Digesta 2004

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Α. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Επιμέλεια: Διονύσιος Φιλίππου

Επίκουρος Καθηγητής Νομικής ΔΠΘ

Για να αποθηκεύσετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

 

Σ 4, π.δ. 86/2001

Αντισυνταγματικότητα του τρόπου αναβαθμολογήσεως γραπτών για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

Η διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας σε περίπτωση αναβαθμολογήσεως του γραπτού με τον τρόπο που προβλέπει το π.δ. 86/2001 εξαρτάται από το εντελώς τυχαίο και συμπτωματικό κριτήριο του βαθμού εκείνου από τους δύο προηγούμενους προς τον οποίο προσεγγίζει ο βαθμός του τρίτου (αναβαθμολογητή), με συνέπεια να προσκρούει στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας.

 

ΔιοικΕφΑθ 3155/2003 [Ακυρωτικός Σχηματισμός]

(Σύνθεση: Β. Καράκωστας, Β. Χριστοφίλης, Β. Παπαγγελοπούλου - εισηγήτρια)

 

Με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1019382 και 1032898/22.9.2003 ειδικά έντυπα παραβόλου), επιδιώκεται, παραδεκτώς, να ακυρωθεί η απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία κυρώθηκαν οι πίνακες εισαγομένων στα τμήματα και τις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης των εισαγωγικών εξετάσεων ακαδημαϊκού έτους 2003-2004 με βάση το απολυτήριο του ενιαίου λυκείου, κατά το μέρος που συμπεριελήφθη μεν στους πίνακες αυτούς ως επιτυχών ο αιτών, εισήχθη όμως στο τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που αποτελούσε τη δεύτερη προτίμησή του στο μηχανογραφικό δελτίο.

Κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 2525/1997, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2909/2001, εκδόθηκε η Φ.253/Β6/1340/11.5.2001 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ 565/15.5.2001 τ. Β΄) «Πρόσβαση των κατόχων απολυτηρίου ενιαίου λυκείου ή άλλου τύπου λυκείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση». Σύμφωνα με την υπουργική αυτή απόφαση η επιλογή των εισαγομένων γίνεται με κριτήριο το σύνολο των μορίων που συγκεντρώνεται από το άθροισμα των γινομένων του γενικού βαθμού πρόσβασης και του βαθμού πρόσβασης των δύο μαθημάτων αυξημένης βαρύτητας με τους αντίστοιχους συντελεστές. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 2525/1997, όπως αυτές συμπληρώθηκαν αρχικά με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2909/2001 και στη συνέχεια με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2986/2002, και της παρ. 14 του άρθρου 13 του ν. 3149/ 2003, ο γενικός βαθμός πρόσβασης και οι βαθμοί πρόσβασης των μαθημάτων διαμορφώνονται με βάση την ετήσια προφορική επίδοση του μαθητή και τη γραπτή επίδοσή του στις τελικές γραπτές εξετάσεις που διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο στα μαθήματα των δύο τελευταίων τάξεων που εξετάζονται σε εθνικό επίπεδο με βάση τις σχετικές διατάξεις για την προαγωγή και απόλυση των μαθητών του ενιαίου λυκείου.

Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 22 του π.δ. 86/2001 (ΦΕΚ 73/12.4.2001 τ. Α΄) «αξιολόγηση των μαθητών του ενιαίου λυκείου», αν η διαφορά μεταξύ των βαθμολογιών του Α΄ και του Β΄ βαθμολογητή είναι μικρότερη ή ίση με 12 μονάδες στην κλίμακα 0-100, τότε ο τελικός βαθμός είναι ο μέσος όρος των δύο βαθμολογιών (παρ. 1). Αν η διαφορά όμως μεταξύ των βαθμολογιών Α΄ και Β΄ βαθμολογητή είναι μεγαλύτερη από 12 μονάδες στην κλίμακα 0-100, τότε γραπτό παραδίδεται για αναβαθμολόγηση και σε τρίτο βαθμολογητή (παρ. 2). Στην περίπτωση αναβαθμολόγησης ο τελικός βαθμός του γραπτού είναι ο μέσος όρος που προκύπτει από το βαθμό του τρίτου βαθμολογητή και τον πλησιέστερο προς αυτόν βαθμό των δύο προηγουμένων, εκτός της περίπτωσης που ο βαθμός του τρίτου είναι μικρότερος από τους βαθμούς και των δύο πρώτων, οπότε ως βαθμός του γραπτού λαμβάνεται ο μικρότερος βαθμός από αυτούς που έδωσαν οι δύο πρώτοι βαθμολογητές. Στην περίπτωση που ο βαθμός του Γ΄ βαθμολογητή είναι ίσος με τον μέσο όρο των βαθμών των δύο πρώτων, ως τελικός βαθμός του γραπτού λαμβάνεται ο συγκεκριμένος μέσος όρος (παρ. 3, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 15 του άρθρου 1 του π.δ. 26/2002).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών, απόφοιτος ενιαίου λυκείου, μετείχε στις εξετάσεις των μαθημάτων της Γ΄ τάξης ενιαίου λυκείου που διενεργήθηκαν σε εθνικό επίπεδο τον Μάιο - Ιούνιο 2003, συγκέντρωσε δε σύνολο μορίων 18.086, με αποτέλεσμα να εισαχθεί στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που αποτελούσε τη δεύτερη προτίμησή του στο μηχανογραφικό δελτίο. Ειδικότερα, το μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας θεωρητικής κατεύθυνσης βαθμολογήθηκε από τον Α΄ βαθμολογητή με βαθμό 56 και τον Β΄ βαθμολογητή με 78. Εν όψει της διαφοράς αυτής των δύο βαθμών (μεγαλύτερης των 12 βαθμών), το γραπτό βαθμολογήθηκε και από Γ΄ βαθμολογητή - αναβαθμολογητή με βαθμό 64. Κατ’ εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων ο μέσος όρος του μαθήματος διαμορφώθηκε σε 60, που αποτελεί τον μέσο όρο του βαθμού του αναβαθμολογητή με τον πλησιέστερο προς αυτόν βαθμό των δύο προηγουμένων, δηλαδή το 60 αντιπροσωπεύει τον μέσο όρο του 56 και 64 στην κλίμακα 0-100.

