Digesta 2005

Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Βασίλης Σωτηρόπουλος

Για να ανοίξετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

  1. Εισαγωγή
  2. Η συνταγματική «καταγωγή» του διπόλου πληροφοριακής πρόσβασης/προστασίας

2.1.  Θεμελιωτικές της ελευθερίας της πρόσβασης διατάξεις

2.2.  Η αρχή της διαφάνειας

2.3.  Το δικαίωμα του αναφέρεσθαι στις αρχές

2.4.  Το δικαίωμα στην πληροφόρηση

2.5.  Η αρχή της χρηστής διοίκησης

2.6.  Το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα

2.7.  Το συνταγματικό δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων

  1. Η μεταφορά του διπόλου διαφάνεια - προστασία δεδομένων στην κοινή νομοθεσία

3.1.  Ο ν. 1599/1986

3.2.  Ο ν. 2472/1997

3.3.  Ο ν. 2690/1999

3.4.  Κανονιστικές και αξιολογικές αντινομίες και παραβλέψεις του νομοθέτη

  1. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως μέθοδος επίλυσης των αντινομιών. De lege ferenda λύσεις
  2. Η υποδειγματική επίλυση από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη

5.1.  Ο Κανονισμός 1049/ΕΚ

5.2.  Ο Κανονισμός 45/2001/ΕΚ

5.3.  Ο Κώδικας Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς

  1. Συμπεράσματα

  1. Εισαγωγή

Η ποιότητα της διοίκησης, η «ορθή διοικητική συμπεριφορά» (good administration), όπως και η ποιότητα της νομοθεσίας (good legislation), συνιστώσες, ούτως ή άλλως, των εννόμων αγαθών της Χρηστής Διοίκησης, για την πρώτη περίπτωση, και του Κράτους Δικαίου, για την δεύτερη, αυτονομούνται ως στόχοι στις σύγχρονες έννομες τάξεις και ανάγονται σε νομικούς, αλλά και οικονομικούς, αυτοσκοπούς[1].

Τόσο η πρόσβαση στη δημόσια πληροφορία, όσο και η προστασία των προσωπικών δεδομένων, μολονότι αιτήματα φαινομενικά αντίρροπα, συναποτελούν δικαιώματα, η πραγμάτωση των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ο κυριότερος ενδείκτης της πληροφοριακής δημοκρατικότητας μιας κοινωνίας. Ως εκ τούτου, η ποιότητα των νομοθετημάτων που κατοχυρώνουν θεσμικά το δίπολο πρόσβαση στην πληροφορία - προστασία προσωπικών δεδομένων και ο βαθμός ασφάλειας δικαίου που επιτυγχάνεται με αυτά, συναρτάται άμεσα με τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου και τη Δημοκρατική Αρχή.

Οι δυσλειτουργίες που παρουσιάζει η εσωτερική κοινή νομοθεσία, όχι τόσο στην ευθύτητα της διακήρυξης, αλλά στην λειτουργική συμβατότητα των νομικών διατάξεων που διέπουν την πρόσβαση προς εκείνες που ρυθμίζουν την προστασία των προσωπικών δεδομένων, δημιουργούν εύλογη αμφιβολία για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών από την ελληνική έννομη τάξη. Γεγονός το οποίο δημιουργεί ζητήματα συμβατότητας προς τις «μητρικές» διατάξεις του συνταγματικού δικαίου, εσωτερικού και, οσονούπω, ευρωπαϊκού.

Με την παρούσα μελέτη επιχειρείται να καταδειχθεί η σχετική προβληματική και να υποδειχθούν de lege lata ερμηνευτικές λύσεις, χωρίς όμως να είναι αναπόφευκτη η ανάγκη κυριαρχικής επίλυση των προβλημάτων από τον νομοθέτη, μία de lege ferenda κατεύθυνση της οποίας, επίσης, προτείνεται.

 

  1. Η συνταγματική «καταγωγή» του διπόλου πληροφοριακής πρόσβασης/προστασίας

Τόσο στο Σύνταγμα 1975/1986/2001, όσο και σε άλλα κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος που κατοχυρώνουν δικαιώματα με «θεμελιώδη» χαρακτήρα (ΣυνθΕΚ, ΕΣΔΑ, ΔΣΑΠΔ, Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.[2], Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης), η πρόσβαση σε δημόσιες πληροφορίες καταγεγραμμένες στα διοικητικά έγγραφα και η προστασία των προσωπικών δεδομένων που τυχόν εμπεριέχονται σε αυτά, δικαιώματα αρχετυπικά «ανταγωνιστικά», συνδέονται με την εκπλήρωση του κανονιστικού περιεχομένου περισσότερων διατάξεων και αρχών.

Έτσι, αφενός, το δικαίωμα πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία απορρέει από το γενικότερο δικαίωμα στην πληροφόρηση (άρθρο 5Α § 1 Σ, άρθρο 10 § 1 ΕΣΔΑ, άρθρο 19 § 2 ΔΣΑΠΔ, άρθρο 11 § 1 ΧΘΔΕΕ), το δικαίωμα του αναφέρεσθαι στις αρχές (άρθρο 10 Σ), και από την αρχή της χρηστής διοίκησης («δικαίωμα», κατ’ άρθρο 41 ΧΘΔΕΕ). Ρητή κατοχύρωση αυτοτελούς, «επώνυμου» δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα περιέχεται στο άρθρο 10 § 3 Σ, στο άρθρο 255 (πρώην 191Α) ΣυνθΕΚ και στο άρθρο 42 ΧΘΔΕΕ, αναφορικά με τα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ η Συνθήκη για τη θέσπιση ΕυρΣ περιέχει το δικαίωμα πρόσβασης κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος - μέλος στα έγγραφα των Οργάνων, οργανισμών και φορέων της Ένωσης, «σε οποιαδήποτε μορφή κι αν περιέχονται» (άρθρο ΙΙ-102). Τέλος, το δικαίωμα πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία είναι απόρροια της ευρύτερης αρχής της διαφάνειας της διοικητικής δράσης.

Αφετέρου, η προστασία προσωπικών δεδομένων προβλέπεται ως αυτονομημένο δικαίωμα από τα άρθρα 9Α Σ, 8 ΧΘΔΕΕ, 286 ΣυνθΕΚ, τα άρθρα Ι-51 και ΙΙ-68 Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης. Επικουρικά, η προστασία προσωπικών δεδομένων απορρέει ως εκπλήρωση του δικαιώματος του απαραβίαστου του ιδιωτικού βίου (άρθρο 9 § 1 εδ. β΄ Σ, άρθρο 8 ΕΣΔΑ, άρθρο 17 ΔΣΑΠΔ), την προστασία της προσωπικότητας, της ανθρώπινης αξίας κ.λπ[3]. Αναλυτικότερα:

 

2.1. Η αρχή της διαφάνειας

Η αρχή της διαφάνειας της κρατικής δράσης[4] απορρέει από το πνεύμα συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων και η εισαγωγή πρόσθετων θεσμικών εγγυήσεων της αρχής αυτής αποτέλεσε ένα από τα χαρακτηριστικά του αναθεωρητικού διαβήματος[5] του 2001. Περιεχόμενο της αρχής είναι η υποχρέωση το κράτους να εξασφαλίζει τη δημοσιότητα των αποφάσεών του και των ενεργειών του[6].

Διατάξεις που, συστηματοποιούμενες, επιτρέπουν την εξαγωγή της αρχής της διαφάνειας περιέχονται στα άρθρα: 5Α, 10, 14 § 9, 15 § 2, 20, 29 § 2 εδ. β΄, 57, 66 § 1, 93 §§ 2-3, 98, 101Α και 103 § 7 Σ. Εξυπακούεται ότι η αρχή της διαφάνειας απορρέει και από τη Δημοκρατική Αρχή (άρθρο 1 § 1 Σ), όπως και από την αρχή του Κράτους Δικαίου (άρθρο 25 § 1 Σ)[7].

Η αρχή της διαφάνειας είναι έννοια γένους προς το δικαίωμα πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία.

Περιορισμοί της αρχής της διαφάνειας περιέχονται στο ίδιο το Σύνταγμα, κυρίως ως περιορισμοί του δικαιώματος πληροφόρησης (βλ. κατωτέρω, υπό 2.3) και αποκλεισμού της δημοσιότητας ορισμένων διαδικασιών (π.χ. συνεδριάσεων της Βουλής, άρθρο 66 § 1 Σ, συνεδριάσεων των δικαστηρίων, άρθρο 93 § 2 Σ).

Σε επίπεδο Ε.Ε. η αρχή της διαφάνειας θεμελιώνεται στο δικαίωμα αναφοράς (άρθρο 21 ΣυνθΕΚ) που αναγνωρίζεται στους κατόχους ευρωπαϊκής ιθαγένειας, στο δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα (άρθρο 255 ΣυνθΕΚ) και διακηρύσσεται ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου από το ΔΕΚ[8] και το ΠΕΚ[9].

Διαφάνεια και προστασία προσωπικών δεδομένων δεν τελούν εξ ορισμού σε σχέση αλληλοαποκλεισμού: μία αρχή που διέπει το δίκαιο της προστασίας προσωπικών δεδομένων είναι η διαφάνεια των επεξεργασιών προσωπικών δεδομένων[10], σύμφωνα με την οποία, η εμπιστευτικότητα της επεξεργασίας (άρθρο 10 § 1 ν. 2472/1997) δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του υποκειμένου των δεδομένων (το οποίο έχει δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα που το αφορούν, άρθρο 12), αλλά ούτε και κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που έχει αξίωση γνωστοποίησης όλων των επεξεργασιών και αρχείων (κατ’ άρθρο 6 ν. 2472/ 1997, πλην των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 7Α) και έναντι της οποίας δεν αντιτάσσεται κανενός είδους απόρρητο, κατά την διενέργεια διοικητικού ελέγχου αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 19 § 1 στ. η΄ ν. 2472/1997).

 

2.2. Το δικαίωμα του αναφέρεσθαι στις αρχές

H σχέση της πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία προς το δικαίωμα αναφοράς στις αρχές (άρθρο 10 Σ[11]) συνδέεται με την ίδρυση ιδιαίτερης συνταγματικής υποχρέωσης των αρχών για απάντηση στην ερώτηση, δηλαδή παροχή πρόσβασης στην αιτηθείσα πληροφορία (§ 3)[12]. Ως ειδικότερη έκφανση τόσο της αρχής της διαφάνειας, όσο και της αρχής της χρηστής διοίκησης, το δικαίωμα συνδέεται με την άσκηση του – επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένου – δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης από τη διοίκηση (άρθρο 20 § 2 Σ)[13]. Επιπλέον, το δικαίωμα αναφοράς συνδέεται με την συνταγματική αρχή της συμμετοχής[14] και, ως εκ τούτου, η πρόσβαση στη δημόσια πληροφορία αποκτά το χαρακτήρα πολιτικού δικαιώματος, αναγόμενου, τελικά, στη Δημοκρατική Αρχή (άρθρο 1 § 1 Σ).

Περιορισμοί του δικαιώματος για απάντηση των αρχών πρέπει να θεωρηθεί ότι προβλέπονται στο άρθρο 5Α Σ, ως περιορισμοί του δικαιώματος στην πληροφό-
ρηση[15].

Σε επίπεδο Ε.Ε. το δικαίωμα αναφοράς προβλέπεται από το άρθρο 21 ΣυνθΕΚ, ως δικαίωμα αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (εδ. α΄), τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (εδ. β΄) και τα όργανα της κοινότητας (εδ. γ΄). Η διατύπωση επαναλαμβάνεται στο άρθρο 44 ΧΘΔΕΕ και στο αντίστοιχο (άρθρο ΙΙ-104) του ΕυρΣ, ενώ αποτελεί και συνιστώσα το δικαιώματος χρηστής διοίκησης (άρθρο 41 ΧΘΔΕΕ και ΙΙ-101 ΕυρΣ).

 

2.3. Το δικαίωμα στην πληροφόρηση

Το άρθρο 5Α § 1 εδ. α΄ Σ παρέχει την κύρια συνταγματική βάση της πρόσβασης στην πληροφορία: το δικαίωμα στην πληροφόρηση. Πριν την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, η «ελευθερία της πληροφόρησης» εξαγόταν ως προϋπόθεση άσκησης του δικαιώματος για ελεύθερη έκφραση των στοχασμών (άρθρο 14 § 1 Σ). Μετά την κανονιστική αυτονόμησή του όμως, το δικαίωμα στην πληροφόρηση καθίσταται συνταγματικός αυτοσκοπός[16], ανεξάρτητος από τη συμβολή του στην πληρέστερη και αποτελεσματικότερη απόλαυση της ελευθερίας της έκφρασης.

