Digesta 2007 |
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Επιμέλεια: Μ. Τσαπόγας
ΔρΝ - Ειδικός Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη
Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ
Σ 5.5, ν. 2071/92 άρθρο 47.3-4, ΠΚ άρθρο 441, Καν.Ιατρ.Δεοντ. άρθρο 8α, ν. 2619/98
Συναίνεση ασθενούς, διακοπή νοσηλείας με «πειθαρχικό» εξιτήριο
Η συναίνεση ασθενούς για τη διεξαγωγή ιατρικών πράξεων, πρέπει να είναι ειδική και προϋφιστάμενη, προϋποθέτει δε εξατομικευμένη ενημέρωση, άλλως είναι ανίσχυρη. Ειδικά η εκ των προτέρων απαίτηση συναίνεσης για μετάγγιση αίματος προϋποθέτει τη δυνατότητα εξατομικευμένης στάθμισης κινδύνου.
Η διακοπή νοσηλείας με «πειθαρχικό» εξιτήριο δεν διαθέτει νομιμοποιητικό έρεισμα. Ειδικά η διακοπή νοσηλείας λόγω άρνησης του ασθενούς να υπογράψει εν λευκώ συναίνεση, αποτελεί ποινικό και πειθαρχικό αδίκημα.
Πόρισμα 13218.01.2.2/26.11.2001
(Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Μαρία Μητροσύλη, Χειριστής: Ευτύχης Φυτράκης)
Ο κ. Α. εισήχθη στις 28.8.2001 στο Χειρουργικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου ... λόγω φλεγμονής δεξιού κάτω άκρου. Κατά τη νοσηλεία του, του επιδόθηκε έντυπο φέρον τον τίτλο «Υπεύθυνη δήλωση ασθενούς» και του υποδείχθηκε να το υπογράψει. Το συγκεκριμένο έντυπο εκδίδεται από τη Χειρουργική κλινική του Νοσοκομείου και έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: «Ο/Η υπογεγραμμέν... που νοσηλεύομαι στην Χειρουργική Κλινική του Νοσοκομείου ..., αφού ενημερώθηκα από τους θεράποντες Ιατρούς για την πάθησή μου, δηλώνω υπεύθυνα με πλήρη ψυχική και πνευματική διαύγεια ότι εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στο επιστημονικό προσωπικό του τμήματος που με νοσηλεύει και δίνω την συγκατάθεσή μου να καθορίσουν και να εφαρμόσουν οποιαδήποτε διαγνωστική μέθοδο και θεραπευτική αγωγή ενδείκνυται με χειρουργικά, φαρμακευτικά και ακτινολογικά μέσα. Επίσης συγκατατίθεμαι και εμπιστεύομαι απόλυτα τους γιατρούς μου για κάθε άλλη ιατρική πράξη την οποία αυτοί θα κρίνουν αναγκαία (αναισθησία, μετάγγιση αίματος, παρακεντήσεις κ.λ.π.) για να αποκατασταθεί η υγεία μου, πάντοτε με πλήρη γνώση όλων των ενδεχόμενων για την ζωή μου κινδύνων κατά την εφαρμογή αυτών». Στο ίδιο έντυπο περιέχεται «Υπεύθυνη δήλωση συγγενών» με παρόμοιο περιεχόμενο. Ο εν λόγω ασθενής ωστόσο αρνήθηκε να υπογράψει το παραπάνω έντυπο, προβάλλοντας αντιρρήσεις για το περιεχόμενό του. Ακολούθως στις 30.8.2001, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτ. ... ιατρική βεβαίωση του Χειρουργικού τμήματος, στον ως άνω ασθενή χορηγήθηκε «πειθαρχικό εξιτήριο» γιατί αρνήθηκε «την υπογραφή της έντυπης υπεύθυνης δήλωσης που χορηγείται σε όλους τους ασθενείς της κλινικής».
Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής (ν. 2619/98), «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνο αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσής του. Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης καθώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλεί τη συναίνεσή του». Παράλληλα, κατά τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (άρθρο 4), «ο ιατρός οφείλει να ενημερώνει τον ασθενή του για τα ανεμενόμενα αποτελέσματα και τις συνέπειες της αγωγής, για ν’ αποκτήσει τη συγκατάθεσή του, ιδίως όταν οι προτεινόμενες πράξεις παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο». Ανακύπτει συνεπώς το ζήτημα της λεγόμενης «συναίνεσης» στην ιατρική πράξη κατόπιν ενημέρωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 47 § 4 ν. 2071/92, «Ο ασθενής δικαιούται να ζητήσει να πληροφορηθεί ό,τι αφορά στην κατάστασή του. Το συμφέρον του ασθενούς είναι καθοριστικό και εξαρτάται από την πληρότητα και ακρίβεια των πληροφοριών που δίνονται. Η πληροφόρηση του ασθενούς πρέπει να του επιτρέπει να σχηματίσει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων της καταστάσεώς του και λαμβάνει αποφάσεις ο ίδιος ή να μετέχει στη λήψη αποφάσεων, που είναι δυνατό να προδικάσουν τη μετέπειτα ζωή του». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 47 § 3 ν. 2071/92, «ο ασθενής έχει δικαίωμα να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη που πρόκειται να διενεργηθεί σε αυτόν».
Η αρχή της ανθρώπινης αυτονομίας που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (άρθρο 5), γνωρίζει την ειδική αντιστοίχισή της μέσω της ενημερωμένης συναίνεσης στο πλαίσιο διενέργειας ιατρικών πράξεων. Η ικανότητα σκέψης, επιλογής και πράξης πραγματώνεται στο νοσηλευτικό χώρο μόνο με την πιστή τήρηση των κανόνων σεβασμού της βούλησης του ασθενούς. Τούτο ακριβώς προϋποθέτει τη δημιουργία κατάλληλων όρων για να είναι δυνατή η άσκηση του δικαιώματος επιλογής από τον ασθενή. Η ενημέρωση αποτελεί εδώ τέτοιο βασικό όρο ώστε ο ασθενής αφενός να γνωρίζει πραγματικά τι συμβαίνει με την υγεία του και αφετέρου να διαθέτει τον εαυτό του όπως ο ίδιος επιθυμεί. Κατοχυρώνεται έτσι στο δικαιικό μας σύστημα το λεγόμενο «καθήκον διαφωτίσεως του ασθενούς». Η ενημέρωση του ασθενούς, ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος επιλογής και πιθανής συναίνεσης, διακρίνεται τόσο σε βασική ενημέρωση (για το είδος της ασθένειας και την απαιτούμενη θεραπεία) όσο και στην ενημέρωση για τους κινδύνους που συνεπάγεται η ασθένεια αλλά και η διαγνωστική ή θεραπευτική αντιμετώπισή της. Συνεπώς, κάθε τύπου παροχή «γενικής» πληροφόρησης που δεν εξατομικεύεται (στο συγκεκριμένο ασθενή) και δεν εξειδικεύεται (με βάση τα συγκεκριμένα ιατρικά δεδομένα) δεν αποτελεί την αναγκαία ενημέρωση προκειμένου να δοθεί τυχόν συναίνεση στη διενέργεια ιατρικών πράξεων. Σημειώνεται ότι παγίως γίνεται δεκτό πως έντυπα ενημέρωσης σε μονάδες υγείας που τυχόν υπογράφονται από ασθενείς δεν αποδεικνύουν πραγματική ενημέρωση αλλά απλώς, το περισσότερο, δηλώνουν «προσπάθεια ενημέρωσης».
