Digesta 2005

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Επιμέλεια: Μ. Τσαπόγας

ΔρΝ - Ειδικός Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη

Για να ανοίξετε το άρθρο σε μορφή pdf πατήστε εδώ 

 

Σ 4.1, ΣυνθΕΚ άρθρο 13, Οδηγίες 2000/43/ΕΚ & 2000/78/ΕΚ, ΚωδΔικηγ [ν.δ. 3026/54] άρθρο 3.1, ν. 3094/2003 άρθρο 3.3, ν. 3304/2005 άρθρα 2.1, 3.3, 4.1-2, 19.1 & 20.3

Κώλυμα διορισμού αλλογενούς πολιτογραφηθέντος ως δικηγόρου

 

Το κώλυμα διορισμού αλλογενούς πολιτογραφηθέντος ως δικηγόρου προ της παρόδου πενταετίας από την πολιτογράφηση, αποτελεί διακριτική μεταχείριση μεταξύ ελλήνων πολιτών λόγω εθνοτικής καταγωγής.

Ακόμη και σε περιπτώσεις διατάξεων νόμου που αντίκεινται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, ο Συνήγορος του Πολίτη δεν μπορεί να παρέμβει αν δεν τεθεί υπ’ όψη του συγκεκριμένη ατομική διοικητική πράξη ή παράλειψη.

 

Πόρισμα 12420.04.2.2/13.5.2005

(Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Ανδρέας Τάκης, Χειριστής: Μιχάλης Τσαπόγας)

 

Με αναφορά πολιτογραφηθείσης ελληνίδας, πτυχιούχου Νομικής και μόλις εγγραφείσης ως ασκουμένης σε Δικηγορικό Σύλλογο, ζητήθηκε η παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη προκειμένου να μην εφαρμοσθεί, στην περίπτωσή της, η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. β΄ Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), σύμφωνα με την οποίαν «αλλογενής αποκτήσας την Ελληνικήν Ιθαγένειαν διά πολιτογραφήσεως δεν δύναται να διορισθή Δικηγόρος προ της συμπληρώσεως πενταετίας από ταύτης».

Κατ’ αρχήν, η επίμαχη διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων εισάγει άνιση μεταχείριση, καθώς η πρόβλεψη πενταετούς περιόδου «αναμονής» για το διορισμό ως δικηγόρων αφορά μόνο τους έλληνες που απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια διά πολιτογραφήσεως και όχι τους λοιπούς έλληνες πολίτες, χωρίς να συνάγεται εύλογη και συνταγματικά ανεκτή (κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) αιτία της απόκλισης αυτής. Ακόμη χειρότερα, η διάταξη αυτή εισάγει δυσμενέστερη μεταχείριση των προσφάτως πολιτογραφηθέντων ελλήνων έναντι των πολιτών άλλων κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι σύμφωνα με το ίδιο άρθρο δικαιούνται να διορισθούν δικηγόροι στην Ελλάδα χωρίς την ύπαρξη ανάλογης περιόδου «αναμονής» από της κτήσεως οιασδήποτε ευρωπαϊκής ιθαγένειας.

Επί πλέον, με τον ν. 3304/2005 «Εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» επιχειρείται η ενσωμάτωση, στο εθνικό μας δίκαιο, των διατάξεων των οδηγιών 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29.6.2000 και 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27.11.2000, υπό το πρίσμα των οποίων ερμηνεύεται το περιεχόμενό του, και θεσπίζεται το γενικό πλαίσιο ρύθμισης για την καταπολέμηση των διακρίσεων, απαγορεύοντας (άρθρο 2 παρ. 1) κάθε άμεση ή έμμεση (άρθρο 3 παρ. 3: «όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα ορισμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία») διάκριση, μεταξύ άλλων, λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής εντάσσονται και η «πρόσβαση στην εργασία και την απασχόληση εν γένει, ... ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας ... συμμετοχή σε οποιαδήποτε επαγγελματική οργάνωση» (άρθρο 4 παρ. 1 στοιχ. α΄ & δ΄). Ειδικότερα, η εφαρμογή του κανόνα απαγόρευσης άμεσων και έμμεσων διακρίσεων προϋποθέτει την επί ίσοις όροις άσκηση ενός δικαιώματος ή απόλαυση ενός έννομου αγαθού. Στην υπό κρίση περίπτωση, έλληνες πολίτες που απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση υφίστανται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση απ’ αυτήν της οποίας τυγχάνουν όσοι απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια από την γέννησή τους (σε πραγματικό χρόνο ή αναδρομικά), ως τέκνα έλληνα ή ελληνίδας, σε ανάλογη κατάσταση, δηλαδή, προς ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις διορισμού δικηγόρου. Το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. β΄ Κώδικα Δικηγόρων θέτει τους αλλογενείς πολιτογραφηθέντες σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με τους ομογενείς πολιτογραφηθέντες ή τους εκ γενετής έλληνες, για λόγους οι οποίοι ανάγονται στην εθνοτική καταγωγή τους, άμεσα μεν ήδη εξ αιτίας του περιορισμού «αλλογενής ...», επί πλέον δε και εξ αιτίας του περιορισμού «διά πολιτογραφήσεως», καθ’ όσον, εκ των πραγμάτων, την ελληνική ιθαγένεια αποκτούν διά πολιτογραφήσεως μόνον οι μη ελληνικής καταγωγής αλλοδαποί (οι λοιποί την αποκτούν διά «καθορισμού»). Η διάκριση αυτή δεν φαίνεται να δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό με την χρήση ενός πρόσφορου και αναγκαίου μέσου. Μόνη επιτρεπτή απόκλιση από την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης αποτελεί η διάκριση λόγω ιθαγένειας (άρθρο 4 παρ. 2: «Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που προβλέπεται διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας και δεν θίγουν τη μεταχείριση που συνδέεται με τη νομική κατάστασή τους ως ιθαγενών τρίτων χωρών ή ατόμων άνευ ιθαγένειας»), στοιχείο που όμως δεν συντρέχει εν προκειμένω, δεδομένου ότι η διακριτική μεταχείριση αφορά κατηγορίες ελλήνων πολιτών, καθ’ όσον έλληνες πολίτες, ευρισκόμενοι στη χώρα τους, παρεμποδίζονται στην απόλαυση του ιδίου ακριβώς αγαθού, εν σχέσει προς άλλους συμπολίτες τους.