Ο προβλεπόμενος από τις προηγούμενες διατάξεις τρόπος αναβαθμολογήσεως έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό εκείνου του βαθμού ο οποίος αφίσταται περισσότερο από το βαθμό του αναβαθμολογητή. Όμως, η διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας του γραπτού – σε περίπτωση αναβαθμολογήσεως – κατά τον καθιερούμενο από το π.δ. 86/2001 τρόπο, στηρίζεται σε ρευστά και όχι αντικειμενικά δεδομένα, μη συμφυή με το αντικείμενο και το σκοπό της ρύθμισης, στον οποίο αποβλέπει ο θεσμός της αναβαθμολόγησης, αφού εξαρτάται από το εντελώς τυχαίο και συμπτωματικό κριτήριο του βαθμού εκείνου από τους δύο προηγούμενους βαθμολογητές προς τον οποίο προσεγγίζει ο βαθμός του αναβαθμολογητή. Κατά συνέπεια, προσκρούει στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας.

Με τα δεδομένα αυτά, σε περίπτωση αναβαθμολογήσεως του γραπτού δοκιμίου του υποψηφίου, όπως στην προκείμενη περίπτωση, ο τελικός βαθμός του γραπτού πρέπει να διαμορφωθεί με βάση το μέσο όρο των τριών βαθμολογητών. Τη ρύθμιση αυτή, η οποία επιβάλλεται και από την αρχή της αναλογικότητας, και η οποία δεν αποτελεί αδικαιολογήτως ευμενή μεταχείριση για τους υποψηφίους εκείνους τα γραπτά των οποίων είναι δεκτικά αναβαθμολογήσεως έναντι των λοιπών υποψηφίων, όπως αβάσιμα προβάλλεται από το Δημόσιο, απηχεί και το π.δ. 86/2001 (άρθρο 22 παρ. 3 αυτού, όπως ισχύει), στο οποίο ορίζεται ότι σε περίπτωση που ο τρίτος βαθμός είναι ο μέσος όρος των δύο πρώτων, ως τελικός βαθμός του γραπτού λαμβάνεται ο συγκεκριμένης μέσος όρος. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση παρίσταται μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί ως προς τον αιτούντα κατά τα βασίμως από αυτόν προβαλλόμενα. Περαιτέρω, η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα.

 

Σημείωση

  1. Η απόφαση είναι αναμφίβολα ιδιαίτερα σημαντική για το δίκαιο της παιδείας σε πρακτικό επίπεδο, διότι οδηγεί σε μεταβολή του συστήματος (ανα)βαθμολογήσεως στον τόσο ευαίσθητο τομέα των εισαγωγικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Θεωρώ όμως πέραν αυτού την απόφαση σημαντική και σε επιστημονικό επίπεδο, διότι προβαίνει σε μία μάλλον πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα ad hoc εφαρμογή των αρχών της ισότητας και αναλογικότητας.