Η λειτουργία της συναίνεσης στο ελληνικό δικαιικό σύστημα αντανακλά μια διευρυμένη μορφή της εξουσίας διαθέσεως του ανθρώπου. Έτσι, πράξεις που εκφράζουν ένα (ποινικό) άδικο ή θα δημιουργούσαν αξιώσεις αστικού τύπου μεταβάλλονται, ως προς τη μορφή τους, στο βαθμό που (οι πράξεις αυτές) ενσωματώνουν την ταυτόσημη βούληση του θιγέντος προσώπου. Ακριβώς, ωστόσο, επειδή η συναίνεση οδηγεί σε άρση του άδικου χαρακτήρα μιας πράξης (που κανονικά θα επέσυρε κάποια ποινή), απαιτούνται ειδικές προϋποθέσεις για την εγκυρότητά της. Έτσι, το κύρος της συναίνεσης εξαρτάται βέβαια από την ικανότητα προς συναίνεση, την εξασφάλιση της γνησιότητάς της, όπως όμως και τη μορφή της. Ειδικότερα, η συναίνεση απαιτείται να είναι «προϋφιστάμενη, θετική και συγκεκριμένη». Συγκεκριμένη, κατά τη σχετική διδασκαλία, θεωρείται η συναίνεση όταν καλύπτει όχι μόνο το αποτέλεσμα αλλά και τις συγκεκριμένες κατά τόπο, χρόνο και περιστάσεις, εν προκειμένω ιατρικές, συμπεριφορές. Σε διαφορετική περίπτωση, η συναίνεση είναι ανίσχυρη και ως εκ τούτου δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, όμως, η απαίτηση από ασθενή, που εκ των πραγμάτων βρίσκεται σε θέση αδυναμίας, μιας γενικής συναίνεσης για «ο,τιδήποτε», αποτελεί πράξη που ευθέως αντιβαίνει στην υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας του ανθρώπου και ως εκ τούτου αντιβαίνει σε θεμελιώδες καθήκον του ιατρού απέναντι στον ασθενή, πολλώ μάλλον όταν αυτό συμβαίνει σε δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα όπου κάθε ιατρός φέρει όχι μόνο τις υποχρεώσεις εκ της ιδιότητας του αλλά βαρύνεται και με τα καθήκοντα του δημόσιου λειτουργού απέναντι στον πολίτη.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, μπορεί να αξιολογηθεί το ιστορικό που παρατίθεται στην αρχή του πορίσματος.
Ως προς την ενημέρωση του ασθενούς: Η γενική και τυποποιημένη αναφορά σε έντυπο προς κάθε ασθενή για ενημέρωση σχετική με την πάθηση καθώς και «με πλήρη γνώση όλων των ενδεχόμενων για τη ζωή μου κινδύνων» προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά, τόσο για την ύπαρξη οποιασδήποτε ενημέρωσης του ασθενούς, όσο και για το περιεχόμενο αυτής. Εφ’ όσον, πάντως, δεν αναφέρεται η βασική ενημέρωση για το είδος της ασθένειας και την απαιτούμενη θεραπεία καθώς και τη διαγνωστική ή θεραπευτική αγωγή και τους σχετικούς κινδύνους, ούτε εξατομικεύεται (στο συγκεκριμένο ασθενή) ή εξειδικεύεται (με βάση τα ειδικά ιατρικά δεδομένα), η όποια ενημέρωση είναι απολύτως ανεπαρκής. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, μια τέτοια «υπεύθυνη δήλωση» είναι νομικά ανίσχυρη και πάντως δεν μπορεί να παράγει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα (ούτε σε σχέση με την κατανομή του βάρους απόδειξης). Όταν μάλιστα, όπως εν προκειμένω, ο νοσηλευόμενος για φλεγμονή κάτω άκρου εμφανίζεται να ενημερώνεται για τους κινδύνους ζωής που διατρέχει από τη νοσηλεία, αυτόματα ευτελίζεται κάθε βεβαίωση ενημέρωσης.
