας του δανειστή, δηλ. η «άρνηση» του δανειστή να δεχθεί την «νόμιμα = (πραγματικώς και προσηκόντως) προσφερόμενη παροχή».

Εξάλλου, είναι αναμφισβήτητο ότι όταν ο οφειλέτης συνιστά παρακαταθήκη «λόγω κατασχέσεως ή αντιρρήσεων ή δι’ άλλην αιτίαν», το κάνει αυτό γιατί υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες για το πρόσωπο του αληθινού δικαιούχου, οπότε η περίπτωση υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 434 ΑΚ.

Αφού, λοιπόν, ο σκοπός του ΤΠΔ, είναι η φύλαξη και η διαχείριση μεταξύ των άλλων και των δικαστικών παρακαταθηκών όπως ορίζει το άρθρο 2 ν. 3646/28, οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου νόμου χαρακτηρίζονται ως υποχρεωτικές, θα πρέπει κατά νομική ακολουθία, να γίνει δεκτό ότι οι καταθέσεις που έγιναν για απόσβεση ενοχής (ΑΚ 427, 434), που περιλαμβάνονται στην περίπτωση των δικαστικών παρακαταθηκών, θεωρούνται και αυτές υποχρεωτικές.

Μια τέτοια παραδοχή ασφαλώς αποτελεί εννοιοκρατική μέθοδο ερμηνείας του δικαίου, την οποία σήμερα η επιστήμη δεν αποδέχεται. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να τις συμμεριστούμε. Διότι, ευλόγως διερωτάται κανείς, πώς είναι δυνατό να θεωρούνται από το νόμο υποχρεωτικές, παρακαταθήκες οι οποίες στερούνται παντελώς του στοιχείου της υποχρεωτικότητας;

Πραγματικά ο νόμος ομιλεί «περί υποχρεωτικών παρακαταθηκών». Αλλά το υποχρεωτικό, κατά τη γραμματική τουλάχιστον έννοια της λέξεως, κατά κανόνα ταυτίζεται με «το αναγκαστικό», το οποίο σημαίνει ότι επιβάλλεται «σε κάποιον να κάμει κάτι» και στην προκειμένη περίπτωση, επιβάλλεται στον οφειλέτη - καταθέτη να προβεί σε δημόσια κατάθεση.

Και όσον αφορά την περίπτωση, που η κατάθεση γίνεται επειδή το διατάσσει ο νόμος ή δικαστική απόφαση, η έννοια του όρου «υποχρεωτικές» παρακαταθήκες είναι αυτονόητη. Αλλά όταν η κατάθεση ενεργείται σύμφωνα με την επιθυμία (βούληση) του οφειλέτη, της οποίας δηλ. η εκτέλεση εξαρτάται από τον ίδιο, χωρίς να εξαναγκάζεται, τότε το υποχρεωτικό της καταθέσεως κείται εκτός πάσης ορθοφρονούσης λογικής σκέψεως.

Αλλά και από νομικής απόψεως αν ερευνηθεί το θέμα και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς.

Αληθινά, κατά τα κρατούντα, το κύριο χαρακτηριστικό της δημοσίας καταθέσεως που ενεργείται προς απόσβεση ενοχής (ΑΚ 427, 434) είναι ότι κυριαρχείται από την αυτονομία της βουλήσεως του οφειλέτη, με την έννοια ότι ο ίδιος ο νόμος (ΑΚ 427) δικαίωμα και όχι υποχρέωση αναγνωρίζει στον οφειλέτη να προβεί σε δημόσια κατάθεση της οφειλόμενης παροχής.

Παρά ταύτα, όμως, ο νόμος (άρθρ. 2 π.δ. 30.12.1926 - 3.1.1927) και τις περιπτώσεις της δημοσίας καταθέσεως, που ενεργούνται, επειδή συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 427 και 434 ΑΚ τις κατατάσσει στην περιπτωσιολογία των υποχρεωτικών παρακαταθηκών.

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο νομοθέτης μεταμφιέζει σε υποχρεωτικές, παρακαταθήκες που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις για ένα τέτοιο χαρακτηρισμό, και με τον τρόπο αυτό «θεληματικά αλλοιώνει ή παραμορφώνει την πραγματικότητα»[39].

Ο λόγος, προφανώς, που στην εξεταζόμενη περίπτωση ανάγκασε το νομοθέτη να χρησιμοποιήσει ως βοηθητικό μέσο της νομοθετικής τεχνικής το νομικό πλάσμα, έτσι ώστε να χαρακτηρίζει ως υποχρεωτικές, παρακαταθήκες που η σύσταση τους ή μη εξαρτάται αποκλειστικώς από την θέληση του οφειλέτη - καταθέτη, θεμελιούται στην επιθυμία του να καθιερώσει το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ως την «καθ’ ύλην» αρμόδια αρχή, στην οποία υποχρεωτικώς γίνεται η δημόσια κατάθεση, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 427 και 434 ΑΚ. Με άλλα λόγια οι παρακαταθήκες της κατηγορίας αυτής καθίστανται πλασματικώς υποχρεωτικές με την έννοια ότι για να επέλθουν τα έννομα αυτών αποτελέσματα πρέπει να κατατεθούν στο ΤΠΔ.

Θα ήταν αδιανόητο, να σκεφθεί κανείς ότι ο νομοθέτης θα άφηνε αρρύθμιστο το θέμα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Τ Π Δ για τη σύσταση παρακαταθηκών, οι οποίες αποτελούν το κατεξοχήν αντικείμενο του ΤΠΔ γεγονός που θα είχε ως συνέπεια να στερείται το Ταμείο την διαχείριση χρημάτων από την κυριότερη και την πιο σημαντική πηγή εισροής κεφαλαίων και μάλιστα σε μια εποχή που πραγματικά αγωνιούσε για την ανεύρεση «Μεγάλων Κεφαλαίων».

Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, ο χαρακτηρισμός των παρακαταθηκών, που συστήνονται σε περίπτωση υπερημερίας του δανειστή (ΑΚ 427), ή για λόγους που αφορούν το πρόσωπο του δανειστή, ή εξαιτίας εύλογης αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του δανειστή (ΑΚ 434), ως υποχρεωτικών, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά ο νομοθέτης «εναντίον της αλήθειας»[40], τις αναγνωρίζει ως υποχρεωτικές, προκειμένου να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους σκοπούς, αυτούς δηλ. που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Αυτές οι πλασματικώς υποχρεωτικές παρακαταθήκες, δεν είναι νοητό να εμπίπτουν στην υπό του νόμου (άρθρ. 2, σε συνδ. προς το άρθρ. 3 ν. 3646/1928) αποδιδόμενη έννοια του όρου «υποχρεωτικές» παρακαταθήκες.

Γενικά η άποψή μας πάνω στο ζήτημα αυτό είναι η παρακάτω:

Καταρχήν πρέπει να διακρίνουμε τις υποχρεωτικές παρακαταθήκες σε δύο κατηγορίες:

– Σε εκείνες που χαρακτηρίζονται υποχρεωτικές, επειδή γίνονται σε εκτέλεση νόμου, δικαστικής ή διοικητικής απόφασης ή εντολής και

– Σε εκείνες, που γίνονται, χωρίς να υπάρχει προηγουμένως υποχρέωση από το νόμο ή δικαστική απόφαση, αλλά θεωρούνται ως υποχρεωτικές με τη έννοια ότι, εάν ο οφειλέτης επιθυμεί την απόσβεση ενοχής με δημόσια κατάθεση, θα πρέπει αυτή να γίνει υποχρεωτικώς στο ΤΠΔ.

β.  Το υποχρεωτικό των παρακαταθηκών, θεωρημένο εξ επόψεως δημοσίας καταθέσεως αποζημιώσεως για αναγκαστικές απαλλοτριώσεις

Κατά την ανάλυση που προηγήθηκε της έννοιας των υποχρεωτικών παρακαταθηκών, διακρίναμε τις παρακαταθήκες αυτές σε δύο κατηγορίες και δεχθήκαμε ότι:

Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται οι καταθέσεις (στο ΤΠΔ), που συστήνονται με τη βούληση του υποχρέου - υπερού η απαλλοτρίωση, δηλαδή χωρίς να υποχρεώνεται προς τούτο από διάταξη νόμου κ.λπ. Στην κατηγορία αυτή κυρίαρχο διακριτικό στοιχείο είναι η αυτονομία της βουλήσεως. Αντίθετα στη δεύτερη κατηγορία, ως υποχρεωτικές θεωρούνται οι παρακαταθήκες των οποίων η δημόσια κατάθεση επιβάλλεται από το νόμο, δικαστική απόφαση κ.λπ. Αυτόματα λοιπόν ανακύπτει το ερώτημα:

Η δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως για αναγκαστικές απαλλοτριώσεις σε ποια από τις παραπάνω κατηγορίες εντάσσεται; Ειδικότερα γεννιέται το ερώτημα αν η δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως επιβάλλεται από διάταξη νόμου. Το κύριο και κατεξοχήν νομοθέτημα, που ρυθμίζει ρητώς το θέμα της δημόσιας καταθέσεως της αποζημιώσεως είναι ο ΚΑΑ (Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, ν. 2882/2001).

Πράγματι το άρθρο 8 (εδ. α΄ παρ. 1) του ΚΑΑ, ορίζει:

«Ο υπόχρεος για πληρωμή της αποζημιώσεως που προσδιορίσθηκε δικαστικά δύναται, σε κάθε περίπτωση να την καταθέτει υπέρ του δικαιούχου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων».

Όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό από το άρθρο 8 που παρατέθηκε, παρέχεται στον υπέρου η απαλλοτρίωση και υπόχρεο για την πληρωμή του δικαιούχου η δυνητική ευχέρεια, όπως αντί καταβολής, να καταθέτει στο ΤΠΔ την αποζημίωση υπέρ του δικαιούχου.

Το γεγονός αυτό ορθώς προβάλλεται από την πλειοψηφία της αποφάσεως του ΑΕΔ, σαν επιχείρημα (επικουρικό), προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση της, περί της έννοιας των υποχρεωτικών παρακαταθηκών, όπως αυτή, παραπάνω εκτέθηκε.

Κατά την δική μας εκτίμηση πειστικότερο ίσως φαίνεται το επιχείρημα που συνάγεται από το εδ. β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 ΚΑΑ, που ορίζει:

«Εάν το απαλλοτριωμένο βαρύνεται με υποθήκη, κατάσχεση ή διεκδίκηση, η κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων είναι υποχρεωτική».

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο νομοθέτης χαρακτηρίζει ως υποχρεωτικές παρακαταθήκες, αυτές μόνο που ενεργούνται όταν το απαλλοτριωμένο ακίνητο βαρύνεται με υποθήκη, κατάσχεση ή διεκδίκηση.

Εξ αντιδιαστολής λοιπόν, σαφώς συνάγεται ότι η περίπτωση, η οποία μας απασχολεί ως μη ανήκουσα σε κάποια από τις κατηγορίες του πιο πάνω εδ. β΄, δεν εμπίπτει στην έννοια των υποχρεωτικών παρακαταθηκών. Και μπορεί, βέβαια, το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα να χαρακτηρίζεται ως επισφαλές, στην προκείμενη όμως περίπτωση θεωρούμε ότι βρίσκει την ιδανικότερη εφαρμογή του[41].

  1. H εννοιολογική σημασία του όρου «δικαστικές» παρακαταθήκες

α. Σύντομες εισαγωγικές παρατηρήσεις

Οι όροι «υποχρεωτικές» και «δικαστικές» παρακαταθήκες έδωσαν αφορμή, για να υποστηριχθεί η άποψη ότι αποτελούν καθοριστικά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της απόδοσης της ένδικης παρακαταθήκης, ως διοικητικής διαφοράς ουσίας.

Και όσον αφορά τις υποχρεωτικές παρακαταθήκες έγινε ήδη προσπάθεια επεξηγήσεως του όρου αυτού. Απομένει να ερευνηθεί το ζήτημα και εξ επόψεως του όρου «δικαστικές» παρακαταθήκες.

Ο όρος «δικαστικές» παρακαταθήκες χρησιμοποιείται κυρίως (αλλά και σε άλλα χρονολογικώς παλαιά νομοθετήματα) στη νομοθεσία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (βλ. άρθρ. 3 π.δ. 30.12 - 3.1.1927 «περί καταθέσεως και αποδόσεως παρ/θηκών του ΤΠΔ»), αποτελεί δε ιστορικό κατάλοιπο, το οποίο έχει τις ρίζες του στο απώτατο παρελθόν. Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται απλώς ο τόπος στον οποίο γινόταν (τότε) η δημόσια κατάθεση και πέραν τούτου ουδέν και ορθώς απορρίφθηκε ο παραπάνω ισχυρισμός από την πλειοψηφία της αποφάσεως του ΑΕΔ.

Στη συνέχεια θα περιοριστούμε στην ιστορική επισκόπηση του τόπου όπου γινόταν η δημόσια κατάθεση. Και τούτο γιατί θεωρούμε ότι το ιστορικό των προϊσχυσάντων του Αστικού Κώδικα δικαίων, έχει σημαντική ερμηνευτική αξία αλλά και διότι τα προϊόντα της έρευνας της ιστορικής εξέλιξης του θέματος, περί του οποίου πρόκειται, αποτελούν ασφαλές κριτήριο για την εξαγωγή συμπεράσματος, όσον αφορά στην έννοια του όρου «δικαστικές» παρακαταθήκες.

β.  Ιστορική επισκόπηση του τόπου όπου γινόταν η δημόσια κατάθεση (πρβλ. ΑΚ 430)

Η δημόσια κατάθεση υπήρχε ανέκαθεν με διαφορετικές μεν ορολογίες, αλλά με την ίδια πάντοτε εννοιολογική σημασία. Έτσι στα διάφορα κείμενα[42] γίνεται χρήση των όρων: «δικαστική παρακαταθήκη», «κατάθεσις παρά τη αρμοδία αρχή», «κατάθεσις εις το ΤΠΔ», «κατάθεσις δικαστική». Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας χρησιμοποιεί «εναλλάξ» τους όρους: «κατατίθεται δημοσίως», η «δημόσια κατάθεσις», «κατατίθεται δημόσια». Προβλέπονταν δε χρηματικές παροχές και παροχές σε κινητά πράγματα[43].

Ο τόπος στον οποίο γινόταν η δημόσια κατάθεση κατά το παρελθόν ακολούθησε διάφορα στάδια:

  1. Στη Ρώμη αρχικά η παρακατάθεση γινόταν «δι’ αποθέσεως παρά τω οφειλέτη, αφού τα πράγματα εσφραγίζοντο»[44].
  2. Αργότερα η παρακατάθεση γινόταν στους ναούς, οι οποίοι ασκούσαν και πιστωτικό λειτούργημα, ή σε τραπεζίτες, οι οποίοι δέχονταν παρακαταθέσεις με τόκο και ακολούθως τις δάνειζαν με μεγαλύτερο τόκο[45].
  3. Κατά το άρθρο 126 παρ. 6 του Οργανισμού των Δικαστηρίων του 1834 αρμόδιοι να δεχθούν δικαστικές παρακαταθήκες ήταν οι γραμματείς των δικαστηρίων[46], κατά δε το άρθρο 1 του β.δ. της 16.10.1835 «τα κατά νόμους Ταμεία υποχρεούνται να παραδέχονται κατά διαταγήν των δικαστηρίων παρακαταθήκας εις μετρητά, πολύτιμα πράγματα ή παραστατικά χρημάτων χαρτιά». Με το νόμο /ΠΖ΄ της 30.5. 1882 (άρθ. 1) ορίστηκε ότι «πας ειρηνοδίκης, γραμματεύς δικαστηρίου και συμβολαιογράφος, εις ον ένεκα του δημοσίου αυτού χαρακτήρας περιήλθον χρήματα προς φύλαξιν, διανομήν ή παράδοσιν εις άλλην αρχήν ή ιδιώτην, οφείλει να παραδώση ταύτα εντός τριών ημερών (σ.σ. περί των συνεπειών της παραλείψεως του υπαλλήλου πρβλ. ΑΠ 191/1896) εις το Δημόσιον Ταμείον».

Ακολούθησε ο νόμος ΒΙΓ΄ 11.7.1892, ο οποίος τροποποιώντας το άρθ. 840 Πολ.Δικ., όρισε με το άρθ. 2 ότι «εν περιπτώσει του προηγουμένου άρθρου και εις πάσας και τας λοιπάς, καθ’ ας διαπιστεύονται εις ειρηνοδίκας, γραμματείς δικαστηρίων και συμβολαιογράφους χρήματα, τιμαλφή πράγματα ή έγγραφα και τίτλοι παραστατικοί χρηματικής αξίας προς φύλαξιν, διανομήν ή παράδοσιν εις άλλην αρχήν ή ιδιώτην, η κατάθεσις γίνεται παρά του κατατιθέντος απ’ ευθείας εις το αρμόδιον επαρχιακόν Ταμείον, επί εκδώσει γραμματίου παραλαβής εν τω οποίω αναγράφονται τα κατατιθέμενα εν λεπτομέρεια και μνημονεύεται η αιτία της καταθέσεως, αποδίδονται δε δια γραμματίου πληρωμής, εκδιδομένου κατά τας διατάξεις του άρθρου 5 του από 30.5.1882 νόμου /ΠΖ΄ τη εγγράφω επιταγή του αρμοδίου δικαστικού υπαλλήλου συναπτομένω εις το οικείον γραμμάτιον.

Κατάθεση τίτλων παραστατικών χρηματικής αξίας γίνεται και στο Κεντρικό Κατάστημα Αθηνών της Εθνικής Τράπεζας».

γ. Ταύτιση απόψεων

Αξιοσημείωτη είναι η σκέψη της πλειοψηφίας της αποφάσεως, του ΑΕΔ η οποία αναφέρεται στην περάτωση, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο επέρχεται αυτή, της δημοσίου δικαίου σχέσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως.

Πράγματι, δέχεται η απόφαση, χωρίς όμως και να το αιτιολογεί, ότι «η υποχρέωση του Ταμείου πηγάζει όχι από την δημοσίου δικαίου σχέσιν αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η οποία έχει περατωθεί με τη δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως, αλλά από τη σύμβαση περί της καταθέσεως αυτής, η οποία έχει χαρακτήρα συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου».

Θεωρούμε εύστοχη τη σκέψη της πλειοψηφίας, όσον αφορά στην περάτωση του δημοσίου δικαίου σχέσεως, της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, με την διαφορά ότι στερείται του ειδικότερου προσδιορισμού των λόγων που την ώθησαν, ώστε να καταλήξει σε μια τέτοια ερμηνευτική εκδοχή.

Είναι αλήθεια, πως με τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, ολοκληρώνεται, περατώνεται, η εμπράγματη ενέργεια της απαλλοτριώσεως και συγχρόνως εξασφαλίζεται και ο καθού η απαλλοτρίωση, με την έμπρακτη ενέργεια του υπέρου, να καταθέσει δημόσια, το ποσό της αποζημιώσεως που καλύπτει το ισάξιο αντάλλαγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17.1 Σ.

Στο σημείο αυτό, αναλώνεται ο σκοπός στο οποίο απέβλεψε η κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως (άρθρ. 17 Σ) και εξαντλείται η αποστολή του συνταγματικού νομοθέτη, ο οποίος παραχωρεί πλέον τη θέση του στον κοινό νομοθέτη.

Μετά τη συντέλεση ο υπέρου η απαλλοτρίωση, που κατά κανόνα είναι το Δημόσιο, μπορεί να καταλάβει και μάλιστα ανεμπόδιστα, το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε και μάλιστα ελεύθερο βαρών, αφού μετά την κατάθεση της αποζημιώσεως το TΠΔ, η οποία επιφέρει τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, αποσβήνονται όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και των τρίτων στο πράγμα.

Έκτοτε τα εμπράγματα δικαιώματα τρίτων π.χ. ενυπόθηκων δανειστών, μετατρέπονται σε ενοχικές αξιώσεις. Τούτο σημαίνει ότι, μετά τη συντέλεση, ακολουθεί η ενοχική ενέργεια της απαλλοτριώσεως.

  1. H αντισυνταγματικότητα του άρθρου 8 του ΚΑΑ

α. H θέση του προβλήματος

Το άρθρο 8 του KAA, που αναφέρεται στην παρακατάθεση της αποζημιώσεως, ορίζει:

«1. Ο υπόχρεος για την πληρωμή της αποζημίωσης που προσδιορίστηκε δικαστικώς δύναται σε κάθε περίπτωση να την καταθέτει υπέρ του δικαιούχου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

  1. Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων αποδίδει στο δικαιούχο το ποσό που κατατέθηκε, αφού προσκομισθεί σε αυτό τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση».

Το άρθρο 8 ΚΑΑ, που προ ολίγου παρατέθηκε, παρουσιάζει πολλούς ποικίλους και σοβαρούς προβληματισμούς, οι οποίοι αγγίζουν τα όρια της αντισυνταγματικότητας, κυρίως, όσον αφορά στη διάταξη αυτού, η οποία παρέχει τη δυνατότητα του υπέρου, να προβεί σε δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως υπέρ του αναγνωρισθησομένου ως αληθούς δικαιούχου «σε κάθε περίπτωση».

Αυτόματα λοιπόν ανακύπτει το ερώτημα: Ποια είναι η έννοια της φράσεως «σε κάθε περίπτωση»; Η ευρύτητα με την οποία είναι διατυπωμένη, στο επίμαχο σημείο, η διάταξη του άρθρου 8, επιτρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα, ότι παρέχεται στον υπέρου η απαλλοτρίωση το δικαίωμα να προβεί σε δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο, ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου. Αν αναζητήσει κάποιος την ακριβή έννοια της φράσεως, για την οποία γίνεται λόγος, όπως αυτή καταγράφεται στα αναγνωρισμένα λεξικά της αρχαίας και της νέας ελληνικής γλώσσας, θα διαπιστώσει πως αυτή (η έννοια) αποδίδει ή αλλιώς ισοδυναμεί, κατά μεταγλώττιση, με την έννοια του επιρρήματος «πάντοτε», το οποίο αναφερόταν στο άρθρο 24 του α.ν. 1731/1939, «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων».

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, το ζήτημα το οποίο ανέκυψε από το περιεχόμενο του άρθρου 8 παρ. 1 ΚΑΑ, δεν είναι νέο, αλλά αντίθετα έχει τις ρίζες του στο απώτερο παρελθόν. Συνακόλουθα, η απάντηση που δόθηκε κατά την ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου 24 α.ν. 1731/39 στην έννοια του επιρρήματος πάντοτε, μπορεί και πρέπει mutatis mudantis να μεταφερθεί και στην προκειμένη περίπτωση.

β. Διαδοχικές διορθωτικές νομοθετικές παρεμβάσεις

Πράγματι, αρχικά το άρθρο 24 § 1 του β.δ. της 29/30 Απριλίου 1953 «περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» όριζε τα εξής:

«1. Ο προς πληρωμή της αποζημιώσεως υπόχρεως δύναται πάντοτε, αντί να καταβάλη την αποζημίωση (προσωρινήν ή οριστικήν) εις τον αποδεικνύοντα εαυτόν αληθή δικαιούχο, να κατάθεση το προσδιορισθέν ποσό αυτής εις το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, επονόματι του αναγνωρισθησομένου αρμοδίως αληθούς δικαιούχου ή δικαιούχων, η δε περί της τοιαύτης καταθέσεως ειδοποίησις δημοσιευομένη δια της Εφημερίδος επάγεται τα κατ’ άρθρο 7 παρ. 2 του παρόντος αποτελέσματα».

Από το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 24, γίνεται αντιληπτό ότι επιτρέπονταν στον υπέρου να καταθέσει την αποζημίωση στο ΤΠΔ επ’ ονόματι του αναγνωρισθησομένου δικαστικώς ως αληθούς δικαιούχου, έστω και αν δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο, που να αφορά το πρόσωπο αυτού (δικαιούχου).

γ.  Η αμφισβήτηση της Συνταγματικότητας του άρθρου 24 α.ν. 1731/1939 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων

Τη νομολογία απασχόλησε η διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1731/39, αλλά από μια γενικότερη άποψη και αποφάνθηκε, ότι αυτή είναι Συνταγματική.

Δεν έκρινε όμως η νομολογία, αν τελεί σε αρμονία προς τη Συνταγματική επιταγή του άρθρου 17 Σ και η κατάθεση στο ΤΠΔ της αποζημιώσεως, σε περίπτωση κατά την οποία ο ιδιοκτήτης του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε αποδεικνύει ότι είναι αυτός ο αληθής δικαιούχος και δέχεται να εισπράξει την αποζημίωση που του έχει κατατεθεί στο ΤΠΔ και «αντ’ αυτής βρίσκεται προ δημοσίας καταθέσεως, βάσει του άρθρου 24, άνευ λόγου τινός εγκειμένου στο πρόσωπον του».

Εξαίρεση, από όσα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, αποτέλεσε η γνώμη της μειοψηφίας της με αριθμ. 1304/1960 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών[47], η οποία θεώρησε ως αντισυνταγματική και σαν τέτοια ανίσχυρη τη διάταξη του νόμου, η οποία συγχωρεί πάντοτε τη δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως και δέχθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 427, 431 και ιδίως του 434 ΑΚ, ενώ όπως λέει (η μειοψηφία) σε κάθε άλλην περίπτωση, εκτός από τις ανωτέρω δεν επιφέρει την απόσβεση της ενοχής η δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως.

Η άποψη της μειοψηφίας αποδίδει ακριβώς το εννοιολογικό περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 434 ΑΚ, όπως αυτό οριοθετείται από το νόμο και τους ερμηνευτές των περί δημοσίας καταθέσεως διατάξεων του Αστικού Κώδικα (αρθρ. 427 επ.).

Με την άποψη αυτή (της μειοψηφίας) δεν μπορεί να μην συνταχθεί κανείς, εκτός αν προς στιγμή γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης του ΚΑΑ επιζήτησε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την εννοιολογική διαφοροποίηση από τις περί δημοσίας καταθέσεως διατάξεις του ΑΚ. Αντίθετα, κατά την άποψη της πλειοψηφίας «υπό την εκδοχήν της μειοψηφούσης γνώμης επέρχεται επιβράνδυσις των επειγουσών περιπτώσεων αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, κατ’ αντίθεσιν προς την μέριμναν υπέρ της ταχείας συντελέσεως αυτών, την ληφθείσαν δια του Ειρημένου άρθρου 17 Σ». Αλλά μια τέτοια συμπεριφορά δεν πιστεύουμε ότι ήταν στις προθέσεις του νομοθέτη, ο οποίος, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έχει δώσει απτά δείγματα περί του αντιθέτου.

δ.  Η αποκατάσταση της Συνταγματικότητας του άρθρου 1731/39, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν.δ. 3979/1959

Ο νομοθέτης του θεσμού των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων αντιλήφθηκε, και μάλιστα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα (1953-1959), ότι το άρθρο 24 του κωδικοποιημένου α.ν 1731/1939: «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων», οδηγούσε αναπόφευκτα σε αδιέξοδα, από νομικής και πρακτικής άποψης. Για το λόγο αυτό, προφανώς, προήρθε σε αντικατάσταση του, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν.δ. 3979/1959, που όριζε:

«1. Ο προς πληρωμήν της αποζημιώσεως υπόχρεως, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικος απόφασις αναγνωρίσεως δικαιούχων, η έλλειψις της οποίας αποτελεί αιτίαν ευλόγου αβεβαιότητος περί το πρόσωπον του δικαιούχου και αδυναμία εκπληρώσεως εν ασφάλεια της υποχρεώσεως του, δύναται αντί καταβολής της αποζημιώσεως (προσωρινής ή οριστικής) να καταθέσει συμφώνως προς το άρθρο 434 του Αστικού Κώδικα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το προσδιοριστέν ποσό αυτής, μετά την τυχόν κατά το άρθρο 10 παρ. 2 του παρόντος νόμου παρακράτησιν, επ’ ονόματι του αναγνωρισθησομένου αρμοδίως αληθούς δικαιούχου ή δικαιούχων».

Από το κείμενο της διατάξεως του άρθρου 24 που προπαρατέθηκε, συνάγεται ότι ο νομοθέτης έθεσε το θέμα στη σωστή του διάσταση, με την έννοια ότι το προσάρμοσε, όπως χρειαζόταν, στη ρύθμιση του άρθρου 434 ΑΚ. Και με τον τρόπο αυτό αποκατέστησε τη Συνταγματικότητα του άρθρου 24 α.ν. 1731/39, η οποία τελούσε σε αμφιβολία.

ε. Το άρθρο 8 του ν.δ. 797/1971 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων

Επακολούθησε το ν.δ. 797/1971 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων», στο άρθρο 8 του οποίου ρυθμίζονταν θέματα της Δημόσιας καταθέσεως.

Ειδικότερα, με την παρ. 1 παρεχόταν η δυνητική ευχέρεια και με την παρ. 3 επιβαλλόταν η υποχρέωση του υπέρου η απαλλοτρίωση, για την ενέργεια της δημόσιας καταθέσεως.

Σύμφωνα λοιπόν με την παράγραφο 1,

«Ο υπόχρεος προς πληρωμήν της αποζημιώσεως δύναται αντί καταβολής, να κατάθεση την προσωρινώς ή οριστικώς προσδιορισθείσαν τοιαύτην εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, υπέρ του δικαιούχου, εάν δεν έχει εισέτι εκδοθεί τελεσίδικος απόφασις αναγνωρίσεως αυτού».

Αντίθετα με την παράγραφο 3 επιβαλλόταν η υποχρέωση του υπερού η απαλλοτρίωση όπως προβεί σε κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων:

«Όταν υφίστανται αιτία, αφορώσαι εις το πρόσωπον του δικαιούχου, η ένεκα ευλόγου αβεβαιότητος περί το πρόσωπον του αληθούς δικαιούχου, συμφώνως προς το άρθρο 434 του Αστικού Κωδικός, καθίσταται αδύνατος η εν ασφάλεια καταβολή της αποζημιώσεως».

Αλλά και μετά από τη διάταξη που παρατέθηκε παρέμεινε νομοθετικά αρρύθμιστο το επίμαχο θέμα που συνίσταται στο εάν δύναται (άρθρ. 8 1 ν.δ. 797/74) ο υπερού την απαλλοτρίωση να προβεί σε δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως, παρόλο που ο δικαιούχος αποδεικνύει εαυτόν αληθή δικαιούχο της αποζημιώσεως.

Στο ερώτημα αυτό αρμοζόταν αρνητική απάντηση και αυτό γιατί μπορεί να μη προέκυπτε κάτι τέτοιο, ευθέως από το νόμο, εν τούτοις νομίζουμε ότι συναγόταν εμμέσως, με τη βοήθεια του εξ αντιδιαστολής επιχειρήματος.

Πράγματι, από τις παρ. 1 και 3 μπορούσε να οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα, ότι εφόσον η δυνατότητα του υπερού να προβεί σε δημόσια κατάθεση, τελεί υπό την προϋπόθεση, ότι δεν έχει εκδοθεί απόφαση αναγνωρίσεως, κατ’ αντιδιαστολή θα πρέπει να γίνει δεκτό, ότι αν υπάρχει τέτοια απόφαση δεν δύναται να προβεί νόμιμα σε δημόσια κατάθεση.

Επίσης, κατά την παρ. 3, ο υπερού υποχρεούται να προβεί σε δημόσια κατάθεση όταν υφίστανται αιτίαι, αφορώσαι στο πρόσωπον του δικαιούχου, η ένεκα ευλόγου αβεβαιότητας περί το πρόσωπον του αληθούς και δικαιούχου.

Επομένως, εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 434 ΑΚ, ο υπερού δεν υποχρεούται να προβεί σε δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως. Και είναι μεν αλήθεια ότι το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα χαρακτηρίζεται ως επισφαλές, στην προκείμενη όμως περίπτωση θεωρούμε ότι καλύπτει το κενό του νόμου, στο επίμαχο θέμα και έτσι δημιουργεί ασφάλεια δικαίου και συγχρόνως εκφράζει και την αληθινή βούληση του νομοθέτη.

Συνακόλουθα, εφόσον ο δικαιούχος αποδεικνύει ότι είναι ο αληθής δικαιούχος της αποζημίωσης, ο υπερού ούτε δύναται, αλλά ούτε και υποχρεούται να προβεί σε δημόσια κατάθεση. Σε αντίθετη περίπτωση η δημόσια κατάθεση δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα και κατά συνέπεια, (στην προκειμένη περίπτωση) δεν επιφέρει και τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως.

Και μετά τη σύντομη ιστορική επισκόπηση των σχετικών με την παρακατάθεση της αποζημιώσεως διατάξεων του προϊσχύσαντος απαλλοτριωτικού δικαίου, εισερχόμαστε στην ερμηνευτική διερεύνηση της σχετικής διατάξεως του άρθρου 8 του ΚΑΑ και συγκριτική εκτίμηση αυτής προς τις διατάξεις που προηγουμένως αναφέρθηκαν.

στ. Το άρθρο 8 ΚΑΑ

Ως γνωστόν ο ΚΑΑ[48] είναι ένα αρτιγέννητο νομοθέτημα.

Και ενώ θα ανέμενε κανείς ότι με το νέο αυτό νόμο, θα εξαλειφόταν οι κατά το παρελθόν επισημανθείσες ατέλειες των διατάξεων του προηγουμένου νομοθετικού καθεστώτος, παραδόξως διαπιστώνεται ότι αυτές, στη συγκεκριμένη, τουλάχιστον περίπτωση, εξακολουθούν να υπάρχουν.

Παρά κάθε δηλαδή, προσδοκία και ο νέος νόμος, δεν κατόρθωσε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενος τις ατέλειες των παλαιών και δοκιμασμένων αυτών διατάξεων, να τις βελτιώσει, με τελικό σκοπό τη συστηματικότερη ρύθμιση του θεσμού των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων.

Αψευδής, περί των ανωτέρω σκέψεων μαρτυρία, αποτελεί το άρθρο 8 του ΚΑΑ, που ορίζει:

«Ο υπόχρεος για την πληρωμή της αποζημιώσεως δύναται, σε κάθε περίπτωση, να την καταθέσει υπέρ του δικαιούχου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Και στη συνέχεια λέει ότι: «Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων αποδίδει το ποσό που κατατέθηκε, αφού προσκομισθεί σε αυτό τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση».

ζ.  Η ταυτοσημία των όρων «παρακαταθήκη», «κατάθεση στο ΤΠΔ» και «δημόσια κατάθεση»

Στα άρθρα 7, 8 και 9 του ΚΑΑ αναφέρονται εναλλάξ οι όροι καταβολή (άρθρο 7 παρ. 1, εδ. α΄ και δ΄, 8 παρ. 4,5) παρακατάθεση (άρθρ. 7 παρ. 1, εδ. δ΄ 2.1, 8.1 εδ. α΄ και 9.4) και κατάθεση στο ΤΠΔ (άρθρ. 7.1. εδ. α΄, 8.1. εδ. α΄ και β΄ και 2. εδ. α΄, 3 εδ. α΄). Όπως γίνεται αντιληπτό, ο νομοθέτης παρέλειψε να αναφερθεί ευθέως και ρητώς στον όρο Δημόσια Κατάθεση, οπότε θα καθίστατο αυταπόδεικτη η έλλειψη νομιμότητας, της κατά τον ως άνω τρόπο («σε κάθε περίπτωση») γενόμενης δημόσιας καταθέσεως, γεγονός το οποίο εμποδίζει την επέλευση της συντελέσεως της απαλλοτριώσεως.

Και όσον αφορά στην καταβολή, αυτή ανήκει, χωρίς αμφιβολία, στους αποσβεστικούς λόγους των ενοχών (ΑΚ 416). Ποια είναι όμως η έννοια των όρων «παρακατάθεση» και «κατάθεση στο ΤΠΔ» και ποια η σχέση αυτών με τη δημόσια κατάθεση;

Αν αναζητήσει κανείς, την καταγωγή των λέξεων, δηλαδή την ετυμολογία τους, όπως αυτή καταγράφεται στα έγκυρα ερμηνευτικά λεξικά, θα διαπιστώσει ότι ο όρος «παρακατάθεση», ο οποίος αποτελεί ιστορικό κατάλοιπο του προϊσχύσαντος του Αστικού Κώδικα δικαίου[49], είναι ταυτόσημος με τον όρο «παρακαταθήκη» συνιστούν δε και οι δύο τα παράγωγα και τα ομόριζα του ρήματος «παρατίθημι», το οποίο στη νεοελληνική σημαίνει «παρακαταθέτω»[50].

Παρακαταθήκη όμως, με την έννοια των άρθρων 822 επ. ΑΚ, ενεργούμενη στο ΤΠΔ, με σκοπό την ικανοποίηση του καθού η απαλλοτρίωση, ο οποίος έχει αναγνωρισθεί δικαστικά ως δικαιούχος του ποσού που κατατέθηκε στο ΤΠΔ (άρθρο 8 παρ. 2, εδ. α΄ ΚΑΑ) και η οποία έχει ως αυτόθροο συνέπεια και την απόσβεση της ενοχής του υπέρου η απαλλοτρίωση, που και αυτή (η απόσβεση) με τη σειρά της αποτελεί την προϋπόθεση της εγκυρότητας και νομιμότητας της συντέλεσης της απαλλοτριώσεως, δεν μπορεί να νοηθεί άλλη από τη δημόσια κατάθεση των άρθρων 427 επ ΑΚ και ιδίως του έχοντος στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή άρθρου 434 ΑΚ.

Στο άρθρο όμως 434 θέτονται δύο προϋποθέσεις, η έλλειψη των οποίων πλήττει την εγκυρότητα και νομιμότητα της δημόσιας καταθέσεως.

Οι προϋποθέσεις αυτές είναι:

α) να υπάρχουν λόγοι που να αφορούν το πρόσωπο του δανειστή και

β) να υπάρχει εύλογη αβεβαιότητα ως προς το πρόσωπο του δανειστή.

Από τις παραπάνω δύο προϋποθέσεις, η δεύτερη είναι αυτή, που ενδιαφέρει την επιχειρούμενη με την παρούσα εργασία ανάλυση της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 1 ΚΑΑ.

Εξάλλου, η συμφωνία με όσα γίνονται δεκτά από την επιστήμη και τη νομολογία, μόνο αν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις αποκτά νομιμότητα η δημόσια κατάθεση και επιφέρει στην απόσβεση της οφειλόμενης ενοχής. Διαφορετικά αυτή (η κατάθεση) στερείται εννόμων αποτελεσμάτων.

Συνακόλουθα, αν ο υπέρου η απαλλοτρίωση προβεί σε κατάθεση στο ΤΠΔ, παρόλο ότι ο καθού αποδεικνύει εαυτόν αληθή δικαιούχο της αποζημιώσεως, η εν λόγω κατάθεση δεν επιφέρει κανένα έννομο αποτέλεσμα.

η. Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, πρέπει να ειπωθεί ότι μόνο αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περί δημοσίας καταθέσεως διατάξεων των άρθρων 427 και 434 ΑΚ και στην προκειμένη περίπτωση της διάταξης του άρθρου 434, είναι επιτρεπτή η δημόσια κατάθεση της αποζημιώσεως. Σε κάθε άλλη περίπτωση η κατάθεση στο ΤΠΔ καθίσταται αντισυνταγματική, και σαν τέτοια ανίσχυρη, διάταξη νόμου, η οποία συγχωρεί πάντοτε τη δημοσία κατάθεση της αποζημιώσεως και τη μετά από αυτή ανεμπόδιστη κατάληψη του απαλλοτριωθέντος.

Ανεξάρτητα πάντως από την παραδοχή ή απόρριψη των θέσεων της πλειοψηφίας της σχολιαζόμενης αποφάσεως (6/2001 ΑΕΔ), εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός ότι αυτή (πλειοψηφία) προκειμένου να θεμελιώσει τις απόψεις της, στηρίχθηκε στις διατάξεις περί δανείου του Αστικού Κώδικα.

Όπως όμως είναι γνωστό, η σύμβαση της δημοσίας καταθέσεως, σύμφωνα με την ομόφωνη γνώμη της θεωρίας, διέπεται κυρίως μεν και πρωτίστως από τις διατάξεις των άρθρων 427-435 ΑΚ των περί δικαστικής παρακαταθήκης, κατά το προγενέστερο δίκαιο και τις περί δημοσίας καταθέσεως, μετά την εισαγωγή του ΑΚ, διατάξεων της νομοθεσίας του Ταμείου και συμπληρωματικώς ή κατ’ άλλους επικουρικώς, από τις διατάξεις περί παρακαταθήκης (822 επ ΑΚ) και της συμβάσεως υπέρ τρίτου (410 επ ΑΚ) και κατά κάποια ισχνή μειοψηφία και από τις διατάξεις περί δανείου (ΑΚ 806). Αλλά και στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εφαρμογή των περί δανείου διατάξεων είναι συμπληρωματική ή επικουρική.

Η με τον τρόπο όμως αυτό (υπο)στήριξη των απόψεων της πλειοψηφίας, όχι μόνο δεν μας φαίνεται πειστική, αλλά αντίθετα, θεωρούμε ότι επιφέρει μάλλον αποδυνάμωση των ερμηνευτικών παραδοχών της.

Κατά τη γνώμη μας, η ερμηνευτική θεμελίωση της, θα έπρεπε να εκπορεύεται από το ίδιο το σύστημα το οποίο καθιερώνεται από τον ΑΚ ως προς τη δημόσια κατάθεση και από συναφείς διατάξεις της νομοθεσία του ΤΠΔ, και μέσα στα όρια που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές.

Με αυτό λοιπόν το πνεύμα, θα αναζητήσουμε την ανεύρεση της επί του επίμαχου θέματος επιστημονικής αλήθειας, από μια άλλη οπτική γωνία. Προς αυτή την κατεύθυνση βρίσκονται οι σκέψεις, περί της ενοχικής ενέργειας της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, οι οποίες ακολουθούν.

ΜΕΡΟΣ Γ΄

  1. V. Η ενοχική ενέργεια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως

Σύμφωνα με αυτά που μέχρι τώρα ειπώθηκαν, η συντέλεση της απαλλοτριώσεως, με κατάθεση της αποζημιώσεως στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, δεν οδηγεί μόνο στην κτήση της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος από τον ωφελούμενο από την απαλλοτρίωση, αλλά έχει σαν αποτέλεσμα και τη μετατροπή των δικαιωμάτων τρίτων σε ενοχικές αξιώσεις επί της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως έναντι αυτών που εισέπραξαν την αποζημίωση.

Πρόκειται δηλαδή για την ενοχική ενέργεια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, η οποία δεν ρυθμίζεται από το άρθρο 17 του Συντάγματος, γιατί αυτό ρυθμίζει αποκλειστικά και μόνο, την εμπράγματη ενέργεια των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Πράγματι, ο Συνταγματικός νομοθέτης, στο άρθρο 17 του Συντάγματος, θέτει τις προϋποθέσεις, που απαιτούνται για την κήρυξη και συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Με τη ρύθμιση αυτή του άρθρου σκοπείται αφενός μεν η ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, προς χάρη του οποίου κηρύχθηκε η απαλλοτρίωση και αφετέρου η κατά τρόπον ασφαλή και σύντομο απόδοση στον ιδιώτη, από τον οποίο αφαιρέθηκε η περιουσία, της αποζημιώσεως που κατατέθηκε δημόσια. Όπως είναι αυτονόητο η σχέση που αναπτύσσεται κατά το στάδιο αυτό είναι μεταξύ του ΤΠΔ, και του καθού η απαλλοτρίωση, ο οποίος αναγνωρίσθηκε σαν δικαιούχος της αποζημιώσεως που κατατέθηκε.

