Digesta 2006

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ

Αλεξάνδρα Κοψίνη

Δικηγόρος - Μ.Δ.Ε. Νομικής Αθηνών

Για να ανοίξετε τη μελέτη σε μορφή pdf πατήστε εδώ

Με τον όρο «εκμετάλλευση» εννοείται η συνένωση σε οργανική ενότητα προσώ­πων, τεχνικών μέσων ή εγκαταστάσεων και άϋλων αγαθών προς επιδίωξη ορισμένου εργασιακού - τεχνικού (δηλ. παραγωγικού) σκοπού[1]. Βασικό χαρακτηριστικό της εκμετάλλευσης είναι η οργανική ενότητα που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των προ­σώ­πων και των τεχνικών μέσων, ώστε να διασφαλίζεται η πραγματοποίηση του εργα­σιακού - τεχνικού σκοπού[2]. Οργανική ενότητα σημαίνει ακριβώς ότι τα πρόσω­πα δηλ. ο φορέας της εκμεταλλεύσεως και το προσωπικό και τα τεχνικά μέσα όπως (εγκα­ταστάσεις, μηχανήματα, άϋλα αγαθά, πρώτες ύλες κ.λπ. είναι κατά τέτοιο τρόπο οργανωμένα, ώστε να επιτυγχάνουν την πραγματοποίηση του εργασιακού - τεχνικού σκοπού.

Με τον όρο «επιχείρηση» εννοείται ο κερδοσκοπικός ή γενικότερα οικονομικός σκοπός. Δηλ. επιχείρηση είναι η συνένωση προσώπων, τεχνικών μέσων και άϋλων αγαθών προς επιδίωξη ορισμένου κερδοσκοπικού ή γενικότερα οικονομικού σκοπού, εκτός από τον εργασιακό - τεχνικό[3].

Ο κανονισμός εργασίας αποτελεί το γραπτό δίκαιο από το οποίο δημιουργούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων[4]. Για τους κανονισμούς εργασίας, που αφορούν όλους τους εργαζόμενους με σχέση ιδιωτικού δι­καίου προβλέπουν οι κάτωθι διατάξεις[5]:

α) ν.δ. 3789/1857, β) ν.δ. 385/1969, γ) ν.δ. 972/1971, δ) β.δ. 24.6.58, που αφορά τη κατάρτιση, διαδικασία, υποβολή, κύρωση και δημοσιότητα των κανονισμών εργασίας, ε) β.δ. 179/1970 και 711/1970, στ) π.δ. 1156/1977, ζ) άλλες διατάξεις ειδι­κών νόμων ή διαταγμάτων, που αφορούν π.χ. ΟΣΕ, ΕΛΤΑ, ΟΤΕ, ΔΕΗ, η) η απόφαση του υπουργού Εργασίας αρ. 4778/899/1958, που αφορά τον ορισμό παραβόλου για την υποβολή και έγκριση των κανονισμών εργασίας, θ) το εδ. α΄ της παρ. 4 του άρθρο 12 του ν. 1767/1988.

Το ν.δ. 3789/57 είναι το βασικό νομοθέτημα των κανονισμών εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 του ν.δ. 3789/57 «επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις ή εργασίαι εν γένει», ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή και από το αν ανήκουν σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εφ’ όσον απασχολούν προσωπικό μεγαλύτερο των 70 ατόμων έχουν υποχρέωση να καταρτίζουν κανονισμό εργασίας. Μάλιστα με απόφαση του Υπουργού Εργασίας είναι δυνατόν να επεκτείνεται η υποχρέωση αυτή και σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις ή εργασίες που απασχολούν προσωπικό κάτω των 70 όχι όμως μικρότερο των 40 ατόμων.

Η κατάρτιση των κανονισμών εργασίας του ν.δ. 3789/57 γίνεται από τον εργοδότη. Δεν απαιτείται κατά το ν.δ. 3789/57 η σύμφωνη γνώμη του προσωπικού που αφορά τον κανονισμό. Παρέχεται όμως η ευχέρεια στην «οικεία» συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων να προσφύγει ενώπιον του Τμήματος Κανονισμών Ερ­γασίας, κατά των διατάξεων του κανονισμού που αντίκεινται στους νόμους ή στα εκτελεστικά τους διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις[6]. Προκειμένου να αποκτήσει ο κανονισμός ισχύ, απαιτείται κύρωση από τη Διοίκηση. Η κύρωση του κανονισμού γίνεται για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις από το νομάρχη και ενεργεί­ται από τις κατά τόπους επιθεωρήσεις εργασίας[7], ενώ για τις επιχειρήσεις - εκμεταλλεύσεις που ανήκουν ή ασκούνται από το Δημόσιο καθώς και για τις επιχειρήσεις - εκμεταλλεύσεις των Δήμων, Κοινοτήτων, ΝΠΔΔ και των Τραπεζών, η κύρω­ση γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργ. Εργασίας και του Υπουργού που ασκεί την εποπτεία[8]. Η Διοίκηση που ασκεί το δικαίωμα κυρώσεως δεν δικαιούται να τρο­ποποιεί τους υποβαλλόμενους κανονισμούς, αλλά μόνο να τους εγκρίνει ή να μην τους εγκρίνει[9], μπορεί όμως να κάνει υποδείξεις για την αναμόρφωσή τους[10]. Κατά τη διαδικασία της κυρώσεως η Διοίκηση ελέγχει τόσο τη νομιμότητα όσο και τη σκο­πιμότητα των διατάξεων του κανονισμού. Κατά τον έλεγχο της νομιμότητας εξετάζεται αν οι διατάξεις του κανονισμού είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα, τις ΔΣΕ, τους νόμους, υπουργικές αποφάσεις κ.ο.κ. Παράνομες τυχόν διατάξεις – που δεν εντοπίζονται κατά τον έλεγχο νομιμότητας – δεν θεραπεύονται αλλά παραμένουν ανίσχυρες, γιατί προσκρούουν σε ανώτερες ιεραρχικά κανόνες δικαίου[11]. Κατά τον έλεγχο της σκοπιμότητας εξετάζεται η ουσιαστική ορθότητα[12] των διατάξεων του κανονισμού. Η ισχύς του κανονισμού αρχίζει μετά την κύρωση και εφ’ όσον τηρηθεί ο όρος δημοσιότητας του νόμου, εφ’ όσον δηλ. ο κανονισμός αναρτηθεί και είναι «ανά πάσαν στιγμήν ανηρτημένος εις εμφανή και προσιτά δια του εργαζομένους σημεία του τόπου εργασίας»[13].

Σκοπός των κανονισμών εργασίας, όπως τονίζεται και στην εισηγητική έκθεση του ν.δ. 3789/1957[14], είναι να «εξασφαλίσουν όρους δίκαιους...» δηλαδή να ρυθμίζουν τις διαμορφούμενες εργασιακές σχέσεις κατά την εκτέλεση, οι οποίες και αποτελούν το αντικείμενο των κανονισμών στο στάδιο της εκτελέσεώς τους.

Ως παραδείγματα τέτοιων όρων αναφέρονται συνήθως[15], ο καθορισμός της ενάρ­ξεως, λήξεως και των διακοπών (διαλειμμάτων) της εργασίας, η αναγγελία της προελεύσεως και της αποχωρήσεως από την εργασία, ο έλεγχος της παρουσίας, η σωματική έρευνα των μισθωτών, η υποχρέωση στολής, η απαγόρευση του καπνίσματος, η ρύθμιση της συμπεριφοράς των εργαζομένων μεταξύ τους καθώς και απέ­ναντι στον εργοδότη, ο καθορισμός της παροχής των αδειών κατά τις διατάξεις του νόμου, διατάξεις για την πρόληψη εργατικών ατυχημάτων και την πυρασφάλεια καθώς και διατάξεις που αναφέρονται στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία της εκμεταλλεύσεως.

Πρακτική είναι ο σταθμός και ομοιόμορφος χειρισμός από τον εργοδότη ορισμένων ζητημάτων, που ανάγονται στις σχέσεις του με τους μισθωτούς, ο οποίος μπορεί να χρησιμεύσει ως τεκμήριο ύπαρξης σιωπηράς συμφωνίας μεταξύ τους, που να επρόκειτο για εφαρμογή ενός δεσμευτικού κανόνα[16]. Πρακτική είναι δυνατό να αποκρυσταλλωθεί σε διάφορα θέματα, όπως το ωράριο, και η τοποθέτησή του στο 24ωρο, ο μισθός, ο τρόπος αμοιβής, ο χρόνος καταβολής του μισθού, ζητήματα τάξεως και συμπεριφοράς, οι προαγωγές, η οικειοθελής καταβολή από τον εργοδότη των ασφαλιστικών εισφορών ή του φόρου του μισθωτού[17].

Για τη νομική φύση της πρακτικής επικρατεί η άποψη της συμβατικής υφής[18]. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η συμπεριφορά του εργοδότη, λ.χ. η παροχή που σταθερά χορηγεί, περιέχει πρόταση σε κάθε μέλος του προσωπικού χωριστά για τη σύναψη συμβάσεως πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, η οποία ανάλογα τροποποιεί ή συμπληρώνει τη σύμβαση εργασίας του. Ο μισθωτός, πάλι, δεν έχει υποχρέωση να αποδεχθεί την πρόταση ρητά, μπορεί να το κάνει σιωπηρά, πράγμα που συμπεραίνεται από τις περιστάσεις, λ.χ. από το γεγονός ότι παίρνει την παροχή[19].

Παράλληλα με τη γνώμη αυτή, υποστηρίζονται και απόψεις που βλέπουν την πρακτική ως αυτοτελή πηγή του δικαίου των εργασιακών σχέσεων, εξωδικαιοπρακτική και με κανονιστική ενέργεια. Με τις απόψεις αυτές το θέμα μεταφέρεται στη γενική θεωρία του δικαίου, στο χώρο για τις πηγές του δικαίου.

Στη χώρα μας στη θεωρία επικρατεί η άποψη, που δέχεται τη (σιωπηρή) συμβα­τική θεμελίωση της πρακτικής[20] ή την κατατάσσει στις συναλλακτικές συνήθειες, που ερμηνεύουν ή συμπληρώνουν τη σύμβαση κατά τα άρθρα 200 και 288 ΑΚ[21].

Για τη θεμελίωση της δεσμευτικής ενέργειας της πρακτικής στη Γερμανία υποστηρίζεται η θεωρία της «εμπιστοσύνης»[22], η απαγόρευση της αντιφατικής συμπεριφοράς (venire contra factum proprium). Κατά τη θεωρία αυτή, η διαρ­κής δέσμευση του εργοδότη στο μέλλον στηρίζεται στην ανάγκη να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των μισθωτών ότι η μέχρι τώρα σταθερή και ομοιόμορφη συμπεριφορά του θα συνεχιστεί αναλλοίωτη και στο μέλλον· η διακοπή της θα ήταν ενέργεια αντιφατική και θα προσέκρουε στις αρχές της καλής πίστης. Δηλαδή, η δέσμευση από την πρακτική στηρίζεται εξωδικαιοπρακτικά – από το νόμο, άρθρα 281 και 288 ΑΚ – και όχι στη βούληση των μερών[23].

Η πειστικότερη άποψη υποστηρίζει την κανονιστική ισχύ της πρακτικής[24]. Οι υποστηρικτές της ξεκινούν από την παραδοχή ότι αποτελεί πραγματικότητα η παραγωγή αυτόνομου δικαίου μέσα στους επιμέρους κοινωνικούς σχηματισμούς, αδιάφορο αν τη δικαιοπλαστική τους ικανότητα τους την παραχωρεί ή τους την αναγνωρίζει το κράτος ή τους εξουσιοδοτεί σχετικά, και ανιχνεύουν προς αυτήν την κα­τεύθυνση.

Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι ο κανονισμός ως ιδιότυπη μορφή γραπτού δικαίου στην εκμετάλλευση έχει άμεση δεσμευτικότητα, αποβλέπει στην εύρυθμη λει­τουργία της εκμεταλλεύσεως και ρυθμίζει τους τυπικούς όρους εργασίας. Η πρακτι­κή έχει και αυτή συλλογικό χαρακτήρα, όπως ο κανονισμός, είναι συνήθως επίδομα, δηλαδή παροχή, που δεν είναι πάντοτε βέβαιο, ότι συνδράμει την εύρυθμη λειτουργία, αλλά απλά βελτιώνει τις αποδοχές, ρυθμίζοντας και ουσιαστικούς όρους της εργασίας (οικειοθελείς παροχές). Έτσι, ο μεν κανονισμός όπως προανεφέρθη απο­βλέπει στην εύρυθμη λειτουργία της επιχειρήσεως, ενώ οι ρυθμίσεις της πρακτικής χαρακτηρίζονται από τα υποκείμενα κριτήρια των εργαζομένων και των εργοδοτών.

Όσον αφορά το ζήτημα ισχύος μεταξύ συγκρούσεως κανονισμού εργασίας και πρακτικής θα πρέπει να γίνει σύγκριση ως προς την ιεραρχική κλίμακα των αυτόνομων πηγών. Επειδή, λοιπόν, ο κανονισμός ιεραρχικά βρίσκεται σε κατώτερη βαθ­μίδα από τη σ.σ.ε., αλλά στην ίδια με την πρακτική θα μπορούσε να εφαρμοσθεί η αρχή της τάξεως[25]. Τούτο συνεπάγεται την τροποποίηση προγενέστερου κανονισμού με μεταγενέστερη πρακτική ακόμη και επί το δυσμενέστερο για τους εργαζόμενους.

Κατά μια δεύτερη άποψη[26], ο κανονισμός δεν επιτρέπεται να τροποποιήσει δυσμενώς την πρακτική, καθώς η τελευταία εντάσσεται στην ατομική σ.σ.ε. της οποίας οι όροι υπερισχύουν έναντι δυσμενέστερων συλλογικών σ.σ.ε. βάσει της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης[27], και τυχόν επιβολή όρων δυσμενέστερων, θα αποτελούσε μονομερή βλαπτική μεταβολή της ατομικής σ.σ.ε. Ωστόσο, όσον αφορά την αντίθετη περίπτωση, δηλ. ευνοϊκότερη ρύθμιση της πρακτικής που τροποποιεί τον κανονισμό, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει περιορισμός τέτοιας δυνατότητας, για το λόγο ότι εξαιτίας της αλληλεξάρτησης των σχέσεων στην εκμετάλλευση, η πρακτική ευνοϊκότερης μεταχείρισης ορισμένων μισθωτών ενδέχεται να έχει ως συνέπεια τη χειροτέρευση της θέσης άλλων συναδέλφων τους. Μπορεί να γίνει δεκτή, εάν αφορά όλους του εργαζόμενους και όχι μεμονωμένους μισθωτούς.

Στο εργατικό δίκαιο υπερισχύει η αρχή της προστασίας, της οποίας απήχηση είναι η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας. Ο κανονισμός εργασίας που αφορά το εσωτερικό δίκαιο της εκμετάλλευσης, μπορεί να θεωρηθεί ότι εξομοιώνεται ιεραρχικά με την πρακτική, εφόσον κι αυτή συντελεί στη διαμόρφωση ενιαίας τάξης μέσα στην εκμετάλλευση. Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι ρυθμίσεις του κανονισμού ή της πρακτικής αφορούν την οργανωτική δομή της εκμετάλλευσης κι όχι τα συμφέροντα των εργαζομένων που χρήζουν προστασίας.

Η δυνατότητα δυσμενέστερης[28] τροποποίησης της πρακτικής με κανονισμό συναρτάται άμεσα και με το συμφέρον λειτουργίας της επιχείρησης. Στο πάγιο συμφέρον του μισθωτού για συμβατική σταθερότητα αντιτάσσεται το συμφέρον του εργοδότη να μπορεί να προσαρμόζεται δεδομένα λειτουργίας της επιχείρησής του στα μεταβαλλόμενα οικονομικά δεδομένα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για βλαπτική μεταβολή ατομικών όρων εργασίας με αμιγή οικονομική υφή, αλλά για τροποποιήσεις κυρίως στο οργανωτικό επίπεδο, έστω κι αν έχουν κάποιο οικονομικό αντίκτυπο στους μισθωτούς[29]. Ο μηχανισμός του άρθρου 7 του ν. 2112/ 1920, ως ειδικότερη έκφανση της αρχής pacta sunt servandα στο εργατικό δίκαιο, είναι μάλλον ακατάλληλος για την πραγματοποίηση των μεταβολών αυτών[30].

Επομένως, ο κανονισμός μπορεί να επιφέρει δυσμενέστερες ρυθμίσεις απ’ την πρακτική προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η αρμονική λειτουργία, κάτι που είναι προς το συμφέρον της ίδιας της επιχειρήσεως και του εργοδότη, αλλά και των εργαζομένων. Εξάλλου, ο κανονισμός που θεσπίζεται με το ν. 1767/88 είναι προϊόν συμμετοχής διαδικασίας και ως εκ τούτου προτιμάται έναντι οποιασδήποτε προγενέστερης πρακτικής, δηλαδή της μονομερούς απόφασης του εργοδότη.

 

 

[1]. Αγαλλοπούλου Χρ., «Εισαγωγή εις το Εργατικόν Δίκαιον», 1958, σ. 65, Λεβέντη Γ., «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», Εκδ. ΔΕΝ, Αθήνα 1996, σ. 457 επ., του ιδίου, «Ομαδικές απολύσεις», ΔΕΝ (γνμ.) 1992, σ. 1217, ΑΠ (ολομ.), 12/1987, σ. 754.

[2]. Λεβέντη Γ., «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», Εκδ. ΔΕΝ, Αθήνα 1996, σ. 457 επ., με υποσ. αρ. 2.

[3]. Λεβέντη Γ., ΔΕΝ, 1992, σ. 1218 επ., ΑΠ (ολομ.) 12/1987, σ. 754, ΑΠ 81/1971 (ολομ.) ΔΕΝ 1977, σ. 584 επ.

[4]. Χαλαμάνη Αν., «Οι κανονισμοί εργασίας», ΔΕΝ 44 (1980), σ. 1185.

[5]. Του ιδίου, ό.π., σ. 1186 επ.

[6]. Άρθρο 2 § 3 ν.δ. 3789/1957.

[7]. Άρθρο 68 § 1 π.δ. 1156/1977.

[8]. Άρθρο 2 § 1 ν.δ. 3789/1957.

[9]. ΣτΕ 414/1965, ΔΕΝ 1965, σ. 225.

[10]. ΣτΕ 2056/1967, ΔΕΝ 1967, σ. 1.

[11]. Καρακατσάνη Αλ. - Γαρδίκα Στ., «Ατομικό Εργατικό Δίκαιο», Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κο­μοτηνή 1995, σ. 405

[12]. Χαλαμάνη Αν., «Ο κανονισμός εργασίας, κατάρτιση, περιεχόμενο και σχέση με την πρακτική της εκμεταλλεύσεως», ΕΕργΔ 52 (1993), σ. 626.

[13]. Άρθρο 1 § 2 ν.δ. 3789/1957.

[14]. Λεβέντη Γ., «Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο», 1996, σ. 466, με υποσ. 2 και αναφορά σε ΕΕργΔ (1957), σ. 1136.

[15]. Βασιλείου Βασ., «Οι κανονισμοί εργασίας κατά του νέου Νόμου (ν.δ. 3789/1957)», ΕΕργΔ 16 (1957), σ. 1313 επ., Αγαλλοπούλου Χρ., «Οι κανονισμοί εργασίας», ΕΕργΔ 17 (1958), σ. 953 επ., Καρδα­ρά Αθ., «Οι κανόνες του δικαίου της εργασίας και η σχέσις των προς την συλλογικήν σύμβασιν εργασίας», Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1978, σ. 208 επ.

[16]. Ζερδελή Δ., «Η πρακτική της εκμεταλλεύσεως», ΕΕργΔ 46, (1987), σ. 753, Καρακατσάνη Αλ. - Γαρδίκα Στ., ό.π., σ. 420 επ.

[17]. Του ιδίου, ό.π., σ. 807.

[18]. Καρακατσάνη Αλ. - Γαρδίκα Στ., «Ατομικό Εργατικό Δίκαιο», 1995, σ. 423 επ. με υποσ. αρ. 1.