Περιεχόμενο του δικαιώματος είναι η αξίωση του ατόμου για πρόσβαση στην πληροφορία και η απόκρουση των τυχόν εμποδίων που αναπτύσσει κατά της πρόσβασης αυτής η εξουσία, δημόσια ή ιδιωτική. Με την ειδικότερη μορφή του δικαιώματος, ως συμμετοχικού στην Κοινωνία της Πληροφορίας (άρθρο 5Α § 2 Σ), το δικαίωμα είναι και εξασφαλιστικό, καθώς εισάγει την κρατική υποχρέωση για διευκόλυνση, με θετικές ενέργειες, εννοείται, της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα στην πληροφόρηση κατοχυρώνεται από το αναθεωρημένο Σύνταγμα με εγγεγραμμένο στο ίδιο το άρθρο 5Α το ανεκτό πλαίσιο των περιορισμών του[17]. Οι περιορισμοί του δικαιώματος πρέπει να: α) επιβάλλονται με νόμο, β) είναι απολύτως αναγκαίοι, γ) δικαιολογούνται για λόγους: i. εθνικής ασφάλειας, ii. καταπολέμησης του εγκλήματος, iii. προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.

Επίσης, στην ειδική μορφή του, το δικαίωμα συμμετοχής στην ΚτΠ, ασκείται «τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19». Παρατηρείται, δηλαδή, ότι το ίδιο το Σύνταγμα περιέχει ειδική επιφύλαξη στην άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής στην ΚτΠ υπέρ των δικαιωμάτων: α) του ασύλου της κατοικίας, β) του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, γ) της προστασίας προσωπικών δεδομένων και της σχετικής αρμοδιότητας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δ) του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας και της σχετικής αρμοδιότητας της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και ε) της απαγόρευσης χρήσης αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση όλων των ανωτέρω συνταγματικών δικαιωμάτων. Η ειδική αυτή συνταγματική επιφύλαξη πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται εξ ορισμού και στους «απολύτως αναγκαίους» περιορισμούς που μπορούν με νόμο να επιβληθούν και δικαιολογούνται για λόγους προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων[18], κατ’ άρθρο 5Α § 1, δηλαδή αποτελούν συνταγματικούς περιορισμούς του ευρύτερου δικαιώματος στην πληροφόρηση και ως εκ τούτου, συγκροτούν το όριο της πρόσβασης στην δημόσια πληροφορία.

Παρατηρείται, λοιπόν, ότι, το Σύνταγμα προβαίνει σε μια φραστική «μεροληψία»: προβλέπει στο άρθρο 5Α επιφύλαξη υπέρ του άρθρου 9Α, δίνοντας το προβάδισμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η μεροληψία αυτή σχετικοποιείται, φυσικά, από το γεγονός ότι και τα δύο δικαιώματα συγκατοχυρώνονται στο ενιαίο κείμενο του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, έχουν ίση τυπική ισχύ. Ωστόσο, σε οριακές περιπτώσεις «σύγκρουσης» του δικαιώματος πληροφόρησης προς τα δικαιώματα των άρθρων 9, 9Α και 19, το ίδιο το Σύνταγμα εμπεριέχει την τάση που πρέπει, εν αμφιβολία, να ακολουθήσει ο ερμηνευτής των διατάξεων. Και η τάση αυτή είναι εις βάρος της ελευθερίας της πληροφόρησης και υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής και του πληροφοριακού και επικοινωνιακού αυτοκαθορισμού. Αν ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόκρινε το αντίστροφο, τότε η επιφύλαξη θα περιλαμβανόταν στα άρθρα 9, 9Α και 19 και θα ήταν υπέρ του άρθρου 5Α (argumentum a contrario).

Οι περιορισμοί αυτοί της ελευθερίας της πληροφόρησης είναι αντίστοιχοι με τους επιτρεπόμενους περιορισμούς που χωρούν κατ’ άρθρο 10 § 2 της ΕΣΔΑ στο αντίστοιχο δικαίωμα[19] και συνεπώς, παρά την οποιαδήποτε ρητή αναφορά σε περιορισμούς, το εσωτερικό συνταγματικό μας δίκαιο είναι συμβατό με το άρθρο 11 του ΧΘΔΕΕ, όπως το άρθρο 52 § 3 του ίδιου ορίζει[20] και, ως εκ τούτου, με το αντίστοιχο άρθρο του ΕυρΣ. Συμβατότητα παρατηρείται επίσης και προς την αντίστοιχη διακήρυξη του άρθρου 19 του ΔΣΑΠΔ.

 

2.4. Η αρχή της χρηστής διοίκησης

Η αρχή της χρηστής διοίκησης διέπει το ελληνικό διοικητικό δίκαιο νοούμενη ως δέσμη προστατευτικών εγγυήσεων, όπως η αρχή της ισότητας (4 § 1 Σ), της καλής λειτουργίας της διοίκησης (good administration), της πρόβλεψης διαδικασιών για την άσκηση της προηγούμενης ακρόασης από τους πολίτες (20 § 2 Σ), η λειτουργία του θεσμού του Συνηγόρου του πολίτη (103 § 9 Σ) και των άλλων ανεξάρτητων αρχών που παρέχουν εχέγγυα αυξημένου βαθμού αντικειμενικότητας, διαφάνειας και αμεροληψίας (101Α Σ), η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων, η δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη κατά των πράξεων της διοίκησης (άρθρο 20 § 1 Σ)[21]. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσβαση στην πληροφορία που κατέχει η δημόσια διοίκηση, δηλαδή, η πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα (είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά που περιέχονται σε δημόσια αρχεία) νοείται ως εκπλήρωση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Γενικότερο συνταγματικό θεμέλιο της αρχής της χρηστής διοίκησης παρέχει το άρθρο 25 § 1 Σ, με την καθιέρωση της ευρύτερης έννοιας του Κράτους Δικαίου.

Περαιτέρω, με το άρθρο 41 του ΧΘΔΕΕ εισάγεται για πρώτη φορά το «δικαίωμα χρηστής διοίκησης», σύμφωνα με το οποίο «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης». Στον ενδεικτικό («ιδίως») κατάλογο των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δικαίωμα χρηστής διοίκησης (§ 2), περιλαμβάνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στο φάκελό του. Το δικαίωμα αυτό αποτελεί, όπως θα αναπτυχθεί κατωτέρω, σημείο τομής άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία και δικαιώματος προστασίας προσωπικών δεδομένων. Το άρθρο 41, δια της ένταξης του ΧΘΔΕΕ στο ΕυρΣ, αποκτά υπέρτατη τυπική ισχύ. Ωστόσο, μετά την θέση σε εφαρμογή του ΕυρΣ, η αρχή της χρηστής διοίκησης θα αποτελεί επικουρικό μόνο θεμέλιο της πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία, καθώς στον ΧΘΔΕΕ και το ΕυρΣ το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα είναι αυτονομημένο από τα δικαιώματα που συνιστούν το ευρύτερο δικαίωμα χρηστής διοίκησης (άρθρο 42 ΧΘΔΕΕ, βλ. κατωτέρω).

 

2.5. Το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα

Το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα απορρέει άμεσα από το συνδυασμό των άρθρων 10 § 3 και 5Α Σ ως συνταγματικός αυτοσκοπός και επικουρικά (για την εξυπηρέτηση των συνταγματικών τους σκοπών) από τα άρθρα 1, 2 § 1, 5 § 1, 10 § 1 και 20 Σ[22].

Αυτοτελές δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα περιέχεται στο άρθρο 255 ΣυνθΕΚ (για τα έγγραφα του Ευρωπ. Κοινοβουλίου του του Συμβ. Ευρώπης), όπως και στο άρθρο 42 ΧΘΔΕΕ και, κατ’ επέκταση, στο ΕυρΣ. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα προβλέπεται από τα κείμενα αυτά χωρίς επιφυλάξεις υπέρ άλλων νομοθετημάτων και γενικότερα χωρίς ρητούς περιορισμους. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι η πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα δεν υπόκειται στους εγγενείς περιορισμούς που διέπουν όλα τα συνταγματικά δικαιώματα, ένα εκ των οποίων είναι, (και) σε επίπεδο ΕυρΣ και το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η έλλειψη ρητών επιφυλάξεων στο δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα, όμως, μπορεί να σημαίνει, ότι για την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικά για την πρόσβαση στην δημόσια πληροφορία που είναι καταγραμμένη σε δημόσια έγγραφα, δεν μπορεί να ισχύει, ούτε καν ως τάση επίλυσης σύγκρουσης ανταγωνιστικών δικαιωμάτων, το «προβάδισμα» της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, έναντι του δικαιώματος πρόσβασης, όπως έχει αποτυπωθεί στο άρθρο 5Α του ελληνικού Συντάγματος. Συνεπώς, ως προς αυτή την ειδική μορφή πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία, η οποία, βέβαια, θα είναι και η συνηθέστερη, υπάρχει απόλυτα αντικειμενική αντίληψη του ευρωπαίου συνταγματικού νομοθέτη ως προς τις συγκρούσεις δικαιωμάτων, σε αντίθεση με τον «μεροληπτικό» Έλληνα αναθεωρητικό νομοθέτη που έδωσε το προβάδισμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων.

 

2.6. Το συνταγματικό δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων

Το άρθρο 9Α Σ που προστέθηκε στο συνταγματικό κείμενο με την αναθεώρηση του 2001, κατοχυρώνει αυτονομημένο και «επώνυμο» ατομικό δικαίωμα προστασίας «καθενός» από την συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων «όπως νόμος ορίζει» (εδ. α΄). Η διασφάλιση του δικαιώματος αυτού, ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί «όπως νόμος ορίζει» (εδ. β΄). Με την προσθήκη της εν λόγω συνταγματικής διάταξης, το προϋφιστάμενο εθνικό νομικό πλαίσιο της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ν. 2472/1997, ν. 2774/1999) και η σύσταση και λειτουργία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αποκτούν αυτονομημένη κανονιστικά συνταγματική αναφορά. Συνεπώς, το περιεχόμενο του δικαιώματος του άρθρου 9Α Σ φορτίζεται νοηματικά από το προϋφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, έτσι ώστε να συγκροτείται από τον αναθεωρητικό νομοθέτη ένα θεσμικό κεκτημένο[23] ως προς την προστασία των προσωπικών δεδομένων, η οποία δεν εκπληρώνει πλέον υπεργενικούς (άρθρα 2 § 1 και 5 § 1 Σ) και υπερειδικούς (άρθρα 9 § 1 εδ. β΄ και 19 Σ) σκοπούς, αλλά καθίσταται αυτοτελής συνταγματικός αυτοσκοπός. Αποτέλεσμα αυτής της ποιοτικής μεταβολής στην συνταγματική αναφορά της προστασίας προσωπικών δεδομένων αποτελεί η «τελειωτική αποδέσμευση της συνταγματικής προστασίας από την αναζήτηση του περιεχομένου του ιδιωτικού βίου»[24]. Δεν απαιτείται, δηλαδή, πλέον να εντάξουμε μία προσωπική πληροφορία στις «σφαίρες» ιδιωτικότητας του ατόμου (εξωτερικές ή εσωτερικές, υποκειμενικές ή αντικειμενικές) για να θεωρηθεί ότι αυτό το δεδομένο καλύπτεται από την συνταγματική προστασία, αφού κάθε δεδομένο, είτε αναφέρεται στην ιδιωτική είτε στη δημόσια ζωή του ατόμου, καλύπτεται από την άμεση προστασία που παρέχει η διατύπωση του άρθρου 9Α Σ.

Το ίδιο συμβαίνει και με την αυτονόμηση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων ως αυτοτελούς δικαιώματος από τον ΧΘΔΕΕ (άρθρο 8) και, συνακόλουθα, από το Σύνταγμα της Ευρώπης. Σε επίπεδο Ε.Ε. ισχύει επίσης το ειδικό άρθρο 286 ΣυνθΕΚ.

Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την ΕΣΔΑ. Θεμέλιο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων για την έννομη τάξη της ΕΣΔΑ παραμένει το άρθρο 8 αυτής, δηλαδή το «δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής», από το οποίο το ΕΔΔΑ εξάγει το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, δηλαδή ακόμα και των πληροφοριών που ανάγονται στην δημόσια ζωή του ατόμου, ως «εξωτερική σφαίρα» της ιδιωτικότητάς του[25].