Εν όψει των ανωτέρω, πέραν του ζητήματος αντίθεσης του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. β΄ του Κώδικα Δικηγόρων προς την κατοχυρούμενη στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας των ελλήνων πολιτών, τίθεται ήδη και ζήτημα αντίθεσης αυτού προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ, εξειδικεύεται στην οδηγία 2000/43/ΕΚ και ενσωματώνεται στο εθνικό μας δίκαιο με τις διατάξεις του ν. 3304/2005. Δεδομένου, μάλιστα, ότι στο άρθρο 26 του νόμου αυτού («Με την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργείται κάθε νομοθετική και κανονιστική διάταξη ... η οποία είναι αντίθετη προς την, κατά τον παρόντα νόμο, αρχή της ίσης μεταχείρισης») προβλέπεται η αυτοδίκαιη κατάργηση, όχι μόνον κάθε νομοθετικής, αλλά και κάθε κανονιστικής διάταξης που αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, το Υπουργείο Δικαιοσύνης αλλά και κάθε εμπλεκόμενος Δικηγορικός Σύλλογος οφείλουν να εξετάσουν το ενδεχόμενο μη εφαρμογής της επίμαχης διάταξης.

Ωστόσο, ο Συνήγορος του Πολίτη, εν όψει των περιορισμών του άρθρου 3 παρ. 3 ν. 3094/2003, θα μπορούσε να παρέμβει, απευθύνοντας στο Δικηγορικό Σύλλογο και στον αρμόδιο Υπουργό εισήγηση παράκαμψης του άρθρου 3 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, μόνον in concreto, ήτοι κατόπιν συγκεκριμένης ατομικής διοικητικής πράξης ή παράλειψης αιτιολογούμενης με επίκληση της επίμαχης διάταξης. Την προϋπόθεση αυτή δεν πληροί η προκείμενη αναφορά, καθ’ όσον η μεν αίτηση της ενδιαφερομένης για εγγραφή της ως ασκουμένης έχει γίνει δεκτή, η δε αίτησή σας για συμμετοχή στις εξετάσεις της άδειας δεν μπορεί ακόμη να υποβληθεί επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί η περίοδος άσκησης. Το άρθρο 19 παρ. 1 ν. 3304/2005 («Φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στις περιπτώσεις που αυτή παραβιάζεται από δημόσιες υπηρεσίες είναι ο Συνήγορος του Πολίτη») επιφυλάσσει, πράγματι, στην Αρχή μιά νέα, ειδική αρμοδιότητα προκειμένου περί ζητημάτων διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, εξ ου και ο Συνήγορος του Πολίτη διατηρεί τη δυνατότητα να θέσει αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν του Υπουργείου Δικαιοσύνης το ζήτημα της διατήρησης σε ισχύ ρυθμίσεων συγκρουομένων με τον ν. 3304/2005, στο πλαίσιο των ειδικών σχετικών εκθέσεών του δυνάμει του άρθρου 20 παρ. 3 του νόμου αυτού. Ωστόσο, προκειμένου περί παρέμβασης για την επίλυση ατομικών περιπτώσεων, η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής του Συνηγόρου του Πολίτη εξακολουθεί να διέπεται από το άρθρο 3 παρ. 3 ν. 3094/2003, ήτοι να προϋποθέτει προηγούμενη ατομική διοικητική πράξη ή παράλειψη. Έτσι, επί του παρόντος, συνιστάται στην ενδιαφερομένη να θέσει το θέμα υπ’ όψιν του εμπλεκομένου Δικηγορικού Συλλόγου και του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Διεύθυνση Δικηγορικού Λειτουργήματος), ούτως ώστε να επιτραπεί, μόλις πληρωθούν οι λοιπές προϋποθέσεις, η συμμετοχή της στις εξετάσεις. Αν, παρ’ ελπίδα, η σχετική απόφαση του Συλλόγου είναι αρνητική, θα παραστεί, πλέον, δυνατή και η άμεση παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη για τη συγκεκριμένη ατομική περίπτωση.

 

Σημείωση

Η ενδιαφερόμενη δεν επανήλθε στο Συνήγορο του Πολίτη. Ωστόσο, μετά από αίτησή της στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο βάσει των ανωτέρω υποδείξεων, υποβλήθηκε και εκκρεμεί ενώπιον του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικό ερώτημα του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Μ.Τ.