[19]. ΑΠ 685/1984, ΕΕργΔ 44 (1985), σ. 819, ΑΠ 660/1984, ΕΕργΔ 44 (1985), σ. 819.

[20]. Αγαλλοπούλου Χρ., «Εισαγωγή εις το Εργατικόν Δίκαιον», 1958, σ. 74, Γκούτου Χαρ., «Εργατι­κό Δίκαιο - Γενική Εισαγωγή», Αθήνα 1994, σ. 138, Ληξουριώτη Ι., Σχόλιο ΕΕργΔ 49 (1990), σ. 606, 608.

[21]. Καρακατσάνη Αλ. - Γαρδίκα Στ., «Ατομικό Εργατικό Δίκαιο», ό.π., σ. 424 επ. με υποσ. αρ. 2 και αναφορά σε Αγαλλόπουλο και Kαλομοίρη «Εργατικό Δίκαιο», σ. 57, 58.

[22]. Καρακατσάνη Αλ. - Γαρδίκα Στ., ό.π., σ. 423 επ. με υποσ. αρ. 4 και αναφορά σε Zöllner - Lo­ritz.

[23]. Ζερδελή Δ., ό.π., σ, 807 επ.

[24]. Καρακατσάνη Αλ. - Γαρδίκα Στ., ό.π., σ. 426 με υποσ. αρ. 1 και αναφορά σε Βερροιόπουλο, ΕΕργΔ 14 (1955), σ. 1028, Σταμούλη, «Το διευθυντικό δικαίωμα», σ. 179 επ. και Τσατήρη, «Η επιχειρη­σιακή συνήθεια», ΕΕργΔ 48 (1989), σ. 659.

[25]. Καρακατσάνη Αλ. - Γαρδίκα Στ., «Η πρακτική», σ. 85 επ., ΝοΒ 18, σ. 131, ΕΕργΔ 28, σ. 294, αφού ο ίδιος υπέρμαχος της κανονιστικής φύσης της πρακτικής αρνείται να θεωρήσει το περιεχόμενό της ως σύνολο ατομικών όρων εργασίας και να δεχθεί την εφαρμογή του άρθρου 7 ν. 2112/1920 στην πε­ρίπτωση της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής τους.

[26]. Μπακόπουλου Κ., «Ο κανονισμός εργασίας», ΕΕργΔ 52 (1993), σ. 634 επ., με υποσ. αρ. 45 και αναφορά σε Λεβέντη Γ., «Η μεταβολή», σ. 47, 50, όπου αναφέρεται ότι οι θιγόμενοι μισθωτοί μπορούν να ζητήσουν την εξίσωσή τους με τους ευνοηθέντες βάσει της αρχής της μεταχείρισης. Είναι όμως πολύ πιθανό, η ανασφάλεια του δικαίου που αναπόφευκτα θα δημιουργηθεί, να ταράξει και την εσωτερική λειτουργική τάξη που αποβλέπει να εισάγει ο κανονισμός. Γι’ αυτό θα ήταν μάλλον ορθότερο να γίνει δεκτή η δυνατότητά της επί τα βελτίω τροποποίησης όρων του κανονισμού με πρακτική, μόνο όταν η τελευταία αποσκοπεί στην ενιαία και ομοιόμορφη για όλους τους μισθωτούς τροποποίηση των όρων του και όχι όταν έχει ως αντικείμενο την εξατομικευμένη ή μερική (ως προς τους αποδέκτες) εισαγωγή ευμενέστερων ρυθμίσεων.

[27]. Άλλωστε, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης εφαρμόζεται στη σύγκρουση παραγόντων διαφορετικής και όχι της ίδιας βαθμίδας, όπως είναι ο κανονισμός και η πρακτική.

[28]. Μπακόπουλου Κ., ΕΕργΔ 52 (1993), σ. 637, με υποσ. αρ. 58.

[29]. Του ιδίου, ό.π., σ. 638, με υποσ. αρ. 59 και αναφορά σε Λεβέντη, «Η μεταβολή», σ. 56.

[30]. Ζερδελή Δ., «Η πρακτική της εκμεταλλεύσεως», ΕΕργΔ 46, (1987), σ. 1038 επ.