Digesta 2007

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Επιμέλεια: Μ. Τσαπόγας

ΔρΝ - Ειδικός Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη

Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

 

π.δ. 18/89 άρθρο 52, Οργ. Υποθηκοφυλακείων 3.3

Ανάθεση υπηρεσίας Υποθηκοφύλακα σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης

 

Η διοίκηση δεν έχει τη δυνατότητα ν’ αναστέλλει, λόγω εκκρεμότητας νέας αίτησης ακυρώσεως, την εκτέλεση πράξεως εκδοθείσης σε εκτέλεση προηγούμενης δικαστικής απόφασης. Εφ’ όσον η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, ενδεχόμενη διοικητική αναστολή εκτέλεσης αυτής υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας.

Πόρισμα 2109.01.2.6/10.1.2002

(Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Γιώργος Καμίνης, Χειριστής: Μιχάλης Τσαπόγας)

 

Η κ. Ζ., συμβολαιογράφος, ζήτησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, με αίτησή της, ν’ αφαιρεθεί η υπηρεσία Υποθηκοφύλακα ... από τον συμβολαιογράφο κ. Δ. και ν’ ανατεθεί στην ίδια, επικαλούμενη το άρθρο 3 παρ. 3 του Οργανισμού Υποθηκοφυλακείων («προτιμωμένου του έχοντος άδειαν του δικηγορείν από του στερουμένου τοιαύτης»). Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή (πράξη Υπουργού Δικαιοσύνης από 17.7.95), και εν συνεχεία ο θιγόμενος κατέθεσε αίτηση ακυρώσεως και αίτηση αναστολής εκτελέσεως. Ενώ η αίτηση αναστολής εκτελέσεως απορρίφθηκε από την Επιτροπή Αναστολών Σ.τ.Ε., ο Υπουργός, ελάχιστο χρόνο προ της δικασίμου για την εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως, ανεκάλεσε (πράξη της 18.3.96) την προηγουμένη πράξη. Η κ. Ζ. κατέθεσε αίτηση ακυρώσεως κατά της ως άνω ανακλητικής απόφασης. Το Συμβούλιο Επικρατείας έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε την ανακλητική πράξη του Υπουργού. Συνεπώς, ανεβίωσε η ισχύς της από 17.7.95 πράξης, ως μηδέποτε νομίμως ανακληθείσης. Αυτό ακριβώς αναγνώρισε και η από 15.12.98 (διαπιστωτικού χαρακτήρα) πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία ζητήθηκε από τον κ. Δ. να παραδώσει το Υποθηκοφυλακείο. Στη συνέχεια, όμως, ο Υπουργός ανεκάλεσε (1.2.99) αυτή τη διαπιστωτική πράξη, ανεκάλεσε (27.11. 2000) πάλι την ανακλητική, και, τέλος, ανεκάλεσε (8.1.2001) και την ανακλητική της ανακλητικής. Έτσι, η αναφερόμενη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας παραμένει ανεκτέλεστη.

Στην αιτιολογία της, η πλέον πρόσφατη υπουργική απόφαση επικαλείται την εκκρεμότητα τριτανακοπής και νέας αίτησης ακυρώσεως, τις οποίες φέρεται να έχει καταθέσει ο κ. Δ. Ωστόσο, η άσκηση ενδίκου μέσου ή ενδίκου βοηθήματος δεν έχει άνευ άλλου τινός ανασταλτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η παράλειψη του Υπουργείου Δικαιοσύνης να προβεί σε εφαρμογή της από 17.7.95 πράξης του κατ’ εκτέλεσιν της απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας, δεν φαίνεται να αιτιολογείται επαρκώς. Αυτό επεσήμανε ο Συνήγορος του Πολίτη, με έγγραφό του προς την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου. Στο από 3.4.2001 απαντητικό της έγγραφο, η αρμόδια υπηρεσία αιτιολόγησε τη στάση της επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 52 π.δ. 18/89 όπως ισχύει σήμερα, σύμφωνα με την οποία «αν υποβληθεί αίτηση ακυρώσεως ..., ο αρμόδιος Υπουργός μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης». Έτσι, σύμφωνα με την άποψη του Υπουργείου, η από 3.1.2001 αίτηση του κ. Δ. παρέσχε στη διοίκηση τη δυνατότητα ν’ αναστείλει την ισχύ της πράξης με την οποία του είχε αφαιρεθεί η υπηρεσία Υποθηκοφύλακα.

Πράγματι, η ανωτέρω διάταξη ιδρύει μια διαδικασία προσωρινής προστασίας παράλληλη της δικαστικής και παρέχει, στον θιγόμενο από μιά διοικητική πράξη, τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα στην υποβολή αίτησης αναστολής εκτελέσεως στον αρμόδιο δικαστικό σχηματισμό ή στην υποβολή αντίστοιχης «αίτησης αναστολής εκτελέσεως» στην ίδια τη διοίκηση. Επί της τελευταίας αυτής αιτήσεως, η διοίκηση διαθέτει, κατ’ αρχήν, διακριτική ευχέρεια. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, γεννάται ζήτημα υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχερείας εκ μέρους της διοίκησης. Η δυνατότητα διοικητικής αναστολής εκτελέσεως ευλόγως ασκείται επί διοικητικών πράξεων τις οποίες η διοίκηση έχει εκδώσει εκτιμώντας αυτοδυνάμως τα νομικά δεδομένα, ή, με άλλα λόγια, επί διοικητικών πράξεων των οποίων η νομιμότητα δεν έχει ακόμη κριθεί από τη δικαιοσύνη. Η διοίκηση διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια ν’ αναστέλλει την εκτέλεση μόνον εκείνων των πράξεων, τις οποίες εξ αρχής είχε τη δυνατότητα να εκδώσει ή να μην εκδώσει. Αντιθέτως, η από 15.12.98 πράξη Υπουργού εκδόθηκε κατά δεσμίαν αρμοδιότητα, ακριβώς σε εκτέλεση εκδοθείσης δικαστικής απόφασης. Μετά την σχετική απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, η διοίκηση δεν διέθετε την αρμοδιότητα να εκτιμήσει αυτοδυνάμως τα νομικά δεδομένα, αλλ’ υπεχρεούτο ν’ αφαιρέσει από τον κ. Δ. την υπηρεσία Υποθηκοφύλακα και να την αναθέσει στην κ. Ζ.

Έτσι, το γεγονός ότι ο θιγόμενος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το αρνητικό γι’ αυτόν προηγούμενο της απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής Αναστολών Σ.τ.Ε., επέλεξε, αντί της δικαστικής, την εναλλακτική οδό της διοικητικής αναστολής εκτέλεσης, και το γεγονός ότι η διοίκηση έστερξε προθύμως ν’ ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια αναστέλλοντας την εκτέλεση πράξης που η ιδία είχε εκδώσει σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, χωρίς μάλιστα να έχουν αναφανεί ή προταθεί νέα νομικά δεδομένα μη ληφθέντα υπ’ όψιν από την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, επιτρέπει στο Συνήγορο του Πολίτη τη διατύπωση της άποψης, ότι η έκδοση της από 8.1.2001 πράξης συνιστά υπέρβαση άκρων ορίων διακριτικής ευχέρειας. Η αντίθετη άποψη θ’ ανεγνώριζε στη διοίκηση τη δυνατότητα να καταστρατηγεί κατά βούλησιν το διατακτικό δικαστικής απόφασης, αναστέλλοντας αυτοβούλως την εκτέλεση διοικητικών πράξεων εκδοθεισών σε εκτέλεση εκείνης. Αν αναγνωριζόταν στη διοίκηση η δυνατότητα ν’ αναστέλλει την εκτέλεση πράξεών της εκδοθεισών κατ’ εφαρμογή ρητού διατακτικού δικαστικής απόφασης, θα επρόκειτο ουσιαστικώς για διοικητική αναστολή εκτελέσεως της δικαστικής απόφασης, κάτι που η πάγια νομολογία της Επιτροπής Αναστολών Σ.τ.Ε. έχει χαρακτηρίσει αδιανόητο.