Σύμφωνα με την ορολογία των νομοθετημάτων που έχουν θεσπιστεί για την προστασία προσωπικών δεδομένων[26], η παροχή πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα, είτε με την χορήγηση αντιγράφων, είτε με την παραχώρηση των στοιχείων αυτών για μελέτη στους ενδιαφερόμενους, εφόσον περιέχουν πληροφορίες που αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα, η ταυτότητα των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί, αποτελεί επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Το σημείο τριβής ανάμεσα στο δικαίωμα πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία, αφενός, και στο δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων, αφετέρου, παρουσιάζεται ακριβώς όταν η επίμαχη δημόσια πληροφορία εμπεριέχει ταυτόχρονα εγγεγραμμένη στο φορέα της και προσωπική πληροφορία. Σε μια τέτοια περίπτωση, η λύση που θα δοθεί από τον εφαρμοστή του οικείου δικαίου πρέπει να είναι τέτοια ώστε τα δυο συνταγματικά δικαιώματα να συμβιβάζονται, χωρίς η ικανοποίηση του ενός να θίγει ουσιωδώς την προστασία του άλλου. Συνεπώς, εξαιρετικά σημαντική είναι η διαρρύθμιση των ειδικότερων προϋποθέσεων ικανοποίησης των εν λόγω δικαιωμάτων από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος καλείται να προβεί σε λεπτομερείς σταθμίσεις ως προς την εναρμόνιση της κοινής νομοθεσίας με τις συνταγματικές επιταγές.

 

  1. Η μεταφορά του διπόλου διαφάνεια - προστασία δεδομένων στην κοινή νομοθεσία

Η επιλογή που προκρίνουν οι εθνικές νομοθεσίες για την εξασφάλιση του δικαιώματος στην πληροφόρηση και την προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι η υιοθέτηση χωριστών νομοθετημάτων που καθένα προβλέπει τους όρους τήρησης του οικείου δικαιώματος και περιέχει ρήτρες επίλυσης της μεταξύ τους «σύγκρουσης»[27].

Σε επίπεδο ελληνικής κοινής νομοθεσίας, η πρόσβαση στην δημόσια πληροφορία, ως «πρόσβαση στα [διοικητικά] έγγραφα» ρυθμιζόταν αρχικά από το άρθρο 16 του ν. 1599/1986 (και πριν από αυτόν από το άρθρο 72 ΥπΚωδ, τη γενική ρήτρα του άρθρου 902 ΑΚ[28] και γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου) και στη συνέχεια από το άρθρο 5 του ν. 2690/1999 («Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας»). Η προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διέπεται από τον ν. 2472/1997, ο οποίος εναρμόνισε την εσωτερική νομοθεσία προς την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

 

3.1. Ο ν. 1599/1986

Ο νόμος 1599/1986[29] διέπει τις σχέσεις ανάμεσα σε κάθε πολίτη[30] και όλα τα όργανα του δημόσιου τομέα.

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 1599/86, κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων[31], εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτων. Συνεπώς, αν ένα έγγραφο «αναφέρεται» στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτων, κατά τη διατύπωση του νόμου, δεν υφίσταται δικαίωμα πρόσβασης[32]. Εξαίρεση εισάγεται με την § 5, κατά την οποία οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα δεν μπορούν να αρνηθούν τη γνώση διοικητικού εγγράφου επικαλούμενες το απόρρητο του ιδιωτικού βίου, το ιατρικό απόρρητο, καθώς και το βιομηχανικό ή εμπορικό απόρρητο, εφόσον αυτά αναφέρονται αποκλειστικά στον πολίτη που ζητεί να λάβει γνώση του διοικητικού εγγράφου. Η εξαίρεση αυτή εισάγει ένα (αρχαϊκό) δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα που το αφορούν, αντίστοιχο προς εκείνο του – μεταγενέστερου – άρθρου 12 του ν. 2472/ 1997.

Ωστόσο, η απόλυτη απαγόρευση της πρόσβασης στα έγγραφα που αναφέρονται στην ιδιωτική/οικογενειακή ζωή τρίτων, στο μέτρο που δεν συνοδεύεται από μία μετριαστική ρήτρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται (πλέον) με την αρχή της διαφάνειας και το δικαίωμα πρόσβασης στην δημόσια πληροφορία. Το γεγονός ότι η δημόσια πληροφορία μπορεί να περιέχει και δεδομένα της ιδιωτικής ζωής τρίτου δεν την καθιστά άνευ εταίρου απροσπέλαστη. Εξάλλου, η προστασία προσωπικών δεδομένων δεν ισοδυναμεί με κάλυψη των πληροφοριών αυτών από απόλυτα απαραβίαστο απόρρητο[33] και, ως εκ τούτου, η διάταξη του άρθρου 16 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει συνταγματικά συμβατή διευθέτηση του δικαιώματος πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία[34].

 

3.2. Ο ν. 2472/1997

Ο ν. 2472/1997[35] προβλέπει τους όρους και τις προϋποθέσεις της νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αυτοματοποιημένης και μη, τόσο από δημόσιους, όσο και από ιδιωτικούς φορείς. Συνεπώς, η παροχή πρόσβασης στα έγγραφα εκ μέρους της διοίκησης, εφόσον τα έγγραφα αυτά περιέχουν προσωπικά δεδομένα αποτελεί (και) επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και ως εκ τούτου, διέπεται από τις διατάξεις του ν. 2472/1997.

Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή του – μεταγενέστερου – ν. 2472/1997 στα προσωπικά δεδομένα που περιέχονται στα έγγραφα του άρθρου 16 ν. 1599/1986 ΚΔΔιαδ θεμελιώνεται στα εξής:

α) η χορήγηση αντιγράφων μπορεί να θεωρηθεί χαρακτηριστική περίπτωση «διαβίβασης δεδομένων» (βλ. άρθρο 2 στ. δ΄ ν. 2472/1997), και

β) η μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, προϋποθέτει ότι η υπηρεσία (υπεύθυνος επεξεργασίας) καθιστά προσιτό το περιεχόμενο του εγγράφου στο οποίο ενσωματώνονται τα δεδομένα σε τρίτον, εφαρμόζοντας, δηλαδή, σε αυτά τα δεδομένα μια εργασία «διάθεσης δεδομένων», η οποία επίσης συνιστά επεξεργασία κατά τον, ενδεικτικό, κατάλογο του άρθρου 2 στ. δ΄ ν. 2472/1997.

Ο ν. 2472/1997 εξειδικεύει, στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας, το συνταγματικό δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το άρθρο 9Α Σ. Οι διατάξεις που περιέχει δεν εισάγουν απόλυτη προστασία (κάλυψη με απαραβίαστο απόρρητο) των προσωπικών δεδομένων, αλλά εισάγει κανόνες στάθμισης κατά τις οποίες η επεξεργασία, άρα και η χορήγηση δεδομένων σε τρίτους, είναι νομικά επιτρεπτή. Θεμελιώδης είναι η ρύθμιση του άρθρου 4 § 1 που ορίζει ότι τα δεδομένα, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών (αρχή της νομιμότητας και του σκοπού), να είναι συναφή (αρχή της συνάφειας), πρόσφορα (αρχή της προσφορότητας), και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας (αρχή της ποσοτικής ισορροπίας), να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση (αρχή της ακρίβειας) και να διατηρούνται σε μορφή που να επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των υποκειμένων τους μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται, κατά την κρίση της Αρχής, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής τους και της επεξεργασίας τους (αρχή της πεπερασμένης διατήρησης των δεδομένων). Βασική, επίσης, είναι η διάταξη του άρθρου 5, κατά την οποία η νομιμότητα της επεξεργασίας θεμελιώνεται στην συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (άρθρα 5 § 1 και 2 στοιχείο στ΄). Εφόσον ελλείπει η συγκατάθεση, νομιμοποιητικοί λόγοι προβλέπονται στην § 2 περ. α΄-ε΄.

Η χορήγηση προσωπικών δεδομένων ενός πολίτη σε έναν άλλο από τη διοίκηση μπορεί να θεμελιώνεται στο ότι η επεξεργασία αυτή είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο αιτών και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες του τελευταίου (άρθρο 5 § 2 περ. ε΄). Αυτός ο κανόνας στάθμισης, άριστη μικροεφαρμογή της αρχή της πρακτικής εναρμόνισης των συνταγματικών δικαιωμάτων, πρέπει να εφαρμόζεται από τη διοίκηση κάθε φορά που ένας πολίτης ζητά να λάβει έγγραφα που περιέχουν προσωπικά δεδομένα τρίτου.

Ωστόσο, για ορισμένες κατηγορίες δεδομένων, οι οποίες κωδικοποιούνται ως «ευαίσθητα δεδομένα» από το άρθρο 2 στοιχείο β΄[36], η επεξεργασία, άρα και η χορήγηση, απαγορεύεται, εκτός αν υπάρχει άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία χορηγείται μόνο σε περιοριστικά αναφερόμενες από το νόμο περιπτώσεις (άρθρο 7). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ανωτέρω στάθμιση έχει γίνει από την ΑΠΔΠΧ και η διοίκηση δεσμεύεται να παράσχει τα δεδομένα σύμφωνα με τους όρους που περιέχει η άδεια, εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί. Αν η ΑΠΔΠΧ δεν εκδώσει την άδεια, η χορήγηση των δεδομένων είναι απαγορευμένη (άρθρο 7 § 1).

Από τις διατάξεις αυτές καταφαίνεται ότι η απόλυτη απαγόρευση του άρθρου 16 § 1 του ν. 1599/1986 για τη χορήγηση εγγράφων που αναφέρονται στην ιδιωτική/οικογενειακή ζωή τρίτων δεν λαμβάνει υπόψη ότι, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η χορήγηση προσωπικών δεδομένων που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή τρίτων μπορεί να μην προσκρούει στο άρθρο 9Α, αλλά ούτε και στο άρθρο 9 του Συντάγματος. Με τη διάταξη του άρθρου 16 § 1 παρατηρούνται οι εξής αντιφάσεις: α) προσωπικά δεδομένα που δεν αναφέρονται στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτων μπορούν να χορηγηθούν, β) προσωπικά δεδομένα που αναφέρονται στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή τρίτων υπάρχει περίπτωση να επιτρέπεται να χορηγηθούν κατά τον ν. 2472/ 97, αλλά οι δημόσιες αρχές που τα τηρούν δεν υποχρεούνται προς τούτο! Τέτοια νομική υποχρέωση δεν απορρέει ούτε από τη διάταξη του άρθρου 5 § 2 ε ν. 2472/ 1997, καθόσον κατά την τελευταία, η επεξεργασία είναι επιτρεπτή, όχι όμως και υποχρεωτική για τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Συνεπώς, ελλείπει, σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, η διάταξη που θα καταστήσει, σε αυτήν την περίπτωση, υποχρεωτική για τη διοίκηση την παροχή των εν λόγω δεδομένων, κατά σύμφωνη προς την συνταγματική αρχή της διαφάνειας ερμηνεία (άρθρα 5Α και 10 § 3 Σ).

Περαιτέρω, ειδικά για το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα που τον αφορούν (άρθρο 12 ν. 2472/1997), η προθεσμία ικανοποίησης του δικαιώματος του άρθρου 16 § 1 ν. 1599/1986 πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι 15 ημερών, καθόσον αν το δικαίωμα δεν ικανοποιηθεί πλήρως σε αυτό το διάστημα ιδρύεται δικαίωμα προσφυγής του υποκειμένου ενώπιον της Αρχής, κατά του υπεύθυνου επεξεργασίας (12 § 4).

 

3.3. Ο ν. 2690/1999

Ο ν. 2690/1999 - Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας[37], έχει εφαρμογή μόνο στο Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα ν.π.δ.δ. (άρθρο 1). Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του όλος ο υπόλοιπος δημόσιος τομέας, για την πρόσβαση στα έγγραφα του οποίου εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ ο ν. 1599/1986[38].

Με το άρθρο 5 ΚΔΔιαδ εισάγεται η νομική υποχρέωση του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ν.π.δ.δ. για παροχή «πρόσβασης στα έγγραφα» στους «ενδιαφερόμενους». Η παροχή πρόσβασης, είτε με χορήγηση αντιγράφου (άρθρο 5 § 4β ΚΔΔιαδ) είτε με επιτόπια μελέτη του ενδιαφερόμενου στο κατάστημα της υπηρεσίας (άρθρο 5 § 4α ΚΔΔιαδ), εφόσον συγκεκριμένο έγγραφο περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αποτελεί εργασία που εφαρμόζεται στα δεδομένα αυτά και γι’ αυτό εμπίπτει στην έννοια της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, ακριβώς όπως ισχύει και για το ν. 1599/1986. Συνεπώς, η νομιμότητά της, εφόσον στα έγγραφα περιέχονται προσωπικά δεδομένα, θα κριθεί και με βάση τις διατάξεις του ν. 2472/1997, ενώ, αν δεν περιέχονται στα έγγραφα προσωπικά δεδομένα, η πρόσβαση διέπεται – κατ’ αρχήν – μόνο από τις διατάξεις του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ.