Η πραγματοποίηση του δεύτερου σκέλους του σκοπού, για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, ανατέθηκε στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος θέσπισε ειδικές διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν «λεπτομερέστερα» το ζήτημα. Τέτοιες διατάξεις είναι ο γενικός νόμος περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και ειδικότερα οι περί αποδόσεως των παρακαταθηκών διατάξεις της νομοθεσίας του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, οι οποίες λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις διατάξεις των άρθρων 427 έως και 435 του Αστικού Κώδικα περί δημοσίας καταθέσεως.

Σύμφωνα λοιπόν με τις σκέψεις που προαναφέρθηκαν στο επίμαχο θέμα, γεννιέται και το ερώτημα:

Οι διαφορές οι οποίες ανακύπτουν κατά το στάδιο αυτό είναι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια ή πρόκειται για διαφορές ιδιωτικού δικαίου, για την επίλυση των οποίων, αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνέχεται με το γενικότερο ζήτημα του καθορισμού της νομικής φύσεως των περί δημοσίας κατάθεσης διατάξεων της νομοθεσίας του ΤΠΔ, ενέργεια στην οποία προερχόμαστε ευθύς αμέσως.

  1. VI. Η νομική φύση των διατάξεων περί δημόσιας καταθέσεως
  2. Η έννοια του όρου «υποχρεωτικές» παρακαταθήκες

Η δημόσια κατάθεση που, κατά την ορθότερη άποψη[51], φέρει το χαρακτήρα της σύμβασης ιδιωτικού δικαίου, όπως θα δούμε πιο κάτω, σύμφωνα με το άρθρο 430 του ΑΚ, γίνεται στην αρμόδια αρχή του τόπου της εκπλήρωσης της παροχής. Ο νομοθέτης έχει ορίσει το Τ.Π. και Δανείων (ν.π.δ.δ.)[52] ως αρμόδια αρχή, όπου πρέπει υποχρεωτικά να γίνεται η δημόσια κατάθεση[53].

Η ρύθμιση αυτή έχει χαρακτήρα υποχρεωτικό για τους ιδιώτες[54]. Για την αποφυγή όμως οποιασδήποτε σύγχυσης, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το υποχρεωτικό του ζητήματος αναφέρεται στην αρμόδια «καθ’ ύλην» (αλλά και κατά τόπον) αρχή, στην οποία πρέπει να γίνει η κατάθεση και που σ’ αυτή την περίπτωση είναι το ΤΠΔ. Και δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα κάποιου προσώπου (οφειλέτη από κάποια έννομη σχέση) να προβεί σε δημόσια κατάθεση, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, γιατί κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού κυριαρχεί η αυτονομία της βούλησης του (επιχ. από το άρθρ. 427 ΑΚ κατά το οποίο ο οφειλέτης «δικαιούται...»).

Δηλαδή, μόνο η επιλογή του προσώπου στο οποίο πρέπει να γίνει η δημόσια κατάθεση υποτάσσεται στις επιταγές του Κράτους, χωρίς να βασίζεται στη βούληση του οφειλέτη - καταθέτη. Απ’ αυτό όμως μήπως βγαίνει το συμπέρασμα ότι η σχέση αυτή δεν ανήκει πια στο ιδιωτικό δίκαιο, αλλά έγινε σχέση δημοσίου δικαίου, ή με άλλα λόγια πρόκειται για «δημοσιοποίηση»[55] της έννομης σχέσης της δημοσίας καταθέσεως;

  1. Η θέση της θεωρίας

Στο θέμα αυτό η θεωρία διχάστηκε. Κατά μία άποψη[56] το γεγονός ότι το ΤΠΔ είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με έναν από τους σκοπούς του την παραλαβή και διεκπεραίωση των πραγμάτων ή χρημάτων, των οποίων γίνεται δημόσια κατάθεση (427 ΑΚ), για την εξόφληση ενοχικών υποχρεώσεων, σημαίνει ότι η σχέση που δημιουργείται μεταξύ του καταθέτη και του νομικού προσώπου είναι βασικά σχέση δημοσίου δικαίου. Σύμφωνα με άλλη, αντίθετη άποψη[57] η ιδιότητα της δημόσιας Αρχής δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστη προς τη σύναψη σύμβασης ιδιωτικού δικαίου, όταν παρέχεται τέτοια εξουσία από το νόμο.

Κάνοντας κανείς κριτική θεώρηση των αντιθέτων αυτών απόψεων διαπιστώνει τα παρακάτω:

Οι εκπρόσωποι της πρώτης άποψης, προφανώς, δέχονται ότι το ΤΠΔ ως ν.π.δ.δ. ασκεί εξουσία και κατά την υποκειμενική θεωρία του δημοσίου δικαίου[58] και με την ερμηνευτική μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή του στην έννομη σχέση της δημοσίας καταθέσεως υπό την ιδιότητα αυτή (ν.π.δ.δ.) χαρακτηρίζει τη σχέση ως δημοσίου δικαίου. Η άποψη αυτή, η οποία κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα χωρίς καν να ερευνήσει την ιδιαιτερότητα της δημοσίας καταθέσεως, παρουσιάζεται, κατά τη γνώμη μας ως αυθαίρετη, χωρίς επαρκή αιτιολογία και για το λόγο αυτό νομίζουμε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστική.

Όσον αφορά την δεύτερη άποψη, μας βρίσκει σύμφωνους ως προς το αποτέλεσμα, διστάζουμε όμως να την ακολουθήσουμε ως προς τα επιχειρήματα που είναι το ίδιο ασθενή όπως και αυτά της προηγούμενης άποψης.

Είναι βεβαίως αλήθεια πως το γεγονός ότι τόσο το ΤΠΔ όσο και ο οφειλέτης - καταθέτης, δεν συμβάλλονται ελεύθερα (με τη βούληση τους) αλλά είναι υποχρεωμένοι από το νόμο για την κατάθεση, οδηγεί στη σωστή σκέψη ότι υπάρχει, έστω σε κατάσταση «λανθάνουσα», το στοιχείο της κρατικής εξουσίας[59]. Αυτό, όμως θα ήταν επισφαλές επιχείρημα για να στηρίξει την άποψη του χαρακτηρισμού της σύμβασης της δημοσίας καταθέσεως ως σύμβασης δημόσιου δικαίου, αν πριν δε γινόταν έρευνα της φύσης των διατάξεων της ειδικής νομοθεσίας του TΠΔ που αφορούν τη δημόσια κατάθεση, για να διαπιστωθεί αν αυτές είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Εξετάζοντας τώρα το θέμα από την πλευρά αυτή, γεννιέται το ερώτημα, με βάση ποιο κριτήριο θα διακρίνουμε αν η έννομη σχέση που δημιουργείται με τη δημόσια κατάθεση ανήκει στο δημόσιο ή στο ιδιωτικό δίκαιο;

Οι θεωρίες που δέχονται τη διάκριση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου είναι αρκετές[60] και τα κριτήρια κάθε μιας ποικίλουν. Έτσι:

Μια θεωρία υποστηρίζει ότι οι σχέσεις με περιουσιακό περιεχόμενο ανήκουν στο ιδιωτικό δίκαιο, ενώ δεν συμβαίνει αυτό στο δημόσιο δίκαιο.

Κατά μία άλλη θεωρία κριτήριο για τη διάκριση αποτελεί η φύση της πηγής του κανόνα που ρυθμίζει τη σχέση. Δηλαδή στο ιδιωτικό δίκαιο ανήκει μια σχέση, αν ρυθμίζεται με συμφωνία (σύμβαση), ενώ υπάγεται στο δημόσιο δίκαιο αν προβλέπεται από πράξη δημόσιας αρχής.

Σύμφωνα με μια τρίτη θεωρία (του σκοπού ή του συμφέροντος), όταν άμεσα προστατεύεται το κοινό συμφέρον είναι δημοσίου δικαίου, ενώ όταν άμεσα προστατεύεται το ατομικό συμφέρον του συμβαλλομένου είναι ιδιωτικού δικαίου.

Ανάλογα με τη μορφή με την οποία μετέχει στη σχέση τουλάχιστον το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλ. το αν αυτή είναι υποταγή ή ισοτιμία, διακρίνει μια άλλη θεωρία το αν η σχέση αυτή είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αντίστοιχα.

Άλλη θεωρία, εξάλλου, τοποθετεί στο ιδιωτικό δίκαιο τις σχέσεις, που σύμφωνα με το νόμο, ρυθμίζονται από τα πολιτικά δικαστήρια.

  1. Κριτική Εκτίμηση

Όλες σχεδόν οι αναφερόμενες παραπάνω θεωρίες κατακρίθηκαν, γιατί δεν παρέχουν ασφάλεια δικαίου στο διαχωρισμό των δύο αυτών κλάδων του δικαίου[61]. Γι’ αυτό υποστηρίζεται[62] ότι η διάκριση δεν πρέπει να αναζητείται μόνο σε ένα κριτήριο, αλλά στο συνδυασμό περισσοτέρων και πάντως για να λυθεί το ζήτημα της νομικής φύσης μιας συγκεκριμένης έννομης σχέσης, ανεξαρτήτως από την παραδοχή ή όχι των πιο πάνω θεωριών, πρέπει αρχικά να στραφούμε στο κείμενο του νόμου. Όταν αυτό χαρακτηρίζει σαφώς τη σχέση ως ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου έχει λυθεί το ζήτημα, αλλά αν ο νόμος σιωπά, έχει σημασία η εσωτερική φύση της σχέσης αυτής[63].

Η δημόσια κατάθεση αποτελεί θεσμό με ιδιότυπο νομικό καθεστώς, με την έννοια ότι ρυθμίζεται από τις διατάξεις δύο διαφορετικών νόμων[64], δηλ. του Αστικού Κώδικα και του Οργανικού Νόμου του TΠΔ. Επομένως στο αρχικό ερώτημα μπορεί να δοθεί η απάντηση μόνο αν το θέμα ερευνηθεί από την άποψη και των διατάξεων του ΑΚ για τη δημόσια κατάθεση και των αντίστοιχων της Νομοθεσίας του Ταμείου.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα και από τη φύση τους και από τη θέση τους ανήκουν στο ιδιωτικό δίκαιο.

Από τη φύση τους, γιατί στις διατάξεις αυτές κυριαρχεί η αυτονομία της βούλησης, με την έννοια ότι ο οφειλέτης από τη μια μεριά έχει το δικαίωμα και δεν είναι υποχρεωμένος να προβεί σε δημόσια κατάθεση (ΑΚ 427), γι’ αυτό έχει και το δικαίωμα να αναλάβει το αντικείμενο που έχει κατατεθεί (ΑΚ 433) και ο δανειστής από την άλλη έχει το δικαίωμα και δεν υποχρεώνεται, να απαιτήσει από την αρχή αυτό που έχει κατατεθεί (ΑΚ 432). Επίσης ο οφειλέτης μπορεί και δεν είναι υποχρεωμένος (ΑΚ 428) να πουλήσει το μη δεκτικό κατάθεσης κινητό πράγμα και αυτό που έχει χρηματιστηριακή τιμή (ΑΚ 429).

Εξάλλου και από τη θέση τους ανήκουν στο ιδιωτικό δίκαιο, επειδή αποτελούν διατάξεις του Αστικού Δικαίου, το οποίο πολλές φορές ταυτίζεται με όλο το ιδιωτικό δίκαιο.

Και ενώ, από όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, δεν θα έπρεπε να μένει καμιά αμφιβολία ότι όλος ο θεσμός της δημοσίας καταθέσεως κινείται και λειτουργεί κατά κύριο λόγο μέσα στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, όμως μερικοί κατατάσσουν το θεσμό αυτό στον τομέα του αυστηρού δικαίου, το οποίο, όπως είναι γνωστό, αποβλέπει στην προάσπιση γενικότερων και όχι απλά ατομικών συμφερόντων.

Την άποψη τους αυτή στηρίζουν στο γεγονός ότι «μόνος και αποκλειστικός δέκτης της δημοσίας καταθέσεως εκ του νόμου, είναι το ΤΠΔ, μόνο δε δια της παρ’ αυτώ καταθέσεως ή απ’ αυτής πραγματοποιούμενης, είτε εκουσίως, είτε εις πλείστος περιπτώσεις υποχρεωτικώς εκ του νόμου ή εκ δικαστικής αποφάσεως, επέρχονταν αi εκ των ΑΚ και των λοιπών κειμένων διατάξεων έννομοι συνέπειαι, πολλοί των οποίων εκτείνονται και πέραν της βουλήσεως του καταθέτου»[65].

Το χαρακτηρισμό αυτό των διατάξεων της δημοσίας καταθέσεως ως αυστηρού δικαίου (jus strictum) δεν μπορούμε να τον συμμεριστούμε.

Από το γεγονός ότι «αποκλειστικός δέκτης της δημοσίας καταθέσεως είναι εκ του νόμου το ΤΠΔ» μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι ο νομοθέτης εισήγαγε αυστηρό δίκαιο, αλλά αυτό αφορά αποκλειστικά τη συγκεκριμένη περίπτωση, γι’ αυτό παίρνει και τη μορφή της εξαίρεσης, η οποία με κανένα τρόπο δεν είναι δυνατόν να θίξει τις ουσιαστικές διατάξεις για τη δημόσια κατάθεση και να αλλοιώσει τη φύση και το χαρακτήρα τους ως διατάξεων ιδιωτικού δικαίου.

Τέτοια συμβίωση αυστηρού και επιεικούς δικαίου δεν αποκλείεται μέσα στο κοινό ομαλό δίκαιο (Jus commune) «εάν (το ομαλόν δίκαιον) μη ανέχηται μόνον παρ’ αυτώ την επιείκειαν ως απλήν εξαίρεσιν αλλά παραλαμβάνη και συγχωνεύη αυτήν εν εαυτώ»[66].