Ως προς την εν λευκώ συναίνεση: Όπως αναπτύχθηκε παραπάνω, η συναίνεση αναπτύσσει τα αποτελέσματά της μόνο καθ’ όσον πληροί ορισμένες προϋποθέσεις. Κύρια προϋπόθεση είναι, βέβαια, ότι είναι συγκεκριμένη και ειδική. Αντίθετα, αφηρημένη και γενική συναίνεση είναι ανίσχυρη και δεν αναπτύσσει κανένα έννομο αποτέλεσμα. Βασικό στοιχείο έγκυρης συναίνεσης, εν προκειμένω, είναι η περιγραφή των συγκεκριμένων ιατρικών πράξεων για τη διενέργεια των οποίων δίδεται η συναίνεση. Αντίθετα, μια εν λευκώ παροχή συναίνεσης αποτελεί «καρικατούρα» συναίνεσης και δεν επιφέρει ουδένα έννομο αποτέλεσμα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο έντυπο του χειρουργικού τμήματος αναγράφεται μεταξύ άλλων ότι ο ασθενής δίνει της συγκατάθεσή του για «οποιαδήποτε διαγνωστική μέθοδο και θεραπευτική αγωγή ενδείκνυται» και επί πλέον «για κάθε άλλη ιατρική πράξη την οποία αυτοί [ενν. οι ιατροί] κρίνουν αναγκαία (αναισθησία, μετάγγιση αίματος, παρακεντήσεις κ.λ.π.)». Πρόκειται, εν προκειμένω, για καθαρή περίπτωση «λευκής» συναίνεσης, αφού ο ασθενής εμφανίζεται να συναινεί εκ των προτέρων για ακαθόριστες ιατρικές πράξεις, επαφιέμενος στην κρίση των ιατρών. Είναι προφανές, κατόπιν των παραπάνω, ότι η προκείμενη «συναίνεση» παραποιεί εν προκειμένω το δικαίωμα του ασθενούς να κάνει την επιλογή του και να δίδει τη σύμφωνη γνώμη του στην επιχείρηση μιας ιατρικής πράξης. Μόλις χρειάζεται να τονισθεί ότι μια τέτοια «συναίνεση» είναι απολύτως ανίσχυρη. Μια τέτοια συμπεριφορά, ωστόσο, στο πλαίσιο λειτουργίας ενός δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος, δημιουργεί πολλαπλά ερωτηματικά, αφού προσκρούει άμεσα στην υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας του ανθρώπου και του ασθενούς (άρθρο 2 § 1 και 5 του Συντάγματος, άρθρο 8 § α΄ του Κανονισμού Ιατρικής Δεοντολογίας). Τούτο μάλιστα προκύπτει ακόμα εναργέστερα με βάση τη νέα διάταξη του άρθρου 5 § 5 του Συντάγματος (2001) κατά την οποία «καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας». Στη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται η αμυντική πλευρά του δικαιώματος στην υγεία (άρθρο 21 § 3) και εξειδικεύονται τα δικαιώματα στην αξία του ανθρώπου και την προστασία της προσωπικότητας (άρθρα 2 § 1 και 5 § 1). Και μόνη, συνεπώς, η προσφορά, από ιατρούς – δημόσιους λειτουργούς σε ασθενείς – χρήστες υπηρεσιών υγείας, εντύπου «λευκής» συναίνεσης, αποτελεί ενέργεια αντίθετη στους κανόνες ιατρικής δεοντολογίας. Εφ’ όσον μάλιστα η υπογραφή της «λευκής» συναίνεσης συνδέεται με τη νοσηλεία ή την παροχή «πειθαρχικού» εξιτηρίου, η εν λόγω συμπεριφορά μπορεί να αξιολογηθεί νομικά υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων του διοικητικού και πειθαρχικού ή ποινικού δικαίου.
Ως προς το σεβασμό στις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ασθενούς: Η αναφορά σε ενδεχόμενη μετάγγιση αίματος δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες σεβασμού της θρησκευτικής συνείδησης, στο βαθμό που η συγκεκριμένη ιατρική πράξη αντιβαίνει σε δοξασίες γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας (Μάρτυρες του Ιεχωβά). Όμως, σύμφωνα με το άρθρο 47 § 7 ν. 2071/92, «ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού και της αναγνωρίσεως σε αυτόν των θρησκευτικών και ιδεολογικών του πεποιθήσεων». Αντίθετα, η ρητή «υποχρέωση» του ασθενούς να συναινέσει εκ των προτέρων και χωρίς ουδεμία στάθμιση των τυχόν διακυβευομένων αγαθών, αποτελεί προσβολή της θρησκευτικής συνείδησης ομάδας πολιτών που λειτουργεί απολύτως εκβιαστικά. Ο εκ των προτέρων αποκλεισμός της συγκεκριμένης θρησκευτικής ομάδας από οποιαδήποτε νοσηλεία στο εν λόγω Τμήμα αποτελεί σε κάθε περίπτωση ενέργεια αντίθετη σε κανόνες λειτουργίας δημόσιου νοσοκομείου και ιατρικής δεοντολογίας, παραβιάζει δε τη θεμελιώδη υποχρέωση του κράτους για αποχή από κάθε ενέργεια που ενέχει δυσμενή διάκριση λόγω θρησκεύματος (άρθρο 13 § 1 του Συντάγματος).