Προβλέποντας ο ΚΔΔιαδ ένα δικαίωμα πρόσβασης, το οποίο, κατά περίπτωση, μπορεί να ασκείται και σε έγγραφα που περιέχουν προσωπικά δεδομένα, έπρεπε, για λόγους ασφάλειας δικαίου, όντας μεταγενέστερος του ν. 2472/1997, να περιέχει ρητή επιφύλαξη «υπέρ των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Καθόσον μάλιστα, ο ΚΔΔιαδ προβλέπει – κατ’ αποτέλεσμα – και σε άλλες περιπτώσεις τη διαχείριση εγγράφων που μπορεί να περιέχουν προσωπικά δεδομένα των πολιτών (π.χ. βλ. άρθρο 4: έκδοση αποδεικτικού παραλαβής, ανακοίνωση τηλεφώνου υπαλλήλου στον ενδιαφερόμενο, άρθρο 19: κοινοποίηση ατομικής διοικητικής πράξης, άρθρο 18: δημοσιοποίηση ατομικής διοικητικής πράξης) θα ενδείκνυτο η προσθήκη ενός νέου άρθρου, αντίστοιχου με το άρθρο 4 § 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 (πρόσβαση στα έγγραφα της κοινότητας) και το άρθρο 21 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή[39]. Ωστόσο, τα προβλήματα συρροής και αλληλοκάλυψης των διατάξεων δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν με την προσθήκη ενός άρθρου που απλώς θα διαφώτιζε τους υπαλλήλους να σέβονται το ν. 2472/1997, αλλά απαιτείται η εμβάθυνση στην τελολογία των δύο νόμων και η εξεύρεση της εκάστοτε κατισχύουσας διάταξης. Πάντως, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, διαπιστώνεται ότι η σχέση των δύο νόμων είναι παραπληρωματική, χωρίς να μπορεί, δηλαδή, να υποστηριχθεί η ολική κατίσχυση του ενός έναντι του άλλου.

Ειδικότερα, κατά την § 1 του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ το δικαίωμα πρόσβασης στα «διοικητικά» έγγραφα έχει «κάθε ενδιαφερόμενος». Από την νομολογία έχει υποστηριχθεί η ερμηνεία κατά την οποία το «ενδιαφέρον» αυτό του πολίτη πρέπει να είναι «εύλογο»[40]. Η νομολογιακή αυτή άποψη αντιμετωπίζεται συσταλτικά από τον Τάχο[41], ο οποίος ταυτίζει το «μη εύλογο» ενδιαφέρον με το εμφανώς παράλογο/αόριστο/ακατάληπτο και την καταχρηστική επανάληψη του αιτήματος που, κατ’ άρθρο 4 § 3 ΚΔΔιαδ, απαλλάσσει τη Διοίκηση από την υποχρέωση ικανοποίησης της αίτησης εντός της προθεσμίας του 4 § 1 ΚΔΔιαδ. Επίσης, ο Γέροντας επισημαίνει ότι η έννοια του εύλογου ενδιαφέροντος δεν πρέπει να αποτελέσει έναν έμμεσο τρόπο για την εισαγωγή του έννομου συμφέροντος ως προϋπόθεσης για την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης[42]. Αναφερόμενη στα «διοικητικά έγγραφα», η § 1 προβλέπει ένα εξαιρετικά ευρύ δικαίωμα πρόσβασης, καθόσον αντιλαμβάνεται τα διοικητικά έγγραφα ως την κατεξοχήν «δημόσια πληροφορία», δίνοντας μάλιστα έναν ορισμό τους («όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες») και έναν ενδεικτικό («όπως») κατάλογο που περιλαμβάνει τις εκθέσεις, τις μελέτες, τα πρακτικά κ.λπ. Η «ανοιχτότητα» της πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα θεμελιώνεται, κατά την δομή του άρθρου 5, στην αντίθεσή τους προς τα «ιδιωτικά έγγραφα που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες», η πρόσβαση στα οποία είναι αυστηρότερη, καθόσον το δικαίωμα σε αυτήν θεμελιώνεται επί τη βάσει «ειδικού έννομου συμφέροντος» και της σχετικότητας των εγγράφων προς «υπόθεσή του που εκκρεμεί ή έχει διεκπεραιωθεί» από την αρχή και όχι επί τη βάσει απλού «εύλογου ενδιαφέροντος». Η διάκριση ανάμεσα σε «διοικητικά» και «ιδιωτικά» έγγραφα που προβλέπεται από τις διατάξεις των §§ 1 και 2 δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ακόμα και στα «διοικητικά» έγγραφα να περιέχονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Εφόσον συμβαίνει αυτό, δηλαδή, εφόσον σε ένα «διοικητικό» έγγραφο περιέχονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, το γενικό δικαίωμα του άρθρου 5 § 1 εδ. α΄ πρέπει να περισταλεί, ως προς τις προϋποθέσεις και το εύρος ικανοποίησής του, καθόσον την πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα διέπει ο ειδικότερος ν. 2472/1997. Συνεπώς, δεν αρκεί η ιδιότητα του «ενδιαφερόμενου» και η γραπτή αίτηση του για την πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αλλά απαιτείται και η συνδρομή των ειδικότερων προϋποθέσεων του ν. 2472/1997.

Ως προς την § 2 του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ, για την πρόσβαση στα «ιδιωτικά έγγραφα», προβλέπεται η επιπρόσθετη επίκληση: α) ειδικού έννομου συμφέροντος και β) σχετικότητα των εγγράφων με υπόθεσή του που εκκρεμεί ή διεκπεραιώθηκε από την αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση. Παρατηρείται, όμως, ότι τα έγγραφα που είναι σχετικά με υπόθεση του αιτούντος, είτε είναι «ιδιωτικά» (§ 2) είτε είναι διοικητικά (§ 3), κατά τεκμήριο θα περιέχουν πληροφορίες οι οποίες θα αναφέρονται στο πρόσωπο του αιτούντος. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά τα έγγραφα θα συρρέει με το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου στα προσωπικά δεδομένα που το αφορούν (άρθρο 12 ν. 2472/1997). Σε μια τέτοια περίπτωση, το δικαίωμα του άρθρου 12 ν. 2472/1997 κατισχύει ως ειδικότερο των διατάξεων του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ και γι’ αυτό, εφαρμογή έχουν οι κατ’ αρχήν συντομότερες προθεσμίες για την ικανοποίησή του, ενώ το «ειδικό έννομο συμφέρον» του αιτούντος περιορίζεται στην επίκληση των στοιχείων ταυτότητας του, με τα οποία αποδεικνύει ότι είναι το υποκείμενο των δεδομένων στα οποία ασκείται το δικαίωμα πρόσβασης. Σημειώνεται ότι: α) το δικαίωμα γνώσης «εάν» δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν τον αιτούντα αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας ικανοποιείται με γραπτή απάντηση του υπεύθυνου επεξεργασίας (άρθρο 12 § 1 ν. 2472/97), ενώ β) για την πρόσβαση, στις ίδιες τις πληροφορίες (12 § 2 ν. 2472/97) το υποκείμενο έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τα σχετικά στοιχεία. Για την πρόσβαση σε αυτά καθαυτά τα δεδομένα δεν ορίζεται υποχρεωτική η γραπτή απάντηση του υπεύθυνου επεξεργασίας, αλλά αρκεί αυτή να δίνεται χωρίς καθυστέρηση, κατά τρόπο εύληπτο και σαφή.

Κατά την απόλυτη γραμματική διατύπωση της § 2, a contrario, δεν παρέχεται η δυνατότητα λήψης αντιγράφου ενός «ιδιωτικού εγγράφου», εφόσον δεν σχετίζεται με υπόθεση του αιτούντος η οποία εκκρεμεί ή έχει διεκπεραιωθεί από την υπηρεσία στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Δηλαδή, με τη διάταξη δεν παρέχεται δικαίωμα του αιτούντος για πρόσβαση σε «ιδιωτικά έγγραφα» που αφορούν υποθέσεις τρίτων προσώπων, εφόσον δεν σχετίζονται και με δική του υπόθεση, ενώπιον της ίδιας αρχής. Με την διατύπωση αυτή παράγεται το άτοπο του να εκκρεμεί η υπόθεση του αιτούντος ενώπιον μιας άλλης υπηρεσίας ή ενώπιον της Δικαιοσύνης και, με τη στενή γραμματική εφαρμογή της § 2, να μην παρέχεται η δυνατότητά του να λάβει αντίγραφα «ιδιωτικών εγγράφων» που φυλάσσονται από μια δημόσια υπηρεσία[43]. Η δυσκαμψία αυτής της διάταξης και η αμφίβολη συνταγματικότητά της, ενόψει των άρθρων 5Α, 10 § 3 Σ και, κυρίως, του 20 Σ, θεραπεύεται με την εφαρμογή του ν. 2472/1997: τα «ιδιωτικά έγγραφα» που αναφέρονται σε τρίτο πρόσωπο, κατά τεκμήριο, περιέχουν προσωπικά δεδομένα και ο αιτούμενος την πρόσβαση σε αυτά, λόγω ειδικού έννομου συμφέροντος, θα δικαιούται να του χορηγηθούν. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 5 § 2ε ν. 2472/197 (εφόσον τα δεδομένα δεν είναι ευαίσθητα, άλλως μόνο κατ’ άρθρο 7 § 2), εφόσον η χορήγηση των δεδομένων είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο αιτών «και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών», η αρχή νομιμοποιείται στη χορήγηση των εν λόγω στοιχείων, ακόμα κι αν η υπόθεση του αιτούντος δεν εκκρεμεί ενώπιόν της, αλλά π.χ. ενώπιον της Δικαιοσύνης. Το ζήτημα είναι αν με βάση το άρθρο 5 § 2ε η χορήγηση «επιτρέπεται» (βλ. διατύπωση άρθρου 5 § 2 «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση»), ή επιβάλλεται δεσμευτικά για τη Διοίκηση. Στο μέτρο που το έννομο συμφέρον του αιτούντος συνδέεται με την ενάσκηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, όπως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (20 § 1 Σ), το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης από τη διοίκηση (20 § 2 Σ), το δικαίωμα πληροφόρησης (5Α Σ) κ.λπ., πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά, σύμφωνη προς το άρθρο 10 § 3 Σ και το άρθρο 5 § 2ε ν. 2472/1997 και, ερμηνευτική διαστολή του 5 § 2 ΚΔΔιαδ ιδρύεται νομική υποχρέωση της Διοίκησης για χορήγηση στοιχείων βάση το άρθρο 5 § 2β, καθόσον η εν λόγω χορήγηση θα αποτελεί επεξεργασία δεδομένων που επιβάλλει ο νόμος.

Σύμφωνα με την § 3 εδ. α΄ του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά και ιδιωτικά έγγραφα «δεν υφίσταται» σε δύο περιπτώσεις:

α) αν το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή

β) παραβλάπτεται το απόρρητο που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.

Αρχικά επισημαίνεται ότι, όπως και για το άρθρο 16 § 1 ν. 1599/1986, η απολυτότητα της διατύπωσης: με την § 3 εισάγεται ο ανεπιφύλακτος αποκλεισμός από την πρόσβαση αιτούντος σε οποιοδήποτε έγγραφο αναφέρεται στην ιδιωτική - οικογενειακή ζωή ή σε άλλο απόρρητο. Κατά τη γραμματική διατύπωση της διάταξης δεν μπορεί να νοηθεί νομικά επιτρεπτή πρόσβαση σε αυτά τα έγγραφα. Είναι ξεκάθαρο πως αυτός ο απόλυτος αποκλεισμός, ο οποίος δεν περιέχει καμία μετριαστική ρήτρα, δεν μπορεί να βρίσκεται σε συμβατότητα με το Σύνταγμα, και ειδικότερα με τα άρθρα 5Α § 1, 10 § 3[44] και 25 § 1 Σ (αρχή της αναλογικότητας)[45], αλλά ούτε και με το αντίστοιχο δικαίωμα «πρόσβασης στα έγγραφα» του άρθρου ΙΙ-102.

Η συνταγματικότητα της διάταξης θα μπορούσε να διασωθεί αν υπήρχε επιφύλαξη υπέρ του ν. 2472/1997 ή, γενικά, μια ρήτρα υπέρ της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Μάλιστα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μια τέτοια ρήτρα περιέχεται στην φράση «στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις». Επ’ αυτού, όμως, επισημαίνεται ότι:

Α. Η αναφορά στην ιδιωτική/οικογενειακή ζωή (άρθρο 9 § 1β΄ Σ) δεν αποτελεί επιφύλαξη υπέρ της προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθόσον:

α) η συνταγματική θεμελίωση του ν. 2472/1997 στο άρθρο 9 § 1β΄ Σ (βλ. Εισηγητική Έκθεση του ν. 2472/1997, κατά την οποία η προστασία προσωπικών δεδομένων θεμελιώνεται συνταγματικά στα άρθρα 2 § 1, 5 § 1, 9 § 1 και 19 Σ), μόνο επικουρική[46] μπορεί να θεωρηθεί,

β) τα προσωπικά δεδομένα μπορεί να αποτελούνται από πληροφορίες που δεν αναφέρονται στην οικογενειακή/ιδιωτική ζωή του ατόμου (βλ. άρθρο 1 ν. 2472/ 1997 «... ιδίως της ιδιωτικής ζωής», άρα ενδεικτική η αναφορά στη συγκεκριμένη συνταγματική θεμελίωση, βλ. και παραπάνω, υπό α), καθώς μπορεί να αναφέρονται και στον επαγγελματικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό κύκλο δραστηριότητας του ατόμου, ο οποίος δυσχερώς μπορεί να ενταχθεί a priori στην «ιδιωτική/οικογενειακή ζωή»[47]. Γίνεται, βέβαια, δεκτό, ότι ορισμένα από τα ευαίσθητα δεδομένα (όπως η ερωτική ζωή[48]) αποτελούν τον «σκληρό πυρήνα» της ιδιωτικής ζωής και ότι το συνταγματικό θεμέλιο της προστασίας τους εντοπίζεται και στο άρθρο 9 § 1β Σ. Έτσι τα «έγγραφα που αφορούν την ιδιωτική/οικογενειακή ζωή τρίτων» είναι μόνο αυτά που περιέχουν προσωπικά δεδομένα αναφερόμενα σε ιδιωτικές/οικογενειακές πληροφορίες και όχι σε όλα τα προσωπικά δεδομένα. Μια τέτοια παραδοχή, δεδομένης και της απόλυτης διατύπωσης του άρθρου 5 § 3 ΚΔΔιαδ δεν θα επέτρεπε π.χ. τη χορήγηση σε έναν τρίτο αιτούντα ενός πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, ακόμη κι αν είχε ειδικό έννομο συμφέρον,

γ) Με την εισαγωγή του άρθρου 9A Σ, περιστέλλεται το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 § 1β΄ καθόσον το αμυντικό περιεχόμενο του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής από «πληροφοριακές» επιθέσεις αποτελεί, πλέον, μέρος του ευρύτερου περιεχομένου του δικαιώματος στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό (9Α εδ. α΄), έτσι ώστε το αμυντικό περιεχόμενο του απαραβίαστου του ιδιωτικού βίου να μπορεί να αντιταχθεί αυτοτελώς μόνο κατά των «πραγματικών», corpore, επιθέσεων στον ιδιωτικό βίο, μέσω αθέμιτων παραβιάσεων της υλικής σφαίρας του ιδιωτικού χώρου (πάντως, όχι μόνο του «ασύλου κατοικίας» κατά το εδ. α΄, αλλά και του ιδιωτικού χώρου που αποτελεί π.χ. ένα ερμάριο στον τόπο εργασίας) με την καθαρά χωρική, «πραγματική», απτή έννοια αυτού[49] και όχι την «πληροφοριακή».

Εξ’ όλων των ανωτέρω (α-γ) προκύπτει ότι η αναφορά σε «περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή» δεν εισάγει επιφύλαξη υπέρ της προστασίας προσωπικών δεδομένων, παρά μόνο υπέρ του απαραβίαστου του ιδιωτικού βίου, όπως το δικαίωμα αυτό επαναπροσδιορίστηκε, κατόπιν της προσθήκης του άρθρου 9Α Σ.

Β. Θα μπορούσε να προβληθεί το επιχείρημα ότι επιφύλαξη υπέρ του ν. 2472/ 1997 εισάγεται με την φράση «ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις»[50]. Σύμφωνα με το άρθρο 10 § 1 εδ. α΄ ν. 2472/1997, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Η έννοια της διάταξης διευκρινίζεται από το (ερμηνευτικό) εδ. β΄, κατά το οποίο [η επεξεργασία] «διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνον κατ’ εντολή του»[51]. Συνεπώς, με την τυχόν χορήγηση εγγράφων που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον αυτά χορηγηθούν αποκλειστικά από τα πρόσωπα αυτά, και με την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου, δεν παραβλάπτεται το απόρρητο της επεξεργασίας. Ως εκ τούτου, το απόρρητο που εισάγεται με την ειδική διάταξη του άρθρου 10 § 1 μπορεί να παραβλαφτεί μόνο αν η χορήγηση (και – γενικότερα – επεξεργασία) προσωπικών δεδομένων γίνει από πρόσωπα που δεν τελούν υπό τον έλεγχο της αρμόδιας υπηρεσίας ή/και χωρίς την εντολή αυτής. Συνεπώς, με την διάταξη του άρθρου 5 § 3 ΚΔΔιαδ δεν εισάγεται επιφύλαξη υπέρ του συνόλου του ν. 2472/1997, αλλά μόνο υπέρ του άρθρου 10 § 1 αυτού του νομοθετήματος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδ. β΄ της § 3 του ΚΔΔιαδ, η αρμόδια διοικητική αρχή (στην οποία απευθύνει ο αιτών την αίτησή του για πρόσβαση στα έγγραφα) μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν:

α) το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή

β) αν η ικανοποίηση του δικαιώματος μπορεί να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών/διοικητικών/αστυνομικών/στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης.

Η διατύπωση της διάταξης («μπορεί») δίνει την εντύπωση της παροχής διακριτικής ευχέρειας[52] στη διοίκηση για να αποφασίσει αν θα χορηγήσει τα στοιχεία ή όχι. Το όριο αυτής της ευχέρειας ευρίσκεται στις περιπτώσεις που το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα γίνεται με σκοπό την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου στα προσωπικά δεδομένα που το αφορούν, δηλαδή όταν ο αιτών ασκεί το δικαίωμα του άρθρου 12 του ν. 2472/1997. Συνεπώς, και πάλι δημιουργούνται ζητήματα συνταγματικότητας από την απόλυτη διατύπωση της διάταξης, η οποία φαίνεται να αγνοεί αυτήν την περίπτωση άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης στα εν λόγω έγγραφα, ως εκπλήρωση του δικαιώματος του άρθρου 9Α Σ. Διάσωση της συνταγματικότητας της διάταξης επέρχεται με την σύμφωνη με τον ν. 2472/1997 ερμηνεία. Σύμφωνα με αυτή τη σκέψη, αλλά με άλλη νομική βάση (λόγω της έκδοσης της απόφασης πριν την συνταγματική αναθεώρηση του 2001) κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να αποκλείσει την χορήγηση στοιχείων που αναφέρονται προσωπικά στον διοικούμενο που τα ζητεί[53]. Συνεπώς, εφόσον το υποκείμενο ασκεί το δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά του δεδομένα, η διακριτική ευχέρεια της αρχής, κατά σύμφωνη με το Σύνταγμα και τον ν. 2472/1997 ερμηνεία, καθίσταται δέσμια αρμοδιότητα για τη χορήγηση των εν λόγω στοιχείων.

Ως προς την πρόσβαση σε έγγραφα που μπορεί «να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης», εφόσον ο αιτών είναι το υποκείμενο των δεδομένων επί των οποίων ζητείται η πρόσβαση, ο αποκλεισμός του δικαιώματος δεν αποτελεί ευχέρεια της αρχής ενώπιον της οποίας κατατίθεται η αίτηση, καθόσον, κατά σύμφωνη με το Σύνταγμα (άρθρο 9Α εδ. β΄ Σ) και το (ειδικότερο και κατισχύον του άρθρου 5 § 3β ΚΔΔιαδ) άρθρο 12 § 5 του ν. 2472/1997, η εν λόγω άρση της υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας για παροχή πρόσβασης αποτελεί αποφασιστική αρμοδιότητα της ΑΠΔΠΧ, η οποία μπορεί να άρει εν όλω ή εν μέρει το δικαίωμα πρόσβασης μόνον εφόσον η εν λόγω έρευνα γίνεται: α) για λόγους εθνικής ασφάλειας ή β) για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Συνεπώς, σε μία τέτοια περίπτωση, η υπηρεσία στην οποία γίνεται η αίτηση, αν κρίνει ότι δεν πρέπει να ικανοποιηθεί το δικαίωμα πρόσβασης, οφείλει να απευθυνθεί στην ΑΠΔΠΧ με αίτημα την άρση της υποχρέωσής της για παροχή πρόσβασης στα εν λόγω στοιχεία. Και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως, το απόρρητο των εν λόγω στοιχείων δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του Προέδρου της ΑΠΔΠΧ ή του αναπληρωτή του, οι οποίοι κατ’ άρθρο 12 § 5β΄ έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο αρχείο. Αν η ΑΠΔΠΧ απορρίψει το αίτημα άρσης της παροχής πρόσβασης, η υπηρεσία οφείλει να χορηγήσει, κατά δέσμια αρμοδιότητα (άρθρο 12 ν. 2472/1997) τα αιτούμενα δεδομένα στο υποκείμενο.

Ωστόσο, το εν λόγω δικαίωμα πρόσβασης του άρθρου 12 δεν μπορεί να ασκηθεί στο «ποινικό μητρώο και στα υπηρεσιακά αρχεία που τηρούνται από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης και στα πλαίσια της λειτουργίας της» (άρθρο 24 § 5 ν. 2472/1997). Σε αυτές τις περιπτώσεις ενεργοποιείται η διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής, κατ’ άρθρο 5 § 3β ΚΔΔιαδ με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων που ισχύουν για τις εν λόγω υπηρεσίες.

Κατά την § 5 του άρθρου 5 ΚΔΔιαδ η πρόσβαση στα στοιχεία γίνεται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Εφόσον η πρόσβαση γίνεται κατά συρροή των άρθρων 5 ΚΔΔιαδ και 12 ν. 2472/1997, εφαρμόζεται το άρθρο 24 του ν. 2121/1993: «Επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η αναπαραγωγή έργου για να χρησιμοποιηθεί σε δικαστική ή διοικητική διαδικασία, στο μέτρο που δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό». Η διάταξη αποτελεί μικρο-εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και ως εκ τούτου, δεν προκύπτουν ζητήματα από την συνεφαρμογή των άρθρων 5 και 12 ν. 2472/1997 σε έγγραφα που περιέχουν τόσο προσωπικά δεδομένα όσο και έργα πνευματικής ιδιοκτησίας (καθόσον η ίδια η άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα που το αφορούν αποτελεί διοικητική διαδικασία). Τα ίδια ισχύουν, για την ταυτότητα της νομικής αιτίας και ελλείψει ειδικής διάταξης, με άμεση εφαρμογή, δηλαδή, της αρχής της αναλογικότητας και για τις περιπτώσεις που ασκείται από το υποκείμενο το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα που περιέχουν τόσο προσωπικά δεδομένα, όσο και δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

Κατά την περίπτωση του άρθρου 5 § 6 ΚΔΔιαδ, χρονική προθεσμία για τη χορήγηση εγγράφων κατά τις παραγράφους 1 και 2 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πολίτη είναι είκοσι (20) ημέρες. Ωστόσο, εφόσον ο αιτών είναι υποκείμενο που ασκεί το δικαίωμα πρόσβασης επί των προσωπικών δεδομένων που το αφορούν, κατ’ άρθρο 12 § 4 εδ. α΄, η προθεσμία είναι 15 ημερών. Εφόσον η απάντηση της υπηρεσίας είναι απορριπτική, πρέπει να κοινοποιηθεί και στην ΑΠΔΠΧ και ο ενδιαφερόμενος να ενημερωθεί ότι μπορεί να προσφύγει ενώπιον αυτής, κατ’ αρθρο 12 § 4 εδ. β΄ ν. 2472/1997. Ο ν. 2472/1997 εφαρμόζεται συμπληρωματικά προς την διάταξη του άρθρου 5 § 6 ΚΔΔιαδ, και κατισχύει αυτής, λόγω ειδικότητας και σύμφωνης προς το άρθρο 9Α εδ. α΄ και β΄ Σ ερμηνείας του ΚΔΔιαδ.

 

3.4. Κανονιστικές και αξιολογικές αντινομίες και παραβλέψεις του νομοθέτη

Η θεωρία[54] έχει επισημάνει ότι, στο μέτρο που η παρεχόμενη προστασία του πολίτη με τον ν. 1599/86 παρουσιάζει διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον ΚΔΔιαδ, υπάρχει ο κίνδυνος σύγχυσης με αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση τόσο των διοικούμενων όσο και των διοικητικών υπηρεσιών. Παρατηρείται ότι ενώ ο ΚΔΔιαδ ρυθμίζει την διοικητική διαδικασία που εφαρμόζεται από τη Διοίκηση νοούμενη ως τέτοια κατά το οργανικό κριτήριο, ο ν. 1599/86 ρύθμιζε τη διαδικασία στο σύνολο του δημόσιου τομέα και, πλέον, λόγω της ειδικότητας και του μεταγενέστερου του ΚΔΔιαδ, εξακολουθεί να διέπει τον δημόσιο τομέα εκτός της Διοίκησης κατά το οργανικό κριτήριο.

Επιπλέον, παρατηρείται συνολικά ότι ο νομοθέτης του ΚΔΔιαδ, μολονότι ο νόμος αυτός είναι μεταγενέστερος του ν. 2472/1997, δεν έλαβε υπόψη του τις ρυθμίσεις του τελευταίου (βλ. και Εισηγητική Έκθεση ν. 2690/1999), ώστε να αποτρέψει τις συγκρούσεις του δικαιώματος πρόσβασης, όπως καταστρώνεται στο άρθρο 5 ΚΔΔιαδ με τις ρυθμίσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Επιβάλλεται, λοιπόν, η συστηματική, τελολογική και σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία των τριών νομοθετημάτων. Ωστόσο, η δυσχέρεια που ενέχει η εν λόγω ερμηνεία και η ανασφάλεια δικαίου που εξ ορισμού προκαλεί, καθιστά αναγκαία τη διορθωτική παρέμβαση του νομοθέτη.

 

  1. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως μέθοδος επίλυσης των αντινομιών - De lege ferenda λύσεις

Η μέθοδος που προτείνεται για την άρση των σχετικών ανισοτήτων είναι η εφαρμογή της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της τριτενέργειας των συνταγματικών δικαιωμάτων (άρθρο 25 § 1 Σ)[55]. Συνεπώς, η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία υποδεικνύει την ενοποιημένη εφαρμογή των ρυθμίσεων που διέπουν το σύνολο του δημόσιου τομέα.

Οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα δύο νομοθετήματα (ν. 2690/99 και 1599/86) μπορούν, στο επίπεδο που οι ρυθμίσεις τους διασταυρώνονται με το ν. 2472/1997, να υπερκερασθούν και με τη μέθοδο της κατίσχυσης της διάταξης με την οποία εισάγεται ένα θεσμικό κεκτημένο. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, διάταξη που εισάγει δικαιώματα υπέρ των πολιτών, τα οποία εξειδικεύουν στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας συνταγματικές διατάξεις, δεν επιτρέπεται να τροποποιηθεί με μεταγενέστερη διάταξη, η οποία θα μειώνει το εύρος της προστασίας του δικαιώματος στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας. Αν μια μεταγενέστερη διάταξη μειώσει το εύρος της εμβέλειας του δικαιώματος, θα είναι ασύμβατη με το Σύνταγμα.

Έτσι, με συνδυαστική εφαρμογή της τριτενέργειας, ως προς τις διατάξεις του ΚΔΔιαδ, και της αρχής του θεσμικού κεκτημένου, ως προς τις – αρτιότερες – διατάξεις του ν. 1599/1986, ο ερμηνευτής μπορεί αντιμετωπίσει με ενοποιημένες ρυθμίσεις τα ζητήματα συρροής των ν. 2690/99 και ν. 1599/86 με το ν. 2472/1997.

Ωστόσο, η ερμηνεία δεν αρκεί για την επίλυση των ζητημάτων συρροής των νομοθετημάτων. Επιβάλλεται η κατάρτιση ενός νόμου «πρόσβασης στην πληροφορία» αντίστοιχου του αγγλικού Freedom of Information Act του 2000, ο οποίος θα έχει προβεί στην συνδυασμένη εξισορρόπηση των αντίρροπων συνταγματικών δικαιωμάτων. Η διάταξη που ελλείπει, κυρίως, σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, είναι εκείνη που θα καθιστά υποχρεωτική για τη διοίκηση τη χορήγηση προσωπικών δεδομένων τρίτων στον ασκούντα το δικαίωμα πρόσβασης, εφόσον η χορήγηση είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση έννομου συμφέροντος που υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες των τελευταίων. Και η διάταξη που πρέπει να απαλειφθεί είναι εκείνη που απαγορεύει απόλυτα την χορήγηση αντιγράφου εγγράφου που αναφέρεται στην ιδιωτική/οικογενειακή ζωή τρίτων, καθόσον το ζήτημα αυτό έχει αντιμετωπισθεί ήδη στην, απαιτούμενη από το Σύνταγμα εκλέπτυνσή του, με το ν. 2472/1997.

Περαιτέρω, ο θεσμικός έλεγχος της πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία που από το παρόν νομοθετικό καθεστώς ασκείται ευθέως από τον εισαγγελέα[56], τα δικαστήρια[57], a contrario από την ΑΠΔΠΧ και, εν δυνάμει, από το Συνήγορο του Πολίτη[58], δεν είναι επαρκής, καθώς κανένα από τα τέσσερα αυτά όργανα δεν μπορεί να εκδώσει μια υποχρεωτική και εκτελεστή έναντι της διοίκησης διαταγή για τη χορήγηση των διοικητικών εγγράφων στον πολίτη που νομιμοποιείται κατά το Σύνταγμα. Στις αλλοδαπές έννομες τάξεις, η εν λόγω αρμοδιότητα έχει ανατεθεί ρητά σε ανεξάρτητες αρχές. Στην Γαλλία, η Επιτροπή Πρόσβασης στα Διοικητικά Έγγραφα (CADA) είναι μια αρχή επιφορτισμένη με την ειδική αυτή αποστολή, ενώ στην Αγγλία, ο Information Commissioner διεκπεραιώνει αυτό το έργο παράλληλα με τις αρμοδιότητές του για την εποπτεία του νόμου για την προστασία προσωπικών δεδομένων (Data Protection Act του 1998). Η τελευταία αυτή λύση φαίνεται η ενδεικνυόμενη για την ελληνική έννομη τάξη, στην οποία η πληθώρα των ανεξάρτητων αρχών και οι αλληλοεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητές[59] τους αρχίζουν να προκαλούν σύγχυση στον πολίτη και ανασφάλεια δικαίου. Η εν λόγω αρμοδιότητα ενδείκνυται, συνεπώς, να ανατεθεί στην ΑΠΔΠΧ, με την επιβαλλόμενη, φυσικά, αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού και την θεσμική και δημοσιονομική αναβάθμιση της, προϋποθέσεις που το εγχείρημα αυτό εξυπακούεται, προκειμένου να αποβεί αποτελεσματικό.

De lege ferenda, αποτελεσματική προστασία προσωπικών δεδομένων θα μπορούσε να εγγυηθεί και η εισαγωγή του θεσμού του ανεξάρτητου «υπεύθυνου προστασίας δεδομένων» σε κάθε δημόσια υπηρεσία[60].

 

  1. Η υποδειγματική επίλυση από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη

Οι αξιολογικές και κανονιστικές αντινομίες κατάστρωσης του δικαιώματος πρόσβασης στη δημόσια πληροφορία σε σχέση με την προστασία προσωπικών δεδομένων που παρατηρούνται στην ελληνική έννομη τάξη έχουν επιλυθεί από την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ως προς το οικείο κανονιστικό πεδίο. Η κατ’ άρθρο 255 ΣυνθΕΚ πρόσβαση στα έγγραφα διέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/ 2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Ο νομοθέτης του Κανονισμού τελεί σε γνώση των ζητημάτων πρόσκρουσης του εν λόγω δικαιώματος προς τα δικαιώματα προστασίας προσωπικών δεδομένων και πρόβλεψε διάταξη που εναρμονίζουν την άσκηση των αντίρροπων δικαιωμάτων. Η διάταξη παραπέμπει στο σχετικό νομοθετικό πλαίσιο του Κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Χαρακτηριστική, προς την κατεύθυνση της συστοιχίας των δικαιωμάτων, είναι η παρέμβαση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, ο οποίος εισηγήθηκε τον Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς, ένα κείμενο soft law, που συμβιβάζει την πρόσβαση στα έγγραφα με την προστασία προσωπικών δεδομένων.

 

5.1. Ο Κανονισμός 1049/2001

Σύμφωνα με το άρθρο 4 § 1 του Κανονισμού, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία[61]:

α) του δημόσιου συμφέροντος, όσον αφορά:

– τη δημόσια ασφάλεια,

– την άμυνα και τις στρατιωτικές υποθέσεις,

– τις διεθνείς σχέσεις,

– τη δημοσιονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική της Κοινότητας ή ενός κράτους - μέλους,

β) της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Κατά την § 4, στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.

Κατά την § 7, οι εξαιρέσεις που περιέχονται στις παραγράφους 1 έως 3 εφαρμόζονται μόνον ενόσω η προστασία δικαιολογείται ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου. Οι εξαιρέσεις μπορούν να εφαρμοστούν για μέγιστη περίοδο 30 ετών. Στην περίπτωση εγγράφων που καλύπτονται από τις εξαιρέσεις οι οποίες σχετίζονται με το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής ή τα εμπορικά συμφέροντα, και στην περίπτωση ευαίσθητων εγγράφων, οι εξαιρέσεις μπορούν εν ανάγκη να εξακολουθήσουν και μετά την περίοδο αυτή.

5.2. Ο Κανονισμός 45/2001/ΕΚ

Ο Κανονισμός περιέχει όλες τις βασικές αρχές της νόμιμης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων καθώς και τα αντίστοιχα δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων, προσαρμοσμένα στις ανάγκες της επεξεργασίας αυτής από τα όργανα της κοινότητας. Καινοτομία του Κανονισμού είναι η πρόβλεψη του θεσμού του «υπεύθυνου προστασίας δεδομένων» (άρθρα 24 επ.), ενός ανεξάρτητου δημόσιου λειτουργού, ο οποίος διορίζεται σε κάθε όργανο και οργανισμό της Κοινότητας και εποπτεύει την τήρηση των κοινοτικών διατάξεων για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από το όργανο στο οποίο υπηρετεί. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων συνεργάζεται με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, την ανεξάρτητη εποπτική αρχή που ιδρύεται και λειτουργεί κατά τα άρθρα 41 επ., σε επίπεδο Κοινότητας και εξασφαλίζει κεντρικά τον σεβασμό της προστασίας προσωπικών δεδομένων, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό.

 

5.3. Κώδικας Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς

Το δικαίωμα «χρηστής διοίκησης» που περιλαμβάνει ο ΧΘΔΕΕ εξειδικεύεται με τον Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή[62]. Ο Κώδικας, εγκεκριμένος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, περιέχει διατάξεις της κανονιστικής ύλης ενός Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Μολονότι δεν αναπτύσσει τυπικά δεσμευτική νομική ισχύ, οι διατάξεις του, αναγόμενες στο δικαίωμα χρηστής διοίκησης, αποτελούν απολήξεις της αρχής του Κράτους Δικαίου.

Κατ’ άρθρο 1, στις σχέσεις τους με το κοινό, τα όργανα και οι υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τηρούν τις αρχές που ορίζονται στον Κώδικα.

Κατ’ άρθρο 21 («Προστασία Δεδομένων»), ο υπάλληλος ο οποίος χειρίζεται προσωπικά δεδομένα που αφορούν πολίτη, σέβεται τον ιδιωτικό βίο και την ακεραιότητα του ατόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 45/2001. Ειδικότερα, αποφεύγει την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για μη νόμιμους σκοπούς ή τη διαβίβαση προσωπικών δεδομένων σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα.

Κατ’ άρθρο 22 § 3 («Αιτήσεις παροχής πληροφοριών»), εάν για λόγους εμπιστευτικότητας ο υπάλληλος δεν δύναται να αποκαλύψει τις πληροφορίες που ζητούνται, οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Κώδικα, να αναφέρει στον ενδιαφερόμενο τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες.

Κατ’ άρθρο 23 («Αιτήσεις για δημόσια πρόσβαση σε έγγραφα»), ο υπάλληλος διεκπεραιώνει τις αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφα σύμφωνα με τους κανόνες που εγκρίνονται από το όργανο και σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τα όρια που θεσπίζει ο κανονισμός 1049/2001. Εάν ο υπάλληλος δεν είναι δυνατόν να συμμορφωθεί με προσωπική έκκληση πρόσβασης σε έγγραφα, ο ενδιαφερόμενος πολίτης ειδοποιείται να την διατυπώσει εγγράφως

Με αυτές τις διατάξεις, ο Κώδικας συγκεφαλαιώνει τους πλήρως εναρμονισμένους κανόνες πρόσβασης σε έγγραφα και προστασίας δεδομένων, οι οποίοι συγκροτούν ένα άρτιο θεσμικό πλαίσιο συγκατοχύρωσης των αντίρροπων δικαιωμάτων, κατά τρόπο υποδειγματικό. Ο Έλληνας νομοθέτης οφείλει να εμπνευστεί από αυτήν την πλήρως εναρμονισμένη συστοιχία διατάξεων και να αποκαταστήσει την τρωθείσα από τις εσωτερικές διατάξεις ασφάλεια δικαίου που το Σύνταγμα μιας δημοκρατικής κοινωνίας επιτάσσει ως απαράγραπτη συνιστώσα του Κράτους Δικαίου[63].

 

  1. Συμπεράσματα

Ο κοινός νομοθέτης δεν έχει αφουγκραστεί τις προόδους που έχουν σημειωθεί σε επίπεδο ευρωπαϊκού, αλλά και εσωτερικού συνταγματικού δικαίου ως προς την πρόσβαση στην πληροφορία και τον, σημαντικότερο, ίσως, περιορισμό της: την προστασία προσωπικών δεδομένων. Το παράδοξο, λοιπόν, είναι ότι την ερμηνευτική λύση σε μία κακή νομοθεσία δίνει το ίδιο το Σύνταγμα με την ευθύτητα που διέπει το άρθρο 10 § 3, όπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα. Παρόλο τον ξεκάθαρο χαρακτήρα, ωστόσο, μιας συνταγματικής διάταξης, η φύση της ως κανόνα ανώτατης τυπικής ισχύος, της προσδίδει πλουσιότατο κανονιστικό περιεχόμενο, δηλαδή ύλη εξ ορισμού επιδεχόμενη ερμηνείας. Ο κοινός νομοθέτης καλείται να επιδείξει, εκτός από την πολιτική βούληση για την κατοχύρωση της αρχής της διαφάνειας και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, επάρκεια σε επίπεδο επιστημονικό, προκειμένου να αποφευχθούν οι παρούσες νομοτεχνικές αστοχίες.

 

[1]. Όπως, εξάλλου, και τα συνταγματικά δικαιώματα, βλ. Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά δικαιώματα, β΄ εκδ., Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 73, Π. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Α΄, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 62.

[2]. Η Χάρτα δεν αναπτύσσει τυπικά νομική ισχύ, αλλά πρόκειται να περιληφθεί στο κείμενο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και, ως εκ τούτου, οι διατάξεις της παράγουν ήδη μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα, οιονεί συνταγματικής περιωπής.

[3]. Για τις συνταγματικές αναφορές της προστασίας προσωπικών δεδομένων πριν την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, βλ. την Εισηγητική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».

[4]. Ή της «φανεράς δράσης», βλ. Ηλ. Ν. Γλυκοφρύδη, Η συνταγματική αρχή της φανεράς δράσεως των οργάνων του κράτους, ΕΔΔ, 1959, σελ. 378 επ.

[5]. Ε. Βενιζέλος, Το Αναθεωρητικό Κεκτημένο, Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Αθήνα - Κομοτηνή 2002, σελ. 25.

[6]. Δημ. Παπαδημητρόπουλος, Διαφάνεια της Διοικητικής Δράσης. Το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων. Εννέα Έτη Εφαρμογής του Άρθρου 16 του ν. 1599/1986, ΔιοικΜετ, 1996, σελ. 48.

[7]. Ε. Βενιζέλος, ό.π., σελ. 120.

[8]. Βλ. κυρίως Απόφαση 6.12.2001 - Υπόθεση C-353/99 P, Συμβούλιο κατά Hautala.

[9]. Για την αρχή της διαφάνειας στην Ε.Ε., βλ. Β. Χατζόπουλο, Η αρχή της διαφάνειας και το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ 31, σελ. 927 επ.

[10]. Για την αρχή της διαφάνειας της επεξεργασίας στην Οδηγία 95/46/ΕΚ βλ. αναλυτικά Λ. Μήτρου, Προστασία Προσωπικών Δεδομένων, σε Σ.Κ. Κατσίκα/Δ. Γκρίτζαλη/Σ. Γκρίτζαλη (επ.επιμ.) Ασφάλεια Πληροφοριακών Συστημάτων, Εκδόσεις Νέων Τεχνολογιών, Αθήνα, 2004, σελ. 465 επ.

[11]. Βλ. και άρθρο 69 Σ για το δικαίωμα αναφοράς ενώπιον της Βουλής και άρθρο Ι-10 § 2 δ ΕυρΣ για το δικαίωμα του αναφέρεσθαι ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

[12]. Η θεωρία (Π. Παραράς, Σύνταγμα και ΕΣΔΑ, 2001, 2η εκδ. 2001, σελ. 67), επισημαίνει διαχωρισμό ανάμεσα στο δικαίωμα του αναφέρεσθαι (10 § 1 Σ) και το δικαίωμα αίτησης παροχής πληροφοριών από την αρμόδια υπηρεσία (10 § 3 Σ). Ωστόσο, η εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής πληροφοριών από την αρμόδια υπηρεσία προϋποθέτει την άσκηση του δικαιώματος της αναφοράς, δηλαδή, απεύθυνσης στην αρχή. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση η αναφορά έχει το νόημα της αίτησης παροχής εξηγήσεων, δηλαδή πρόκλησης έννομων συνεπειών, καθώς, διαφορετικά, θα αποτελούσε απλή ενάσκηση του δικαιώματος διάδοσης των στοχασμών (14 § 1 Σ) με αποδέκτη τις αρχές.

[13]. Υποστηρίζεται, ότι το δικαίωμα αναφοράς αναπτύσσει τριτενέργεια (άρθρο 25 § 1 εδ. γ΄ Σ) και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, Ε. Βενιζέλος, σελ. 162.

[14]. Ε. Βενιζέλος, ό.π., σελ. 120.

[15]. Εκτός φυσικά από τους γενικούς περιορισμούς που αφορούν κάθε συνταγματικό δικαίωμα (απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης, θεσμοποιημένη αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων, το χρέος της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, επιφύλαξη νόμου), βλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 65 επ.

[16]. Βλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 73, Π. Δαγτόγλου, ό.π., 62.

[17]. «Εσωτερικός περιορισμός των περιορισμών που μπορούν να επιβληθούν στο δικαίωμα αυτό», κατά τον Ε. Βενιζέλο, ό.π., σελ. 157.

[18]. Βλ. Κ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 196 και Ε. Βενιζέλο, ό.π., σελ. 158, ο οποίος περιλαμβάνει στον ενδεικτικό του κατάλογο θεμιτών συνταγματικά περιορισμών του δικαιώματος πληροφόρησης και στοιχεία προστατευόμενα κατά τους κανόνες της βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας ή από το επαγγελματικό απόρρητο.

[19]. «Η άσκησις των ελευθεριών τούτων συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθεί εις (...) περιορισμούς (...) αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια (...) την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών (κ.λπ.)».

[20]. Αντ. Μανιτάκης, Το Σύνταγμα του 2001 και τα δικαιώματα του ανθρώπου, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 438 και 471.

[21]. Επ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου, 11η έκδ., 2002, σελ. 100-101, αρ. περ. 83.

[22]. Κ. Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 394.

[23]. Κ. Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 199.

[24]. Λ. Μήτρου, ό.π., σελ. 474.

[25]. Βλ. την χαρακτηριστική απόφαση ΕΔΔΑ της 28.1.2003 υποθ. Peck κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ΔίΜΕΕ 3/2004, σελ. 434 επ.: «57. Η έννοια του ιδιωτικού βίου είναι ιδιαίτερα ευρεία και δεν υπόκειται σε εξαντλητικό ορισμό. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι στοιχεία όπως ο γενετικός προσδιορισμός, το όνομα, ο γενετήσιος προσανατολισμός και η γενετήσια ζωή αποτελούν σπουδαίες εκφάνσεις της ιδιωτικής σφαίρας, κατ’ άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Το άρθρο προστατεύει επίσης το δικαίωμα στην ταυτότητα και την προσωπική ανάπτυξη και το δικαίωμα στη δημιουργία και την ανάπτυξη σχέσεων με άλλους ανθρώπους και τον εξωτερικό κόσμο και μπορεί να περιλαμβάνει δραστηριότητες επαγγελματικής ή επιχειρηματικής φύσης. Γι’ αυτό το λόγο, υπάρχει μια ζώνη αλληλεπίδρασης των ατόμων, ακόμη και σε δημόσιο πλαίσιο, η οποία εμπίπτει στο πεδίο του ιδιωτικού βίου». Δηλαδή, κατά την κατασκευή του ΕΔΔΑ, απαιτείται η παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων να κατατείνει σε προσβολή του δικαιώματος στο σεβασμό του ιδιωτικού βίου, προκειμένου να τύχει της προστασίας της ΕΣΔΑ, ενώ, κατά τα νομοθετικά κείμενα που η προστασία προσωπικών δεδομένων είναι αυτονομημένη, αρκεί η παράνομη επεξεργασία τους για να τύχει το άτομο της προστασίας, χωρίς να απαιτείται προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος, όπως, π.χ. του ιδιωτικού βίου.

[26]. ν. 2472/1997, Οδηγία 95/46/ΕΚ, Κανονισμός 45/2001/ΕΚ, Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών πληροφοριών του 1981.

[27]. Βλ. για παράδειγμα τους αγγλικούς νόμους Freedom of Information Act (θεσπίστηκε το έτος 2000 και θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή το 2005) και Data Protection Act (ισχύει από το 1998).

[28]. Απ. Γέροντας, Τα δικαιώματα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα, ΔτΑ Νο 7/2000, σελ. 567.

[29]. ΦΕΚ Α΄ 75, 11.6.1986, «Σχέσεις κράτους - πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις».

[30]. Ως πολίτες, κατά το άρθρο 24 § 1, νοούνται και οι αλλοδαποί, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων.

[31]. Ως διοικητικά έγγραφα, κατά την αυθεντική ερμηνεία του ίδιου άρθρου, θεωρούνται όλα τα έγγραφα που συντάσσονται από όργανα του δημόσιου τομέα, ιδίως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις.

[32]. Βλ. την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 § 3 ν. 2690/1999 (ΚΔΔιαδ).

[33]. Κ. Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 199. Δ. Παπαδημητρόπουλος, ό.π., σελ. 67.

[34]. Λ. Μήτρου, Προστασία του περιβάλλοντος εναντίον της προστασίας πληροφοριών; Νόμος + Φύση, (http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=13&lang=1&catpid=1), «(...) ο νομοθέτης δεν λαμβάνει υπόψη του ότι το (...) δικαίωμα (προστασίας του ιδιωτικού/οικογενειακού βίου) είναι δεκτικό στάθμισης με άλλα – συνταγματικά προστατευόμενα – αγαθά και επιδέχεται περιορισμούς χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Η απόλυτη απαγόρευση δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, αρχή που ερείδεται στην αρχή του κράτους δικαίου, και κυρίως δεν ανταποκρίνεται στη φύση και τη δυναμική σχέση αλληλοσυμπλήρωσης και αμοιβαίου προσδιορισμού που συνδέει τα δύο συγκρουόμενα δικαιώματα».

[35]. ΦΕΚ Α΄ 50, 10.4.1997, Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

[36]. Τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και τη ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες

[37]. ΦΕΚ Α΄ 45/9.3.1999.

[38]. Α. Γέροντας, ό.π., σελ. 573.

[39]. Βλ. κατωτέρω, υπό 5.3.

[40]. ΣτΕ 205/2000: «Ειδικότερα, το δικαίωμα γνώσεως των εγγράφων αυτών, το οποίο καθιδρύεται με το ανωτέρω άρθρο υπέρ των διοικουμένων, αναφέρεται σε έγγραφα που έχουν συνταχθεί από όργανα της Διοικήσεως και μπορεί να ασκηθεί με επιτόπια μελέτη των εγγράφων ή και με τη λήψη αντιγράφων, για τη θεμελίωση δε αυτού αρκεί η συνδρομή ευλόγου ενδιαφέροντος προς τούτο (ΣτΕ 841/1997, 2376/ 1996, 1397/1993)». Βέβαια η νομολογία αυτή έχει προέλθει επί τη βάσει του άρθρου 16 του ν. 1599/ 1986, το οποίο δεν κάνει λόγο για «κάθε ενδιαφερόμενο», αλλά για «κάθε πολίτη». Ωστόσο, η νομολογία αυτή ακολουθήθηκε από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, σύμφωνα με την Γνωμοδότηση 243/ 2000 του οποίου, από το «κάθε ενδιαφερόμενος», «προκύπτει σαφώς ότι ο νομοθέτης προβαίνει σε ρητή καθιέρωση του (εύλογου) ενδιαφέροντος, ως προϋπόθεσης για την πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα». Η προσέγγιση αυτή δεν είναι ορθή, καθόσον ο όρος «ενδιαφερόμενος» χρησιμοποιείται από τον ΚΔΔιαδ για να αναφερθεί στον πολίτη (τον «διοικούμενο») ο οποίος εξ ορισμού, λόγω της ιδιότητάς του ως πολίτης έχει ούτως ή άλλως «εύλογο ενδιαφέρον» να ασκήσει το πολιτικό δικαίωμά του πρόσβασης στα έγγραφα της Διοίκησης (βλ. άρθρο 10 Σ). Όπως ο πολίτης δεν καλείται να «επικαλεστεί» εύλογο ενδιαφέρον για την άσκηση των άλλων πολιτικών του δικαιωμάτων (εκλέγειν, εκλέγεσθαι, συνδικαλίζεσθαι κ.λπ.), έτσι αρκεί η ιδιότητά του ως πολίτης για την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στην δημόσια πληροφορία. Ως εκ τούτου, η διατύπωση του άρθρου 16 § 1 του ν. 1599/86 «κάθε πολίτης ...» είναι πιο συμβατή με το Σύνταγμα, καθόσον αποκρούει ερμηνείες «εύλογου ενδιαφέροντος» κ.λπ., αν και η ανωτέρω απόφαση του ΣτΕ θεμελιώθηκε επί τη βάσει αυτού του άρθρου.

[41]. Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2003, β΄ εκδ., σελ. 172.

[42]. Ό.π. με περαιτέρω παραπομπές, σε Τάχο, Λαζαράτο, Κεφαλογιάννη - Παλαιολόγου.

[43]. Για παράδειγμα, η προσβολή μιας οικοδομικής άδειας ενώπιον της Δικαιοσύνης, προϋποθέτει από τον προσφεύγοντα λήψη αντιγράφων του σχετικού φακέλου του φερόμενου ως παραβάτη που τηρείται από την Πολεοδομία. Σε αυτήν την περίπτωση, τα «ιδιωτικά έγγραφα» του φακέλου (π.χ. τοπογραφικά διαγράμματα κ.λπ.) σχετίζονται μεν με υπόθεση του αιτούντα, υπάρχει ειδικό έννομο συμφέρον, η υπόθεση, όμως, δεν εκκρεμεί ενώπιον της Πολεοδομίας, αλλά ενώπιον της Δικαιοσύνης, οπότε κατ’ άρθρο 5 § 2 ΚΔΔιαδ δεν θεμελιώνεται το δικαίωμα πρόσβασης του αιτούντος σε αυτά.

[44]. Έτσι και Κ. Χρυσόγονος, ό.π., σελ. 395, Α. Γέροντας, ό.π., σελ. 572.

[45]. «(...) δεν υπάρχει ανθρώπινη κατάσταση και συμπεριφορά (και κατά συνέπεια πληροφορία που αναφέρεται σε αυτήν την κατάσταση και συμπεριφορά), για την οποία δεν μπορεί να φανταστεί κανείς (σε μεμονωμένες έστω περιπτώσεις) συνθήκες, υπό τις οποίες δικαιολογείται η επέμβαση σε οποιαδήποτε σφαίρα», Λ. Μήτρου, Προστασία Προσωπικών Δεδομένων, ό.π., σελ. 471.

[46]. Λ. Μήτρου, Προστασία Προσωπικών Δεδομένων: ένα νέο δικαίωμα;, σε Τσάτσου/Βενιζέλου/ Κοντιάδη (επιμ.) «Το Νέο Σύνταγμα», Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/ 1986/2001, Αθήνα - Κομοτηνή 2001, σελ. 88, κατά την οποία (σελ. 85) «η αμυντική σύλληψη και οργάνωση αυτού του δικαιώματος (εννοεί: 9 § 1 Σ) από το συντακτικό νομοθέτη δεν ανταποκρίνεται στην ένταση και διάδοση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεν λαμβάνει υπόψη ότι η απόλυτη απαγόρευση δεν παρέχει – συνταγματικά ικανοποιητικές – λύσεις στις περιπτώσεις που η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων υπηρετεί την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα πληροφόρησης». «Το άρθρο 5 § 1 Σ συνιστούσε, πριν την υιοθέτηση του νέου συνταγματικού άρθρου 9Α, την κύρια – και όχι επικουρική, όπως φαίνεται να την αντιμετωπίζει η κρατούσα άποψη – συνταγματική βάση της προστασίας προσωπικών δεδομένων», ό.π. σελ. 86.

[47]. Βλ, όμως την διασταλτική ερμηνεία του ΕΔΔΑ για την έννοια του ιδιωτικού βίου (ανωτ. υποσ. 25), με την παρατήρηση, όμως, ότι το Δικαστήριο καταλήγει σε αυτήν την νομική κατασκευή επειδή στην ΕΣΔΑ δεν υπάρχει αυτονομημένο δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων και η προστασία αυτών παρέχεται μέσω της προστασίας του ιδιωτικού βίου, κατ’ άρθρο 8 ΕΣΔΑ.

[48]. Βλ. και ΣτΕ 3545/2002 (Τμ. Δ΄), ΝοΒ 51, σελ. 357, με σχόλιο Β. Βουτσάκη (για την υπόθεση εκπομπής Ζούγκλα, ΑΠΔΠΧ 100/2000).

[49]. Π. Δόνος, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος προστασίας του πολίτη από την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων και της αντίστοιχης ανεξάρτητης αρχής, σε Γ. Παπαδημητρίου (επιστ. επιμ.) Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκσυγχρονισμός των θεσμών, Αθήνα - Κομοτηνή, 2000, σελ. 114. «Το συνταγματικό δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αποτελεί, πριν απ’ όλα, αξίωση: το υποκείμενο έχει αξίωση έναντι της Πολιτείας να απέχει από πράξεις προσβολής ικανές να θίξουν τη δυνατότητά του να ελέγχει τη σφαίρα οικειότητας. Οι πράξεις αυτές μπορούν να θίξουν την δυνατότητα του ατόμου με ποικίλους τρόπους (: υλικούς, συναισθηματικούς, ψυχολογικούς, συμβολικούς...), μπορεί να συνιστούν χειραγώγηση ή εξουσίαση, μπορούν να επιδρούν άμεσα ή έμμεσα κ.λπ.», Β. Βουτσάκης, Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή: υποκειμενικές και αντικειμενικές πτυχές, σε Σαββάκη/Βασιλογιάννη/Βιδάλη/Βουτσάκη/Δόνου/Καστανά/Κτιστάκι/Μάλλιου/Τάκη/Τσιτσελίκη/Χριστόπουλου, Νέες Τεχνολογίες και Συνταγματικά Δικαιώματα, σειρά: Δίκαιο και Κοινωνία στον 21ο αιώνα, τ. 7, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 95. Η διάκριση ανάμεσα σε προστασία του ιδιωτικού βίου και προστασία προσωπικών δεδομένων καθίσταται ανάγλυφη στη σκέψη αρ. 24 του Προοιμίου της Οδηγίας 58/2002/ΕΚ για την προστασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών: «Ο τερματικός εξοπλισμός των χρηστών δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και κάθε πληροφορία που αποθηκεύεται στον εξοπλισμό αυτό αποτελούν μέρος της ιδιωτικής ζωής των χρηστών, η οποία χρήζει προστασίας δυνάμει της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Τα επιλεγόμενα κατασκοπευτικά λογισμικά, δικτυακοί “κοριοί” (web bugs) κρυφά αναγνωριστικά στοιχεία και άλλες παρόμοιες διατάξεις μπορούν να εισέλθουν στο τερματικό του χρήστη εν αγνοία του με σκοπό την πρόσβαση σε πληροφορίες, την αποθήκευση αθέατων πληροφοριών ή την ανίχνευση δραστηριοτήτων του χρήστη και συνιστούν ενδεχόμενη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του χρήστη. Η χρησιμοποίηση τέτοιων συστημάτων θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο για θεμιτούς σκοπούς και εφόσον το γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι χρήστες». Αναγνωρίζεται, δηλαδή, ότι ο εξοπλισμός ως υλικό αποτελεί μέρος του ιδιωτικού βίου, ενώ η πληροφοριακή επέμβαση και επίθεση σε αυτόν «ενδεχομένως» – μόνο – συνιστά (εκτός από παραβίαση του δικαιώματος του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού, εννοείται) και προσβολή της ιδιωτικής ζωής.

[50]. Κ. Γιαννόπουλου, Η εκ μέρους των Τελωνειακών Αρχών σώρευση περισσότερων καταλογιστικών πράξεων κατά παράβαση της αρχής του απορρήτου, ΔΕΕ, 8-9/2003, σελ. 897 επ. ο αρθρογράφος δέχεται ότι με τον ν. 2472 εισάγονται ρυθμίσεις που εντάσσονται στην γενικότερη «αρχή του απορρήτου». Οι απόψεις του πρέπει να συνδυαστούν με την γενικότερη προβληματική του αν ο ν. 2472/97 εισάγει απόρρητο.

[51]. Κατ’ αυτή την έννοια, το «απόρρητο της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων» φαίνεται πλησιέστερο εννοιολογικά προς την έννοια της «εμπιστευτικότητας» (Βλ και αντίστοιχο όρο της Οδηγίας 95/46/ΕΚ: «confidentiality»), υποχρέωση που απορρέει από την καλόπιστη εκπλήρωση παροχής, η οποία πρέπει να δεσμεύει τα πρόσωπα που εκτελούν την επεξεργασία και λιγότερο προς την «κλασική» έννοια του απορρήτου, όπως είναι το απόρρητο της επικοινωνίας, το φορολογικό, το ιατρικό, το τραπεζικό απόρρητο κ.λπ. τα οποία αναφέρονται στην erga omnes νομική απαγόρευση πρόσβασης στην δεσμευμένη πληροφορία.

[52]. Α. Τάχος, ό.π., σελ. 174.

[53]. ΣτΕ 3130/2000 (Τμ. Δ΄), Αρμ 2001 (σ. 709), ΔΔικ 2001, σ. 110.

[54]. Α. Τάχος, ό.π., σελ. 18.

[55]. Α. Τάχος, ό.π., σελ. 19: «(...) εφόσον η τριτενέργεια γίνεται ήδη δεκτή απέναντι στην αμιγώς “ιδιωτική εξουσία”, δηλ. στις σχέσεις ιδίως οικονομικής εξάρτησης, κατά μείζονα λόγο πρέπει να γίνει δεκτή στις σχέσεις μονοπωλιακής, ιδίως οικονομικής εξάρτησης από ν.π.ι.δ. που είναι αναμφισβήτητα “δημόσια” και ασκούν, επίσης αναμφισβήτητα, συγκαλυμμένη εξουσία “αντί” του Κράτους».

[56]. Βλ. άρθρο 25 § 4 περ. β΄ Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων.

[57]. Μέσω του ελέγχου συνδρομής των όρων του άρθρου 902, το οποίο όμως θεωρείται καταργημένο (Α. Γέροντας, ό.π., σελ. 575, υποσ. 21), αλλά και a contrario, μέσω του ακυρωτικού ελέγχου της (εκτελεστής) πράξης της διοίκησης για ικανοποίηση ή μη του δικαιώματος πρόσβασης. Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος είναι κατασταλτικός και δεν έχει το στοιχείο της «αμεσότητας» που απαιτείται για αυτές τις περιπτώσεις σύγκρουσης δικαιωμάτων.

[58]. Ως ειδική περίπτωση «κακοδιοίκησης».

[59]. Βλ. ιδίως την σύγχυση αρμοδιοτήτων ανάμεσα στην ΑΠΔΠΧ, την ΑΔΑΕ και την ΕΕΤΤ στο χώρο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και της ΕΕΤΤ, της ΡΑΕ και της ΕπΑντ στο χώρο του ελεύθερου ανταγωνισμού.

[60]. Για τον θεσμό σε επίπεδο ευρωπαϊκής Κοινότητας, βλ. κατωτέρω, υπό 5.2. και άρθρα 24 επ. Κανονισμού (ΕΚ) 45/2001.

[61]. Πρβλ. την κομψή διατύπωση σε σχέση με την αντίστοιχη («το παραπάνω δικαίωμα δεν υφίσταται») του άρθρου 5 § 3 ΚΔΔιαδ.

[62]. Ας σημειωθεί, για τη σημασία της δικαιοπλαστικής λειτουργίας των ανεξάρτητων αρχών, ότι ο κώδικας αποτέλεσε πρωτοβουλία και έργο του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή.

[63]. «Επιθυμώ να επισημάνω με ιδιαίτερη ικανοποίηση τη θετική και άμεση αντίδραση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης κ. Παυλόπουλου στην υπόδειξη που του έκανα ως Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής μου στην Ελλάδα τον Ιούλιο του παρελθόντος έτους, να εξετάσει το ενδεχόμενο της ενσωμάτωσης στη νομοθεσία που διέπει την αναμόρφωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα του Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή», Συέντευξη κ. Ν. Διαμαντούρου στην «Ελευθεροτυπία», 12.1.2005, σελ. 45.