Αξίζει, επί πλέον, να σημειωθεί, ότι η από 8.1.2001 πράξη με την οποίαν αναστέλλεται η ισχύς προηγουμένων πράξεων, πάσχει και από έλλειψη αιτιολογίας. Οι διατάξεις, τις οποίες επικαλείται η διοίκηση, της παρέχουν, κατ’ αρχήν, διακριτική ευχέρεια για αναστολή εκτέλεσης εφ’ όσον εκκρεμεί αίτηση ακυρώσεως, πλην όμως η αναστολή αυτή πρέπει να αιτιολογείται, με παράθεση συγκεκριμένων λόγων που υποτίθεται ότι την καθιστούν αναγκαία. Αντιθέτως, η συγκεκριμένη πράξη επικαλείται ως μόνη αιτιολογία της αναστολής την εκκρεμότητα της νέας αίτησης ακυρώσεως, και εμφανίζει τη διακριτική ευχέρεια αναστολής ως, δήθεν, δεσμία αρμοδιότητα («η άσκηση τριτανακοπής κατά της 2271/98 απόφασης και αίτησης ακύρωσης ... επιβάλλει την ανάκληση του ανωτέρω εγγράφου μας»)! Τέλος, για την πληρότητα του ιστορικού, θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι, όπως πληροφόρησε τον Συνήγορο του Πολίτη η κ. Ζ., η ασκηθείσα τριτανακοπή του κ. Δ. σε βάρος της απόφασης Συμβουλίου Επικρατείας, την οποίαν επίσης επικαλείται η αιτιολογία του τελευταίου αυτού εγγράφου του Υπουργείου, έχει, στο μεταξύ, απορριφθεί.

Τα αδύνατα αυτά σημεία της τελευταίας αυτής πράξης, σε συνδυασμό με μιάν αλληλουχία πράξεων και ανακλήσεων (από 17.7.95, 18.3.96, 15.12.98, 1.2.99, 27.11. 2000, 8.1.2001) στερουμένων αιτιολογίας, παρέχουν στην κ. Ζ. το δικαίωμα να διαμαρτύρεται για το ότι η στάση της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου υπήρξε διαχρονικώς επιλεκτική. Ειδικότερα: Μόνη η κατάθεση της αρχικής αίτησης ακυρώσεως του κ. Δ. ήρκεσε στη διοίκηση για ν’ ανακαλέσει (18.3.96) την εις βάρος του πράξη πριν καν εκδικασθεί εκείνη η αίτηση ακυρώσεως, ήδη δε η νέα αίτηση ακυρώσεως του ιδίου παρέσχε αφορμή στη διοίκηση για ν’ αναστείλει την πράξη της, εντός μόλις πέντε ημερών από της αιτήσεως αναστολής. Αντιθέτως, στην περίπτωση της κ. Ζ., η διοίκηση εμφανίζεται, ακόμη και μετά την ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, να πράττει το παν προκειμένου να εξουδετερώσει το διατακτικό της απόφασης αυτής. Στην αναφορά της, η κ Ζ. πιθανολογεί την εμπλοκή διαπροσωπικών, συγγενικών ή και κομματικών διασυνδέσεων ως ενδεχόμενη αιτία της σαφούς αυτής επιλεκτικής στάσης της αρμόδιας υπηρεσίας. Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν διανοείται να ενστερνισθεί παρόμοιες πιθανολογήσεις, κατά κανόνα μάλιστα δεν τις μνημονεύει καν στα έγγραφά του. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, υποχρεούται να επισημάνει ότι, δυστυχώς, η στάση της διοίκησης ουδόλως συνέβαλε στην αποτροπή των πιθανολογήσεων αυτών. Αλλά και πέραν των συμφερόντων της κ. Ζ., η προαναφερθείσα αλληλουχία αναιτιολόγητων ανακλητικών πράξεων του Υπουργείου, με μοναδικόν εμφανή στόχο τη μη εκτέλεση απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας, φαλκιδεύει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.

Για τους παραπάνω λόγους, ο Συνήγορος του Πολίτη ολοκληρώνει τη διερεύνηση της υπόθεσης με το παρόν πόρισμα, εισηγούμενος στον Υπουργό Δικαιοσύνης την κίνηση των διαδικασιών που απαιτούνται προκειμένου να εκτελεσθεί το σαφές διατακτικό της κρίσιμης απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας.

Σημείωση

Ανταποκρινόμενο στο συγκεκριμένο πόρισμα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης εξέδωσε εκ νέου παραγγελία παράδοσης του Υποθηκοφυλακείου, η οποία και εκτελέσθηκε.

Μ.Τ.