Ως προς την υποχρέωση παροχής συναίνεσης: Όπως περιγράφεται στο ιστορικό και προκύπτει από σχετική βεβαίωση του διευθυντή του Χειρουργικού τμήματος, ο συγκεκριμένος ασθενής εξήλθε όχι γιατί ολοκληρώθηκε η θεραπεία του αλλά με «πειθαρχικό εξιτήριο», δηλ. υποχρεώθηκε να αποχωρήσει, άλλως πως εκδιώχθηκε. Το πειθαρχικό εξιτήριο χορηγήθηκε διότι ο ασθενής αρνήθηκε να υπογράψει την έντυπη υπεύθυνη δήλωση. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά, δηλαδή η εξάρτηση της νοσηλείας στο νοσοκομείο από την υπογραφή μιας «αυτοσχέδιας» υπεύθυνης δήλωσης «λευκής» συναίνεσης, αποτελεί σαφή παραβίαση των δικαιωμάτων του νοσοκομειακού ασθενούς. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, η υπογραφή ενός τέτοιου είδους εντύπου δεν αποτελεί υποχρέωση του νοσοκομειακού ασθενούς. Η εκβιαστική θέση του διλήμματος στον ασθενή «ή υπογράφεις και νοσηλεύεσαι, ή φεύγεις», συνιστά, εν προκειμένω, αθέμιτη και αντιδεοντολογική πίεση σε ασθενή προκειμένου να αποδεχθεί μια «υπεύθυνη δήλωση» με περιεχόμενο μη προβλεπόμενο από το νόμο. Επιπροσθέτως, η άρνηση συνέχισης της θεραπείας του ασθενούς, διά της χορηγήσεως «πειθαρχικού» εξιτηρίου, δημιουργεί και ζήτημα άρνησης παροχής ιατρικής βοήθειας.
Ως προς το «πειθαρχικό» εξιτήριο: Πρόκειται για απολύτως αμφιλεγόμενη κατασκευή της τρέχουσας νοσοκομειακής πρακτικής, που σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια οριακή επιλογή. Ωστόσο, η «εφεύρεση» αυτή δεν ευρίσκει ικανό νομιμοποιητικό έρεισμα, ούτε στην κείμενη νομοθεσία αλλά ούτε και στον μη κυρωθέντα «Ενιαίο Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της Ιατρικής Υπηρεσίας των Νοσοκομείων» (απόφαση υπ’ αρ. 1 της 20ης Ολομ./13.12.1984 του ΚΕΣΥ) όπου ορίζεται: «2. Εξιτήριο. 2.1. Οι ασθενείς εξέρχονται από το νοσοκομείο όταν παύσει η ανάγκη νοσοκομειακής περίθαλψης, με δική τους απόφαση και ευθύνη». Πάντως, στην πράξη, πειθαρχικό εξιτήριο χορηγείται σπανίως, από ορισμένα νοσοκομεία, σε ασθενείς που με τη συμπεριφορά τους προκαλούν ιδιαιτέρως σοβαρά προβλήματα στο νοσοκομείο ή την κλινική, τα οποία δε μπορούν να αντιμετωπισθούν με κανέναν άλλο τρόπο (π.χ. προβαίνουν σε επιθετικές πράξεις προς άλλους ασθενείς ή το προσωπικό). Βεβαίως, το πειθαρχικό εξιτήριο, ακόμα και απ’ αυτή την πρακτική, θεωρείται απολύτως ακραία λύση και ως εκ τούτου συγχωρείται μόνο όταν είναι «απολύτως αναγκαίο». Ουδέποτε βέβαια μπορεί, έστω και από την τρέχουσα πρακτική, να δικαιολογηθεί χορήγηση «πειθαρχικού» εξιτηρίου λόγω μη υπογραφής εντύπου έγγραφης «λευκής», και ως εκ τούτου άκυρης, συναίνεσης. Επιπλέον το υπέρτατο καθήκον προστασίας της ανθρώπινης υγείας σε συνδυασμό με τη μη πρόβλεψη της «αυτοσχέδιας» αυτής διαδικασίας, καθιστά το λεγόμενο «πειθαρχικό» εξιτήριο παράνομη πράξη.
Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις, ανακύπτουν σημαντικά ζητήματα τα οποία χρήζουν λεπτομερούς και αξιόπιστης έρευνας και ακολούθως ακριβούς νομικής αξιολόγησης. Ο καταμερισμός τυχόν ευθυνών αποτελεί, στο σημείο αυτό, βασική υποχρέωση των αρμοδίων οργάνων, προκειμένου να διασφαλίζεται, πέραν των άλλων, η αποτροπή επανάληψης στο μέλλον των ίδιων συμβάντων. Πλην των λοιπών, καθαρώς διοικητικών ζητημάτων, τίθεται ζήτημα άρνησης παροχής ιατρικής βοήθειας, αφού η συμπεριφορά αυτή φαίνεται να προσεγγίζει τις αντικειμενικές υποστάσεις των εγκλημάτων της «παράβασης καθήκοντος» (άρθρο 259 Ποινικού Κώδικα) και της «άρνησης γιατρών» (άρθρ. 441 Ποινικού Κώδικα). Δημιουργούνται, εξ’ άλλου, και ερωτήματα πειθαρχικής υφής κατά το άρθρο 107 επ. του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999), ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, η παραβίαση των κανόνων δεοντολογίας συνιστά κατά το άρθρο 77 § 1 εδ. δ΄ ν. 2071/92, πειθαρχικό αδίκημα.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο Συνήγορος του Πολίτη διαπιστώνει ότι κατά την αντιμετώπιση του ασθενούς κ. Α. από το Γενικό Νοσοκομείο ... εμφανίσθηκαν συμπεριφορές και ακολουθήθηκαν πρακτικές αντιδεοντολογικές, παράτυπες και παράνομες, οι οποίες, μάλιστα, προκαλούν ερωτήματα πειθαρχικού και ποινικού ενδιαφέροντος. Για τους παραπάνω λόγους, ο Συνήγορος του Πολίτη προτείνει στο Νοσοκομείο: Να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να εξασφαλισθεί η πληρότητα και η εγκυρότητα της ενημέρωσης των ασθενών καθώς και η γνησιότητα στην παροχή συναίνεσης για ιατρικές πράξεις, ιδίως δε να διασφαλιστεί η απομάκρυνση του προμνησθέντος εντύπου «υπεύθυνης δήλωσης ασθενούς» από τους χώρους του νοσοκομείου. Να διερευνήσει τα αίτια και τις εν γένει συνθήκες για την εμφάνιση και γενικότερη καθιέρωση του εντύπου «υπεύθυνης δήλωσης ασθενούς» που περιγράφεται παραπάνω. Να διερευνήσει τις ατομικές ευθύνες των εμπλεκόμενων προσώπων (συντακτών, χρηστών, εποπτικών οργάνων) στην καθιέρωση του συγκεκριμένου εντύπου, ιδίως δε να ερευνηθεί αν η προκείμενη πρακτική αποτελεί απόφαση της Διοίκησης του Νοσοκομείου ή αυτόβουλη και μεμονωμένη απόφαση συγκεκριμένου Διευθυντού Τμήματος. Να διερευνήσει την έκταση φαινομένων παράλειψης παροχής ιατρικής συνδρομής λόγω άρνησης ασθενών να υπογράψουν την εν λόγω υπεύθυνη δήλωση, καθώς και εν γένει τον αριθμό, τη συχνότητα και τις συνθήκες χορήγησης «πειθαρχικών» εξιτηρίων. Να αναζητήσει δυνατότητες πιθανής ηθικής ικανοποίησης προς τον ασθενή κ. Α., λόγω της συμπεριφοράς οργάνων του Νοσοκομείου.
Σημείωση
Στην «Ετήσια Έκθεση 2001» του Συνηγόρου του Πολίτη, η ανταπόκριση της διοίκησης στο συγκεκριμένο πόρισμα περιγράφεται ως εξής: Η διοίκηση του Νοσοκομείου ζήτησε άμεσα την απομάκρυνση του επίμαχου εντύπου «υπεύθυνης δήλωσης» και άρχισε να διερευνά την έκταση φαινομένων άρνησης νοσηλείας. Παράλληλα, ο Υφυπουργός Υγείας απευθύνθηκε στο Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας ζητώντας τις επιστημονικές του απόψεις «λόγω της ιδιαίτερης σπουδαιότητας του θέματος».
Μ.Τ.