Αλλά και από άποψη «θετέου» (ορθού) δικαίου πρέπει να αποδοκιμασθεί η άποψη για το αυστηρό δίκαιο. Ο νομοθέτης του Αστικού Κώδικα όταν εθέσπιζε τις διατάξεις για τη δημόσια κατάθεση του Κώδικα αυτού, είχε υπόψη του ότι το αυστηρό δίκαιο ήταν προϊόν του Ρωμαϊκού Δικαίου, το οποίο «διείπεν ατελείς κοινωνικές σχέσεις»[67] και ότι στην επιστήμη κυριαρχούσε η γνώμη ότι «το εις προτέραν εποχήν παραχθέν κρίνεται εις μεταγενεστέραν εποχήν ως αυστηρόν, άκαμπτον, τραχύ, το οποίον ανάγκη ήδη (ήταν) να μετατροπή εις ήπιον, μετρημένον, επιεικές[68].

Αν το δίκαιο της δημοσίας καταθέσεως συνέβαινε να είναι αυστηρό δίκαιο, τότε η θέσπιση του θα διέτρεχε τον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί ως αυθαιρεσία του νομοθέτου και ως λύσις τραχεία και ανεπιεικής»[69], γι’ αυτό το λόγο και τη θεωρούμε έξω από κάθε ορθή νομική σκέψη.

Βεβαίως είναι γεγονός ότι και μεταξύ των διατάξεων της δημοσίας καταθέσεως του ΑΚ υπάρχουν μερικές οι οποίες δεν μπορούν να αλλάξουν με την ιδιωτική βούληση, αλλά αυτό δεν αναιρεί καθόλου το χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ του οφειλέτη - καταθέτη και του Ταμείου ως σχέσης ιδιωτικού δικαίου[70].

Σ’ αυτές περιλαμβάνονται: Η διάταξη του άρθρου 430 ΑΚ με την οποία καθιερώνεται ως αποκλειστικός - υποχρεωτικός τρόπος της δημοσίας καταθέσεως η πραγματοποίηση της στην κατά τόπο αρμόδια αρχή, εφόσον αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 427 επ. ΑΚ για τη δημόσια κατάθεση δεν θα αποσβεστεί η ενοχή. Άρα εδώ την υποχρέωση και τον περιορισμό στην αυτονομία της βούλησης εκφράζει η αδυναμία των μερών να συμφωνήσουν διαφορετικά, δηλ. στην κατάθεση σε αναρμόδια «καθ’ ύλην» αρχή π.χ. σε Συμβολαιογράφο ή σε Τράπεζα, γιατί τότε η κατάθεση δεν έχει νόμιμα αποτελέσματα.

Η διάταξη του άρθρου 431 ΑΚ, που καθιερώνει τον κανόνα της αυτοδίκαιης, δηλ. και χωρίς αποδοχή από το δανειστή, απόσβεσης, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην εκπλήρωση της ενοχής με καταβολή. Εκεί, αν ο δανειστής δεν αποδέχεται την παροχή που του προσφέρεται, γίνεται υπερήμερος, αλλά η υποχρέωση του οφειλέτη εξακολουθεί να υπάρχει και δεν αποσβήνεται η ενοχή.

Η διάταξη του άρθρου 432 ΑΚ, με την οποία γεννιέται άμεσο δικαίωμα του τρίτου, από το νόμο να απαιτήσει από την αρχή το αντικείμενο που έχει κατατεθεί, χωρίς να αφήνεται στην αυτονομία της βούλησης των μερών ο αποκλεισμός αυτού του δικαιώματος του τρίτου.

Όλες αυτές είναι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), γεγονός το οποίο δεν πρέπει να δημιουργεί απορίες, γιατί είναι δυνατόν στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου να συναντά κανείς διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, όπως στα πλαίσια του δημοσίου δικαίου συναντά κανείς κανόνες ενδοτικής φύσης[71]. Αυτές οι διατάξεις καθιερώθηκαν από την Πολιτεία για δημόσια ωφέλεια, δηλ. για να διατηρηθεί η έννομη τάξη, η οποία θα μπορούσε να διαταραχθεί αν ο οφειλέτης εξαρτιόταν από τη διάθεση του δανειστή σχετικά με την εκπλήρωση της οφειλής του.

Όπως είπαμε παραπάνω, για να λύσουμε το ζήτημα αν η συγκεκριμένη έννομη σχέση ανήκει στο δημόσιο ή το ιδιωτικό δίκαιο πρέπει αρχικά να στραφούμε στο κείμενο του νόμου.

Αν λοιπόν, για να εντάξουμε τις διατάξεις της δημοσίας καταθέσεως του οργανικού νόμου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων σε κάποια από τις διακρίσεις του δικαίου, σταθούμε στο κείμενο του νόμου αυτού, τότε θα διαπιστώσουμε ότι άλλες απ’ αυτές τις διατάξεις υπάγονται στο ιδιωτικό και άλλες στο δημόσιο δίκαιο.

Προφανώς, ο νομοθέτης, επηρεασμένος από τη θεωρία που θεμελιώνεται στο είδος του συμφέροντος (σκοπού), που υπηρετεί ο κανόνας δικαίου, ή για να πει πιο συγκεκριμένα την άποψη του και να μην υπάρχουν έτσι αμφιβολίες λόγω της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου της δημοσίας καταθέσεως, εκφράσθηκε με πολλή σαφήνεια και κατά την τριπλή διάκριση των Παρακαταθηκών όρισε ότι από αυτές «αι μεν δικαστικοί αποσκοπούν εις την εξυπηρέτησιν ιδιωτικής διαφοράς»[72] ενώ αι «εγγυοδοτικαί παρακαταθήκαι ενεργούνται προς εξυπηρέτησιν δημοσίου συμφέροντος»[73].

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, αυτές οι παρακαταθήκες που κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας του ΤΠΔ αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος του ιδιώτη ως ατόμου, ανήκουν στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, ενώ αυτές που προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον ανήκουν στο δημόσιο δίκαιο.

Η άποψη αυτή είναι ορθή και επομένως πιστεύουμε ότι δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε στην εσωτερική φύση των έννομων σχέσεων που αναφέρονται στο νόμο.

Είναι, όμως δυνατό, στον ίδιο θεσμό να συνδυάζονται στοιχεία δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου ή στον ίδιο νόμο να περιέχονται διατάξεις και ιδιωτικού και δημόσιου δικαίου; Το θέμα είναι αν συμπορεύονται και συμπληρώνονται μεταξύ τους ή αντιστρατεύονται η μια την άλλη. Όταν όμως λέμε ότι οι διατάξεις της νομοθεσίας του ΤΠΔ για τις δικαστικές παρακαταθήκες είναι ιδιωτικού δικαίου, εννοούμε ότι τα υποκείμενα του Δικαίου μετέχουν ισότιμα στη ρυθμιζόμενη σχέση[74].

Θεωρούμε πάντως σκόπιμο να διευκρινίσουμε και εδώ ότι το ζήτημα αν οι διατάξεις για τη δημόσια κατάθεση της νομοθεσίας του Ταμείου ανήκουν στο δημόσιο ή ιδιωτικό δίκαιο, ερευνάται σε συσχετισμό με τις διατάξεις που αναφέρονται στη δημόσια κατάθεση ως αποσβεστικού λόγου της ενοχής[75], καθώς και με εκείνες που ρυθμίζουν τη λειτουργικότητα αυτού του θεσμού[76].

Εννοείται, βεβαίως, ότι η θέση που εκθέσαμε παραπάνω, δεν καταλαμβάνει και τις διατάξεις του Ταμείου που ρυθμίζουν τη λειτουργικότητα του ως δημόσιας υπηρεσίας[77], γιατί αυτές, πράγματι, ανήκουν στο δημόσιο δίκαιο και δεν επηρεάζουν καθόλου το θέμα που μας απασχολεί.

Η παραδοχή της μιας ή της άλλης άποψης δεν έχει μόνο θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία. Καταρχήν, από το χαρακτηρισμό των διατάξεων αυτών ως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, θα εξαρτηθεί και η υπαγωγή των διαφορών που προκύπτουν από τη δημόσια κατάθεση στο αρμόδιο δικαστήριο.

Έτσι με την εκδοχή ότι οι διατάξεις για τη δημόσια κατάθεση ανήκουν στο δημόσιο δίκαιο, οι διαφορές που ανακύπτουν από αυτή, ως δημοσίου δικαίου διαφορές, εκδικάζονται από τα διοικητικά δικαστήρια (άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος), ενώ με την αντίθετη εκδοχή του χαρακτηρισμού τους ως διαφορών ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (άρθρο 94 παρ. 3 Συντάγματος. Βλ. και 1 ΚΠολΔ).

Άλλη συνέπεια, εξαιρετικής επίσης σημασίας, είναι ότι, ανάλογα με το αν οι διαφορές αυτές ανάγονται σε έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, θα κριθεί και το θέμα της ευθύνης του Ταμείου για αποζημίωση λόγω παράνομων πράξεων των οργάνων του (άρθρα 104-105 και 106 ΕισΝΑΚ).

Έτσι στηριζόμενοι λοιπόν σ’ αυτή τη σκέψη και αφού δεχόμαστε ότι οι διατάξεις της δημοσίας καταθέσεως ανήκουν στο ιδιωτικό δίκαιο, καταλήξαμε, όπως αναπτύσσουμε παρακάτω, ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 104 (και 106) και όχι το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.

  1. Συμπέρασμα

Μετά από όλα αυτά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η σχέση που δημιουργείται μεταξύ του οφειλέτη - καταθέτη και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, είναι, βασικά, σχέση ιδιωτικού δικαίου και τα πρόσωπα που μετέχουν σ’ αυτή αντιμετωπίζονται ως «ίσος προς ίσον». Με άλλους λόγους στη δημόσια κατάθεση το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δεν ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας, αλλά οι σχέσεις των προσώπων που συμμετέχουν στην έννομη αυτή σχέση, διέπονται από ισότητα εξουσιών, η οποία χαρακτηρίζει το ιδιωτικό δίκαιο.

Σύμφωνα δε με την ορθότερη, κατά την άποψη μας, γνώμη «δεν πρόκειται περί διοικητικής διαφοράς αλλά περί ιδιωτικής διαφοράς, όταν αυτή γεννάται μεταξύ ιδιώτου και της διοίκησης ενεργούσης ως fiscus»[78]. Και εφόσον στην προκειμένη περίπτωση έχουμε ιδιωτική διαφορά, αυτή υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια[79].

ΜΕΡΟΣ Δ΄

VIΙ. Η άποψη της μειοψηφίας

  1. Η θέση της μειοψηφίας ειδικότερα[80]

Η μειοψηφία της αποφάσεως διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη. «Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αποτελεί θεσμό του δημοσίου δικαίου και ως εκ τούτου οι σχετικές διαφορές που ανακύπτουν είναι διοικητικές διαφορές υπαγόμενες στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων». Και συνεχίζει «δοθέντος άλλωστε ότι η καταβολή της αποζημιώσεως (και όχι απλώς η παρακατάθεση) αποτελεί θεμελιώδη κατά το Σύνταγμα όρο για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως (17 Σ)».

Την πιο πάνω άποψη της μειοψηφίας, παρά τη σοβαρότητα των επιχειρημάτων της, αδυνατούμε να τη συμμερισθούμε. Και τούτο γιατί βρίσκεται διαμετρικά σε διάσταση με την δική μας άποψη πάνω στο ίδιο θέμα.

Η επισημανθείσα διάσταση απόψεων οφείλεται στο γεγονός, ότι κάθε μια από τις απόψεις αυτές έχει διαφορετική αφετηρία σκέψεως. Πράγματι, εμείς εφαρμόζουμε στην προκειμένη περίπτωση την επαγωγική (νομική) λογική, η οποία ως γνωστόν προχωρεί από τα ειδικά προς τα γενικά.

Αντίθετα, η μειοψηφία της αποφάσεως εφαρμόζει την απαγωγική λογική μέθοδο, που αποτελεί την αντιστροφή της επαγωγικής.

Η μειοψηφήσασα γνώμη φαίνεται να θεωρεί ως δεδομένο, εκείνο που κατά τη δική μας άποψη είναι το ζητούμενο.

Συγκεκριμένα, θεωρούμε πως είναι παρακινδυνευμένο να χαρακτηρίζεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση, στο σύνολο της, ως θεσμός δημοσίου δικαίου, χωρίς προηγουμένως να επιχειρηθεί σύγκριση μεταξύ των συνθετικών στοιχείων της έννοιας αυτής των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, με τα αντίστοιχα του δημοσίου δικαίου προκειμένου να διακριβωθεί, αν υπάρχει ταύτιση της έννοιας και του σκοπού, μεταξύ των δυο αυτών θεσμών, τέτοια που να δικαιολογεί την ένταξη της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως στο δημόσιο δίκαιο.

Με πιο απλά λόγια, θα πρέπει να διερευνηθεί η ιδιαιτερότητα, την οποία εμφανίζει η δημόσια έννομη σχέση της απαλλοτριώσεως, η οποία κατά εύστοχο χαρακτηρισμό, συνιστά «σχέση δημοσίου δικαίου με αποτελέσματα ιδιωτικού δικαίου».

Εξάλλου, όπως γίνεται δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία, τα συνθετικά στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ανήκουν σε δυο διαφορετικούς κλάδους του δικαίου. Και ειδικότερα το πρώτο εντάσσεται στο χώρο του εμπράγματου δικαίου, ενώ το άλλο χώρο του ενοχικού δικαίου.

Από τα δυο αυτά στάδια, αυτό που αφορά στην εμπράγματη ενέργεια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, αρχίζει από την κήρυξη της απαλλοτριώσεως και περατώνεται, ολοκληρώνεται, αν θέλετε, με τη συντέλεση αυτής, η οποία αποτελεί και τα πέρας του πρώτου σκέλους του σκοπού της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως.

Το δεύτερο στάδιο εξαντλείται στην υλοποίηση του άλλου σκέλους του σκοπού αυτού και που δεν είναι άλλος από την ικανοποίηση του καθού, σαν αντάλλαγμα για τη στέρηση της ιδιοκτησίας του.

Πρόκειται για δυο στάδια της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, που κύριο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι ότι το πρώτο αποτελεί την προϋπόθεση του δεύτερου, καθώς επίσης, ότι το πέρας του ενός αποτελεί την αφετηρία του άλλου. Πιο συγκεκριμένα, τα στάδια για τα οποία πρόκειται, συνδέονται μεταξύ τους σε σχέση εξάρτησης και συνοχής.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναζητηθούν, σε καθένα χωριστά από τα δυο στάδια που προαναφέρθηκαν, τα κριτήρια γνωρίσματα, μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και να επιτύχουμε τη χάραξη συνόρων μεταξύ τους, ενέργεια στην οποία και προερχόμαστε.

Και καταρχάς, όσον αφορά στην εμπράγματη ενέργεια της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, πρέπει να λεχθεί ότι αυτή διέπεται από τους κανόνες του δημοσίου δικαίου. Πράγματι, η εμπράγματη ενέργεια της απαλλοτριώσεως εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν την έννοια του δημοσίου δικαίου. Δηλαδή, η κήρυξη της απαλλοτριώσεως αποτελεί άσκηση δημόσιας εξουσίας. Εξουσία την οποία ασκεί το κράτος ως imperium και αποβλέπει στην κοινωνική ωφέλεια και την ποιοτικά όμoια με αυτή έννοια του δημοσίου συμφέροντος, που υλοποιείται με τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως.

Συνακόλουθα, η εμπράγματη ενέργεια, που οριοθετείται, όπως έχει αναφερθεί, από την κήρυξη έως και τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως, ανήκει στο δημόσιο δίκαιο και συνεπώς όλες οι διαφορές που ανακύπτουν κατά τη φάση αυτή υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων.

Τέτοιες διαφορές, που ενδέχεται να δημιουργηθούν, θα αφορούν π.χ. στη νομιμότητα της διοικητικής πράξεως της κηρύξεως, στην ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας, η οποία πρέπει να αποδεικνύεται κατά τον προσήκοντα τρόπο (17 Σ), στην πληρότητα της δικαστικά καθορισθείσης αποζημιώσεως, την καταβολή ή δημόσια κατάθεση αυτής (αποζημιώσεως), τη συντέλεση κ.λπ.

Στον αντίποδα της εμπράγματης βρίσκεται η ενοχική ενέργεια, στην οποία εντάσσεται και η απόδοση από ΤΠΔ της αποζημιώσεως, η οποία, όπως αναπτύχθηκε στα προηγούμενα, φύσει και θέσει ανήκει στο ιδιωτικό δίκαιο και κατά νομική ακολουθία αρμοδιότητα και δικαιοδοσία έχουν τα πολιτικά δικαστήρια.

Ανεξάρτητα πάντως, από τη θέση ή την άρνηση που ήθελε λάβει κανείς όσον αφορά στο επίμαχο θέμα, εκείνο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των όρων αυτών, αποτελεί το γεγονός ότι και οι δυο αποσκοπούν στην, ικανοποίηση του ιδιώτη, από τον οποίο αφαιρέθηκε το περιουσιακό του στοιχείο, έστω και ετεροχρονισμένα.

Πράγματι, με την απευθείας καταβολή, εκ μέρους του υπέρου η απαλλοτρίωση, η ικανοποίηση του καθού ιδιοκτήτη είναι άμεση και ταχεία. Αντίθετα, με την απόδοση της αποζημιώσεως στου καθού, δια μέσου του ΤΠΔ θα επέλθει, ως είναι ευνόητο, βραδύτερα, δηλ. μετά την αναγνώριση του δικαστικά, σαν δικαιούχου αυτής, εκτός και αν η αναγνώριση προηγηθεί της καταθέσεως της αποζημιώσεως στο ΤΠΔ, πράγμα όχι σύνηθες.

  1. Η έννοια των όρων απόδοση και καταβολή της αποζημιώσεως και η μεταξύ τους σχέση

Εκτός από τον προσδιορισμό, από τη μειοψηφία, της νομικής φύσης της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ως θεσμού που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, προβαίνει και στον χαρακτηρισμό των διαφορών περί την απόδοση της αποζημιώσεως, ως διοικητικής διαφοράς ουσίας. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι: «Διοικητικές διαφορές ουσίας είναι βεβαίως και οι διαφορές περί την απόδοση από το ΤΠΔ του κατατεθέντος ποσού της αποζημιώσεως, δοθέντος άλλωστε ότι η καταβολή της αποζημιώσεως (και όχι απλώς η παρακατάθεση), αποτελεί θεμελιώδη κατά το Σύνταγμα όρο για τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως (17 § 4 Σ)».

Όπως παρατηρεί κανείς, στο απόσπασμα του κειμένου όπου αποτυπώνεται η γνώμη της μειοψηφίας, γίνεται χρήση των όρων «απόδοση» και «καταβολή», με διαφορετικό κάθε μια νοηματικό περιεχόμενο.

Και όσον αφορά τον όρο «απόδοση» η χρησιμοποίηση του δεν έγινε τυχαία, αλλά είναι προϊόν ώριμης σκέψης του (κοινού) νομοθέτη.

Πράγματι, προτιμήθηκε ο όρος απόδοση, γιατί βρίσκεται πλησιέστερα προς την έννοια της παρακαταθήκης, όπως αυτή καταγράφεται στα άρθρα, 822, 826, 827, 829 και 830 ΑΚ καθώς και τα άρθρα 8 παρ. 2 (εδ. α΄ και β΄) και 3 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων. Επίσης, ο ίδιος όρος απαντάται και στα άρθρα, 18, 19, 21, 24, 25 κλπ. π.δ. 30.12.1926 - 3.9.27 «περί συστάσεως και αποδόσεως Παρακαταθηκών παρά τω ΤΠΔ».

Σχετικά με την αναφορά της γνώμης της μειοψηφίας, στον όρο καταβολή πρέπει να ειπωθούν τ’ ακόλουθα: Βεβαίως και είναι αλήθεια, ότι η καταβολή της αποζημιώσεως αποτελεί θεμελιώδη, κατά το Σύνταγμα (17 Σ) όρο, αλλά για τη συντέλεση. Η καταβολή όμως στην προκειμένη περίπτωση, όπως είπαμε εξετάζοντες την συντέλεση της απαλλοτριώσεως, έχει διαπιστωτικό και επιβεβαιωτικό χαρακτήρα, ότι δηλ. έλαβε χώρα απευθείας καταβολή από τον υπέρου προς τον καθού η απαλλοτρίωση και σε καμιά περίπτωση δεν σχετίζεται με την απόδοση της αποζημιώσεως δια μέσου του ΤΠΔ.

Κατά την απόδοση όμως της αποζημιώσεως, που αποτελεί το λογικό και νομικό επακόλουθο της δημόσιας κατάθεσης αυτής (αποζημιώσεως), έχει ήδη επέλθει η συντέλεση της απαλλοτριώσεως. Κατά συνέπεια, κάθε συσχετισμός των δυο αυτών όρων (απόδοσης και καταβολής) στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Έτσι, το προτεινόμενο επιχείρημα δεν μπορεί να στηρίζει τη συλλογιστική της γνώμη της μειοψηφίας στο υπό εξέταση ζήτημα.


[1]. Απ. Γεωργιάδης, Εμπράγματο δίκαιο, 1991, σελ. 368. Κ. Χορομίδης, Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, εκδ. γ΄, 1997, σελ. 4 επ.

[2]. Μαρίνος, Εγκυκλοπαίδια Πάπυρος Λαρούς, τομ. 10, σελ. 24.

[3]. Απ. Γεωργιάδης, Εμπράγματο δίκαιο, 1994, σελ. 368 και Κ. Χορομίδης, Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, 1997, σελ. 2-12

[4]. Κατά τον Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 368 (υποσ. 2), θεωρητικά αντικείμενο μπορεί να είναι κάθε «ιδιοκτησία» με την έννοια του Συντάγματος. Στην πράξη όμως ως αναγκαστική απαλλοτρίωση εννοείται κατά κύριο λόγο η αφαίρεση της κυριότητας ακινήτων (ή η σύσταση περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος πάνω σ’ αυτό), διότι η στέρηση της χρήσης και κάρπωσης κινητών εκ μέρους διοικητικής αρχής χαρακτηρίζεται συνήθως ως επίταξη.

[5]. Μπαλής, Μελέται επί του ισχύοντος Αστικού δικαίου, 1934, σελ. 384, 385. Απ. Γεωργιάδη, ό.π. σελ. 369.

[6]. Κ. Χορομίδης, Η αναγκαστική απαλλοτρίωση, εκδ. γ΄, 1997, σελ. 4 και 5.

[7]. Κ. Χορομίδης, ό.π. σελ. 29.

[8]. Μ. Στασινόπουλος, Μαθήματα δημοσίου δικαίου, γενικαί αρχαί, 1957, σελ. 22, 23. Δεληγιάννης, Εισηγήσεις, σελ. 131. Σπυριδάκης, Γεν. Αρχ. αριθμ. 6β΄. Σημαντήρας, Γεν. Αρχ. αρ. 3 επ. Δαγτόγλου, Γεν. Διοικ. Δικ., αρ. 82 επ. Αποστ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 1997, σελ. 32 §, 4-1. Σταθόπουλος, Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο, 1992, σελ. 63. Δωρής, Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο, 1991, σελ. 195.

[9]. Απ. Γεωργιάδης, ό.π. σελ. 368 (369). Κ. Χορομίδης, ό.π. Δαγτόλγου, Γεν. Διοικ.Δικ. 1984, σελ. 525. Μπαλής, ό.π. σελ. 372.

[10]. Απ. Γεωργιάδης, ό.π. σελ. 368. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικ.Δικ., 1984, σελ. 525.

[11]. Δαγτόγλου, ό.π.

[12]. Κ. Χορομίδης, ό.π. Μπαλής, ό.π.

[13]. Κ. Χορομίδης, ό.π., σελ. 87 επ., όπου γράφει: «Το νομικό γεγονός της κήρυξης της απαλλοτρίωσης, αποτελεί άσκηση της εξουσίας του Κράτους, Imperium, που αποβλέπει στην κοινωνική ωφέλεια στο γενικό συμφέρον». Μ. Σταθόπουλος, εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, 1992, σελ. 103. Όμοια και Δωρής, Εισαγωγή στο αστ. δικ., 1991, σελ. 195.

[14]. Δαγτόγλου, ό.π. σελ. 567.

[15]. Απ. Γεωργιάδης, ό.π. σελ. 368.

[16]. Απ. Γεωργιάδης, ό.π. σελ. 374.

[17]. Απ. Γεωργιάδης, ό.π. σελ. 378, όπου στη συνέχεια λέει «ο ιδιοκτήτης εξακολουθεί να είναι κύριος του πράγματος και μπορεί ακόμη και να το εκποιήσει γιατί δεν αποκλείεται να ανακληθεί η πράξη με την οποία κηρύσσεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση».

[18]. Κ. Χορομίδης, ό.π. σελ. 855 υποσ. 12.

[19]. Δαγτόγλου, Διοικητικό δίκαιο, 1984, β΄ έκδ. σελ. 571.

[20]. Κορδογιαννόπουλος, ΕΕΝ 1956, σελ. 365 επ. Πρβλ. και Οικονόμου, ΕΕΝ, ιγ΄ σελ. 256.

[21]. Βλ. Τέκτονος, Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως, σελ. 177.

[22]. Έτσι, Ράμμος, στην ΕρμΑΚ, άρθρο 830, αριθ. 5.

[23]. Βλ. Σταθόπουλου, Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 3, 1998, σ. 207, 208, όπου γράφει: «συνήθως, η ενοχή γένους θα έχει ως αντικείμενο αντικαταστατό». Όμοια, και ο Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο § 6, αρ. 7, σ. 93. Πρβλ. και Αστ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, 1984, σελ. 165 (υποσ. 3 και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία). Κατά το συγγραφέα η διάκριση των πραγμάτων σε αντικαταστατά και μη αντικαταστατά οφείλεται στην ίδια τη φύση τους. Πρβλ. όμως άλλως, Σταθόπουλο ό.π. Κ.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Ελληνικόν Ενοχ. Δικ., γεν. μέρος, τευχ. Α΄, έκδ. Β΄, 1938, σελ. 54, κατά τον οποίο «αντικείμενον των ενοχών γένους είναι συνήθως πράγματα αντικαταστατά (res jungibiles). Πράγματα δυνάμενα να αντικαθιστούν άλληλα άνευ μειώσεως της αξίας αυτών και συνεπώς προσδιοριζόμενα κατά ποσότητα (quanti tates).

[24]. Ο Κ. Χριστοδούλου, Η χρηματική ενοχή, σαφέστατα και πειστικότατα αναφέρει ότι η χρηματική ενοχή εντάσσεται στις ενοχές γένους.

[25]. Βλ. Ράμμο, Παρακαταθήκη, στην Ερμ. ΑΚ, άρθρ. 830, αριθμ. 8, όπου γράφει: «η συμφωνία περί χορηγήσεως των ως άνω εξουσιών και ιδία της τελευταίας (σ.σ. η προς χρήσιν εξουσία), δέον να ερμηνεύεται κατά κανόνα τουλάχιστον, ως καλύπτουσα και συμφωνίας περί μεταβιβάσεως της κυριότητας των περί ων πρόκειται πραγμάτων, διότι άνευ αυτής δεν δύναται να είναι νόμιμος η κατανάλωσις ή διάθεσις αυτών», Βουζίκα, Δάνειον και ανώμαλος παρακαταθήκη, ΕΕΝ 1961, σελ. 812, υποσ. 27 και τις εκεί παραπομπές, κατά τον οποίο: «Καίτοι το προαπαιτούμενον της μεταβιβάσεως κυριότητος δεν μνημονεύεται εν άρθρω 830 § 1 ΑΚ, ως στοιχείον της ανωμάλου παρακαταθήκης, δέον να δεχθώμεν ότι προϋποτίθεται τούτο, εκ της υπό του ρηθέντος άρθρου αναφερομένης εξουσίας χρησιμοποιήσεως των κατατεθέντων υπό του θεματοφύλακος. Διότι, η χρησιμοποίηση αντικαταστατών πραγμάτων, γίνεται κατά κανόνα δια, της αναλώσεως αυτών, ήτις όμως, ίνα πραγματοποιηθεί νομίμως, προϋποθέτει «κτήσιν κυριότητος υπό του αναλίσκοντος».

[26]. Αλλά δεν είναι μόνο η διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, αλλά και όλες οι λοιπές διατάξεις περί δανείου δεν έχουν, επί δημοσίας καταθέσεως εφαρμογή. Έτσι, το άρθρο 807 ΑΚ, για το χρόνο απόδοσης του δανείου. Στη δημόσια κατάθεση το ζήτημα ρυθμίζεται ρητώς και σαφώς από το άρθρο 432 ΑΚ. Επίσης, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 808 ΑΚ, το οποίο αναφέρεται στην υπερημερία του οφειλέτη από δάνειο και τούτο γιατί, όσον αφορά την υπερημερία του ΤΠΔ προς απόδοση της δημόσιας καταθέσεως προβλέπει το άρθρ. 5 α.ν. 1144/1938, «περί εκποιήσεως αυτουσίων παρ/κων κ.λπ. (ΦΕΚ ΤΑ, 119/1938). Τέλος, το άρθρο 809 ΑΚ, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως μη προσαρμοζόμενο προς τη φύση της δημόσιας κατάθεσης.

[27]. Βλ. σχετ. Μαριδάκη, «Εν Δικαστική», 1936, σελ. 128. Καυκά, Ενοχ. Δικ. άρθρ. 830, σελ. 373.

[28]. Κ. Φουρκιώτης, Στοιχεία Αστικ. Δικ., Ενοχ. Δικ., 1946, εκδ. β΄, σελ. 309.

[29]. Γ.Α. Πετρόπουλος, Ιστορία και Εισηγήσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου, 1949, σ. 391, γράφει: «Δάνειον δεν είναι ούτε κατά τον AK, καίτοι εν αμφιβολία εφαρμόζονται αι περί δανείου διατάξεις».

[30]. Βουζίκας, Δάνειον και ανώμαλος παρακαταθήκη, ΕΕΝ 28 (1961), σ. 80.

[31]. Ζέπος, Ενοχικόν Δικ. Β΄ μέρος ειδικόν, έκδ. 2η, 1965, σ. 445, κατά τον οποίο η ανώμαλη παρακαταθήκη δεν είναι δάνειο, αλλά θεωρείται ως ιδιαίτερο είδος παρακαταθήκης.

[32]. Μαντζούφας, Ενοχ. Δικ. 1971, σ. 477. Κατά τον συγγραφέα «η ανώμαλος παρακαταθήκη προσλαμβάνει ευθύς εξαρχής, τη μορφή της ιδιόμορφης σύμβασης, ήτις διακρίνεται σαφώς από την απλή παρακαταθήκη και πλησιάζει προς το δάνειον, χωρίς όμως και να ταυτίζεται προς αυτό (arg 830 1. εδ. α΄). Απ. Γεωργιάδης, Ενοχ. Δικ., Γεν. μέρος, 1999, σ. 469, αρ. 3.

[33]. Ι. Σχινάς, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, αρ. 427, αρ. 5 και 9, κατά τον οποίο «με τη δημόσια κατάθεση, δημιουργείται ιδιόρρυθμη σχέση παρ/θήκης υπέρ τρίτου».

[34]. Βουζίκας, ό.π., σ. 810, όπου γράφει: «Δέον να δεχθώμεν ότι η ανώμαλη παρακαταθήκη είναι ουχί δάνειον, αλλ’ ιδιαίτερον είδος παρακαταθήκης, ο ίδιος, Μελέται. σ. 322 γράφει: «Εξωτερικώς η σύμβασης αυτή ομοιάζει με δάνειον, διότι ο λήπτης καθίσταται κύριος των δοθέντων χρημάτων. Απλά οι σκοποί και επομένως και η νομική διάπλασις είναι διάφορος. Διότι ο λήπτης της ανωμάλου παρακαταθήκης καταθέσεως, θέλει να παράσχη την κατάθεση υπηρεσίαν, ουχί δε να λάβη δάνειον». Όμοια και η θέση του Κ.Γ. Αποστολίδη, Ενοχ. Δικ. Ειδ. Μέρος, τόμ. 4ος, άρθρ. 830, σ. 412. Ο Ερρίκος Dernburg, Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου, μετάφραση Γ. Δυοβουνιώτη, τομ. Γ΄ ενοχ. Δικ. 1909, σ. 298 γράφει: «Δάνειον δεν είναι ούτε η έκτακτος κατάθεσις depositum irregulare». Βλέπετε ακόμη, Ι. Καποδίστρια, στην Ερμ. ΑΚ άρθρ. 1427, αρ. 18. Φίλιο, Ενοχ. Δικ. Ειδικόν μέρος, 1974-1975, σ. 298 (300). Πρβλ. και Κρητικό, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρ. 830, αρ. 27, όπου αναφέρει: «Η αντιμετώπιση από το νόμο της ανώμαλης παρακαταθήκης ως δανείου, σε αμφίβολη περίπτωση, δεν καθιστά την ανώμαλη παρακαταθήκη δάνειο με την τεχνική του όρου έννοια. Αυτό γίνεται φανερό με τη διατύπωση του νόμου (λογίζεται ως δάνειο). Επίσης, Ι. Σχινάς, ό.π. άρθρ. 431, αρ. 5, ο οποίος γράφει ότι: «Η κατάθεση χρημάτων έχει την εμπράγματη ενέργεια ανώμαλης παρακαταθήκης (ΑΚ 830 § 1 εδ. 1), δηλαδή δανείου (ΑΚ 806), με την κατάθεση η κυριότητα μεταβιβάζεται στο ΤΠΔ».

[35]. Έτσι, Γ. Μπαλής, Ενοχ. Δικ. γενικός μέρος, 1961, § 128, σελ. 417. Κ. Φουρκιώτης, Ενοχ. Δικ., 1946 § 83, σ. 150. Μιχαηλίδης - Νουάρος, Ενοχ. Δικ. (χ.χ.) σ. 256. Απ. Γεωργιάδης, Ενοχ. Δικ., γενικό μέρος 1999, σ. 469, αρ. 3. Μιχ. Σταθόπουλος, Γεν. Ενοχ. Δικ. έκδ. 3η 1998, σ. 540. Ι. Σχινάς, ό.π. άρθρ. 432 αριθμ. 7. Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχ. Δικ. γενικός μέρος II, β΄ εκδ. 1993, σ. 264. Γ. Μαντζούφας, Ενοχ. Δικ., έκδ. 3η, 1971, σ. 162.

[36]. Φουρκιώτης, Ενοχ. Δικ. 1946, σελ. 153 στο τέλος.

[37]. Αι περί των παρακαταθηκών διατάξεις της νομοθεσίας του ΤΠΔ περιέχονται κυρίως, στα άρθρα 2 (στοιχ. Α αρ. 1-8) του π.δ. της 30.12.1926 - 3.1.1927, ως και στα άρθρα 2 και 3 του 3646/1928 οργανικού του TΠΔ νόμου, που κύρωσε (και) το ως άνω διάταγμα. Οι διατάξεις αυτές δεν περιέχουν ορισμό των υποχρεωτικών παρακαταθηκών. Αυτό συνέβαινε με τον ιδρυτικό νόμο του Ταμείου (ν. 1608/1918) και το εκτελεστικό τούτου διάταγμα (β.δ. της 16.1.1919), στο άρθρο 10 του οποίου εδίδετο ο ορισμός των υποχρεωτικών παρακαταθηκών ως εξής: «Υποχρεωτικαί παρακαταθήκαι είναι πάσαι αι γινόμεναι κατά τας υπό του νόμου και διαταγμάτων οριζόμενας περιπτώσεις ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον διατασσόμεναι υπό των αρμοδίων δικαστικών ή διοικητικών αρχών». Τον ορισμό ακολουθούσε λεπτομερειακή απαρίθμηση περιπτώσεων υποχρεωτικών παρακαταθηκών. Αλλά τόσο ο ν. 1608/1918, όσο και το από 16.4.1919 εκτελεστικό τούτου διάταγμα καταργήθηκαν με το άρθρο 36 του π.δ. της 21.3/ 3.4.1926, το οποίο προέβλεψε ότι τα περί καταθέσεως και αποδόσεως παρακαταθηκών θα ρυθμιστούν με διάταγμα. Σύμφωνα δε προς την εξουσιοδότηση αυτή εκδόθηκε το π.δ. της 30.12.1926 - 3.1.1927 «περί συστάσεως και αποδόσεως παρακαταθηκών». Πρέπει όμως να διευκρινισθεί ότι αι περί παρακαταθηκών διατάξεις των καταργηθέντων κατά τα άνω νομοθετημάτων μεταφέρθηκαν στα αποτελούντα την ισχύουσα κατωτέρω περί παρακαταθηκών νομοθεσία, δηλ. στο π.δ. της 30.12.26 - 3.1.1927 και το ν. 3646/1928. Ειδικότερα, η περιπτωσιολογία του άρθρου 10 του εκτελεστικού του ν. 1608/1918 β.δ/τος της 16.4.1919, μεταφέρθηκε στο άρθρο 2 του ως άνω π.δ. με λεκτικές μόνο ή και άλλες, επουσιώδεις όμως, διαφορές. Ουσιώδη διαφορά σημειώνεται μόνο, ως προς τον ορισμό των υποχρεωτικών παρακαταθηκών, τον οποίον δεν επανέλαβε ο νομοθέτης, προφανώς για λόγους νομοθετικής τεχνικής και έτσι, το γράμμα του νόμου καθίσταται πλέον ασαφές. Γι’ αυτό η ιστορική καταγωγή των διατάξεων του π.δ. της 30.12.1926 - 3.1.1927 και του ν. 3046/1928, οπωσδήποτε θα βοηθήσουν τον ερευνητήν εις την ορθήν ερμηνείαν αυτών. Πρβλ. όμως και το άρθρο 6 του π.δ. της 30.12.1926 - 3.1.1927, που αναφέρεται στις εκούσιες καταθέσεις το οποίο όμως δεν αφορά τις περιπτώσεις δημοσίας καταθέσεως των άρθρων 427 και 434 ΑΚ.

[38]. Φουρκιώτης, Ενοχ. Δίκ. (1946), σελ. 151, σημ. 1. Καποδίστριας στην Ερμ. ΑΚ άρθρ. 430 αριθμ. 2. Αστέρ. Γεωργιάδης, Ενοχ. Δίκ. τεύχ. γ΄, σελ. 141 (1986).

[39]. Σημαντήρας Κ., Γεν. Αρχές, 4η έκδοση 1988, σελ. 79 υποσημ. 7.

[40]. Μπαλής, Γεν. Αρχαί του Αστ. Δικ., έκδ. 8η (1961) σελ. 23. Τούσης Α., Γεν. Αρχαί του Αστικού δικαίου έκδ. β΄ (1978) σελ. 50.

[41]. Ακόμη δέχεται η πλειοψηφία ότι είναι σύμφωνη προς το άρθρο 94 § 3 του Συντάγματος η διάταξη του άρθρου 8 § 4 ν.δ. 797/1971 κατά την οποία «πάσα διαφορά περί την απόδοσιν υπό του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων εις τον δικαιούχον του κατατεθέντος ποσού γίνεται οριστικώς υπό του κατά το άρθρον 18 του παρόντος δικαστηρίου» [δηλαδή του μονομελούς (πολιτικού) πρωτοδικείου] «κατά την υπό του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας προβλεπομένη διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων». Τέλος, ορθή θεωρούμε και την απάντηση της πλειοψηφίας, όσον αφορά στο θέμα των τόκων.

[42]. Βλ. [νόμους 18.1 π. (22.1), νομ. 19 36 π. (16.3)], (άρθρ. 1 β.δ. της 16.10.1835 «περί δικαστικών παρακαταθηκών εις τα δημόσια ταμεία», άρθρ. 1 και 4 ν. /ΠΖ/1882, άρθρ. 2 ν. ΒΙΓ/1892. Άλλοτε χρησιμοποιείται ο όρος «κατάθεση παρά τη αρμοδία αρχή» (άρθρ. 42 ν. 5325/1932 «περί συναλλαγματικής) ή ο ταυτόσημος «κατάθεση στο ΤΠΔ» (άρθρ. 20 ν. 2190/1920. Για «κατάθεση δικαστική» μιλούν τα άρθρα 61 και 87 ν.δ. 17.7 - 13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί AE». Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας χρησιμοποιεί τους όρους «κατατίθεται δημοσίως» (άρθρα 716), ή «κατατίθεται δημόσια» ή «δημόσια κατάθεση» (άρθρ. 726, 737, 738) ή «να καταθέσουν δημόσια» (άρθρ. 860, 911, 984, 988). Ο Αστικός Κώδικας, χρησιμοποιεί σχεδόν, πάντα τον όρο «δημόσια κατάθεση» (άρθρ. 319, 427-435, 491, 1226, 1287, 1288» κ.λπ.

[43]. Windscheid, όπ.π. παρ. 347.

[44]. Βλ. Μομφεράτου, Ενοχ. Δίκ. Β παρ. 316. Windscheid, παρ. 347 σημ. 2. Ως «αρμόδιος τόπος» της κατάθεσης ορίστηκε με διάταξη των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (239-305 μ.Χ.) (Ν. 19 Κ. 4.32, Βασ. 67 23.3) δημόσιος τόπος (in publico). Ως δημόσιοι τόποι δε λογίζονταν οι ναοί ή όπου όριζε ο αρμόδιος δικαστής.

[45]. Οι Dernburg - Δυοβουνιώτης, Σύστ. Ρ.Δ. - Ενοχ. Δίκ. σελ. 208 σημ. 6. Μομφεράτος (Ενοχ. Δίκ. παρ. 316). Windscheid - Πολυγένης (Ενοχ.Δ. παρ. 347 σημ. 2). Van Wetter - Μοίρας, παρ. 293, 11-2 γράφουν: «Δημόσιον δε τόπον νοούμεν ή τους ευκτήριους οίκους ή όπου ο άρχων κελεύσει ταύτα αποτεθήναι» (Μομφεράτος, όπ.π. σελ. 159). Κατά τους ερμηνευτές των διατάξεων (Ν. 19 Κ. 14-32, Βασ. 67, 23.3) του Β.Ρ.Δ. «επισήμως αναγνωρισμένος τόπος είναι ο ναός. Αλλά και έτερος μεσεγγυούχος δύναται να δεχθή την παρακαταθήκην· τούτον όμως δέον να ονομάση ο αρμόδιος άρχων (Ubi competens judex super eo re aditus de poni eas disposuerit)». «Αρμόδιος δε τόπος προς κατάθεσιν και αρμόδιος άρχων όπως διορίσει τον φύλακα κατά Ρ.Δ. είναι ένθα οφείλει την παροχήν ο χρεώστης (Ite demum oblatio debiti leberationem parit, si eo loco, quo debetur solutio juerit celebrata)».

[46]. Ο Οικονομίδης, Στοιχεία παρ. 195 σημ. Ι, παρατηρεί ότι «εξ ελαφράς πως ερμηνείας του Οργανισμού των Δικαστηρίων (άρθ. 126 παρ. 6) και του Δ/τος της 16.10.1835 (άρθ. 1) εκρίθησαν παρ’ ημίν αρμόδιοι να δέχονται παρακαταθήκας οι γραμματείς των δικαστηρίων». Η αντίρρηση αυτή όμως, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της εποχής εκείνης, δεν είχε σημασία μετά το νόμο /ΠΖ΄ του 1882 (πρβλ. Δ/γμα της 16.10.1835 με το οποίο καθιερώθηκε η εκδοχή αυτή), (Καποδίστριας, Ερμ. ΑΚ 430. Καλλιγάς, ΙΙΙ 832. Παπαρρηγόπουλος, ΥΙ220, Πείρα ΥΙ 4274. Βλ. σχετικώς ΑΠ 84/1903 Θέμ. ΙΑ΄ 500, ΕΠ 315/1907, Θεμ. Κ΄ 461. Π.Πατρ. 487/1907, Θεμ. ΚΒ΄ 235).

[47]. Βλ. Εφ.Αθ. 1304/1960 ΝοΒ 1960, σελ. 944 επ. και τις εκεί αντίθετες παρατηρήσεις. Με τη γνώμη της μειοψηφίας συντάχθηκε και η επιστήμη (Μιχ. Ιωαν. Τούντας, ΝοΒ 1966, σελ. 946-948), έστω και στην περιορισμένη, βέβαια έκταση που αυτή εκδηλώθηκε, η οποία θέτει και τα εξής αξιοσημείωτα και καίρια ερωτήματα. Εφόσον, λέει, δεν υφίσταται κανένα εμπόδιο, που να αφορά το πρόσωπο του δικαιούχου και εφόσον με αυτή την ίδια τη διάταξη του νόμου αυτός αποδεικνύει ότι αυτός είναι ο αληθής δικαιούχος, προς τι η ταλαιπωρία και η ένεκα αυτής πάροδος χρόνου, ο οποίος είναι δυνατόν να εξανεμίσει την αποζημίωση και να καταστήσει ανέφικτον την αντικατάσταση του απαλλοτριωθέντος δι’ άλλου ισαξίου»; Και το άλλο ερώτημα: «είναι εν αρμονία προς την συνταγματικήν επιταγήν, η ως άνω ουτωσεί ευρύτητα ερμηνευομένη διάταξις»; Και κλείνει με το ερώτημα: «Και κατά τι επιταχύνεται η περαίωσις των προϋποθέσεων της συνελεύσεως της απαλλοτριώσεως και η ακώλυτος κατάληψις αφού και αληθής δικαιούχος υπάρχει και δικαστικώς έχει καθοριστεί η αποζημίωση και άμεσος ως εκ τούτων είναι δυνατή η είσπραξης ταύτης»;

[48]. Ο ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (ΦΕΚ 17 τ. Α΄ 6.2.2001), όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 3130/2003 «Μισθώσεις ακινήτων για στέγαση Δημοσίων Υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 76/28.5.2003, τ. Α΄).

[49]. Ο νομοθέτης, στις διάφορες φάσεις από τις οποίες διήλθε ο θεσμός της δημόσιας καταθέσεως, χρησιμοποίησε διαφορετικές ορολογίες, αλλά με την ίδια πάντοτε εννοιολογική σημασία. Έτσι, στα διάφορα κείμενα γίνεται χρήση των όρων: «δικαστική παρακαταθήκη», «δικαστική παρακατάθεση», «κατάθεση παρά τη αρμοδία αρχή», κατάθεσις στο ΤΠΔ», «κατάθεσις δικαστική» κ.ά. Ο ΚΠολΔ χρησιμοποιεί εναλλάξ τους όρους: «Κατατίθεται δημοσίως», «δημόσια κατάθεσις», «κατατίθεται δημόσια». Και τέλος, ο Αστικός Κώδικας ομιλεί μόνο για «δημόσια κατάθεση». Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, για τη δημόσια κατάθεση, απηχούν μεν το προηγούμενο δίκαιο, αλλά κατά «συγχρονισμένη αντίληψη και κατά το πρότυπον των νεωτέρων κωδίκων. Όπως δε εύστοχα παρατηρείται (Ι. Σχινάς, στον ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, τόμος 2ος άρθρο 427, αρ. 5) η χρήση των όρων αυτών «πρέπει σήμερα να αποφεύγεται» για χάρη της ενότητας της νομικής γλώσσας και αντ’ αυτών να χρησιμοποιείται ο όρος δημόσια κατάθεση, ο οποίος καθιερώθηκε με τον ΑΚ».

[50]. Βλ. Liddel et Scott, «Μέγα λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης», 1906 (επανεκτύπωση), τόμος 4ος, λέξη (ρήμα, τίθημι), σελ. 332 επ. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 1998, λέξη «παρακαταθέτω» σελ. 133. Παν. Ε. Γιαννακοπούλου, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, χ.χ., Θεοδ. Κοντέου, Μέγα λεξικόν ρημάτων, 1971, λέξη «τίθημι» σελ. 41.

[51]. Βλ. Καποδίστρια, ΕρμΑΚ άρθρ. 427 αρ. 16, 17, 18.

[52]. Άρθρο 1 και 3 ν. 3646/28 «το δια του νόμου 1608 συσταθέν Τ.Π. και Δανείων αποτελεί ίδιον νομικόν πρόσωπον, έχει ιδίαν διοίκησιν και υπάγεται εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Οικονομικών».

[53]. Άρθρο 1 και 3 ν. 3646/28 σε συνδ. προς το άρθρο 3 παρ. α΄, περ. 1, 3 και 8 π.δ. 30.12.1926/ 3.1.1927 πρβλ. άρθρ. 4 ν. /ΠΖ/1882.

[54]. Μπαλής, Ενοχ. Δικ., σελ. 417.

[55]. Για τη δημοσιοποίηση του ιδιωτικού δικαίου βλ. Κ. Σημαντήρα, Γεν. Αρχαί (1988) αρ. 10, σελ. 5.

[56]. Κυριακόπουλος, Ελλην. Διοικ. Δικ., 1947 παρ. 5 στο τέλος και Στυμφαλιάδης, Διοικ. Δικ., παρ. 19 περ. 2. Ι. Σχινάς, ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθοπούλου, 432 αρ. 8.

[57]. Μπαλής, σελ. 417 Ενοχικό. Τούσης, Ενοχ. παρ. 124 σελ. 457. EφAθ 2763/1987 αδημ.

[58]. «Κατά την άρχουσαν γνώμην (την υποκειμενικήν θεωρίαν) πράγματι αποφασιστικόν δια την δημοσίου δικαίου ιδιότητα της εννόμου σχέσεως και τους ταύτην ρυθμίζοντες κανόνες είναι κυρίως ότι ο φορεύς του δικαιώματος ασκεί εξουσίαν ως τοιούτος, ήτοι μετέχει της εννόμου σχέσεως υπό την ιδιότητα του ταύτην του ασκούντος εξουσίαν. Αύτη είναι και η εν Γερμανία κρατούσα θεωρία και νομολογία». Βλ. Τούση, Γεν. Αρχ. Αστ. Δικ., 1978, εκδ. Β΄ σελ. 8 σημ. 12.

[59]. Μ. Στασινόπουλος, Διοικ. Δικ. σελ. 31.

[60]. Στ. Δεληκωστόπουλος, Διοικητικόν Δίκαιον, 1972, Α΄ σελ. 21. Βλέπε επίσης Αριστ. Μανέση, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, 1980 σελ. 116.

[61]. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι όπως διδάσκεται (Κ. Κεραμέας, Αστ. Δικ. Δίκαιο σελ. 3, 34 επ.) «η διάκριση του δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό δε συμπίπτει με τη διάκριση σε αναγκαστικό (δημόσια τάξη) και ενδοτικό δίκαιο. Και αυτό γιατί, ενώ κριτήριο της πρώτης είναι το αντικείμενο του κανόνα για τον οποίο πρόκειται, στη δεύτερη εξετάζεται η ύπαρξη ή όχι δυνατότητας τροποποίησης του με αντίθετη βούληση των μερών. Παρόλο δε που οι περισσότερες διατάξεις του δημοσίου δικαίου είναι αναγκαστικές και του ιδιωτικού ενδοτικές συμβαίνει και το αντίθετο».

[62]. Στ. Δεληκωστόπουλος, Διοικ. Δικ. 1972, σελ. 21.

[63]. Χ. Βουγιούκας, Εισηγ. Δημ. Δικ. σελ. 88 επ.

[64]. Βλ. Τα συγγράμματα Ενοχικού Δικαίου για τις διατάξεις που αφορούν τη δημόσια κατάθεση.

[65]. Γνωμοδ. NΣK (ατομική) αρ. 86659/22.9.78.

[66]. Γ. Παπαρρηγόπουλος, Γεν. Αρχ., 1932, παρ. 102, σελ. 137.

[67]. Μομφεράτος, Γεν. Αρχ. σελ. 9.

[68]. Regelsberger, Γεν. Αρχ. του Δικαίου των Πανδεκτών - μετάφραση Γ. Μαριδάκη - τόμος 1ος, έκδ. 2α σελ. 89.

[69]. Πρβλ. Κ. Σημαντήρα, Γεν. Αρχές σελ. 79.

[70]. Ο Αστερ. Γεωργιάδης, Ενοχ. Δικ. τευχ. γ΄ (1986) σελ. 99 επ., υποστηρίζει ότι: «δεδομένου ότι ο καταθέτης δεν έχει την δυνατότητα να διαπραγματευθεί τους όρους της σύμβασης για το ΤΠΔ, η δημόσια κατάθεση έχει από την άποψη αυτή χαραχτήρα σύμβασης προσχωρήσεως».

[71]. Κ. Σημαντήρα, Γεν. Αρχ. σελ. 65 και Κ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 3, 34 επ.

[72]. Άρθρ. 3 π.δ. 30.12.1926/3.1.1927 (ΦΕΚ τ. Α΄ 1/1927).

[73]. Άρθρ. 4 π.δ. 30.12.1926/3.1.1927 (ΦΕΚ τ. Α΄ 1/1927).

[74]. Κεραμεύς, όπ. π. σελ. 34.

[75]. Το άρθρο 3Α του π.δ. 30.12.1926 - 3.1.1927 κατά το οποίο οι καταθέσεις που έγιναν «προς πληρωμήν» οφειλής χρηματικού ποσού ην ο οφειλέτης αδυνατεί να καταβολή εις τον δανειστήν του, είτε διότι ο δανειστής αρνείται να παραλαβή ταύτην νομίμως προσφερομένην, είτε λόγω αντιρρήσεων ή κατασχέσεως ή δι’ άλλην αιτίαν» περιλαμβάνει σχεδόν όμοια διάταξη με τα άρθρα 427 και 434 του ΑΚ. Όπως γράφει εύστοχα ο Φουρκιώτης στο Ενοχικό του Δίκαιο (παραδόσεις στην Ανωτάτη Εμπορική) σελ. 151 υποσημ. 1 «αι προϋποθέσεις της συστάσεως παρακαταθήκης επαγούσης απαλλαγήν του οφειλέτου συμπίπτουσι προς τας των άρθ. 427 και 434 ΑΚ.». Κατά τον Καποδίστρια (Ερμ. ΑΚ - άρθρο 430) το πιο πάνω άρθρ. 3 του π.δ. 30.12.1926/3.1.1927 όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα β.δ. 21.8/1.9.39 και 5/19.9.40, αναφέρεται ακριβώς στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 427 και 434.

[76]. Το άρθρ. 2 ν. 1144/38 «Αι υποχρεωτικαί παρακαταθήκαι, των οποίων η απόδοσις δεν εξηρτήθη εκ δικαστικής αποφάσεως ή εντολής δικαστικής ή διοικητικής αρχής δύνανται να επιστραφώσι τω καταθέτη επί τη αιτήσει του και τη προσκομίσει του γραμματίου παρακαταθήκης, αν μέχρι της αποδόσεως ο υπέρ ου αι παρ/και ουδεμίαν εξεδήλωσεν οπωσδήποτε και πάντοτε εγγράφως προς το Ταμείον Παρ/κων και Δανείων πρόθεσιν περί αποδοχής» σύμφωνα με μελέτη Ι. Καστριώτη «Η ανάκλησις (ανάληψις) της δημοσίας καταθέσεως της αποζημιώσεως εξ αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» (Ελληνική Δικαιοσύνη τόμος 25ος 1984 σελ. 1130 και ανάτυπο) εισάγει σημαντική εξαίρεση του άρθρου 433 ΑΚ.

[77]. Τούσης, όπου πιο πάνω, σελ. 458: «Διατάξεις δημοσίου δικαίου, αναφερόμεναι εις την σύστασιν παρακαταθήκης παρά τω Ταμείω Παρακαταθηκών και Δανείων είναι το ν.δ. της 21.3/3.4.1926, το ν.δ. της 21.9.26, ν.δ. της 12.11.27 (κυρωθέν δια του ν. 3646/1928), ο ν. 4768/1930, ο α.ν. της 20.11. 1935, ο α.ν. 1144/38, το Διάτ. της 3.1.1927», Ζέπος, όπου πιο πάνω, σελ. 435, 3α. Επίσης για το ίδιο θέμα ο Σχινάς στον Α.Κ. Γεωργ. - Σταθοπ. άρθρο 432 αρ. 7, σελ. 517, γράφει: «Ο νόμος έχει αναγάγει τη φύλαξη και διαχείριση των δικαστικών παρακαταθηκών», δηλαδή την αποδοχή των δημοσίων καταθέσεων σε δημόσια υπηρεσία (βλ. Στασινόπουλου, Συμβολή εις την έννοιαν της δημοσίας υπηρεσίας, 1934), που ανήκει εις την αρμοδιότητα του ΤΠΔ (2Α 1 ν.δ. 21.3/3.4.26 και 1 π.δ. 30.12.26/3.1.27). To ΤΠΔ είναι ν.π.δ.δ. (πρβλ. 1 ν.δ. 21.3/3.4.26, 1 ν.δ. 4206/1991 και Στασινόπουλου, Αστική ευθύνη του κράτους, 1950 σελ. 416).

[78]. Έτσι Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, τομ. Α΄, 1972, σελ. 110 και ιδίως 111.

[79]. Πρβλ. όμως και Χορομίδη, ό.π. σελ. 7 και τις εκεί υποσημειώσεις, ο οποίος δέχεται την αντίθετη άποψη. Πράγματι γίνεται δεκτό από τον συγγραφέα ότι «η διαφορά και η έννομη σχέση της δίκης για την καταβολή της αποζημιώσεως πρέπει να δεχθούμε ότι ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αφού δημιουργείται από πράξη δημόσιου φορέα».

[80]. Βλ. και παρατηρήσεις Βελ. Κ. Καράκωστα, Δ. 3462(64), όπου γράφει ότι «ο παρών σχολιασμός είναι (κατά μείζονα λόγου) σύμφωνος με τις απόψεις του μειοψηφήσαντος στην σχολιαζόμενη απόφαση δικαστή».