  1. Ως προς την αρχή της ισότητας, η απόφαση ενδεχομένως εννοεί ότι ο βαθμός που συνάγεται από το (προ)ισχύον σύστημα αναβαθμολογήσεως φέρνει τους υπό αναβαθμολόγηση υποψηφίους σε (άνισα) δυσμενέστερη θέση έναντι αφενός μεν υποψηφίων για τους οποίους δεν απαιτήθηκε αναβαθμολόγηση, αφετέρου δε υποψηφίων τα γραπτά των οποίων υπεβλήθησαν σε αναβαθμολόγηση, ο βαθμός όμως του αναβαθμολογητή ήταν πλησιέστερος στον υψηλότερο και όχι στον χαμηλότερο βασικό βαθμό.
  2. Τα επιμέρους κριτήρια ισότητας που χρησιμοποιεί η απόφαση είναι τρία: η ρευστότητα των δεδομένων στα οποία στηρίζεται η ως αντισυνταγματική κρινόμενη νομοθετική ρύθμιση (κριτήριο α), η μη αντικειμενικότητα των αυτών δεδομένων (κριτήριο β), και η ασυνάφεια του συστήματος αναβαθμολογήσεως με το σκοπό της αναβαθμολογήσεως (κριτήριο γ).
  3. Το κριτήριο είναι ρευστό, διότι οδηγεί σε μεταβολή διαδικασίας αναβαθμολογήσεως ανάλογα με το αν ο βαθμός αναβαθμολογήσεως βρίσκεται πιο κοντά στο όριο του Χ (μικρότερου βαθμού) ή του Ψ (μεγαλύτερου βαθμού). Στην μία περίπτωση η διαδικασία θα μπορούσε να εκφραστεί (αν ο βαθμός αναβαθμολογήσεως ονομαστεί Α) ως λόγος Χ/Α ενώ στην άλλη ως Ψ/Α. Άρα, ο τρόπος αναβαθμολογήσεως μεταβάλλεται με κριτήριο τυχαίο και μη προϋπολογίσιμο από τον εξεταζόμενο.
  4. Το αυτό κριτήριο (όπως συγκεκριμενοποιείται υπό 4) δεν είναι ούτε αντικειμενικό, αφού για άλλους υποψηφίους χρησιμοποιείται η μια διαδικασία (Χ/Α) και για άλλους η άλλη (Ψ/Α) χωρίς αυτή η διαφοροποίηση να έχει συγκεκριμένο λόγο υπάρξεως, βασιζόμενο μάλιστα σε αξιολογήσεις του θετικού δικαίου. Ο τυχαίος χαρακτήρας της διαφοροποιήσεως σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η διαφοροποίηση δεν θεμελιώνεται κάπου στο θετικό δίκαιο, οδηγεί δικαιολογημένα στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο δεν είναι αντικειμενικό.
  5. Σκοπός της αναβαθμολογήσεως είναι να διασφαλιστεί η δικαιότερη κρίση μέσω προσεγγίσεως των δύο βαθμών που απέχουν δυσανάλογα κατά την εκτίμηση του νομοθέτη. Αυτή η δικαιοσύνη μέσω αλληλο-προσεγγίσεως διασφαλίζεται με τον βαθμό ενός τρίτου βαθμολογητή. Το σύστημα αναβαθμολογήσεως των εισαγωγικών εξετάσεων οδηγεί όμως σε αχρήστευση του ενός τουλάχιστον κύριου βαθμού. Αντιστρατεύεται έτσι εκ της φύσεώς του τον σκοπό αυτό της "νομιμοποιήσεως" της βαθμολογικής διαδικασίας δια της αλληλο-προσεγγίσεως βαθμών που απέχουν σε έκταση τέτοια, ώστε να δίδεται η εντύπωση του σφάλματος. Κριτήριο που δεν συνάπτεται αντικειμενικά προς τον επιδιωκόμενο σκοπό είναι όμως αντίθετο στην αρχή της ισότητας. Τούτο αποτελεί παλιά παράδοση του δικαίου μας.
  6. Τέλος ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ορθή σκέψη, ότι η λήψη υπόψη του μέσου όρου και των τριών βαθμών επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας ή με διαφορετική διατύπωση, ότι κάθε διαφορετική διαδικασία προσκρούει στην εν λόγω συνταγματική αρχή (Βλ. άρθρ. 25 § 1 Σ).

Πράγματι για έναν υποψήφιο στον οποίο λήφθηκε υπόψιν ο χαμηλότερος και μόνο κύριος βαθμός (σε συνδυασμό με το βαθμό αναβαθμολογήσεως) η ρύθμιση που επέβαλε την εν λόγω διαδικασία θίγει τα δικαιώματά του (και ιδίως τις εκ του άρθρ. 5 § 1 Συντ. συναγόμενες ελευθερίες) κατά τρόπο μη αναγκαία και μη κατάλληλα δυσμενή, αφού όπως προαναφέρθηκε το σύστημα αυτό δεν συνάπτεται προς κάποια νομοθετικά συναγόμενη ratio ή εν γένει με τους σκοπούς της αναβαθμολογήσεως.

  1. Λιτή και επιτυχώς τολμηρή απόφαση με λαμπρή χρήση συνταγματικών επιχειρημάτων στην διοικητική διαδικασία. Κάτι που θα ευχόταν κανείς να γίνει σχολή.

Πάνος Λαζαράτος

Αν. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών