Digesta 2005

ΚΛΗΡΟΔΟΣΙΑ ΧΡΗΣΙΔΑΝΕΙΟΥ ΚΑΙ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΨΙΛΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

(Γνωμοδότηση)

Απόστολος Χελιδόνης

Λέκτορας στη Νομική Σχολή ΔΠΘ

Για να ανοίξετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ 

 

Ι

Η κ. Α.Μ, κάτοικος Λάρισας, μου έθεσε προσφάτως υπ’ όψιν πέντε δημόσιες διαθήκες, που συνέταξε ο φυσικός της πατέρας Ο. Μ., κάτοικος εν ζωή Λάρισας, αλλά και δύο πωλητήρια συμβόλαια, με τα οποία ο τελευταίος πώλησε και μεταβίβασε στην κ. Α.Μ. την ψιλή κυριότητα δύο ακινήτων του, παραμένοντας ο ίδιος επικαρπωτής εφ’ όρου ζωής των ακινήτων αυτών.

Πρόκειται ειδικότερα για: α) τη με αριθμό 439/2004 διαθήκη που συντάχθηκε την 2α Δεκεμβρίου 1997, β) τη με αριθμό 440/2004 διαθήκη, που συντάχθηκε την 16η Φεβρουαρίου 2000, γ) τη με αριθμό 465/2004 διαθήκη, που συντάχθηκε την 19η Απριλίου 2000, δ) τη με αριθμό 435/2004 διαθήκη, που συντάχθηκε την 9η Μαΐου 2003 και ε) τη με αριθμό 365/2004 διαθήκη, που συντάχθηκε την 8η Ιουλίου 2004, όλες νομίμως δημοσιευμένες από το Πρωτοδικείο Λάρισας. Επίσης, πρόκειται για τα με αριθμούς 23603/19.7.1993 και 23900/23.2.1993 πωλητήρια συμβόλαια της ψιλής κυριότητας μιας εξοχικής κατοικίας και μιας κυρίας κατοικίας αντίστοιχα.

Η ανωτέρω μου ζήτησε να εκτιμήσω το περιεχόμενο των παραπάνω διαθηκών και να εκφράσω τη γνώμη μου για το νομικό καθεστώς που διέπει τα ακίνητα, των οποίων η ίδια με τα παραπάνω συμβόλαια κατέστη ψιλή κυρία.

 

ΙΙ

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, παρατηρώ λοιπόν ότι παρέλκει η εκτίμηση του περιεχομένου των τεσσάρων πρώτων διαθηκών εξαιτίας του γεγονότος ότι ο διαθέτης με την πέμπτη και χρονικά τελευταία διαθήκη του ανακάλεσε συνολικά (ΑΚ 1763 αρ. 1, πρβλ. Παπαντωνίου, ΕρμΑΚ 1763, αρ. 4-6) με σαφή και ρητή δήλωσή του σε αυτή κάθε προγενέστερη τελευταία δήλωση βούλησής του (ολική ανάκληση: πρβλ. Σπυριδάκη, Κληρονομικό Δίκαιο, 2002, σ. 134). Οι εν λόγω διαθήκες είναι, υπό την έννοια αυτή, άκυρες, δηλαδή δεν επηρεάζουν το περιεχόμενο της κληρονομικής διαδοχής (Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο, ΙΙ, 2004, σ. 3). Με την πέμπτη και μόνη έγκυρη διαθήκη ο O. Μ. εγκατέστησε λοιπόν ως μοναδικούς κληρονόμους του, αφενός μεν, την από τρίτο γάμο σύζυγό του κ. Α.Γ., κάτοικο Λάρισας, με την οποία παρέμεινε συζευγμένος μέχρι το θάνατό του, αφετέρου δε, την από τον πρώτο γάμο κόρη του κ. Α.Μ. Στην πρώτη από τις παραπάνω κληρονόμους άφησε αντικείμενα που κατονομάζει ειδικότερα στο σώμα της διαθήκης (πρόκειται για εγκατάσταση σε δήλα πράγματα με την έννοια των άρθρων ΑΚ 1800 § 2, πρβλ. Φίλιου, ΕρμΑΚ 1880 αρ. 30), ενώ την κ. Α.Μ. εγκατέστησε κληρονόμο του σε κάθε άλλη, τυχόν υπάρχουσα κατά το χρόνο θανάτου του περιουσία του (δηλαδή την εγκατέστησε κληρονόμο με την έννοια της ΑΚ 1805 § 1). Ο διαθέτης ωστόσο βάρυνε τη δεύτερη κληρονόμο του και κόρη του κ. Α.Μ. με κάποιες υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, όρισε ότι θα πρέπει αυτή: α) να καταβάλει κάθε πιθανό χρέος του προς τρίτα πρόσωπα που παραμένει ανεξόφλητο κατά το χρόνο του θανάτου του, β) να σεβαστεί μια σύμβαση χρησιδανείου που αυτός είχε συνάψει με τη σύζυγό του κ. Α.Γ. πριν από το θάνατό του ως επικαρπωτής της κύριας κατοικίας, της οποίας η κ. Α. Μ. κατέστη το 1993 ψιλή κυρία, και γ) να σεβαστεί μια δεύτερη σύμβαση χρησιδανείου την οποία συνήψε ο διαθέτης επίσης με τη δεύτερη σύζυγό του κ. Α.Γ. ως επικαρπωτής και της εξοχικής κατοικίας, της οποίας η κ. Α.Μ. κατέστη ψιλή κυρία επίσης από τον ίδιο χρόνο (1993).

Ο Ο.Μ. απεβίωσε την 21.9.2004. Κατά την ημέρα του θανάτου του η κ. Α.Μ. και η κ. Α.Γ. κατέστησαν προσωρινοί κληρονόμοι του παραπάνω διαθέτη, έχοντας δικαίωμα αποποίησης της κληρονομίας (Παπαντωνίου, Κληρονομικό Δίκαιο, 5η έκδ., 1989, σ. 61). Οι παραπάνω κληρονόμοι κλήθηκαν κατόπιν τούτου στην κληρονομία στα πλαίσια της εκ διαθήκης διαδοχής, η οποία αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων της εξ αδιαθέτου διαδοχής, ενόσω η πέμπτη και τελευταία διαθήκη εξαντλεί το σύνολο της περιουσίας του διαθέτη (προτεραιότητα της κληρονομικής διαδοχής εκ διαθήκης, πρβλ. Σπυριδάκη, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου 5 - Κληρονομικό Δίκαιο, γ΄ έκδ., 2004, σ. 18).

Αξιολογώντας τις ειδικότερες υποχρεώσεις με τις οποίες βάρυνε στην πέμπτη και τελευταία διαθήκη του ο διαθέτης την δεύτερη κληρονόμο κ. Α.Μ. παρατηρώ ότι η εκ διαθήκης υποχρέωση της τελευταίας να εξοφλήσει το σύνολο των χρεών της κληρονομίας συνιστά κληροδοσία απαλλαγής (κατά την κρατούσα γνώμη επιτρέπεται η κατάλειψη χρέους με τη μορφή κληροδοσίας, πρβλ. Σταθόπουλο σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, άρθρ. 1827-1829, αρ. 7∙ επίσης Φίλιο, Κληρονομικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, 5η έκδ. 2003, σ. 131, ο οποίος ορθά επισημαίνει, σ. 131 in fine ότι: «Η επιβάρυνση με το χρέος λειτουργεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, λ.χ. σαν επιβάρυνση με κληροδοσία ή τρόπο»× βεβαρημένος με την κληροδοσία μπορεί να είναι και ο κληρονόμος, ΑΚ 1967 § 1, πρβλ. Φίλιου, Κληρονομικό Δίκαιο - Ειδικό Μέρος, 5η έκδ., 2003, σ. 245) υπέρ της πρώτης κληρονόμου κ. Α.Γ. από τα χρέη της κληρονομίας. Τα τελευταία αφορούν την αναλογία του μεριδίου ευθύνης της κ. Α.Γ. ως ετέρας κληρονόμου στα πλαίσια της ΑΚ 1885 (Παπαστερίου, σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, Εισαγ. άρθρ. 1884-1894, αρ. 9 επ., Βουζίκα, Κληρονομικόν Δίκαιον, τ. ΙΙΙ, 1983, § 164 1 I). Βεβαρημένη με την κληροδοσία είναι η κληρονόμος και κόρη του διαθέτη κ. Α.Μ. Αυτή σε περίπτωση αποδοχής της κληρονομίας αναλαμβάνει την ενοχική υποχρέωση να απαλλάξει την ετέρα κληρονόμο από τα χρέη κληρονομίας που τη βαρύνουν (πρόκειται για ενοχική και όχι για άμεση κληροδοσία: ΑΚ 1995, Μπαλή, Κληρονομικόν Δίκαιον, εκδ. γ΄, 1952, §§ 317, 318).

Περαιτέρω, και σε ό,τι αφορά την επιβάρυνση της κ. Α.Μ. με την υποχρέωση να σεβαστεί τις δύο προαναφερθείσες συμβάσεις χρησιδανείου, που αφορούν τα ακίνητα, των οποίων κατέστη η ίδια ψιλή κυρία, παρατηρώ ότι με την υποχρέωση αυτή υπονοείται άλλη κληροδοσία. Στο ερώτημα ποιο είναι ακριβώς το αντικείμενο αυτής της πρόσθετης κληροδοσίας παρατηρώ ότι η κ. Α.Μ. κατά το χρόνο θανάτου του διαθέτη κατέστη κατ’ αρχάς αυτοδικαίως με την μορφή της «υποστροφής» αποκλειστική και καθολική κυρία των δύο ακινήτων. Αποδεχόμενη όμως η ίδια την κληρονομία, υπεισέρχεται αυτή και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκλιπόντος Ο.Μ. από τις ήδη συναφθείσες συμβάσεις χρησιδανείου ως καθολική διάδοχός του, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η επικαρπία δεν είναι εν προκειμένω κληρονομητή (ΑΚ 1167 εδ. 1, πρβλ. και Φίλιου, Κληρονομικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, 5η εκδ. 2003, σ. 62). Ο λόγος είναι ότι τα χρησιδάνεια συνιστούν ενοχικές (ειδικότερα υποσχετικές συμβάσεις), οι οποίες παραμένουν έγκυρες, αφού ως γνωστό το κύρος τους δεν εξαρτάται από την ύπαρξη κυριότητας ή επικαρπίας στο πρόσωπο του χρήστη (πρβλ. Φίλιου, Εγχειρίδιο Ενοχικού Δικαίου - Ειδικό Μέρος - Τεύχος Α΄, 1985, σ. 124× ας σημειωθεί ότι το χρησιδάνειο λήγει κατά την ΑΚ 818 αυτοδικαίως μόνον με το θάνατο του χρησαμένου και όχι με το θάνατο του χρήστη, συνεπώς συνιστά σχέση κληρονομητή). Σε ό,τι αφορά την υπεισέλευση, από το άλλο μέρος, και της ήδη χρησαμένης κ. Α.Γ. ως κληρονόμου στις παραπάνω σχέσεις χρησιδανείου με την ιδιότητα του χρήστη, παρατηρώ ότι ως προς αυτήν ειδικά η πολυπρόσωπη διάσταση της ενοχής (ΑΚ 1885) λόγω της ύπαρξης περισσοτέρων κληρονόμων (παθητική ενοχή εις ολόκληρον: οι περισσότεροι κληρονόμοι υπεισέρχονται από κοινού στη θέση του κληρονομουμένου ως οφειλέτη της παραχώρησης του πράγματος που συνιστά το αντικείμενο των συγκεκριμένων χρησιδανείων και επειδή η παραχώρηση της χρήσης είναι αδιαίρετη παροχή υπάρχει παθητική ενοχή εις ολόκληρον επι τη βάσει της ΑΚ 494) αναιρείται από το γεγονός της σύγχυσης (ΑΚ 453) στο πρόσωπο της τελευταίας της ιδιότητας του χρήστη και ταυτόχρονα της ιδιότητας του χρησαμένου. Είναι προφανές ότι η χρησάμενη κ. Α.Γ. δεν μπορεί όμως να οφείλει την παραχώρηση της χρήσης των ακινήτων στον εαυτό της. Συνεπώς, ως προς αυτή το χρησιδάνειο λήγει λόγω σύμπτωσης στο πρόσωπό της της ιδιότητας δανειστή και οφειλέτη και οι σχέσεις χρησιδανείου συνεχίζονται εφεξής μόνον μεταξύ της κ. Α.Μ. ως χρήστη και της κ. Α.Γ. ως χρησαμένης. Αντικείμενο αυτής της πρόσθετης κληροδοσίας είναι κατόπιν τούτου ερμηνευτικά η υποχρέωση της βεβαρημένης κ. Α.Μ. να ανεχτεί τα χρησιδάνεια και να μην ασκήσει την τακτική καταγγελία της ΑΚ 817 για τους ειδικούς λόγους που εκεί προβλέπονται (επείγουσα ανάγκη) αλλά και για κάθε άλλο σπουδαίο λόγο με βάση τις γενικές διατάξεις, για όσο χρόνο ορίζει ο διαθέτης στη διαθήκη του. Η παροχή της συνίσταται, με άλλα λόγια, στην παράλειψη άσκησης από μέρους της του νομίμου δικαιώματος της καταγγελίας και στην ανοχή της κατοχής του πράγματος από την κ. Α.Γ. μέχρι την προβλεπόμενη λήξη των χρησιδανείων (πρβλ. και Ψούνη, ο.π., σ. 102 κατά την οποία αντικείμενο κληροδοσίας είναι ό,τι μπορεί να καταστεί αντικείμενο ενοχής). Έχοντας αυτό υπ’ όψιν του ο διαθέτης έθεσε ως όρο της διαθήκης το ότι η ψιλή κυρία και προσωρινή κληρονόμος κ. Α.Μ. θα εκπέσει του κληρονομικού δικαιώματός της (ρήτρα εκπτώσεως), αν δεν συμμορφωθεί με την υποχρέωση που απορρέει από τις κληροδοσίες. Πρόκειται, ως φαίνεται, για συνήθη όρο των συμβολαιογραφικών διαθηκών με τον οποίο επιδιώκεται μέσω της ευχέρειας του χρησιδανείου η διαιώνιση της επικαρπίας εκ μέρους του διαθέτη που είναι και επικαρπωτής σε βάρος του αδαούς κληρονόμου ψιλού κυρίου της επικαρπίας. Η συστηματική και δικαιοπολιτική διάσταση αυτού του όρου είναι γενικά ελεγχόμενη αλλά εξετάζεται στη συνέχεια με βάση τα συγκεκριμένα συμφραζόμενα.

Προϋπόθεση της υπεισέλευσης της βεβαρημένης κ. Α.Μ. στις υποχρεώσεις από τα χρησιδάνεια και όρος της δέσμευσής της για τη μη άσκηση από μέρους της της καταγγελίας των χρησιδανείων ως διαρκών συμβάσεων είναι η αποδοχή προηγουμένως της κληρονομίας. Η κ. Α.Μ. όμως με γραπτή δήλωσή της προς τον γραμματέα του μονομελούς πρωτοδικείου Λάρισας αποποιήθηκε τελικά την κληρονομία (ΑΚ 1857), αρνούμενη την κλήση της σε αυτή για όποιον λόγο και αν αυτή τελικά επήλθε (είτε εκ διαθήκης είτε και εξ αδιαθέτου). Η κ. Α.Μ. κατόπιν τούτου δεν έχει πλέον καμία ανάμιξη στην κληρονομία του πατέρα της Ο.Μ., δηλαδή δεν κατέστη αυτή καθολική διάδοχός του (πρβλ. ΑΚ 1856 εδ. α΄, Σπυριδάκη, ο.π., σ. 412). Περαιτέρω, κανένα χρέος κληρονομίας δεν τη βαρύνει και επιπλέον δεν δεσμεύεται από τα χρησιδάνεια που κατήρτισε ο πατέρας της Ο.Μ.. Ο λόγος είναι ότι δεν υπεισήλθε η ίδια στα εν λόγω χρησιδάνεια ως διάδοχός του. Η κ. Α.Γ. δεν σχετίζεται κατόπιν τούτου ενόψει των χρησιδανεισθέντων ακινήτων με την κ. Α. Μ. ως καθολική κυρία με ορισμένη έννομη σχέση τέτοιου τύπου, ώστε να δημιουργεί είτε στα πλαίσια δικαιοπραξίας είτε και εκ του νόμου δικαίωμα κατοχής των ακινήτων επί των οποίων υφίστανται τα χρησιδάνεια, με την έννοια της ΑΚ 1095. Έτσι, δεν δικαιολογείται μετά την απόσβεση της επικαρπίας η έγερση της αναβλητικής ένστασης του τελευταίου άρθρου από την χρησαμένη και κάτοχο των ακινήτων (πρβλ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου, 1989, σ. 260). Η μόνη σχέση που τις συνδέει είναι, αντίθετα, αυτή του κυρίου προς νομέα, δηλαδή αυτή των άρθρων 1096 επ.

 

ΙΙΙ

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ερώτημα της κ. Α.Μ., δηλαδή το ποιο είναι το εμπράγματο καθεστώς των ακινήτων μετά το θάνατο του διαθέτη, των οποίων η κ. Α.Μ., όσο ζούσε ο πατέρας της, υπήρξε ψιλή κυρία, παρατηρούνται τα εξής: Η κ. Α.Μ. από την ημέρα θανάτου του εκλιπόντος επικαρπωτή κατέστη αυτομάτως από ψιλή κυρία που ήταν μέχρι τότε, καθολική πλέον κυρία των χρησιδανεισθέντων ακινήτων (πρβλ. Μπαλή, Εμπράγματον Δίκαιον, 4η έκδ., 1961, σ. 378, Παπαχρήστου, Εμπράγματον Δίκαιον, 2η έκδ., 1985, σ. 480). Η επικαρπία έπαψε αυτομάτως με το θάνατο του επικαρπωτή (Απ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ, 1993, σ. 77). Η επικαρπία ως γνωστό δεν συνιστά, πλην αντιθέτου συμφωνίας που εδώ δεν συντρέχει, σχέση κληρονομητή (πρβλ. Αστ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο ΙΙ - Γενικό Μέρος, 4η έκδ., 2003, σ. 190). Η κτήση εκ μέρους της της καθολικής κυριότητας επήλθε με μόνη την επέλευση του θανάτου του επικαρπωτή χωρίς άλλη περαιτέρω ενέργεια από μέρους της (ΑΚ 1167 εδ. 1) (Σπυριδάκη, Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου 3 - Εμπράγματο Δίκαιο, γ΄ έκδ., 2004, σ. 276× κατά τον Ρούσσο σε ΑΚ Γεωργιάδη - Σταθόπουλο, άρθρ. 1167, αρ. 4, πρόκειται για το φαινόμενο της «υποστροφής» κατά το οποίο με το θάνατο του επικαρπωτή η επικαρπία επιστρέφει αυτοδίκαια στην ψιλή κυριότητα και ενώνεται με αυτή σε πλήρη κυριότητα. Η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει τον προσωποπαγή χαρακτήρα της επικαρπίας).

Στο επόμενο και εύλογο ερώτημα αν παρ’ όλα αυτά στο χρησιδάνειο εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 1164 σύμφωνα με την οποία, εφόσον «η επικαρπία ακινήτου λήξει κατά τη διάρκεια της εκμίσθωσης του ακινήτου που έγινε από τον επικαρπωτή, εφαρμόζονται αναλόγως ως προς την εξακολούθηση της μίσθωσης ... οι διατάξεις για την εκποίηση του μισθίου ακινήτου», δηλαδή οι προστατευτικές για τον μισθωτή διατάξεις ΑΚ 614 επ., θα πρέπει να δοθεί, κατά τη γνώμη μου, αρνητική απάντηση. Η ratio της συγκεκριμένης διάταξης συνίσταται στην ανάγκη αναλογικής επέκτασης της επιπρόσθετης, ειδικής προστασίας του μισθωτή ακινήτων από την εκποίηση και στην επικαρπία ακινήτου, που δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο τελευταίος απολαμβάνει τη χρήση του πράγματος καταβάλλοντας αντάλλαγμα (μίσθωμα) σε αντικείμενα ιδιαίτερης οικονομικής σημασίας, όπως τα ακίνητα. Η σκέψη του νομοθέτη είναι εδώ ότι δεν δικαιολογείται ο αιφνιδιασμός του μισθωτή ακινήτου σε περίπτωση μεταγενέστερης, απρόοπτης εμπράγματης μεταβολής. Οι ΑΚ 614-616 συνιστούν όμως εξαιρετικό δίκαιο μη επιδεκτικό αναλογικής εφαρμογής σε άλλους συμβατικούς τύπους. Το καθεστώς που οι διατάξεις αυτές εισάγουν, δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσιο στο χρησιδάνειο ακινήτου που είναι αμιγώς χαριστική δικαιοπραξία. Σε διαφορετική περίπτωση το δικαίωμα του κυρίου για καθολική απόλαυση του πράγματος, το οποίο κάθε άλλο παρά αξιοποιείται οικονομικά στα πλαίσια χρησιδανείου, θα προσβαλλόταν βάναυσα. Ο κύριος του πράγματος θα δεσμευόταν έτσι από σχέση που λήγει σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου απόσβεσης της επικαρπίας, χωρίς καμία απολύτως οικονομική απολαβή. Στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά θα ενίσχυε ο νόμος συμπαιγνίες μεταξύ του επικαρπωτή και χρησαμένου για έμμεση διαιώνιση της επικαρπίας σε βάρος του ανυποψίαστου ψιλού κυρίου. Το συμφέρον του καθολικού κυρίου είναι λοιπόν, κατά την γνώμη μου, σε τελολογικό - αξιολογικό επίπεδο σαφώς υπέρτερο, ώστε να αποκλείεται υπεισέλευση του κυρίου στη σχέση του χρησιδανείου με τη μορφή της ex lege επιμήκυνσης του χρησιδανείου κατά το πρότυπο των ΑΚ 614 επ. Το γεγονός ότι ο χρήστης παραχωρεί τη χρήση του πράγματος χωρίς αντάλλαγμα, συνιστά εμφανή και ανυπέρβλητη ιδιαιτερότητα του χρησιδανείου που οδηγεί ήδη σε ευμενέστερη μεταχείριση του χρήστη σε σύγκριση με τον εκμισθωτή πράγματος, όπως επιβεβαιώνει ο νόμος με σωρεία διατάξεών του για το χρησιδάνειο: ελαφρότερη ευθύνη (ΑΚ 811: μόνο για δόλο και βαριά ευθύνη), απαλλαγή του τελευταίου από τις συνήθεις δαπάνες συντήρησης (ΑΚ 813 εδ. 1), καταγγελία και για επείγουσα ανάγκη επιστροφής του πράγματος (ΑΚ 817), συνεπώς ευχερέστερη λύση του χρησιδανείου. Η κρατούσα γνώμη στη θεωρία δικαιολογημένα δέχεται λοιπόν ότι οι διατάξεις των ΑΚ 614 επ. δεν βρίσκουν εφαρμογή στο χρησιδάνειο ακινήτου (αντί άλλων Φίλιου, Εγχειρίδιο Ενοχικού Δικαίου - Ειδικό Μέρος, Τεύχος Α΄, 1985, σ. 131). Στο τελευταίο ισχύουν μόνον οι γενικές διατάξεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο χρησάμενος δεν προστατεύεται έναντι του κυρίου, ενόσω το δικαίωμα του πρώτου παραμένει μόνον ενοχικό και δεν τριτενεργεί, συνεπώς στα πλαίσια της αρχής της σχετικότητας των ενοχών είναι αυτό μη αντιτάξιμο έναντι του κυρίου του πράγματος. Συμπερασματικά, λοιπόν, η απόσβεση της επικαρπίας διακόπτει το χρησιδάνειο.

 

IV

Από το χρόνο του θανάτου του επικαρπωτή έχει κατόπιν τούτου η καθολική κυρία κ. Α.Μ. το δικαίωμα να ζητήσει άμεσα την απόδοση των δύο κατοικιών της από τη νομέα σε περίπτωση άρνησης επιστροφής και αναμφίβολα ήδη κάτοχο κ. Α.Γ. στα πλαίσια εμπράγματης αγωγής (διεκδικητική αγωγή). Ο λόγος είναι ότι η περαιτέρω παραμονή της τελευταίας στην κατοχή του χρησαμένου μετά την άπρακτη πάροδο προθεσμίας στα πλαίσια εξώδικης πρόσκλησης προς απόδοση των ακινήτων συνιστά προσβολή της κυριότητας με τη μορφή της κατακράτησης (πρβλ. Απ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο Ι, 1991, σ. 550). Η απόδοση των ακινήτων μπορεί να αξιωθεί περαιτέρω και στα πλαίσια ενοχικής αγωγής με τη μορφή της αγωγής αδικαιολογήτου πλουτισμού για απόδοση της νομής (condictio possessionis, πρβλ. Χρ. Θηβαίου, Το δίκαιον της νομής, τ. Γ΄, 1957, σ. 326). Επιπλέον, δυνατή είναι σε περίπτωση κακοπιστίας της νομέως, και η αδικοπρακτική ευθύνη αυτής ενόψει του ότι η νομή αποτελεί προστατευτέο από την ΑΚ 914 έννομο συμφέρον (αυτούσια απόδοση των ακινήτων με φυσική αποκατάσταση της ζημίας ΑΚ 914 σε συνδ. με 297 εδ. 2). Πρόκειται εν προκειμένω για συρροή περισσοτέρων αυτοτελών αξιώσεων με την κυριολεκτική σημασία του όρου (αναλυτικά Απ. Γεωργιάδη, σε ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, Εισαγ. άρθρ. 914-938, αρ. 49-50) και όχι για συρροή νομίμων βάσεων (έτσι και Απ. Γεωργιάδης, Η «συρροή αξιώσεων» επί συνδρομής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, Δ 6, 43).

Σε περίπτωση άρνησης της κ. Α.Γ. να συμμορφωθεί με το αίτημα της κ. Α.Μ. προς απόδοση των δύο κατοικιών της (η άρνηση απόδοσης του πράγματος από το νομέα σε περίπτωση που ο κύριος δεν δεσμεύεται από ενοχική σχέση με βάση την οποία διακατέχεται το πράγμα από τον τελευταίο, συνιστά αποβολή από τη νομή, πρβλ. επ’ αυτού Απ. Γεωργιάδη, ο.π., σ. 207), το οποίο μπορεί να εκδηλωθεί με τη μορφή εξώδικης πρόσκλησης προς επιστροφή, αλλά και να συμπέσει με την άμεση άσκηση της εμπράγματης ή της ενοχικής αγωγής, που αναφέρθηκαν παραπάνω, δυνατή είναι παράλληλα – οδός η οποία ακολουθείται συνήθως για λόγους δικονομικών (κατά βάση αποδεικτικών) πλεονεκτημάτων – η επιλογή της προσωρινής προστασίας της νομής εκ μέρους της κ. Α.Μ. ως καθολικής κυρίας με τη μορφή των αγωγών για την αποβολή από τη νομή των ΑΚ 987-988. Η κ. Α.Μ. έχει τότε και τη δυνατότητα να αξιώσει παράλληλα τη λήψη κάθε πρόσφορου ασφαλιστικού μέτρου για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου βλάβης των συμφερόντων της λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής των ακινήτων στο πρόσωπο της κ. Α.Γ. προς αποφυγή διαπληκτισμών και ερίδων (ΚΠολΔ 733-734: προσωρινή ρύθμιση της νομής και της κατοχής - πραγματικό ζήτημα).

Πέραν τούτου, η κ. Α.Μ. από την ημέρα θανάτου του πατέρα της στερείται τη δυνατότητα χρήσης και οικονομικής αξιοποίησης πράγματος του οποίου είναι καθολική κυρία, καθώς δεν μπορεί να μισθώσει το ακίνητο σε τρίτο ενδιαφερόμενο, υφιστάμενη έτσι απώλεια εισοδημάτων. Η έκταση αυτής της οικονομικής απώλειας προσδιορίζεται με βάση την αξία του μισθώματος που καταβάλλεται για ανάλογα ακίνητα στην ίδια περιοχή κατά το χρόνο εκτίμησης της ζημίας (πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο). Η αναζήτηση αυτών των ματαιωμένων εισοδημάτων, η απώλεια των οποίων εν μέρει έχει συντελεσθεί και η οποία θα πρέπει πάντως με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων να αποτραπεί και για το μέλλον, μπορεί να βασισθεί κατ’ αρχάς στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, στο βαθμό που συνιστούν αξίωση από επέμβαση σε ξένη περιουσία. Η νομική αυτή βάση απαλλάσσει ως γνωστό από την απόδειξη της ενδεχόμενης κακοπιστίας του νομέως. Περαιτέρω, όμως, και σε περίπτωση συνδρομής αυτής της τελευταίας προϋπόθεσης, δυνατή είναι και η εφαρμογή των διατάξεων για την αδικοπραξία (συνδυασμένη εφαρμογή των ΑΚ 914, 934, 343, 344), αλλά και των ειδικών διατάξεων περί αποζημιωτικής ευθύνης του κακόπιστου νομέα των άρθρων 1096 επ. (1098 εδ. 2: απώλεια εισοδημάτων ως ζημία από καθυστέρηση). Τέλος, παρατηρείται ότι η κ. Α.Γ. μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας στην εξώδικη πρόσκληση της κ. Α.Μ. για απόδοση σε αυτή των ακινήτων είναι ως κακόπιστη πλέον νομέας και υπερήμερος οφειλέτης προς επιστροφή των δύο κατοικιών με την έννοια των άρθρων ΑΚ 344 και 348 επ. στα οποία παραπέμπει η ΑΚ 1098 εδ. 2. Αυτό έχει ως συνέπεια να ευθύνεται εφεξής τόσο για τη συνεχιζόμενη απώλεια των εισοδημάτων της κ. Α.Μ. όσο και για την ενδεχόμενη βλάβη της υλικής υπόστασης των επιστρεπτέων ακινήτων αντικειμενικά, δηλαδή και για τα τυχηρά, και όχι μόνο για πταίσμα.